107/2016 ΤρΕφΛαρ (αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα)
107/2016
Πρόεδρος: Χρυσούλα Χαλιαμούρδα
Εισηγήτρια: Σοφία Καραγιάννη
Δικηγόροι: Αικατερίνη Ζώη-Τσιγάρα, Χαρ. Τσιρογιάννης
Επί αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα ανάγκη προσδιορισμού της πραγματικής αυξητικής διαφοράς στην περιουσία του υπόχρεου, η δε ύπαρξη αρχικής περιουσίας συνιστά βάση ένστασης.
Κρίσιμος προς εξεύρεση της τελικής περιουσίας ο χρόνος λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή συμπλήρωσης 3ετίας από τη διάσταση. Για περαιτέρω αναγωγή αυτής σε χρήμα κρίσιμος ο χρόνος άσκησης της αγωγής. Επί παρόδου ικανού χρόνου από την αμετάκλητη λύση και τιμαριθμικής μεταβολής, δικαίωμα του μεν ενάγοντος να αξιώσει απόδοση του (μεγαλύτερου) ποσού που κατά το χρόνο συζήτησης ισοδυναμεί με την αξία της συμβολής του, του δε εναγομένου να προβάλει μείωση της πραγματικής αξίας του χρήματος και ένσταση προσαρμογής.
Υπολογισμός οικοδομημένου ακινήτου ως συνόλου, συμπεριλαβανομένης της δαπάνης ανοικοδόμησης.
Για υπολογισμό της αξίας επικαρπίας μη ανάγκη μνείας στην αγωγή της ηλικίας επικαρπωτή, μήτε υπολογισμού της σε ποσοστό πλήρους κυριότητας.
Ισχύς Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 για διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές, κατ’ αυτεπάγγελτη υποκατάσταση εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών. Αποφάσεις διαζυγίου εκδιδόμενες σε κράτος μέλος αναγνωρίζονται στα λοιπά χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία, δυναμένου όμως του ενδιαφερομένου να ζητήσει έκδοση απόφασης για την αναγνώριση.
Μη στοιχείο αγωγής αποκτημάτων ο τρόπος αμετακλήτου της αλλοδαπής απόφασης λύσης του γάμου, η δε συνδρομή αυτού ελέγχεται κατά την έρευνα της αγωγής στο πλαίσιο του Κανονισμού.
Απρόσβλητη με ένδικα μέσα γερμανική απόφαση παράγουσα δεδικασμένο αναγνωριζόμενο αυτόματα, αφού ο εναγόμενος ήταν παρών στη δίκη και έλαβε γνώση της απόφασης, που δεν είναι ασυμβίβαστη με άλλη ημεδαπή ή την ημεδαπή δημόσια τάξη.
{…} Κατά το άρθρο 1400 ΑΚ «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή». Από τη διάταξη αυτή, λαμβανομένη υπόψη σε συνδυασμό με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της εκ της άνω διατάξεως αγωγής είναι 1) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων, 2) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και 3) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο. Για το ορισμένο της αγωγής αυτής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφό της, εκτός από τα, κατά τη διάταξη, κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεως στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να αρχίζει κατά την αγωγή από μία ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υπόχρεου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που τη διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Περαιτέρω, ο χρόνος λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν.
Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής. Τούτο συνεπάγεται ότι ο ενάγων έχει τη δυνατότητα, αν έχει παρέλθει σημαντικός χρόνος από της αμετάκλητης λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση, και συνακόλουθη (τιμαριθμική) μεταβολή της πραγματικής αξίας του χρήματος, να αξιώσει την απόδοση του (μεγαλύτερου) ποσού που κατά το χρόνο της συζητήσεως ισοδυναμεί με την αξία της συμβολής του κατά τον κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεώς του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί αντίστοιχα να προβάλει ότι η πραγματική αξία του χρήματος έχει μειωθεί και να ζητήσει, κατ’ ένσταση, αντίστοιχη προσαρμογή του οφειλομένου ποσού (ΑΠ 566/2014, ΑΠ 1673/2011 Νόμος). Η παράλειψη όμως του ενάγοντος να αξιώσει τέτοια αναπροσαρμογή δεν δημιουργεί ελάττωμα του δικογράφου της αγωγής και δεν καθιστά την τελευταία αόριστη συνεπεία τούτου (ΑΠ 1673/2011 ό.π., 575/2014 Νόμος).
Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου ασκήσεως της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα (ΑΠ 1357/2015, ΑΠ 43/2015 Νόμος). Για το μέτρο (έκταση) της αξίωσης συμμετοχής του δικαιούχου στο απόκτημα όταν αυτό αφορά οικοδομημένο ακίνητο, υπολογίζεται (λαμβάνεται) το οικοδομημένο ακίνητο, ως σύνολο, στην εκτίμηση του οποίου συμπεριλαμβάνεται και η δαπάνη ανοικοδομήσεως (ΑΠ 1640/2007 Νόμος). Όταν αφορά τον υπολογισμό αξίας της επικαρπίας δεν είναι αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής αυτής να προσδιορίζεται η ηλικία του επικαρπωτή ούτε να υπολογίζεται η επικαρπία σε ποσοστό πλήρους κυριότητας όπως ορίζει το άρθρο 15 του ν.δ. 118/1973, αφού τα εν λόγω στοιχεία δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία της αγωγής από το άρθρο 1400 ΑΚ (ΑΠ 575/2014 ό.π).
Τέλος με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος ισχύει από την 1.8.2004 άμεσα στα κράτη-μέλη (αρθ. 249 – πρώην 189 – ΣυνθΕΚ) και εφαρμόζεται από την 1.3.2005 σε αστικές υποθέσεις που αφορούν και το διαζύγιο, επέρχεται αυτεπάγγελτη υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου των τελευταίων (κρατών-μελών, πλην της Δανίας) από τις διατάξεις του, εφόσον το συνταγματικό τους πλαίσιο δεν προβλέπει κάποιους περιορισμούς, κάτι βέβαια που δεν προβληματίζει στην περίπτωση της χώρας μας, δεδομένης της ύπαρξης του άρθρου 28 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, ενώ, παράλληλα, ο παραπάνω Κανονισμός, σύμφωνα με το άρθρο 59 αυτού (με την επιφύλαξη των αρθ. 59 παρ. 2, 60, 63, 64), αντικαθιστά και τις, κατά την έναρξη ισχύος του, προϋπάρχουσες συμβάσεις, οι οποίες έχουν συναφθεί μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών-μελών και αφορούν παρόμοια θέματα, τα οποία διέπονται πλέον από αυτόν. Με τον ως άνω Κανονισμό καταργήθηκε, άλλωστε, και ο Κανονισμός (ΕΚ) 1347/2000, ο οποίος ίσχυε από την 1.3.2001. Σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 και 3 του Κανονισμού 2201/2003, αποφάσεις διαζυγίου, που εκδίδονται σε ένα κράτος-μέλος, αναγνωρίζονται στα υπόλοιπα κράτη-μέλη, χωρίς να απαιτείται κάποια ιδιαίτερη διαδικασία, γεγονός, όμως, το οποίο δεν αποκλείει το δικαίωμα κάθε ενδιαφερομένου να ζητήσει την έκδοση απόφασης για την αναγνώριση.
Ενόψει αυτών, υπό το ως άνω παρατιθέμενο περιεχόμενό της η ένδικη αγωγή είναι, ως προς την επικουρική της βάση τη στηριζόμενη στον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής της ενάγουσας στην, κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων, επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου, ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη νόμιμη θεμελίωσή της, όπως αυτά αναφέρονται στην προεκτεθείσα σχετική νομική σκέψη. Δεν συνιστά αναγκαίο στοιχείο για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, η αναγωγή της τελικής περιουσίας του εναγομένου στο χρόνο συζήτησης της αγωγής, αλλά αρκεί προς τούτο η αποτίμηση αυτής κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου, οπότε γεννήθηκε η σχετική αξίωση, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου. Εφόσον ο εναγόμενος θεωρούσε ότι η αποτίμηση αυτή δεν αντιστοιχεί στο χρόνο συζήτησης της αγωγής, μπορούσε να ζητήσει κατ’ ένσταση, αντίστοιχη αναπροσαρμογή του οφειλόμενου ποσού. Ούτε καθιστά αόριστη την αγωγή ο υπολογισμός της αξίας ανεγερθέντος ακινήτου στο οικοδομημένο ακίνητο και όχι στις δαπάνες ανοικοδομήσεως του (ΑΠ 1640/2001 Νόμος). Δεν είναι, επίσης, αόριστη η αγωγή για το λόγο ότι δεν προσδιορίζεται σ’ αυτή η αξία της επικαρπίας σε σχέση με την αξία του επικαρπωτή, καθόσον τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία της αγωγής από το άρθρο 1400 ΑΚ., αλλά λαμβάνονται υπόψη, κατ’ άρθρο 15 του ν.δ. 118/1973, για τον υπολογισμό και μόνο του καταβλητέου φόρου επί μεταβίβασης της περιουσίας. Τέλος δεν συνιστά επίσης αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής ο τρόπος συντέλεσης του αμετακλήτου της απόφασης της λύσης του γάμου μεταξύ των διαδίκων.
Η επικαλούμενη με την αγωγή συνδρομή της προϋπόθεσης του αμετακλήτου αλλοδαπής αποφάσεως λύσεως του γάμου, που αποτελεί μια εκ των θετικών προϋποθέσεων για τη γένεση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, ελέγχεται κατά την ουσιαστική έρευνα της αγωγής, στο πλαίσιο της αυτόματης αναγνώρισης των αποφάσεων που καθιερώνεται με τον προαναφερόμενο Κανονισμό. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την κατ’ άρθρο 513 παρ. 2 ΚΠολΔ, συμπροσβαλλόμενη με αριθμ. 173/2012 μη οριστική απόφασή του περί διεξαγωγής αποδείξεων έκρινε τα ίδια και απέρριψε τον, περί αοριστίας, ισχυρισμό του εναγομένου, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, οι δε σχετικοί λόγοι (πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος) της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Οι διάδικοι, έλληνες υπήκοοι, τέλεσαν, στις 7.10.1972, στην Κολωνία της Γερμανίας, όπου είχαν εγκατασταθεί, νόμιμο γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες της ανατολικής ορθόδοξης θρησκείας, από τον οποίο απέκτησαν δύο θυγατέρες, ήδη, ενήλικες. Ο γάμος τους αυτός λύθηκε με την με αριθ. 316 F/08 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κολωνίας της Γερμανίας που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων. Η απόφαση αυτή, όπως προκύπτει από τη σφραγίδα του εκδώσαντος Δικαστηρίου, που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα τόσο στην γερμανική όσο και μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα, κατέστη, στις 3.7.2009 – και όχι 3.9.2009 όπως προδήλως από παραδρομή αναφέρεται στην αγωγή – απρόσβλητη με ένδικο μέσο ή βοήθημα (rechtskraftig, που ισοδυναμεί με το αμετάκλητο που απαιτείται κατά το ελληνικό δίκαιο, βλ. ΕφΑθ 11244/1980 Δ 12. 146, Παρατηρήσεις Χρ. Τριανταφυλλίδη στη ΜονΠρωτΘεσ 12549/2003, ΧριΔ 2003. 726) και ως εκ τούτου παράγει δεδικασμένο κατά το γερμανικό δίκαιο, το οποίο και αναγνωρίζεται αυτόματα, χωρίς δηλ. ιδιαίτερη διαδικασία από το Ελληνικό δίκαιο. Δοθέντος ότι από το μεταφρασμένο κείμενο της απόφασης προκύπτει ότι ο εναγόμενος ήταν παρών στη δίκη ενώπιον του αλλοδαπού δικαστηρίου, το οποίο είχε δικαιοδοσία να δικάσει την αγωγή διαζυγίου που άσκησε η ενάγουσα, κατά τη συζήτηση της οποίας παραστάθηκε και ο εναγόμενος διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του και επομένως αυτός δεν στερήθηκε τα δικαιώματα υπεράσπισής του και γενικώς της συμμετοχής του στη δίκη και έλαβε γνώση της απόφασης, ενώ από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η αλλοδαπή αυτή απόφαση είναι ασυμβίβαστη προς άλλη απόφαση των ημεδαπών Δικαστηρίων. Ούτε η απόφαση αυτή έρχεται σε σύγκρουση με την ημεδαπή δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη της ελληνικής κοινωνίας. Επομένως, εφόσον δεν υφίσταται λόγος που να αποκλείει την αναγνώριση του δεδικασμένου της προμνησθείσας αλλοδαπής απόφασης, το οποίο αναγνωρίζεται αυτόματα, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, με την ως άνω απόφαση λύθηκε αμετάκλητα ο μεταξύ των διαδίκων γάμος, απορριπτομένου ως αβασίμου του διαλαμβανόμενου στον πρώτο (κατά το πρώτο σκέλος του) λόγο της εφέσεως ισχυρισμού του εκκαλούντος, με τον οποίο διατείνεται ότι έσφαλε το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο που ταύτισε το αμετάκλητο της απόφασης με την τελεσιδικία αυτής. {…}