112/2016 ΜονΠρΛαρ (Τακτική) (αοριστία αγωγής καταβολής τιμήματος – επικουρική βάση εξ αδικ. πλουτισμού)
112/2016 (τακτική)
Πρόεδρος: Ηρακλής Μέτσκας
Δικηγόροι: Ιωάν. Κούτας
Αοριστία αγωγής καταβολής τιμήματος, αφού ο ενάγων δεν περιγράφει με επάρκεια τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και το τίμημα, αλλά παραπέμπει στον ενσωματωμένο στο δικόγραφο δοσοληπτικό λογαριασμό που τηρούσε, εκ του οποίου όμως προκύπτουν αφενός χρεοπιστώσεις και διαφορετικό από το αγωγικά αιτούμενο υπόλοιπο οφειλής χωρίς κανένα άλλο προσδιοριστικό στοιχείο και αφετέρου συναλλαγές και ποσά που δεν σχετίζονται με πωλήσεις αλλά με παροχή υπηρεσιών.
Νόμω αβάσιμη επικουρική βάση εξ αδικ. πλουτισμού, λόγω μη επίκλησης περιστατικών διαφορετικών από εκείνα στα οποία στηρίζεται η κύρια βάση εκ της πώλησης, χωρίς επίκληση ακυρότητάς της.
{…} Κατά την έννοια του άρθρου 513 ΑΚ, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα (κινητό ή ακίνητο), το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων περί μετάθεσης της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος (ΑΠ 16/2009 Δνη 2009. 521). Έτσι, η αγωγή του πωλητή κατά του αγοραστή με την οποία επιδιώκεται η καταβολή του τιμήματος πωληθέντων εμπορευμάτων, για να είναι ορισμένη πρέπει να περιέχει: α) την κατάρτιση της οικείας σύμβασης β) τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα και γ) την τιμή των πωληθέντων πραγμάτων (ΕφΘεσ 1626/2012 Νόμος, ΕφΘεσ 1872/2002 Αρμ 2004. 550).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 25.11.2014 και με αριθ. κατάθ. 1185/27.11.2014 ένδικη αγωγή της η ενάγουσα δευτεροβάθμια συνεταιριστική οργάνωση εκθέτει ότι εδρεύει στη Λ. και ότι από 18.11.2012 τελεί σε εκκαθάριση. Ότι το αντικείμενο δραστηριότητάς της περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την εμπορία πάσης φύσης αγροτικών και γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων και στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητας το χρονικό διάστημα από το έτος 2009 έως την κατάθεση της αγωγής σύναψε στη Λ. με την εναγομένη ανώνυμη εταιρία διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, με τις οποίες πώλησε και παρέδωσε στην εναγομενη τα γεωργικά προϊόντα και εφόδια, που αναγράφονται στα εκδοθέντα από την ίδια φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια, δελτία αποστολής και εκκαθαρίσεις) και αναφέρονται στα εμπορικά βιβλία της και δη στον περιγραφόμενο και ενσωματωμένο στο δικόγραφο δοσοληπτικό λογαριασμό που τηρούσε μηχανογραφικά. Ότι η εναγόμενη, αν και παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα πωληθέντα γεωργικά προϊόντα και εφόδια, της κατέβαλε τμηματικά μέρος του τιμήματος τους και αρνείται να της καταβάλει το υπόλοιπο που αποτυπώνεται στον προαναφερόμενο δοσοληπτικό λογαριασμό και ανέρχεται, μετά τον αναλογούντα ΦΠΑ, στο συνολικό ποσό των 45.991,61 Ε, το οποίο είχε πιστωθεί και έπρεπε να της καταβάλει η εναγόμενη μέχρι την 30.10.2012. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 45.991,61 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση κυρίως κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, γιατί κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της. Επιπλέον, ζητά να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της.
Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή παραδεκτά και αρμόδιως εισάγεται στο Δικαστήριο (άρθρα 7, 9, 10, 14 παρ. 2 και 33 ΚΠολΔ) προς συζήτηση με την τακτική διαδικασία. Ως προς την κύρια νομική βάση της που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και πώλησης, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω πλήρους αοριστίας, διότι η ενάγουσα δεν περιγράφει με επάρκεια τα πωληθέντα και παραδοθέντα πράγματα, καθώς και το τίμημά τους, παρά μόνο παραπέμπει για τα ζητήματα αυτά στον ενσωματωμένο στο δικόγραφο δοσοληπτικό λογαριασμό που τηρούσε, από την επισκόπηση του οποίου όμως προκύπτουν αφενός χρέωση ποσού 310.406,41 Ε, πίστωση ποσού 240.985,15 Ε και υπόλοιπο οφειλής ποσού 69.421,26 Ε για συναλλαγές πριν την 8.6.2010 χωρίς κανένα άλλο προσδιοριστικό στοιχείο και αφετέρου συναλλαγές και ποσά που δεν σχετίζονται με πωλήσεις προϊόντων αλλά με παροχή υπηρεσιών.
Ως προς την επικουρική νομική βάση της που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται περιστατικά πρόσθετα ή διαφορετικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η κύρια βάση της αγωγής (βλ. σχ. ΟλΑΠ 22/2003 Δνη 44. 1261, ΑΠ 16/2008 Δνη 49. 498, ΑΠ 922/2007 Δνη 50. 1738, ΑΠ 585/2006 ΔΕΝ 63. 1495), με την οποία ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη της οφείλει το ίδιο ποσό από τις μεταξύ τους συμβάσεις πώλησης, χωρίς επίκληση της ακυρότητάς τους για οποιοδήποτε λόγο. Ενόψει τούτων, λοιπόν, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή…