113/2016 ΜονΕφΛαρ (ευθύνη τράπεζας κατά το νόμο περί καταναλωτών – δε θεωρείται καταναλωτής ο έμπειρος επενδυτής – επενδυτικές συμβάσεις – υποχρεώσεις κατά την καλή πίστη – λήψη υπόψη μαγνητοφωνημένων συνομιλιών)
113/2016
Πρόεδρος: Ηλίας Τουλίγκος
Δικηγόροι: Γεώρ. Σουμέλας, Αντ. Τίγκας, Στεφανία Τριγώνη
Εφαρμογή Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, ως νόμου, αδιαφόρως συναίνεσης των προσώπων που αφορά και αδικοπραξία επί παράβασής του.
Αποζημιωτική ευθύνη Τράπεζας και κατά το νόμο περί καταναλωτών επί μη κατάλληλης πληροφόρησης, έναντι όσων συμβάλλονται εκτός των επαγγελματικών τους σχέσεων, ενώ ο αγοραστής ή αποδέκτης τραπεζικών προϊόντων ή υπηρεσιών δεν θεωρείται καταναλωτής εκ μόνης της ιδιότητας ως αντισυμβαλλόμενου. Καταχρηστική επίκληση προστασίας από επενδυτές με γνώση και συστηματική ενασχόληση με μεγάλες συναλλαγές.
Επί επενδυτικών συμβάσεων μεταξύ Τράπεζας και πελάτη υπάρχει σύναψη σιωπηρά σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών για χρηματοπιστωτικά προϊόντα της, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί τύπος, εκ της οποίας απορρέει ειδικότερη υποχρέωσή της αφενός μεν μη μονομερούς κατά προτεραιότητα επιδίωξης των συμφερόντων της, αφετέρου δε ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, αναλόγως και των συνθηκών και γνώσεων του πελάτη.
Επί τραπεζικών συμβάσεων, πέραν των κύριων υποχρεώσεων, και πρόσθετες παρεπόμενες κατά την καλή πίστη, η παράβαση των οποίων συνιστά πλημμελή εκπλήρωση παροχής.
Κατά τις διαπραγματεύσεις, υποχρέωση διαφώτισης και προστασίας του πελάτη. Παράβαση καλής πίστης η εκμετάλλευση της υπερέχουσας θέσης της Τράπεζας έναντι του πελάτη, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση σε βάρος του συμβατικών όρων διαταρασσόντων υπέρμετρα την ισορροπία.
Αδικοπραξία και επί παραβίασης της γενικής υποχρέωσης του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον. Αν η αθέτηση ενοχής είναι και παράνομη, συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης.
Λήψη υπόψη ιδιωτικών μαγνητοφωνημένων συνομιλιών γενόμενων σε γνώση και με συναίνεση συνομιλητών
Παραπλάνηση εναγόντων από προστηθέντες Τράπεζας για επένδυση κεφαλαίων σε ομόλογα δευτερογενούς αγοράς, μειωμένης εξασφάλισης και υψηλού κινδύνου, χωρίς πληροφόρηση για τα χαρακτηριστικά αυτών που εκδόθηκαν από αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία, ενώ άφηναν να εννοηθεί ότι αποτελούσαν ομόλογα της Τράπεζας και οι ενάγοντες πίστευαν πεπλανημένα ότι η επένδυσή τους ήταν εγγυημένη. Υπαγωγή εναγόντων στην έννοια του καταναλωτή ως μέσων αποταμιευτών, καίτοι δικηγόροι δίχως όμως γνώσεις χρηματοοικονομικών.
Συντρέχον πταίσμα 10% εναγόντων στη ζημία, αφού όταν διαπίστωσαν πτώση της τιμής των ομολόγων δεν προέβησαν σε άμεση ρευστοποίηση.
{…} Με την από 20.12.2012 (αριθμ. κατ. 1060/12) αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι της υπό στοιχ. Α’ εφέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής και εκκαλούντες της υπό στοιχ. Β’ εφέσεως και του προσθέτου λόγου αυτής, ιστορούσαν ότι το φθινόπωρο 2004, στα πλαίσια συνεργασίας τους με την πρώτη εναγόμενη τραπεζική εταιρία, ως απλοί καταθέτες αυτής, εκ της οποίας είχε αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης και λόγω της γνώσης του προϊσταμένου αυτής ότι διέθεταν σημαντική ικανότητα καταθέσεων, εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από τον τρίτο εναγόμενο, με την ιδιότητά του ως διευθυντή του τμήματος ιδιωτικής πελατείας του Τμήματος Κεντρικής Ελλάδος της δεύτερης εναγόμενης, που είναι θυγατρική της πρώτης εναγόμενης, προκειμένου να ενημερωθούν για τη δυνατότητα επένδυσης των καταθέσεών τους. Ότι οι ίδιοι εξαρχής κατέστησαν σαφή την επιθυμία τους περί ασφαλούς τοποθέτησης των χρημάτων τους σε τραπεζικά προϊόντα που δεν έφεραν χαρακτήρα διακινδύνευσης απώλειας του κεφαλαίου, δεδομένου ότι ήταν συντηρητικοί επενδυτές χωρίς ειδικότερες γνώσεις επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών και ως εκ τούτου δυνατότητας διαπραγμάτευσης των όρων των συμβάσεων επενδυτικών υπηρεσιών. Ότι ο τρίτος εναγόμενος τους έπεισε να υπογράψουν συμβάσεις επενδυτικών υπηρεσιών με προδιατυπωμένους όρους και χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης αυτών, με τη συνεχή διαβεβαίωσή του περί εγγυημένου κεφαλαίου. Ότι η εν λόγω επένδυση περιλάμβανε την προώθηση και διάθεση ομολόγων αυξημένου επενδυτικού κινδύνου, μειωμένης εξασφάλισης, μεταξύ των οποίων και αυτού εκδόσεως της εταιρίας «A.», στην αγορά των οποίων προέβησαν οι ίδιοι με προτροπή από τους υπαλλήλους της πρώτης εναγόμενης και χωρίς την ενημέρωσή τους για τους κινδύνους της επενδύσεώς τους, παραβιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τον ισχύοντα κατά το χρόνο εκείνο Κώδικα Δεοντολογίας, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ότι λόγω των διαβεβαιώσεων των υπαλλήλων της δεύτερης εναγόμενης ότι η πρώτη εναγόμενη αναλάμβανε την ευθύνη να διατηρήσει το κεφάλαιό τους ακέραιο, πείστηκαν να επενδύσουν στους ως άνω τίτλους το ποσόν των 130.000 Ε. Ότι το Νοέμβριο του 2008 πληροφορήθηκαν από τον τρίτο εναγόμενο ότι προσωρινά ήταν αδύνατο να ρευστοποιήσουν το ομόλογο ελλείψει επενδυτικού ενδιαφέροντος και στις 28.12.2011 με σχετική επιστολή της δεύτερης εναγόμενης ενημερώθηκαν ότι ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας τράπεζας, ενώ κατόπιν ετέθη σε εκκαθάριση, με αποτέλεσμα να απωλέσουν οι ίδιοι το κεφάλαιό τους. Ζητούσαν λοιπόν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν το ποσόν των 65.000 Ε σε έκαστο εξ αυτών ως αποζημίωση για την περιουσιακή βλάβη που υπέστησαν με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, το ποσόν των 25.000 Ε σε έκαστο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν και το ποσόν των 3.250 Ε σε έκαστο ως αποζημίωση για τα διαφυγόντα κέρδη τους για το χρονικό διάστημα από 28.12.2011 έως 28.12.2012 που αντιστοιχεί στους προσδοκόμενους τόκους που θα εισέπρατταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 68/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο έκρινε αυτήν νόμιμη και εν μέρει δεκτή, υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν στους ενάγοντες το ποσόν των 51.329 Ε με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως και καταδίκασε τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων τα οποία όρισε στο ποσόν των 5.200 Ε. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι διάδικοι για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της οι μεν ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχ. Β’ εφέσεως και του προσθέτου λόγου αυτής με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή τους εξ ολοκλήρου, ενώ οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α’ εφέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής με σκοπό να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η άνω αγωγή, άλλως να μεταρρυθμισθεί η απόφαση ως προς τα κονδύλια της θετικής ζημίας και της ηθικής βλάβης και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Με τον Κώδικα Δεοντολογίας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών του Ν. 2396/1996, που κυρώθηκε με την ΑΥΕθν. Οικ.1-2263/Β500 από 11.4.1997, θεσπίστηκαν κανόνες, που διέπουν τις σχέσεις και τη συμπεριφορά των εταιρειών, που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα (ΕΠΕΥ) και των απασχολούμενων σε αυτές ή συνεργαζόμενων με αυτές προσώπων, τους οποίους υποχρεούνται να τηρούν οι εταιρίες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα, προκειμένου: α) να διαφυλάσσεται η εύρυθμη λειτουργία και να υποστηρίζεται η ανάπτυξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, β) να προστατεύονται τα συμφέροντα του επενδυτικού κοινού, γ) να διασφαλίζεται η ασφάλεια και διαφάνεια των συναλλαγών και δ) να διασφαλίζεται ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των εταιριών και η ορθή και πλήρης πληροφόρηση της αγοράς (κεφ. A παρ. 1.1, 2.1 και 3.1 του Κώδικα).
Με τον εν λόγω Κώδικα τέθηκαν ως βασικές αρχές δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, μεταξύ άλλων, και οι εξής: α) Πρώτη Αρχή: οι εταιρίες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, β) Δεύτερη Αρχή: οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τόσο τους πόρους, όσο και τις διαδικασίες και μεθόδους, που είναι απαραίτητες για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, γ) Τέταρτη Αρχή: οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεών τους με αυτούς και δ) Έβδομη Αρχή: οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας, που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς (Κεφ. A παρ. 3.2 του Κώδικα).
Με το κεφάλαιο Β του ανωτέρω Κώδικα εξειδικεύονται οι κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεις και ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι ΕΠΕΥ και κάθε καλυπτόμενο πρόσωπο οφείλουν: α) να εξυπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, β) να αποφεύγουν κάθε πράξη και ενέργεια, η οποία, χωρίς να προσκρούει σε ρητή πρόβλεψη του νόμου, είναι, κατά τρόπο δήλο, αντίθετη προς το πνεύμα των σχετικών νόμων (παρ. 4.1), γ) να αναπτύσσουν συνεργασία μόνο με άλλα πρόσωπα, τα οποία πληρούν τις νόμιμες και ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής των υπηρεσιών, που απαιτούνται από την εταιρία, ενώ για τη λήψη εντολών εκτέλεσης χρηματιστηριακών πράξεων η εταιρία θα συνεργάζεται μόνο με άλλα πρόσωπα, τα οποία έχουν την απαιτούμενη άδεια ή πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις παροχής των υπηρεσιών αυτών (παρ. 4.2, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την πρώτη αρχή) και δ) να μην ενεργούν συναλλαγές και άλλες πράξεις, οι οποίες γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν ότι αποβλέπουν σε στρέβλωση της αγοράς κινητών αξιών, βασίζονται σε εσωτερική πληροφόρηση κατά παράβαση σχετικών διατάξεων ή, με άλλο τρόπο, στρέφονται κατά της αξιοπιστίας ή της εύρυθμης λειτουργίας αγοράς κινητών αξιών (παρ. 4.3).
Ο εν λόγω Κώδικας Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ αποτελεί νόμο, κανονιστικό κείμενο, που ισχύει βάσει ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης και η αποδοχή του περιεχομένου του δεν εξαρτάται από τη συναίνεση των προσώπων, τα οποία αφορά (άρθρο 7 Ν. 2396/1996, με το οποίο παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας για την κύρωση του Κώδικα, που θα συνταχθεί από επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους των αρμόδιων φορέων). Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας των διατάξεών του προκύπτει και από την αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που επιβάλλει κυρώσεις για τις σχετικές παραβάσεις (βλ. Στ. Ποταμίτη, Ο Κώδικας Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ: Μεταξύ Αυτορρύθμισης και Νομοθεσίας, σε πρακτικά 8ου Συνεδρίου Ελλήνων Εμπορικολόγων, Η διαφήμιση και οι Κώδικες Δεοντολογίας, εκδ. Σάκκουλα, 1999). Ο Κώδικας Δεοντολογίας ΕΠΕΥ, θέτοντας ρητούς και εξειδικευμένους κανόνες συμπεριφοράς προς προστασία περιουσιακών αγαθών (επενδυτών κλπ εμπλεκόμενων προσώπων) μέσω της εύρυθμης λειτουργίας του Χρηματιστηρίου, το οποίο αποτελεί άξονα (συν)διαμόρφωσης της οικονομίας της Χώρας, θεσπίζει (ακόμα και αν δεν ρυθμίζονται ειδικώς συμβατικά από τα μέρη) συμβατικές υποχρεώσεις (άρα και συμβατικές ευθύνες), εξειδικεύοντας τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ως προς τούτο συμπροσδιορίζει, δημιουργώντας παρεπόμενες υποχρεώσεις σύμβασης στο πλαίσιο του άρθρου 288 ΑΚ. Πλέον τούτων, η παράβαση των εν λόγω κανόνων δεοντολογίας στοιχειοθετεί αδικοπρακτική ευθύνη (ανεξάρτητη ή συρρέουσα με τη σύμβαση), υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, καθόσον πρόκειται για παραβίαση ενός τιθέμενου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ταγμένου στην προστασία της περιουσίας τρίτων (βλ. παρέμβαση Θ. Λύτρα σε πρακτικά Συνεδρίου Εμπορικολόγων, ό.π., σελ. 336, 337) και εντασσόμενου σε πλέγμα νόμων, που αφορούν στην προστασία των συναλλαγών και της εύρυθμης λειτουργίας του Χρηματιστηρίου, που κινδυνεύουν άμεσα από επιχειρήσεις, οι οποίες, επί σκοπώ εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μελών τους («ομάδες συμφέροντος»), εκμεταλλεύονται τους μηχανισμούς του οικονομικού συστήματος, για να εισέλθουν στο χώρο του «οικονομικού εγκλήματος» (έννοια διαφοροποιούμενη του εγκλήματος με οικονομικό περιεχόμενο, στρεφόμενη και πλήττουσα το οικονομικό σύστημα, βλ. σχετ. Β. Ζησιάδη, Η οικονομική εγκληματικότητα, 2001, σελ. 36 επ., Ν. Κουράκη, Τα οικονομικά εγκλήματα I, 1998, σελ. 31 επ., 38 επ., I. Μανωλεδάκη – ΕφΑθ 4348/2008 Νόμος).
Περαιτέρω, και ο Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» – και στις τράπεζες – την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» – και του ιδιώτη επενδυτή – ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δε θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ – 9ε του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως – με τελολογική ερμηνεία τους – αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω υποχρεώσεως εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ’του Ν. 2251/1994). Σύμφωνα εξάλλου, με το άρθρο 8§1 του ίδιου νόμου «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (βλ. Σ. Ψυχομάνη, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010. 863 επ.).
Εξάλλου, σύμφωνα με το αρθρ. 1§4 στοιχ. Α’ του ν. 2551/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος. Έτσι, και στις αποφάσεις του ΔΕΚ, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και συνεπώς ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνον όταν οι επιχειρούμενες, από τους τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματός τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις (ΕφΑθ 3884/2006 Δνη 2007. 305).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος, αλλά μόνο εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμά του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά αν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος Τράπεζας.
Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής (ΕφΛαρ 806/2010 ΕπισκΕμπΔ 2011. 461, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009. 819).
Τέλος, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους των τραπεζών μεταξύ της διαμεσολαβούσας τράπεζας και του πελάτη, υπήρχε οπωσδήποτε σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει στις περιπτώσεις αυτές να γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μία τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν τη βάση για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μια υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόλησή τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (ΠΠρΑθ 7169/2010, ΠΠρΘεσ 19932/2009, 4481/2009, ΜΠρΑθ 299/2012 Νόμος, βλ. Ε. Αλεξανδρίδου, «Τα επενδυτικά προϊόντα της LehmanBrother και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών», ΔΕΕ 2010. 136).
Από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ τράπεζας και πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρεώσεις, όσο και ειδικής, οι οποίες έχουν τη βάση τους σε συγκεκριμένη σχέση. Τούτο συμβαίνει κυρίως για τους εξής λόγους: α) η τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της θέσης της αυτής, μπορεί να προκύψει υποχρέωσή της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρας, διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε) η τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Και τούτο γιατί μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης, αλλά εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη, καθόσον όπως προαναφέρθηκε η τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει αφενός η ειδικότερη υποχρέωση της τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και αφετέρου η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της. Έτσι η τράπεζα έχει υποχρέωση όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, που αν γνώριζε ο πελάτης της πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψή της. Αντίστοιχα ισχύουν σχετικά με την υποχρέωση της τράπεζας για παροχή συμβουλών σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η τράπεζα (βλ. Ν. Ρόκα, Στοιχεία τραπεζικού δικαίου 2002, σελ. 352, Ψυχομάνη, Τραπεζικό δίκαιο – Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων, Γεν. μέρος, 2008, σελ. 31 επ.).
Περαιτέρω, στο πλαίσιο όλων εν γένει των τραπεζικών συμβάσεων γεννώνται πέραν των υποχρεώσεων των μερών για κύρια παροχή και επιπρόσθετες παρεπόμενες υποχρεώσεις, τις οποίες υπαγορεύει και προσδιορίζει κατά περιεχόμενο η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, διευρύνοντας το περιεχόμενο της ενοχής. Επομένως και αυτές οι υποχρεώσεις, παρότι προβλέπονται στο νόμο στο περιθώριο της ενοχής, δεν παύουν να θεωρούνται (και να είναι) συμβατικές, με συνέπεια η παράβασή τους να συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής (Ψυχομάνης ό.π., σελ. 33, Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη – Σταθοπούλου ΑΚ στο άρθρο 288 αρ. 23). Η παραπάνω αρχή λειτουργεί τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις όπου η συνδρομή ειδικών συνθηκών επιβάλλει παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης (ΟλΑΠ 927/1982 ΝοΒ 31. 214, Σταθόπουλος, ό.π., αρ. 14).
Εξάλλου, λόγω της προαναφερόμενης σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και έχει ως γενικό περιεχόμενο την πίστη κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ότι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, αλλά και της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντί της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει, η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης (288 ΑΚ) προσλαμβάνει ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο και ένταση στα πλαίσια των τραπεζικών συναλλαγών. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν τόσο στα διαπραγματευόμενα όσο και στα συμβαλλόμενα μέρη την τήρηση συμπεριφοράς ανταποκρινόμενης στην ιδιαιτερότητα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των μερών. Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (197-198 ΑΚ) η σχέση εμπιστοσύνης, ως απόρροια της εφαρμογής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφορά οπωσδήποτε στις γενικές υποχρεώσεις διαφώτισης και προστασίας. Η πρώτη έχει ως αντικείμενο την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με το περιεχόμενο της σκοπούμενης σύμβασης, ώστε να διαφυλάσσεται η συμβατική ελευθερία, δηλαδή να μην επηρεάζεται από άγνοια η βούληση του άλλου μέρους, κατά τη σύναψη της σύμβασης και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Η δεύτερη αφορά στην λήψη μέτρων προστατευτικών των απολύτων εννόμων αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου μέρους. Κατά το στάδιο της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές «υποχρεώσεις» αφενός της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβαλλόμενου πελάτη της και αφετέρου, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, της πρόταξης του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της. Ο τελευταίος οφείλει επίσης από την πλευρά του να επιδεικνύει ιδιαίτερα ειλικρινή συμπεριφορά και επιμέλεια. Η παράβαση αυτών των υποχρεώσεων, που θεωρούνται επίσης συμβατικές, συνεπάγεται, βεβαίως, ενδοσυμβατική ευθύνη του παραβάτη (Ψυχομάνης, ό.π., σελ. 35 επ).
Ειδικότερη παράβαση των αρχών της καλής πίστης μπορεί να αποτελέσει και η εκμετάλλευση της υπερέχουσας θέσης της τράπεζας έναντι του πελάτη της και μάλιστα με την χρησιμοποίηση μεθοδεύσεων μη ανταποκρινόμενων στην εντιμότητα και την ειλικρίνεια των συναλλαγών, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση υπέρ αυτής συμβατικών όρων που διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία σε βάρος του πελάτη, με συνεκτίμηση βέβαια της φύσης των αγαθών και των υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση.
Εξάλλου, το παράνομο της αδικοπρακτικής ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή ή άλλως «το επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον». Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (ιδίως 281 και 288 ΑΚ). Την επιβάλλει ακόμα το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας μας, που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Το κυριότερο δε κριτήριο, με βάση το οποίο θα κρίνεται αν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση (που η παράβασή της θα σήμαινε παρανομία), είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, 4617/2012, Σταθόπουλος Γεν. Ενοχικό Δίκαιο, 2004, σελ. 798 επ.). Ακόμη, όταν η πράξη ή η παράλειψη που συνιστά αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, είναι συγχρόνως και καθ’ εαυτή παράνομη, δηλαδή θα ήταν παράνομη και εάν είχε διαπραχθεί χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, γίνεται δεκτή συρροή των δύο λόγων ευθύνης, δηλαδή της ενδοσυμβατικής και της αδικοπρακτικής (ΟλΑΠ 967/1973 ό.π., ΑΠ 1123/2006 Δνη 47. 1433, ΑΠ 1120/2005 Nόμος, ΕφΑθ 7466/2007 Δνη 49. 930). Τότε μόνο οφείλεται αποζημίωση, αν το γεγονός γενικότερα που δημιουργεί την ευθύνη υπήρξε πράγματι η αιτία της ζημίας. Η σχέση αυτή αιτίου και αποτελέσματος μεταξύ γεγονότος ικανού κατ’ αρχήν να ιδρύσει ευθύνη και της ζημίας είναι η αιτιώδης συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμος, που υπάρχει όταν η συμπεριφορά του δράστη, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν αντικειμενικά ικανή να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επιφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1382/2009 ΕπισκΕμπΔ 2010. 125, Λιτζερόπουλος στην ΕρμΑΚ, εισαγωγ. άρθρα 297-300 αρ. 33 επ., Σταθόπουλος, Nόμος 481 επ.). Το εάν το καταλογιζόμενο στο παρ’ ου ζητείται η αποζημίωση γεγονός ήταν ικανό κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την επελθούσα ζημία, θα κριθεί κατά την ορθότερη άποψη με τα κριτήρια και την ικανότητα πρόβλεψης του επιμελούς εν γένει συναλλασσόμενου του οικείου κύκλου δραστηριότητας, επί τη βάσει των δεδομένων της πείρας και των περιστατικών, τα οποία ήταν κατά το χρόνο στον οποίο έγινε η πράξη, δηλαδή και πριν επέλθει το αποτέλεσμα, γνωστά σ’ αυτόν (ΕφΑθ 4617/2012 Νόμος, Σταθόπουλος, ό.π., Λιτζερόπουλος, ό.π., αρ. 45). Ενόψει όλων των ανωτέρω νομικών σκέψεων, η κρινόμενη αγωγή με το προαναφερόμενο ειδικότερα περιεχόμενο είναι πλήρως ορισμένη, καθώς αναφέρει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία από τις νομικές αυτές σκέψεις και ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … συμπεριλαμβανομένων και των απομαγνητοφωνημένων ιδιωτικών συνομιλιών, η μαγνητοφώνηση των οποίων έγινε σε γνώση και με τη συναίνεση αμφοτέρων των συνομιλητών, αποτελούντα άλλωστε όρο των συναφθεισών μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες, που είναι σύζυγοι και επαγγελματίες δικηγόροι, ήταν συνδικαιούχοι καταθετικού λογαριασμού στην πρώτη εναγόμενη, τραπεζική εταιρία, στον οποίο είχαν καταθέσει ένα πολύ αξιόλογο ποσόν προερχόμενο κυρίως από τις αποταμιεύσεις τους. Λόγω της επί μακρού χρονικού διαστήματος συνεργασίας με την πρώτη εναγόμενη, ο προϊστάμενος των καταθέσεων Γ. Β. το φθινόπωρο του έτους 2004 ενημέρωσε τους ενάγοντες ότι ο τρίτος εναγόμενος, διευθυντής κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα του τμήματος ιδιωτικής πελατείας του τμήματος Κεντρικής Ελλάδας, προτίθετο να τους συναντήσει για να τους ενημερώσει για ενδεχόμενη συνεργασία με τη δεύτερη εναγόμενη, της οποίας ήταν διευθυντής, για τυχόν επενδύσεις των χρημάτων τους. Οι ενάγοντες συνάντησαν τον τρίτο εναγόμενο στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης τον Οκτώβριο του έτους 2004. Ο ανωτέρω τους ενημέρωσε για τη δυνατότητα που είχαν να τοποθετήσουν τα τραπεζικά τους αποθέματα σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα, προκειμένου να τους αποφέρουν μεγαλύτερα κέρδη σε αντίθεση με τον προθεσμιακό τραπεζικό λογαριασμό που τους απέφερε μηδενικά. Οι ίδιοι, όμως, παρότι ο πρώτος εξ αυτών είχε στο παρελθόν επενδύσει σε αγοραπωλησίες μετοχών και ως εκ τούτου δεν ήταν παντελώς ανίδεος περί των επενδυτικών προγραμμάτων, δήλωσαν ότι δεν είχαν πρόθεση να επενδύσουν, γιατί δεν επιθυμούσαν να διακινδυνεύσουν το κεφάλαιό τους και η συνάντησή τους έληξε ατελέσφορα. Κατόπιν ο τρίτος εναγόμενος, διά των προστηθέντων υπαλλήλων του υποκαταστήματος της πρώτης εναγόμενης συνέχιζε να έρχεται σε επαφή με τους ενάγοντες και τελικά τον Οκτώβριο του έτους 2004 συναντήθηκε εκ νέου ο τρίτος εναγόμενος με τους ενάγοντες, όπου εξέφρασε το ενδιαφέρον της δεύτερης εναγόμενης να συνεργασθεί με τους ίδιους ως επενδυτές, συστήνοντάς τους την τοποθέτηση των χρημάτων τους σε ασφαλή τραπεζικά προϊόντα, μηδενικής διακινδύνευσης και με καλή απόδοση παράλληλα δε και με τη διαβεβαίωση ανάληψης των χρημάτων σε οποιοδήποτε χρόνο χωρίς ουδεμία επιβάρυνση. Με τις παραπάνω διαβεβαιώσεις και μετά από ώριμη σκέψη οι ενάγοντες (καλούμενοι «επενδυτές») στις 3.11.2004, στο υποκατάστημα της πρώτης εναγόμενης στα Τ., συνήψαν σύμβαση με τις πρώτη και δεύτερη των εναγόμενων εταιριών (καλούμενες «εταιρίες» ή «A. P. BANK»), ως εκπροσωπούνταν από τον τρίτο εναγόμενο και καταρτίστηκαν οι με κωδικούς χαρτοφυλακίου επενδυτή … /3.11.2004 συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου.
Με τις ως άνω συμβάσεις οι εταιρίες αναλάμβαναν την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου των επενδυτών σύμφωνα με τις εντολές των τελευταίων επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων. Στο άρθ. 8.1 της ανωτέρω σύμβασης αναφέρεται ότι: «Ρητά συμφωνείται ότι λόγω μη προβλέψιμων στην επενδυτική αγορά διακυμάνσεων, οι Εταιρίες δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής του Επενδυτή, δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημία του επενδυτή». Στο άρθ. 8.2 της ως άνω σύμβασης αναφέρεται ότι: «Οι Εταιρίες δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία, που τυχόν υποστεί ο Επενδυτής, από συναλλαγή που καταρτίσθηκε ως αποτέλεσμα εκτελέσεως εντολής του, ο δε Επενδυτής ρητά δηλώνει ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται προς τις Εταιρίες είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής του, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές των Εταιριών». Τέλος στο άρθ. 16.1. συμφωνήθηκε ότι «Ο Επενδυτής δηλώνει ότι μελέτησε το παράρτημα Α, έχει πλήρη επίγνωση των κινδύνων που συνεπάγεται η επένδυση σε κινητές αξίες, καθώς και σε παράγωγα αυτών και ότι έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθει σε τυχόν ολοκληρωτική απώλεια των επενδύσεων αυτών».
Από όλα τα ανωτέρω, που συνυπέγραψαν οι διάδικοι, προκύπτει ότι η πρώτη εναγόμενη δεν εγγυήθηκε το κεφάλαιο των εναγόντων, ως οι ίδιοι ισχυρίζονται, στους δε όρους των συμβάσεων ρητά αναφέρεται ότι η ίδια δεν φέρει ευθύνη για τυχόν απώλεια του κεφαλαίου τους, ενώ οι ίδιοι ως εγγράμματοι και μάλιστα δικηγόροι ήταν σε θέση να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν δεόντως τους όρους των συμβάσεων. Για την εξυπηρέτηση των επενδυτικών συμβάσεων ανοίχτηκε λογαριασμός ταμιευτηρίου, στον οποίο μεταφέρθηκαν τα χρήματα των εναγόντων και επενδύθηκαν σε ομολογίες της A. Τράπεζας καθώς και της Α. Τράπεζας. Στις 4.3.2005 επικοινώνησε τηλεφωνικά η δεύτερη ενάγουσα με τον τρίτο εναγόμενο και, αφού προσπάθησε να τη διαφωτίσει για κάποιες απορίες που είχε, της πρότεινε την ομολογία της «Α. BANK» η οποία προσέφερε σαφώς υψηλότερη απόδοση από τις ομολογίες της Α. Τράπεζας που θεωρούνταν μια συντηρητική επένδυση. Σε στιχομυθία μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας και του τρίτου εναγόμενου αναφέρθηκε ότι η επένδυση στην αγορά ομολογιών της ανωτέρω τράπεζας είναι καλή και ότι προτιμότερο θα ήταν να μοιράσει τα χρήματά της, να μην τα βάλει όλα στην Α. ΒΑΝΚ και ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να τα πουλήσει, ενώ ότι ο μόνος φόβος απώλειας είναι αυτός των τόκων. Μετά από τις ως άνω διαβεβαιώσεις η δεύτερη ενάγουσα επένδυσε ποσόν 30.000 Ε σε ομολογίες της Α. Τράπεζας και 30.000 Ε σε ομολογίες της Α. ΒΑΝΚ. Αντίστοιχες τηλεφωνικές συνομιλίες έγιναν με τον πρώτο ενάγοντα και τον τότε υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης Η. Κ., ο οποίος τον ενημέρωσε για τη δυνατότητα επένδυσης των χρημάτων του σε ομολογίες της Α. ΒΑΝΚ και του ανέφερε ότι η ως άνω απόδοση ήταν σαφώς μεγαλύτερη από αυτήν σε ομολογίες της Α. ΤΡΑΠΕΖΑΣ. Βέβαια του ανέφερε ότι όλες οι τράπεζες δεν έχουν την ίδια φερεγγυότητα και ως εκ τούτου ότι η επένδυση σε ομολογίες της Α. ΒΑΝΚ και της Α. Τράπεζας ήταν περισσότερο εγγυημένες, αφού είχαν την εγγύηση του εκδότη τους που είναι μια μεγάλη τράπεζα από ότι αν η τράπεζα που εγγυάται είναι μικρή, ως εν προκειμένω η Α. ΒΑΝΚ. Στη συνομιλία των ιδίων στις 17.6.2005 αναφέρθηκε μεταξύ άλλων από τον Η. Κ. ότι υπάρχει δυνατότητα να επενδυθούν τα χρήματα σε ομολογίες τριμήνου της Α. ΒΑΝΚ που έχουν πιο υψηλό επιτόκιο και σε ομολογίες τριμήνου της Ε. ΒΑΝΚ και τότε ο πρώτος ενάγων απαντά στην Α. ΒΑΝΚ, επιβεβαιώνει δε, σε ερώτηση του Η. Κ. αν θέλει όλα τα χρήματά του να τοποθετηθούν, ότι επιθυμεί να τοποθετηθούν αναφέροντας χαρακτηριστικά «Άμα χάσουμε, χάσαμε». Ωστόσο σε άλλη συνομιλία που είχε με τον Σ.Τ. υπάλληλο του private banking της πρώτης εναγόμενης στις 22.6.2007, ο πρώτος ενάγων ανέφερε ότι είναι πολύ συντηρητικός επενδυτής και ότι θα χρειαστεί τα υπόλοιπα μετρητά χρήματα που είχε για τις ανάγκες της οικογενείας του (κατασκευή εξοχικού σπιτιού).
Οι ενάγοντες από τα ανωτέρω διαμειβόμενα μεταξύ αυτών και των προστηθέντων υπαλλήλων των δυο πρώτων εναγόμενων πίστευαν ότι επένδυαν τα χρήματά τους σε ομόλογα της Α. ΒΑΝΚ, όπως όμως αποδείχθηκε ο πρώτος ενάγων είχε προβεί στην αγορά ομολόγων της «Α.» με αναγραφόμενο εκδότη «C.» και στις παρατηρήσεις αναγραφόταν «Τρέχον κουπόνι 3,475% πληρωτέο 10.8.2005. Επόμενο κουπόνι 3Μ Euribor+1,35%» ονομαστικής αξίας 59.000 Ε, από τα οποία είχε προβεί σε προεξόφληση ομολόγων ονομαστικής αξίας 20.000 Ε και συνεπώς είχε μείνει επενδυμένο στα ανωτέρω ομόλογα το ποσόν των 39.000 Ε. Η δεύτερη ενάγουσα είχε προβεί στην αγορά του ίδιου ομολόγου ονομαστικής αξίας 91.000 Ε. Όταν οι ενάγοντες απευθύνθηκαν στον τρίτο εναγόμενο, προκειμένου να τους διευκρινίσει για τα αναγραφόμενα στις εντολές συναλλαγής που αποτελούσαν τα ομόλογα τα οποία τους αποστέλλονταν με τη μορφή τηλεομοιοτυπίας προκειμένου να τα υπογράψουν και να τα επιστρέψουν, ο τρίτος εναγόμενος δεν τους επέστησε, ως όφειλε, την προσοχή για τους κινδύνους που ενείχε η αγορά των ως άνω ομολόγων, αλλά αντίθετα τους καθησύχασε δηλώνοντάς τους ότι το κεφάλαιό τους παραμένει εγγυημένο κατά ποσοστό 100% από την εγγυήτρια τράπεζα και ότι οι ίδιοι έχουν τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να αναλάβουν τα χρήματά τους άνευ ποινής. Στις 30.7.2008 ο πρώτος ενάγων δηλώνει στον προστηθέντα υπάλληλο των δυο πρώτων εναγόμενων ότι επιθυμεί να ρευστοποιήσει το δικό του χαρτοφυλάκιο και ότι από τη ρευστοποίηση αυτή έδωσε εντολή να λάβει συγκεκριμένη τιμή, ήτοι μέχρι ποσοστό 97,05% της ονομαστικής αξίας του ομολόγου και συγκεκριμένα με κατώτερο όριο το ποσόν των 38.380 Ε, χωρίς να δώσει αντίστοιχα εντολή να ρευστοποιηθεί ακόμα και σε μικρότερη αξία. Τα ανωτέρω προκύπτουν σαφώς από τις τηλεφωνικές συνομιλίες του πρώτου ενάγοντος με τους υπαλλήλους της δεύτερης εναγόμενης.
Το Σεπτέμβριο του έτους 2008 οι ενάγοντες, όταν έλαβαν τη μηνιαία κίνηση του λογαριασμού τους, διαπίστωσαν ότι η αναγραφόμενη αξία του τραπεζικού προϊόντος είχε μειωθεί κάτω από την αξία του τοποθετημένου κεφαλαίου τους. Επικοινώνησαν με τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος ήταν καθησυχαστικός, τους ενημέρωσε ότι υπήρχε μια αναστάτωση στις αγορές και ότι δεν πρέπει να ανησυχούν γιατί σύντομα θα ομαλοποιούνταν η κατάσταση. Τον Οκτώβριο του έτους 2008 έδωσαν εντολή για άμεση ρευστοποίηση των ομολόγων, που όμως ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, οπότε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, όταν ο πρώτος ενάγων θορυβημένος ότι απώλεσε 20-30% του κεφαλαίου του συνομίλησε με τον υπάλληλο των δυο πρώτων εναγόμενων Σ. Τ., ο οποίος και πάλι προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Ο ίδιος, πρώτος ενάγων, αναφέρει στην άνω συνομιλία ότι πιστεύει ότι θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση και δεν του δίνει εντολή να ρευστοποιήσει σε οποιαδήποτε τιμή της αγοράς, ούτως ώστε να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του. Το Μάρτιο του έτους 2009 η πρώτη εναγόμενη απέστειλε έγγραφο στους ενάγοντες στο οποίο αναγραφόταν ως εκδότης «A.», είδος ομολόγου «B.», πιστοληπτική διαβάθμιση Β, ημερομηνία εκδόσεως 10.2.2005, ημερομηνία λήξεως 10.2.2014, δικαίωμα ανάκλησης «Ναι», ημερομηνία ανακλήσεως «10.2.2010», όροι μη ανακλήσεως «3μηνο Euribor +265 μ.δ», νόμισμα εκδόσεως Ευρώ, τύπος τοκομεριδίου «κυμαινόμενο», συχνότητα πληρωμής τοκομεριδίου «τρίμηνο».
Μετά από το ως άνω έγγραφο οι ενάγοντες προσπάθησαν να πληροφορηθούν από τις δυο πρώτες εναγόμενες για την ως άνω άγνωστη γι’ αυτούς αλλοδαπή εταιρία, χωρίς όμως να έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Ο πρώτος ενάγων μετέβη στην Α. όπου και συναντήθηκε με στέλεχος της δεύτερης εναγόμενης που του εξέφρασε τη λύπη της και του πρότεινε να εισηγηθεί η ίδια για τη λήψη εκ μέρους τους χαμηλότοκου δανείου. Μετά από αυτά οι ενάγοντες εισέπρατταν τους τόκους ανά τρίμηνο και ανέμεναν την ημερομηνία ανάκλησης των ομολόγων τους. Με την υπ’ αριθ. πρωτ. …/28.12.2011 επιστολή της η δεύτερη εναγόμενη ενημέρωσε τους ενάγοντες ότι με τη με αριθμό 25/1/17.12.2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της τράπεζας με την επωνυμία «Τ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», ήτοι της εγγυήτριας του ομολόγου και τέθηκε αυτή σε ειδική εκκαθάριση, καθώς και ότι με τη με αριθμό 26/2/17.12.2011 απόφαση της ίδιας ως άνω Επιτροπής, είχε αποφασιστεί ότι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της ως άνω Τράπεζας από τα ομόλογα, που είχαν αγοράσει, θα παρέμεναν στην υπό εκκαθάριση Τ. ΑΤΕ. Τότε πλέον οι ενάγοντες ενημερώθηκαν και πάλι οριστικά πλέον ότι είχαν απωλέσει το κεφάλαιό τους, διότι τόσο ο εκδότης όσο και ο εγγυητής είχαν αδυναμία πληρωμής και ότι θα έπρεπε να απευθυνθούν στο Τ. Τ. για να μπορέσουν να ενημερωθούν υπεύθυνα για την τύχη του κεφαλαίου τους. Οι ενάγοντες πράγματι απευθύνθηκαν στο Τ. Τ. όπου πληροφορήθηκαν ότι από το σύνολο των μεταβιβαζομένων στο Τ. Τ. στοιχείων του ενεργητικού της Τ. (πρώην Α. ΒΑΝΚ), η Τράπεζα της Ελλάδος είχε αποφασίσει τη μη μεταβίβαση υποχρεώσεων και δικαιωμάτων της Τ. ΑΤΕ από δάνεια χαμηλής εξασφάλισης και υβριδικούς τίτλους συμμετοχές της Τ. στις θυγατρικές εταιρίες μεταξύ των οποίων και της εταιρίας που είχαν επενδύσει οι ενάγοντες. Τότε πλέον οι τελευταίοι πληροφορήθηκαν ότι η εκδότρια του ομολόγου εταιρία είχε έδρα το Λονδίνο, ήταν θυγατρική σε ποσοστό 100% εταιρία της Α. ΒΑΝΚ κι είχε συσταθεί την 16.11.2004 στην Αγγλία και την Ουαλία ως δημόσια εταιρία περιορισμένης ευθύνης (Public Limited Company), διεπόμενη από το Αγγλικό Δίκαιο, ήτοι τον Companies Act 1985. Η εγγυήτρια εταιρία ήταν εδρεύον στην Αθήνα πιστωτικό ίδρυμα, υπό την έννοια του άρθρου 1 αρ. 1 Ν. 3601/2007, η οποία έλεγχε καθ’ ολοκληρία την εκδότρια. Σημειωτέον ότι, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη σε μετάφραση ενημερωτική εγκύκλιο, οι τίτλοι της ως άνω εταιρίας ήταν μειωμένης εξασφάλισης κυμαινομένου επιτοκίου με λήξη 2015, είχε ήδη γίνει αίτηση για την εισαγωγή των τίτλων στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου και αναμενόταν να βαθμολογηθούν με ΒΒ στην κλίμακα διαβάθμισης πιστοληπτικής ικανότητας από την Fitch Ratings Ltd και τονίζεται στο ανωτέρω έγγραφο ότι «Η επένδυση στους τίτλους ενέχει ρίσκο». Η ως άνω δε εγκύκλιος κυκλοφόρησε στις 28.2.2005 και ως εκ τούτου ήταν γνωστή στους εναγόμενους που ασχολούνται με τις τραπεζικές υπηρεσίες, σε αντίθεση με τους ενάγοντες που δεν γνώριζαν ούτε όφειλαν να γνωρίζουν αυτό, αφού θα έπρεπε να τους παρασχεθούν από τους εναγόμενους οι στοιχειώδεις πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο της συγκεκριμένης επένδυσης. Άλλωστε οι ενάγοντες γι’ αυτό εμπιστεύθηκαν τους εναγόμενους, αφού ήταν γνώστες του χώρου των επενδύσεων και ανέμεναν ότι θα τους ενημέρωναν και θα τους προστάτευαν από τυχόν ατόπημα ή λανθασμένη επιλογή. Πληροφορίες για τη συγκεκριμένη επένδυση δεν θα μπορούσαν να έχουν οι ενάγοντες, αφού για το συγκεκριμένο ομόλογο δεν είχε εκδοθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερωτικό δελτίο, ούτε είχε διαβιβαστεί σε κοινοτικό διαβατήριο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, όπως προκύπτει από το με αριθ. πρωτ. 142/10.1.2013 έγγραφο της Προϊσταμένης Διεύθυνσης Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Στους όρους δε αναδοχής του ομολόγου που αφορούσαν και την πρώτη εναγόμενη, ως κύρια ανάδοχο, για την Ελλάδα, συμφωνήθηκε ότι δεν θα προσφερθεί ή πωληθεί δημοσίως και ότι δεν θα πωλήσει ή προσφέρει δημοσίως κανέναν τίτλο σε κατοίκους της Ελλάδας και δεν θα συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαφήμιση ενημέρωση ή δήλωση στην Ελλάδα με σκοπό την προσέλκυση κοινού της Ελλάδας στην αγορά των συγκεκριμένων τίτλων. Επίσης συμφωνήθηκε ότι δεν επιτρέπεται καμία δημόσια προσφορά των τίτλων στην Ελλάδα χωρίς την έκδοση και δημοσίευση ενημερωτικού φυλλαδίου, εγκεκριμένου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και σύμφωνο με όλες τις διατάξεις του νόμου 876/1979 και με το πδ. 52/1992, το οποίο έπρεπε να είναι σύμφωνο με κάθε πράξη σχετική με τη δημόσια προσφορά των τίτλων και τη διάθεσή τους στην Ελλάδα.
Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν υποχρεούνταν στην έκδοση ενημερωτικού δελτίου για το εν λόγω ομόλογο και στην υποβολή προς έγκριση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, γιατί δεν επρόκειτο για προϊόν που υπόκειτο σε δημόσια πρόσκληση, αλλά απευθύνονταν σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, πλην όμως όπως προκύπτει από το άρθ. 3 του π.δ. 52/1992 θα έπρεπε να τηρηθεί η ως άνω δημοσιότητα, ενόψει του ότι ικανός αριθμός επενδυτών (περί τα διακόσια άτομα όπως προκύπτει από την τηλεφωνική επικοινωνία της 17.12.2008 των διαδίκων) επένδυσαν στα ως άνω ομόλογα. Το Φεβρουάριο του 2010 η Α. ΒΑΝΚ εξαγοράστηκε από το Τ.Τ. και μετονομάστηκε σε Τ. (ΦΕΚ τ. ΑΕ & ΕΠΕ αριθμ. φύλλου …/22.6.2010), η οποία τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 68 του ν. 3601/2007 κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ 25/1/17.12.2011 απόφαση της Ε.Π.Α.Θ.Τ.Ε. με θέμα «Ανάκληση άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία Α. ΒΑΝΚ Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία», θέση αυτού σε ειδική εκκαθάριση και διορισμός ειδικού εκκαθαριστή», ενώ στις 17.12.2011 το Τ.Τ. διέσπασε την ως άνω Τράπεζα σε «καλή/κακή τράπεζα» και το συγκεκριμένο ομόλογο μαζί με άλλα περιουσιακά στοιχεία της, ύστερα από απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, πέρασε στην «κακή» τράπεζα (Συνεδρίαση της 26/17.12.2011). Στην υπ’ αριθμ. 26/1/17.12.2011 απόφαση άρθρο 2 στοιχ. Β’ αναφέρεται ότι στα μεταβιβαζόμενα στο Τ.Τ. περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής Εταιρίας από το ομολογιακό δάνειο μειωμένης εξασφάλισης εκδόσεως της Α. για κεφάλαιο ύψους 50.000.000 Ε και στην προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση από 11.10.2012 δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας αυτής εταιρίας αναφέρεται επίσης ότι είναι απίθανη η εξόφληση των μειωμένης εξασφάλισης πιστωτών, που έπονται στην τάξη όλων των πιστωτών μη μειωμένης εξασφάλισης.
Απ’ όλα τα ανωτέρω πλήρως καταδεικνύεται ότι από την θέση σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας και εγγυήτριας του ένδικου ομολόγου εταιρίας, δεν υφίσταται, διότι έχει αναιρεθεί, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του ποσού του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί εκ μέρους των εναγόντων και της αξίας όσων τίτλων περιλαμβάνονται στην περιουσία τους, η οποία είναι μηδενική. Από όλα λοιπόν τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα συγκεκριμένα ομόλογα ήταν ένα νέο χρηματοοικονομικό προϊόν, τίτλος της δευτερογενούς αγοράς, μειωμένης εξασφαλίσεως, υψηλού κινδύνου, που είχε εκδοθεί από μια θυγατρική της εγγυήτριας εταιρία, χωρίς οικονομική δραστηριότητα, που συστήθηκε με μοναδικό σκοπό την έκδοση ομολόγων. Τα επίμαχα ομόλογα αγοράστηκαν στη δευτερογενή αγορά, χωρίς να παρασχεθούν στους ενάγοντες καταναλωτές στοιχειώδεις πληροφορίες αναφορικά με τα χαρακτηριστικά αυτών, ώστε να γίνει αντιληπτό από αυτούς το επίπεδο κινδύνου της συγκεκριμένης επένδυσης. Πιο συγκεκριμένα, μοναδικό προσυμβατικό έγγραφο με την υπογραφή των εναγόντων καταναλωτών αποτελεί η αίτηση αγοράς, στην οποία δεν αναφέρεται ο εκδότης του τίτλου, η ημερομηνία έκδοσής του, η τρέχουσα τιμή αγοράς, η ύπαρξη ή μη εγγυητή, πιθανές ημερομηνίες ανάκλησής του, αλλά ούτε το ύψος και το είδος του επιτοκίου του. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε επένδυση στο ως άνω ομόλογο ενείχε σοβαρούς κινδύνους, αφού ούτε οι αποδόσεις του ήταν εγγυημένες και πολύ περισσότερο το κεφάλαιό του.
Οι ανώνυμες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στις επενδυτικές υπηρεσίες πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές, να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τους κινδύνους που ενέχει η επένδυση των καταθέσεών τους σε συγκεκριμένα ομόλογα, δεδομένου ότι οι ίδιες έχουν και την δυνατότητα και την ενημέρωση για την πραγματική λειτουργία αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, οι εναγόμενες, παρότι είχαν ενημέρωση σχετικά με τα συγκεκριμένα επενδυτικά προϊόντα και γνώριζαν την πιθανότητα απώλειας των κεφαλαίων των επενδυτών εντούτοις, δεν ενημέρωσαν τους ενάγοντες εγγράφως σχετικά με την ακριβή φύση και λειτουργία των συγκεκριμένων τίτλων, που όπως προαναφέρθηκε αποτελούσαν προϊόντα της δευτερογενούς αγοράς μειωμένης εξασφάλισης, εκδοθέντα από μια αμφιβόλου προελεύσεως αλλοδαπή θυγατρική εταιρεία. Όπως προκύπτει από τις τηλεφωνικές συνομιλίες των προστηθέντων των δυο πρώτων εναγομένων με τους ενάγοντες ενημέρωναν αορίστως και ασαφώς αυτούς για τα συγκεκριμένα ομόλογα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αποτελούσαν ομόλογα της Τραπεζικής Εταιρίας Α. ΒΑΝΚ και όχι της ως άνω θυγατρικής εταιρίας. Επίσης ο τρίτος εναγόμενος, υπάλληλος και βοηθός εκπληρώσεως των δυο πρώτων εναγόμενων, δεν μερίμνησε να λάβει με τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου ή με άλλο έγγραφο μέσο, πριν προβεί στην παροχή οποιασδήποτε συμβουλής, τα απαραίτητα στοιχεία για την κατηγοριοποίησή τους και τη διαμόρφωση των παρεχομένων προς αυτούς πληροφοριών και συμβουλών, ούτως ώστε να είναι πλήρως ενημερωμένοι για τους επενδυτικούς τους στόχους (αρθ. 6.2 βκ και γ ΚΔΕΠΕΥ).
Λόγω των ως άνω παραλείψεων των εναγόμενων, οι ενάγοντες πίστευαν πεπλανημένα ότι η επένδυσή τους ήταν εξασφαλισμένη τουλάχιστον ως προς το κεφάλαιο, ενώ ο κίνδυνος που αναλάμβαναν ήταν μόνο ως προς την απόδοση. Βέβαια οι ενάγοντες είναι υψηλού μορφωτικού επιπέδου, αφού είναι πτυχιούχοι της Νομικής και επιτυχημένοι δραστήριοι δικηγόροι, πλην όμως δεν ήταν γνώστες των χρηματοοικονομικών επενδύσεων αφού μόνο ο πρώτος εξ αυτών είχε ασχοληθεί με την αγορά μετοχών στο παρελθόν χωρίς όμως να διαθέτει ούτε αυτός και πολύ περισσότερο η δεύτερη εξ αυτών σύζυγός του ιδιαίτερες γνώσεις σχετικά με χρηματιστηριακές συναλλαγές, όπως ευχερώς προκύπτει από τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες τους με τους υπαλλήλους των εναγομένων. Οι ενάγοντες λοιπόν υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχουν της προστασίας του ν. 2251/1994, καθότι δεν υπερβαίνουν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή αφού δεν αποδείχθηκε ότι ασχολούνταν συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε είχαν ιδιαίτερες γνώσεις από τέτοιου είδους συναλλαγές. Το γεγονός δε ότι επέλεξαν τη σύναψη απλής σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ήτοι χωρίς να συμπεριλαμβάνεται συμβουλευτική ευθύνη των εναγόμενων αφενός λόγω της επιθυμίας τους να προβαίνουν οι ίδιοι στην επιλογή των συναλλαγών των προϊόντων χωρίς την παροχή από τους εναγόμενους και τους προστηθέντες τους επενδυτικών συμβουλών και αφετέρου για την αποφυγή επιβάρυνσής τους με διαχειριστική αμοιβή, δεικνύει ακριβώς την μη «επαγγελματική» ενασχόλησή τους με τα χρηματοοικονομικά προϊόντα και την εμπιστοσύνη που είχαν στους εναγόμενους, αφού πίστευαν πεπλανημένα ότι τους προστάτευαν. Επομένως, όλα τα περί εμπειρίας και γνώσης αυτών ως επενδυτών που αναφέρουν οι εναγόμενοι κρίνονται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Ο δε έτερος ισχυρισμός τους ότι η δεύτερη ενάγουσα είναι έμπειρη ως προς τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, αφού παρότι είναι διαχειρίστρια περιουσίας ιδρύματος προτίμησε να μην επενδύσει αυτή στα εν λόγω ομόλογα και ότι αυτό δεικνύει την εμπειρία της, κρίνεται επίσης απορριπτέος, καθόσον η ανωτέρω δεν επιθυμούσε να διακινδυνεύσει ούτε στο ελάχιστο την εν λόγω περιουσία, για την οποία άλλωστε θα λογοδοτούσε σε περίπτωση οποιασδήποτε κακής διαχείρισης.
Ωστόσο, οι ενάγοντες έχουν μια μορφή συνυπαιτιότητας στη ζημία που υπέστησαν, δεδομένου ότι όταν διαπίστωσαν στις 31.7.2008 την πτώση της τιμής των ομολόγων δεν προσπάθησαν να ρευστοποιήσουν αυτά άμεσα στην τρέχουσα τιμή με μικρή τότε απώλεια ή σε οποιαδήποτε άλλη τιμή θα επιτυγχάνονταν. Αντίθετα, ευελπιστώντας ότι η γενικότερη οικονομική κατάσταση θα ομαλοποιηθεί και ότι θα ανακάμψει η τιμή των ομολόγων, αποφάσισαν να αναμείνουν την ημερομηνία ανακλήσεως των ομολόγων από την εκδότρια, εισπράττοντας στο μεταξύ τα τοκομερίσματά τους, ο δε ισχυρισμός των εναγόντων ότι αιτήθηκαν τη ρευστοποίηση αυτού κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον ο πρώτος ενάγων αιτήθηκε τη ρευστοποίηση μέρους του ομολόγου με συγκεκριμένο ποσόν πώλησης, ο δε τρίτος εναγόμενος δεν θα μπορούσε να ρευστοποιήσει αυτό σε οποιοδήποτε ποσόν πώλησης, αφού δεν είχε τέτοια εντολή από τον πελάτη του. Το ποσοστό συνυπαιτιότητας των εναγόντων από τη μη δόση εντολής προς ρευστοποίηση των ομολόγων όταν διαφάνηκαν τα προβλήματα που είχε η επένδυση σ’ αυτά καθορίζεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου σε 10%. Συνεπώς η προβληθείσα πρωτοδίκως εκ μέρους των εναγόμενων ένσταση και ο αντίστοιχος λόγος έφεσης πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι λόγω της πλημμελούς εκπλήρωσης της διαφωτίσεως των εναγόντων πελατών τους σχετικά με τους κινδύνους που ενείχε η επένδυση στα συγκεκριμένα ομόλογα, όπως αυτή η υποχρέωση απορρέει από την καλή πίστη που διέπει τις συναλλαγές και τον Κανονισμό Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, οι ενάγοντες υπέστησαν θετική ζημία που συνίσταται στα χρηματικά ποσά που απώλεσαν από την αγορά των συγκεκριμένων τίτλων, ήτοι στην απώλεια του κεφαλαίου τους ύψους 130.000 Ε, ήτοι 65.000 Ε σε έκαστο των εναγόντων, αφού ήταν συνδικαιούχοι του λογαριασμού και οι συμβάσεις ήταν κοινές. Το ποσόν αυτό πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητάς τους στην πρόκληση της ζημίας τους ως κρίθηκε ανωτέρω και να τους επιδικασθεί το ποσόν των 117.000 Ε ήτοι 58.500 Ε σε έκαστο. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες συνίσταται στο ποσό των 130.000 Ε, που αποτελεί την αξία των αγορασθέντων ομολόγων, μειωμένου κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας αυτών (13.000 Ε) και του ποσού που έλαβαν οι ενάγοντες ως απόδοση των συγκεκριμένων ομολόγων που για τον υπ’ αριθ. … λογαριασμό ανέρχεται σε 10.594,06 Ε και για τον υπ’ αριθ. … λογαριασμό σε 22.747,17 Ε. Τα ως άνω ποσά, ήτοι 33.341,23 Ε, που αποτελούν την απόδοση των εν λόγω ομολόγων, πρέπει να αφαιρεθούν από το ποσόν των 117.000 Ε, που επιδικάσθηκε στους ενάγοντες και να τους επιδικασθεί πλέον το ποσόν 83.658,77 Ε, ήτοι 41.829,38 Ε σε έκαστο, γενομένης δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της νόμιμης προβληθείσας εκ μέρους των εναγομένων ένστασης συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας και του αντίστοιχου λόγου έφεσης.
Περαιτέρω, λόγω της γενομένης σε βάρος τους αδικοπραξίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης της ως άνω αδικοπραξίας, του είδους και του μεγέθους της προσβολής των εναγόντων, της βαρύτητας του πταίσματος του τρίτου εναγόμενου, της μικρής συνυπαιτιότητας των ιδίων και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, πρέπει να τους επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσόν των 3.000 Ε σε έκαστο, που κρίνεται εύλογο.
Το πρωτοβάθμιο, λοιπόν, Δικαστήριο έσφαλε εν μέρει ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των προσκομισθεισών ενώπιόν του αποδείξεων, γι’ αυτό πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η πρώτη έφεση και οι αντίστοιχοι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, να απορριφθεί η δεύτερη έφεση και ο πρόσθετος λόγος αυτής, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της για την ενότητα της εκτέλεσης, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και αφού εκδικασθεί η αγωγή να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν σε έκαστο των εναγόντων το ποσόν των 44.829,38 Ε με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως…