117/2016 ΜονΕφΛαρ (έφεση ενάγοντος κατά ασκήσαντος πρωτοδίκως κύρια παρέμβαση – σύσταση ενεχύρου υπέρ τράπεζας)
117/2016
Πρόεδρος: Μαρία Τζέρμπου
Δικηγόροι: Κων. Γαλάνης, Χρ. Τσιαμπαλής, Ιωάννα Ζαχαροπούλου
Απαράδεκτη έφεση ενάγοντος κατά ασκήσαντος πρωτοδίκως κύρια παρέμβαση απορριφθείσα ως απαράδεκτη, αν ο εκκαλών ως νικήσας δεν επικαλείται ότι αυτή έπρεπε να απορριφθεί για ουσιαστικό λόγο ή ότι βλάπτεται από τις αιτιολογίες που παράγουν δεδικασμένο ή άλλο έννομο συμφέρον.
Επί έφεσης κλήτευση του ασκήσαντος πρωτοδίκως κύρια παρέμβαση παραδεκτή και νόμιμη.
Κατ’ ειδική ρύθμιση του νδ 17.7/13.8.1923, για σύσταση ενεχύρου υπέρ τράπεζας σε απαίτηση ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου απαιτείται έγγραφη σύμβαση ενεχύρασης. Συμπληρωματική εφαρμογή 1247-1256 ΑΚ για θέματα μη ρυθμιζόμενα από το άνω διάταγμα.
Η άνω ενεχύραση επάγεται εκ του νόμου (καταπιστευτική) εκχώρηση της απαίτησης προς την τράπεζα, από την επίδοση δε αντιγράφου της σύμβασης στον τρίτον η τράπεζα θεωρείται νομέας της απαίτησης η οποία και της μεταβιβάζεται, δικαιούται δε μόνο αυτή να την εισπράξει όλη και οφείλει να αποδώσει τυχόν υπόλοιπο στον ενεχυραστή, που αν αποσβεσθεί το χρέος δικαιούται να απαιτήσει επανεκχώρησή της σε αυτόν.
Κατά τη γενική ρύθμιση του ΑΚ, αν η ενεχυρασμένη χρηματική απαίτηση δεν είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, όπως του ενεχυραστή κατά της τράπεζας εκ σύμβασης χρηματικής του κατάθεσης σε αυτήν σε λ/σμό ταμιευτηρίου, και το ασφαλισμένο χρέος έχει λήξει, η τράπεζα δικαιούται να εισπράξει την ενεχυρασμένη απαίτηση κατά το αναγκαίο προς ικανοποίησή της ποσό δίχως συναίνεση ή σύμπραξη του ενεχυραστή, το δε απόρρητο τραπεζικών καταθέσεων, μη συνεπαγόμενο ακατάσχετο των σχετικών απαιτήσεων (και άρα και τον εκ του 451 ΑΚ αποκλεισμό συμψηφισμού), ισχύει στις σχέσεις μεταξύ τράπεζας και τρίτων (και όχι του καταθέτη).
Επί σύμβασης ενεχυρίασης και εκχώρησης μισθωμάτων προς εξασφάλιση απαίτησης τράπεζας κατά εκμισθωτή με τον όρο ότι επί καθυστέρησης καταβολής μισθώματος υποχρεούται ο ενεχυραστής – εκμισθωτής να ασκεί αγωγή έξωσης του μισθωτή, άλλως δικαιούται να την ασκεί η τράπεζα, νομιμοποιείται ο εκμισθωτής να καταγγείλει τη μίσθωση και να αξιώσει έξωση, όχι όμως μισθώματα ή αποζημίωση χρήσης αφού αυτά έχουν ενεχυριαστεί στην τράπεζα που δικαιούται να τα αξιώσει μέχρι τυχόν ακύρωση της σύμβασης ενεχυρίασης.
Η κρινόμενη έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ’ αριθ. 141/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων ασκήθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648-661 ΚΠολΔ (διαδικασία μισθωτικών διαφορών εμπρόθεσμα) με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ). Καθό μέρος στρέφεται κατά των εναγομένων «Ν. Α. ΑΕ», Ν. Α.και Α. Α. είναι παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία, εφόσον για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες παράβολο ποσού 200 Ε, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ. Καθό μέρος στρέφεται κατά της τρίτης των εφεσιβλήτων «Τράπεζας E. E. ΑΕ» η έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και τούτο διότι η εν λόγω εταιρία, η οποία δεν ήταν αντίδικος της εκκαλούσας στην πρωτόδικη δίκη, άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με τις προτάσεις της κυρία παρέμβαση, στρεφόμενη κατά της εκκαλούσας – ενάγουσας, η οποία με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Η εκκαλούσα όμως, που νίκησε, ως προς αυτήν δεν επικαλείται στο εφετήριο ότι η εναντίον της κυρία παρέμβαση απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς, ενώ έπρεπε να απορριφθεί για ουσιαστικούς ή ότι το διατακτικό είναι μεν ορθό, βλάπτεται όμως από τις αιτιολογίες επειδή παράγουν δεδικασμένο, ή αν έχει άλλο έννομο συμφέρον που στηρίζεται στο ουσιαστικό δίκαιο (ΕφΑθ 4200/2003 Δνη 44. 1656). Ενώ η απεύθυνση της εφέσεως στην κυρία παρεμβαίνουσα ως εκ περισσού δύναται να θεωρηθεί ως κλήση κατ’ άρθρο 81 παρ. γ’ ΚΠολΔ, διότι προϋπόθεση αυτής είναι να έχει ασκηθεί η κύρια παρέμβαση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραδεκτά και νόμιμα (Β. Βαθρακοκοίλης εκδ. 1994 άρθρο 81 παρ. 3 ΚΠολΔ αριθμ7.)
Η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου Βόλου κατά των εναγομένων «Ν. Α. ΑΕ», Ν. Α. και Α. Α., ισχυρίστηκε ότι δυνάμει γραπτών συμβάσεων μισθώσεων εκμίσθωσε στην πρώτη εναγομένη δύο επαγγελματικές στέγες, πλην όμως αυτή καθυστερεί μέρος από τα μισθώματα του διαστήματος από 8.12.2010 έως 8.4.2012 συνολικού ύψους 11.637,49 Ε, λόγο για τον οποίο κατήγγειλε τη μίσθωση. Ζήτησε λοιπόν να υποχρεωθεί η α’ εναγομένη (μισθώτρια) να της αποδώσει τη χρήση των μισθίων ακινήτων και των αντικειμένων που περιγράφονται στην αγωγή (καθρέπτες, προβολείς, συγκρότημα ψύξης – θέρμανσης), επειδή έχει λήξει η μίσθωση λόγω καταγγελίας που ασκήθηκε με την αγωγή, καθώς επίσης και α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι η πρώτη ως μισθώτρια και οι λοιποί ως εγγυητές αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να της καταβάλλουν τα μηνιαία μισθώματα συνολικού ποσού 11.637,49 Ε με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας που καθένα από αυτά κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να της καταβάλλουν ως αποζημίωση χρήσης το συνολικό ποσό των 3.968,43 Ε, για όσο χρόνο μετά τη λύση με την γενόμενη με την αγωγή καταγγελία και μέχρι την συζήτηση της αγωγής η μισθώτρια παρακράτησε τη χρήση των επίδικων μισθίων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας που καθένα επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, επικουρικά από την επίδοση της αγωγής. Κατά τη συζήτηση της ως άνω αγωγής με τις προτάσεις της η εταιρεία με την επωνυμία «Τράπεζα E. E. ΑΕ» άσκησε κυρία παρέμβαση. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε υπ’ αριθ. 3/2005 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη ενώ η ασκηθείσα με τις προτάσεις κυρία παρέμβαση της «Τράπεζας E. E. ΑΕ» απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Η ενάγουσα με την έφεσή της προσβάλλει την απόφαση αυτή και παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας να εξαφανισθεί ώστε η αγωγή της να γίνει δεκτή. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.
Από τα άρθρα 1, 35, 36, 39 και 44 ΝΔ 17.7/13.8.1923, που, κατ’ άρθρο 41 ΕισΝΑΚ, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1254 εδ. α’, στην αρχή, και β’ ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Κατ’ ειδική ρύθμιση του ως άνω ΝΔ, για τη σύσταση του υπέρ τράπεζας (ή άλλης α.ε.) ενεχύρου σε απαίτηση, ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου ή άλλης φύσεως, χρηματική ή μη, προς εξασφάλιση είτε απαιτήσεως της τράπεζας από δάνειο ή από χορήγηση πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, είτε απαιτήσεως οποιουδήποτε είδους του ίδιου πιστωτικού οργανισμού, προγενέστερης όμως, βάσει του χρόνου γεννήσεώς της, από τη σύσταση του ενεχύρου, απαιτείται σύμβαση ενεχυράσεως, καταρτιζόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο, ανεξάρτητα αν τούτο δεν έχει ή έχει βέβαιη χρονολογία. Με τις διατάξεις αυτές, εισήχθη ως προς την ενεχύραση ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλιση απαιτήσεων ανωνύμων εταιριών από δάνειο απλό ή με ανοικτό λογαριασμό, ή προγενέστερων απαιτήσεών τους, εξαιρετικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247-1256 ΑΚ εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικώς για θέματα μη ρυθμιζόμενα από τις ειδικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, με την πρώτη από αυτές καθιερώνονται είδος καταπιστευτικής και δη εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, με αποτέλεσμα, η μεν ενεχυρούχος δανείστρια να γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της ενεχυρασμένης απαιτήσεως, ο δε ενεχυραστής να έχει δικαίωμα, αν αποσβεσθεί το χρέος, να απαιτήσει την επανεκχώρηση της απαιτήσεως σ’ αυτόν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1232 ΑΚ. Κατ’ ειδικότερη ρύθμιση του ίδιου ΝΔ, αν η ενεχυραζόμενη απαίτηση είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, χρηματική δε ή μη, η ενεχύραση συνεπάγεται εκ του νόμου εκχώρηση αυτής της απαιτήσεως από τον ενεχυραστή προς την τράπεζα, από την επίδοση δε αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυράσεως στον τρίτον η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας, αλλά νομέας αυτής της απαιτήσεως, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον (βλ. ΟλΑΠ 38/1988). Η τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, το δε μετά την εξόφλησή της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο αυτή οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή. Κατά τη γενική δε ρύθμιση του ΑΚ, αν η ενεχυρασμένη απαίτηση δεν είναι ονομαστική του ενεχυραστή κατά τρίτου, τυχαίνει δε να είναι χρηματική τέτοια, όπως συμβαίνει όταν η απαίτηση αυτή είναι του ενεχυραστή κατά της τράπεζας από τη σύμβαση καταθέσεως από εκείνον σ’ αυτήν χρημάτων σε λογαριασμό ταμιευτηρίου, το δε ασφαλισμένο χρέος έχει λήξει, η τράπεζα έχει δικαίωμα να εισπράξει την ενεχυρασμένη απαίτηση αλλά μόνο για το ποσό που απαιτείται για την ικανοποίησή της, ενώ για το έγκυρο αυτής της εισπράξεως δεν απαιτείται ούτε σχετική συναίνεση, έστω υπό τη μορφή συμπράξεως του ενεχυραστή κατά την είσπραξη, ή σε προγενέστερο χρόνο, ούτε έκδοση εκ μέρους της τράπεζας κάποιου παραστατικού της εισπράξεως στο όνομα του ενεχυραστή. Την κατάσταση δε αυτή δεν την αλλάζει το θεσπιζόμενο με το άρθρο 1 και 2 του ΝΔ 1059/1971 απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων, αφού τούτο, μη συνεπαγόμενο, σημειωτέον, το ακατάσχετο των σχετικών απαιτήσεων (βλ. ΟλΑΠ 19/2001) και, άρα, και τον από το άρθρο 451 ΑΚ αποκλεισμό διενέργειας οικείου συμψηφισμού, ισχύει, όπως συνάγεται από τα ως άνω άρθρα, όχι στις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας και του καταθέτη, αλλά στις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας και τρίτων (βλ. ΑΠ 857/2004, ΕΕμπΔ 2005. 97 = ΧρΙΔ 2005. 52, ΑΠ 108/1997 Δνη 1998. 107).
Στην προκειμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με το από 12.10.1998 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης που κατατέθηκε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Β. και θεωρήθηκε, η ενάγουσα εκμίσθωσε στην πρώτη εναγομένη ένα ισόγειο κατάστημα, συνολικής επιφάνειας 270 τμ περίπου, που βρίσκεται στην πόλη του Β. στην οδό Α. αρ. … και Χ., αποτελούμενο από ένα ενιαίο εκθεσιακό χώρο, ξεχωριστό χώρο γραφείων, χώρο αποθήκης ανταλλακτικών και WC. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε να είναι τριετής, άρχισε την 8.10.1998 και έληξε την 7.10.2001 και έκτοτε, συνεχίζεται ως αορίστου χρόνου. Το μηνιαίο δε μίσθωμα συμφωνήθηκε ότι ανέρχεται στο ποσό των 442.000 δρχ τότε, ότι θα καταβάλλεται την πρώτη ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα και ότι θα αναπροσαρμόζεται σε ποσοστό 5% ανά έτος επί του κάθε φορά καταβαλλόμενου μισθώματος του προηγούμενου έτους ή θα αναπροσαρμόζεται κατά το ποσοστό του ετήσιου πληθωρισμού, όπως αυτό θα ανακοινώνεται επίσημα από την Τράπεζα της Ελλάδας στο τέλος κάθε μισθωτικού έτους, όταν το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 5% και τέλος, ότι η ως άνω συμφωνία περί αναπροσαρμογής ισχύει και στην περίπτωση που η μίσθωση παραταθεί συμβατικά ή αναγκαστικά. Αμέσως μετά την υπογραφή του από 12.10.1998 συμφωνητικού η πρώτη εναγόμενη παρέλαβε το μίσθιο και έκτοτε το χρησιμοποιεί ακώλυτα ως έκθεση και κατάστημα πώλησης αυτοκινήτων εργοστασίου κατασκευής F.. Επιπλέον, με το από 17.3.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης που κατατέθηκε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Β. και θεωρήθηκε με αριθμό …/24.3.1999, η ενάγουσα εκμίσθωσε στην πρώτη εναγόμενη ένα ισόγειο κατάστημα, συνολικής επιφάνειας 230 τμ περίπου, που βρίσκεται στην πόλη του Β. στην οδό Α. αρ. … αποτελούμενο από ένα ενιαίο εκθεσιακό χώρο και WC. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε να είναι τριετής, άρχισε την 20.3.1999 και έληξε την 19.3.2002, έκτοτε δε συνεχίζεται ως αορίστου χρόνου. Το μηνιαίο δε μίσθωμα συμφωνήθηκε ότι θα ανέρχεται στο ποσό των 275.000 δρχ, ότι θα καταβάλλεται την πρώτη ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα και ότι θα αναπροσαρμόζεται σε ποσοστό 5% ανά έτος επί του κάθε φορά καταβαλλόμενου μισθώματος του προηγούμενου έτους ή θα αναπροσαρμόζεται κατά το ποσοστό του ετήσιου πληθωρισμού, όπως αυτό θα ανακοινώνεται επίσημα από την Τράπεζα της Ελλάδας στο τέλος κάθε μισθωτικού έτους, όταν το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 5% και τέλος, ότι η ως άνω συμφωνία περί αναπροσαρμογής ισχύει και στην περίπτωση που η μίσθωση παραταθεί συμβατικά ή αναγκαστικά. Από την υπογραφή του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως η α’ εναγομένη παρέλαβε το μίσθιο και έκτοτε το χρησιμοποιεί ακώλυτα ως συνεργείο των αυτοκινήτων του προαναφερόμενου εργοστασίου. Οι β’ και γ’ εναγόμενοι ανέλαβαν, επίσης, έναντι της ενάγουσας την ευθύνη για την ακριβή τήρηση όλων των όρων της κάθε συμβάσεως, εις ολόκληρον ο καθένας τους, αορίστως και ως αυτοφειλέτες, παραιτούμενοι της ενστάσεως διζήσεως.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με τις από 12.5.2009 συμβάσεις ενεχυρίασης και εκχώρησης απαίτησης μισθωμάτων σε ασφάλεια της με αριθμό … σύμβασης δανείου, η ενάγουσα συνέστησε εμπράγματο δικαίωμα ενεχύρου υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα E. E. ΑΕ» και το διακριτικό τίτλο «E. E.» που εδρεύει στην Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ρητώς το αποδέχθηκε, επί των μισθωμάτων τα οποία η πρώτη δικαιούται να λαμβάνει από την α’ εναγομένη από την εκμίσθωση των δύο καταστημάτων εμβαδού 270 τμ και 230 τμ το καθένα αντίστοιχα, για όλη τη συμφωνημένη ή κατά παράταση ή κατ’ ανανέωση περίοδο, καθώς επίσης συνιστά ενέχυρο και επί των μισθωμάτων, τα οποία μελλοντικά θα συμφωνηθεί να λάβει από τυχόν μελλοντικούς μισθωτές. Οι εν λόγω συμβάσεις κοινοποιήθηκαν στην α’ εναγομένη στις 25.5.2009 (βλ. τις με αριθμός …/25.5.09 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Ρ. Π.). Έκτοτε, η α’ εναγομένη κατέβαλε τα μισθώματα στην τράπεζα «E. E.» έως τον Απρίλιο του 2012, ως ακολούθως Και ειδικότερα έως τον Μάρτιο του 2010 η α’ εναγομένη κατέβαλε το ποσό των 3.660,98 Ε, ήτοι 2.298,98 Ε και 1.362 Ε για κάθε μίσθιο αντίστοιχα. Ακολούθως, κατέβαλε το ποσό των 3.729,08 Ε για καθένα από τους μήνες από Απρίλιο έως Ιούνιο του 2010. Όπως δε και η ενάγουσα συνομολογεί, η πρώτη εναγομένη κατέβαλε το ποσό των 3.844,03 Ε για καθέναν από τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2010, ενώ το Δεκέμβριο του 2010 κατέβαλε το ποσό των 2.886,28 Ε και από τον Ιανουάριο του 2011 έως τον Απρίλιο του 2012 το ποσό των 2.298,98 Ε και 1.362 Ε και συνολικά, 3.660,98 Ε. Στις 10.2.2011 η ενάγουσα κοινοποίησε στους εναγομένους την από 9.2.2011 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία διαμαρτυρόταν για τη μη καταβολή ολόκληρων των συμφωνηθέντων μισθωμάτων των μηνών από 8.12.2010 έως 7.1.2011 και από 20.12.2010 έως 19.1.2011, από 8.1.2011 έως 7.2.2011 και από 20.1.2011 έως 19.2.2011 (βλ. τις με αριθμούς …/10.2.2011 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Ε. Β. Κ.). Η πρώτη εναγομένη όμως συνέχισε να καταβάλει το μίσθωμα μειωμένο στην τράπεζα «E. E.» έως τον Απρίλιο του 2012, χωρίς να ενοχληθεί μέχρι τότε από την ενάγουσα εκμισθώτρια. Η τελευταία τον Απρίλιο του 2012 άσκησε την υπό κρίση αγωγή και τον επόμενο μήνα και συγκεκριμένα, στις 14.5.2012 κοινοποίησε στην α’ εναγομένη την από 14.5.2012 εξώδικη γνωστοποίηση, δήλωση και κλήση, με την οποία της γνωστοποιούσε ότι με την υπό κρίση αγωγή που επιδόθηκε στις 11.4.2012 έχει καταγγείλει τις επίδικες συμβάσεις μίσθωσης κατ’ άρθρο 597 ΑΚ, πλην όμως, ούτε η α’ εναγομένη ούτε οι εγγυητές β’ και γ’ των εναγομένων της κατέβαλαν τα οφειλόμενα μισθώματα και τα έξοδα της καταγγελίας, με αποτέλεσμα οι μισθώσεις να έχουν λήξει και την καλούσε να παραδώσει τα δύο μίσθια καταστήματα πλήρως εξοπλισμένα και σε άριστη κατάσταση και να καταβάλει τις μηνιαίες αποζημιώσεις χρήσης πλέον. Στη δήλωση αυτή αναφέρονται οι ως άνω συμβάσεις ενεχυρίασης, η ένδικη αγωγή και η αγωγή την οποία η ενάγουσα κατέθεσε στις 30.4.2012 κατά της τράπεζας «E. E.», ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των προαναφερομένων συμβάσεων εκχώρησης.
Λίγες ημέρες μετά την επίδοση της ως άνω εξώδικης δήλωσης και συγκεκριμένα, στις 28.5.2012 καταβλήθηκαν από την πρώτη εναγομένη στην τράπεζα με την επωνυμία «Α. Β.» τα μισθώματα του μηνός Μαΐου 2012 και στις 18.6.2012 τα μισθώματα του Ιουνίου του 2012, τα οποία μέχρι σήμερα δεν αποδείχθηκε ούτε ότι επιστράφηκαν στην μισθώτρια ούτε ότι έχουν καταλογισθεί ως αποζημίωση χρήσης. Ωστόσο, η τράπεζα «E. E.» αντέδρασε για τη μη καταβολή σ’ αυτήν των μισθωμάτων των μηνών Μαΐου και Ιουνίου. Έτσι στις 6.9.2012 οι εναγόμενοι κοινοποίησαν στην τελευταία και στην ενάγουσα την από 3.9.2012 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία και πρόσκληση, με την οποία, αφού εξέθεσαν το πρόβλημα που δημιουργήθηκε αναφορικά με το δικαιούχο είσπραξης των μισθωμάτων, τους κάλεσαν να της γνωστοποιήσουν τη συμφωνία τους για το πρόσωπο στο οποίο επιθυμούν να καταβάλουν τα οφειλόμενα ποσά, άλλως δήλωσαν ότι αναγνωρίζουν την υποχρέωση τους να τα καταβάλουν σε όποιον κρίνει το δικαστήριο.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και αναπροσαρμογή των μισθωμάτων σε 5% ετησίως από τον μήνα Δεκέμβριο του 2010 δεν τηρήθηκε διότι, όπως βάσιμα κατέθεσε η τρίτη εναγομένη έχοντας προσωπικό λόγο γνώσεως, ακολούθησε νεότερη συμφωνία που καταρτίσθηκε προφορικά, σύμφωνα με την οποία οι διάδικοι συμφώνησαν να μην αναπροσαρμοσθεί το κάθε μίσθωμα, όπως προβλεπόταν στα προαναφερόμενα συμφωνητικά, λόγω της επελθούσας οικονομικής κρίσης και για το λόγο αυτό, ήδη από το Δεκέμβριο του 2010 καταβάλλονταν τα μισθώματα χωρίς αναπροσαρμογή, μειωμένα σε σχέση με εκείνα που είχαν καταβληθεί τους προηγούμενους μήνες, δηλαδή τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο (ποσού 3.844,01 E), για τους οποίους η α’ εναγομένη είχε καταβάλει και τη σχετική αναπροσαρμογή, κατά τα εκτιθέμενα και στην κρινόμενη αγωγή, με την οποία προσδιορίζονται τα μισθώματα σε 2.413,92 E και 1.430,09 E και συνολικά σε 3.844,01 E έως τον Οκτώβριο του 2011 Έτσι η πρώτη εναγομένη από τον Ιανουάριο του 2011 κατέβαλε ως μίσθωμα το συμφωνηθέν με τη νέα συμφωνία μίσθωμα που ανήρχετο στο συνολικό ποσό των 3.660 Ε (2.298 Ε + 1.362 Ε). Στην κρίση ότι οι διάδικοι συμφώνησαν να μην αναπροσαρμοσθούν τα μισθώματα οδηγείται το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψιν την ανωμοτί κατάθεση της γ’ εναγομένης – διαδίκου, η οποία κατέθεσε με σαφήνεια α) ότι ήταν σε διαπραγματεύσεις με την ενάγουσα για το ύψος του ενοικίου και την πώληση των μισθίων σε αυτούς και ότι μιλούσε μόνο με τον κ. Β., πλην όμως επειδή δεν επήλθε συμφωνία για την πώληση σε αυτούς, τότε άρχισαν τα εξώδικα, ότι δηλαδή έχουν καταβληθεί όλα τα ποσά, πλην του ποσού της προσαύξησης 5% του πληθωρισμού, β) ότι «άλλαζε η χρονιά και αφαιρέθηκε γιατί το είχαν συμφωνήσει με τον Δ.», ότι ο τελευταίος το 2012 ήρθε και διαπραγματεύθηκε τη μείωση του μισθώματος και ότι τους είπε ότι θα δίνουν τα μισθώματα στο χέρι. Η κατάθεση αυτή δεν αναιρείται από εκείνη της μάρτυρος αποδείξεως, η οποία δεν κατόρθωσε να εξηγήσει πειστικά για ποιο λόγο η μισθώτρια κατέβαλε ξαφνικά μικρότερο μίσθωμα, μετά το Νοέμβριο του 2010, αν και ισχυρίσθηκε ότι δεν υπήρχε καμία τέτοια συμφωνία, ισχυρισμός που δεν κρίνεται πειστικός, καθώς κατέθεσε ότι η ίδια είχε μεταβεί στην επιχείρηση πριν το 2012, οπότε μετέβη εκεί και ο πατέρας της, κατάθεση που ενισχύει όσα ανωμοτί κατέθεσε η γ’ εναγομένη περί συνεννοήσεως για λογαριασμό της εκμισθώτριας με τον κ. Β., ο οποίος άλλωστε ήταν ο λήπτης του δανείου για την εξόφληση του οποίου είχαν ενεχυριασθεί τα ως άνω μισθώματα και ο δικαιούχος του λογαριασμού στην τράπεζα «E. Ε.» που καταβάλλονταν αυτά.
Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι το προαναφερόμενο μίσθωμα ποσού 2.298,98 Ε και 1.362 Ε για κάθε μίσθιο αντίστοιχα συνεχίζονταν να καταβάλλεται, όπως προεκτέθηκε, έως το Μάρτιο του 2012, η ένδικη δε αγωγή ασκήθηκε μόλις στις 11.4.2012 (βλ. τη με αριθμό 74/2012 πράξη κατάθεσης και τις με αριθμούς …/11.4.12 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Ε. Β.-Κ.). Δηλαδή από την πρώτη εξώδικη όχληση έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής μεσολάβησε χρονικό διάστημα πέραν του ενός έτους, χωρίς να αποδεικνύεται ότι κατά το χρόνο αυτό η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε για τη μη καταβολή, κατά τους ισχυρισμούς της, ολόκληρου του συμφωνημένου ποσού των μισθωμάτων. Αντιθέτως, αφού τον Απρίλιο του 2012 άσκησε την κρινόμενη αγωγή, καταγγέλλοντας τις επίδικες συμβάσεις, ζήτησε από την α’ εναγομένη, προφορικά και με την από 14.5.2012 εξώδικη δήλωσή της που επιδόθηκε αυθημερόν, να καταβάλει τα μισθώματα – αποζημιώσεις χρήσεως σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην τράπεζα «A. Β.», πράγμα το οποίο και έγινε τουλάχιστον για τους επόμενους δύο μισθωτικούς μήνες, ενώ είχε ήδη ασκήσει και σχετική αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητας των συμβάσεων ενεχυρίασης και εκχώρησης απαίτησης από μισθώματα που είχε καταρτίσει με την τράπεζα «E. E.», αγωγή, η οποία ούτε καν είχε συζητηθεί ούτε είχε εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής.
Με βάση δε τις προαναφερόμενες συμβάσεις ενεχυρίασης συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστερήσεως από το μισθωτή κάποιας καταβολής του μισθώματος υποχρεούται ο ενεχυριαστής, δηλαδή η εκμισθώτρια, να ασκεί το ένδικο μέσο για την έξωση του μισθωτή, άλλως δικαιούται να ασκεί αυτό το δικαίωμα η τράπεζα. Η τελευταία άλλωστε, έχει ασκήσει την από 20.9.2012 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθ. κατάθ. 195/19.9.2012, με την οποία ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη μισθώτρια να της καταβάλει το ποσό των 1.362 Ε για το μίσθιο των 230 τμ και το ποσό των 2.298 Ε για το μίσθιο των 270τμ για καθέναν από τους μισθωτικούς μήνες Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2012, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της πρώτης ημέρας κάθε ημερολογιακού μήνα που καθένα από αυτά κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και μέχρι την εξόφληση, χωρίς να επικαλείται καμία καταγγελία των επίδικων συμβάσεων ούτε λήξη αυτών. Με την αγωγή της αυτή η ως άνω τράπεζα εκτός των άλλων αναγνωρίζει ότι μεταξύ της εκμισθώτριας και της μισθώτριας είχε επέλθει συμφωνία για την μη αναπροσαρμογή του μισθώματος του οποίου ζητεί την καταβολή από την μισθώτρια. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω η ενάγουσα νομιμοποιείται μεν ενεργητικώς να καταγγείλει τη σύμβαση της μίσθωσης και να αξιώσει την απόδοση της χρήσης του μισθίου, δεν νομιμοποιείται όμως, να αξιώσει την καταβολή των μισθωμάτων ή της αποζημίωσης χρήσης, αφού, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στην νομική σκέψη, αυτά έχουν ενεχυριαστεί στην τράπεζα, η οποία δικαιούται να αξιώσει την είσπραξή τους, εωσότου κριθούν άκυρες οι εν λόγω συμβάσεις ενεχυρίασης.
Απ’ όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η α’ εναγομένη δεν καθυστέρησε την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, αφού κατέβαλε τα συμφωνημένα, μη αναπροσαρμοσθέντα, μισθώματα (βλ. ΑΠ 1614/1992 Δνη 35. 411), κατόπιν παραδοχής ως ουσιαστικά βάσιμου και του παραδεκτώς προτεινομένου σχετικού ισχυρισμού της που περιλαμβάνεται στις πρωτόδικες προτάσεις της και στα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης και επαναφέρει προς αντίκρουση της έφεσης και συνακόλουθα, δεν τα οφείλει και η εκμισθώτρια ενάγουσα δε δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση ούτε νομιμοποιείται ενεργητικώς να αξιώσει την καταβολή, κατά τους ισχυρισμούς της, των οφειλομένων μισθωμάτων λόγω των συμβάσεων ενεχυριάσεως, αφού έως τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής δεν είχε εκδοθεί απόφαση επί της αγωγής αναγνώρισης της ακυρότητας αυτών. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια με τις αυτές ως άνω αιτιολογίες, δεν έσφαλε, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης της εκκαλούσας πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. {…}