12/2016 ΤρΕφΛαρ (διανομή ακινήτου)

12/2016                                                                                       

Πρόεδρος: Γεώρ. Αποστολάκης

Εισηγητής: Νικ. Πουλάκης

Δικηγόροι: Βάιος Θεοχάρης, Γεώρ. Τζέλλης

 

Επί αγωγής διανομής μη ανάγκη ειδικής μνείας της ασυμφωνίας για εξώδικη διανομή που υποδηλώνεται εκ της άσκησής της, μήτε της αξίας του μεριδίου κάθε κοινωνού που θα προκύψει με μαθηματικό υπολογισμό ή τις αποδείξεις.

Επί αυτούσιας διανομής με σχηματισμό και επιδίκαση ίσων μερών, δυνατότητα δικαστηρίου, προς εξίσωση άνισων μερών, να κρίνει ότι ορισμένοι κοινωνοί θα καταβάλουν σε άλλους χρηματικό ποσό. Αναλογική εφαρμογή τούτου και επί επιδίκασης άνισων μερών, αντίστοιχων με το μέγεθος των μερίδων των κοινωνών, προς εξίσωση της αξίας όχι μεταξύ των άνισων μερών αλλά των μερίδων των κοινωνών.

Μη δυνατή αυτούσια διανομή με λήψη μόνο χρηματικού ποσού, το δε λαμβανόμενο ως συμπλήρωμα του επιδικαζόμενου αυτούσιου μέρους πρέπει να είναι σημαντικά μικρότερο αυτού.

Αν είναι εφικτή και συμφέρουσα, αυτούσια διανομή ακινήτου επί του οποίου υπάρχει μία μόνο οικοδομή με σύσταση κάθετης οροφοκτησίας, οπότε η οικοδομή θα περιέλθει ως αυτοτελής ιδιοκτησία σε ένα συγκύριο, στους δε λοιπούς θα περιέλθουν οι ανεγερθησόμενες ιδιοκτησίες επί των οριζομένων τμημάτων, ενώ τυχόν ανισότητες θα εξισωθούν με καταβολή ποσού ή σύσταση δουλειών.

Επί πρόδηλα δυνατής, αδύνατης ή ασύμφορης διαίρεσης ακινήτου, μη υποχρεωτική δ/γή αποδείξεων.

Ο τρόπος λύσης κοινωνίας δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα αγωγής διανομής, αλλά ανήκει στην εξουσία του δικαστηρίου.

Πρόδηλα αδύνατη ή ασύμφορη η αυτούσια διανομή, όταν τα εξ αυτής μέρη καθίστανται άχρηστα ως οικονομικές μονάδες ή η αξία τους μειώνεται τόσο ώστε το σύνολο των μερίδων να υστερεί της αξίας του ενιαίου διανεμητέου πράγματος.

Η επιδίκαση σε ορισμένους κοινωνούς των ποσοστών τους σε κοινή μερίδα προϋποθέτει αίτηση ενός εξ αυτών, εφόσον δεν αντιλέγουν οι λοιποί.

 

{…}    3. Από τις διατάξεις των άρθρων 798, 799, 1113 ΑΚ, 478 επ. και 216 §1α ΚΠολΔ προκύπτει ότι στοιχείο της αγωγής διανομής κοινού πράγματος είναι, κατ’ αρχάς, εκτός άλλων και δη εκτός από τη μνεία περί της συγκυριότητας των διαδίκων επί του διανεμητέου πράγματος (ΑΠ 970/2004 Δνη 46. 417, ΑΠ 579/1996 Δνη 39. 549), και η έλλειψη συμφωνίας του εναγομένου ή των εναγομένων για εξώδικη διανομή, αλλά, όμως, το στοιχείο αυτό θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στην αγωγή (ενυπάρχει), αν και δεν αναφέρεται ρητά, διότι και μόνο η άσκηση της αγωγής υποδηλώνει την ασυμφωνία αυτή και ως εκ τούτου δεν είναι αόριστη η αγωγή από τη μη ρητή αναφορά του στοιχείου αυτού.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εκκαλούντες με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της εφέσεώς τους ισχυρίζονται ότι η αγωγή ήταν αόριστη και έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη από την εκκαλουμένη απόφαση διότι α) δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη στην αγωγή αξία των ακινήτων, β) δεν αναφέρεται σ’ αυτή η αξία του μεριδίου κάθε κοινωνού και γ) αναφέρονται, αντιφατικά σ’ αυτή δύο αξίες των ακινήτων 60.000 Ε και 90.000 Ε. Οι λόγοι, όμως, αυτοί της εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, αφού στην αγωγή αναφέρονται όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία, η έλλειψη δε των επικαλούμενων από τους εκκαλούντες στοιχείων δεν προκαλούν αοριστία της αγωγής, αφού μπορούν να προκύψουν είτε με απλό μαθηματικό υπολογισμό είτε από τις αποδείξεις.

{…} 6. Κατά το άρθρο 799 ΑΚ, αν δεν συμφωνούν για τη διανομή όλοι οι κοινωνοί, κάθε κοινωνός μπορεί να απαιτήσει τη δικαστική διανομή κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας, σύμφωνα δε με το άρθρο 800 ΑΚ η διανομή γίνεται αυτουσίως, αν το αντικείμενο ή τα αντικείμενα που πρόκειται να διανεμηθούν είναι δυνατόν χωρίς μείωση της αξίας να διαιρεθούν σε ομοειδή μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 480 §§ 1 και 3, 482 § 2 και 486 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών. Αν τα μέρη που σχηματίσθηκαν είναι ίσα, η αυτούσια διανομή τους μεταξύ των κοινωνών γίνεται με κλήρωση, ώστε με αυτήν να λάβει κάθε κοινωνός ανάλογα με τη μερίδα του μέρη, εκτός αν η με την κλήρωση διανομή μπορεί να οδηγήσει σε τεμαχισμό της ιδιοκτησίας κάποιου από τους κοινωνούς ή είναι προδήλως αντίθετη προς το συμφέρον του, οπότε το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από σχετική αίτηση, να επιδικάσει σε κάθε κοινωνό ή στις ομάδες των κοινωνών που ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα ό,τι τους αναλογεί, δηλαδή ανάλογα με τη μερίδα τους μέρη, δίχως κλήρωση. Αν όμως τα μέρη που σχηματίστηκαν είναι άνισα, η αυτούσια διανομή γίνεται με την επιδίκασή τους στους συγκυρίους ή στις ομάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή μερίδα, κατά το λόγο των μερίδων τους. Το δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 481 αριθ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ, μπορεί για την εξίσωση άνισων μερών, να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό. Η διάταξη αναφέρεται στη δυνατότητα εξίσωσης άνισων μερών, όταν η διανομή πρέπει να γίνει με το σχηματισμό ίσων μερών, ώστε κάθε κοινωνός να λάβει ανάλογα με τη μερίδα του τέτοια (ίσα) μέρη. Ωστόσο, ενόψει του σκοπού της, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της αυτούσιας διανομής, είναι αναλόγως εφαρμοστέα και στην περίπτωση που, κατά το άρθρο 486 §2 ΚΠολΔ, γίνεται επιδίκαση από το δικαστήριο άνισων μερών, αντίστοιχων προς το μέγεθος των μερίδων των κοινωνών, οπότε δεν αποκλείεται να υποχρεωθούν ορισμένοι κοινωνοί να καταβάλουν σε άλλους χρηματικό ποσό, προς εξίσωση της αξίας των άνισων μερών, όχι μεταξύ τους, αλλά προς την αξία των μερίδων των κοινωνών. Σε κάθε περίπτωση, αυτούσια διανομή δεν μπορεί να γίνει με τη λήψη μόνο χρηματικού ποσού από κάποιο κοινωνό, παρά μόνο στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 483 ΚΠολΔ και 1889 ΑΚ περιπτώσεις της διανομής κοινής επιχείρησης και της επιδίκασης στη σύζυγο του κληρονομουμένου ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη, αλλά ούτε συγχωρείται, αν δεν συντρέχει τέτοια εξαιρετική περίπτωση, κάποιος κοινωνός να λάβει τη μερίδα του κυρίως σε χρήμα, αφού έτσι καταλύεται η έννοια της αυτούσιας διανομής. Θα πρέπει, συνεπώς, το χρηματικό ποσό που ορίζεται να λάβει κάποιος κοινωνός να αποτελεί συμπλήρωμα απλώς του αυτούσιου μέρους του κοινού που λαμβάνει, να είναι, δηλαδή, σημαντικά μικρότερο από την αξία του μέρους που λαμβάνει είτε με κλήρωση είτε με απονέμηση (ΑΠ 837/2007).

Εξάλλου, ενόψει της διατύπωσης του άρθρου 480Α §1 εδ. α’ ΚΠολΔ, τίθεται το ζήτημα, αν είναι δυνατή η σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών σε διακεκριμένα μέρη του επικοίνου, όχι μόνο όταν σ’ αυτό υπάρχουν περισσότερα οικοδομήματα, αλλά και όταν η ανοικοδόμηση περιορίζεται στην ύπαρξη μίας μόνο οικοδομής. Η αρνητική απάντηση υπαγορεύεται από το γράμμα του νόμου, που επιτρέπει τη σύσταση κάθετων ιδιοκτησιών με δικαστική απόφαση, είτε όταν υπάρχουν περισσότερα αυτοτελή οικοδομήματα στο ίδιο οικόπεδο (§1), είτε όταν το οικόπεδο είναι ακάλυπτο (§2). Ωστόσο, η νομολογία διεύρυνε τον ανωτέρω κανόνα: Εφόσον πληρούνται οι όροι του νόμου (εφικτό και συμφέρον), είναι δυνατή και η αυτούσια διανομή ακινήτου επί του οποίου υπάρχει μία μόνο οικοδομή, με σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών σε διακεκριμένα μέρη του ακινήτου σύμφωνα με το Ν.Δ. 1024/1971, υπό την εξής έννοια: Η υπάρχουσα οικοδομή θα περιέλθει ως αυτοτελής ιδιοκτησία σε ένα από τους συγκυρίους, στους δε λοιπούς θα περιέλθουν οι υπόλοιπες ιδιοκτησίες που θα ανεγερθούν επί των οριζομένων από το δικαστήριο μερών. Οι ανισότητες που τυχόν θα δημιουργηθούν θα μπορούν να εξισωθούν με την καταβολή χρηματικού ποσού στους λοιπούς συγκυρίους ή τη σύσταση δουλειών, κατ’ άρθρο 481 περ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται αναλόγως (βλ. Λήδα Πίψου, Δικαστική διανομή, εκδ. Σάκκουλα, 2006, § 12 ΙΙ.Δ, σ. 290, 291 και εκεί περαιτέρω παραπομπές σε ΑΠ 1843/1999 Δνη 2000. 989).

Εξάλλου, κατά τα άρθρα 479, 480 παρ. 1, 481 και 484 ΚΠολΔ, όταν η διαίρεση του διανεμητέου ακινήτου είναι πρόδηλα δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις (ΑΠ 975/2007 Νόμος, ΑΠ 1361/1996 Δνη 38. 1793, ΑΠ 231/1996 Δνη 37. 1560, ΕφΑθ 6132/2002 Δνη 44. 1398, ΕφΑθ 863/1999 Δνη 41. 473, ΕφΑθ 4019/1999 Δνη 40. 1582). Σε αντίθετη περίπτωση διατάσσει τη διεξαγωγή αποδείξεων με κάθε αποδεικτικό μέσο, ιδίως με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εφόσον για την αντίληψη αυτών των θεμάτων απαιτούνται, κατά την κρίση του, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (άρθρο 368 ΚΠολΔ) και μόνο αν η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη διατάσσει τη διά πλειστηριασμού πώληση (ΑΠ 1053/1993 Δνη 199. 577, ΕφΑθ 10087/2002 Δνη 2003. 994-1001, ΕφΑθ 8828/2001 Δνη 2004. 475). Η δυνατότητα να διαταχθεί αυτούσια διανομή κρίνεται κυριαρχικά και ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 450/2008, ΑΠ 1446/2004 Νόμος). Αν δε αυτή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη διατάσσεται η πώληση με πλειστηριασμό, ενώ ο τρόπος λύσης της κοινωνίας, δηλαδή το αν η λύση θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση διά πλειστηριασμού, δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα της αγωγής διανομής, αλλά ανήκει στις εξουσίες του αρμόδιου δικαστηρίου (ΑΠ 1309/2005 Δνη 49. 747, ΑΠ 981/2002 Δνη 44. 1294, ΑΠ 1053/1993 Δνη 1994. 1577, ΕφΑθ 6132/2002 ό.π. ΕφΑθ 6635/1995 ΝοΒ 44. 451). Για τη διαμόρφωση της κρίσης του αυτής το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, εκτός από τις μερίδες (ποσοστά συγκυριότητας) των κοινωνών, το είδος, τις διαστάσεις, το σχήμα, το εμβαδόν κλπ του διανεμητέου ακινήτου, καθώς και τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής (ΑΠ 1361/1996, ΑΠ 231/1996 Νόμος, ΑΠ 934/1976 ΝοΒ 25. 199, ΕφΑθ 6132/2002 ό.π., ΕφΑθ 4019/1999 ό.π., ΕφΑθ 6530/1991 Δνη 33. 590). Πρόδηλα αδύνατη ή ασύμφορη είναι η αυτούσια διανομή, όταν κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής το διανεμητέο δεν μπορεί να διανεμηθεί σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών χωρίς να μειωθεί η αξία του και όταν τα μέρη στα οποία πρόκειται να διανεμηθεί καθίστανται άχρηστα στο κοινωνικό σύνολο ως οικονομικές μονάδες ή η αξία τους, λόγω ακριβώς της αδυναμίας τους να χρησιμεύσουν ως οικονομικές μονάδες, μειώνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε το σύνολο των μερίδων να υστερεί της αξίας του διανεμητέου πράγματος ως ενιαίου (ΑΠ 235/1998 Δνη 39. 291, ΕφΑθ 6132/2002 ό.π., ΕφΑθ 4019/1999 ό.π.).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 480 ΚΠολΔ «Αν ορισμένοι κοινωνοί ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα, η μερίδα αυτή λογίζεται ως ενιαία. Στο μέρος που περιέρχεται σ’ αυτούς με την αυτούσια διανομή συνιστάται κοινωνία κατά το λόγο των μερίδων τους». Από τη διάταξη αυτή, που εφαρμόζεται και στην περίπτωση διανομής με σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών είτε κατά ορόφους ή μέρη ορόφων, είτε σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου, προκύπτει ότι η επιδίκαση σε ορισμένους κοινωνούς των ποσοστών τους σε μία κοινή μερίδα προϋποθέτει αίτηση των ιδίων ή ενός απ’ αυτούς (ΑΠ 972/2005 Δνη 49. 422, ΑΠ 550/1991 Δνη 32. 1239, ΑΠ 889/1985 ΝοΒ 34. 841, ΕφΑθ 2897/2004 Δνη 46. 522, ΕφΠατρ 1126/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠατρ 348/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 389/1997 Αρμ 51. 1495) και εφόσον δεν αντιλέγουν οι λοιποί και το δικαστήριο προκρίνει αυτόν τον τρόπο διανομής από την πώληση με πλειστηριασμό του κοινού προς λύση της κοινωνίας και διανομή του πλειστηριάσματος στους κοινωνούς, υποκείμενο (το αίτημα) ως προς το χρόνο παραδεκτής προβολής του στους περιορισμούς του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δυνάμενο να προβληθεί παραδεκτά κατά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αν ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό (ΑΠ 889/1985 ό.π., ΕφΑθ 2897/2004 ό.π., ΕφΠατρ 348/2005 ό.π.) ή αν προέκυψε για πρώτη φορά μεταγενέστερα (άρθρο 269 παρ. 2β’ ΚΠολΔ).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι με τον τελευταίο λόγο της εφέσεώς τους ισχυρίζονται ότι μετά το θάνατο του δεύτερου ενάγοντος Δ. Κ. του Α., επήλθε αύξηση των ποσοστών τόσο της ενάγουσας, όσο και των ιδίων, με αποτέλεσμα να είναι πλέον δυνατή η αυτούσια διανομή του επικοίνου ακινήτου, με την απονομή μιας κοινής μερίδας στις δύο πρώτες από αυτές και μιας κοινής μερίδας στους λοιπούς (τρίτο και τέταρτο) εξ αυτών. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων για απονομή σ’ αυτούς κοινής μερίδας, ως οψιγενής, παραδεκτώς προβάλλεται το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, όπως ειδικότερα αναφέρεται παραπάνω και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη.

Πράγματι, όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στο δεύτερο κεφάλαιο  της παρούσας απόφασης έγγραφα, ήτοι α) το από 10.6.2014 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ληξίαρχου του δήμου Π. Κ., β) τα υπ’ αριθμ. …/2014, …/2013 και …/2014 πιστοποιητικά του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πολυγύρου, Θεσσαλονίκης και Αθηνών, αντίστοιχα, περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης και γ) το υπ’ αριθμ. πρωτ. …/2014 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Π. Κ., ο δεύτερος ενάγων, απεβίωσε στις 5.10.2013, χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, ήτοι την ενάγουσα κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και τους δεύτερη, τρίτο και τέταρτο εναγόμενους – εκκαλούντες, κατά το έτερο ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου και για τους τρεις. Συνεπώς, τα ποσοστά συγκυριότητας εκάστου των διαδίκων, διαμορφώνονται πλέον ως ακολούθως: α) ενάγουσα – εφεσίβλητη Π. Κ. συζ. Χ. Γ. 18/36, β) πρώτη εναγομένη – εκκαλούσα Ε. χήρα Β. Κ. 3/36, γ) δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα Χ. Β. Κ. σύζ. Α. Ν. 5/36, δ) τρίτος εναγόμενος – εκκαλών Μ. Κ. 5/36 και ε) τέταρτος εναγόμενος – εκκαλών Α.Β. Κ. 5/36, με αναλογία τετραγωνικών μέτρων επί του οικοπέδου, 1.241, 206,82, 344,70, 344,70 και 344,70 τμ, αντίστοιχα. Ενόψει του ότι οι όροι δόμησης στην Πολεοδομική ενότητα Π. Κ. ΠΕ Θεσσαλίας, με βάση την υπ’ αριθμ. 1638/30.4.1992 απόφαση του Νομάρχη Καρδίτσας, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 500/Δ/26.5.1992, ανέρχονται: α) ελάχιστο εμβαδόν 500 τμ, β) πρόσωπο 14 μ.,  γ) συντ. δόμησης 0,80 μ και δ) κάλυψη 60%, δεν είναι πλέον προφανώς αδύνατη ή και ασύμφορη η αυτούσια διανομή του κοινού ακινήτου, αφού με την απονομή κοινής μερίδας στην πρώτη και δεύτερη των εκκαλουσών, αυτές δικαιούνται συνολικό ποσοστό (3/36 + 5/36) 8/36 και επί του οικοπέδου 551,52 τμ, ενώ με την απονομή κοινής μερίδας στον τρίτο και τέταρτο των εκκαλούντων, αυτοί δικαιούνται συνολικό ποσοστό (5/36 + 5/36) 10/36 και επί του οικοπέδου 689,40 τμ. {…}