14/2015 ΕιρΛαρ (τακτική) (ειδικές συμβάσεις ιατρών κατά το ν.δ. 1024/72 – χορήγηση νοσοκομειακού επιδόματος – μονάδες α΄θμιας και β΄θμιας φροντίδας – παραγραφή αξιώσεων υπαλλήλων κατά ΙΚΑ)

14/2015 (Τακτική)

Ειρηνοδίκης: Χριστίνα Αρκούδα

Δικηγόροι: Παναγιώτα Χριστοφορίδου, Νικ. Κολοκυθόπουλος, Ελένη Άγγου

 

Μεταφορά Κλάδου υγείας του ΙΚΑ στον ΕΟΠΥΥ, που συνεχίζει ως καθολικός διάδοχος τις δίκες χωρίς διακοπή.

Κατά το 10 του ν.δ. 1204/1972, κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή σύναψη ειδικών συμβάσεων με θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων για αόριστο χρόνο, η δε με νόμο μισθολογική εξομοίωση με ιατρούς θεραπευτές του ΙΚΑ συνδεόμενους με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου δεν μετέβαλε τη φύση της άνω ειδικής σχέσης.

Ψευδοερμηνευτική η διάταξη του 24 παρ. 1 εδ. γ’ του ν. 3232/2004, που ορίζει ότι οι άνω ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του ΙΚΑ είναι ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, καθόσον η ερμηνευόμενη διάταξη είναι σαφής, διό μη αναδρομική ισχύς. 

Χορήγηση μηνιαίου νοσοκομειακού επιδόματος στο προσωπικό νοσοκομείων, Κέντρων Υγείας και θεραπευτηρίων, ως και του ΕΚΑΒ, εφόσον προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους ή στις ειδικότητες που δικαιολογούν την καταβολή.

Έννοια, περιεχόμενο και μονάδες Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας.

5ετής παραγραφή απαιτήσεων αποδοχών ή κάθε φύσης απολαβών κατά του ΙΚΑ υπαλλήλων του με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη λαμβανόμενη αυτεπάγγελτα.

Επί αγωγής καταβολής νοσοκομειακού επιδόματος υπό ιατρών που υπηρετούν με ειδική σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε μονάδες ΙΚΑ, δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων κατά την τακτική διαδικασία.

Μη νόμιμη επικουρική βάση περί αδικοπραξίας οργάνων του ΙΚΑ, αφού το επίδομα αναζητείται ευθέως εκ του νόμου χωρίς έκδοση διοικ. πράξης.

Αοριστία επικουρικήςβάσης αδικ. πλουτισμού διότι δεν αναφέρεται ότι το εναγόμενο θα κατέβαλε το επίδομα αν απασχολούσε άλλους στην ίδια θέση.

Οι γιατροί των άνω ειδικών συμβάσεων του ΙΚΑδικαιούνται ευθέως εκ του νόμου το μηνιαίο νοσοκομειακό επίδομα που προβλέφθηκε για το νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό μονάδων τόσον δευτεροβάθμιας υγείας, ήτοι κλειστής (με δυνατότητα εισαγωγής και νοσηλείας) περίθαλψης, όσον και πρωτοβάθμιας, ήτοι ανοικτής (χωρίς άνω δυνατότητα) περίθαλψης, λόγω ουσιώδους ομοιότητας καθηκόντων και συνθηκών εργασίας.

Απόρριψη όμως αγωγής λόγω μη απόδειξης ότι οι ενάγοντες πρόσφεραν καθ’ όλο το διάστημα υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους και στις ειδικότητες που δικαιολογούν την καταβολή.

 

{…} Περαιτέρω, με το άρθρο 17 §§ 1 και 2 ν. 3918/ 2011 (ΦΕΚ Α’ 31/2.3.2011, όπως η πρώτη παράγραφος τροποποιήθηκε με τα άρθ. 72 § 2 ν. 3984/2011, ΦΕΚ Α` 150/27. 6.2011, 10 § 1 και 13 § 1 ν. 4052/2012, ΦΕΚ Α` 41/1.3.2012) συστήθηκε Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας» (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), που αποτελεί Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με έναρξη λειτουργίας του 6 μήνες μετά την ως άνω δημοσίευση του νόμου (Ν. 3918/2011) στον Οργανισμό δε αυτόν (ΕΟΠΥΥ) μεταφέρονται και εντάσσονται ως υπηρεσίες, αρμοδιότητες και προσωπικό ο Κλάδος Υγείας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, αναιρεσείοντος) με τις μονάδες υγείας του, το κέντρο διάγνωσης ιατρικής της εργασίας του ΙΚΑ με το σύνολο του εξοπλισμού του κ.λπ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθ. 23 § 1Β α και β του ως άνω νόμου τις Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΕΟΠΥΥ αποτελούν οι υφιστάμενες μονάδες των περιφερειακών υπηρεσιών υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, οι υγειονομικές υπηρεσίες αυτού που δεν αποτελούν οργανικές μονάδες και λειτουργούν μέχρι την εφαρμογή του παρόντος ενταγμένες στις υπηρεσίες ασφάλισης, οι υπηρεσίες ΙΚΑ – ΕΤΑΜ που ασκούν αρμοδιότητες σχετικές με παροχές ασθενείας σε είδος και λειτουργούν σε υπηρεσίες ασφάλισης κ.λπ., η ένταξη δε των περιφερειακών υπηρεσιών των μεταφερομένων φορέων στον ΕΟΠΥΥ, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο του νόμου αυτού, δύναται να είναι σταδιακή και πραγματοποιείται με την έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ενώ κατ` άρθ. 26 § 1 και 9 του ίδιου νόμου, που προστέθηκε με το άρθ. 72 § 21 ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α` 150/27.6.2011), το ιατρικό… και λοιπό προσωπικό που υπηρετούν στις περιφερειακές υπηρεσίες που εντάσσονται στον ΕΟΠΥΥ, μεταφέρεται στον Οργανισμό από την ημερομηνία ένταξής τους σε αυτόν βάσει της αναφερόμενης στο άρθρο 23 κοινής υπουργικής απόφασης. Οι ιατροί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί και το Υγειονομικό προσωπικό που υπηρετεί στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ κ.λπ. μεταφέρονται αυτοδίκαια κατά την ημερομηνία ένταξης των κλάδων υγείας αυτών στον ΕΟΠΥΥ κ.λπ. Σε εκτέλεση και κατ` εφαρμογή της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης, με την ΥΑ Φ.80000/οικ.32115/2009 (ΦΕΚ Β` 3010/29.12.2011) από 1.1.2012 μεταφέρθηκαν στον ΕΟΠΥΥ από το ΙΚΑ . ΕΤΑΜ οι Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας, οι Τοπικές Μονάδες Υγείας, τα Τοπικά Ιατρεία, τα Διαγνωστικά Κέντρα, οι Υγειονομικές υπηρεσίες που δεν αποτελούν οργανικές μονάδες και λειτουργούν μέχρι τότε ενταγμένες στις υπηρεσίες ασφάλισης του Ιδρύματος κ.λπ., που αποτελούν, σύμφωνα με το άρθ. 3 § 3 ΠΔ 266/1989 (όπως η §3 αντικαταστάθηκε με το άρθ. 2 του ΠΔ 363/1992) μαζί με τις λοιπές αναφερόμενες εκεί υπηρεσίες, τις Υπηρεσίες Υγείας του ΙΚΑ. Τέλος, με το άρθ. 29 § 1 του ως άνω ν. 3918/2011 ορίζεται ότι ο ΕΟΠΥΥ αποτελεί καθολικό διάδοχο των εντασσομένων φορέων και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών, ενώ κατ` άρθ. 33 § 9 του ίδιου νόμου εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων φορέων, συνεχίζονται από τον ΕΟΠΥΥ, χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης, δικαστικές δε αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι του ΕΟΠΥΥ. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, κατόπιν σχετικής προφορικής δήλωσης του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιέχεται και στις προτάσεις του, νομίμως υπεισέρχεται στη δικονομική θέση του αρχικώς πρώτου εναγομένου ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως καθολικός διάδοχος αυτού, ο ΕΟΠΥΥ.

Ι.    Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 2, 8 παρ.1 και 9 του Ν. Δ/τος 1204/1972 προκύπτει, ότι οι ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές), που δικαιούνται κατά τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. οι ασφαλισμένοι σ` αυτό, πραγματοποιούνται από θεράποντες ιατρούς της ελεύθερης εκλογής του ασφαλισμένου, από κατάλογο που καταρτίζει το ίδρυμα, ο οποίος περιλαμβάνει ιατρούς, που ασκούν νόμιμα το επάγγελμά τους, ειδικότητας παθολόγου ή γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα, όπως και από ιατρούς ειδικοτήτων. Ως τέτοιοι νοούνται και οι οδοντίατροι, οι εργαστηριακοί, καθώς επίσης οι θεραπευτές ιατροί του ιδρύματος, παθολόγοι γενικής ιατρικής ή χωρίς ειδικότητα και παιδίατροι, που δεν παρέχουν ιατρικές φροντίδες θεράποντος ιατρού, υπό την έννοια των άρθρων 2-6 του αυτού νομοθετικού διατάγματος. Κατά το άρθρο 5 του ως άνω Ν. Δ/τος, η σχέση των θεραπόντων ιατρών με το Ι.Κ.Α., μη συνιστώσα σχέση ή σύμβαση εργασίας, διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του νόμου αυτού, δεν κωλύονται δε οι ιατροί αυτοί να παρέχουν ιατρικές φροντίδες ελεύθερα και σε πρόσωπα που δεν δικαιούνται παροχές ασθένειας από το Ι.Κ.Α., του οποίου δεν αποτελούν προσωπικό, ο δε χρόνος παροχής απ` αυτούς ιατρικών φροντίδων δεν λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας ιατρού στο ίδρυμα. Αντίθετα, κατά το άρθρο 8 παρ.3 του ίδιου Ν. Δ/τος, οι ιατροί ειδικοτήτων και εργαστηρίων, καθώς και οι κατ` άρθρ. 9 αυτού ιατροί θεραπευτές παθολόγοι και παιδίατροι, συνδέονται με το Ι.Κ.Α. με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του αυτού Ν. Δ/τος, εφόσον οι τοπικές συνθήκες ή έτεροι σοβαροί λόγοι δεν καθιστούν δυνατή την εφαρμογή των άρθρων 2, 8 και 9 αυτού, επιτρέπεται η σύναψη ειδικών συμβάσεων με θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων για αόριστο χρόνο, με αμοιβή οριζόμενη είτε αναλόγως του αριθμού των δικαιούχων είτε άλλως πως, χωρίς περιορισμό από τις περί αμοιβής των ιατρών διατάξεις, οι ειδικές δε αυτές συμβάσεις, μη συνιστώσες σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας, μπορούν να καταγγέλλονται εκατέρωθεν οποτεδήποτε μετά μηνιαία προειδοποίηση και διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παραπάνω Ν. Δ/τος, σύμφωνα με το άρθρο 5 αυτού.

Εξάλλου, το άρθρο 18 του ν 2150/1993, που έχει τον ειδικότερο τίτλο «ρύθμιση μισθολογικών θεμάτων γιατρών Ι.Κ.Α. με σύμβαση κλπ», ορίζει: Στην παράγραφο 1, ότι οι υπηρετούντες στο Ι.Κ.Α. ιατροί με σύμβαση ορισμένου ή αόριστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές ιατρούς του ιδρύματος. Ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ΙΚΑ υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξή τους. Στην παράγραφο 2, ότι οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις πάσης φύσεως άδειες, το ωράριο εργασίας, τις τοποθετήσεις – μετακινήσεις – αποσπάσεις – μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα, που ισχύουν για τους μόνιμους ιατρούς του ΙΚΑ, στο εξής θα ισχύουν και για τους ιατρούς, όπως αυτοί αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Στην παράγραφο 3, ότι στις παραπάνω ρυθμίσεις δεν υπάγονται: α) οι με ειδική σύμβαση ιατροί, οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου, β) οι με ειδική σύμβαση ιατροί, των οποίων η μηνιαία αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές, που προκύπτουν από τη ρύθμιση της παραγράφου 1 του παρόντος, εκτός αν με αίτησή τους επιλέξουν τη ρύθμιση αυτή. Για τους ιατρούς των περιπτώσεων α` και β` εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του Ν. Δ/τος 1204/1972. Τέλος, στην παράγραφο 4 ορίζεται, ότι για τους προσλαμβανόμενους στο εξής στο Ι.Κ.Α. ιατρούς, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. Δ/τος 1204/1972, θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού. Κατ` εξαίρεση, σε ειδικές περιπτώσεις, όπως προσλήψεις ιατρών για κάλυψη αναγκών σε προβληματικές, άγονες και παραμεθόριες περιοχές ή για κάλυψη αναγκών σε ειδικότητες, όπου δεν υπάρχει προσφορά ενδιαφερομένων για πρόσληψη ιατρών, θα ισχύουν, ως προς το εργασιακό καθεστώς και τον καθορισμό της αποζημίωσης, οι διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του Ν. Δ/τος 1204/1972.

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η με το Ι.Κ.Α. σχέση των ιατρών, που προσλήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. Δ/τος 1204/1972 είναι, ότι συνδέονται με αυτό με ειδική σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ως άνω Ν. Δ/τος, όπου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, η δε γενομένη με το άρθρο 18 του ν. 2150/1993 μισθολογική εξομοίωση με τους ιατρούς θεραπευτές του Ι.Κ.Α., που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου δικαίου, δεν μετέβαλε και τη φύση της σχέσης, που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το Ι.Κ.Α. (Α.Ε.Δ. 5/2000). Μετά την παραπάνω απόφαση του Α.Ε.Δ. (5/2000) ψηφίστηκε και δημοσιεύτηκε ο ν. 3232 της 12.2.2004, ο οποίος, με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.1 εδ. γ`, όρισε ότι «Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του Ν.Δ. 1204/1972 (Φ.Ε.Κ. 123Α), που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου». Όμως η διάταξη αυτή, ενόψει του ότι η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 10 του Ν. Δ/τος 1204/1972, που φέρεται ότι ερμηνεύεται, είναι σαφής καθόσον αφορά τη φύση της σχέσης που συνδέει με ειδικές συμβάσεις τους θεράποντες ιατρούς ειδικοτήτων με το Ι.Κ.Α., αφού προβλέπει ρητά, ότι οι ειδικές αυτές συμβάσεις δεν συνιστούν σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας, δεν είναι πράγματι ερμηνευτική, αλλά πρόκειται για ψευδοερμηνευτική διάταξη, η οποία για την αιτία αυτή δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 77 του ισχύοντος Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το οποίο ορίζει στη μεν παράγραφο 1 αυτού, ότι η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία, στη δε παράγραφο 2, ότι νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του (ΑΕΔ 5/2000, Ολ. ΑΠ 21 και 22/2007, ΑΠ 592/2012, 675/2009).

Ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, για τους ιατρούς που συνδέονται με το IKA με ειδική σύμβαση, που έχει καταρτιστεί με βάση το άρθρο 10 του Ν.Δ. 1204/1972, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 5 του ίδιου Ν.Δ., κατά τις οποίες οι εν λόγω συμβάσεις δεν συνιστούν σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας και διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ίδιου νομοθετικού διατάγματος, (ΑΕΔ 5/2000, OλΑΠ 22/2007, AΠ 1780/2013), τουλάχιστο μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 3232/2004 (με τη δημοσίευση την 12.2.2004 σύμφωνα με το άρθρο 32 αυτού), αφού η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 εδ. γ΄ του νόμου αυτού κρίθηκε ψευδοερμηνευτική.

Εξάλλου, στο άρθρο 21 του ν. 2190/1994 ορίζονται τα ακόλουθα: «Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1 του άρθρου 14 του παρόντος νομού επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών η πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων» (παρ.1). «Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ.1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικά χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες» (παρ.2). Στη συνέχεια, στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ` άρθρο 259 Π.Κ. Σύμφωνα δε με την παρ.1 του άρθρου 14 του ίδιου ν. 2190/1994, όπως καταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, ανάμεσα στους οποίους (φορείς) περιλαμβάνονται και τα Ν.Π.Δ.Δ., όπως είναι και το «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ -ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.». Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ.2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: «κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη.  Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου» (παρ. 2). «Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται» (παρ. 3).  Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α 85/18.4.2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ.7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ.8, που προβλέπει ότι: «Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ.3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ.2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου». Έτσι, με την αναθεώρηση αυτήν του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ` Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις 2190/1994 και οι οποίες κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παρ/φων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέπει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.  Για να αποτρέψει λοιπόν τη συνέχιση της πιο πάνω πρακτικής, ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσέθεσε την προμνημονευόμενη διάταξη του εδαφ. γ` της παρ.8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανομένου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων του εργασίας σε συμβάσεις αόριστου χρόνου (βλ. σχ. ΟλΑΠ 20/2007). Έτσι η ως άνω διάταξη του άρθρου 24 παρ.1 εδ. γ` του ν. 3232/2004 δεν επάγεται έννομες συνέπειες ούτε για το από την έναρξη της ισχύος της (12.2.2004) και εντεύθεν χρονικό διάστημα αναφορικά με τις μέχρι τότε με βάση το άρθρο 10 του ν.δ. 1204/1972 έχουσες καταρτιστεί ειδικές συμβάσεις εργασίας ιατρών και οδοντιάτρων του Ι.Κ.Α-Ε.Τ.Α.Μ., εφόσον η εν λόγω διάταξη, ως εισάγουσα ρύθμιση μη επιτρεπόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις των παρ. 2, 3, 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, κατά το σχετικό μέρος της αντίκειται προς τις συνταγματικές αυτές διατάξεις και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρη (ΑΠ 675/2009, Γνμδ ΟλΕλΣυν της 6.2.2008, ΕλΣυν 77/2010, Γνμδ ΝΣΚ 515/2011, 386/2011, 388/2009).

ΙΙ. Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις του νόμου 2470/1997 με τίτλο «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ Α` 40) ορίζονται τα εξής: στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι: «Στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι: α) του Δημοσίου, β) της Γραμματείας των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, των Εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων της χώρας, γ) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.)» και στο άρθρο 8 παρ. 7 και 10, όπως η παράγραφος 7 συμπληρώθηκε με τα άρθρα 25 παρ. 1, 2 του νόμου 2716/1999 (ΦΕΚ Α` 16) και 13 παρ. 1 του νόμου 3204/2003 (ΦΕΚ Α` 296), ότι: «Πέρα από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής τακτικά επιδόματα, κατά μήνα: 1. … 7. Νοσοκομειακό Επίδομα, για το προσωπικό των νοσοκομείων, Κέντρων Υγείας, Κέντρων Ψυχικής Υγείας και θεραπευτηρίων της χώρας, καθώς και του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), οριζόμενο ως εξής: α. Για προσωπικό νοσηλευτικής υπηρεσίας, εργαστηρίων, των κλάδων ΤΕ Φυσικοθεραπευτών και ΔΕ Βοηθών Φαρμακείου, καθώς και των κλάδων ΠΕ Λογοθεραπευτών, ΤΕ Λογοθεραπευτών και ΤΕ Εργοθεραπευτών και καθαριότητας, σε δώδεκα χιλιάδες (12.000) δραχμές. β. Για τεχνικό προσωπικό και προσωπικό εργαζόμενο στην εστίαση, σε οκτώ χιλιάδες (8.000) δραχμές. γ. Για λοιπό προσωπικό, σε πέντε χιλιάδες (5.000) δραχμές. Για το προσωπικό που υπηρετεί στα αντικαρκινικά νοσοκομεία τα ποσά των περιπτώσεων α`, β` και γ` προσαυξάνονται κατά τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές, αντίστοιχα. 8 … 10. Τα επιδόματα των προηγούμενων παραγράφων 7, 8 και 9 καταβάλλονται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι αυτών προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους ή στις ειδικότητες που δικαιολογούν την καταβολή τους. Για τη συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων εκδίδεται, κάθε μήνα, βεβαίωση του οικείου προϊσταμένου, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση. Η χορήγηση των επιδομάτων αυτών διακόπτεται σε περίπτωση απομάκρυνσης των δικαιούχων από τους χώρους για τους οποίους δικαιολογείται η καταβολή τους. …». Σύμφωνα δε με το άρθρο μόνο της υπ` αριθ. 2052675/5630/0022/10.8.1998 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ Β` 944/2.9.1998), που εκδόθηκε κατ` επίκληση, μεταξύ άλλων, της εξουσιοδότησης του άρθρου 24 του ν. 2470/1997, αποφασίστηκε η «επέκταση, στο σύνολό του, του ν. 2470/97 «αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, στους μόνιμους γιατρούς του Ιδρύματος που οι αποδοχές τους καθορίζονται από το ν. 1505/84 και ν. 1810/88 και στους με σύμβαση γιατρούς (ν. 1476/84, ν. 1579/85, ν. 1057/80 και Ν.Δ. 1204/72) που έχουν εξομοιωθεί μισθολογικά με τους μόνιμους γιατρούς με τον ν. 2150/93». Ακολούθως, με την παράγραφο 2 του άρθρου 30 του νόμου 2768/1999 «Ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων, σύσταση νομικού δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.),…» και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 273) ορίστηκε ότι: «Τα επιδόματα των παραγράφων 5, 7 και 8 του άρθρου 8 του ν. 2470/1997 διαμορφώνονται ως εξής: i) … ii) Νοσοκομειακό: α) Για προσωπικό νοσηλευτικής υπηρεσίας, εργαστηρίων και καθαριότητας, σε 14.500 δρχ (ή, κατ` αντιστοιχία 42,55 Ε). β) Για τεχνικό προσωπικό και προσωπικό εργαζόμενο στην εστίαση, σε 9.600 δρχ (ή, κατ` αντιστοιχία 28,17 Ε). γ) Για λοιπό προσωπικό, σε 6.000 δρχ (ή, κατ` αντιστοιχία 17,61 Ε). iii) … β. Η ισχύς του προηγούμενου εδαφίου αρχίζει από 1.3.2000». Εν συνεχεία, με το άρθρο μόνο παρ. 1 και 2 της 2/27895/0022/2.7.2002 κοινής υπουργικής απόφασης «Αύξηση Νοσοκομειακού Επιδόματος της παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 2470/97» (ΦΕΚ Β` 833/3.7.2002), η οποία εκδόθηκε κατ` επίκληση της εξουσιοδότησης, μεταξύ άλλων, του άρθρου 14 παρ. 1 του νόμου 3016/2002 (ΦΕΚ Α` 110), προβλέφθηκαν τα εξής: «1. Το Νοσοκομειακό επίδομα της παρ. 7 του άρθρου 8 του ν. 2470/97 όπως αναπροσαρμόσθηκε με τις διατάξεις της παρ. 2 (ii) του άρθρου 30 του ν. 2768/99, διαμορφώνεται ως εξής: – Για το προσωπικό της κατηγορίας (α) σε 102,71 Ε (35.000 δρχ) από 1.1.2002 και 176,08 Ε (60.000 δρχ) από 1.7.2002. – Για το προσωπικό της κατηγορίας (β) σε 73,37 Ε (25.000 δρχ) από 1.1.2002 και 146.74 Ε (50.000 δρχ) από 1.7.2002. – Το προσωπικό της κατηγορίας (γ) εξομοιώνεται, ως προς το ύψος του ανωτέρω επιδόματος, με το προσωπικό της κατηγορίας (β) από 1.1.2002. 2. Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν από 1.1.2002 κατ` αντιστοιχία και στο προσωπικό των Ν.Π.Δ.Δ. του Τομέα Πρόνοιας, που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας και το οποίο δεν υπηρετεί σε υπηρεσίες κλειστής περίθαλψης των υπηρεσιών αυτών». Εξάλλου, με το άρθρο 13 παρ. 3 περ. δ` του νόμου 2703/1999 (ΦΕΚ Α’ 72) ορίστηκε ότι: «Στους γιατρούς των νοσοκομείων του Ι.Κ.Α. που μισθοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 2470/1997 καταβάλλεται το νοσοκομειακό επίδομα της περίπτωσης α` της παραγράφου 7 του άρθρου 8 του ν. 2470/1997». Περαιτέρω, με το άρθρο 8 παρ. 5 (του Α` μέρους) του νόμου 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 297/23.12.2003) ορίστηκαν τα εξής: «Εκτός από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής επιδόματα κατά μήνα: Α1. … 5. Νοσοκομειακό και τροφής, για το προσωπικό των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της χώρας, του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), των Κέντρων Υγείας, των Ν.Π.Δ.Δ. του Τομέα Πρόνοιας και των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, οριζόμενο ως εξής: α. Για το προσωπικό νοσηλευτικής υπηρεσίας, εργαστηρίων, των κλάδων ΤΕ Φυσικοθεραπευτών, ΔΕ Βοηθών Φαρμακείου και Καθαριότητας, σε διακόσια σαράντα Ε (240 Ε). β. Για το τεχνικό προσωπικό και προσωπικό εργαζόμενο στην εστίαση, καθώς και το λοιπό προσωπικό σε διακόσια δέκα Ε (210 Ε). γ. Για το προσωπικό που υπηρετεί στα αντικαρκινικά νοσοκομεία, τα ποσά των περιπτώσεων α` και β` προσαυξάνονται κατά δέκα Ε (10 Ε), αντίστοιχα. δ. Για το προσωπικό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 105 του Ν. 2071/1992 (ΦΕΚ 123 Α), τα πληρώματα των ασθενοφόρων του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.), τους νοσηλευτές του Ε.Κ.Α.Β. και τους αποσπασμένους υπαλλήλους, που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως πληρώματα ασθενοφόρων του Ε.Κ.Α.Β., τα ποσά των περιπτώσεων α` και β` προσαυξάνονται κατά δεκαπέντε Ε (15 Ε), αντίστοιχα (όπως η περίπτωση δ` συμπληρώθηκε με το άρθρο 18 του νόμου 3254/2004 [ΦΕΚ Α’ 137/22.7.2004], έναρξη ισχύος από 1.1.2004). 6. … Β.1. Τα επιδόματα των παραγράφων 4, 5, 6, 7, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 19 και 21 καταβάλλονται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι αυτών προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους και στις ειδικότητες που δικαιολογούν την καταβολή τους. Επίσης καταβάλλονται και για όσο διάστημα οι υπάλληλοι τελούν σε θεσμοθετημένες άδειες (κανονικές, συνδικαλιστικές, ειδικές, εκπαιδευτικές μικρής διάρκειας έως δύο (2) μηνών, διευκόλυνσης υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις, μητρότητας και ανατροφής παιδιού), σε βραχυχρόνια αναρρωτική άδεια έως έξι (6) ημέρες κατ` έτος, καθώς και αυτής που χορηγείται από δημόσια νοσοκομεία, κέντρα υγείας του Δημοσίου, πανεπιστημιακές κλινικές, νοσηλευτικούς σχηματισμούς του Ι.Κ.Α. και ιδιωτικές κλινικές, εφόσον έχει προηγηθεί νοσηλεία σε αυτές, η οποία αποδεικνύεται με σχετικό παραστατικό στοιχεία (εισαγωγή, εξιτήριο κ.λπ.). Για τη συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων εκδίδεται κάθε μήνα βεβαίωση του οικείου προϊσταμένου, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση. Σε περίπτωση απομάκρυνσης των υπαλλήλων, για οποιονδήποτε λόγο (όπως ενδεικτικά μετακίνηση, απόσπαση, μετάθεση, μετάταξη, διάθεση) από τα καθήκοντα, τις θέσεις και τις συνθήκες, οι οποίες δικαιολογούν τη χορήγησή τους, διακόπτεται ισοχρόνως η καταβολή τους με ευθύνη του οικείου προϊσταμένου, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 22 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α)». Σύμφωνα δε με το άρθρο μόνο της 2/4302/0022/28.1.2004 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ Β’ 250/9.2.2004), η οποία ισχύει από 1.1.2004 και εκδόθηκε κατ` επίκληση, μεταξύ άλλων, της διάταξης του άρθρου 21 του νόμου 3205/2003, αποφασίστηκε η επέκταση των διατάξεων του Α’ Μέρους του νόμου 3205/2003 στους μόνιμους γιατρούς του Ι.Κ.Α. που οι αποδοχές τους καθορίζονται από το νόμο 2470/1997 και στους με σύμβαση γιατρούς (νόμοι 1476/1984 [ΦΕΚ Α` 136], 1579/1985 [ΦΕΚ Α` 217], 1057/1980 [ΦΕΚ Α` 152] και ν.δ/μα 1204/1972 [ΦΕΚ Α` 123]) που έχουν εξομοιωθεί μισθολογικά με τους μόνιμους γιατρούς με το νόμο 2150/1993 (ΦΕΚ Α` 98). Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 1 του ν. 3554/2007 προβλέφθηκε ότι «Τα ποσά των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003, για τις αναφερόμενες σε αυτές κατηγορίες δικαιούχων, αναπροσαρμόζονται, κατά μήνα, ως εξής: i. Από 1.1.2007, σε 257,50 Ε ii. Από 1.7.2007, σε 275 Ε. iii. Από 1.1.2008, σε 310 Ε. iv. Από 1.1.2009 και εφεξής, σε 345 Ε. Τα ανωτέρω ποσά δικαιούνται, από 1.1.2007 και οι ιατροί υπηρεσίας υπαίθρου, καθώς και οι μόνιμοι αγροτικοί ιατροί. β. i. Από 1.1.2007, σε 227,50 Ε ii. Από 1.7.2007, σε 245 Ε. iii. Από 1.1.2008, σε 280 Ε. iv. Από 1.1.2009 και εφεξής, σε 315 Ε).

ΙΙΙ. Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις του νόμου 2071/1992 «Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας» (διόρθωση σφαλμάτων ΦΕΚ Α` 149) ορίζονται τα εξής: στην παράγραφο 1 του άρθρου 11, με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 5 του νόμου 1397/1983 (ΦΕΚ Α` 143), ότι: «Η περίθαλψη διακρίνεται σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, παρέχεται δε από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς», στο άρθρο 12 υπό τον τίτλο «Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας» ότι: «1. Στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας υπάγονται οι ιατρικές και νοσηλευτικές καθώς και οδοντιατρικές πράξεις και φροντίδες, που έχουν ως σκοπό την πρόληψη και την αποκατάσταση βλαβών της υγείας, που δεν απαιτούν νοσηλεία σε νοσοκομείο. … 2. Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παρέχεται από τους γενικούς ιατρούς, παθολόγους και ιατρούς άλλων ειδικοτήτων των υγειονομικών σταθμών και των κέντρων υγείας, τους ιατρούς των ασφαλιστικών οργανισμών, τους οδοντίατρους, καθώς και από το νοσηλευτικό προσωπικό και τις επισκέπτριες που υπηρετούν αντίστοιχα σε επιστημονικά τμήματα παροχής πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. 3. Τα συγκροτήματα εξωτερικών ασθενών των νοσηλευτικών ιδρυμάτων ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ. μπορεί να παρέχουν πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας με αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων των ιδρυμάτων. Προς τούτο οργανώνονται κατάλληλοι χώροι υποδομής και υποδοχής των ασθενών, που λειτουργούν ως ειδικό συγκρότημα παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας. 4. Επίσης πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παρέχεται και από τις ειδικές μονάδες και τμήματα της παραγράφου 1 του παρόντος και τις κινητές μονάδες που συνιστώνται σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου αυτού» και στο άρθρο 16 παρ. 1 ότι: «Σκοπός των μονάδων πρωτοβάθμιας φροντίδας και πρόληψης είναι: α) Η παροχή πρωτοβάθμιας φροντίδας στο σύνολο του πληθυσμού της περιοχής ευθύνης τους και όσους προσωρινά διαμένουν σε αυτήν. β) Η εφαρμογή των προγραμμάτων αγωγής υγείας και πρόληψης του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. γ) Η νοσηλεία και παρακολούθηση των αρρώστων, που βρίσκονται στο στάδιο της ανάρρωσης ή μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο στο σπίτι. δ) Η παροχή πρώτων βοηθειών και η νοσηλεία σε έκτακτες περιπτώσεις έως τη διακομιδή των αρρώστων στο νοσοκομείο. ε) Η διακομιδή αρρώστων με ασθενοφόρο αυτοκίνητο ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο μεταφοράς, σε έκτακτες περιπτώσεις, στο κέντρο υγείας ή στο νοσοκομείο. στ) Η παροχή υπηρεσιών οδοντιατρικής φροντίδας. ζ) Η άσκηση προληπτικής ιατρικής ή οδοντιατρικής. η) Η ιατροκοινωνική και επιδημιολογική έρευνα. θ) Η ιατρική της εργασίας. ι) Η παροχή υπηρεσιών σχολικής υγείας. ια) Η ενημέρωση και διαφώτιση για θέματα οικογενειακού προγραμματισμού, με διαλέξεις και επιστημονικές συναντήσεις. ιβ) Η εκπαίδευση των ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού. ιγ) Η παροχή υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας. ιδ) Η παροχή φαρμάκων σε δικαιούχους, αν δε λειτουργεί φαρμακείο στην περιοχή τους, καθοριζόμενης της περιοχής με απόφαση του οικείου νομάρχη. ιε) Η συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση καθώς και με ιατρούς ελεύθερους επαγγελματίες της περιοχής για αποδοτικότερη προσφορά υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και πρόληψης». Ακολούθως, με το άρθρο 5 παρ. 1 του νόμου 2194/1994 «Αποκατάσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 34) προβλέπονται τα εξής: «Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού όλα τα κέντρα υγείας μετατρέπονται και λειτουργούν ως αποκεντρωμένες οργανικές μονάδες των νοσοκομείων του νομού στον οποίο ανήκουν. … Οι υγειονομικοί σταθμοί μετατρέπονται σε περιφερειακά ιατρεία και λειτουργούν ως αποκεντρωμένες μονάδες των κέντρων υγείας». Περαιτέρω, με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του νόμου 1579/1985 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή και ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 217), η οποία (παράγραφος) είχε καταργηθεί με το άρθρο 132 του νόμου 2071/1992 και επανήλθε σε ισχύ με το άρθρο 1 περ. β’ του νόμου 2194/1994 (όπως η περίπτωση αυτή ίσχυε πριν από την δημοσίευση του νόμου 2071/1992), ορίζονται τα εξής: «Σκοπός του Ε.Κ.Α.Β. [Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας] είναι ο συντονισμός της παροχής σε έκτακτες περιπτώσεις άμεσης βοήθειας και επείγουσας ιατρικής φροντίδας στους πολίτες και η μεταφορά των πολιτών αυτών σε μονάδες παροχής υπηρεσιών υγείας». Εξάλλου, με τις διατάξεις του π.δ/τος 266/1989 «Οργανισμός του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (I.Κ.Α.)» (ΦΕΚ Α` 127), το οποίο εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, κατ` επίκληση της εξουσιοδότησης του νόμου 1586/1986 (ΦΕΚ Α` 37) και ειδικότερα της παραγράφου 10 του άρθρου 9 και της παραγράφου 4 του άρθρου 11 αυτού, ορίζεται: στο άρθρο 3 παρ. 1 και 3 ότι: «1. Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες διακρίνονται σε Υπηρεσίες Ασφάλισης και Υπηρεσίες Υγείας. Στις Περιφερειακές Υπηρεσίες εντάσσονται και τα Γραφεία Συντονιστών, που αναφέρονται παρακάτω (παραγρ. 7). 2. … 3. Υπηρεσίες Υγείας είναι: α) Οι Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας. β) Οι Τοπικές Μονάδες Υγείας. γ) Τα Τοπικά Ιατρεία. δ) Τα Διαγνωστικά Κέντρα και ιατρικής της Εργασίας. ε) Οι Υπηρεσίες Υγειονομικών Επιτροπών Αναπηρίας. στ) Τα κέντρα παιδοψυχικής υγιεινής. ζ) Τα Κέντρα Προληπτικής Ιατρικής. η) Τα Ειδικά Διαγνωστικά – Θεραπευτικά Κέντρα. θ) Οι Σταθμοί Άμεσης Βοήθειας. ι) Οι Υπηρεσίες Νοσοκομειακής Υποστήριξης» (όπως η παρ. 3 ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 του π.δ/τος 363/1992 [ΦΕΚ Α’ 184]), στο άρθρο 5 παρ. 1 και 2 ότι: «1. Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας: Οι μονάδες αυτές είναι επιπέδου διεύθυνσης και λειτουργούν κυρίως ως μονάδες υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας για την περιοχή τους και ως μονάδες λειτουργικής υποστήριξης των Τοπικών Μονάδων Υγείας του Νομού τους. Ειδικότερα, ως έργο έχουν: α) Την παροχή πλήρων υπηρεσιών οδοντιατρικής και ιατρικής περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένης και της εργαστηριακής εξυπηρέτησης, ως και πλήρων υπηρεσιών υγιεινής και πρόνοιας. β) Τη λειτουργική υποστήριξη των Τοπικών Μονάδων Υγείας του Νομού. Η λειτουργική υποστήριξη αφορά μόνο στη συμπλήρωση των υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας των Τοπικών Μονάδων, όπου αυτό απαιτείται. 2. Τοπικές Μονάδες Υγείας: Οι μονάδες αυτές είναι επιπέδου διεύθυνσης και λειτουργούν κυρίως ως μονάδες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας για την περιοχή τους. Ειδικότερα, ως έργο έχουν την παροχή πλήρων υπηρεσιών οδοντιατρικής και ιατρικής περίθαλψης και μερικών υπηρεσιών εργαστηριακής εξυπηρέτησης και υγιεινής και πρόνοιας. Για τη συμπλήρωση των υπηρεσιών εργαστηριακής εξυπηρέτησης και υγιεινής και πρόνοιας υποστηρίζονται από τη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας της περιοχής τους» και στο άρθρο 30 ότι: «1. Οι αρμοδιότητες των Νομαρχιακών και των Τοπικών Μονάδων Υγείας ασκούνται στα πλαίσια της κείμενης νομοθεσίας καθώς και των προγραμμάτων και της πολιτικής του Ιδρύματος και ανάγονται στα παρακάτω κατά Τμήμα ή αυτοτελές Γραφείο αναγραφόμενα θέματα: α) Τμήμα Ιατρικής Περίθαλψης και Προληπτικής Ιατρικής. (1) Άμεση παροχή υπηρεσιών ιατρικής και οδοντιατρικής περίθαλψης και προληπτικής ιατρικής και οδοντιατρικής στους ασφαλισμένους του Ιδρύματος. (2) Μέριμνα για την έμμεση παροχή των παραπάνω υπηρεσιών στους ασφαλισμένους του Ιδρύματος στην περίπτωση που η σύνθεση του τμήματος σε ιατρεία, εργαστήρια κ.λπ. δεν επιτρέπει την άμεση παροχή τους. (3) Μέριμνα για την παροχή υπηρεσιών δευτεροβάθμιας περίθαλψης στους ασφαλισμένους του Ιδρύματος. β) Τμήμα Πρόνοιας και Αναπηρίας. (1) Άμεση παροχή συμβουλών σε οικογένειες με ειδικά κοινωνικά προβλήματα και σε άτομα με ειδικές ανάγκες. (2) Μέριμνα για την έμμεση παροχή των παραπάνω υπηρεσιών στους ασφαλισμένους του Ιδρύματος στην περίπτωση που η σύνθεση του τμήματος σε ειδικές μονάδες πρόνοιας δεν επιτρέπει την άμεση παροχή τους. (3) Μέριμνα για την αντιμετώπιση των υπό κρίση περιστατικών για ασθένεια και αναπηρία. Στις Τοπικές Μονάδες Υγείας τα παραπάνω θέματα του Τμήματος αυτού αντιμετωπίζονται σε περιορισμένη έκταση και εντάσσονται στο Τμήμα Ιατρικής Περίθαλψης και Προληπτικής Ιατρικής. γ) Τμήμα Νοσηλευτικού. H παροχή περίθαλψης στους ασφαλισμένους σύμφωνα με τα διδάγματα της νοσηλευτικής και στο πλαίσιο των κατευθύνσεων των υπευθύνων σε κάθε περίπτωση ιατρών. δ) Τμήμα ή Αυτοτελές Γραφείο Φαρμακευτικό. (1) Μέριμνα για την προμήθεια, διαχείριση και εφοδιασμό των ιατρείων και εργαστηρίων των Νομαρχιακών και Τοπικών Μονάδων Υγείας με τα απαραίτητα φάρμακα, αντιδραστήρια και αναλώσιμο φαρμακευτικό υλικό. (2) Διάθεση στους ασφαλισμένους των φαρμάκων και συναφών ειδών περίθαλψης που καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος. ε) Τμήμα ή Αυτοτελές Γραφείο Διοικητικού. … στ) Τμήμα Ιατρικής Φυσικής (μόνο στις Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας Αθήνας και Θεσ/νίκης). … 2. Οι αρμοδιότητες των Τοπικών Ιατρείων ανάγονται στην επί τόπου παροχή πλήρων υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας τουλάχιστον όσον αφορά τα παθολογικά και παιδιατρικά περιστατικά». Τέλος, στο άρθρο 2 παρ.1 του νόμου 3235/2004 «Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας» (ΦΕΚ Α` 53/18-2-2004) ορίζονται τα εξής: «Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας παρέχεται από: α. τα Κέντρα Υγείας του Ε.Σ.Υ. και τα περιφερειακά τους ιατρεία, β. τις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (Ο.Κ.Α.), που μετονομάζονται σε Κέντρα Υγείας του οικείου Ο.Κ.Α., γ. τα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ., δ. τις μονάδες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και από άλλους φορείς που συνδέονται οργανωτικά ή λειτουργικά με τις υπηρεσίες του Ε.Σ.Υ.».

ΙV. Από τα εκτιθέμενα ανωτέρω στις υπό στοιχ. ΙΙ και ΙΙΙ προηγηθείσες νομικές σκέψεις, συνάγεται ότι, αν και με ρητή διάταξη του νόμου 2470/1997 (άρθρο 1 παρ.2 περ. δ`), με τον οποίο ρυθμίσθηκαν τα ζητήματα των νομίμων αποδοχών των υπαλλήλων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), εξαιρέθηκαν από τις μισθολογικές ρυθμίσεις, που ο εν λόγω νόμος επέφερε, οι γιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), αυτός, μέχρι την από 1.1.2004 κατάργησή του με το άρθρο 28 του ν. 3205/2003, είχε εφαρμογή στους μη ανήκοντες στο ΕΣΥ ιατρούς, οι οποίοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.7 του ως άνω ν. 2470/1997, πέρα από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, χορηγήθηκε μηνιαίο επίδομα, που χαρακτηρίσθηκε «νοσοκομειακό», στο προσωπικό των νοσοκομείων και θεραπευτηρίων της χώρας, καθώς και του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (ΕΚΑΒ), το οποίο, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου στο εν λόγω άρθρο, δόθηκε «ανάλογα με το αντικείμενο απασχόλησης του προσωπικού αυτού, σε αντικατάσταση των διαφόρων επιδομάτων που έπαιρνε το προσωπικό αυτό λόγω συνθηκών εργασίας (ανθυγιεινό, προσέλκυσης και παραμονής κλπ.), ρυθμίζοντας έτσι τα επιδόματα αυτά σε ένα ενιαίο επίδομα». Με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 2716/1999, η χορήγηση του νοσοκομειακού επιδόματος επεκτάθηκε και στο προσωπικό των Κέντρων Υγείας και των Κέντρων Ψυχικής Υγείας. Η καταβολή του επιδόματος διατηρήθηκε και μετά τη δημοσίευση του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ κλπ» (που, όπως αναφέρθηκε, κατάργησε το ν. 2470/1997), σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του οποίου χορηγήθηκε επίδομα, που χαρακτηρίσθηκε «νοσοκομειακό και τροφής», στο προσωπικό των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της χώρας, του ΕΚΑΒ, των Κέντρων Υγείας, των ΝΠΔΔ του Τομέα Πρόνοιας και των Κέντρων Ψυχικής Υγείας. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η χορήγηση του νοσοκομειακού επιδόματος προβλέφθηκε όχι μόνο για το νοσηλευτικό ή το πάσης φύσεως βοηθητικό προσωπικό, αλλά και για το ιατρικό προσωπικό των ως άνω μονάδων υγείας, ως προς το οποίο δεν διατυπώθηκε εξαίρεση. Και, ακόμη, συνάγεται ότι, αν και, αρχικά, το νοσοκομειακό επίδομα προβλέφθηκε μόνο για το προσωπικό των μονάδων υγείας στις οποίες παρέχεται δευτεροβάθμια, ήτοι κλειστή (με δυνατότητα εισαγωγής και νοσηλείας) περίθαλψη, σύντομα η χορήγησή του επεκτάθηκε και στους εργαζόμενους σε μονάδες πρωτοβάθμιας, ήτοι ανοικτής (χωρίς την ως άνω δυνατότητα) περίθαλψης ή εν γένει φροντίδας των πασχόντων πολιτών. Σε κάθε περίπτωση, για την καταβολή του επιδόματος έπρεπε να επισυνάπτεται στις μισθοδοτικές καταστάσεις βεβαίωση του προϊσταμένου του υπαλλήλου, σύμφωνα με την οποία αυτός, κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται η μισθοδοσία, παρέσχε τις υπηρεσίες του με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση.

Συνεπώς, το εν λόγω επίδομα χορηγείται πλέον όχι μόνο σε όλο ανεξαιρέτως το προσωπικό των νοσοκομείων, με την ανωτέρω αναφερόμενη διαβάθμιση ανάλογα με την κατηγορία του προσωπικού (μεταξύ των οποίων και οι γιατροί των νοσοκομείων του Ι.Κ.Α., σύμφωνα με το άρθρο 13 του νόμου 2703/1999), δηλαδή στους υπηρετούντες σε μονάδες που παρέχουν δευτεροβάθμια περίθαλψη, αλλά και στους υπαλλήλους του Ε.Κ.Α.Β., των Κέντρων Υγείας και Ψυχικής Υγείας (μετά το νόμο 2716/1999 [ΦΕΚ Α` 96]) και των θεραπευτηρίων της χώρας, δηλαδή και σε προσωπικό που απασχολείται σε μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και πρόληψης. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις του π.δ/τος 266/1989, οι Τοπικές και Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας του Ι.Κ.Α. (ήδη Κέντρα Υγείας του Ι.Κ.Α., όπως έχουν μετονομαστεί με το άρθρο 2 παρ. 1 του νόμου 3235/2004) συνιστούν μονάδες υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, με έργο την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών οδοντιατρικής, ιατρικής περίθαλψης, εργαστηριακής εξυπηρέτησης και πλήρων υπηρεσιών υγιεινής και πρόνοιας. Δηλαδή, στην ουσία, πρόκειται για τη θέσπιση ενός ενοποιημένου τακτικού επιδόματος, που αφορά αμιγώς τις ειδικές συνθήκες εργασίας του προσωπικού αυτού και το οποίο επίδομα, σε σχέση με το εν λόγω προσωπικό, αντικατέστησε τα προγενέστερα συναφή επιδόματα ανθυγιεινής, επικίνδυνης και ειδικών συνθηκών εργασίας (σχετ. η υπ` αριθ. 433/21.6.2001 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους). Λόγω δε του ότι τόσο τα καθήκοντα όσο και οι συνθήκες εργασίας των υπηρετούντων στις ως άνω μονάδες του Ι.Κ.Α. γιατρών ομοιάζουν ουσιωδώς προς τα καθήκοντα και τις αντίστοιχες συνθήκες εργασίας (ανθυγιεινότητας και επικινδυνότητας) των γιατρών των μονάδων του Ε.Κ.Α.Β., των Κέντρων Υγείας και των Κέντρων Ψυχικής Υγείας (δηλαδή μονάδων πρωτοβάθμιας περίθαλψης), καθώς και σε σχέση με τους υπηρετούντες στις υπηρεσίες ανοικτής περίθαλψης ν.π.δ.δ. του τομέα πρόνοιας και στις μονάδες κοινωνικής φροντίδας ανοικτής περίθαλψης (βλ. άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 3205/2003), ο δικαιολογητικός λόγος χορήγησης του ένδικου επιδόματος (ανθυγιεινή εργασία, απροθυμία προσέλευσης κλπ.), συντρέχει και για τους γιατρούς των Τοπικών και Νομαρχιακών Μονάδων Υγείας του Ι.Κ.Α. με την προϋπόθεση ότι προσφέρουν και αυτοί υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους οικείους χώρους και στις αντίστοιχες ειδικότητες (ΔΠρΠειρ1760/2009, Νόμος).

Ενόψει των ανωτέρω, έχει κριθεί ότι η διάταξη του άρθρου 13 παρ.3 του ν. 2703/1999, κατά το μέρος αυτής με το οποίο, σιωπηρώς εξαιρούνταν από την καταβολή του νοσοκομειακού επιδόματος οι ιατροί, οι οποίοι εργάζονται σε νομαρχιακές ή τοπικές μονάδες υγείας του Ιδρύματος, που παρέχουν πρωτοβάθμια περίθαλψη, παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι το επίδομα αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2470/1997, όπως συμπληρώθηκαν, καταβάλλεται όχι μόνο σε ιατρούς που προσφέρουν υπηρεσίες σε μονάδες δευτεροβάθμιας περίθαλψης, όπως τα νοσοκομεία, αλλά και σε μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, όπως τα κέντρα υγείας, με μοναδική προϋπόθεση την προσφορά της υπηρεσίας αυτής με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση (ΑΠ 1467/2014, Νόμος). Έτσι, έχει κριθεί, ότι ο αποκλεισμός των γιατρών των Τοπικών και Νομαρχιακών Μονάδων Υγείας του Ι.Κ.Α. από τη χορήγηση του νοσοκομειακού επιδόματος της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 7 ν. 2470/1997, που λαμβάνει το προσωπικό που υπηρετεί σε μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, όπως είναι, κατά κύριο λόγο, το προσωπικό του Ε.Κ.Α.Β., των Κέντρων Υγείας, των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, των ν.π.δ.δ. του τομέα πρόνοιας και των μονάδων κοινωνικής φροντίδας ανοικτής περίθαλψης συνιστά αδικαιολόγητη άνιση δυσμενή μεταχείριση αυτών έναντι των υπολοίπων, ρητώς κατονομαζομένων ως δικαιούχων, κατηγοριών προσωπικού, χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος δημοσίου συμφέροντος, και οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Προς αποκατάσταση δε της αρχής αυτής εφαρμόστηκε με δικαστικές αποφάσεις η ανωτέρω διάταξη και στους εξαιρεθέντες από την καταβολή του γιατρούς των Τοπικών και Νομαρχιακών Μονάδων Υγείας του Ι.Κ.Α. και ειδικότερα στους μόνιμους υπαλλήλους (γιατρούς) του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση (ΔΠρΠειρ 1260/2009, Νόμος), καθώς και στους ιατρούς – υπαλλήλους με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, επίσης με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση , σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, με αποτέλεσμα να καταβληθεί και σε αυτούς το νοσοκομειακό επίδομα (ΑΠ 245/2008, Νόμος).

V. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις περί παραγραφής του άρθρου 40 παράγραφος 6 του Α.Ν. 1846/1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων», που ίσχυαν αρχικώς, όσο και μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4476/1965, και ήδη ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους εκ νέου με το άρθρο 7 του ν. 825/1978 «Πάσαι αι αξιώσεις εκ παροχών εις χρήμα της ασφαλίσεως ασθενείας παραγράφονται μετά εξ μήνας αφ` ης κατέστησαν απαιτηταί. Απαιτηταί δόσεις συντάξεων μη εισπραχθείσαι δι` οιονδήποτε λόγον εντός έτους παραγράφονται. Η ετήσια παραγραφή άρχεται από του τέλους του μηνός ον αφορά η υπό πληρωμήν σύνταξις. Πάσα άλλη οιαδήποτε κατά του Ι.Κ.Α. απαίτησις παραγράφεται μετά πενταετίαν». Εξάλλου, με το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι «Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Κατά δε την διάταξη του άρθρου 91 του ίδιου ως άνω ν. 2362/1995 «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Προκειμένου, όμως, περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα Τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από της βεβαιώσεως αυτών».

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, προκειμένου περί απαιτήσεων από καθυστερούμενες αποδοχές ή από άλλες κάθε φύσεως απολαβές κατά του Ι.Κ.Α., υπαλλήλων του, με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, έχουν εφαρμογή οι προδιαληφθείσες, περί παραγραφής, ειδικές διατάξεις του άρθρου 40 παρ. 6 του Α.Ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 15 παρ. 2 του ν. 4476/1965 και 7 του ν. 825/1978, σύμφωνα με τις οποίες οι εν γένει απαιτήσεις κατά του Ι.Κ.Α. υπόκεινται στην πενταετή και όχι στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995. Και τούτο γιατί, το εν λόγω νομοθέτημα περί Δημοσίου Λογιστικού (όπως και το καταργηθέν με το άρθρο 113 αυτού Ν.Δ. 321/1969 «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού») ρυθμίζει την παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου μόνο και δεν προβλέπει την εφαρμογή του και προκειμένου περί αξιώσεων κατά του Ι.Κ.Α. Όπου δε ο νόμος θέλησε να εξομοιώσει το Ι.Κ.Α. με το Δημόσιο το έκανε με ρητές διατάξεις. Ενώ, εξάλλου, ο οριζόμενος χρόνος παραγραφής των δύο ετών με το άρθρο 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 «περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου», για τις αξιώσεις από καθυστερούμενες αποδοχές ή από κάθε άλλης φύσεως απολαβές, δεν εφαρμόζεται στο Ι.Κ.Α., γιατί με το άρθρο μόνο του Π.Δ. 437/1977, το Ι.Κ.Α., ως ασφαλιστικός οργανισμός υπαγόμενος στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, εξαιρέθηκε από την εφαρμογή του ως άνω Ν.Δ. 496/1974, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 369/1976 και μεταγενέστερα (βλ. ΑΠ 296/2013, ΕΣ 78/2011, ΠΠρΑθ 34/2010, Νόμος) . Εξάλλου, προκειμένου περί αξιώσεων κατά του ΙΚΑ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 3 και του άρθρου 94 του ν. 2362 /1995, με τις οποίες ρυθμίζεται μόνο η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου – η οποία παραγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 94, λαμβάνεται υπόψη από τα δικαστήρια αυτεπαγγέλτως – καθόσον όπου ο νόμος θέλησε να εξομοιώσει το ΙΚΑ με το Δημόσιο το έκανε με ρητές διατάξεις (βλ. ΣτΕ 601/2006).

Περαιτέρω, το ΙΚΑ εξαιρείται από την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τις αξιώσεις κατά των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (άρθρο 48 παρ. 5 και 52 του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», ΦΕΚ 204 Α’), καθώς με το άρθρο μόνο του π.δ.437/1977 (ΦΕΚ 134 Α’), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 56 του ν.δ. 496/1974, το νομοθετικό διάταγμα περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου – σύμφωνα με το οποίο η παραγραφή των απαιτήσεων κατ’ αυτών λαμβάνεται υπόψη επίσης αυτεπάγγελτα από τα Δικαστήρια – δεν εφαρμόζεται στους ασφαλιστικούς οργανισμούς που τελούσαν εξ αρχής υπό την εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. Συνεπώς, με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951 θεσπίζεται γνήσια παραγραφή αξίωσης, μη λαμβανόμενη υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια, εφόσον δεν προβληθεί νομίμως από το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. (ΣτΕ 199/2007). Η δε παραγραφή αυτή δεν αρχίζει από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής, όπως ορίζει το άρθρο 253 σε συνδυασμό με το άρθρο 250 ΑΚ, αλλά αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της (άρθρο 251 ΑΚ), δηλαδή από την ημέρα κατά την έπρεπε να πληρωθούν ο μηνιαίος μισθός και τα πάσης φύσεως επιδόματα και πρόσθετες αμοιβές (ΑΠ 854/2003 Δνη 2004. 166, ΑΠ 517/2003 ΕΕργΔ 2004. 1298, ΕφΑθ 628/2007 Νόμος, ΕφΑθ 9490/2005 Δνη 2006. 1689).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή τους, οι ενάγοντες, οι οποίοι εκθέτουν ότι έχουν προσληφθεί άπαντες πριν το έτος 2004, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και υπηρετούν με ειδική σύμβαση εργασίας (άρθρο 10 ν. 1204/1972) ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως ιατροί στον κλάδο ΠΕ ιατρών, σε Τοπικές και Νομαρχιακές Μονάδες του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., ευρισκόμενες στο Δήμο Λ., Ε., Φ. και Τ., με τις ειδικότητες που αναφέρονται για καθένα από αυτούς στην κρινόμενη αγωγή και υπηρετούν κατά το ειδικότερα αναφερόμενο για καθένα από αυτούς διάστημα, αμειβόμενοι με βάση τις διατάξεις των νόμων 2470/1997 και 3205/2003, ισχυρίζονται ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.1.2007 έως 31.12.2011, πλην των κληρονόμων της πέμπτης των εναγόντων, για την οποία αυτό υπολογίζεται από 1.1.2007 έως 3.10.2011, δεν ελάμβαναν το προβλεπόμενο από τα άρθρα 8 παρ. 7 του ν. 2470/1997 και 8 παρ. 5 του ν. 3205/2003 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 του ν. 3554/2007) νοσοκομειακό επίδομα. Κατόπιν τούτου, ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι το ένδικο επίδομα, το οποίο χορηγείται στο σύνολο σχεδόν του προσωπικού που υπηρετεί σε μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, μεταξύ των οποίων, κατά κύριο λόγο, το προσωπικό των μονάδων του Ε.Κ.Α.Β., των Κέντρων Υγείας και των Κέντρων Ψυχικής Υγείας, των ν.π.δ.δ. του τομέα πρόνοιας και των μονάδων κοινωνικής φροντίδας, πρέπει να χορηγηθεί και σε αυτούς, καθόσον στις υπηρεσίες στις οποίες απασχολούνταν κατά το ένδικο διάστημα παρείχαν τις υπηρεσίες τους υπό δυσμενέστερες ή τουλάχιστον όμοιες συνθήκες (από άποψη ανθυγιεινότητας, επικινδυνότητας, αλλά και απροθυμίας προσέλκυσης ή παραμονής προσωπικού για στελέχωση των οικείων μονάδων) με τους εργαζόμενους στο Ε.Κ.Α.Β., τα Κέντρα Υγείας και τις λοιπές ως άνω μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, οι δε αποδοχές τους, όπως και αυτές του προσωπικού των παραπάνω μονάδων, ρυθμίζονται από το ίδιο νομοθετικό πλαίσιο (μισθολογικοί νόμοι 2470/1997, 3205/2003, 3554/2007 άρθρ.1 παρ.7). Για τους λόγους αυτούς, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου τους, ζητούν, να αναγνωρισθεί ότι άπαντες οι ενάγοντες είναι δικαιούχοι του νοσοκομειακού επιδόματος για το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2011, το οποίο δικαιούνται κυρίως μεν επί τη βάσει της συνδέουσας αυτούς με το πρώτο εναγόμενο συμβάσεως εργασίας, δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 3205/2003, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 παρ. 7 του ν. 3554/2007 και επικουρικώς κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας και να υποχρεωθεί το πρώτο εναγόμενο να τους καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ένδικο επίδομα, για το διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2011, πλην των καθολικών διαδόχων της πέμπτης εξ αυτών, οι οποίοι το αιτούνται για το διάστημα από 1.1.2007 έως 3.10.2011 , υπολογιζόμενο σε 257,50 Ε μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2007 έως 31.12.2007, σε 275 Ε μηνιαίως, για το διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2008 σε 310 Ε μηνιαίως και από 1.1.2009 έως 31.12.2011 το ποσό των 345 Ε μηνιαίως, το οποίο ανέρχεται για κάθε έναν από τους ενάγοντες στο συνολικό ποσό των 19.335 Ε, με εξαίρεση τους με στοιχ. 5 κληρονόμους της ιατρού Χ. Γ., για τους οποίους ανέρχεται στο ποσό των 18.323 Ε, επικουρικώς δε ζητούν το ανωτέρω επίδομα κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ και όλως επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να καταδικασθεί το πρώτο εναγόμενο στην δικαστική τους δαπάνη

Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή, για την εκδίκαση της οποίας έχουν δικαιοδοσία τα πολιτικά Δικαστήρια, δεδομένου ότι οι διαφορές, οι οποίες αναφύονται από τις ειδικές συμβάσεις του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1204/1972 μεταξύ θεραπόντων ιατρών ή ιατρών ειδικοτήτων και του Ι.Κ.Α. δεν είναι διοικητικές αλλά ιδιωτικές διαφορές, καθόσον οι εν λόγω συμβάσεις τυγχάνουν ιδιωτικού δικαίου, λαμβανομένου υπόψη του ότι για τη σύναψη τους ουδεμία διαγράφεται από το νόμο ειδική διοικητική διαδικασία ούτε προβλέπονται ρήτρες, οι οποίες, τιθέμενες στην μεταξύ του Ι.Κ.Α. και του ιδιώτη ιατρού συναπτομένη σύμβαση, να προσδίδουν στο πρώτο υπερέχουσα θέση έναντι του δευτέρου κατά την λειτουργία της συμβάσεως (ΣτΕ 3080/2004, Νόμος), με την οποία οι ενάγοντες, ομοδικούντες εισάγουν την αξίωσή τους προς καταβολή του νοσοκομειακού επιδόματος για το ένδικο χρονικό διάστημα, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρο 1, 7, 9 εδ. α’, β’, δ’, 14 παρ. 1 α’, 25 παρ.2, 42 παρ. 1 ΚΠολΔ), για να δικάσει την κρινόμενη αγωγή, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, λόγω της φύσης της ειδικής συμβάσεως του άρθρου 10 του ν.δ/τος 1024/1972 με την οποία συνδέονται οι ενάγοντες με το πρώτο εναγόμενο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, η οποία δε συνιστά σχέση ή σύμβαση εργασίας κατά τη σαφή έννοια του νόμου και τα προηγουμένως εκτεθέντα στην υπό στοιχ. Ι μείζονα σκέψη της παρούσας.

Περαιτέρω, η αγωγή αυτή, είναι κατά την κύρια βάση της, νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 εδ. β’ του ν. 3235/2004, 8 παρ. 5 του ν.3205/2003, 1 παρ.7 του ν. 3554/2007, άρθρο 10 ν. 1204/1972, του άρθρου μόνου της 2/4302/0022/28.1.2004 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ Β’ 250/9.2.2004), άρθρου 21 του νόμου 3205/2003, 345 και 346 του ΑΚ, 74, 76, 176, 908 ΚΠολΔ, απορριπτομένης ως μη νόμιμης της επικουρικής βάσης της αγωγής, κατ’ επίκληση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, διότι η ένδικη αξίωση των εναγόντων για καταβολή του νοσοκομειακού επιδόματος κατά το επίδικο διάστημα (1.1.2007 έως 31.12.2011, με εξαίρεση τους καθολικούς διαδόχους της πέμπτης των εναγόντων για την οποία υπολογίζεται από 1.1.2007 έως 3.10.2011), εδράζεται ευθέως στις προδιαληφθείσες νομοθετικές διατάξεις, χωρίς ανάγκη επίκλησης και εφαρμογής της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ενώ, επίσης απορριπτέα ως μη νόμιμη είναι και η επικουρική βάση της περί αδικοπραξίας των οργάνων του πρώτου εναγομένου, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, αφού η μη καταβολή του επίδικου επιδόματος στους ενάγοντες από σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με το πρώτο εναγόμενο δεν συνιστά αδικοπραξία των οργάνων του τελευταίου, με την έννοια ότι αυτό αναζητάται ως οφειλόμενο απ’ ευθείας εκ του νόμου, χωρίς δηλαδή να απαιτείται για την θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος έκδοση διοικητικής πράξεως από τα όργανα του εναγομένου (βλ. ΑΠ 1489/1995 ό.π., ΕφΠειρ 1282/1995 ό.π., ΕφΑθ 2582/1992 ΑρχΝ 1993. 32, Δνη 1993. 124).

Επίσης, απορριπτέα, ως αόριστη τυγχάνει η υπό κρίση αγωγή, κατά τη δεύτερη επικουρικήβάση της του αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι ανεξαρτήτως της μη επίκλησης άκυρης σύμβασης εργασίας από τους ενάγοντες, ώστε να ενεργοποιηθεί αυτή η επιβοηθητική νομική βάση της αγωγής (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 456/2010, ΑΠ 1693/2007 Νόμος), οι ενάγοντες δεν αναφέρουν εάν το πρώτο εναγόμενο απασχολούσε άλλους εργαζόμενους στην ίδια θέση, θα τους κατέβαλε το επίδικο επίδομα, το οποίο εξοικονομεί μη καταβάλλοντάς το σε αυτούς. Κατά το μέρος, επομένως, που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει αυτή να εξετασθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου που αναλογεί στο αντικείμενο της διαφοράς, μαζί με τις σχετικές εισφορές υπέρ τρίτων, ενώ περαιτέρω σημειώνεται ότι προσκομίσθηκαν και τα γραμμάτια είσπραξης των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 61 ν. 4194/2013.

Το πρώτο εναγόμενο, επικαλούμενο και την με αριθ. πρωτ. … από 14.7.2014 έκθεση απόψεών του, αρνείται αιτιολογημένα την κρινόμενη αγωγή και ζητά την απόρριψή της, υποστηρίζοντας ότι όπως συνάγεται από τις σχετικές διατάξεις, το νοσοκομειακό επίδομα χορηγείται μόνο στους υπηρετούντες, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, σε νοσοκομειακή μονάδα, όπου παρέχεται νοσηλεία ολόκληρο το εικοσιτετράωρο και στην οποία παραμένουν ασθενείς για νοσηλεία, δηλαδή σε μονάδα κλειστής ή δευτεροβάθμιας περίθαλψης (όπως είναι και τα νοσοκομεία του Ι.Κ.Α.). Συνεπεία τούτων, όπως υποστηρίζει το εναγόμενο, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται να λάβουν το νοσοκομειακό επίδομα, καθόσον εργάζονται σε Τοπικές και Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας του Ι.Κ.Α., στις οποίες παρέχεται πρωτοβάθμια περίθαλψη και οι ασθενείς δεν παραμένουν για νοσηλεία, ούτε υπάρχει δυνατότητα παραμονής τους για νοσηλεία στις μονάδες αυτές. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του εναγόμενου, με τον οποίο επικαλείται ως προϋπόθεση για τη χορήγηση του επίδικου επιδόματος την απασχόληση των εναγόντων σε μονάδες δευτεροβάθμιας περίθαλψης, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχ. ΙV νομική σκέψη της παρούσας , το ένδικο επίδομα χορηγείται όχι μόνο στο προσωπικό των νοσοκομείων, δηλαδή μονάδων παροχής δευτεροβάθμιας περίθαλψης, αλλά και σε όσους υπηρετούν σε μονάδες που παρέχουν ανοιχτή – πρωτοβάθμια περίθαλψη, όπως είναι το Ε.Κ.Α.Β., τα Κέντρα Υγείας και Ψυχικής Υγείας κλπ..

Από όλα τα έγγραφα … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες, έχουν προσληφθεί από το πρώτο εναγόμενο άπαντες πριν το έτος 2004 και υπηρετούσαν κατά το επίδικο διάστημα, ήτοι από 1-1-2007 έως 31-12-2011 με εξαίρεση την ιατρό Χ. Γ., η οποία υπηρετούσε μέχρι τις 3-10-2011, οπότε και απεβίωσε, με ειδική σύμβαση εργασίας (άρθρο 10 Ν. 1204/1972) ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ως ιατροί στον κλάδο ΠΕ ιατρών, στις διάφορες τοπικές και νομαρχιακές μονάδες του πρώτου εναγομένου και ειδικότερα {…}. Κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω, κατά το οποίο παρείχαν τις υπηρεσίες τους οι ενάγοντες, δεν ελάμβαναν το προβλεπόμενο από το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 3205/2003 (όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 παρ.7 του ν. 3554/2007) νοσοκομειακό επίδομα, όπως εξάλλου συνομολογείται και από το εναγόμενο (βλ. το με αριθ. πρωτ. …/8.4.2013 έγγραφο του ΙΚΑ).

Από τον συνδυασμό των προεκτιθέμενων διατάξεων και ενόψει των όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τέταρτη νομική σκέψη της παρούσας και επειδή ειδικότερα με το άρθρο μόνο της 2/4302/0022/28.1.2004 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ Β` 250/9.2.2004), η οποία ισχύει από 1.1.2004 και εκδόθηκε κατ` επίκληση, μεταξύ άλλων, της διάταξης του άρθρου 21 του ν. 3205/2003, αποφασίστηκε η επέκταση των διατάξεων του Α’ Μέρους του ν. 3205/2003 στους μόνιμους γιατρούς του Ι.Κ.Α. που οι αποδοχές τους καθορίζονται από το νόμο 2470/1997 και στους με σύμβαση γιατρούς (νόμοι 1476/1984 [ΦΕΚ Α` 136], 1579/1985 [ΦΕΚ Α` 217], 1057/1980 [ΦΕΚ Α` 152] και ν.δ/μα 1204/1972 [ΦΕΚ Α` 123]) που έχουν εξομοιωθεί μισθολογικά με τους μόνιμους γιατρούς με το νόμο 2150/1993 (ΦΕΚ Α` 98), στις δε διατάξεις αυτές συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο νοσοκομειακό επίδομα, σαφώς συνάγεται ότι, καταρχήν, οι γιατροί που συνδέονται με ειδική σύμβαση ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 και υπηρετούν στις τοπικές και νομαρχιακές μονάδες υγείας του πρώτου εναγομένου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΚΑ-ΕΤΑΜ», στη θέση του οποίου υπεισήλθε νομίμως, ως καθολικός διάδοχος, ο ήδη παριστάμενος «ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ» (ΕΟΠΥΥ), δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου (βάση των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.1 εδ. β` του ν. 3235/2004 άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 3205/2003, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 παρ.7 του ν. 3554/2007) το ανωτέρω επίδομα, αφού, σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν στις οικείες νομικές σκέψεις της παρούσας, η χορήγηση του νοσοκομειακού επιδόματος προβλέφθηκε όχι μόνο για το νοσηλευτικό ή το πάσης φύσεως βοηθητικό προσωπικό, αλλά και για το ιατρικό προσωπικό των ως άνω μονάδων υγείας, ως προς το οποίο δεν διατυπώθηκε εξαίρεση από το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 3205/2003, ενώ περαιτέρω, όπως ήδη σημειώθηκε, παρά το γεγονός ότι αυτό χορηγήθηκε αρχικώς μόνο στο προσωπικό των μονάδων υγείας στις οποίες παρέχεται δευτεροβάθμια, ήτοι κλειστή (με δυνατότητα εισαγωγής και νοσηλείας) περίθαλψη, σύντομα η χορήγησή του επεκτάθηκε και στους εργαζόμενους σε μονάδες πρωτοβάθμιας, ήτοι ανοικτής (χωρίς την ως άνω δυνατότητα) περίθαλψης ή εν γένει φροντίδας των πασχόντων πολιτών. Ενόψει, μάλιστα και του ότι τόσο τα καθήκοντα όσο και οι συνθήκες εργασίας των υπηρετούντων στις ως άνω μονάδες του Ι.Κ.Α. γιατρών ομοιάζουν ουσιωδώς προς τα καθήκοντα και τις αντίστοιχες συνθήκες εργασίας (ανθυγιεινότητας και επικινδυνότητας) των γιατρών των μονάδων του Ε.Κ.Α.Β., των Κέντρων Υγείας και των Κέντρων Ψυχικής Υγείας (δηλαδή μονάδων πρωτοβάθμιας περίθαλψης), ο δικαιολογητικός λόγος χορήγησης του ένδικου επιδόματος (ανθυγιεινή εργασία, απροθυμία προσέλευσης κλπ.), συντρέχει και για τους γιατρούς των Τοπικών και Νομαρχιακών Μονάδων Υγείας του Ι.Κ.Α, όπως εν προκειμένω, αφού η εφαρμογή της διατάξεως αυτής στους εν λόγω ιατρούς δεν φαίνεται να αποκλείεται ούτε από την φύση και τις ειδικότερες συνθήκες της σχέσης εργασίας που συνδέει τους με ειδικές συμβάσεις θεράποντες ιατρούς με το Ι.Κ.Α., δεδομένου ότι, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 2150/1993, οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις πάσης φύσεως άδειες, το ωράριο εργασίας τις τοποθετήσεις – μετακινήσεις – αποσπάσεις – μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα που ισχύουν για τους μονίμους γιατρούς του ΙΚΑ ισχύουν και για τους γιατρούς που συνδέονται με τις ως άνω ειδικές συμβάσεις.

Από τα ανωτέρω, λοιπόν, συνάγεται ότι δεν συντρέχει εκ του νόμου ή εκ της φύσεως της σχέσης εργασίας που συνδέει τους ενάγοντες- θεράποντες ιατρούς με ειδικές συμβάσεις με το πρώτο εναγόμενο, κάποιος δικαιολογητικός λόγος αποκλεισμού της χορήγησης του επίδικου επιδόματος σ’ αυτούς. Ωστόσο, μοναδική προϋπόθεση που τίθεται εκ του νόμου (άρθρο 8 περ. Β1 ν. 3205/2003) για τη λήψη του νοσοκομειακού επιδόματος, είναι η προσφορά της υπηρεσίας των δικαιούχων ιατρών με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους και στις ειδικότητες που δικαιολογούν την καταβολή τους, η οποία, μάλιστα, κατά τη σχετική πρόβλεψη της ανωτέρω διάταξης αποδεικνύεται από σχετικές βεβαιώσεις του προϊσταμένου των ιατρών, σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι, οι δικαιούχοι, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, παρείχαν τις υπηρεσίες τους με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση δεν αποδείχθηκε από τους ενάγοντες, οι οποίοι φέρουν το σχετικό βάρος απόδειξης, ενόψει και της γενικότερης άρνησης της αγωγής τους από το πρώτο εναγόμενο, ότι πληρούται η ανωτέρω προϋπόθεση του νόμου περί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης τους στις προαναφερόμενες πρωτοβάθμιες μονάδες περίθαλψης στις οποίες υπηρετούσε ο καθένας εξ αυτών, στοιχείο που εξάλλου δεν επικαλούνται ούτε με την ένδικη αγωγή τους. Ειδικότερα δε, από τα πιστοποιητικά της Γενικής Διεύθυνσης Διαχείρισης και Αγοράς Υπηρεσιών Υγείας, Διεύθυνσης Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού, Τμήμα Διοίκησης Ιατρικού Προσωπικού του Ε.Ο.Π.Υ.Υ που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ενάγοντες, δεν προκύπτει ότι αυτοί προσέφεραν τις υπηρεσίες τους με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους οικείους χώρους και στις αντίστοιχες ειδικότητες κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, όπως κατά νόμο απαιτείται, αλλά αντιθέτως σε αυτά αναγράφεται η Τοπική ή Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας στην οποία υπηρετεί ο καθένας εξ αυτών, ότι είναι συμβεβλημένοι με σύμβαση «ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου» παραπέμποντας στη διάταξη του άρθρου 23 ν. 3232/04, η οποία ωστόσο κατά τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχ. Ι νομική σκέψη κρίνεται ανίσχυρη ως αντικείμενη προς τις συνταγματικές διατάξεις των παρ. 2, 3, 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η ειδικότητα εκάστου, το μισθολογικό του κλιμάκιο (αποδοχές ν. 3205/2003), η ημερομηνία που ανέλαβε υπηρεσία και τέλος βεβαιώνεται ότι ο καθένας εξ αυτών εξακολουθούσε να υπηρετεί μέχρι την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού (ήτοι μέχρι τις 24.2.2012 για τους υπ’ αριθ. 1 έως 44 ενάγοντες, μέχρι τις 12.3.2012 για την 49η ενάγουσα και μέχρι τις 22.2.2012 για τον 51ο ενάγοντα), χωρίς όμως επιπρόσθετα να βεβαιώνεται ότι αυτοί προσέφεραν καθ’ όλο το διάστημα για το οποίο αιτούνται το επίδικο επίδομα υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους χώρους και στις ειδικότητες που δικαιολογούν την καταβολή τους. Ως εκ τούτου, δοθέντος ότι δεν προσκομίζονται υπηρεσιακές βεβαιώσεις των Τοπικών και Νομαρχιακών Μονάδων Υγείας του πρώτου εναγόμενου στις οποίες υπηρετούσαν οι ενάγοντες κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, από τις οποίες να προκύπτει συγκεκριμένα, ότι οι ενάγοντες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στους οικείους χώρους και στις αντίστοιχες ειδικότητες, όπως κατά νόμο απαιτείται, ούτε όμως αποδεικνύεται από άλλο αποδεικτικό μέσο η συνδρομή της ανωτέρω προϋπόθεσης του νόμου, θα πρέπει η υπό κρίση αγωγή   να απορριφθεί ως αναπόδεικτη και ως εκ τούτου ως ουσία αβάσιμη αναφορικά με τους κατά τη σειρά αναφοράς τους στο οικείο δικόγραφο υπ’ αριθ. 1 έως 19, 21 έως 32, 34 έως 51 και 53 έως 55 ενάγοντες …