156/2016 ΜονΕφΛαρ (μίσθωση έργου – αμοιβή μηχανικού για εκπόνηση μελέτης)
156/2016
Πρόεδρος: Βαρβάρα Πάπαρη
Δικηγόροι: Ηλιάνα Νάνου, Βασ. Τηλιός
Μίσθωση έργου η ανάθεση σε μηχανικό εκπόνησης μελέτης και επίβλεψης με αμοιβή μη δυνάμενη να είναι κατώτερη της νόμιμης.
Αξίωση αμοιβής από το Τεχνικό Επιμελητήριο ή τον μηχανικό, αδιαφόρως γραπτής ή μη σύμβασης.
Για θεμελίωση αμοιβής μελέτης με βάση ποσοστά προϋπολογισμού, ανάγκη έγκρισης υπό του εργοδότη μόνο του αρχικού προϋπολογισμού με τις ποσότητες των εργασιών του έργου και όχι του αναλυτικού του τελευταίου σταδίου της μελέτης που συντάσσεται με βάση τα στο νόμο αντικειμενικά στοιχεία για την ακριβή αμοιβή. Ισχύς τούτου και για τα ενδιάμεσα στάδια της αρχιτεκτονικής προμελέτης και οριστικής τοιαύτης.
Επί μελέτης, παράδοση η υλική προσπόριση αυτής και των γραπτών στοιχείων στον εργοδότη.
Απαιτητή η αμοιβή μηχανικού χωρίς ανάγκη έγγραφης εντολής για μελέτη μόλις την εκπονήσει, ολοκλήρωση όμως του έργου με υποβολή της στην Πολεοδομία για έκδοση της άδειας διό δυνατή μέχρι τότε η υπό του εργοδότη είτε καταγγελία οπότε οφείλει όλη την αμοιβή, είτε υπαναχώρηση αν ο εργολάβος επιβραδύνει αντισυμβατικά την εκτέλεση.
Έγκυρη αναβλητική αίρεση αμοιβής στη συμφωνία εκπόνησης μελέτης ή και σε νεότερη συμφωνία.
Αποκλεισμός εμμάρτυρης απόδειξης επί συμβάσεων με αντικείμενο άνω των 5.900 Ε μόνο στην τακτική διαδικασία, όχι στις ειδικές όπου ισχύει ελεύθερη απόδειξη.
Νόμιμη ένορκη βεβαίωση με εσφαλμένη ημέρα σύνταξης εκ παραδρομής αποδεικνυόμενης από το ημερολόγιο αλλά και τη σχετική μνεία της έκθεσης επίδοσης κλήσης στον αντίδικο.
Νόμιμη αξίωση εργολαβικής αμοιβής αφού ο ενάγων εκπόνησε την αρχιτεκτονική μελέτη, τα σχέδια της οποίας σφράγισε και υπέγραψε, παρότι το έργο (Κέντρο Αποκατάστασης) δεν κατασκευάστηκε λόγω μη λήψης επιδότησης. Απόδειξη ότι η αμοιβή δεν εξαρτήθηκε από την έγκριση επιδότησης, που εξαρτιόταν από την ανταπόκριση ή μη του εναγομένου σε επικαιροποίηση οικονομικών του στοιχείων.
Νόμιμος επιμερισμός αμοιβής μεταξύ πλειόνων μηχανικών.
{…} 3. Η σύμβαση, με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης και η επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, φέρει τον χαρακτήρα της συμβάσεως μισθώσεως έργου, βάσει της οποίας ο μηχανικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο της μελέτης και επιβλέψεως (άρθρο 681 ΑΚ) και δικαιούται να λάβει τη συμφωνημένη αμοιβή (άρθρο 694 ΑΚ), η οποία δεν είναι δυνατόν να είναι κατώτερη από τη νόμιμη, που καθορίζεται από το π.δ. 696/1974 «περί αμοιβών μηχανικών», όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 515/1989 – βλ. και ν. 3919/2011 (ΑΠ 837/2015, ΑΠ 72/2015 Νόμος), διότι μ’ αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα παράδοσης της μελέτης που εκπονήθηκε, όπως και στο αποτέλεσμα της επιβλέψεως, που είναι η κατά τα συμβατικά στοιχεία, την επιστήμη και τους κανόνες της τέχνης, έντεχνη, εμπρόθεσμη και οικονομική εκτέλεση των επιμέρους εργασιών του όλου έργου και όχι η εργασία που καταβάλλεται για την εκτέλεση αυτών ως περιεχόμενο της σχετικής συμβάσεως (ΑΠ 225/2003 Δνη 45. 467, ΑΠ 977/2003 Δνη 45. 1656, ΑΠ 2701/1999 ΝοΒ 46. 1248, ΕφΔωδ 30/2007 Νόμος). Την αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 1 Π.Δ. 48/1994, δύναται να αξιώσει είτε το Τεχνικό Επιμελητήριο, ως υποκαθιστάμενο στα δικαιώματα του μηχανικού κατά τις διατάξεις του Β.Δ. της 30/31.5.1956 (όπως ίσχυε πριν από την 3η.7.2011, μετά τις τροποποιήσεις του με τα άρθρα 7 παρ. 8 σε συνδυασμό με 10 παρ. 2 ν. 3919/2011 – ΦΕΚ Α/32/2.3.2011) και του άρθρου 2 παρ. 2 του π.δ. 242/1984, είτε ο ίδιος ο μελετητής και επιβλέπων μηχανικός (ΑΕΔ 26/1993), ανεξαρτήτως του αν η σύμβαση, βάσει της οποίας αξιώνεται η σχετική αμοιβή, έχει καταρτισθεί γραπτώς ή προφορικώς (ΑΠ 1334/2002 Δνη 44. 474, ΑΠ 1059/2002 ΝοΒ 51. 255, ΑΠ 125/1999 Δνη 40. 800).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1α, 3 παρ. 1, 4, 6, 80 παρ. 1, 83 παρ. 3, 229 παρ. 2 και 230 παρ. 2 του π.δ. 696/1974, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με το π.δ. 515/1989, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 59 του ν.δ. της 17 Ιουλίου 1923 «περί σχεδίων πόλεως κ.λ.π.», προκύπτει ότι η αμοιβή ιδιωτικών μηχανικών για την εκπόνηση των αναφερομένων στο διάταγμα αυτό μελετών κτιριακών έργων καθορίζεται και σε ποσοστά επί της εκατό του προϋπολογισμού των μελετωμένων έργων με βάση προβλεπόμενο τύπο. Ο προϋπολογισμός, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αμοιβής κάθε έργου, είναι αυτός που εξάγεται από τις ποσότητες όλων των κονδυλίων, από την αναλυτική προμέτρηση και τις τιμές μονάδας των σχετικών εργασιών που υπολογίζονται με βάση τις εγκεκριμένες αναλύσεις τιμών και τις βασικές τιμές ημερομισθίων, υλικών και μισθωμάτων μηχανημάτων κατά το χρόνο συντάξεως του προϋπολογισμού του τελευταίου σταδίου της μελέτης. Η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του διατάγματος αυτού έγκριση από τον εργοδότη του προϋπολογισμού αφορά τα κονδύλια, δηλαδή τις εργασίες αυτού, όπως αυτές αναφέρονται σε σχετικό προϋπολογισμό που συντάσσει ο μηχανικός ως απαραίτητο στοιχείο της μελέτης του, και όχι τον ειδικό και αναλυτικό προϋπολογισμό που διαμορφώνεται με τα ως άνω αντικειμενικά στοιχεία. Έγκριση από τον εργοδότη και των στοιχείων αυτών, που ορίζονται από το νόμο, δεν απαιτείται, ούτε ο αναλυτικός αυτός προϋπολογισμός πρέπει να υποβάλλεται και να παραδίδεται προηγουμένως στον εργοδότη προς έγκριση. Η εκδοχή, ότι για τη θεμελίωση της αξιώσεως του μηχανικού σχετικά με την αμοιβή του από την εκπόνηση της ανατεθείσας σ’ αυτόν μελέτης, πρέπει να εγκρίνεται από τον εργοδότη και ο διαμορφούμενος, κατά τα ανωτέρω, ειδικός και αναλυτικός προϋπολογισμός ως προς το ύψος των επιμέρους κονδυλίων ή το συνολικό ύψος του, θα οδηγούσε σε αποκλεισμό κάθε αξιώσεως του μηχανικού για την αμοιβή του, αφού ο εργοδότης θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν εγκρίνει το ύψος του αναλυτικού προϋπολογισμού. Δηλαδή για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό του δικαιώματος μελετητή μηχανικού για την αμοιβή του από την εκπόνηση της ανατεθείσας σ’ αυτόν μελέτης με βάση ποσοστά του προϋπολογισμού, απαιτείται η έγκριση από τον εργοδότη μόνο του αρχικού προϋπολογισμού, που εξάγεται με τις ποσότητες όλων των εργασιών του εκτελούμενου έργου και όχι του αναλυτικού προϋπολογισμού, ο οποίος συντάσσεται με βάση τα αναφερόμενα στο ίδιο άρθρο αντικειμενικά στοιχεία, που ισχύουν στο χρόνο συντάξεως του προϋπολογισμού του τελευταίου σταδίου της μελέτης και λαμβάνεται υπόψη για τον ακριβή προϋπολογισμό της αμοιβής.
Εξάλλου, ο κατά τον προαναφερόμενο τρόπο υπολογισμός της αμοιβής του μελετητή μηχανικού ισχύει και για τα ενδιάμεσα στάδια μελέτης, δηλαδή και για την αρχιτεκτονική προμελέτη και οριστική αρχιτεκτονική μελέτη. Επιχείρημα υπέρ της αντίθετης εκδοχής δεν μπορεί να εξαχθεί από τη διατύπωση της παραγράφου 4 του άρθρου 3, κατά την οποία, «για ενδιάμεσα στάδια μελέτης ο προϋπολογισμός υπολογίζεται με την ακρίβεια που απαιτείται από τις αντίστοιχες προδιαγραφές», αφού στο επόμενο εδάφιο της ιδίας παραγράφου αναφέρεται ότι «για τον υπολογισμό της αμοιβής (προδήλως των ενδιάμεσων αυτών σταδίων), ο προϋπολογισμός Σ (δηλ. αυτός που υπολογίζεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 3), λαμβάνεται με τις ποσότητες του προωθημένου σταδίου της μελέτης που έχει ανατεθεί». Παραπομπή, για τον υπολογισμό της αμοιβής του μηχανικού, όσον αφορά τις μελέτες ενδιαμέσων σταδίων, στον προσεγγιστικό προϋπολογισμό, ο οποίος αποτελεί απλώς στοιχείο της αρχιτεκτονικής προμελέτης και αποβλέπει στη γενική ενημέρωση του εργοδότη σχετικά με τη δαπάνη του έργου, δε γίνεται με τις ανωτέρω διατάξεις (ΑΠ 1146/2012, ΑΠ 2317/2009, ΑΠ 790/2008, ΑΠ 1699/2007, ΑΠ 1093/1987 Νόμος).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 694 ΑΚ μετά την παράδοση του έργου του μηχανικού καθίσταται απαιτητή και ληξιπρόθεσμη η απαίτηση του μηχανικού για καταβολή της αμοιβής του, εκτός εάν η παράδοση του έργου και η καταβολή της αμοιβής συμφωνήθηκαν κατά τμήματα. Ως παράδοση του έργου νοείται ο προσπορισμός του περατωθέντος έργου στον εργοδότη από τον εργολάβο συνεπεία καταβολής (ΑΚ 416 επ.). Η προσπόριση του έργου στον εργοδότη μπορεί να ολοκληρώνεται με μόνη την αποπεράτωση των εργασιών εκτέλεσης του αναληφθέντος έργου, χωρίς να χρειάζεται άλλη ενέργεια του εργολάβου (μηχανικού). Αυτό μπορεί να συμβαίνει για δύο λόγους, είτε λόγω της φύσεως του παραχθέντος αποτελέσματος, είτε λόγω του ότι ο εργοδότης ουδέποτε αποξενώθηκε της κατοχής του πράγματος κατά τη διάρκεια παραγωγής του έργου. Σε αυτές τις περιπτώσεις ως παράδοση κατά την ΑΚ 694 παρ. 1 νοείται η αποπεράτωση του έργου. Τέτοια περίπτωση αποτελεί για παράδειγμα η σύμβαση έργου με την οποία ανατίθεται η επίβλεψη τεχνικού έργου, ή η εφαρμογή χρονικού προγραμματισμού κλπ. Εξάλλου προκειμένου περί μελέτης μηχανικού, ως παράδοση αυτής στον εργοδότη, νοείται η προσπόριση της υπογεγραμμένης μελέτης στον εργοδότη, με ταυτόχρονη ανάληψη της ευθύνης από το μηχανικό για την εφαρμογή της μελέτης, δηλαδή η υλική παράδοση στον εργοδότη των γραπτών στοιχείων (σχεδιαγραμμάτων κ.λ.π.) της μελέτης.
Εξίσου προσπόριση της μελέτης στον εργοδότη υπάρχει και όταν ο μηχανικός διατηρεί μεν την κατοχή του φακέλου των υπογεγραμμένων σχεδίων και έχει αναλάβει την ευθύνη του αποτελέσματος, ο εργοδότης όμως έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη μελέτη αυτή λαμβάνοντας αντίγραφα κ.λ.π. και γενικά όταν έχει όλες τις ωφέλειες που πηγάζουν από τη μελέτη ως φορέα επιστημονικής αξίας, δηλαδή άϋλου αγαθού δεκτικού πρακτικής εφαρμογής με επώνυμη ανάληψη της ευθύνης. Αν η αμοιβή του εργολάβου (μηχανικού) συνίσταται σε χρήματα και δεν πιστώθηκε, είναι τοκοφόρος από την παράδοση του έργου στον εργοδότη ανεξαρτήτως από την τυχόν υπερημερία του τελευταίου. Η τοκοδοσία της αμοιβής αρχίζει από την ολοκλήρωση του έργου και την προσπόριση αυτού στον εργοδότη στις περιπτώσεις εκείνες που από τη φύση του παραχθέντος αποτελέσματος η αποπεράτωση του έργου ταυτίζεται με την παράδοση αυτού (ΑΠ 594/2006 Νόμος).
Κατά το άρθρο 104 §2 εδ. α’ του εν λόγω Π.Δ. «Διά τα ιδιωτικά έργα η πλήρης αμοιβή της μελέτης δέον να κατατίθεται, κατά τας κειμένας διατάξεις, προ της υποβολής της συνταχθείσης μελέτης προς έγκρισιν ή έκδοσιν της τυχόν απαιτουμένης αδείας». Με τη διάταξη αυτή, για την πληρωμή της αμοιβής του μηχανικού, εισάγεται παρέκκλιση από την από το άρθρο 694 ΑΚ καθιερούμενη αρχή, κατά την οποία η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται συγχρόνως με την παράδοση του έργου, και ορίζεται ότι η πληρωμή της αμοιβής του μηχανικού, για την εκπόνηση μελέτης προς έκδοση άδειας ανέγερσης οικοδομής, γίνεται μόλις ολοκληρωθεί η μελέτη και πριν αυτή υποβληθεί στην αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία προς έκδοση της άδειας. Και μάλιστα η αμοιβή αυτή δεν καταβάλλεται στα χέρια του μηχανικού, αλλά κατατίθεται στο Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας για λογαριασμό του και, μετά την κατάθεση της, ο μηχανικός υποβάλλει το φάκελο, μαζί με την απόδειξη παρακατάθεσης της αμοιβής του, στην Πολεοδομική Υπηρεσία προς έκδοση της απαιτούμενης άδειας. Εάν δεν προσκομισθεί η απόδειξη αυτή, ο φάκελος είναι ελλιπής και δεν επιτρέπεται να εκδοθεί η αιτούμενη άδεια. Έτσι, η αμοιβή του μηχανικού είναι καταβλητέα, ήτοι ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, μόλις αυτός εκπονήσει τη μελέτη, η ολοκλήρωση, όμως, του από αυτόν αναληφθέντος έργου, γίνεται με την υποβολή της μελέτης στην αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία για την έκδοση της άδειας, οπότε και θεωρείται το εν λόγω έργο εκτελεσμένο και παραδομένο, εφ’ όσον βέβαια τούτο έχει εκτελεσθεί προσηκόντως και κατά τα συμφωνηθέντα (βλ. ΑΠ 686/2007, ΑΠ 552/2007 Νόμος, ΑΠ 225/2003 Δνη 45. 468, ΕφΛαρ 82/2005 Δικογρ 2005, Κορνηλάκη Π. «Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο», τόμος II, έκδοση 2005, σελ. 391).
Επομένως, μέχρι την υποβολή από το μηχανικό των συνταχθεισών από αυτόν μελετών στο αρμόδιο Πολεοδομικό Γραφείο, θεωρείται ότι διαρκεί ακόμα η εκτέλεση του έργου και συνακόλουθα είναι νοητή και δυνατή η από τον εργοδότη του μηχανικού καταγγελία της σύμβασης έργου, κατά τη διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ, οπότε ο εργοδότης οφείλει στο μηχανικό ολόκληρη την αμοιβή (βλ. ΑΠ 63/2010 Νόμος) χωρίς η αξίωσή του να παρίσταται ως καταχρηστική, κάτι που συμβαίνει μόνο όταν η εκτέλεση του έργου δεν έχει καν αρχίσει (βλ. Κορνηλάκης ό.π. σελ. 578), ή η υπαναχώρηση απ’ αυτή (άρθρα 382, 383, 681, 686, 694 ΑΚ) αν ο εργολάβος, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση του έργου, κατά τρόπο που αντιβαίνει στην σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωσή του. Μάλιστα η γέννηση της αξίωσης του μηχανικού για την αμοιβή του για τη σύνταξη μελέτης δεν προϋποθέτει ως συστατικό τύπο την ύπαρξη σχετικής με τη μελέτη έγγραφης εντολής του εργοδότη και η υποχρέωση καταβολής των κατά το νόμο προβλεπόμενων δηλώσεων και εγκρίσεων προς το TEE επιβάλλεται μόνο προς ενημέρωση του τελευταίου, η οποία είναι αναγκαία για την εκ μέρους του δικαστική επιδίωξη της αμοιβής και την εξασφάλιση της είσπραξης από αυτό του μέρους της αμοιβής που του αναλογεί και όχι ως όρος υποκατάστασής του στα δικαιώματα του μηχανικού, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως από το νόμο (ΑΠ 1334/2002 Δνη 44. 474, ΑΠ 1059/2002 ΝοΒ 51. 255, Κορνηλάκης ό.π. σελ. 392).
Περαιτέρω, από τη διάταξη της §1 του άρθρου μόνου του ανωτέρω ν.δ. 2726/1953, ενόψει και του επιδιωκόμενου με αυτή, κατά τα εκτιθέμενα στην εισηγητική έκθεση του νόμου, σκοπού της αποτροπής της καταστρατηγήσεως, με ιδιαίτερη συμφωνία πελάτη και μηχανικού, των ελάχιστων ορίων αμοιβής και της αποφυγής του αθέμιτου ανταγωνισμού προς βλάβη της επαγγελματικής στάθμης των μηχανικών και της ποιότητας των μελετών και των έργων, προκύπτει ότι απαγορεύεται η συμφωνία πελάτη και μηχανικού για τη μη λήψη αμοιβής ή για τη λήψη αμοιβής μικρότερης από το κατώτατο νόμιμο όριο. Όμως, ούτε από τη διάταξη αυτή, ούτε από κάποια άλλη προκύπτει, ότι είναι άκυρη η συμφωνία, με την οποία η υποχρέωση προς καταβολή αμοιβής σε μηχανικό ή εταιρία εκπονήσεως τεχνικών μελετών για την εκπόνηση μελέτης εξαρτάται από κάποιο μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, που δεν εξαρτάται από τη θέληση του υπόχρεου, ασχέτως υπαιτιότητας ή μη του μηχανικού ή της εταιρίας, που εκπόνησε τη σχετική μελέτη. Επομένως, είναι κατ’ αρχήν επιτρεπτή η προσθήκη αναβλητικής αιρέσεως (άρθρο 201 ΑΚ) στη συμφωνία εκπονήσεως μελέτης, αλλά και σε νεότερη συμφωνία περί της καταβολής της οφειλόμενης από τη σύμβαση αυτή αμοιβής του μηχανικού, και δεν τίθεται θέμα ακυρότητας ολόκληρης της σύμβασης αυτής, κατά το άρθρο 208 §1 ΑΚ, διότι η αίρεση αυτή δεν προσδίνει στην όλη σύμβαση παράνομο περιεχόμενο, αλλά ούτε και της τεθείσας αιρέσεως ως παράνομης, ως αντιτιθέμενης στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις περί των ελαχίστων ορίων αμοιβής των μηχανικών (ΟλΑΠ 1269/1978 Νόμος). Τέτοια δε αίρεση, κατά μείζονα λόγο, επιτρέπεται να περιληφθεί στη συμφωνία καταβολής της αμοιβής με μεταγενέστερη συμφωνία των μερών μετά την εκτέλεση του έργου, αφού ο μηχανικός μπορεί μεταγενεστέρως να συμφωνήσει ακόμη και την άφεση της αμοιβής του, αφού τέτοια συμφωνία δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις περί ελάχιστων ορίων αμοιβών και τους επιδιωκόμενους από το ν.δ. 2726/1953 σκοπούς.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 201 ΑΚ, αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση αναβλητική), τα αποτελέσματα επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αναβλητική αίρεση είναι εκείνη, που αναβάλλει το αποτέλεσμα της δικαιοπραξίας εωσότου να συμβεί κάποιο μελλοντικό ή αβέβαιο γεγονός. Ματαίωση της αίρεσης επέρχεται άμα δε συμβεί το γεγονός που αποτελεί αυτή, σε περίπτωση δε ματαιώσεως της αίρεσης η δικαιοπραξία θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ και αίρεται κάθε δικαίωμα προσδοκίας από την αίρεση (ΑΠ 1070/2009, ΑΠ 803/1990 Νόμος).
4. Σύμφωνα με το άρθρο 393 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε η παράγραφος αυτή προ της τροποποιήσεώς της με το άρθρο 38 ν. 3994/2011, συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα 5.900 Ε. Επιτρέπεται όμως, σύμφωνα με το άρθρο 394 παρ. 1 περ.δ’ ΚΠολΔ, η απόδειξη με μάρτυρες σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και αν ακόμη η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ανωτέρω ποσόν, αν από την φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες συνήφθη και ιδίως αν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές, δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες (ΑΠ 1722/2014 Νόμος). Το άρθρο 393 ΚΠολΔ εφαρμόζεται μόνο στην τακτική διαδικασία (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, παρ. 79, αρ. 9) και όχι στις ειδικές διαδικασίες, όπου ισχύει το σύστημα της ελεύθερης απόδειξης (Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ, άρθ. 393, παρ. 31,σελ. 765).
5. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … από τις υπ’ αρ. …/2014 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβολαιογράφου Β. Α., που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο ενάγων και οι οποίες ελήφθησαν τηρηθεισών των νομίμων διατυπώσεων (681, 671 παρ. 1, 270 ΚΠολΔ), στις οποίες εκ παραδρομής αναφέρεται ως ημέρα σύνταξής τους η 8η Μαρτίου 2014 ημέρα Τρίτη ενώ το ορθό είναι 8 Απριλίου 2014, και η παραδρομή αποδεικνύεται α) από το ότι η 8.3.14 ήταν ημέρα Σάββατο ενώ η 8.4.14 ήταν πράγματι Τρίτη και β) στις ένορκες αυτές βεβαιώσεις γίνεται μνεία στην υπ’ αρ. …/7.4.2014 ημέρα Δευτέρα έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Γ. Ε., η οποία ομοίως προσκομίζεται με επίκληση και αφορά κλήση του εναγομένου για εμφάνιση κατά τη λήψη των βεβαιώσεων αυτών, καθώς και από όλα τα έγγραφα … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ι. Ο ενάγων είναι διπλωματούχος αρχιτέκτονας μηχανικός και ο εναγόμενος είναι γιατρός που διατηρεί στη Λ. την ιδιωτική ψυχιατρική κλινική «Α.». Ο φίλος του εναγομένου Κ. Φ. ηλεκτρολόγος μηχανικός, έφερε σε επαφή τον ενάγοντα, διά μέσου του πεθερού και μάρτυρα του τελευταίου Γ. Π., κουμπάρου του, επίσης πολιτικού μηχανικού, με τον εναγόμενο, προκειμένου ο ενάγων να αναλάβει την εκπόνηση της αρχιτεκτονικής μελέτης για την κατασκευή ενός Κέντρου Αποκατάστασης και Αποθεραπείας για άτομα με ήπια νοητική υστέρηση και τον Οκτώβριο του 2007, όπως συνομολογείται, οι διάδικοι συνήψαν μεταξύ τους προφορικά σύμβαση έργου, για την εκπόνηση και παράδοση της εν λόγω αρχιτεκτονικής μελέτης, δηλ. για την κατασκευή ενός Κέντρου Αποκατάστασης και Αποθεραπείας για άτομα με ήπια νοητική υστέρηση. Στη συμφωνία συμμετείχε και ο φίλος του εναγομένου Κ. Α., πολιτικός μηχανικός. Επίσης συμφωνήθηκε ότι ο τελευταίος (Κ. Α., πολιτικός μηχανικός), θα υπέγραφε την αρχιτεκτονική μελέτη και θα είχε την επίβλεψη του έργου και ότι η αμοιβή του ενάγοντος θα ήταν ποσοστό 50% επί της καθοριζομένης από το νόμο ΠΔ 696/1974, όπως ίσχυε και υπολογίζεται επί προϋπολογισμού δαπάνης του έργου, ενώ το άλλο 50% θα εισέπραττε ο υπογράφων τη μελέτη και επιβλέπων μηχανικός Κ. Α.. Γιά τη συμφωνία αυτή, η οποία δεν έγινε εγγράφως, λόγω της γνωριμίας που συνέδεε, κατά τα ήδη αναφερθέντα, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, και της επαγγελματικής τους συνεργασίας (μάλιστα ο εναγόμενος, όπως συνομολογείται, ανέθεσε παράλληλα στον ενάγοντα, επίσης προφορικά, την εσωτερική διαμόρφωση και διακόσμηση υφιστάμενης οικίας και την μετατροπή αυτής σε ιδιωτικό κέντρο απεξάρτησης), σαφώς κατέθεσαν και ο μάρτυρας του ενάγοντος, πεθερός του, Γ. Π., αλλά και ο ίδιος ο Κ. Α. και την ομολογεί εμμέσως πλην σαφώς και ο εναγόμενος, ο οποίος ισχυρίστηκε πρωτοδίκως (βλ. προτάσεις του και προσθήκη) ότι το ποσοστό της αμοιβής του ενάγοντος θα ήταν 40-50% επί της καθοριζομένης από το νόμο ΠΔ 696/1974 βάσει προϋπολογισμού και ότι θα του την κατέβαλε ο υπογράφων τη μελέτη και επιβλέπων Κ. Α.. Συγκεκριμένος χρόνος παράδοσης της μελέτης δεν συμφωνήθηκε, αφού όταν συνήφθη η σύμβαση δεν υπήρχε ακόμη το ακίνητο στο οποίο θα ανεγειρόταν το κτίσμα, το οποίο αγοράστηκε μεταγενέστερα, στις 17.2.2009.
Κατά το τέλος του 2007, ο ως άνω Κ. Φ. απευθύνθηκε στο στενό συνεργάτη του ενάγοντος Α. Β., ηλεκτρολόγο μηχανικό και του ζήτησε να συντάξει την μηχανολογική μελέτη του έργου, συνεργαζόμενος με τον ενάγοντα (βλ. και ένορκη βεβαίωση Α. Β.). Στα τέλη του 2008 και ενώ είχε βρεθεί το οικόπεδο αλλά δεν είχε ολοκληρωθεί η αγορά του, ο εναγόμενος, μετά από σύσταση των ως άνω μηχανικών Γ. Π. και Κ. Α, ήρθε σε επαφή με τον οικονομολόγο Η. Σ. και του ζήτησε να αναλάβει την οικονομοτεχνική μελέτη και την σύνταξη του φακέλου για την υπαγωγή του επενδυτικού σχεδίου «ίδρυση και λειτουργία ανεξάρτητου κέντρου αποκατάστασης και αποθεραπείας για άτομα με ήπια νοητική υστέρηση» στις ευεργετικές διατάξεις του ν. 3299/2004 (βλ. ένορκη βεβαίωση Η. Σ.), ενώ ο ενάγων ανακοίνωσε στον Α. Β., ηλεκτρολόγο μηχανικό, ότι είχε βρεθεί το οικόπεδο και ότι θα άρχιζε την εργασία της αρχιτεκτονικής προμελέτης, την οποία τελικά του απέστειλε τον Απρίλιο του 2009 για να ξεκινήσει τη δική του μελέτη (βλ. και ένορκη βεβαίωση Α. Β.), όπως και στον Α. Τ., πολιτικό μηχανικό, ο οποίος, με υπόδειξη του Α., συμμετείχε στο έργο ως μελετητής των στατικών, συνεργάτης του ενάγοντος (βλ. κατάθεση Γ. Π.). Η κατασκευή του Κέντρου Αποθεραπείας και Αποκατάστασης, εκτός από την έκδοση οικοδομικής άδειας, προϋπέθετε τη λήψη εγκρίσεων από σειρά υπηρεσιών, όπως η Εφορεία Προϊστορικών, Κλασικών και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, το Δασαρχείο και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας, ενώ ο εναγόμενος εργοδότης, όπως ομολογείται, επιθυμούσε τη λήψη επιδότησης για την κατασκευή του έργου από το αρμόδιο Υπουργείο (Διεύθυνση Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας), κατά τις διατάξεις του ν. 3299/2004, οπότε έπρεπε ο σχετικός φάκελος να υποβληθεί προς έγκριση και εκεί, συνοδευόμενος από σχετική οικονομοτεχνική μελέτη την οποία ανέλαβε ο οικονομολόγος Η. Σ. (βλ. ένορκη βεβαίωση Η. Σ.).
Όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά την εύρεση του ακινήτου που τελικά αγοράστηκε για την κατασκευή του Κέντρου Αποθεραπείας, περί τα τέλη του 2008, ο ενάγων ξεκίνησε την εκπόνηση της αρχιτεκτονικής μελέτης που είχε αναλάβει, την οποία ολοκλήρωσε στο τέλος Σεπτεμβρίου 2009, ενώ ήδη από τον Απρίλιο του 2009 ο ίδιος είχε παραδώσει προμελέτη του κτιρίου στον ηλεκτρολόγο μηχανικό Α. Β. και στον πολιτικό μηχανικό Α. Τ. για να ξεκινήσουν τις μελέτες που αυτοί είχαν αναλάβει. Ειδικότερα, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας του ενάγοντος Α. Β., η επεξεργασία των σχεδίων από τον ενάγοντα συνεχίστηκε μέχρι τον Ιούλιο του 2009, οπότε με πλήρη τα αρχιτεκτονικά σχέδια, ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο μήνες και απ’ αυτόν (Β.) η μηχανολογική μελέτη, με κάποιες μικροδιορθώσεις, όπως και η μελέτη του Τ.. Οι μελέτες θα υποβάλλονταν, λόγω της φύσης του έργου, στις παραπάνω δημόσιες υπηρεσίες (Εφορεία Προϊστορικών, Κλασικών και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, το Δασαρχείο και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας προς έγκριση), ακολούθως θα υποβάλλονταν Υπουργείο Ανάπτυξης για την έγκριση της επιδότησης και στο τέλος θα καταθέτονταν ο σχετικός φάκελος στην πολεοδομία για την έκδοση της οικοδομικής άδειας (βλ. καταθέσεις μαρτύρων). Με ολοκληρωμένη την αρχιτεκτονική μελέτη, που εδώ ενδιαφέρει, ο φάκελος υποβλήθηκε στο Δασαρχείο Λ. στις 16.11.2009, στην Εφορεία Προϊστορικών, Κλασικών και Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στις 17.11.2009 και στη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας στις 7.12.2009 (βλ. αντίστοιχα αποδεικτικά κατάθεσης των υπηρεσιών αυτών με τον αντίστοιχο αριθμό πρωτοκόλλου). Όλες οι παραπάνω υπηρεσίες ενέκριναν την κατασκευή του έργου κατά τις υποβληθείσες μελέτες (μεταξύ των οποίων και η αρχιτεκτονική που εκπόνησε ο ενάγων), δεδομένου ότι το ακίνητο στο οποίο θα ανεγειρόταν το ΚΑΑ δεν αποτελούσε δασική αλλά χέρση έκταση (υπ’ αρ. πρωτ. …/13.1.2010 πράξη χαρακτηρισμού Δασαρχείου Λ.), δεν εντοπίστηκαν στο ακίνητο αυτό αρχαιότητες (υπ’ αρ. πρωτ. …/31.12.2009 και …/17.11.2009 έγγραφα αρμόδιας ανωτέρω Εφορείας Αρχαιοτήτων) και η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας Νομαρχίας Λ. χορήγησε τη σχετική προέγκριση των σχεδίων από λειτουργική άποψη, υποβάλλοντας ταυτόχρονα ορισμένες κατασκευαστικές προτάσεις επ’ αυτών για λόγους αρχιτεκτονικούς και χωροταξικούς (υπ’ αρ. πρωτ. …/22.12.2009 έγγραφο της).
Όπως κατέθεσε ο μάρτυρας του ενάγοντος Η. Σ., οικονομολόγος, το Σεπτέμβριο του 2009 είχε συνάντηση με τους διαδίκους, τον πεθερό του ενάγοντος Γ. Π. και τον Κ. Α., πολιτικούς μηχανικούς, τους οποίους ενημέρωσε για την μετέπειτα πορεία του φακέλου, καθώς έπρεπε να ολοκληρωθεί το οικονομικό σκέλος του φακέλου. Ζήτησε δε από τον Γ. Π. μία πλήρη τεχνική περιγραφή και οικονομικούς προϋπολογισμούς του κτιρίου και ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι μέχρι τέλος του χρόνου πρέπει να έχει περάσει η μελέτη από έγκριση της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας, κάτι που ήταν προαπαιτούμενο για την εμπρόθεσμη υποβολή του φακέλου. Πράγματι στις 22.12.2009 ο ενάγων παρέδωσε στο γραφείο του Η. Σ. τις μελέτες και τις προεγκρίσεις από τις παραπάνω υπηρεσίες και δη από την Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας, τα οποία ο ίδιος (Σ.) συμπεριέλαβε στο σχετικό φάκελο που θα υποβάλλονταν στο αρμόδιο Υπουργείο γιά την έγκριση της επιδότησης (βλ. ένορκη βεβαίωση Η. Σ.). Από την κατάθεση αυτή, που κρίνεται πειστική, προκύπτει 1) ότι ο εναγόμενος είχε γνώση των μελετών και ως εκ τούτου και του προϋπολογισμού του έργου, τον οποίο δεν αμφισβήτησε, 2) ότι ο εναγόμενος γνώριζε την πορεία του φακέλου για την έγκριση της επιδότησης. Στις 29.1.2010 ο φάκελος του έργου υποβλήθηκε στη Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης – Διεύθυνση Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, με αριθμό πρωτοκόλλου …, προκειμένου να κριθεί εάν πληρούσε τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3299/2004, ώστε ο εναγόμενος, αξιοποιώντας τις διατάξεις του, να λάβει επιδότηση για το έργο, κατέβαλε μάλιστα και το οικείο παράβολο ποσού 5.000 Ε.
Σημειώνεται ότι ο εναγόμενος, όπως κατέθεσε ο μάρτυράς του Α., είχε πάρει έγκριση από την Ε. Τράπεζα για ποσό 7.000.000 Ε. Η αρμόδια για την εξέταση του αιτήματος Γενική Γραμματεία Επενδύσεων και Ανάπτυξης απέστειλε στην «Κλινική Α. – Α. I. Κ. ΑΕ», ως φορέα της επένδυσης κατά την έννοια του ν. 3299/2004, αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους φορείς που είχαν υποβάλει, όπως και ο παραπάνω φορέας διά του εκπροσώπου του εναγομένου, επενδυτικά σχέδια προς επιχορήγηση στα πλαίσια του ως άνω νόμου, ηλεκτρονικό έγγραφο με το οποίο ζητούσε να προσκομίσουν έως τη Δευτέρα 6.9.2010 συμπληρωματικά στοιχεία, που συνιστούσαν επικαιροποίηση των ήδη υποβληθέντων με την αίτηση, απαραίτητα για την αξιολόγηση της αίτησης εκάστου. Δηλαδή, η αρμόδια υπηρεσία ζητούσε επικαιροποίηση των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης που ζητούσε να λάβει την επιδότηση, τα οποία επομένως αφορούν τα οικονομικά μεγέθη λειτουργίας της, σχετίζονται με την οικονομική της δυνατότητα να χρηματοδοτήσει την επένδυση κατά το μέρος που της αναλογεί (βλ. και ένορκη βεβαίωση Η. Σ.), και ουδεμία σχέση έχουν με το περιεχόμενο μιας αρχιτεκτονικής μελέτης, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος και ο μάρτυράς του Α.. Η κλινική, δηλαδή ο εναγόμενος διά του εκπροσώπου του Η. Σ., υπέβαλε εκπρόθεσμα στις 3.1.2011 υπόμνημα εξέλιξης επενδυτικού έργου, σύμφωνα με το οποίο οι μέτοχοι της κλινικής συνεχίζουν να διατηρούν το ίδιο χαρτοφυλάκιο ρευστών διαθεσίμων, όπως αυτό κατατέθηκε στο αρχικό αίτημα υπαγωγής στο ν. 3299/2004, χωρίς όμως να υποβάλει αντίστοιχες βεβαιώσεις που να βεβαιώνουν το περιεχόμενο του υπομνήματος, ότι δηλαδή δεν επήλθε καμία μεταβολή στα οικονομικά στοιχεία που είχαν αρχικά υποβληθεί στο υπουργείο.
Με αυτά τα δεδομένα, η Γενική Διεύθυνση Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης έκρινε ότι δεν καλύπτεται η ίδια συμμετοχή, δηλαδή το εκτός του ποσού της επιδότησης ποσό κατά το οποίο πρέπει να συμμετάσχει στην κατασκευή του υποψήφιου για επιδότηση έργου ο ίδιος ο επιδοτούμενος, δηλαδή η κλινική «Α.» και επί της ουσίας ο εναγόμενος. Επιπλέον, η κλινική δεν προσκόμισε την προβλεπόμενη για τα ΚΑΑ άδεια ίδρυσης από τη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Λ., αντί δε αυτής προσκόμισε την προαναφερόμενη προέγκριση σχεδίων από λειτουργική άποψη. Ήταν δηλαδή αναγκαίο, αφού είχε ληφθεί η προέγκριση, να εκδοθεί η οικοδομική άδεια του κτιρίου από την αρμόδια Πολεοδομία, ώστε στη συνέχεια να εκδοθεί η τελική άδεια ίδρυσης από την Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας. Για τους παραπάνω λόγους (μη κάλυψη ίδιας συμμετοχής λόγω μη επικαιροποίησης οικονομικών στοιχείων και μη προσκομιδή άδειας ίδρυσης) η Κεντρική Γνωμοδοτική Επιτροπή, που ήταν αρμόδια να αποφανθεί εάν η προτεινόμενη επένδυση (δηλ. η κατασκευή του ΚΑΑ) πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο ν. 3299/2004, κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαΐου 2011 απεφάνθη ότι οι προϋποθέσεις δεν πληρούνται και ο σχετικός φάκελος τέθηκε στο αρχείο της υπηρεσίας (βλ. υπ’ αρ. πρωτ. …/10.5.2012 έγγραφο Γενικής Διεύθυνσης Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης), το δε έργο δεν κατασκευάστηκε ποτέ μέχρι σήμερα.
Ωστόσο, ο ενάγων εκπόνησε μία αρχιτεκτονική μελέτη, τα σχέδια της οποίας σφράγισε και υπέγραψε κατόπιν ο Κ. Α. (βλ. τα από Νοέμβριο 2009 σχέδια, τα οποία στις 22.12.2009 ελέγχθηκαν, θεωρήθηκαν και σφραγίστηκαν από τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας) και τα οποία τέθηκαν στη διάθεση του εναγομένου, κατά τα προαναφερθέντα. Ο τελευταίος ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως (ΑΚ 201), ισχυρισμό που επαναφέρει με την έφεσή του, ότι η καταβολή της αμοιβής του ενάγοντος συμφωνήθηκε υπό την αναβλητική αίρεση της έγκρισης του έργου από το αρμόδιο υπουργείο και συγκεκριμένα από την Κεντρική Γνωμοδοτική Επιτροπή του ν. 3299/2004, η οποία τελικά δεν ενέκρινε την επιδότηση, εντεύθεν δεν πληρώθηκε η αίρεση, οπότε δεν οφείλεται η αμοιβή. Και ναι μεν η προσθήκη τέτοιας αίρεσης, ή οποιοσδήποτε άλλης, είναι δυνατή, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, πλην όμως και με δεδομένο ότι λόγο αρχειοθέτησης της αίτησης από τη Γνωμοδοτική Επιτροπή αποτέλεσε κυρίως η μη ανταπόκριση του εναγομένου στην επικαιροποίηση των οικονομικών του στοιχείων, δηλαδή γεγονός που επαφιόταν στον ίδιο και στον εκπρόσωπο του Η. Σ. και όχι στον ενάγοντα αρχιτέκτονα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο τελευταίος συμφώνησε να εξαρτάται η καταβολή της αμοιβής του από την έγκριση της ως άνω Επιτροπής και ειδικότερα από την ανταπόκριση του εναγομένου στις υποχρεώσεις του, αφού έτσι θα μπορούσε ο εναγόμενος οποτεδήποτε να αποφύγει την εξόφληση της αμοιβής παραμελώντας τις υποχρεώσεις του. Εξάλλου, δεν είχε αναλάβει ο ενάγων την υποχρέωση διεκπεραίωσης του οικονομικού σκέλους του έργου ή την υποβολή στο Υπουργείο Ανάπτυξης των οικονομικών στοιχείων της υποψήφιας για επιδότηση επιχείρησης του εναγομένου, ή τη συμπλήρωση του υποβληθέντος για επιδότηση φακέλου με τα επίκαιρα οικονομικά στοιχεία που συμπληρωματικά ζητήθηκαν, αφού μάλιστα ο εναγόμενος, όπως προαναφέρθηκε, υπέβαλε στις 3.1.2011 υπόμνημα εξέλιξης του έργου, στη σύνταξη ή κατάθεση του οποίου ουδόλως αποδεικνύεται ή προβλέφθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη ή συμμετοχή του ενάγοντος. Υπεύθυνος για την συμπλήρωση και την υποβολή του φακέλου αρμοδίως για την έγκριση της επιδότησης ήταν, κατά τα προαναφερθέντα, ο Η. Σ. (βλ. ένορκη βεβαίωση), ο οποίος ήταν της επιλογής και του εναγομένου (διά του Κ. Α. όπως προεκτέθηκε). Όσον αφορά δε τη μη προσκομιδή άδειας ίδρυσης από τη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας αλλά μόνο προέγκρισης σχεδίων, η οποία κατά την άποψη την Γνωμοδοτικής Επιτροπής, δεν επαρκούσε για την έγκριση της επιδότησης, και πάλι δεν αποδεικνύεται ευθύνη του ενάγοντος, αφού η Επιτροπή, σε αντίθεση με τη μέθοδο που ακολούθησε ως προς την υποβολή των οικονομικών στοιχείων, ζητώντας συμπλήρωση αυτών δι’ επικαιροποίησης, ουδόλως αποδεικνύεται ότι ζήτησε, ενώ μπορούσε κατ’ άρθρο 7 παρ. 5 ν. 3299/2004, την προσκομιδή της ως άνω άδειας ίδρυσης, σε κάθε περίπτωση αρμόδιος για την συμπλήρωση και την υποβολή του φακέλου αρμοδίως για την έγκριση της επιδότησης ήταν, κατά τα προαναφερθέντα, ο Η. Σ., ενώ υπήρχε χρόνος από την υποβολή του φακέλου (29.1.2010) μέχρι την απόρριψη της αίτησης υπαγωγής (3.1.2011) για να εκδοθεί αρμοδίως η οικοδομική άδεια και η άδεια ίδρυσης και εκπρόσωπος του εναγομένου όσον αφορά το κατασκευαστικό σκέλος του έργου ήταν ο ως άνω πολιτικός μηχανικός Κ. Α.. Μάλιστα ο Η. Σ. ήταν αυτός που ενημέρωνε, εκτός από τον ενάγοντα, τον εναγόμενο και τον Κ. Α. για την πορεία του φακέλου (βλ. ένορκη βεβαίωση «…Τον Σεπτέμβριο του 2009 σε συνάντηση που είχα με τον Α. Κ., τον Ν. Κ., τον Γ. Π. και τον Κ. Α. τους ενημέρωσα για την μετέπειτα πορεία του φακέλου … ενημέρωνα το Α. Κ. ότι μέχρι τέλος του χρόνου πρέπει να έχει περάσει η μελέτη από έγκριση της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας, κάτι που ήταν προαπαιτούμενο για την εμπρόθεσμη υποβολή του φακέλου…»),. Αν ο ενάγων ήταν γνώστης της σχετικής διαδικασίας δεν θα είχε την πεποίθηση, ότι η προέγκριση των σχεδίων ισοδυναμεί με άδεια ίδρυσης (βλ. κατάθεση του μάρτυρα Γ. Π. και ένορκη βεβαίωση Α. Β.). Εξάλλου, η έκδοση της οικοδομικής άδειας απαιτούσε την προκατάθεση της αμοιβής των μηχανικών στο TEE, σύμφωνα με το άρθρο 104 παρ. 2 του ΠΔ 696/1974. Για την εξάρτηση της αμοιβής του ενάγοντος από την παραπάνω αίρεση κατέθεσε μόνον ο μάρτυρας του εναγομένου Κ. Α., η κατάθεσή του, όμως, αυτή δεν κρίνεται πειστική διότι έρχεται σε αντίθεση με όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία.
Εφόσον ο ενάγων εκπόνησε τη μελέτη που του ανατέθηκε δικαιούται αμοιβής, όπως αποδεικνύεται και από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος παραδέχτηκε ότι καταβάλλεται αμοιβή στο μελετητή μηχανικό εκ του λόγου και μόνο ότι συνέταξε μία μελέτη, ανεξαρτήτως της έγκρισής της ή όχι από τις αρμόδιες υπηρεσίες (χωρίς πάντως να πείθει ο ισχυρισμός του μάρτυρα αυτού ότι η καταβολή της αμοιβής, εάν δεν εγκριθεί η μελέτη, επαφίεται μόνο στην καλή θέληση του αναθέτοντος πελάτη). Σημειωτέον ότι, επρόκειτο για πλήρη αρχιτεκτονική μελέτη και όχι για προμελέτη, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας του εναγομένου Κ. Α.. Ειδικότερα ο εκ των μελετητών, συνεργατών του ενάγοντος, Α. Β., σαφώς κατέθεσε ότι ο ενάγων του έστειλε τον Απρίλιο του 2009 την αρχιτεκτονική προμελέτη και στη συνέχεια την πλήρη αρχιτεκτονική μελέτη.
Δεν έσφαλε, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι’ αυτό οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως του εκκαλούντος – εναγομένου, με τους οποίους ο τελευταίος υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι κατ’ ουσίαν και πρέπει να απορριφθούν, όπως και η έφεσή του. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση (άρθ. 179 εδ. β, 183 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθ.495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
II. Περαιτέρω, η αμοιβή του ενάγοντος μηχανικού ήταν εκ του νόμου καταβλητέα, ήτοι ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, μόλις αυτός εκπόνησε και ολοκλήρωσε την πλήρη αρχιτεκτονική μελέτη, όπως, όμως, ομολόγησε ο ίδιος (ενάγων) και κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως και ο οικονομολόγος Η. Σ., η αμοιβή του συμφωνήθηκε να καταβληθεί με την ολοκλήρωση του αναληφθέντος από αυτόν έργου, που ήταν ο χρόνος της κατάθεσης του σχετικού φακέλου στη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας, δηλαδή η 7.12.2009 και όχι η 30.9.2009, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο ενάγων, ενόψει του ότι έπρεπε να προηγηθεί η έγκριση του φακέλου από τις λοιπές υπηρεσίες, ήτοι το Δασαρχείο και Εφορείες Αρχαιοτήτων. Δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση, η ολοκλήρωση του από τον ενάγοντα αναληφθέντος έργου, δεν έγινε με την υποβολή της μελέτης στην αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία για την έκδοση της άδειας, ενόψει του ότι άλλος θα ήταν ο υπογράφων την αρχιτεκτονική μελέτη και συγκεκριμένα ο πολιτικός μηχανικός Κ. Α., ο οποίος θα είχε την ευθύνη της υπογραφής και θα ήταν και ο επιβλέπων το έργο, αλλά με την κατάθεση του σχετικού φακέλου στη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας, οπότε και θεωρείται το εν λόγω έργο εκτελεσμένο και παραδομένο, από πλευράς ενάγοντα, εφ’ όσον βέβαια τούτο έχει εκτελεσθεί προσηκόντως και κατά τα συμφωνηθέντα. Σε κάθε περίπτωση ο ενάγων ολοκλήρωσε εγκαίρως χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη μελέτη που ανέλαβε, δηλαδή το έργο που του ανατέθηκε και επομένως δικαιούται τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνημένη για τη μελέτη αμοιβή, που ανέρχεται στο ήμισυ αυτής που συμφωνήθηκε από τους συμβαλλομένους να υπολογιστεί κατά το π.δ. 696/1974, με βάση τον προϋπολογισμό του έργου, καθώς το υπόλοιπο συμφωνήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, να καταβληθεί στο μηχανικό Κ. Α., η συμφωνία δε αυτή δεν προσκρούει στις διατάξεις του πδ 696/1974, όπως ίσχυε πριν το ν. 3919/2011, σχετικά με το νόμιμο όριο αμοιβής, αφού ο επιμερισμός της αμοιβής μεταξύ περισσοτέρων μηχανικών είναι νόμιμος (πρβλ. ΑΠ 579/2009 Νόμος), ούτε, βέβαια, καταλύθηκε εκ των υστέρων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με την έφεσή του, διότι σε κάθε ενέργεια του ενάγοντος είχε συμμετοχή και ο Κ. Α. (βλ. καταθέσεις μαρτύρων που αναφέρουν ότι σε κάθε συνάντηση που αφορούσε το έργο ήταν παρών και ο τελευταίος).
Εξάλλου, ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι προέβη σε ανάκληση της προς αυτόν (ενάγοντα) εντολής τον Ιανουάριο του 2011, εκτός του ότι δεν περιέχεται στα πρωτόδικα πρακτικά, όπως θα έπρεπε, καθόσον δεν πρόκειται περί αρνητικών της αγωγής περιστατικών, ακόμα και ως ισχυρισμός υπεράσπισης κατά της έφεσης του ενάγοντος (ΚΠολΔ 527 παρ. 1), αλυσιτελώς προβάλλεται διότι κατά τον χρόνο ανάκλησης της εντολής το συμφωνηθέν έργο είχε ήδη εκτελεστεί και παραδοθεί χωρίς διαμαρτυρία από πλευράς του. Το σύνολο της αμοιβής, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του TEE, στο οποίο προσέφυγε ο ενάγων, ανέρχεται σε 41.607,05 Ε για τη μελέτη (αρχιτεκτονικά – διαμόρφωση περιβάλλοντα χώρου), πλέον ΦΠΑ 9.569,62 Ε και συνολικά 51.176,67 Ε. Σημειώνεται ότι για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό του δικαιώματος του ενάγοντος μελετητή μηχανικού για την αμοιβή του από την εκπόνηση της ανατεθείσας σ’ αυτόν μελέτης, με βάση ποσοστά του προϋπολογισμού, απαιτείται η έγκριση από τον εργοδότη μόνο του αρχικού προϋπολογισμού, που εξάγεται με τις ποσότητες όλων των εργασιών του εκτελούμενου έργου και όχι του αναλυτικού προϋπολογισμού, ο οποίος συντάσσεται με βάση τα αναφερόμενα στο ίδιο άρθρο αντικειμενικά στοιχεία, που ισχύουν στο χρόνο συντάξεως του προϋπολογισμού του τελευταίου σταδίου της μελέτης και λαμβάνεται υπόψη για τον ακριβή προϋπολογισμό της αμοιβής.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο εναγόμενος ενέκρινε τον αρχικό προϋπολογισμό και το σύνολο των μελετών του έργου, γι’ αυτό κατέβαλε το σχετικό παράβολο (βλ. υπ’ αριθμ. …/29.1.2010 έγγραφο). Εξάλλου ο εναγόμενος οψίμως αμφισβητεί, το πρώτον με τις εφετειακές προτάσεις του, τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής του ενάγοντος από το TEE, όπως αναγράφεται στην αγωγή. Στο δε δικόγραφο της αγωγής, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εναγόμενος, εκτίθενται όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για το ορισμένο της, ήτοι το ανατεθέν έργο, η ημερομηνία υποβολής του φακέλου στη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας, ο προϋπολογισμός του έργου, ο τύπος υπολογισμού της νόμιμης αμοιβής του ενάγοντος, καθώς και η συνολική αμοιβή που αιτείται. Συνεπώς ο εναγόμενος πρέπει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (51.176,67 Ε : 2 =) 25.588,34 Ε (για το νόμιμο της επιδίκασης ΦΠΑ βλ. ΑΠ 80/1999 και ΕφΑθ 8884/2003 Νόμος). Δεν έσφαλε, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι’ αυτό οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως του εκκαλούντος – ενάγοντος, με τους οποίους ο τελευταίος υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι κατ’ ουσίαν και πρέπει να απορριφθούν. {…}