159/2016 ΜονΕφΛαρ (ανάκλησης της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος – θέση σε ειδική εκκαθάριση – αγωγή επαναπροσδιορισμού οφειλών)

159/2016                    

Πρόεδρος: Αντζελίτα Παπαβασιλείου

Δικηγόροι: Κλεοπάτρα Τσιτιρίδου, Αγγ. Γιουρέλλης

 

Επί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μη πτώχευσή του, αλλά θέση σε ειδική εκκαθάριση (ν. 4261/14) με απόφαση της Τράπεζας Ελλάδος, που μπορεί μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών εκκαθάρισης να υποχρεώσει τον εκκαθαριστή σε μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του σε άλλο. Συμπληρωματική εφαρμογή του ΠτωχΚωδ, όπως της δ/ξης περί αναστολής ατομικών διώξεων πιστωτών κατά του οφειλέτη.

Ανάκληση της άδειας λειτουργίας της «ΑΤΕ ΑΕ», θέση της σε ειδική εκκαθάριση και εντολή στον εκκαθαριστή για μεταβίβαση των αναφερόμενων περιουσιακών στοιχείων της στην Τράπεζα Πειραιώς, εκτός από τα στοιχεία και συμβατικές σχέσεις που περιγράφονται ως μη μεταβιβαζόμενες όπου συμβαλλόμενη παραμένει η υπό εκκαθάριση εταιρεία, όπως οι έννομες σχέσεις της έναντι πελατών της από δανειακές συμβάσεις.

Απαράδεκτη η αγωγή κατά της υπό εκκαθάριση Τράπεζας σχετικά με επαναπροσδιορισμό οφειλών του ενάγοντος εκ δανειακής σύμβασης (μη μεταβιβασθείσας) λόγω αναστολής των κατ’ αυτής καταδιωκτικών μέτρων.

 

{…}    2.α.i. Στο άρθρο 145, τιτλοφορούμενο «Ειδική Εκκαθάριση Πιστωτικών Ιδρυμάτων», του ν. 4261/2014 ορίζονται, ανάμεσα στ’ άλλα, τα εξής, ταυτόσημα με τα αναφερόμενα στον καταργηθέντα ν. 3601/2007 και στο άρθρο 68 αυτού: «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 3458/2006 και του άρθρου 142 του παρόντος νόμου: α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν κηρύσσεται σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 19, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ειδικός εκκαθαριστής, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, … στ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί, μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών εκκαθάρισης και χάριν προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να υποχρεωθεί ο ειδικός εκκαθαριστής στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή σε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά το άρθρο 142. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 141 εφαρμόζονται ανάλογα 2. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκεινται στο παρόν άρθρο όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα». Στο άρθρο 166 παρ. 1 και 2 του ν. 4261/2014 ορίζεται ότι: «1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται ο ν. 3601/2007 και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτόν, και στον παρόντα νόμο, νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου, σύμφωνα με την αντιστοίχιση, όπως αυτή φαίνεται στο παράρτημα  του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. 2. Οι κανονιστικές αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές αποφάσεις, εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου».

Περαιτέρω, με τον νόμο 4021/2011 αναμορφώθηκε το δίκαιο εξυγίανσης και εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρα 63 έως 63Ζ και 68 ν. 3601/2007). Στα άρθρα αυτά, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 3458/2006 για την «Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες διατάξεις», προβλέπονται, εκτός των άλλων, τα μέτρα εξυγίανσης που μπορούν να ληφθούν με σκοπό την αναδιάρθρωση του πιστωτικού συστήματος. Με την με αριθμό 21/2/24.11.2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδόθηκε κατ’ επίκληση της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν, 3601/2007, θεσπίσθηκε ο Κανονισμός Ειδικής Εκκαθάρισης Πιστωτικών Ιδρυμάτων, σύμφωνα με τον οποίο η ειδική εκκαθάριση αποτελεί διαδικασία, που αποβλέπει στη ρευστοποίηση της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος (βλ. το προοίμιο της απόφασης), προβλέφθηκε, δε, ότι ο ειδικός εκκαθαριστής λαμβάνει όλα τα αναγκαία εξασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και να προστατευθεί η αξία της υπό εκκαθάριση περιουσίας, την οποία και απογράφει (άρθρο 2), ότι καλεί τους πιστωτές να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους (άρθρο 3) και προβαίνει στην επαλήθευσή τους (άρθρο 4), ότι, μετά την υποβολή της έκθεσης απογραφής, μπορεί να προβαίνει στην εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του πιστωτικού ιδρύματος (άρθρο 5) και πως, μετά την εκποίηση, συντάσσει πίνακα διανομής, τον οποίο υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 6). Ο θεσμός της ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικού ιδρύματος, όπως προβλέπεται και ρυθμίζεται από το νόμο, όπως το άρθρο 145 του ν. 4261/2014 και το άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 4021/2011, όπου ορίζεται ότι στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκεινται στο παρόν άρθρο οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, προσομοιάζει προς τον θεσμό της πτώχευσης, αφού και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξή του προβλέπονται ανάλογες διαδικασίες.

2.α.ii.   Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 3588/2007 «Πτωχευτικός Κώδικας», που ορίζει πως: «1. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες», πρέπει, για την ταυτότητα του δικαιολογητικού λόγου, να ισχύσει και στην περίπτωση της ειδικής εκκαθάρισης, η οποία, ως ήδη εκτέθηκε, αποτελεί θεσμό ανάλογο προς αυτόν της πτώχευσης, με τον οποίο ταυτίζεται κατά βάση ως προς το σκοπό και την τηρούμενη για την επίτευξή του διαδικασία. Κύρια συνέπεια της παράβασης της παραπάνω αρχής για την αναστολή των ατομικών διώξεων είναι το απαράδεκτο των ασκούμενων αγωγών και των συζητήσεων, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα (ΑΠ 808/1990, ΕφΘεσ 2867/2009 Νόμος).

2.β. Με την με αριθμό 46/1/27.7.2012 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος αποφασίστηκε η ανάκληση της άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ», ήτοι της εναγόμενης, η θέση της σε ειδική εκκαθάριση και ο διορισμός ειδικού εκκαθαριστή. Συνάμα, εκδόθηκε και η με αριθμό 4/1/27.7.2012 απόφαση της ίδιας ανωτέρω Επιτροπής, με την οποία δόθηκε στον ειδικό εκκαθαριστή του προαναφερόμενου πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ» η εντολή της παραχρήμα μεταβίβασης των, αναφερόμενων στο παράρτημά της, περιουσιακών στοιχείων του τελευταίου πιστωτικού ιδρύματος στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ», εκτός από τις συμβατικές σχέσεις και τα στοιχεία που περιγράφονται ως μη μεταβιβαζόμενα. Στις συμβατικές σχέσεις που δεν μεταβιβάζονται, συμβαλλόμενη θα παραμένει η υπό εκκαθάριση τραπεζική εταιρεία και τα στοιχεία που δεν μεταβιβάζονται παραμένουν στη δικαιοκτησία ή συνεχίζουν να τη βαρύνουν. Στην παράγραφο 2 του παραρτήματος της απόφασης αυτής ορίστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της υπό εκκαθάριση τραπεζικής εταιρείας «Αγροτική», που δεν μεταβιβάζονται στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς» και άρα παραμένουν στην πιο πάνω υπό εκκαθάριση τράπεζα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται, ως παρατίθενται στο εδάφιο ιδ’, οι έννομες σχέσεις της «Αγροτική» έναντι πελατών της από δανειακές συμβάσεις της «Αγροτική».

3.α. Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με την ένδικη αγωγή τους ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ισχυρίστηκαν ότι ο Κ. Σ., σύζυγος της πρώτης των εναγόντων και πατέρας των άλλων δύο (εναγόντων), συνήψε με την εναγομένη τράπεζα τις αναφερόμενες στην αγωγή συμβάσεις δανείων, η χορήγηση των οποίων έγινε στον ανωτέρω, αρχικό δικαιούχο, κατ’ επάγγελμα τότε αγρότη, για την καλύτερη διεξαγωγή της γεωργικής του εν γένει επιχειρήσεως, για την οποία και δαπανήθηκαν τα ποσά τους. Ότι ο ανωτέρω δανειολήπτης, πριν το θάνατό του, και συγκεκριμένα στις 27.9.2004 υπέβαλε αίτηση προς την εναγομένη δανείστριά του, με την οποία αυτός ζήτησε την υπαγωγή της οφειλής του στη διάταξη του άρθρου 39 του ν. 3259/2004, αίτηση που απορρίφθηκε ως μη νόμιμη από την εναγομένη, η οποία όμως κατά τον επαναπροσδιορισμό των οφειλών του αιτούντος δανειολήπτη από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις, προέβη σε μη νόμιμο υπολογισμό και συνεπώς εσφαλμένο, καθόσον, σε αντίθεση με όσα προβλέπει ο νόμος, η εναγομένη δεν υπήγαγε το σύνολο των ληξιπρόθεσμων και απαιτητών οφειλών του αρχικού δανειολήπτη στη διάταξη της παρ. 5. Ήδη οι ενάγοντες ως υπόχρεοι έναντι της εναγομένης, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος αρχικού δανειολήπτη, ζητούν με την ένδικη αγωγή να αναγνωριστεί ότι η οφειλή τους, με την παραπάνω ιδιότητά τους, προς την εναγομένη εμπίπτει στη ρύθμιση της πέμπτης (§5) παραγράφου του άρθρου 39 ν. 3259/2004 και ανέρχεται στο ποσό των 75.431,62 Ε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η οφειλή των εναγόντων εμπίπτει στη ρύθμιση της πέμπτης (§5) παραγράφου του άρθρου 39 ν. 3259/2004 και ανέρχεται στο παραπάνω ποσό.

3.β. Με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή οι αξιώσεις της εναγομένης που τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση προέρχονται από τη χορήγηση δανείου στον δικαιοπάροχο των εναγόντων, και άρα, πρόκειται για περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας «Αγροτική», τα οποία, δυνάμει της με αριθμό 4/1/27.7.2012  απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, δεν μεταβιβάστηκαν στη «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ», καθώς όπως αναφέρθηκε παραπάνω στην παράγραφο 2 του παραρτήματος της παραπάνω απόφασης ορίστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της υπό εκκαθάριση τραπεζικής εταιρείας «Αγροτική», που δεν μεταβιβάζονται στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς» και άρα παραμένουν στην πιο πάνω υπό εκκαθάριση τράπεζα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται, ως παρατίθενται στο εδάφιο ιδ’, οι έννομες σχέσεις της «Αγροτική» έναντι πελατών της από δανειακές συμβάσεις της «Αγροτική». Η εναγόμενη, με την με αριθμό 46/1/27.7.2012 απόφαση της ανωτέρω Επιτροπής, τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, με αποτέλεσμα την αναστολή των εναντίον της καταδιωκτικών μέτρων με βάση το, συμπληρωματικά εφαρμοζόμενο στην ειδική εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, άρθρο 25 του Πτωχευτικού Κώδικα. Συνακόλουθα, η αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη…