189/2016 ΜονΕφΛαρ (απάτη – ελάττωμα μισθίου – αγωγή μισθωμάτων)

189/2016                                                                    

Πρόεδρος: Μαρία Τσιρωνίδου

Δικηγόροι: Ελευθερία Σαργκάνη, Παν. Σταυριανάκης

 

Δικαίωμα απατηθέντος για ακύρωση της δικαιοπραξίας. Απάτη επί πρόκλησης από πρόθεση με κάθε δόλιο μέσο ή τέχνασμα της δήλωσης βούλησης του ετέρου, το οποίο (μέσο) υπήρξε αποφασιστικό για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας. Απάτη και με ψευδή γεγονότα ή παραστάσεις που ανάγονται στο μέλλον. Αδιάφορο αν η εκ της απάτης πλάνη είναι συγγνωστή ή ουσιώδης.

Επί ελαττώματος του μισθίου που εμπόδισε μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση, δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής μισθώματος, και κατ’ ένσταση.

Αγωγή μισθωμάτων. Ένσταση ακυρωσίας της ένδικης μίσθωσης λόγω απάτης, συνιστάμενης στο ότι οι εκμισθωτές παρέστησαν ψευδώς ότι το εστιατόριο (μίσθιο) έχει μεγάλο τζίρο, μεγάλη σταθερή πελατεία και υψηλές εισπράξεις και ότι ο μίσθιος εξοπλισμός ήταν καινούργιος. Επικουρικά αίτημα μείωσης του ετήσιου μισθώματος, λόγω έλλειψης των άνω συμφωνημένων ιδιοτήτων στο μίσθιο και λόγω ελαττωμάτων στα μίσθια κινητά του εξοπλισμού του, που ήταν παλαιά και ακατάλληλα για χρήση. Αβασιμότητα ενστάσεων.

{…} V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 147 εδ. α’ ΑΚ όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απάτη στοιχειοθετείται όταν ο ένας των συμβαλλομένων από πρόθεση προκαλεί, με κάθε δόλιο μέσο ή τέχνασμα, τη δήλωση της βουλήσεως του ετέρου προς κατάρτιση της δικαιοπραξίας, έτσι ώστε το μέσο αυτό να υπήρξε αποφασιστικό για την κατάρτισή της. Η δόλια αυτή συμπεριφορά, ως προϋπόθεση ακυρώσεως της δικαιοπραξίας κατά την ως άνω διάταξη, μπορεί να αφορά και σε ψευδή γεγονότα ή παραστάσεις που ανάγονται στο μέλλον. Είναι αδιάφορο αν η πλάνη που προκλήθηκε από την απάτη είναι συγγνωστή ή μη, ουσιώδης ή επουσιώδης, όπως και αν η παραπλανητική συμπεριφορά είναι αντικειμενικά δυνατή να παρασύρει έμφρονα άνθρωπο. Αρκεί το γεγονός ότι η απατηλή συμπεριφορά αποσκοπούσε στην πρόκληση της δήλωσης βούλησης αυτού που εξαπατήθηκε, η οποία (δήλωση) προκλήθηκε πράγματι εξ αιτίας της απατηλής συμπεριφοράς (βλ. ΑΠ 1225/2010 Δνη 2011. 994, ΑΠ 463/2008 Νόμος).                Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575 και 576 ΑΚ, προκύπτει ότι με τη σύμβαση της μίσθωσης ο εκμισθωτής υποχρεούται να παραχωρήσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνηθείσα χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο για τη χρήση αυτή καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης, ο δε μισθωτής υποχρεούται, σε αντάλλαγμα για την παρεχόμενη δυνατότητα χρήσης του μισθίου, να καταβάλλει στον εκμισθωτή το μίσθωμα που συμφωνήθηκε. Αν όμως, κατά το χρόνο παράδοσης του μισθίου, αυτό έχει ή κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίσει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Επομένως, η παραπάνω υποχρέωση του εκμισθωτή γεννά αντίστοιχο δικαίωμα του μισθωτή να μην καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα, αν η χρήση του μισθίου παρακωλύθηκε ολικά ή μερικά εξαιτίας του ελαττώματος και για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή ή να ζητήσει ανάλογη μείωση του μισθώματος, εκτός αν ο μισθωτής, παρά την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος, έκανε χρήση του μισθίου, οπότε έχει υποχρέωση να καταβάλει το μίσθωμα που οφείλεται σε αντάλλαγμα της χρήσης που έγινε. Τόσο δε στην περίπτωση ολικής, όσο και μερικής παρακώλυσης, ο μισθωτής έχει δικαίωμα να μην καταβάλει ή να καταβάλει μειωμένο μίσθωμα, προβάλλοντας το δικαίωμά του και κατ’ ένσταση (βλ. ΑΠ 74/2008 Νόμος). Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του πραγματικού ελαττώματος είναι η ατέλεια που πράγματος, που αφορά την ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του πράγματος και έχει αρνητική επίδραση πάνω στην αξία ή την χρησιμότητα αυτού. Ενώ ιδιότητα του πράγματος θεωρείται το συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα του πράγματος, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία λόγω του είδους και της διάρκειάς της επιδρά στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος. Συμφωνημένη δε ιδιότητα του μισθίου υπάρχει όταν ο μισθωτής αποδέχεται τη δήλωση στην οποία προβαίνει o εκμισθωτής και η οποία έχει ως περιεχόμενο την ύπαρξη ορισμένων και συγκεκριμένων ιδιοτήτων ή προσόντων του μισθίου, καθώς και την ανάληψη από αυτόν της ευθύνης για την ύπαρξη των ιδιοτήτων αυτών και για τις συνέπειες της ελλείψεώς τους (βλ. ΕφAθ 2647/1997 Νόμος).               Στην προκειμένη περίπτωση οι  εκκαλούντες – εναγόμενοι με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους προβάλλουν την ένσταση περί ακυρωσίας της ένδικης μίσθωσης λόγω απάτης των εναγόντων, συνισταμένης στο ότι οι εφεσίβλητοι τους παρέστησαν ψευδώς ότι το εστιατόριο (μίσθιο ακίνητο) έχει μεγάλο τζίρο, πολυάριθμη σταθερή πελατεία και αντίστοιχα μεγάλες εισπράξεις και κέρδη πάνω από 100.000 Ε κατ’ έτος (ποσό που με τις προτάσεις τους στο Δικαστήριο αυτό διόρθωσαν από 100.000 Ε σε 200.000 Ε) και ότι ο μίσθιος εξοπλισμός ήταν καινούργιος και έτοιμος για χρήση. Ότι όμως ο συνολικός ετήσιος τζίρος του εστιατορίου δεν υπερέβαινε τις 20.000 Ε (ποσό που με τις προτάσεις τους στο Δικαστήριο αυτό διόρθωσαν σε 100.000 Ε) και ότι τα κινητά πράγματα του εξοπλισμού ήταν παλιά, ελαττωματικά και ακατάλληλα για χρήση, και ότι ήταν αναγκασμένοι να τα αντικαταστήσουν προκειμένου να λειτουργήσουν το εστιατόριο. Ότι επιπλέον οι εφεσίβλητοι – ενάγοντες τους εμφάνισαν και τους έπεισαν να υπογράψουν δύο ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης, ήτοι το από 18.4.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό με ετήσιο μίσθωμα 5.000 Ε για το μίσθιο ακίνητο (υπ’ αριθμ. κατάθεσης στη Δ.Ο.Υ. 183/7.5.2007) και το από 18.4.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό με ετήσιο μίσθωμα 10.000 Ε για τα μίσθια κινητά πράγματα του καταστήματος – εξοπλισμού του (υπ’ αριθμ. κατάθεσης στη Δ.Ο.Υ. 181/7.5.2007), φροντίζοντας να αποσπάσουν και την υπογραφή τους και σε ένα ακόμη (τρίτο) ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης για το ίδιο μίσθιο ακίνητο, με ετήσιο μίσθωμα 5.000 Ε (υπ’ αριθμ. κατάθεσης στη Δ.Ο.Υ. 182/7.5.2007), τοποθετώντας το ανάμεσα στα άλλα δύο ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης, αντίγραφο του οποίου (τρίτου συμφωνητικού) δεν τους χορήγησαν και απέκρυπταν το εν λόγω (τρίτο) ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, ώστε το τελευταίο τυγχάνει άκυρο και δεν οφείλεται το μίσθωμα που αναφέρεται σ’ αυτό. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 147 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη. Επίσης οι εκκαλούντες – εναγόμενοι με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, προέβαλαν επικουρικά το αίτημα μείωσης του ετήσιου μισθώματος για το μίσθιο ακίνητο και τα μίσθια κινητά πράγματα του εξοπλισμού από 20.000 Ε σε 15.000 Ε, επικαλούμενοι ότι  η πρώτη εναγομένη – μισθώτρια, εξαιτίας του ότι κατά τον χρόνο παράδοσης σ’ αυτήν των μισθίων, λόγω της έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων στο μίσθιο ακίνητο (αφού οι εφεσίβλητοι υποσχέθηκαν ότι το εστιατόριο έχει μεγάλο τζίρο, πολυάριθμη σταθερή πελατεία και αντίστοιχα μεγάλες εισπράξεις και κέρδη, γεγονός που δεν ίσχυε) και λόγω της ύπαρξης ελαττωμάτων στα μίσθια κινητά του εξοπλισμού του  καταστήματος (αφού τα μίσθια κινητά ήταν παλαιά, ελαττωματικά και ακατάλληλα για χρήση), εμποδίστηκε μερικά στη χρήση των μισθίων αυτών. Το αίτημα αυτό είναι νόμιμο, στηριζόμενο στο άρθρο 576 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και από ουσιαστική άποψη.                {…} VII. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει των από 18.4.2007 (δύο ξεχωριστών) ιδιωτικών συμφωνητικών μίσθωσης ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόντων εκμίσθωσαν στην πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη εκκαλούσα ένα ισόγειο κατάστημα 100 τμ με υπόγειο, 2 WC  και αύλειο χώρο, που βρίσκεται στη Σ., στην περιοχή Τ., επι της επαρχιακής οδού Σ.-Κ., του οποίου είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας από αυτούς, για χρονικό διάστημα ενός έτους, ήτοι από 1.5.2007 έως 30.4.2008, προκειμένου η πρώτη εναγομένη να το χρησιμοποιήσει ως εστιατόριο – ταβέρνα. Το μίσθωμα για την ετήσια χρήση του μισθίου ακινήτου συμφωνήθηκε στο ποσό των 5.000 Ε για καθένα από τους ενάγοντες και συνολικά στο ποσό των 10.000 Ε, καταβλητέο μέχρι τις 31.8.2007, της καταβολής του μισθώματος αποδεικνυομένης αποκλειστικά με έγγραφη απόδειξη των εκμισθωτών αυτών. Επίσης, δυνάμει του από 18.4.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού η τρίτη ενάγουσα εκμίσθωσε στην πρώτη εναγόμενη τον πλήρη εξοπλισμό του ως άνω εστιατορίου – ταβέρνας, αποτελούμενο από 84 είδη που αναφέρονται αναλυτικά στη συνημμένη στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό κατάσταση ανά είδος και τεμάχιο (όπως κοτοπουλιέρα – ψησταριά πλήρης, ψυγείο βιτρίνα, γκριλιέρα υγραερίου, ψηστιέρια ηλεκτρική, κούτσουροψησταριάς κ.λ.π.), συνολικά 818 τεμάχια, προκειμένου η πρώτη εναγομένη να τα χρησιμοποιήσει ως εξοπλισμό για τη λειτουργία του ως άνω μισθίου εστιατορίου για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.5.2007 έως 30.4.2008, με συμφωνηθέν μίσθωμα για την ετήσια χρήση του μισθίου εξοπλισμού 10.000 Ε, καταβλητέου έως την 31.8.2007, της καταβολής αποδεικνυομένης αποκλειστικά με έγγραφη απόδειξη της εκμισθώτριας – τρίτης ενάγουσας. Την πιστή τήρηση των όρων των ως άνω μισθώσεων εγγυήθηκε ο δεύτερος εναγόμενος (σύζυγος της πρώτης εναγομένης), υπογράφοντας ως εγγυητής στα ως άνω τρία ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης. Τα εν λόγω ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης κατατέθηκαν και καταχωρίστηκαν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. στις 7.5.2007 με αριθμ. 183, 182 και 181 αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι οι δύο πρώτοι των εναγόντων συνήψαν με τους εναγομένους και το από 18.4.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης καταστήματος, με το οποίο οι ενάγοντες αυτοί εκμίσθωσαν ως συγκύριοι το ως άνω μίσθιο – κατάστημά τους στην πρώτη εναγομένη για ένα έτος, από 1.5.2007 έως 30.4.2008, με συμφωνηθέν μίσθωμα για το διάστημα αυτό 33.000 Ε, καταβλητέου του ποσού των 5.000 Ε με την υπογραφή του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού και του υπολοίπου ποσού των 28.000 Ε μέχρι τις 31.8.2007. Ο δεύτερος εναγόμενος εγγυήθηκε την πιστή τήρηση των όρων του συμφωνητικού αυτού. Το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό κατατέθηκε και καταχωρίστηκε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. στις 30.5.2008 με αριθμό 377. Πλην όμως το τελευταίο αυτό ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, με συμφωνία των διαδίκων, δεν ίσχυσε ποτέ. Συγκεκριμένα καταρτίστηκε την ίδια ημέρα με τα ως άνω τρία (από 18.4.2007) ιδιωτικά συμφωνητικά, χρονικά όμως πριν από αυτά, ωστόσο δεν ίσχυσε, διότι σε αντικατάσταση αυτού συνήφθησαν τα δύο ιδιωτικά συμφωνητικά των δύο πρώτων εναγόντων ως συνεκμισθωτών που κατατέθηκαν και καταχωρίστηκαν στην ως άνω Δ.Ο.Υ με αριθμούς 183 και 182. Η ως άνω μίσθωση του εστιατορίου, ως εμπορική, είχε νόμιμη διάρκεια δώδεκα ετών (άρθρα 1 παρ. 1α, 5 παρ. 1 πδ 34/1995).                Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη έκανε ελεύθερη και ακώλυτη χρήση του μισθίου καταστήματος και του μισθωμένου εξοπλισμού του καθ’ όλη την συμβατική διάρκεια των μισθώσεων αλλά και πέραν του συμφωνηθέντος χρόνου, δηλαδή τις 30.4.2008, μέχρι και τις 8.5.2009, οπότε και παρέδωσε στους ενάγοντες τη χρήση τους. Αναφορικά δε με την ένδικη μίσθωση κινητών πραγμάτων μετά τη συμβατική λήξη της και αφού η πρώτη εναγομένη εξακολούθησε να χρησιμοποιεί τον μίσθιο εξοπλισμό του καταστήματος χωρίς εναντίωση της τρίτης ενάγουσας – εκμισθώτριας, αυτή ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο κατ’ άρθρο 611 ΑΚ. Οι ανωτέρω μισθώσεις με συμφωνία των διαδίκων έληξαν την 8.5.2009. Με βάση τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι το συνολικό μίσθωμα για το μισθωτικό έτος από 1.5.2007 έως 30.4.2008 καθορίστηκε σε 20.000 Ε και ήταν καταβλητέο στις 31.8.2007 και συγκεκριμένα το ποσό των 5.000 Ε σε καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και το ποσό των 10.000 Ε στην τρίτη ενάγουσα. Η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στους ενάγοντες το μίσθωμα για το πρώτο μισθωτικό έτος, ύψους 20.000 Ε καθώς και 13.000 Ε, ως μέρος του συνολικού ποσού μισθώματος 20.000 Ε για το δεύτερο μισθωτικό έτος, δηλαδή για το χρονικό διάστημα από 1.5.2008 έως 30.4.2009 και συγκεκριμένα κατέβαλε 3.250 Ε σε καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και 6.500 Ε στην τρίτη ενάγουσα (βλ. την από 17.9.2008 εξώδικη δήλωση – όχληση των εναγόντων προς τους εναγομένους που επιδόθηκε στους τελευταίους στις 14.10.2008). Το υπόλοιπο ποσό των οφειλομένων μισθωμάτων με βάση τις ως άνω μισθώσεις, το οποίο ανέρχεται σε 7.000 Ε και ειδικότερα 1.750 Ε για καθένα από τους δύο πρώτους ενάγοντες και 3.500 Ε για την τρίτη ενάγουσα, δε καταβλήθηκε. Λόγω του ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερη συμφωνία για τον χρόνο καταβολής των επίδικων μισθωμάτων, αυτά ήταν καταβλητέα κατά την λήξη των μισθώσεων, δηλαδή στις 8.5.2009 (βλ. άρθρο 595 ΑΚ).                Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη – μισθώτρια παρασύρθηκε με απάτη στην δήλωση βούλησης για την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων μίσθωσης και συγκεκριμένα οι ενάγοντες ήδη εφεσίβλητοι δεν προέκυψε ότι πριν την υπογραφή των πιο πάνω μισθωτηρίων συμβολαίων παρέστησαν στους εναγομένους ήδη εκκαλούντες ότι το μίσθιο ακίνητο, του οποίου η συμφωνημένη χρήση ήταν εστιατόριο – ταβέρνα, είχε μεγάλο τζίρο, πολυάριθμη πελατεία και αντίστοιχα κέρδη άνω των 100.000 Ε ή 200.000 Ε κατ’ έτος, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες. Ούτε φυσικά αποδείχθηκε ότι οι εκκαλούντες υπέγραψαν με τη θέλησή τους μόνο τα δύο από 18.4.2007 (ξεχωριστά) ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης του ισογείου καταστήματος και του εξοπλισμού αντίστοιχα (που κατατέθηκαν και καταχωρίστηκαν στην Δ.Ο.Υ. με αριθμούς 183 και 181 αντίστοιχα) και ότι οι εφεσίβλητοι απέσπασαν την υπογραφή των εκκαλούντων, δίχως την θέληση των τελευταίων, στο από 18.4.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης του ισογείου καταστήματος (που κατατέθηκε και καταχωρίστηκε στην Δ.Ο.Υ. με αριθμό 182), τοποθετώντας το ανάμεσα στα πιο πάνω ιδιωτικά συμφωνητικά, δίχως να γνωρίζουν την ύπαρξή του. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε ότι τα μίσθια κινητά πράγματα ήταν παλαιά, ελαττωματικά και ακατάλληλα για την συμφωνημένη χρήση.                Από την επισκόπηση των από 18.4.2007 δύο (ξεχωριστών) ιδιωτικών συμφωνητικών μίσθωσης του ισογείου καταστήματος προκύπτει ότι οι δύο πρώτοι ενάγοντες εκμίσθωσαν στην πρώτη εναγομένη την ιδανική μερίδα τους στο μίσθιο ακίνητο και συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται σε καθένα ιδιωτικό συμφωνητικό, εκμίσθωσαν ένα ισόγειο κατάστημα 1/2 εξ αδιαιρέτου, αντί μισθώματος (που αντιστοιχεί στην ιδανική μερίδα του κάθε εκμισθωτή – κοινωνού) 5.000 Ε, δίχως βέβαια με τον τρόπο αυτό να επηρεάζεται η εγκυρότητα της μίσθωσης του μισθίου ακινήτου (αφού δεν επιτρέπεται η εκμίσθωση ιδανικής μερίδας), καθόσον με τις μερικότερες μισθώσεις εκμισθώθηκε ολόκληρο το μίσθιο ακίνητο, ώστε από το περιεχόμενο και μόνο του επικαλούμενου από τους εκκαλούντες από 18.4.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού (με αριθμό καταχώρησης στην Δ.Ο.Υ. 182), την εγκυρότητα του οποίου και αναγνωρίζουν, γίνεται αντιληπτό ότι το τελευταίο αφορά την εκμίσθωση από κοινωνό του μισθίου ακινήτου της ιδανικής του μερίδας (1/2) και όχι την εκμίσθωση ολόκληρου του μισθίου, όπως οι εκκαλούντες επικαλούνται αβάσιμα, ώστε για την μίσθωση από τους εκκαλούντες ολόκληρου του μισθίου ήταν αναγκαία η υπογραφή και του από ίδια ημερομηνία ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης του άλλου συγκυρίου του ίδιου μισθίου ακινήτου, ήτοι της δεύτερης ενάγουσας ως εκμισθώτριας, όπως και υπογράφηκε μαζί με τα άλλα δύο μισθωτήρια συμβόλαια, κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων διαδίκων.                Επίσης στα ως άνω ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης δεν υπάρχει δήλωση των εναγόντων – εκμισθωτών ως προς την ύπαρξη της συγκεκριμένης ιδιότητας του μισθίου, ήτοι ότι το εστιατόριο – ταβέρνα είχε και θα έχει μεγάλο τζίρο, πολυάριθμη πελατεία και αντίστοιχα κέρδη άνω των 100.000 Ε ή 200.000 Ε κατ’ έτος, ούτε υπάρχει δήλωση ευθύνης από αυτούς (εκμισθωτές) για την ύπαρξη των ιδιοτήτων αυτών και τις συνέπειες ελλείψεώς τους, ούτε φυσικά αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο τέτοια προφορική δήλωση εκ μέρους των εναγόντων –  εκμισθωτών. Ακόμη, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των ιδιωτικών συμφωνητικών, η πρώτη εναγομένη – μισθώτρια παρέλαβε το μίσθιο αφού το εξέτασε και το βρήκε της τέλειας αρεσκείας της, σε αρίστη κατάσταση και απόλυτα κατάλληλο για την χρήση που το προόριζε (όρος 6ος), ώστε αν πράγματι τα μίσθια κινητά πράγματα του εξοπλισμού, που παρέλαβε η πρώτη εναγομένη και τα οποία αναφέρονται στην συνημμένη στο μισθωτήριο συμβόλαιο κατάσταση ανά είδος και τεμάχιο, δεν ήταν σε καλή κατάσταση και δίχως ελαττώματα, σίγουρα ο όρος αυτός δεν θα υπήρχε στο μισθωτήριο συμβόλαιο. Δεν αποδείχθηκε λοιπόν ότι η πρώτη εναγομένη – μισθώτρια εξαιτίας των επικαλούμενων από τους εκκαλούντες ελλείψεων συμφωνημένων ιδιοτήτων στο μίσθιο ακίνητο και πραγματικών ελαττωμάτων στον εξοπλισμό παρακωλύθηκε εν μέρει στη συμφωνημένη χρήση, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες.                Η κρίση του Δικαστηρίου αυτού δεν αναιρείται από την αόριστη κατάθεση του μάρτυρα των εκκαλούντων στο Δικαστήριο αυτό, ο οποίος κατέθεσε μεταξύ άλλων, ότι «Τους εκκαλούντες τους γνωρίζω. Ήμουν επιχειρηματίας δίπλα τους. Δεν ήμουν παρών κατά την υπογραφή των συμβολαίων, απλά μου τα είπε ο κ. Σ. (ο δεύτερος εναγόμενος)…». Ακόμη η κρίση του Δικαστηρίου αυτού δεν αναιρείται  από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους εξώδικες δηλώσεις και ειδικότερα α) την από 1.7.2008 εξώδικη δήλωση των δύο πρώτων εναγόντων προς τους εναγομένους (που κοινοποιήθηκε στις 9.7.2008), οι οποίοι επικαλούμενοι την ύπαρξη του προαναφερόμενου από 18.4.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης με το οποίο συμβλήθηκαν στο ίδιο μισθωτήριο και οι δύο πρώτοι ενάγοντες ως συνεκμισθωτές ολόκληρου του μισθίου ακινήτου (το οποίο όμως και δεν ίσχυε, όπως προαναφέρθηκε), ζητούσαν από τους εναγομένους την καταβολή οφειλόμενων μισθωμάτων από την χρήση του μισθίου, όπως αναλυτικά εκτίθεται σ’ αυτήν (εξώδικη δήλωση), β) την από 18.7.2008 εξώδικη απάντηση των εναγομένων προς τους δύο πρώτους ενάγοντες (που κοινοποίησαν την 23.7.2008), με την οποία ανέφεραν ότι δεν ίσχυε το επικαλούμενο ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης των εναγόντων, το οποίο αντικαταστάθηκε με δύο συμφωνητικά επαγγελματικής μίσθωσης, από τα οποία το ένα (με εκμισθωτή τον πρώτο ενάγοντα) αφορούσε το κατάστημα αντί μισθώματος 5.000 Ε και το άλλο (με εκμισθώτρια την τρίτη ενάγουσα) αφορούσε τον εξοπλισμό του καταστήματος αντί μισθώματος 10.000 Ε (δίχως καμία αναφορά για το τρίτο μισθωτήριο συμβόλαιο με εκμισθώτρια την δεύτερη ενάγουσα), και η πρώτη εναγομένη – μισθώτρια γνωστοποιούσε ότι κατέβαλε ποσό 33.000 Ε, ήτοι μισθώματα και για τα δύο μισθωτικά έτη, και ότι αν θέλουν οι ενάγοντες να καταγγείλουν την μίσθωση, θα παραδώσει το μίσθιο την 30.4.2009 και αυτοί (ενάγοντες) θα πρέπει να της επιστρέψουν το  ποσό των 3.000 Ε, το οποίο και κατέβαλε, όπως αναφέρει, μετά από πιέσεις τους και παραπειστικές διαβεβαιώσεις για τον τζίρο του καταστήματος με δήθεν υπέρογκες εισπράξεις και κέρδη, ενώ γνώριζαν καλά ότι αυτά ήταν αναληθή, ζητώντας τους να προβούν σε ανάκληση της από 1.7.2008 εξώδικης δήλωσής τους, 3) την από 28.7.2008 εξώδικη δήλωση των δύο πρώτων εναγόντων προς τους εναγόμενους (που κοινοποιήθηκε στις 4.9.2008), με την οποία ανακαλούσαν την από 1.7.2008 εξώδικη δήλωσή τους, αναφέροντας ότι δεν ισχύει το ιδιωτικό συμφωνητικό που ανέφεραν στην εξώδικη δήλωσή τους και ότι επιφυλάσσονται για τα ισχύοντα ιδιωτικά συμφωνητικά που ανέφεραν οι εναγόμενοι στην από 18.7.2008 εξώδικη δήλωση – απάντησή τους, 4) την από 17.9.2008 εξώδικη όχληση των εναγόντων προς τους εναγομένους (που κοινοποιήθηκε στις 14.10.2008), με την οποία οι ενάγοντες επικαλούμενοι τα ως άνω από 18.4.2007 τρία ξεχωριστά ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης, όχλησαν τους εναγομένους προς καταβολή των επίδικων οφειλόμενων μισθωμάτων, 5) την από 10.11.2008 εξώδικη δήλωση των εναγομένων προς τους ενάγοντες (που κοινοποίησαν στις 12.12.2008) και που αποτελούσε απάντηση στην από 17.9.2008 εξώδικη δήλωση των τελευταίων (εναγόντων), με την οποία (από 10.11.2008 εξώδικη δήλωση) διαμαρτύρονται για την επίδικη οφειλή ποσού 7.000 Ε, αναφέροντας ότι έπρεπε οι ενάγοντες να επιστρέψουν στην πρώτη εναγομένη – μισθώτρια το ποσό των 3.000 Ε, 6) την από 28.4.2009 εξώδικη δήλωση των εναγομένων προς τους ενάγοντες (που κοινοποιήθηκε στις 6.5.2009), στην οποία μεταξύ άλλων γίνεται αναφορά στην ύπαρξη των από 18.4.2007 μισθωτηρίων συμφωνητικών επαγγελματικής μίσθωσης, με τα οποία οι δύο πρώτοι ενάγοντες εκμίσθωσαν στην πρώτη εναγόμενη το μίσθιο κατάστημα και  η τρίτη ενάγουσα εκμίσθωσε τον μίσθιο εξοπλισμό και δηλώνουν ότι, παρόλο που ο εξοπλισμός ήταν άχρηστος και υποβλήθηκαν σε δαπάνες αγοράς και ανακαίνισης του εξοπλισμού του καταστήματος και του ακινήτου, αναγκάζονται να αποχωρήσουν από το μίσθιο λόγω ελλείψεως των υποσχεθέντων προς τους εναγομένους (π.χ. εισπράξεων, πελατείας κλπ) αλλά και λόγω του πολέμου και της συκοφαντικής δυσφήμισης που υπέστησαν ιδίως από τον πρώτο ενάγοντα κατά τη διάρκεια της μίσθωσης.                Σημειώνεται ότι ο πρώτος ενάγων με την υπ’ αριθμ. 1967/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Τρικάλων (βλ. προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους εφεσιβλήτους) κηρύχθηκε αθώος της κατηγορίας απόπειρας απάτης, που του αποδίδονταν και συνίστατο στο ότι «στη Σ. στις 18.4.2007 παρέστησε ψευδώς  στον εγκαλούντα Χ. Σ. του Κ. (δεύτερο εναγόμενο) ότι το εστιατόριο που του εκμίσθωσε  στη Σ. είχε υπέρογκες εισπράξεις, αφού και ο ίδιος ο κατηγορούμενος (πρώτος ενάγων) το είχε εκμεταλλευτεί τα προηγούμενα χρόνια και του είχε αποφέρει μεγάλο κέρδος, και τον έπεισε να υπογράψει νεότερο μισθωτήριο συμβόλαιο σύμφωνα με το οποίο ο μισθωτής – εγκαλών θα κατέβαλε ετήσιο μίσθωμα ύψους 33.000 Ε, έναντι του αρχικά συμφωνηθέντος 15.000 Ε. Το ανωτέρω γεγονός ήταν ψευδές και ο κατηγορούμενος το γνώριζε και υπήρχε ο κίνδυνος ο εγκαλών να υποστεί βλάβη στην περιουσία του κατά το ποσό των 18.000 Ε με το αντίστοιχο όφελος του κατηγορουμένου, πλην όμως η πράξη δεν ολοκληρώθηκε, όχι γιατί υπαναχώρησε εκουσίως, αλλά από εμπόδια ανεξάρτητα της θέλησής του, γιατί το αντιλήφθηκε ο εγκαλών από τις εισπράξεις της ταμειακής μηχανής και από τα ελαττωματικά πράγματα του εξοπλισμού του εστιατορίου και ζήτησε την ακύρωση του ως άνω συμβολαίου».                Επίσης  η  προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τους εναγομένους από 23.1.2009 έγκληση του Χ. Σ. κατά των εναγόντων για το αδίκημα της απόπειρας εκβίασης, ισχυριζόμενου ότι στις 18.4.2007 είχε συνάψει με τους εγκαλούμενους συμβάσεις επαγγελματικής μίσθωσης στη Σ. και ότι, αν και τους κατέβαλε το συμφωνηθέν μίσθωμα, αυτοί με εξώδικες δηλώσεις που του απέστειλαν στις 9.7.2008 και 17.9.2008 του ζητούσαν επιπλέον χρήματα λόγω οφειλής υπολοίπου συμφωνηθέντος τιμήματος, άλλως θα προέβαιναν σε λήψη νόμιμων μέτρων, απορρίφθηκε (η ως άνω έγκληση) ως νόμω αβάσιμη με την υπ’ αριθμ. 6/2010 Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ΄αυτήν {…}.                Συνεπώς, με βάση τις προαναφερόμενες σκέψεις η ένσταση περί ακυρωσίας της μίσθωσης, λόγω απάτης, όπως εκτέθηκε στην μείζονα σκέψη (παρ.V) πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Επίσης και το επικουρικό αίτημα μείωσης του μισθώματος πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο {…}.