211/2016 ΜονΕφΛαρ (ευθύνη ομόρρυθμου εταίρου για τα εταιρικά χρέη – ικανοποίηση δανειστή απο έναν εταίρο- αναγωγή κατά λοιπών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους)
211/2016
Πρόεδρος: Ελένη Μούρτζη
Δικηγόροι: Αικατερίνη Ζέρβα-Θεοδωράκη, Δημ. Παπαθανασίου
Αυτοτελής ευθύνη ομόρρυθμου εταίρου για τα εταιρικά χρέη, αλληλέγγυα και εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως ποσοστού συμμετοχής στην εταιρία (ακόμη και με 1% και περιορισμένη χρονικά συμμετοχή), διό ο δανειστής δικαιούται να στραφεί κατά οποιουδήποτε εταίρου (ή και όλων συγχρόνως ή διαδοχικά), χωρίς να επιδιώξει πρώτα ικανοποίηση από την εταιρία. Αναγκαστικού δικαίου η άνω ρύθμιση, διό μη δυνατός αποκλεισμός ή περιορισμός με το καταστατικό.
Στις εσωτερικές σχέσεις εταίρων δυνατός ο στο καταστατικό καθορισμός ποσοστών συμμετοχής τους στις κερδοζημίες, η δε συμφωνία περί διαφοροποίησης συνιστά τροποποίηση καταστατικού κατά τις νόμιμες διατυπώσεις.
Επί ικανοποίησης εταιρικού δανειστή από έναν εταίρο, αναγωγή κατά λοιπών κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στις ζημίες.
Αναγκαία, με ποινή αποβολής της ισχύος, επίδοση δ/γής πληρωμής εντός 2μήνου από την έκδοση στον καθού, επί καθής όμως ΟΕ αρκεί η σε αυτήν επίδοση για επίσπευση εκτέλεσης κατά των εταίρων.
Μη καταχρηστική η ένδικη δ/γή πληρωμής, αφού η δανείστρια δεν είχε νομική υποχρέωση να ζητήσει, προς εξασφάλιση της απαίτησής της κατά της πιστούχου εταιρίας, εμπράγματη ασφάλεια από τους λοιπούς εγγυητές που κατείχαν το 98% των εταιρικών μεριδίων, ενώ τέτοια εξασφάλιση δεν επιτρέπεται σε δάνεια εγγυηθέντα από το Ταμείο Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων.
Μη αντίθεση στα χρηστά ήθη εκ της επιδίωξης της απαίτησης με νόμιμα μέσα, αφού η συμμετοχή του ανακόπτοντος στην εταιρία, έστω και τυπικά, έλαβε χώρα κατ’ επιλογή του και εν γνώσει των ευθυνών, μόνη δε η πάροδος 2 ετών από την αποχώρησή του εκ της πιστούχου εταιρίας μέχρι την έκδοση της δ/γής δεν αρκεί, αφού δεν επικαλείται ειδικές περιστάσεις προηγούμενης συμπεριφοράς της δανείστριας που μεταβαλλόμενη θα επιφέρει δυσμενείς συνέπειες για αυτόν.
{…} Με τη διάταξη του άρθρου 22 του Ε.Ν. ορίζεται ότι «οι ομόρρυθμοι συνεταίροι, οι αναφερόμενοι εις το καταστατικόν της εταιρείας έγγραφον, υπόκεινται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εις όλας τας υποχρεώσεις της εταιρείας, αν και υπογεγραμμένας παρ’ ενός μόνο των συνεταίρων, υπό την εταιρικήν όμως επωνυμίαν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απεριόριστη σε ολόκληρο ευθύνη του ομόρρυθμου εταίρου με το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρίας, εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την αποχώρησή του από την εταιρία για τα προ της αποχωρήσεώς του εταιρικά χρέη (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 893/2008 ΝοΒ 2008. 2464, ΑΠ 1/2002). Ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 18, 22, 39 και 42 ΕμπΝ και 158, 159 παρ. 1 και 2 εδ. α’, 164, 361, 416, 481, 482, 483 εδ. α’, 487 παρ. 1 και 763 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εταιρίας προς τρίτους ευθύνονται έναντι των δανειστών της εταιρίας όλοι οι εταίροι με την ατομική τους περιουσία απεριορίστως και εις ολόκληρον. Καθένας από τους δανειστές έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από οποιονδήποτε εκ των εταίρων, χωρίς να επιδιώξει πρώτα την ικανοποίησή του από την εταιρία, διότι η ευθύνη των εταίρων είναι αυτοτελής. Η ως άνω δε ρύθμιση αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο. Για τις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ των εταίρων και της εταιρίας οι εταίροι είναι κατ’ αρχήν ελεύθεροι να ορίσουν με το καταστατικό το ποσοστό κατά το οποίο θα συμμετέχει καθένας τους στις ζημίες της εταιρίας (οφειλές από εταιρικές υποχρεώσεις προς τρίτους) καθώς και στα κέρδη που θα προκύψουν τυχόν από τη λειτουργία αυτής . Εξάλλου, η κατά τη διάρκεια της εταιρικής συμβάσεως συμφωνία μεταξύ των εταίρων ότι ο ως ανωτέρω περί συμμετοχής τους στις εταιρικές ζημίες όρος τροποποιείται και εφεξής καθένας των εταίρων θα συμμετέχει στις εταιρικές ζημίες κατά ποσοστό διαφορετικό του προηγουμένου, αποτελεί τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού και γι’ αυτό υπόκειται στις περί τροποποιήσεως καταστατικού διατυπώσεις που προβλέπονται από το νόμο (άρθρα 39 και 42 ΕμπΝ) ή από τη μεταξύ των εταίρων τυχόν σχετική συμφωνία (ΑΠ 522/2014 ΔΕΕ 2014. 590, ΑΠ 1205/2001, ΑΠ 797/1999 ΕΕμπΔ 2000. 80). Αφότου συσταθεί νόμιμα η εταιρία, ο σχετικός όρος του καταστατικού είναι ισχυρός, συνέπεια δε τούτου είναι ότι αν κατά τη διάρκεια της εταιρικής σύμβασης κάποιος από τους εταίρους από την ατομική του περιουσία εξοφλήσει με καταβολή έναντι δανειστή της εταιρίας το οικείο εταιρικό χρέος, καθένας των λοιπών εταίρων ευθύνεται κατ’ αναγωγή, έναντι εκείνου, κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στις ζημίες της εταιρίας (ΑΠ 1205/2001 ΕΕΝ 2003. 861).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 630Α ΚΠολΔ, που προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 8 του ν. 2819/2000, η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί τίτλο εκτελεστό, κατά τη διάταξη του άρθρου 631 ΚΠολΔ, επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έκδοσή της και αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία αυτή, τότε η διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι αν δεν επιδοθεί η διαταγή πληρωμής σε εκείνον κατά του οποίου εκδόθηκε μέσα στην εν λόγω προθεσμία, τότε αυτή αποβάλλει την ισχύ της ως εκτελεστός τίτλος, με αποτέλεσμα, να μη μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του. Αν όμως ο οφειλέτης είναι ομόρρυθμη εταιρία και η διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί σε βάρος της, τότε αρκεί η επίδοση μόνο προς αυτήν για να εκπληρωθεί η ως άνω επιταγή του νόμου, χωρίς να απαιτείται και η παράλληλη επίδοση της προς τους ομόρρυθμους εταίρους, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποβάλλει την ισχύ της ως εκτελεστός τίτλος, αφού αυτοί ευθύνονται για τα χρέη της εταιρείας σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο αυτής (άρθρο 22 ΕΝ) και μπορεί να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους κατ’ άρθρο 920 ΚΠολΔ (ΑΠ 893/2008 ό.π., ΕφΑθ 4920/2000 ΕΕμπΔ ΝΔ. 64).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (πρβλ. ΟλΑΠ 16/2006 Δνη 2006. 1331, ΟλΑΠ 7/2002 ΕΕΝ 2003. 168, ΟλΑΠ 8/2001 ΝοΒ 49. 1814). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου (πρβλ. ΑΠ 1567/2008 Νόμος, ΑΠ 704/2007 ΔΕΕ 2007. 970). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή, στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από τον δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός προβαίνει στην επιδίωξη της παρεχομένης από τον νόμο προστασίας, για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμα του και όχι όταν ο διάδικος αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 764/2001 ΔΕΕ 2001. 1013, ΑΠ 950/1989 Δνη 32. 77, ΑΠ 1417/1984 ΝοΒ 33. 1002, ΕφΑθ 2243/2012 Νόμος, ΕφΑθ 966/2010 Νόμος, ΕφΠειρ 871/2002 ΠειρΝομ 2002. 472). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΕΕΝ 2005. 285). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (πρβλ. ΑΠ 904/2011 ΧρΙΔ 2012. 145, ΕφΑθ 399/2015 ΔΕΕ 2015. 394). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΟλΑΠ 62/90). Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματός του (βλ. ΟλΑΠ 7/2002 Δνη 43. 681, ΑΠ 1129/2002 Δνη 2004. 442, ΑΠ 321/2002 Δνη 2003. 143, ΑΠ 205/2001 Δνη 42. 1571). Τέλος, το δικαίωμα του συμβαλλόμενου να προβεί σε καταγγελία της συμβατικής σχέσεως, δεν ασκείται εναντίον των χρηστών ηθών, όταν η συνέπειά της, δηλονότι η λύση της συμβάσεως, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον αντισυμβαλλόμενο συναλλακτικές δυνατότητες του ασκούντος το δικαίωμα και δεν είναι άσχετο προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχειρήσεώς του (βλ. ΟλΑΠ 12/2004 ΝοΒ 2005. 49).
{…} Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό 245/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, που εκδόθηκε με αίτηση της καθής η ανακοπή, ο ανακόπτων υποχρεώθηκε να καταβάλει εις ολόκληρον μετά των λοιπών καθών η διαταγή πληρωμής, ήτοι της πιστούχου ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «Δ. Τ. ΕΕ» και των ομορρύθμων μελών αυτής, το ποσό των 78.959,79 Ε, πλέον συμβατικού επιτοκίου υπερημερίας προσαυξημένου κατά 2,5%, καθώς και της εισφοράς Ν. 128/75, από την επομένη του κλεισίματος διά της καταγγελίας του λογαριασμού, ήτοι από 18.8.2011 μέχρι την εξόφληση, πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο ήτοι 30 Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους μέχρις εξοφλήσεως, πλέον δικαστικών εξόδων εκ ποσού 2.224,37 Ε.
Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση το χρεωστικό υπόλοιπο της αναφερόμενης σε αυτή με αριθ. …/17.2.2009 σύμβασης δανείου, που συνήφθη στα Τ. μεταξύ της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «Δ. Τ. ΕΕ» ως δανειολήπτριας, ομόρρυθμο μέλος της οποίας ήταν μεταξύ άλλων και ο ανακόπτων και της καθής η ανακοπή, με την οποία η τελευταία χορήγησε στη δανειολήπτρια εταιρία δάνειο ποσού 150.000 Ε, για κεφάλαια κινήσεως, με την εγγύηση τουΤαμείου Εγγυοδοσίας Μικρών Επιχειρήσεων Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. ΑΕ, κατά τους όρους του οδηγού Προγράμματος της Δράσης «Εγγύηση και Επιδότηση Επιτοκίου Δανείων Κεφαλαίου Κίνησης Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων» του ΕΠΑΝ ΙΙ, σε ποσοστό 80% επί του ποσού του δανείου για τρία έτη από την εκταμίευση του δανείου, εξοφλητέο σε έξι ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις ύψους 25.000 Ε εκάστης, της πρώτης καταβλητέας έξι μήνες από την εκταμίευση του δανείου, εκάστη δε των επομένων την αντίστοιχη ημερομηνία εκάστου επομένη εξαμήνου, της δε τελευταίας κατά την ημέρα λήξεως του δανείου, με επιτόκιο Euribor διάρκειας έξι μηνών, πλέον περιθωρίου 2,10 % ετησίως, πλέον της εισφοράς ν. 128/75 και σύμφωνα με τους λοιπούς όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στη σύμβαση. Η καθής η ανακοπή, λόγω μη καταβολής των ληξιπρόθεσμων και απαιτητών δόσεων του ανωτέρω λογαριασμού, κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση και έκλεισε τον ως άνω λογαριασμό με τη με αριθ. …/17.8.2011 επιστολή της, που επιδόθηκε στη δανειολήπτρια εταιρία και γνωστοποίησε στην τελευταία το κατά την 17.8.2011 κλείσιμο του λογαριασμού του δανείου διά καταγγελίας και το κατάλοιπο του ως άνω λογαριασμού κατά το κλείσιμο αυτού ανερχόταν στο ποσό των 78.959,79 Ε, πλέον τόκων υπερημερίας από το κλείσιμο, καθώς και εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων. Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 8.5.2012, ο ανακόπτων άσκησε την ένδικη ανακοπή τους λόγους της οποίας επαναφέρει με τους σχετικούς λόγους της έφεσής του.
Με τον πρώτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος του αντιβαίνει στην αρχή των συναλλακτικών ηθών, αφού το ποσοστό συμμετοχής του ως ομορρύθμου εταίρου στη δανειολήπτρια εταιρία ανερχόταν στο 1% των εταιρικών μεριδίων και αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνον στην παροχή των γνώσεών του ως πολιτικού μηχανικού, προκειμένου η εταιρία αυτή να συμμετέχει στη διεξαγωγή διαγωνισμών για την ανάληψη τεχνικών δημοσίων έργων, χωρίς να συμμετέχει στην οικονομική και διαχειριστική δραστηριότητα της εταιρίας και όταν περαιώθηκε ο σκοπός της συμμετοχής του αποχώρησε από την εταιρία στις 19.3.2010, δυνάμει σχετικής τροποποίησης που καταχωρήθηκε στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Τρικάλων, χωρίς να γνωρίζει την ύπαρξη της ένδικης δανειακής σύμβασης, με τη σύναψη της οποίας η καθής αναγνώριζε τη φερεγγυότητα της πιστούχου εταιρίας και χωρίς να αναζητηθεί από την καθής η συναίνεση των εταίρων και μέχρι την αποχώρησή του η εταιρία ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της και επομένως η αξίωση εκ μέρους της καθής η ανακοπή της καταβολής από αυτόν εις ολόκληρο μετά των λοιπών εταίρων, που έχουν μεγαλύτερο ποσοστό εταιρικών μεριδίων, του ποσού των 85.657,34 Ε και ενώ παρήλθε χρονικό διάστημα δύο ετών από την αποχώρησή του μέχρι την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αντίκειται στην αρχή της καλής πίστης μεταξύ των συναλλασσομένων.
O προβαλλόμενος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ο ανακόπτων, ως ομόρρυθμος εταίρος, ευθύνεται για την πληρωμή του εταιρικού χρέους, το οποίο γεννήθηκε καθ’ ον χρόνο αυτός δεν είχε αποχωρήσει από την εταιρεία, με την ατομική του περιουσία αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής του στην εταιρία και η καθής δανείστρια έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από οποιονδήποτε εκ των εταίρων, είτε κατά ενός ή περισσοτέρων εταίρων (είτε κατά όλων των εταίρων και της εταιρίας συγχρόνως ή διαδοχικά), χωρίς να επιδιώξει πρώτα την ικανοποίησή της από την εταιρία, διότι η ευθύνη των εταίρων είναι αυτοτελής και για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου της εταιρίας προς τρίτους ευθύνονται έναντι των δανειστών της εταιρίας όλοι οι εταίροι με την ατομική τους περιουσία απεριορίστως και εις ολόκληρον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 ΕμπΝ. Η διάταξη δε αυτή αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο και επομένως με το καταστατικό δεν μπορεί να αποκλειστεί ή να περιοριστεί η ευθύνη των εταίρων, μεταξύ των οποίων υπάρχει γνήσια παθητική ενοχή εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου της εταιρίας προς τρίτους. Περαιτέρω, η απεριόριστη σε ολόκληρο ευθύνη του ανακόπτοντος ομόρρυθμου εταίρου με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την αποχώρησή του από την εταιρία για τα προ της αποχωρήσεώς του εταιρικά χρέη. Επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, η ανωτέρω ενέργεια της καθής, να επιδιώξει την ικανοποίηση νόμιμης αξίωσής της με τα μέσα που παρέχει ο νόμος σε βάρος του ανακόπτοντος ομορρύθμου εταίρου για εταιρικό χρέος, το οποίο γεννήθηκε καθ’ ον χρόνο αυτός δεν είχε αποχωρήσει από την ομόρρυθμη εταιρεία και η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος του δεν αντιβαίνει στην αρχή της καλής πίστης μεταξύ των συναλλασσόμενων, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ανακόπτων και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε των πρώτο λόγο ανακοπής ως νομικά αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι είναι καταχρηστική η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος του, καθόσον η προαναφερόμενη δανειακή σύμβαση, που επικαλείται η καθής, συνομολογήθηκε και η συνεπαγόμενη αυτών χορηγηθείσα πίστωση στην πιστούχο εταιρία προσφέρθηκε στην πιστούχο εταιρία από την καθής, χωρίς την εκ των προτέρων εξασφάλιση της τελευταίας με αναζήτηση εκ μέρους της πιστούχου και των εγγυητών αυτής που κατείχαν το 98% των εταιρικών μεριδίων χορήγησης εμπράγματης ή άλλης ασφάλειας.
Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την ένδικη αξίωση της καθής προφανώς αντίθετη προς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, ο οικονομικός ή ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, αφού η επιδίωξη εκ μέρους της καθής της ικανοποίησης νόμιμης αξίωσής της με τα μέσα που παρέχει ο νόμος και εν προκειμένω με την έκδοση διαταγής πληρωμής, δεν υπερβαίνει τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ενώ δεν είχε νομική υποχρέωση η καθής να ζητήσει εμπράγματη ασφάλεια για την εξασφάλιση της ικανοποίησης της απαίτησής της από τους λοιπούς εγγυητές που κατείχαν το 98% των εταιρικών μεριδίων, η οποία, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν επιτρεπόταν, αφού το δάνειο είχε υπαχθεί στο καθεστώς επιδοτήσεως κόστους δανεισμού και εγγυήσεως του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. Α.Ε. και δεν μπορούσαν να ληφθούν εξασφαλίσεις (εμπράγματες ή και ενοχικές) όχι μόνο για το 80% του δανείου που ήταν εγγυημένο από το Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. ΑΕ, αλλά και για το υπόλοιπο 20% [βλ. Ν. 3066/2002 (ΦΕΚ Α’ 252/18.10.02) και την από 10.6.2009 εγκύκλιο της καθής]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον άνω λόγο της ανακοπής ως νομικά αβάσιμο, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο σχετικός λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η συμπεριφορά της καθής είναι καταχρηστική, διότι μέχρι την κοινοποίηση σε αυτόν της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, σε καμία εξώδικη ενέργεια δεν προέβη η καθής εναντί του, αφού ούτε σε κοινοποίηση εξώδικης δήλωσης γνωστοποίησης της υφιστάμενης εκ μέρους της πιστούχου εταιρίας οφειλής προχώρησε, ούτε σε προφορική όχληση μέσω των νομίμων εκπροσώπων της , ώστε να τον ενημερώσει για τη διαδικασία κλεισίματος του λογαριασμού της πίστωσης και η καθής κάνοντας χρήση της δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησε να ικανοποιήσει την απαίτησή της σε βάρος ενός μεμονωμένου εταίρου, που κατείχε στην πιστούχο εταιρία ποσοστό ίσο του 1%. Ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον τα επικαλούμενα και περιεχόμενα σ’ αυτόν πραγματικά περιστατικά δεν περιάγουν την άσκηση του δικαιώματος σε αντίθεση προς τους ορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, αφού η επιδίωξη εκ μέρους της καθής της ικανοποίησης νόμιμης αξίωσής της με τα μέσα που παρέχει ο νόμος και εν προκειμένω με την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του ανακόπτοντος υπό την προεκτεθείσα ιδιότητά του, ως είχε εκ του νόμου διακριτική ευχέρεια η καθής, δεν υπερβαίνει τα όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, χωρίς να υπάρχει νομική υποχρέωση της καθής ατομικής ενημέρωσης ή γνωστοποίησης στον ίδιο για την πορεία και το κλείσιμο του λογαριασμού και, συνεπώς, η ενέργεια της καθής να προβεί στο κλείσιμο του λογαριασμού και στην επιδίωξη της ικανοποίησης της αξίωσής της σε βάρος του ανακόπτοντος είναι σύννομη και δεν υπερέβαινε και μάλιστα «προφανώς» τα όρια που τάσσονται στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού η συμμετοχή του ανακόπτοντος στην εταιρία, έστω και τυπικά, κατά τους ισχυρισμούς του, έλαβε χώρα κατ’ επιλογή του και εν γνώσει των ευθυνών και των συνεπειών που ανέλαβε, η οποία δεν μπορεί να αποβεί προς βλάβη των συμφερόντων της. Μόνη δε η πάροδος χρονικού διαστήματος δύο ετών από την επικαλούμενη αποχώρηση του ανακόπτοντος από την πιστούχο εταιρία μέχρι την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, δεν αρκεί για να περιαγάγει την άσκηση του επίδικου δικαιώματος σε προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν στην ένδικη απαίτηση η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά απαιτείται να συντρέξουν και άλλα περιστατικά, από τα οποία να εμφανίζεται συμπεριφορά τέτοια που να δημιουργεί ευλόγως την πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του ο δικαιούχος, ο δε ανακόπτων, πέραν από την πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, δεν επικαλείται τη συνδρομή ειδικών περιστάσεων που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά της καθής και μάλιστα τέτοια, ώστε η εκ των υστέρων μεταβολή της στάσης της και η επιχείρηση ανατροπής της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, θα επιφέρει δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντα του ανακόπτοντος, τις οποίες δεν εξειδικεύει, ώστε με τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων να κριθεί εάν αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη.
Ενόψει των ανωτέρω, δεν συντρέχει καταχρηστικότητα και συνεπεία αυτής ακυρότητα του δικαιώματος της καθής να καταγγείλει την ένδικη σύμβαση και να κλείσει το λογαριασμό που την εξυπηρετούσε, προκειμένου να εισπράξει άμεσα την απαίτησή της από το χρεωστικό κατάλοιπο αυτού, με την έκδοση διαταγής πληρωμής, αφού το δικαίωμά της αυτό είναι συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο (διαχείρισης) της οποίας μόνο αυτή μπορεί να αποφασίζει, η ως άνω δε συμπεριφορά της καθής δεν συνδυάστηκε από τον ανακόπτοντα με τυχόν άλλες περιστάσεις, με αποτέλεσμα να μη στοιχειοθετείται, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η καταχρηστικότητα της καταγγελίας και της έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής σε βάρος του. Επομένως, ο λόγος της εφέσεως, με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ίδιο ως άνω λόγο της ανακοπής του με την ίδια κατά βάση αιτιολογία, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε το λόγο αυτόν της ανακοπής.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τους λόγους ανακοπής ως νομικά αβάσιμους και την ανακοπή στο σύνολο των λόγων της ως ουσία αβάσιμη και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι έφεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα, καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα…