22/2015 ΜΕφΛαρ (εκπροσώπηση ΑΕ – αμοιβή δικηγόρου κατώτερης των ελάχιστων ορίων – σύμβαση δικηγόρου και εντολέα δεν τελεί υπό την αίρεση επιτυχούς έκβασης της δίκης)
22/2015
Πρόεδρος: Περικλής Αλεξίου
Δικηγόροι: Νικ. Εμμανουηλίδης
Εκπροσώπηση ΑΕ από το ΔΣ που ενεργεί συλλογικά, δυνάμενο, κατά το καταστατικό, να την αναθέσει εν όλω ή εν μέρει σε μέλη του ή άλλα πρόσωπα.
Ακυρότητα συμφωνίας για λήψη αμοιβής δικηγόρου κατώτερης των ελάχιστων ορίων του Κώδικα Δικηγόρων.
Η σύμβαση δικηγόρου και εντολέα για χειρισμό υπόθεσης έναντι ορισμένης αμοιβής είναι καθαρή και δεν τελεί υπό την αίρεση επιτυχούς έκβασης της δίκης. Εντολέας ο χορηγήσας ατομικά στο όνομα και για λ/σμό του την εντολή προς το δικηγόρο ανεξάρτητα αν είναι διάδικος στην υπόθεση, εκτός αν ενήργησε ως αντιπρόσωπος άλλου, οπότε εντολέας ο αντιπροσωπευόμενος αδιαφόρως αν είναι διάδικος.
Άτυπη η παροχή πληρεξουσιότητας, εκτός αν αφορά δικαιοπραξία για την οποία ο νόμος αξιώνει τύπο όπως επί εργολαβίας δίκης οπότε επί έλλειψης το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου σε εύλογη προθεσμία.
Ο νόμιμος εκπρόσωπος ν.π που δίνει εντολή σε δικηγόρο να προβεί σε ενέργεια στο όνομα και για λ/σμό αυτού ενεργεί ως αντιπρόσωπος του εντολέα ν.π. Ελλειψη παθητικής νομιμοποίησης αγωγής δικηγορικής αμοιβής κατά εκπροσώπων ΑΕ.
Κρίσιμος χρόνος θεμελίωσης του δικαιώματος αμοιβής για σύνταξη αγωγής ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, ανεξάρτητα αν μετά την άσκησή της ο εντολέας ανακάλεσε την εντολή ή αν ματαιωθεί η εκδίκασή της.
{…} ΙΙΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 του ν. 2190/1920 η ανώνυμη εταιρία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξώδικα από το διοικητικό συμβούλιό της, το οποίο ενεργεί συλλογικά, μπορεί δε το καταστατικό να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρία εν γένει ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Με τις διατάξεις αυτές ρυθμίζεται θέμα που προβλέπεται και από τα άρθρα 65, 67, 68 και 70 ΑΚ και αφορά την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας, με τον καθορισμό του οργάνου, το οποίο εκφράζει τη βούληση του νομικού τούτου προσώπου στις έννομες σχέσεις του με άλλα πρόσωπα, εκπροσωπεί αυτό ενώπιον του δικαστηρίου και αποφασίζει για τη διοίκηση του νομικού προσώπου και τη διαχείριση της περιουσίας του προς πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο είναι αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 2190/1920, να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά τη διοίκηση της εταιρίας ή τη διαχείριση της περιουσίας της, με εξαίρεση μόνο τις αποφάσεις εκείνες, οι οποίες σύμφωνα με διάταξη νόμου ή του καταστατικού υπάγονται στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης της εταιρίας. Το δικαίωμα της οργανικής εκπροσώπησης της εταιρίας, εφόσον επιτρέπεται από το καταστατικό της, μπορεί, κατά την ως άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 18, να ανατεθεί από το διοικητικό συμβούλιο σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε άλλα πρόσωπα, τα οποία δικαιούνται να ασκήσουν τις ως άνω εξουσίες που ανήκουν στο διοικητικό συμβούλιο, είτε εν όλω είτε εν μέρει, ανάλογα με την έκταση της υποκατάστασης που επιτράπηκε (ΑΠ 148/2013, ΑΠ 1827/2012, ΑΠ 704/2010, ΑΠ 389/2010, ΑΠ 456/2005, ΑΠ 1215/2000 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 91 § 1 του Ν.Δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων», ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης, την οποία κατέβαλε εξ ιδίων, και αμοιβή για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη. Κατά το άρθρο 92 § 1 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει ήδη μετά την προσθήκη του εδαφίου β’ αυτής με το άρθρο 5 § 3 του ν.δ. 4272/1962 και την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 του ν. 1093/1980, η δικηγορική αμοιβή κανονίζεται με συμφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή του αντιπροσώπου του, η οποία περιλαμβάνει είτε όλη τη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος της είτε μεμονωμένες πράξεις ή άλλης φύσης νομικές εργασίες. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να υπολείπεται η αμοιβή από τα ελάχιστα όρια που καθορίζονται από τα άρθρα 98 κ.ε. του ως άνω Κώδικα. Κάθε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ανωτέρω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη, ανεξάρτητα από το χρόνο σύναψής της. Από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικηγόρου ως εργαζόμενου αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται ότι η συμφωνία μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου για τη λήψη αμοιβής κατώτερης από τα ελάχιστα όρια που καθορίζονται στα άρθρα 98 κ.ε. του Κώδικα των Δικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο σύναψής της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και τη μορφή, υπό την οποία συνάπτεται (άφεση χρέους του άρθρου 454 ΑΚ ή άλλη συμφωνία), είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, (βλ. άρθρα 174, 180 ΑΚ). Ο δικηγόρος, παρά τη συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα οριζόμενα από το νόμο ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί να αντιτάξει κατά της απαίτησής του ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή, όπως προεκτέθηκε, είναι άκυρη. Η σύμβαση μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο το δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή, είναι καθαρή και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης, (βλ. άρθρο 92 §§ 3 – 4 -5 Ν.Δ. 3026/1954, ΑΠ 556/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ). Εντολέας κατά την έννοια του άρθρου 91 § 1 του Ν.Δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων» είναι αυτός που έδωσε ατομικά, στο όνομά του και για λογαριασμό του την εντολή προς το δικηγόρο να διεξαγάγει την υπόθεση, ανεξάρτητα αν είναι διάδικος στην υπόθεση που διεξάχθηκε. Αν όμως αυτός που έδωσε την εντολή, ενήργησε ως αντιπρόσωπος άλλου, ήτοι στο όνομα και για λογαριασμό άλλου, τότε εντολέας είναι, σύμφωνα με το άρθρο 211 ΑΚ, όχι αυτός που έδωσε την εντολή, αλλά εκείνος, στο όνομα του οποίου και για λογαριασμό του οποίου δόθηκε η εντολή, ήτοι ο αντιπροσωπευόμενος, ανεξάρτητα αν ο αντιπροσωπευόμενος είναι διάδικος της υπόθεσης που διεξάχθηκε, (βλ. ΕφΑθ 2422/1974 ΝοΒ 22. 1201).
Η διάκριση μεταξύ των όρων «εντολέας» του δικηγόρου και «αντιπρόσωπος του εντολέα» προκύπτει αναμφίβολα από τη διάταξη του άρθρου 92 § 1 του Ν.Δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων». Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 211 ΑΚ η δήλωση βούλησης που γίνεται από τον αντιπρόσωπο στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου, υποχρεώνει τον αντιπροσωπευόμενο, εφόσον έγινε μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης, κατά δε τα άρθρα 216 και 217 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, η προς αντιπροσώπευση εξουσία παρέχεται με τη σχετική δικαιοπραξία (πληρεξουσιότητα), η οποία δεν υπόκειται κατά κανόνα σε κανένα τύπο, εκτός αν αφορά δικαιοπραξία, για την οποία αξιώνει ο νόμος, (βλ. άρθρα 158, 174 ΑΚ), την τήρηση τύπου με ποινή ακυρότητας, οπότε η δήλωση υποβάλλεται στον τύπο που απαιτείται για τη δικαιοπραξία, την οποία αφορά η πληρεξουσιότητα, (βλ. άρθρο 217 παρ. 2 ΑΚ), όπως συμβαίνει επί εργολαβίας δίκης, η οποία συνάπτεται κατά τους όρους του άρθρου 92 του Ν.Δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων». Σε σύμβαση, η οποία καταρτίστηκε χωρίς την προς τούτο εξουσία του νόμιμου αντιπροσώπου (falsus tutor), έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 229 παρ. 1 ΑΚ για την έλλειψη πληρεξουσιότητας, κατά τις οποίες, αν μία σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητά του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου, ο δε αντισυμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να εγκρίνει ρητά ο αντιπροσωπευόμενος τη σύμβαση μέσα σε εύλογη προθεσμία που καθορίζει ο ίδιος, (βλ. ΑΠ 737/2003 Νόμος).
Από όσα εκτέθηκαν, προκύπτει ότι στην περίπτωση του νομικού προσώπου ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, ο οποίος δίνει εντολή σε δικηγόρο να προβεί σε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου, ενεργεί ως αντιπρόσωπος του εντολέα νομικού προσώπου, με την έννοια που έχει ο όρος «αντιπρόσωπος» στη διάταξη του άρθρου 92 § 1 του Ν.Δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων», και όχι ως εντολέας του δικηγόρου, με την έννοια που έχει ο όρος «εντολέας» στις διατάξεις των άρθρων 91 § 1 και 92 § 1 του ανωτέρω νομοθετήματος.
{…} Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 92 παρ. 1, 98 και 100 παρ. 1 του ν.δ. 3026/1954 συνάγεται ότι κρίσιμος χρόνος, για να θεμελιωθεί το δικαίωμα του δικηγόρου, ως άμισθου δημόσιου λειτουργού, για την αμοιβή του για σύνταξη αγωγής που ασκήθηκε, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος παροχής της σχετικής υπηρεσίας του, αφότου και παράγεται η σχετική απαίτησή του, ανεξάρτητα εάν μετά τη σύνταξη και την άσκηση της αγωγής ο εντολέας ανακάλεσε την προς τον δικηγόρο εντολή ή αν ματαιωθεί οριστικά η εκδίκασή της, (βλ. ΑΠ 538/2014, ΑΠ 16/2013 Νόμος).
ΙV. Στην 1η από τις πιο πάνω αγωγές του, η οποία φέρει ημερομηνία 24.06.2011 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 142/24.06.2011, ο ήδη εφεσίβλητος, Δ. Π., δικηγόρος, ιστόρησε τα εξής: Ότι οι εναγόμενοι, Α.Φ., Κ.Σ. και Γ. Σ., είναι μέτοχοι της εταιρίας με την επωνυμία «Ε. Α. Φ. – Κ. Σ. Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «Ε. Α.Ε.», η οποία εδρεύει στον Β., και ότι με την από 29.06.2004 απόφαση της τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρίας εκλέχθηκαν ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας και, συγκεκριμένα, η 1η εναγομένη ορίστηκε ως Πρόεδρος Δ.Σ. και Διευθύνουσα Σύμβουλος, ο 2ος εναγόμενος ορίστηκε ως Αντιπρόεδρος Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος και η 3η εναγομένη ορίστηκε ως Διευθύνουσα Σύμβουλος με θητεία από 29.6.2004 έως 30.6.2009. Ότι με συμβάσεις εντολής που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 2008, κατά τον Απρίλιο του έτους 2010 και κατά το Μάιο του έτους 2010, αντίστοιχα, οι εναγόμενοι έδωσαν στον ενάγοντα την εντολή (επ’ ονόματι και για λογαριασμό τους) να εκτελέσει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων τις δικαστικές ενέργειες που αναφέρονται στην αγωγή λεπτομερώς. Ότι το χρηματικό αντικείμενο των φορολογικών διαφορών, για τις οποίες πραγματοποίησε αυτός (ο ενάγων) τις επίδικες δικαστικές ενέργειες, ανέρχεται, συνολικά, στο ποσό των 5.779.618,78 Ε και ότι το ποσό που δικαιούται αυτός ως αμοιβή του για τις επίδικες δικαστικές ενέργειές του, ανέρχεται, συνολικά, σε 231.184,74 Ε. Ότι οι εναγόμενοι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του προς αυτούς, αρνούνται να καταβάλουν σ’ αυτόν το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρο να καταβάλουν σ’ αυτόν το ποσό των 231.184,74 Ε, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Στη 2η από τις πιο πάνω αγωγές του, η οποία φέρει ημερομηνία 12.10.2011 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 225/12.10.2011, ο ήδη εφεσίβλητος, Δ. Π., δικηγόρος, ιστόρησε όσα εκτέθηκαν ανωτέρω ως προς την ιδιότητα των εναγομένων, Α. Φ., Κ. Σ. και Γ. Σ., ως μετόχων της ανωτέρω εταιρίας και ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της, και, περαιτέρω, τα εξής: Ότι με σύμβαση εντολής που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων κατά τον Απρίλιο του έτους 2010, οι εναγόμενοι έδωσαν στον ενάγοντα την εντολή (επ’ ονόματι και για λογαριασμό τους) να εκτελέσει ενώπιον των αστικών και διοικητικών δικαστηρίων τις δικαστικές ενέργειες που αναφέρονται στην αγωγή λεπτομερώς. Ότι το χρηματικό αντικείμενο των φορολογικών διαφορών, για τις οποίες πραγματοποίησε αυτός (ο ενάγων) τις επίδικες δικαστικές ενέργειες, ανέρχεται, συνολικά, στο ποσό των 3.399.465,34 Ε και ότι το ποσό που δικαιούται αυτός ως αμοιβή του για τις επίδικες δικαστικές ενέργειές του, ανέρχεται, συνολικά, σε 33.994 Ε. Ότι οι εναγόμενοι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του προς αυτούς, αρνούνται να καταβάλουν σ’ αυτόν το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρο να καταβάλουν σ’ αυτόν το ποσό των 33.994 Ε, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε ως προς τις ανωτέρω αγωγές την ήδη εκκαλούμενη απόφαση ειδικής διαδικασίας (των άρθρων 677 κ.ε. ΚΠολΔ) με αριθμό 132/2012, με την οποία δέχτηκε αμφότερες τις ανωτέρω αγωγές και υποχρέωσε τους εναγομένους εις ολόκληρο να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 231.184,74 Ε με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της 1ης αγωγής μέχρι την εξόφληση, και το ποσό των 33.994 Ε, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της 2ης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ήδη οι εναγόμενοι παραπονούνται με την ένδικη έφεσή τους ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, ότι υπέπεσε στις πλημμέλειες που αναφέρονται στην έφεση λεπτομερώς, και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθούν οι δύο ένδικες αγωγές του εφεσίβλητου.
V. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, Μ.Φ., Κ.Σ. και Γ. σύζυγος Κ. Σ., είναι μέτοχοι της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Ε. Α.Φ.- Κ.Σ. Α.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «Ε. Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην πόλη του Β., επί της οδού Κ. αριθμός … μετά από μετατροπή της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «Ε. Α. Φ. – Κ. Σ. και ΣΙΑ Ε.Π.Ε.». Με την από 29.06.2004 απόφαση της τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ανωτέρω εταιρίας εκλέχθηκαν (κατά πλειοψηφία) ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας οι ανωτέρω εναγόμενοι. Με το από 29.06.2004 πρακτικό Διοικητικού Συμβουλίου, (το οποίο δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 11293/2004 τεύχος Α.Ε. – Ε.Π.Ε.), το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας συγκροτήθηκε σε σώμα και ορίστηκαν αντίστοιχα: ι) η 1η εναγομένη ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνουσα Σύμβουλος, ιι) ο 2ος εναγόμενος ως Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνων Σύμβουλος και ιιι) η 3η εναγομένη ως Διευθύνουσα Σύμβουλος, με θητεία από 29.06.2004 μέχρι 30.06.2009. Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, Δ. Π. είναι δικηγόρος, διορισμένος στο Πρωτοδικείο Β.. Με σύμβαση εντολής που καταρτίστηκε προφορικά περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του έτους 2008 μεταξύ των διαδίκων ανατέθηκε στον ενάγοντα η εντολή να εκτελέσει τις παρακάτω δικαστικές ενέργειες, τις οποίες πράγματι εκτέλεσε αυτός, ήτοι: {…}.
Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι το αντικείμενο των τότε επίδικων φορολογικών διαφορών ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 5.779.618,78 Ε. Επομένως, η αμοιβή του ενάγοντος δικηγόρου για τις ανωτέρω ενέργειες και, συγκεκριμένα, για τη σύνταξη των υπομνημάτων ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας ανέρχεται στο ποσό των 115.592,37 Ε που αντιστοιχεί στο ποσοστό 2% επί του πιο πάνω συνολικού χρηματικού αντικειμένου των δικών, (ήτοι: 5.779.618,78 Ε Χ 2%).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την υπ’ αριθμόν 29/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ορίστηκε προσωρινή διοίκηση του νομικού προσώπου της ανωτέρω εταιρίας, αποτελούμενη από τους: 1) Ι. Λ., 2) Α. Κ. και 3) Π. Μ.. Με το από 05.02.2010 πρακτικό τους τα παραπάνω ορισθέντα μέλη της προσωρινής διοίκησης της εταιρίας εξέλεξαν ως πρόεδρο του προσωρινού Δ.Σ. της εταιρίας τον Ι. Λ.. Στις 02.03.2010 ο Α.Κ. κατέθεσε στο Πρωτοδικείο Βόλου το υπ’ αριθμόν έκθεσης κατάθεσης 12/02.03.2010 έγγραφο, με το οποίο δήλωσε την παραίτησή του από το αξίωμα του μέλους του προσωρινού Δ.Σ. της εταιρίας.
Στη συνέχεια, μετά από προφορική σύμβαση εντολής που καταρτίσθηκε μεταξύ των εναγομένων, οι οποίοι εκπροσωπούν ποσοστό 92% των μετοχών της ανωτέρω εταιρίας, και του ενάγοντος κατά τον Απρίλιο του έτους 2010, ο ενάγων κατέθεσε αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου με αίτημα την αντικατάσταση του παραιτηθέντος μέλους του προσωρινού Δ.Σ. της εταιρίας, καθώς επίσης και το διορισμό εκπροσώπου του νομικού προσώπου της εταιρίας, προκειμένου να του δοθεί η εντολή να καταθέσει προσφυγές, για να προσβάλει τις με αριθμούς 86, 87, 88, 89 και 90 πράξεις επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τις οποίες εξέδωσε ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Β. σε βάρος της ανωτέρω εταιρίας, διότι οι πράξεις αυτές επιδόθηκαν στις 12.3.2010 και η προσφυγή έπρεπε να ασκηθεί εντός προθεσμίας 60 ημερών. Με την από 27.4.2010 προσωρινή διαταγή της Προέδρου Πρωτοδικών Βόλου, η ισχύς της οποίας διατηρήθηκε έως τις 21.9.2010, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου με αριθμούς 3/4.5.2010 και 4/1.6.2010, διορίστηκε ως Πρόεδρος του προσωρινού Δ.Σ. της ανωτέρω εταιρίας ο Ι. Λ., προκειμένου να ασκήσει προσφυγές κατά των ανωτέρω πράξεων επιβολής προστίμου της Δ.Ο.Υ. Β., καθώς και να παραστεί και να εκπροσωπήσει την εταιρία ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας κατά τη δικάσιμο της 3.6.2010. Ο ανωτέρω διορισθείς Πρόεδρος του προσωρινού Δ.Σ. της εταιρίας έδωσε τη σχετική εντολή προς τον ενάγοντα και, μάλιστα, στα κατατεθέντα δικόγραφα των προσφυγών υπέγραψαν τόσο ο ίδιος (ο πρόεδρος του προσωρινού Δ.Σ. της εταιρίας) όσο και οι εναγόμενοι (ως μέτοχοι της εταιρίας), όπως προκύπτει από τα δικόγραφα αυτών των προσφυγών. Προς εκτέλεση της ανωτέρω εντολής ο ενάγων συνέταξε και κατέθεσε τα κατωτέρω δικόγραφα, τα οποία απευθύνονται ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου, ήτοι: {…}. Επομένως, για την άσκηση των προσφυγών αυτών, η οποία ολοκληρώθηκε με την κατάθεση των προσφυγών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ο ενάγων δικαιούται να αμειφθεί με ποσοστό 2% επί του ως άνω χρηματικού αντικειμένου των προσφυγών, ήτοι με το ποσό των 115.592,37 Ε (5.779.618,78 Ε Χ 2%).
Ακολούθως, κατά τον Μάιο του έτους 2010, ο Ι. Λ., προς εκτέλεση της προαναφερόμενης προσωρινής διαταγής, διόρισε με το υπ’ αριθμόν …/27.05.2010 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Ι. Ζ. ως δικαστικούς πληρεξούσιους δικηγόρους τον ενάγοντα και τον Κ. Ζ., δικηγόρο, προκειμένου να εκπροσωπήσουν την ανωτέρω εταιρία, με την επωνυμία «Ε. Α. Φ. – Κ. Σ. Α.Ε.», ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας κατά τη δικάσιμο της 3ης Ιουνίου 2010 ή σε οποιαδήποτε μετ’ αναβολή δικάσιμο. Ο ανωτέρω δικηγόρος, Κ. Ζ., νομιμοποιούσε τον ενάγοντα ενώπιον του ανωτέρω διοικητικού δικαστηρίου, διότι ο ενάγων δεν είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας., ώστε να νομιμοποιείται (σύμφωνα με όσα ίσχυαν τότε) να παρασταθεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας. Προς εκτέλεση της σχετικής εντολής ο ενάγων, ενεργώντας από κοινού με τον ανωτέρω δικηγόρο Λάρισας, Κ. Ζ., προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: {…}.
Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι το χρηματικό αντικείμενο των πιο πάνω φορολογικών διαφορών ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 3.399.465,34 Ε και, συνακόλουθα, ο ενάγων δικαιούται αμοιβή, ίση με το ποσοστό 1% επ’ αυτού του ποσού για τη σύνταξη και κατάθεση των ανωτέρω υπομνημάτων, ήτοι αμοιβή, ποσού 33.994 Ε σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής, αφού τα υπομνήματα αυτά κατατέθηκαν για τη συζήτηση καθεμιάς από τις ασκηθείσες προσφυγές μετά την επ’ αυτών έκδοση των μη οριστικών αποφάσεων υπ’ αριθμόν 1076, 1077, 1078, 1079, 1080, 1081 και 1082/2009 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας για κάθε μια υπόθεση αντίστοιχα.
Σε όλες τις προαναφερόμενες δικαστικές ενέργειες του ενάγοντος διάδικος ήταν η ανωτέρω εταιρία, με την επωνυμία «Ε. Α. Φ. – Κ. Σ. Α.Ε.». Την εντολή προς τον ενάγοντα για τη διεξαγωγή των ανωτέρω δικαστικών ενεργειών του την έδωσαν οι εναγόμενοι, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος, ώστε να εξωτερικευθεί η αντίστοιχη βούληση του νομικού προσώπου, η εντολή όμως δόθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρίας και όχι στο όνομα και για λογαριασμό των εναγομένων. Συνεπώς, εντολέας του ενάγοντος ως προς τη διεξαγωγή των ανωτέρω δικαστικών ενεργειών αυτού είναι η ανωτέρω εταιρία και όχι οι εναγόμενοι. Το γεγονός ότι οι εναγόμενοι είχαν (έμμεσο) συμφέρον να διεξαχθούν οι ανωτέρω δικαστικές ενέργειες, δεν καθιστά αυτούς εντολείς του ενάγοντος ως προς τις ανωτέρω ενέργειες.
Παρόμοια, το γεγονός: ι) ότι οι εναγόμενοι υπέγραψαν στις προσφυγές που κατατέθηκαν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Λάρισας με αίτημα την ακύρωση των υπ’ αριθμόν 86, 87, 88, 89 και 90/2010 αποφάσεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Β. και έδωσαν εντολή στον ενάγοντα να καταθέσει αίτηση για το διορισμό νέου μέλους του προσωρινού Δ.Σ. της εταιρίας μετά την παραίτηση του Α. Κ., μέλους αυτού, ιι) ότι σε βάρος καθενός εκ των τριών εναγομένων ασκήθηκαν ποινικές διώξεις για τις αξιόποινες πράξεις της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Ελληνικό Δημόσιο, αφού σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 1α και 23 του ν. 2523/1997 στα νομικά πρόσωπα ως αυτουργοί του αδικήματος της φοροδιαφυγής, στους οποίους επιβάλλονται οι ποινές της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, θεωρούνται στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες οι πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων τους, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση να ενεργεί τη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και, αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι, προσωρινά ή διαρκώς, ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω, ιιι) ότι, σύμφωνα με το άρθρο 115 του ν. 2238/1994, τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με το νόμο αυτό, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους, ιν) ότι από το καταστατικό της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας και, συγκεκριμένα, από τα άρθρα 14 και 15 αυτού προκύπτει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είναι το μόνο αρμόδιο όργανο αυτής για την εκπροσώπησή της ενώπιον των δικαστηρίων και εξωδίκως, ν) ότι οι εναγόμενοι υπέχουν (κατά τα ανωτέρω) προσωπική ευθύνη για την πληρωμή των ανωτέρω φόρων και προστίμων και, συνακόλουθα, είχαν συμφέρον να επιδιώξουν την ακύρωση των ανωτέρω πράξεων, με τις οποίες επιβλήθηκαν φόροι και πρόστιμα σε βάρος της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας, δεν καθιστά τους εναγομένους εντολείς του ενάγοντος ως προς τις ανωτέρω δικαστικές ενέργειες αυτού.
Συνεπώς, οι εναγόμενοι δεν νομιμοποιούνται παθητικά στις δίκες που άρχισαν με την άσκηση των ένδικων αγωγών του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, δικηγόρου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε διαφορετικά ως προς το ανωτέρω ζήτημα (της παθητικής νομιμοποίησης των εναγομένων στην ενώπιόν του δίκη) και απέληξε σε απόρριψη της αντίστοιχης ένστασης των εναγομένων, (ήτοι της ένστασης έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης), ως ουσιαστικά αβάσιμης, έσφαλε, όπως παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι, ως εκκαλούντες, με τους δύο πρώτους λόγους της ένδικης έφεσής τους, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε παραδοχή αυτών των λόγων έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμων και σε εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης {…}.