25/2016 ΠολΠρΛαρ (λευκή επιταγή – ένσταση πλαστότητας υπογραφής εκδότη)
25/2016
Πρόεδρος: Στυλιανή Σωτηροπούλου
Εισηγητής: Ηρακλής Μέτσκας
Δικηγόροι: Ανδρ. Χατζηλάκος, Στέφ. Παντζαρτζίδης
Για το κύρος επιταγής αναγκαία υπογραφή του εκδότη. Επιτρεπτή έκδοση λευκής επιταγής, ήτοι ηθελημένα ατελούς με συμφωνία συμπλήρωσής της από το λήπτη, εφόσον όμως φέρει οπωσδήποτε υπογραφή του εκδότη διότι άλλως δεν είναι αξιόγραφο, αλλ’ ούτε καν έγγραφο, η δε πλαστογράφηση της υπογραφής του δεν το μεταβάλλει σε αξιόγραφο.
Προβολή ένστασης πλαστότητας της υπογραφής από το φερόμενο εκδότη κατά του κομιστή, χωρίς ανάγκη επίκλησης και απόδειξης ότι κατά την κτήση της επιταγής ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του.
Για το παραδεκτό ισχυρισμού πλαστότητας με κύρια αγωγή ή ανακοπή κατά δ/γής πληρωμής, μη ανάγκη προσκόμισης αποδεικτικών εγγράφων και ονομαστικής μνείας μαρτύρων και άλλων αποδείξεων.
Μη δεσμευτική αθωωτική ποινική απόφαση.
{…} Σύμφωνα με το άρθρο 1 αριθμ. 6 του ν. 5960/1933 «περί επιταγής», απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της επιταγής είναι και η υπογραφή του εκδίδοντας την επιταγή (εκδότη). Η καλούμενη λευκή επιταγή, εκείνη δηλαδή που τέθηκε σε κυκλοφορία ηθελημένα ατελής, με τη συμφωνία να συμπληρωθεί αργότερα από το λήπτη, η έκδοση της οποίας επιτρέπεται, όπως προκύπτει από το άρθρο 13 του ίδιου νόμου, είναι απαραίτητο να φέρει την υπογραφή του εκδότη, διότι διαφορετικά είναι άκυρη ή μάλλον ανυπόστατη. Συνεπώς το λευκό φύλλο επιταγής, που δεν φέρει την υπογραφή του εκδότη, δεν είναι αξιόγραφο, αλλ’ ούτε καν έγγραφο, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ. Η πλαστογράφησή του, ως προς την υπογραφή του εκδότη, μετά από κλοπή ή απώλειά του, δεν το μεταβάλλει σε αξιόγραφο. Ο φερόμενος ως εκδότης μπορεί να προβάλει την ένσταση της πλαστότητας της υπογραφής του κατά του κομιστή, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να επικαλεσθεί και αποδείξει την προβλεπόμενη από το άρθρο 22 του ν. 5960//933 προϋπόθεση, ότι κατά την κτήση της επιταγής ο κομιστής ενήργησε εν γνώσει προς βλάβη του. Μάλιστα ο ισχυρισμός για την πλαστότητα αυτή, εφόσον προβάλλεται με κύρια αγωγή ή με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, που αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο αυτοτελούς δίκης, δεν εξαρτάται, για να είναι παραδεκτός, από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 463 ΚΠολΔ προϋποθέσεις, της προσκομιδής των εγγράφων που αποδεικνύουν την πλαστότητα και της ονομαστικής αναφοράς των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων (βλ. σχ. ΟλΑΠ 19/2003 ΝοΒ 2004. 1174, ΑΠ 738/2006 Νόμος, ΑΠ 93/2006 ΕΕμπΔ 2006. 354).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 31.1.2009 ένδικη ανακοπή του ο ανακόπτων ζητά να ακυρωθεί η με αριθμό 69/2009 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Λάρισας, με την οποία διατάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 9.800 Ε, πλέον τόκων και εξόδων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι δεν εξέδωσε ο ίδιος, αλλά ούτε και εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο, την με αριθμό … επιταγή της τράπεζας με την επωνυμία «Μ. Ε. Τ. ΑΕ», δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αλλά το σώμα της επιταγής αυτής κλάπηκε από την κατοχή του και στη συνέχεια πλαστογραφήθηκε σε αυτό η υπογραφή του από τα κατονομαζόμενα πρόσωπα, κατά των οποίων έχει ήδη καταθέσει έγκληση για τις σε βάρος του τελεσθείσες αξιόποινες πράξεις. Με αυτό τα περιεχόμενο ο εκτιμώμενος ως μοναδικός λόγος της ένδικης ανακοπής είναι νόμιμος, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις που εκτέθηκαν στην άνω νομική σκέψη σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 460-462, 623 και 632 ΚΠολΔ και, επομένως, πρέπει να ερευνηθεί στη συνέχεια ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδεικνύονται τα εξής: Κατόπιν της από 12/2009 σχετικής αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή κατά του ανακόπτοντος εκδόθηκε από την Ειρηνοδίκη Λάρισας η με αριθμό 69/2009 προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, με την οποία διατάσσεται ο ανακόπτων να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 9.800 ευρω, πλέον τόκων από 8.1.2009 και δικαστικών εξόδων ποσού 174 Ε, λόγω εμπρόθεσμης εμφάνισης και μη πληρωμής της με αριθμό … μεταχρονολογημένης επιταγής της τράπεζας με την επωνυμία «Μ. Ε. Τ. ΑΕ» που φέρέται να εξέδωσε ο ανακόπτων στη Λ. την 31.12.2008, με χρέωση του με αριθμό … λογαριασμού που διατηρούσε στη συγκεκριμένη τράπεζα, σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Μ. Α.Ε.», η οποία τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση στην εταιρία «Δ. Ο. και ΣΙΑ ΕΕ», η οποία με τη σειρά της την 27.5.2008 τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση, θέτωντας τη ρήτρα «αξία ενεχύρου», στην καθ’ ης η ανακοπή, η οποία, ως τελευταία κομίστρια, την εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πληρώτρια τράπεζα την 7.1.2009, χωρίς να πληρωθεί το αναγραφόμενο ποσό της, λόγω προγενέστερης ανάκλησής της από τον ανακόπτοντα. Το με αριθμό … φύλλο της ανωτέρω επίδικης επιταγής προέρχεται από μπλοκ τραπεζικών επιταγών με αρίθμηση … εως …, το οποίο είχε χορηγήσει η προαναφερόμενη πληρώτρια τράπεζα στον ανακόπτοντα. Έξι λευκά φύλλα επιταγών από το συγκεκριμένο μπλοκ, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω με αριθμό … επίδικο, που δεν ήταν συμπληρωμένα, αφαιρέθηκαν παράνομα από την κατοχή του ανακόπτοντος σε μη εξακριβωμένη ημερομηνία του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο του 2008 μέχρι και την 27.5.2008. Ειδικότερα, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ο ανακόπτων είχε προβλήματα υγείας και για το λόγο αυτό αναγκάστηκε να απουσιάσει επανειλημμένα από το κατάστημα με είδη προικός που διατηρεί στον Τ., αναθέτοντας την επίβλεψή του στου υπερήλικο φίλο του Π. Κ.. Κατά το διάστημα αυτό και σε μη εξακριβωμένη ημερομηνία, ο Α. Π. του Ε., κάτοικος Ε. και συγγενής εξ αγχιστείας του ανακόπτοντος, εκμεταλλευόμενος αφενός την απουσία του τελευταίου από το κατάστημά του και αφετέρου τόσο την σχέση εμπιστοσύνης που είχε αναπτύξει με τον Π. Κ. όσο και τη μειωμένη ικανότητα αντίληψης του τελευταίου λόγω της ηλικίας του, εντόπισε σε συρτάρι του καταστήματος του ανακόπτοντος το προαναφερόμενο μπλοκ τραπεζικών επιταγών και στη συνέχεια αφαίρεσε παράνομα από αυτό 6 λευκά φύλλα επιταγών, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω επίδικο με αριθμό …. Στη συνέχεια, ο Α. Π. του Ε., εν αγνοία του ανακόπτοντος, συμπλήρωσε στο συγκεκριμένο φύλλο επιταγής το αναγραφόμενο ποσό ολογράφως και αριθμητικώς (9.800 Ε), την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης (31.12.2008), τα στοιχεία της εις διαταγήν πρώτης κομίστριας ανώνυμης εταιρίας «Μ. ΑΕ» και, αφού έθεσε στη θέση του εκδότη μια μονογραφή, παρέδωσε την εν λόγω επιταγή στο νόμιμο εκπρόσωπο της ανώνυμης εταιρίας «Μ. ΑΕ» Κ. Δ., με τον οποίο διατηρούσαν επαγγελματική συνεργασία και αντάλλασαν οικονομικές διευκολύνσεις κυρίως με την οπισθογράφηση τραπεζικών επιταγών. Στη συνέχεια, η ανώνυμη εταιρία «Μ. ΑΕ» και δη ο νόμιμος εκπρόσωπός της Κ. Δ. μεταβίβασε την συγκεκριμένη επιταγή στην εταιρία «Δ. Ο. και ΣΙΑ ΕΕ», στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος και η οποία με τη σειρά της τη μεταβίβασε με οπισθογράφηση του νομίμου εκπροσώπου της Α. Π. του Ε., θέτοντας τη ρήτρα «αξία ενεχύρου», στην καθ’ ης η ανακοπή, η οποία και την έλαβε στην κατοχή της αγνοώντας ότι αποτελεί προϊόν κλοπής και πλαστογραφίας.
Τα ανωτέρω αποδεικτικά συμπεράσματα προκύπτουν τόσο από το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων και του ανακόπτοντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσο και από το περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων και των απολογιών των κατηγορουμένων για τα εγκλήματα της κλοπής και πλαστογραφίας με χρήση από κοινού Α. Π., Κ. Δ. και Α. Π., ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας (μεταβατική έδρα Ελασσόνας) και επιβεβαιώνονται: α) από το περιεχόμενο της με αριθμό …/10.2.2009 ένορκης βεβαίωσης του Α. Π. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Π. Α., β) από την ομολογημένη έλλειψη γνωριμίας και οποιασδήποτε συναλλακτικής σχέσης μεταξύ του ανακόπτοντος και του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας «Μ. ΑΕ», γ) από την 15.9.2008 έγγραφη ενημέρωση του ανακόπτοντος προς την πληρώτρια τράπεζα σε συνδυασμό τόσο με την κατάθεση δύο εγκλήσεων, με τις οποίες ο ανακόπτων στρέφεται κατά συγκεκριμένων προσώπων και καταγγέλλει την τέλεση σε βάρος του των πράξεων της κλοπής και της πλαστογραφίας, όσο και με την υποστήριξη των κατηγοριών για τις πράξεις αυτές κατά των κατηγορουμένων ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, το οποίο για να εκδώσει την με αριθμό 306/2013 αθωωτική απόφασή του κατά των ανωτέρω κατηγορουμένων στηρίχθηκε αποκλειστικά στην αποδεικτική διαδικασία που διεξήχθη ενώπιόν του. Και η κρίση του αυτή δεν δεσμεύει αποδεικτικά το παρόν Δικαστήριο που, με βάση τα αποδεικτικά μέσα που έθεσαν στη διάθεσή του οι διάδικοι της παρούσας δίκης, καταλήγει στα ανωτέρω αντίθετο αποδεικτικά συμπεράσματα. Ενόψει τούτων, λοιπόν, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής…