261/2015 ΜονΕφΛαρ (θέση εργαζόμενου σε διαθεσιμότητα επί περιορισμού κύκλου εργασιών – ισχύς ΣΣΕ μόνο σε εργαζόμενους σε αδειοδοτημένους ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς)
261/2015
Πρόεδρος: Σπυρ. Μελάς
Δικηγόροι: Νικ. Παπαπέτρος, Αμφιτρίτη Καραβίδα
Δυνατότητα εργοδότη, επί περιορισμού του κύκλου εργασιών που καθιστά ασύμφορη την απασχόληση μέρους του προσωπικού, αντί καταγγελίας, να θέσει μονομερώς μισθωτούς σε διαθεσιμότητα με έγγραφη δήλωση κατόπιν διαβούλευσης, χωρίς ανάγκη κοινοποίησής της σε Αρχές, και κατά το χρόνο προειδοποίησης καταγγελίας, αρκεί να μην είναι καταχρηστική.
Οι κλαδικές Σ.Σ.Ε. ρυθμίζουν τους όρους εργασίας σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις ανεξαρτήτως ειδικότητας εργαζομένων, ενώ οι ομοιοεπαγγελματικές εργαζομένων του ιδίου επαγγέλματος, ανεξαρτήτως είδους επιχείρησης.
Ισχύς ΣΣΕ μόνο έναντι των μελών των συμβαλλόμενων οργανώσεων, εκτός αν επεκτάθηκε με ΥΑ.
Οι εργαζόμενοι σε ιδιωτικούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς που λειτουργούν κατόπιν άδειας λειτουργίας, αν δεν έχουν υπογράψει ειδικές ΣΣΕ, αμείβονται από 8.8.1995 με τις επιχειρησιακές των υπαλλήλων και δημοσιογράφων της ΕΡΤ ΑΕ, ενώ από την ισχύ του ν. 3166/03 οι μεν δημοσιογράφοι με τις ΣΣΕ της Ένωσης Συντακτών Εφημερίδων Αθηνών, το δε τεχνικό, διοικητικό και λοιπό προσωπικό με τις ΣΣΕ προσωπικούπου ασκεί παρεμφερή εργασία σε επιχειρήσεις με συναφές αντικείμενο όπως αυτές καθορίζονται εκάστοτε με ΚΥΑ το πρώτο εξάμηνο κάθε έτους, επί δε μη έκδοσης αυτής μη εφαρμογή των κατά το προηγούμενο έτος ΣΣΕ.
Αντίθετα στους μισθωτούς των με προσωρινή άδεια λειτουργούντων ραδιοτηλεοπτικών σταθμών (μη αδειούχων) μέχρι το 2009 (οπότε επεκτάθηκαν και σε αυτούς οι άνω ρυθμίσεις) οφείλεται ο συμβατικός, άλλως ο συνηθισμένος μισθός, εφόσον δεν προσδιορίζεται από άλλη διάταξη και δεν είναι κατώτερος από την εκάστοτε ΕΓΣΣ.
{…} 3. α) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3198/1955 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του ν. 3846/2010) «Οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις, αν έχει περιοριστεί η οικονομική τους δραστηριότητα, μπορούν, αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να θέτουν εγγράφως σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους τρεις μήνες ετησίως, μόνο εφόσον προηγουμένως προβούν σε διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 240/2006 (ΦΕΚ 252 Α’) και του ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63 Α’). Αν στην επιχείρηση δεν υπάρχουν εκπρόσωποι εργαζομένων η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Μετά την εξάντληση του τριμήνου, προκειμένου να τεθεί εκ νέου ο ίδιος εργαζόμενος σε διαθεσιμότητα απαιτείται και η παρέλευση τουλάχιστον τριών μηνών. Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στις οικείες Υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ με οποιονδήποτε τρόπο τη σχετική δήλωση περί διαθεσιμότητας μέρους ή του συνόλου του προσωπικού του». Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής σαφώς προκύπτει ότι για να είναι έγκυρη η μονομερώς από τον εργοδότη επιβαλλόμενη θέση των μισθωτών (μέρους αυτών ή και όλων) σε διαθεσιμότητα (άσχετα αν πρόκειται για υπαλλήλους ή εργατοτεχνίτες), πρέπει να συντρέχουν οι εξής και μόνο τρεις προϋποθέσεις, οι δύο διαδικαστικές και η άλλη ουσιαστική, δηλαδή: α) η θέση των μισθωτών σε διαθεσιμότητα να γίνει εγγράφως, β) να υπάρχει περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης και γ) να προηγηθεί διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ή με το σύνολο των εργαζομένων πριν την εφαρμογή της απόφασης του εργοδότη περί της διαθεσιμότητας (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 3846/2010, όπου αναφέρεται ότι αυτή αποτελεί μία επιπλέον προϋπόθεση για την εφαρμογή του θεσμού της διαθεσιμότητας, ώστε να δίνεται η δυνατότητα στους εργαζόμενους να ενημερώνονται έγκυρα και με σαφήνεια για τους λόγους που επιβάλλουν τη λήψη του μέτρου, ΚΝοΒ 2010. 766-767, Δ. Ζερδελής Εργατικό Δίκαιο εκδ. Γ’ 2013, αριθ. 2066). Με την έννοια του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας εννοούνται όχι οι απλές οικονομικές δυσχέρειες που μπορεί να προκύψουν σε μία επιχείρηση για οποιοδήποτε λόγο δημιουργώντας πρόσκαιρες δυσκολίες πληρωμής των υποχρεώσεών της προς το προσωπικό ή προς τρίτους, αλλά (εννοούνται) ο περιορισμός, έστω και για υποκειμενικούς λόγους, του κύκλου των εργασιών της επιχείρησης, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη ή ασύμφορη η απασχόληση του συνόλου ή μέρους του προσωπικού αυτής (Δ. Ζερδελής ό.π. αριθ. 2064 με παραπομπή στη Νομολογία). Ούτε από τη γραμματική ερμηνεία, ούτε από την ιστορική ερμηνεία της διάταξης προκύπτει ότι η υποχρέωση του εργοδότη να προβεί σε κοινοποίηση της δήλωσής του περί διαθεσιμότητας στις υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, ΙΚΑ και ΟΑΕΔ, που πρόδηλο σκοπό έχει, πέρα από τη διευκόλυνση στην παροχή των σχετικών επιδομάτων, την ενημέρωση των ως άνω δημοσίων οργανισμών για τα επίπεδα απασχόλησης, συνιστά προϋπόθεση του κύρους της δηλώσεως του (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3846/2010, άρθρο 4, όπου δεν αναφέρεται, σε αντίθεση με την ενημέρωση και διαβούλευση, ως προϋπόθεση για την εφαρμογή του θεσμού της διαθεσιμότητας, η κοινοποίηση στους ως άνω οργανισμούς). Όμοιο σκοπό υπηρετεί η κατ’ άρθρο 9 ν. 3198/1955 υποχρέωση του εργοδότη να αναγγείλει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας εντός οκτώ ημερών από την παράδοση του σχετικού εγγράφου στον εργαζόμενο στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας και ήδη στον ΟΑΕΔ. Η αναγγελία αυτή ουδέποτε υποστηρίχτηκε ότι αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 1334/1997 Δνη 1998. 1305, Δ. Ζερδελής Καταγγελία αριθ. 559).
β) Σε σχέση με το ζήτημα αν ο εργοδότης δικαιούται, κατά το χρόνο της προειδοποίησης, να θέσει τον υπάλληλο – μισθωτό σε διαθεσιμότητα, η θέση του Δικαστηρίου είναι η ακόλουθη: Αφού το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λήξης της εργασιακής σύμβασης επέρχεται με τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης και η εργασιακή σύμβαση είναι ενεργός κατά τη διάρκεια του χρόνου προειδοποίησης, παράγουσα ακέραια τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις, το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη να θέσει τον μισθωτό σε διαθεσιμότητα δεν αποκλείεται, αρκεί η άσκησή του να μην αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ σχετικά με την κατάχρηση δικαιώματος. Η αντιδιαστολή του νόμου στο αρθρ. 10 ν. 3198/1955 «…αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να θέτουν εγγράφως σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους» είναι πρόδηλο ότι αναφέρεται στην απρόθεσμη καταγγελία, έναντι της οποίας η διαθεσιμότητα είναι ηπιότερο μέτρο και δεν σημαίνει ότι ο εργοδότης κατά τη διάρκεια της προμήνυσης είναι υποχρεωμένος να εκτελεί τη σύμβαση εργασίας, αποδεχόμενος τυπικά εργασία για την οποία δεν υπάρχει αντικείμενο και καταβάλλοντας πλήρεις αποδοχές για ουσιαστικά μη παρεχόμενη εργασία (Βλ. Κ. Μπακόπουλος Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας σελ. 44 αριθ. 26 επ., Κ. Λαναράς Εργατική και Ασφαλιστική Νομοθεσία εκδ. 2011, σελ. 325, έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας 50898/1988 με αναφορά στις ΑΠ 362/1947 και ΠρΑθ 7279/1954 και 3025/1955, ΔΕΝ 1989.1098, αντιθ. Χ. Πετίνη-Πηνιώτη ΔΕΝ 2011. 908 υπό 3 β, ββ, Βλαστός Ατομικό Εργατικό Δίκαιο εκδ. 1999, τ. ΙΙ αριθ. 1201 με επίκληση του άρθρου 10 ν. 3198/1955 και ότι το μέτρο λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταγγελίας, Μαρκόπουλος ΔΕΝ 1981. 1002).
γ) Εξάλλου, η διαθεσιμότητα, όπως και κάθε δικαίωμα, πρέπει να ασκείται με καλή πίστη και τελεί υπό τους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Δηλαδή αυτή (η διαθεσιμότητα) δεν πρέπει να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Η υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά τη διαθεσιμότητα άκυρη κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ. Προφανής παραβίαση της καλής πίστης υπάρχει όταν ο εργοδότης θέτει σε διαθεσιμότητα τον εργαζόμενο για να τον εκδικηθεί μόνο, χωρίς να συντρέχουν για τη διαθεσιμότητά του λόγοι περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησής του ή εκμετάλλευσής του. Καταχρηστική, τέλος, μπορεί να είναι η άσκηση είτε ως προς τον τρόπο επιβολής είτε ως προς την επιλογή των προσώπων (ΕφΛαμ 233/2009 Νόμος, ΕφΘεσ 2513/2002 Αρμ 2002. 1491, ΕφΛαρ 712/2001 Δνη 2002. 807).
{…} Περαιτέρω από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Ε. Α., ο οποίος ασκούσε επιχείρηση λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού ελεύθερης λήψης με την επωνυμία «Β.» στο Β., την 1.5.1989, προσέλαβε, αφού εκπαιδεύτηκε στα μηχανήματα ήχου από τις πωλήτριες εταιρίες, τον υπό Β εκκαλούντα – ενάγοντα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να απασχοληθεί στην εν λόγω επιχείρησή του ως ηχολήπτης. Ο ισχυρισμός του υπό Β εκκαλούντος, ο οποίος περιλαμβάνεται στη δεύτερη και την τρίτη των ως άνω αγωγών, ότι προσελήφθη ως και ως παραγωγός ραδιοφώνου παντός τύπου, δεν κρίνεται βάσιμος. Πέρα από το ότι προστίθεται ξαφνικά στην δεύτερη και τρίτη των αγωγών, διαψεύδεται όχι μόνο από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης αλλά και από τον ίδιο τον διάδικο, οποίος στην καταγγελία που κατέθεσε στο ΙΚΑ στις 26.3.2012 αναφέρει ως ειδικότητά του «ηχολήπτης χειριστής ραδιοφωνικού εξοπλισμού» και από τις ίδιες τις αγωγές του, με τις οποίες διεκδικεί αποδοχές με βάση τις συλλογικές συμβάσεις που αφορούν τους ηχολήπτες των ιδιωτικών ραδιοφωνικών Αθηνών. Εξ άλλου με τον υπό 6 λόγο της έφεσης, με γλώσσα λανθάνουσα αναφέρει «το να δέχεται ότι απασχολούμουν ως ηχολήπτης και όχι, όπως αβάσιμα διατείνομαι, και ως παραγωγός εκπομπών παντός τύπου…».
Σε εκτέλεση αυτής της σύμβασης, ο ενάγων παρείχε συνεχώς τις υπηρεσίες του, με την ανωτέρω ειδικότητά του, στον ως άνω εργοδότη του μέχρι και το Νοέμβριο του 2006, οπότε ο τελευταίος μεταβίβασε συμβατικά την εν λόγω επιχείρηση, ως ενιαίο σύνολο, στην υπό Α εκκαλούσα εναγομένη (θυγατέρα του), η οποία και συνέχισε τη λειτουργία της, υποκαθιστάμενη αυτοδίκαια στην εν λόγω εργασιακή σχέση, γεγονότα που δεν αμφισβητεί η τελευταία. Αρχές Απριλίου 2011 η υπό Α εκκαλούσα – υπό Β εφεσίβλητη – εναγομένη, επικαλούμενη μείωση του κύκλου εργασιών της 40-50% και προκειμένου να αποφύγει τις απολύσεις, ζήτησε από τους εργαζόμενους να μειώσουν τις ώρες εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό πρότεινε στον υπό Β εκκαλούντα – ενάγοντα να εργαστεί ως παρκαδόρος στο παρκινγκ του εμπορικού συγκροτήματος Ο.. Ο υπό Β εκκαλών απέκρουσε την μεταβολή αυτή και στις 13.4.2011 προσέφυγε στην επιθεώρηση εργασίας, καταγγέλλοντας ότι επιχειρήθηκε μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης και ειδικότερα του ωραρίου εργασίας του, της ειδικότητας του και του τόπου παροχής της εργασίας του. Εν τέλει η υπό Α εκκαλούσα κατά τη συζήτηση της 18.4.2011 δήλωσε ότι, εφόσον ο εργαζόμενος υπό Β εκκαλών δεν συμφωνεί με την προτεινόμενη θέση, αποδέχεται να εξακολουθήσει να εργάζεται με τους ίδιους όρους όπως μέχρι τότε.
Στις 16.5.2011, όμως η υπό Β εκκαλούσα – εναγομένη, επικαλούμενη περιορισμό των εργασιών της επιχείρησής της, κατήγγειλε υπό προειδοποίηση (εξάμηνη) τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, η οποία θα έληγε στις 16.11.2011, καταβάλλοντάς του ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 10.092,92 Ε. Λίγο αργότερα δε, κατά τη διάρκεια του χρόνου προειδοποίησης, επικαλούμενη και πάλι τον ανωτέρω περιορισμό του κύκλου εργασιών της, με το από 22.8.2011 έγγραφό της, που κοινοποιήθηκε στον υπό Β εκκαλούντα – ενάγοντα στις 26.8.2011, του γνωστοποίησε ότι τον θέτει σε διαθεσιμότητα για το διάστημα από 22.8.2011 μέχρι 16.11.2011, καταβάλλοντας κατ’ αυτό το διάστημα το ήμισυ (1/2) του μέσου όρου των καταβληθέντων τακτικών αποδοχών του, και καλώντας τον συγχρόνως να απέχει από την εργασία του. Η θέση του σε διαθεσιμότητα έγινε σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3198/1955, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 του ν. 3846/2010, κατά τα οριζόμενα στη σκέψη υπ’ αριθ. 3 ανωτέρω. Ειδικότερα, έγινε εγγράφως, και αφού προηγουμένως είχε λάβει χώρα διαβούλευση με το σύνολο των εργαζομένων, ελλείψει νομίμων εκπροσώπων αυτών, ύστερα από έγγραφη πρόσκληση, η οποία αναρτήθηκε σε εμφανές σημείο των γραφείων της επιχείρησης, όπως προκύπτει από το πρακτικό διαβούλευσης, ενώ, επιπλέον, η υπό Α εκκαλούσα – εναγομένη με το από 18.4.2011 έγγραφό της ανακοίνωσε στους εργαζομένους της ότι θα προβεί σε περικοπές μισθών και θα θέσει σε διαθεσιμότητα τον ενάγοντα, λόγω περικοπής των ωρών ζωντανής εκπομπής του σταθμού στον αέρα. Κατά το χρόνο δε της άσκησης του ως άνω δικαιώματος πράγματι υπήρχε περιορισμός της μέχρι τότε οικονομικής δραστηριότητας της εναγομένης. Τότε αυτή δεν αντιμετώπιζε μόνο απλές οικονομικές δυσχέρειες, αλλά είχε σημαντικό περιορισμό του κύκλου των εργασιών της. Συγκεκριμένα, αυτός (κύκλος εργασιών της) κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2011 έως 31.12.2011, σε σχέση με την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο (1.1.2010 έως 31.12.2010) είχε πτώση περίπου 25%, ανερχόμενος, αντίστοιχα, σε 169.901,35 Ε και 232.087,91 Ε, ενώ παράλληλα μειώθηκε το εργασιακό αντικείμενο του προσωπικού της, λόγω κατάργησης αρχικά των ζωντανών εκπομπών της βραδινής και ακολούθως και της απογευματινής ζώνης. Το γεγονός δε αυτό του περιορισμού, το οποίο δεν αμφισβητεί ειδικά ο εκκαλών – ενάγων, προκύπτει ιδίως από τις εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. των ετών 2010 και 2011, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Ε. Α., η οποία δεν αναιρείται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, η θέση του υπό Β εκκαλούντος – ενάγοντος σε διαθεσιμότητα ήταν όχι μόνο νόμιμη αλλά και βάσιμη κατ’ ουσίαν και έγινε σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και όχι καταχρηστικά. Η εκκαλουμένη, που απέρριψε την πρώτη από 1.9.2011 αγωγή και αξιώσεις του εκκαλούντος για μισθούς υπερημερίας λόγω της επικληθείσας άκυρης διαθεσιμότητας, το νόμο εφάρμοσε και οι υπό 1,2,3 και 5 λόγοι της υπό Β έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
{…} Περαιτέρω από το συνδυασμό των άρθρων 3 παρ. 1β, 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» προκύπτει ότι οι κλαδικές ΣΣΕ και Δ.Α. περιέχουν τους όρους εργασίας, που αφορούν τους εργαζομένους ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων πόλεως, περιφερείας ή και όλης της χώρας. Ομοειδείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν το αυτό αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό τις αυτές περίπου συνθήκες παραγωγής και διαθέσεως προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών και συναφείς είναι οι επιχειρήσεις που έχουν παρεμφερές αντικείμενο δραστηριότητας και λειτουργούν υπό παρόμοιες συνθήκες. Οι κλαδικές Σ.Σ.Ε. ρυθμίζουν τους όρους εργασίας των εργαζομένων σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις ανεξαρτήτως από την ειδικότητα των εργαζομένων και συνάπτονται από συνδικαλιστικές οργανώσεις που εκπροσωπούν τους εργαζομένους των επιχειρήσεων αυτών. Ενώ οι ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ και ΔΑ ρυθμίζουν τους όρους εργασίας εργαζομένων του αυτού επαγγέλματος, ανεξαρτήτως από το είδος της επιχειρήσεως στις οποίες απασχολούνται. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ειδικά για τις κλαδικές ΣΣΕ και ΔΑ, ότι ο κλάδος των επιχειρήσεων που αφορούν μπορεί να είναι ευρύτερος ή στενότερος, αρκεί να περιλαμβάνει επιχειρήσεις που, από την άποψη οικονομικής δραστηριότητας, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, ήτοι είναι ομοειδείς ή συναφείς κατά την έννοια που αναφέρθηκε.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 ν. 1876/1990, που ορίζει ότι οι υπόλοιπες (πλην των εθνικών γενικών) συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν τους εργαζόμενους που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τον εργοδότη που συνάπτει συλλογική σύμβαση εργασίας ατομικά και τους εργοδότες που συνάπτουν συλλογική σύμβαση εργασίας με κοινό εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή εκπροσώπους, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου, που ορίζει ότι με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να επεκτείνει και να κηρύξει γενικώς υποχρεωτική για όλους τους εργαζομένους του κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή επαγγέλματος, προκύπτει ότι η ΣΣΕ ισχύει μόνο έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την είχαν συνάψει. Αν η ΣΣΕ επεκτάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας η ισχύς της, με βάση τη διοικητική αυτή κανονιστική πράξη επεκτείνεται και πέρα από τα πρόσωπα αυτά, πάντως όμως μέσα στο όρια της τοπικής της ισχύος, στους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της (βλ. ΟλΑΠ 540/1981, ΑΠ 281/2002 ΔΕΕ 2003. 210, ΕφΑθ 5089/2003 Δνη 2004. 552).
Εν προκειμένω οι ΣΣΕ που επικαλείται ο υπό Β εκκαλών – ενάγων και ισχυρίζεται ότι κηρύχτηκαν υποχρεωτικές έχουν συναφθεί μεταξύ της «Ένωσης Ιδιοκτητών Ραδιοφωνικών Σταθμών Αθηνών» (Ε.Ι.Ι.Ρ.Α) και της «Ένωσης Τεχνικών Ελληνικής Ραδιοφωνίας» (Ε.Τ.Ε.Ρ.). Στις συμβάσεις αυτές υπάγονται οι τεχνικοί ραδιοφώνου, μέλη της ΕΤΕΡ, που εργάζονται σε ραδιοφωνικούς σταθμούς (Ρ/Σ) μέλη της Ε.Ι.ΙΡ.Α με τις ειδικότητες του α)…, β) ηχολήπτη. Πρόκειται δηλ. για τοπική ΣΣΕ, της οποίας η κήρυξη της ως υποχρεωτικής καταλαμβάνει μόνον τους εργαζομένους σε ραδιοφωνικούς σταθμούς Αθηνών. (Βλ. και την με ΑΠ 21636/25.11.2011 έγγραφη απάντηση του Υπουργείου Εργασίας προς την Πανελλήνια Ένωση Ιδιοκτητών Ραδιοφωνικών Σταθμών – Π.Ε.Ι.ΡΑ.Σ). Αποδεικνύεται περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν, ότι η υπό Α εκκαλούσα δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι μέλος της εργοδοτικής της Ε.Ι.Ι.Ρ.Α. Ο ραδιοφωνικός της σταθμός λειτουργεί στο Β., επομένως η κήρυξη των ως άνω ΣΣΕ ως υποχρεωτικών δεν καταλαμβάνει την υπό Α εκκαλούσα και το τεχνικό προσωπικό, όπως ο υπό Β εκκαλών – ηχολήπτης, που εργάζεται σ’ αυτήν. Επομένως, ο ισχυρισμός του υπό Β εκκαλούντος ότι οι νόμιμες αποδοχές του είναι οι προβλεπόμενες από τις ως άνω ΣΣΕ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4, 5, 6 παρ. 3 εδ. α’ και β’ και παρ. 4 ν. 1866/1989 και του άρθρου 1 παρ. 23 ν. 2328/1995, που ισχύει από 8.8.1995, συνάγεται ότι οι εργαζόμενοι σε ιδιωτικούς τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από τη σύναψη συμβάσεως παραχωρήσεως μη κρατικής τηλεοράσεως, εφόσον δεν έχουν υπογράψει ειδικές ΣΣΕ αμείβονται με τις επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (άρθ. 3 παρ. 5 και 6 παρ. ιβ’ του νόμου 1876/1990) των τακτικών και εκτάκτων υπαλλήλων και δημοσιογράφων της ΕΡΤ ΑΕ. Η ρύθμιση ισχύει και για τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς που έχουν προσωρινή άδεια λειτουργίας, οι οποίοι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 ν. 2644/1998, που ισχύει από 24.3.1998 και δεν έχει αναδρομική ισχύ, θεωρούνται ως «νομίμως λειτουργούντες» προσωρινά και μέχρι τη χορήγηση των αδειών λειτουργίας ή την απόρριψη της αιτήσεώς τους, μετά την ολοκλήρωση του προβλεπόμενου στο άρθρο 2 παρ. 5, περιπτώσεις γ’ και δ1 του ν. 2328/1995, έλεγχου συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων ή της επάρκειας της τεχνικής μελέτης.
Περαιτέρω με το άρθρο 53 ν. 2778/1999 (ΦΕΚ Α’ 295) ορίστηκαν τα εξής «1. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, που λειτουργούσαν την 1η Νοεμβρίου 1999, θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 2328/1995, για την προκήρυξη συγκεκριμένων θέσεων αδειών λειτουργίας τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών. Μετά την έκδοση της υπουργικής απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, οι ανωτέρω ραδιοφωνικοί σταθμοί εξακολουθούν να θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες εντός των ορίων του αντίστοιχου νομού, εφόσον υποβάλλουν αίτηση κλπ (ΑΠ 615/2003 ΔΙΜΕΕ 2004 τευχ. 2, ΑΠ 1511/2010 ΔΙΜΕΕ 2010. 551). Η προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 23 ν. 2328/1995 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 ν. 3166/2003, που ισχύει από 1.7.2003 και ορίζει: «Οι επιχειρήσεις στις οποίες χορηγείται άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού ελεύθερης λήψης, υποχρεούνται να συνάπτουν είτε οι ίδιες απευθείας, είτε ο συλλογικός φορέας στον οποίο συμμετέχουν, συλλογικές συμβάσεις εργασίας με το κάθε είδους απασχολούμενο σ’ αυτές προσωπικό. Εάν οι ανωτέρω συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν υπογραφούν, θα ισχύουν για το προσωπικό που εκτελεί δημοσιογραφική έρευνα οι αντίστοιχες συλλογικές συμβάσεις, που συνάπτει η Ένωση Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών. Αντιστοίχως για το τεχνικό, διοικητικό και λοιπό προσωπικό θα ισχύουν οι συλλογικές συβάσεις εργασίας, που εφαρμόζονται για το προσωπικό που ασκεί ομοειδή ή παρεμφερή εργασία σε άλλες επιχειρήσεις με συναφές αντικείμενο, όπως αυτές καθορίζονται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Τύπου και ΜΜΕ, που εκδίδεται εντός του πρώτου εξαμήνου κάθε έτους. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται αναλόγως και στους ραδιοφωνικούς σταθμούς ελεύθερης λήψης κάθε κατηγορίας». Με το άρθρο 12 παρ. 14 του Ν. 3310/2005 – ΦΕΚ Α’ 30/14.2.2005 ορίστηκε «Η δεύτερη περίοδος της παρ. 23 του άρθρου 1 του ν. 2328/1995, όπως ισχύει, καταργείται.» Από το 2005, δηλαδή, καταργείται η διάταξη που αφορά στο προσωπικό που εκτελεί δημοσιογραφική έρευνα. Επακολούθησε ο Νόμος 3592/2007 (ΦΕΚ Α’ 161/19.7.2007) «Συγκέντρωση και αδειοδότηση Επιχειρήσεων Μέσων Ενημέρωσης και άλλες διατάξεις». Με το άρθρο 5 παρ. 7 ορίστηκε: α)… β) Ως νομίμως λειτουργούντες ραδιοφωνικοί σταθμοί νοούνται αυτοί που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού ελεύθερης λήψης, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 25/1988 (ΦΕΚ 10 Α’), των άρθρων 6 και 7 του ν. 2328/1995, όπως ισχύει, και του άρθρου 24α’ του ν. 2075/1992 (ΦΕΚ 129 Α’), όπως ισχύει, καθώς και αυτοί που θεωρούνται ότι λειτουργούν νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α’), της παρ. 29 του άρθρου 12 του ν. 3310/2005 (ΦΕΚ 30 Α’), της παρ. 7 του άρθρου 15 του ν. 3444/2006, και κάθε άλλης σχετικής διάταξης, όπως ισχύουν». Με την παρ.7 του άρθρου 11 του ιδίου Νόμου ορίστηκε «7. Οι φορείς άδειας τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού υποχρεούνται να συνάπτουν είτε οι ίδιοι απευθείας, είτε ο συλλογικός φορέας στον οποίο συμμετέχουν, συλλογικές συμβάσεις εργασίας με το κάθε είδους απασχολούμενο σε αυτούς προσωπικό, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας. Άλλως, εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τη συγκεκριμένη κατηγορία προσωπικού του ιδιωτικού τομέα». Με το άρθρο 47 Ν. 3801/2009 – ΦΕΚ Α’ 163/4.9.2009 «Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας προσωπικού τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών» ορίστηκε: Ως τη χορήγηση των αδειών των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, κατά τις διατάξεις του ν. 3592/2007, εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη της παρ. 23 του άρθρου 1 του ν. 2328/1995, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3166/2003, για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας του κάθε είδους απασχολούμενου προσωπικού στους νομίμως λειτουργούντες τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς ελεύθερης λήψης, όπως αυτοί ορίζονται στη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 3592/2007».
Από τη γραμματική διατύπωση και συστηματική ένταξη των προαναφερθεισών διατάξεων στα νομοθετήματα που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι ο νομοθέτης τόσο με το νόμο 2328/1995, όσο και με το νόμο 3166/2003 καθώς και τέλος με το νόμο 3592/2007 συνέδεσε την υποχρέωση σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, άλλως, σε περίπτωση μη υπογραφής συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την ισχύ, αρχικά της επιχειρησιακής σύμβασης της ΕΡΤ ΑΕ, στη συνέχεια και όσον αφορά τους δημοσιογράφους, των συμβάσεων που συνάπτει η Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και των συμβάσεων που εφαρμόζονται για το λοιπό προσωπικό που εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις που ασκούν παρεμφερή εργασία, με την ύπαρξη σύμβασης παραχώρησης ή άδειας ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού ή και ραδιοφωνικού σταθμού (Γνωμ. ΝΣΚ 315/2008). Ειδικά από την ισχύ του Νόμου 3166/2003, ο νομοθέτης, για το υπαλληλικό και τεχνικό προσωπικό των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, δεν παραπέμπει στην επιχειρησιακή σύμβαση της ΕΡΤ ΑΕ, αλλά στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται για το προσωπικό που ασκεί παρεμφερή εργασία σε επιχειρήσεις με συναφές αντικείμενο και επιφυλάσσει στους Υπουργούς Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Τύπου και ΜΜΕ την κανονιστική αρμοδιότητα να προσδιορίζουν, με κοινή απόφαση τους, εκδιδόμενη κατ’ έτος και μάλιστα εντός του πρώτου εξαμήνου, τις επιχειρήσεις με συναφές αντικείμενο, προκειμένου οι συλλογικές συμβάσεις του προσωπικού τους να εφαρμοστούν και στο τεχνικό και υπαλληλικό προσωπικό των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Πρόκειται ουσιαστικά για επέκταση της ισχύος των ως άνω συλλογικών συμβάσεων και σε προσωπικό που απασχολείται σε επιχειρήσεις που δεν καταλαμβάνεται από το ρυθμιστικό πεδίο των συμβάσεων των επιχειρήσεων αυτών (υποκειμενικό ή τοπικό). Η επέκταση αυτή έχει στοιχεία από την κήρυξη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ως υποχρεωτικών, με τη διαφορά ότι επεκτείνει την ισχύ τους σε όλες τις, εκτός Αθηνών, επιχειρήσεις ραδιοφωνικών σταθμών. Επομένως, όταν δεν εκδοθεί η κ.υ.α, οι σσε που είχαν εφαρμοστεί το προηγούμενο έτος δεν εφαρμόζονται. Μετά δηλ. την ισχύ του Ν. 3166/2003, «Οργάνωση Γραφείων τύπου επικοινωνίας κλπ», δηλαδή από 2.7.2003, ο προσδιορισμός των αποδοχών του τεχνικού, διοικητικού και λοιπού, πλην των δημοσιογράφων, προσωπικού, των αδειούχων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών εξαρτάται από την κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού έκδοση της πιο πάνω Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως. Μέχρι να εκδοθεί η απόφαση αυτή, η διάταξη του άρθρου 22, κατά το μέρος που αναφέρεται στο τεχνικό, διοικητικό και λοιπό προσωπικό των επιχειρήσεων, στις οποίες έχει εκδοθεί άδεια ιδρύσεως, εγκαταστάσεως και λειτουργίας τηλεοπτικού – ραδιοφωνικού σταθμού, είναι ανενεργός και μη εφαρμοστέα (ΑΠ 762/2012 Ισοκράτης, ΑΠ 1511/2010 ΔΙΜΕΕ 2010. 551 με σημείωση και ΕφΑθ 6799/2014 αδημ. στο νομικό τύπο). Η επαναληπτική άσκηση της κατά τα ως άνω κανονιστικής αρμοδιότητας των Υπουργών, κάθε χρόνο και μάλιστα εντός της ενδεικτικής προθεσμίας του πρώτου εξαμήνου, χωρίς ειδικότερο καθορισμό των κριτηρίων με τα οποία προσδιορίζεται η συνάφεια, μολονότι αρκεί ο εφάπαξ προσδιορισμός των συναφών επιχειρήσεων και παρά την ανυπαρξία οποιασδήποτε αιτιολογίας στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου 3166/2003, προφανή στόχο έχει να παράσχει στη διοίκηση τη δυνατότητα παρακολούθησης της αγοράς εργασίας των ραδιοφωνικών σταθμών, στους οποίους χορηγήθηκε σχετική άδεια. Αντιθέτως για τους νομίμως, κατά τα προαναφερθέντα, λειτουργούντας ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς, (μη αδειούχους), ο νομοθέτης δεν περιέλαβε διάταξη ούτε για υποχρέωση σύναψης συλλογικών συμβάσεων, ούτε για ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων του προσωπικού τους με παραπομπή στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται για το προσωπικό που ασκεί ομοειδή εργασία σε παρεμφερείς επιχειρήσεις. Μόλις το έτος 2009 με το άρθρο 47 Ν. 3801/2009 – ΦΕΚ Α’ 163/4.9.2009 «Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας προσωπικού τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών» επεκτάθηκε η ισχύς της διάταξης της παρ. 23 του άρθρου 1 του ν. 2328/1995, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3166/2003, και στους νομίμως λειτουργούντες τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς ελεύθερης λήψης, όπως αυτοί ορίζονται στη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 3592/2007. Έτσι, στους μισθωτούς αυτούς μέχρι την προαναφερθείσα επεκταση, το έτος 2009, οφείλεται ο συμβατικός μισθός και αν δεν προβλέπεται αυτός από τη σύμβαση, καταβάλλεται ο συνηθισμένος μισθός, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι δεν προσδιορίζεται ο μισθός αυτός από άλλη κανονιστική ή νομοθετική διάταξη και δεν είναι κατώτερος από το μισθό που προβλέπει η εκάστοτε Εθνική Γενική συλλογική σύμβαση εργασίας.
Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι το ΡΑΔΙΟ Β. είναι «νομίμως λειτουργών» ραδιοφωνικός σταθμός ελεύθερης λήψης, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 3592/2007, ο οποίος δεν έχει λάβει άδεια ίδρυσης, εγκατάστασης και λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού («όχι νόμιμος – αδειούχος» – βλ. την με αριθ. …/4.5.2004 βεβαίωση του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου – ΕΣΡ) και δεν είχε υπογράψει ο ίδιος ή συνδικαλιστική οργάνωση στην οποία μετείχε σσε. Επομένως, για το τεχνικό προσωπικό που απασχολεί, ισχύουν οι σσε που εφαρμόζονται για το προσωπικό που ασκεί ομοειδή εργασία σε παρεμφερείς επιχειρήσεις, όπως αυτές προσδιορίζονται με την εκάστοτε εκδιδόμενη προαναφερθείσα κοινή υπουργική απόφαση. Με βάση τα προαναφερθέντα, η δέσμευσή της υπό Α εκκαλούσας, να εφαρμόσει τις οικείες σ.σ.ε. και δ.α. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των τεχνικών ραδιοφώνου» αρχίζει από τις 4.9.2009, οπότε επεκτάθηκε για πρώτη φορά η σχετική ρύθμιση του Ν. 3166/2003, και στους «νομίμως λειτουργούντες» ραδιοφωνικούς σταθμούς και υπό την προϋπόθεση έκδοσης της σχετικής υπουργικής απόφασης. Από την, με το άρθρο 47 Ν. 3801/2009 – ΦΕΚ Α’ 163/4.9.2009, ημερομηνία επέκτασης του ν. 3166/2003 έως τη συζήτηση της αγωγής έχει εκδοθεί, κατ’ εξουσιοδότηση του άνω Νόμου, μόνο η υπ’ αριθ. 2074/10.9.2009 (ΦΕΚ Β’ 1965/10.9.2009) κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Τύπου και Μ.Μ.Ε., για τον καθορισμό των αποδοχών του τεχνικού προσωπικού των ραδιοφωνικών σταθμών όλης της χώρας, πλην Αθηνών, η οποία άρχισε να ισχύει από 10.9.2009 με διάρκεια έως 31.12.2009. Με την απόφαση αυτή, αφού λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι «δεν έχουν υπογραφεί συλλογικές συμβάσεις εργασίας για το τεχνικό προσωπικό (ηλεκτρονικούς, ηχολήπτες) που απασχολείται σε ραδιοφωνικούς σταθμούς ελεύθερης λήψης όλης της χώρας, πλην Αθηνών» ορίζεται ότι «Ως άλλες επιχειρήσεις με συναφές αντικείμενο για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 22 του Ν. 3166/2003, όσον αφορά στο τεχνικό προσωπικό των ραδιοφωνικών σταθμών όλης της χώρας, ορίζονται οι επιχειρήσεις μέλη της Ένωσης Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Ραδιοφωνικών Σταθμών Αθηνών (Ε.Ι.Ι.Ρ.Α.)». Μετά την απόφαση αυτή δεν εκδόθηκε άλλη κοινή Υπουργική Απόφαση εφαρμοστική του άρθρου 22 Ν 3166/2003, με αποτέλεσμα, μετά τις 31.12.2009, για το τεχνικό προσωπικό των ραδιοφωνικών σταθμών – αδειούχων ή και νομίμως λειτουργούντων – να μην ισχύει η επακολουθήσασα και επικαλούμενη, έχουσα ισχύ σσε ΔΑ 30/2010. Έτσι από 10.9.2009 έως 31.12.2009 ο μηνιαίος μισθός του υπό Β εκκαλούντος ανήρχετο με βάση την από 13.4.2009 ΣΣΕ που κατατέθηκε αυθημερόν στο Υπουργείο Εργασίας και κηρύχθηκε υποχρεωτική με την από 13.4.2009 ΥΑ 19736/1574/11.6.2009, με χρόνο υπηρεσίας 20 έτη, την οικογενειακή του κατάσταση (άγαμος), ανήλθε σε 1.901 Ε πλέον 15% επίδομα πολυετούς υπηρεσίας 2.186,15 Ε. Δηλ. για το χρονικό αυτό διάστημα έπρεπε να καταβληθούν στον ενάγοντα το ποσό των 2.186,15/30 = 72,87 ημερησίως χ 20 ημερες Σεπτεμβρίου 2009 = 1457,40 Ε συν (3μηνες χ 2.186 =) 6.558 Ε ίσον 8.015 Ε συν 2.186,15 για ΔΧ 2009 και συνολικά 10.201 Ε. Για το ίδιο χρονικό διάστημα ο υπό Β εκκαλών έλαβε 961,24 Ε/30ημερες = 32,03 Ε χ 20 ημερες ίσον 640 Ε συν (3μηνες χ 961,24 Ε =) 2.883,72 Ε και συνολικά (640 + 2.883,72 =) 3.553,72 Ε και για ΔΧ έλαβε 1001,27. Συνολικά δηλ. έλαβε 4.554.99 Ε. Επομένως του οφείλονται (10.201 μείον 4.554,99 =) 5.640 Ε. Η εκκαλούμενη, που επιδίκασε στον υπό Β εκκαλούντα το ποσό των 63.742,47 Ε, έσφαλε και πρέπει να εξαφανιστεί, κατά μερική παραδοχή του πρώτου λόγου της υπό Α έφεσης, το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει την υπό 22.9.2011 δεύτερη αγωγή και να δεχτεί εν μέρει αυτήν και να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.640 Ε. {…}