266/2015 ΜονΕφΛαρ (οι προτάσεις ως προϋπόθεση παραδεκτού παράστασης – κοινός τραπεζικός λογαριασμός – ανάληψη όλου του ποσού απο ένα δικαιούχο – ευθύνη τράπεζας)

266/2015                                                              

Πρόεδρος: Αντζελίτα Παπαβασιλείου

Δικηγόροι: Αλεξάνδρα Κωνσταντινίδου, Ανδρ. Χατζηλάκου

 

Προϋπόθεση παραδεκτού παράστασης στη συζήτηση η εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων και όχι το περιεχόμενο αυτών (όπως αν αφορούσε όχι την ένδικη αλλά αντίθετη αγωγή).

Κίνηση προθεσμίας εναντίον και του επιδίδοντος δικόγραφο.

Δικαίωμα κοινωνών, αναλόγως των μερίδων, στους καρπούς και ωφελήματα του κοινού.

Συλλογική διοίκηση κοινού, επί δε κινδύνου δυνατές πράξεις διοίκησης από κάθε κοινωνό όπως η καταβολή ληξιπροθέσμων χρεών. Αξίωση κοινωνού κατά λοιπών για τα πλέον της μερίδας του έξοδα κατά το 794 ΑΚ εφόσον έγιναν με απόφαση πλειοψηφίας ή δικαστηρίου ή για αποτροπή επικείμενου κινδύνου, άλλως κατά τη διοίκηση αλλοτρίων ή τον αδικ. πλουτισμό.

Επί ανάληψης όλου του ποσού κοινού λ/σμού από ένα δικαιούχο, απόσβεση της απαίτησης έναντι της Τράπεζας και ως προς τον μη αναλαβόντα που αποκτά απαίτηση έναντι του αναλαβόντος για το αναλογούν σε αυτόν βάσει της εσωτερικής, επαχθούς ή χαριστικής, σχέσης, άλλως κατ’ ίσα μέρη.

Επί θανάτου ενός των καταθετών, μη υποκατάστασή του από τους κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, αδιαφόρως αν έχει τεθεί ή όχι ο όρος ότι επί θανάτου η κατάθεση περιέρχεται αυτοδίκαια στους επιζώντες, διό η ανάληψη του ποσού από τον επιζώντα καταθέτη που είναι συγχρόνως και κληρονόμος του αποθανόντος γίνεται έναντι της τράπεζας ιδίω ονόματι και όχι ως κληρονόμος.

Αυεπάγγελτη αναστολή της εκδίκασης ένστασης συμψηφισμού μέχρι το πέρας ήδη εκκρεμούς αγωγής για την απαίτηση.

 

{…} 1.β. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 3042/2002, στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 269, 270 παρ. 2, 4, 6 και 7, 271 έως 312 ΚΠολΔ. Έτσι, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, ενώπιον του Μονομελούς και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν το αργότερο είκοσι μέρες πριν από τη δικάσιμο προτάσεις, επί των οποίων ο γραμματέας σημειώνει τη χρονολογία κατάθεσης. Εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπ` όψιν. Τα ανωτέρω όμως δεν ισχύουν για τις δίκες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, εφ’ όσον δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στο άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 2915/2001 για τη θέση σε εφαρμογή των προθεσμιών κατάθεσης προτάσεων, προσθήκης – αντίκρουσης και ανταγωγής, που προβλέπονται στα άρθρα 237 παρ. 1, 3, 268 παρ. 4, 5 και 270, με αποτέλεσμα μέχρι τότε να ισχύουν οι προθεσμίες που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και οι προτάσεις να κατατίθενται στο ακροατήριο (ΕφΑθ 1600/2004 Νόμος). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι βασική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης του ενάγοντος κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της αγωγής είναι η εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων και όχι το περιεχόμενο αυτών.

2.α. Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται για συζήτηση η από 4.12.2011 (με αρ. κατάθ. 295/6.12.11) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 106/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Ο εκκαλών ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί της από 19.9.2006 (αρ. κατάθ. 1394/4.10.06)  αγωγής με τη τακτική διαδικασία, ερήμην αυτού, αν και κατά τη συζήτησή της αγωγής την 12.4.2011, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο εκκαλών παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Α. Κ. και κατέθεσε προτάσεις, πλην όμως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων ήταν δικονομικώς απών, επειδή το περιεχόμενο των προτάσεών ήταν άσχετο με την ένδικη υπόθεση, διότι αφορούσε την αντίθετη αγωγή που άσκησε η εναγομένη κατά του ενάγοντος.

2.β. Η κρινόμενη από 4.12.2011 (αριθμ. καταθ. 295/6.12.11) έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 6.12.2011 (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), ειδικότερα δε προ πάσης επιδόσεως, η οποία πραγματοποιήθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος – ενάγοντος στις 18.10.2013, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …/18.10.2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Δ. Ζ.., η οποία επίδοση σε κάθε περίπτωση κινεί την προθεσμία και εναντίον αυτού που πραγματοποιεί την επίδοση (ΑΠ 365/2010 Νόμος). Εφόσον, λοιπόν, η έφεση ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποίαν ο ενάγων – εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την αποδοχή στο σύνολο της αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια, που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολο της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιούμενου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, ως προς το νόμω και κατ` ουσίαν βάσιμό της, αλλά και οι ισχυρισμοί της εναγομένης κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).

3.α. Κατά το άρθρο 786 ΑΚ, κάθε κοινωνός έχει ανάλογη μερίδα στους καρπούς του κοινού αντικειμένου. Ως καρποί νοούνται τα ωφελήματα γενικώς από το πράγμα, ήτοι όχι μόνο οι κυρίως καρποί, είτε φυσικοί είτε πολιτικοί είναι αυτοί, στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 961 ΑΚ, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος (άρθρο 962 ΑΚ), όπως προκειμένου περί αστικού ακινήτου, που από κατασκευή είναι προορισμένο να χρησιμοποιείται για κατοικία ή γραφείο ή κατάστημα, η αποζημίωση την οποία δικαιούται ο κοινωνός να απαιτήσει από τα μισθώματα (ΑΠ 362/2011 Δνη 2011. 1029). Για να είναι ορισμένη η αγωγή του κοινωνού, με την οποία αυτός αξιώνει από τον συγκοινωνό, που έκανε αποκλειστική χρήση των καρπών του κοινού πράγματος, αποζημίωση για ορισμένο χρόνο, αρκεί να προσδιορίζεται σε αυτή, το κοινό αντικείμενο και το μερίδιο σε αυτό του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκαμε αποκλειστική χρήση των καρπών του, το είδος των ωφελημάτων που αποκόμισε και η ανάλογη μερίδα του ενάγοντος επί του οφέλους αυτού (ΑΠ 362/2010 ΝοΒ 2010. 2255). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 788 ΑΚ, αν επίκειται κίνδυνος, καθένας από τους κοινωνούς έχει δικαίωμα και χωρίς τη συναίνεση των λοιπών, να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για τη συντήρηση του πράγματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και δη αν υφίσταται αντικειμενικά κίνδυνος που απειλεί την υλική ή νομική υπόσταση του κοινού πράγματος, πράξεις διοίκησης τούτου μπορούν να διενεργηθούν και από κάθε κοινωνό ατομικά, κατ’ απόκλιση από την αρχή της «συλλογικής διοίκησης» που είναι ο κανόνας στην κοινωνία δικαιώματος κατ’ ιδανικά μέρη. Οι πράξεις όμως αυτές διοίκησης οριοθετούνται σε μία μορφή δραστηριότητας με συγκεκριμένο σκοπό, το σκοπό δηλαδή αντιμετώπισης του κινδύνου που απειλεί το κοινό, και ως εκ τούτου περιορίζονται στα κατάλληλα μέτρα, τα οποία είναι αναγκαία για τη συντήρηση του κοινού. Σ’ αυτά περιλαμβάνεται κάθε υλικής και νομικής φύσεως πράξη, δικαστική ή εξώδικη, που αποσκοπεί στη διατήρηση της ουσίας και της αξίας του πράγματος, όπως είναι και η καταβολή ληξιπροθέσμων χρεών προς αποφυγή αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1160/2010 Νόμος). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ, που ορίζει ότι κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 788, 789, 790, 730, 904 επ. 1101-1107 ΑΚ, προκύπτει ότι ο κοινωνός που κατέβαλε έξοδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να ζητήσει τα επί πλέον καταβληθέντα από τους λοιπούς κοινωνούς, κατ’ αναλογία των μερίδων τους. Η υποχρέωση αυτή για τις δαπάνες αποτελεί το αντιστάθμισμα της συμμετοχής του κοινωνού στους καρπούς και τα ωφελήματα του κοινού πράγματος. Η αναζήτηση των εξόδων γίνεται απ’ ευθείας βάσει της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 794 ΑΚ, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν απόφασης όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έξοδα έχουν καταβληθεί από τον κοινωνό, ο οποίος κατά συνεπεία αξιώνοντας την καταβολή τους, πρέπει να επικαλεσθεί μεταξύ των άλλων και να αποδείξει ότι κατέβαλε τα έξοδα αυτά σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Εάν όμως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, τα εν λόγω έξοδα αναζητούνται κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλότριων ή του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 251/2014 Νόμος).

3.β. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 και 2 εδ. α’ και β’ του Ν. 5638/1932 περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό, όπως το πρώτο αντικ. από το άρθρο 1 του Ν. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ του ΝΔ 118/1973, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 117 ΕισΝΑΚ και 19 παρ. 4 του Ν. 1969/1991, συνδυασμένες με εκείνες των άρθρων 489, 491, 822 και 830 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση καταθέσεως χρημάτων σε τράπεζα, ανεξάρτητα αν γίνεται υπέρ του καταθέτη ή τρίτου ή σε κοινό λογαριασμό, ενόψει του ότι αποσκοπεί στην ασφαλή φύλαξη των χρημάτων, προς την οποία και δεν αντιτίθεται η συνομολόγηση του συνηθισμένου για τραπεζικές εργασίες τόκου, καταρτίζεται με την εκ μέρους του καταθέτη μεταβίβαση της κυριότητας του κατά τη σύναψή της καταβαλλόμενου απ` αυτόν χρηματικού ποσού, ως πρώτης τμηματικής παροχής του, προς την τράπεζα, ατύπως (re), η οποία, από τότε που με την παράδοση έγινε κυρία των χρημάτων (άρθρο 1034 ΑΚ), έχει ευθεία υποχρέωση να τα καταβάλει στον δικαιούχο όταν της ζητηθεί. Η λειτουργία όμως της συμβάσεως αυτής καθιδρύει συνήθως μία σχέση διαρκούς και πολλές φορές καθημερινής συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων. Η εκτέλεσή της δηλαδή γίνεται συνήθως όχι με μία καταβολή και ανάληψη του ποσού αυτής, αλλά με πολυάριθμες τμηματικές τέτοιες, που προσδιορίζονται εκάστοτε με τη βούληση του καταθέτη.

Περαιτέρω, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα και σε κοινό λογαριασμό είναι εκείνη που γίνεται στο όνομα δύο ή περισσοτέρων και περιέχει τον όρο ότι του λογαριασμού αυτού μπορεί να κάνει χρήση ολικώς ή μερικώς, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε όλοι μαζί οι δικαιούχοι. Για την εγκυρότητα της καταθέσεως δεν απαιτείται να γίνει αυτή από κοινού από όλους τους δικαιούχους, αλλά μπορεί να καταρτισθεί από μερικούς ή και από έναν δικαιούχο, ακόμη και από τρίτο πρόσωπο μη δικαιούχο. Και τούτο, διότι από τη γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και την τελολογική ερμηνεία τους, την τραπεζική πρακτική και την ταχύτητα των συναλλαγών, δεν απαιτείται κοινή εμφάνιση και δήλωση των καταθετών και δικαιούχων, δηλαδή σύμπραξή τους ενώπιον της τράπεζας. Εξάλλου, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του όρου «δικαιούχοι» και όχι «καταθέτες» στη διατύπωση των παραπάνω διατάξεων. Παράλληλα, η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αποτελεί και μία ιδιόμορφη σύμβαση υπέρ τρίτου και μάλιστα γνήσια. Από την πιο πάνω σύμβαση τρίτος μη συμβαλλόμενος αποκτά ευθεία ενοχική αξίωση κατά του δότη της υπόσχεσης (άρθρο 411 ΑΚ), αλλά ταυτόχρονα και ο συμβαλλόμενος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από το δότη της υπόσχεσης – τράπεζα για τον εαυτό του. Δημιουργείται δηλαδή ένας συνδυασμός ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής και γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, μία sui generis συμβατική ενοχή, επιτρεπτή σύμφωνα με την ελευθερία των συναλλαγών και την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης. Παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, υπό την έννοια των άρθρων 489 έως 493 του ΑΚ, συνάγεται δε σαφώς από τη διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, κατά το οποίο μεταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνδυαζόμενο με το άρθρο 491 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, ότι σε περίπτωση αναλήψεως ολόκληρου του ποσού της χρηματικής καταθέσεως από τον ένα μόνο δικαιούχο, αποσβέννυται μεν έναντι του δέκτη της καταθέσεως η απαίτηση και ως προς τον άλλο, μη αναλαβόντα δανειστή, αποκτά όμως ο δανειστής αυτός απαίτηση εκ του νόμου, έναντι του αναλαβόντος, για καταβολή σε αυτόν ποσού ίσου προς το μισό του αναληφθέντος ισόποσου της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της καταθέσεως ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, εξαίρεση της οποίας το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα. Η εσωτερική σχέση μεταξύ περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού αποτελεί το λόγο, για τον οποίο συνάπτεται η σύμβαση κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό. Η εσωτερική αυτή σχέση όμως δεν επηρεάζει το κύρος της εξωτερικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και των συνδικαιούχων. Η σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού μπορεί να είναι επαχθής ή χαριστική. Η εσωτερική σχέση είναι επαχθής, όταν οι συνδικαιούχοι συνδέονται μεταξύ τους με εταιρεία ή με σύμβαση δανείου ή εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντάς του, απλώς προς διευκόλυνσή του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού, και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν. Κατ’ αντιδιαστολή, η εσωτερική σχέση είναι χαριστική όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρη ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση. Δεν αποκλείεται η εσωτερική σχέση να προβλέπει ότι δεν υπάρχει δικαίωμα αναγωγής μεταξύ των συνδικαιούχων. Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που η εσωτερική σχέση δεν προβλέπει τα μερίδια μεταξύ των συνδικαιούχων. Στις περιπτώσεις αυτές οι συνδικαιούχοι έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη (ΑΠ 1001/2012 Νόμος).

Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του προαναφερομένου ν. 5638/1923, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` του ν.δ. 118/1973, ορίζεται, αντιστοίχως, ότι «Επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθεί προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων, η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Εν τη περιπτώσει ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομιάς ή άλλου τέλους. Αντιθέτως, η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου» και ότι «η διάθεσις της καταθέσεως διά πράξεως είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων και των τελευταίων τοιούτων, ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως». Από τις διατάξεις αυτές, εκ των οποίων η πρώτη αναφέρεται στις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ των καταθετών και η δεύτερη ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ της τράπεζας και των περισσοτέρων καταθετών, συνδυαζόμενες και με τις λοιπές διατάξεις που προμνημονεύθηκαν, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, δεν χωρεί υποκατάσταση αυτού από τους τυχόν κληρονόμους του έναντι της τράπεζας, κατά της οποίας και δεν μπορούν να στραφούν επικαλούμενοι το κληρονομικό τους δικαίωμα, διότι διαφορετικά θα επήρχετο μεταβολή του προσώπου του καταθέτη χωρίς τη συγκατάθεση της τράπεζας. Ο επιζών καταθέτης, ως εις ολόκληρον δανειστής έναντι της τράπεζας, μπορεί να εισπράξει και ολόκληρο το ποσό της καταθέσεως, οπότε οι κληρονόμοι του αποθανόντος θα μπορούν να αξιώσουν από αυτόν το τμήμα εκείνο της καταθέσεως που αναλογεί στο δικαιοπάροχο τους με βάση τις εσωτερικές σχέσεις των καταθετών. Αν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες περιέρχεται αυτοδικαίως και ιδίω ονόματι η κατάθεση και ο από αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν και να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της καταθέσεως που αναλογεί σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο όρος αυτός, του οποίου σε αυτό και μόνον εξαντλείται η νομική ενέργεια. Συνεπώς και αν δεν έχει τεθεί ο ως άνω όρος, οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν υπεισέρχονται ως προς την κατάθεση στην έναντι της τράπεζας θέση του κληρονομηθέντος και επομένως η ανάληψη του ποσού αυτής από τον επιζώντα καταθέτη και στην περίπτωση που αυτός είναι συγχρόνως και κληρονόμος του αποθανόντος, γίνεται έναντι της τράπεζας ιδίω ονόματι και όχι με την ιδιότητα του κληρονόμου. Οι προεκτιθέμενες διατάξεις, ως ειδικές, υπερισχύουν της γενικής διατάξεως του άρθρου 368 ΑΚ περί ακυρότητας της συμβάσεως για την κληρονομιά προσώπου που ζει, η δε ρύθμιση που απορρέει από τις διατάξεις αυτές δεν είναι ασυμβίβαστη προς το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (αρ. 17 παρ. 1) δικαίωμα ιδιοκτησίας, ούτε προς το δικαίωμα διαθέσεως αιτία θανάτου. Εξάλλου, αυτός που επικαλείται την ως άνω εξαίρεση της υπάρξεως του προσθέτου όρου του άρθρου 2 του ν. 5638/1932, ο οποίος αποτελεί ένσταση (άρ. 262 ΚΠολΔ), φέρει και το βάρος αποδείξεως αυτής κατ’ άρθρα 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΛαμ 40/2009 Νόμος).

4. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων (ήδη εκκαλών) με την από 19.9.2006 (εκθ. κατάθ. 1394/4.10.2006) αγωγή του, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας κατά της εναγομένης, ισχυρίζεται ότι μαζί με την τελευταία είναι συγκύριοι κατά ίσα ιδανικά μέρη των ειδικότερα αναφερομένων στο δικόγραφο αυτής ακίνητων και κινητών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία ανήκαν στον αποβιώσαντα, χωρίς διαθήκη, πατέρα τους. Ότι η εναγόμενη εισέπραξε, μετά το θάνατο του πατέρα τους ολόκληρο το μίσθωμα ενός αστικού ακινήτου για το ειδικότερα καθοριζόμενο χρονικό διάστημα συνολικού ποσού 10.650 Ε, όπως και το μετά το θάνατο του πατέρα τους κατατεθέν επίδομα δώρου Χριστουγέννων της σύνταξης αυτού ποσού 548 Ε. Ότι ως πολιτικοί καρποί το μίσθωμα του αστικού ακινήτου και το επίδομα δώρου Χριστουγέννων της σύνταξης του αποβιώσαντος πατέρα τους ανήκουν στον ίδιο και την εναγομένη ισομερώς. Ότι μέχρι την άσκηση της αγωγής δικαιούται από τους παραπάνω καρπούς μερίδα ανάλογη με το ιδανικό του μερίδιο, το οποίο σύμφωνα με τους αγωγικούς υπολογισμούς ανέρχεται για μεν τον πολιτικό καρπό του μισθώματος σε 5.325 Ε, για το επίδομα δώρου Χριστουγέννων της σύνταξης του αποβιώσαντος σε 274 Ε.  Στην αγωγή, κατά το σκέλος αναζήτησης των καρπών κοινού πράγματος, περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία για την πληρότητά της πραγματικά στοιχεία, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, όπως το κοινό αντικείμενο (αστικό ακίνητο), το μερίδιο σε αυτό του ενάγοντος (1/2), ότι η εναγομένη έκαμε αποκλειστική χρήση των πολιτικών καρπών του, το είδος των ωφελημάτων που αποκόμισε (μισθώματα και χρήματα) και η ανάλογη μερίδα του ενάγοντος επί του οφέλους αυτού (5.325 Ε και 274 Ε αντίστοιχα).

Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται, ότι ο ίδιος, ενήργησε, λόγω επείγουσας ανάγκης, τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο δαπάνες συντήρησης στα κοινά αστικά ακίνητα ύψους 1.432 Ε, καθώς επίσης κατέβαλε τους εκκρεμείς λογαριασμούς ΔΕΗ ύψους 950 Ε και τα τέλη κυκλοφορίας του, ενός εκ των δύο φορτηγών, αυτοκινήτου της ιδιοκτησίας του θανόντος πατέρα τους ύψους 365 Ε, όπως επίσης ενήργησε όλες τις απαραίτητες νομικές εξωδικαστικές και δικαστικές πράξεις προς διαφύλαξη των νομίμων δικαιωμάτων τους στο δεύτερο φορτηγό αυτοκίνητο, λόγω παράνομης κυκλοφορίας αυτού με υπαιτιότητα τρίτου – μη διαδίκου εν προκειμένω, ένεκα των οποίων ενεργειών υποβλήθηκε σε δαπάνη καταβολής αμοιβής δικηγόρου ύψους 800 Ε. Ότι λόγω των διενεργηθεισών δαπανών και επειδή η εναγομένη αρνείται να του καταβάλλει το ποσό των 1.773,5 Ε, το οποίο αναλογεί στη μερίδα του επί των δαπανών, ζητεί με την αγωγή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ως άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το ιστορικό αυτό της αγωγής, σχετικά δηλαδή με την αναζήτηση των δαπανών επί των κοινών πραγμάτων, δικαιολογεί την εκτίμηση, (ΑΠ 2198/2009 Νόμος), ότι πρόκειται για δαπάνες που προέκυψαν από τη διοίκηση για τη συντήρηση των κοινών αυτών πραγμάτων, που πραγματοποιήθηκαν, προς αποφυγή επέλευσης βλάβης, αφού υπάρχει η παρακάτω αναφορά στην αγωγή: «η εναγομένη … παρά τις επίμονες οχλήσεις μου για τα προβλήματα που υπήρχαν κι έπρεπε να επιλυθούν, με αγνοούσε παντελώς κι αδιαφορούσε πλήρως για τις οικονομικές εκκρεμότητες που άφησε ο θανών πατέρας μας κι έπρεπε εμείς ως κληρονόμοι ν’ αναλάβουμε. Έτσι αναγκάστηκα να προβώ στις παρακάτω αναγκαίες ενέργειες και δαπάνες, οι οποίες αφορούν τα άνω «κοινά» αντικείμενα…». Με βάση τα ανωτέρω η αγωγή κατά το σκέλος αναζήτησης των καρπών –  ωφελημάτων και το σκέλος απόδοσης των δαπανών των κοινών πραγμάτων είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 786 επ. και 794 επ. ΑΚ.

Τέλος, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εναγομένη εισέπραξε, ενόσω ζούσε ακόμη ο πατέρας τους, το σύνολο δύο χρηματικών καταθέσεων, ύψους αυτών, (αθροιστικά),  24.935,73 Ε, μοναδικοί συνδικαιούχοι των οποίων ήσαν αυτοί οι τρεις, δηλαδή ο ενάγων, η εναγόμενη και ο αποβιώσας πατέρας τους, το δε ιδανικό του μερίδιο επί αυτών ισχυρίζεται ότι ανέρχεται σε 12.742 Ε. Ο ενάγων επιδιώκει την απόδοση του ως άνω ποσού, ίσο με το 1/2 του ποσού των δύο τραπεζικών καταθέσεων, επικαλούμενος εμμέσως, πλην όμως σαφώς, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ τους, χωρίς να γίνεται καμία άλλη έστω και έμμεση αναφορά σχετικά με την εσωτερική σχέση μεταξύ τους που να αφορά το δικαίωμα αναγωγής. Η αγωγή κατά το σκέλος επιδίκασης ποσού ίσου με το 1/2 των τραπεζικών καταθέσεων δεν είναι νόμιμη για το συγκεκριμένο αυτό ποσοστό, καθώς οι τρεις συνδικαιούχοι αυτών, δηλαδή ο ενάγων, η εναγομένη και ο αποβιώσας πατέρας τους, ήσαν, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνδικαιούχοι κατ΄ίσα μέρη. Με δεδομένο ότι ο ενάγων επικαλείται με την αγωγή του ότι η εναγομένη ανέλαβε το σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων, ενώ βρισκόταν εν ζωή ο πατέρας τους, αυτός δικαιούται αρχικώς να αναζητήσει αναγωγικώς από την εναγομένη το 1/3, ως συνδικαιούχος κατ’ ίσα μέρη, διότι δεν επικαλείται ότι βάσει της εσωτερικής σχέσης αυτός εδικαιούτο ποσοστό μεγαλύτερο του 1/3. Ωστόσο, για το ποσοστό του τρίτου συνδικαιούχου πατέρα των διαδίκων, και κυρίως μετά το θάνατο αυτού, ο οποίος πέθανε χωρίς να αφήσει διαθήκη, το ιδανικό μερίδιο αυτού περιέρχεται ως εξ αδιαθέτου κληρονομία στους κληρονόμους και πιο συγκεκριμένα στον ενάγοντα και την εναγομένη κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου, το οποίο επίσης δικαιούται αναγωγικώς να αναζητήσει ο ενάγων. Από την αναφορά του γεγονότος στη βάση της αγωγής ότι μοναδικοί δικαιούχοι μετά τον θάνατο του αποβιώσαντος πατέρα τους, Α. Κ., που ήταν συνδικαιούχος των κρίσιμων λογαριασμών, είναι ο ενάγων και η εναγομένη και το ποσό του ενδίκου λογαριασμού ανήκε κατά το 1/2 στην εναγομένη, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, ανεξάρτητα από τον εσφαλμένο μαθηματικό υπολογισμό του ποσοστού του ιδανικού μεριδίου του ενάγοντος επί των δύο κοινών τραπεζικών καταθέσεων. Και τούτο γιατί είναι κοινή πρακτική στις τραπεζικές συναλλαγές και το γνωρίζουν οι συναλλασσόμενοι ότι, όταν ανοίγουν κοινό λογαριασμό με περισσότερα άτομα, το υπόλοιπο ποσό μετά τον θάνατο του ενός περιέρχεται κοινά και αδιαίρετα στους επιζήσαντες, οπότε δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς την ύπαρξη τους. Τέλος, η αγωγή και κατά το αμέσως παραπάνω σκέλος είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προεκτεθείσες νομικές διατάξεις περί κοινού καταθετικού λογαριασμού. Η αγωγή αναγωγικής απόδοσης του μεριδίου κοινού καταθετικού λογαριασμού δεν αποτελεί εν προκειμένω παρεμπίπτουσα αγωγή στην δίκη απόδοσης των ωφελημάτων από τη χρήση κοινού πράγματος και συνεδικαστέα με την προαναφερθείσα αγωγή, αλλά υπάρχει αντικειμενική σώρρευση και έτσι η συνεκδίκαση των αγωγών αυτών απόκειται στην ανέλεγκτη  κρίση του Δικαστηρίου ότι διευκολύνεται έτσι ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (αρθρ. 246 του ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια η παραπάνω αγωγή στο σύνολό της πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το ανάλογο για το αντικείμενο της διαφοράς τέλος δικαστικού ενσήμου.

5. Κατά τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ, ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες, εφόσον ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωσή του προς τον άλλο, η δε πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει την απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 221 παρ. 2 ΚΠολΔ η πρόταση της ένστασης συμψηφισμού δημιουργεί εκκρεμοδικία. Έτσι αν μετά την πρόταση συμψηφισμού σε δίκη ασκηθεί σε οποιοδήποτε δικαστήριο αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή προβληθεί ένσταση συμψηφισμού, που στηρίζεται στην ίδια απαίτηση ή αν έχει προηγηθεί αγωγή κλπ και ακολουθήσει η σχετική ένσταση συμψηφισμού σε οποιοδήποτε δικαστήριο, θα ανασταλεί αυτεπάγγελτα η εκδίκαση της μεταγενέστερης αιτήσεως μέχρι περατώσεως της πρώτης δίκης. Κατά συνέπεια η έλλειψη εκκρεμοδικίας αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, που υπαγορεύεται από λόγους διαφύλαξης της αυθεντίας των δικαιοδοτικών οργάνων από την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων. Η εκκρεμοδικία έχει σαν συνέπεια όχι την απόρριψη αλλά την αναστολή της εκδίκασης, έως ότου περατωθεί η πρώτη δίκη, της νέας αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού, διατάσσεται δε όχι μόνο μετά από ένσταση αλλά και αυτεπάγγελτα, γιατί η διάταξη του άρθρου 222 ΚΠολΔ έχει τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος (ΕφΛαμ 32/2000 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη επικαλούμενη με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι έχει ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά του ενάγοντος, επειδή δικαιούται να εισπράξει ως αποζημίωση τα ωφελήματα που αποκόμισε ο ενάγων από την αποκλειστική χρήση των κοινών κληρονομιαίων ακινήτων, ζήτησε την καταβολή του ποσού των 19.000 Ε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2003 έως 30.11.2005, το οποίο ποσό τελικώς διαμορφώνεται σ’ αυτό των 10.314,15 Ε και για το μετέπειτα της άσκησης της αγωγής χρονικό διάστημα έως και τις 30.6.2007, το οποίο προτείνει σε συμψηφισμό, επικαλούμενη περαιτέρω ότι για την απαίτηση αυτή έχει ήδη ασκήσει κατά του εκκαλούντος – ενάγοντος την από 30.11.2005 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία είναι εκκρεμής, και την οποία παραθέτει αυτολεξεί στο δικόγραφο των προτάσεων της. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης είναι νόμω αβάσιμος, εφόσον λόγω της επικαλούμενης και αποδεικνυόμενης πράγματι, από το προσκομιζόμενο αντίγραφο της ως άνω αγωγής, εκκρεμοδικίας που δημιουργήθηκε με την άσκηση της αγωγής αυτής, δεν επιτρέπεται η έρευνα της ως άνω ενστάσεως, αλλά πρέπει να ανασταλεί η εκδίκαση αυτής μέχρι να περατωθεί η δίκη επί της ως άνω αγωγής.

6. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ενάγων και η εναγομένη είναι αδέρφια. Την 1.6.1998 απεβίωσε η μητέρα τους, (Ι. σύζυγος Α. Κ.), χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τον ενάγοντα, την εναγομένη και τον πατέρα αυτών, σύζυγο της αποβιωσάσης, δηλαδή τον Α. Κ.. Στις 26.12.2002 απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων, Α. Κ., χωρίς να αφήσει διαθήκη και άλλους πλησιέστερους συγγενείς πλην του ενάγοντος και της εναγομένης. Η κληρονομία της αποβιωσάσης Ι. Κ. περιήλθε κατά το μερίδιο της εξ αδιαθέτου διαδοχής στο σύζυγό της Α. Κ. και στους διαδίκους, τέκνα αυτής. Ακολούθως, η κληρονομία του μετέπειτα, της ανωτέρω, αποβιώσαντος Α. Κ. περιήλθε επίσης κατά το μερίδιο της εξ αδιαθέτου διαδοχής στους διαδίκους (ενάγοντα και εναγομένη). Ήδη η κληρονομία του Α. Κ., επί της οποίας αξιώνει δικαιώματα ως συγκοινωνός (μετά της εναγομένης) ο ενάγων, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και μία τριώροφη οικοδομή στη Λ. στο συνοικισμό «Ι.» στη θέση «Σ.» επί της οδού Π., κτισμένη σε οικόπεδο εμβαδού 143,85 τμ, αποτελούμενη αυτή από ισόγειο, πρώτο και δεύτερο  όροφο, το υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΦ αυτοκίνητο και το υπ’ αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΦ αυτοκίνητο. Η εναγομένη, κάνοντας αποκλειστική χρήση της εμβαδού 89,50 τμ κατοικίας του πρώτου ορόφου της παραπάνω τριώροφης οικοδομής, εισέπραξε από την εκμετάλλευση του ακινήτου αυτού μίσθωμα, το οποίο ανερχόταν σε 200 Ε μηνιαίως. Έτσι, για το επίδικο χρονικό διάστημα και πιο συγκεκριμένα για τα έτη 2003, 2004, 2005 και για εννέα μήνες από το έτος 2006 η εναγομένη εισέπραξε μηνιαίως το ποσό των 200 Ε και στο ακέραιο το συνολικό ποσό των 9.000 Ε, όπως συνομολογεί σαφώς αυτή με τις προτάσεις της, ενώ δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του αγωγικού ισχυρισμού ότι το μηνιαίο μίσθωμα για τα έτη 2004, 2005 και 2006 ανέρχονταν σε 250 Ε μηνιαίως.  Ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως πολιτικό καρπό το ήμισυ του παραπάνω ποσού, δηλαδή το ποσό των 4.500 Ε, που αντιστοιχεί στο ιδανικό μερίδιό του επί του συγκεκριμένου κοινού πράγματος (αστικού ακινήτου) και κατ’ επέκταση του πολιτικού καρπού αυτού (μισθώματος). Ο ενάγων κατέβαλε για τέλη κυκλοφορίας του υπ’ αριθμόν κυκλοφορίας … ΙΧΦ αυτοκινήτου για τα έτη 2003, 2004, 2005 και 2006 το συνολικό ποσό των 182,5 Ε, όπως συνομολογεί (επίσης με τις προτάσεις της) απερίφραστα η εναγομένη. Ο πατέρας των διαδίκων διατηρούσε, όσο ήταν εν ζωή, στο Τ. Τ. μία κατάθεση ταμιευτηρίου ποσού 9.222 Ε και μία προθεσμιακή κατάθεση εξάμηνης διάρκειας ποσού 15.713,73 Ε. Συνδικαιούχοι των παραπάνω χρηματικών καταθέσεων ήσαν ο ενάγων, η εναγομένη και ο πατέρας τους και μόνον αυτοί. Ενόψει του ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι υπάρχει ιδιαίτερη εσωτερική σχέση αναφορικά με το δικαίωμα αναγωγής, πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη του άρθρου 493 ΑΚ, η οποία θεμελιώνει μια εκ του νόμου εσωτερική μεταξύ των συνδικαιούχων σχέση ως εκ των έσω αντανάκλαση της ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι η υφιστάμενη μεταξύ των συνδικαιούχων εσωτερική σχέση προβλέπει τα μερίδια αυτών. Συνεπώς ο ενάγων, η εναγομένη και ο πατέρας τους, όσο ζούσε, ήσαν συνδικαιούχοι κατά ίσα μέρη. Μετά δε το θάνατο του πατέρα των διαδίκων το μερίδιο αυτού ως συνδικαιούχου περιήλθε κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στους επιζήσαντες συνδικαιούχους. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται εκ της τραπεζικής καταθέσεως ποσού των 9.222 Ε και αυτής των 15.713,73 Ε το 1/3 και πιο συγκεκριμένα το ποσό των (3.074 + 5.237,91 =) 8.311,91 Ε. Ακολούθως μετά το θάνατο του πατέρα του δικαιούται το 1/2 εκ του μεριδίου του αποβιώσαντος συγκεκριμένου συνδικαιούχου επί των παραπάνω δύο καταθέσεων, δηλαδή το ποσό των (8.311,91 / 2 =) 4.155,95 Ε. Η εναγομένη εισέπραξε στο σύνολό τους τα παραπάνω χρηματικά ποσά των δύο τραπεζικών καταθέσεων με αναλήψεις που πραγματοποίησε στις 18.12.2002 και στις 24.12.2002, λίγες μόνη ημέρες πριν το θάνατο του πατέρα της Α. Κ., ο οποίος έπασχε από σοβαρή ασθένεια και νοσηλευόταν, και τελικώς απεβίωσε στις 26.12.2002. Άλλη ωφέλεια υπέρ της εναγομένης από την εκμετάλλευση οποιουδήποτε κοινού πράγματος, ή άλλη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων επί οποιουδήποτε κοινού πράγματος δεν αποδείχθηκε από κανένα απολύτως αποδεικτικό μέσο και οι περί του αντιθέτου αγωγικοί ισχυρισμοί και τα μετ’ αυτών συναρτώμενα κονδύλια είναι ουσιαστικά αβάσιμα. Με βάση τα όσα έγιναν παραπάνω δεκτά ως πλήρως αποδεδειγμένα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί  εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντος το ποσό των (4.500 + 182,5 + 8.311,91 + 4.155,95 =) 17.150,36 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επιδόσεως της αγωγής…