28/2017 ΠολΠρΛαρ (σύμβαση πώλησης/εκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων – αοριστία λόγου ανακοπής περί μη νόμιμων χρεώσεων τόκων – μη πρόβλεψη στη σύμβαση αλληλόχρεου της εξουσίας διάθεσης απαιτήσεων – έννοια συνεργάσιμου δανειολήπτη – υποχρέωση καλής πίστης της τράπεζας)

38/2017

Πρόεδρος: Σταυρούλα Κουταντέλια

Εισηγητής: Δημ. Βασιλόπουλος

Δικηγόροι: Γεώρ. Τσαγκούλης, Ιωάν. Τσιάμπας

 

Σύμβαση πώλησης/εκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της καθής η ανακοπή Τράπεζας και αλλοδαπής εταιρείας ειδικού οικονομικού σκοπού, διά της οποίας τιτλοποιήθηκαν οι κατά του ανακόπτοντος απαιτήσεις της Τράπεζας εκ σύμβασης πίστωσης με αλληλόχρεο λ/σμό και περαιτέρω έγινε αποτιτλοποίηση και αναμεταβίβαση των απαιτήσεων.

Αοριστία λόγου ανακοπής περί μη νόμιμων χρεώσεων τόκων, δίχως μνεία του αμφισβητούμενου κονδυλίου και του υπερβάλλοντος ποσού.

Λόγος ανακοπής ότι η εκχωρήτρια Τράπεζα, λόγω μη πρόβλεψης στη σύμβαση αλληλόχρεου λ/σμού της δυνατότητας εκχώρησης της απαίτησής της, δεν είχε εξουσία διάθεσης, τιτλοποίησης και μεταβίβασης των απαιτήσεών της, διό ακυρότητα μη ιάσιμη εκ μεθύστερης αποτιτλοποίησης και επαναμεταβίβασης των απαιτήσεών της. Αλυσιτελής ο άνω λόγος, καθόσον κατά το 10 §8 ν. 3156/03 η σύμβαση μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται στο βιβλίο Ενεχυροφυλακείου και κατισχύει συμφωνιών μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων.

Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών για διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στάδια και περιεχόμενο διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) με συνεργάσιμους πρωτοφειλέτες και εγγυητές. Έννοια συνεργάσιμου δανειολήπτη. Μη ακυρότητα καταγγελίας σύμβασης υπό Τραπεζών επί μη τήρησης της άνω διαδικασίας αλλά μόνο διοικ. κυρώσεις υπό εποπτεύουσας Τράπεζας Ελλάδος.

Υποχρέωση Τραπεζών πίστης και προστασίας των συμφερόντων πελατών τους. Επί πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας πιστούχου, καλόπιστη υποχρέωση Τράπεζας να ανεχθεί εύλογη καθυστέρηση, διό καταχρηστική η εσπευσμένη καταγγελία πιστωτικής σύμβασης αν οι απαιτήσεις είναι ασφαλισμένες και ο πιστούχος δεν έχει οφειλές σε τρίτους.

Μη καταχρηστική καταγγελία, επί πολυετούς οικονομικής αδυναμίας πιστούχου,  οφειλών του και σε άλλη Τράπεζα, σύναψης καταδολιευτικής μεταβίβασης ακινήτου του και μη εμπράγματης εξασφάλισης της απαίτησης της καθής η ανακοπή.

 

{…} Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι τόσο η αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής όσο και η διαταγή πληρωμής είναι αόριστες, αφού δεν αναφέρονται σε αυτές οι όροι της σύμβασης πώλησης/εκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της καθής τράπεζας και της εδρεύουσας στο Ηνωμένο Βασίλειο εταιρείας ειδικού οικονομικού σκοπού με την επωνυμία «A. LIMITED», με βάση την οποία τιτλοποιήθηκαν στις 23.2.2009 οι απαιτήσεις της καθής από τη με αριθμό …/12.5.1995 επίδικη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και μεταβιβάστηκαν λόγω πώλησης στην προαναφερόμενη εταιρεία ειδικού σκοπού.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής και αληθής υποτιθέμενος δεν είναι νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι αφενός στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό του κλεισίματος ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού μεταξύ της πιστώτριας Τράπεζας και της πιστούχου αρκεί να αναφέρεται ότι ανάμεσα στους διαδίκους συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, ότι ο λογαριασμός αυτός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, που αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων, και ότι το απόσπασμα αυτό στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του αλληλόχρεου (ανοικτού) λογαριασμού και το οποίο αποτελεί έγγραφο επισυνάπτεται στη σύμβαση (άρθρα 623, 624 παρ. 1, 626 παρ. 2 ΚΠολΔ, 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ΝΔ 17.7/13.8.1923), και αφετέρου η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνο τίτλος εκτελεστός, δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός προσδιορισμός σε αυτήν του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα τούτου και δεν απαιτείται περιγραφή όλων των περιστατικών που τον συνθέτουν (άρθρο 630 στοιχ. γ’ και δ’ ΚΠολΔ, ΑΠ 1439/2013 Νόμος, ΑΠ 1094/2006 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της αίτησης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και του περιεχομένου της ίδιας της διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι τόσο στην αίτηση όσο και στη διαταγή πληρωμής αναφέρονται α) η κατάρτιση της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, β) η παροχή εκ μέρους των δεύτερου και τρίτου των ανακοπτόντων παροχής εγγύησης για την πληρωμή του καταλοίπου, γ) το κλείσιμο του λογαριασμού και δ) το υπόλοιπο που προέκυψε από το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, στην αίτηση δε παρατίθεται επιπλέον η κίνηση του λογαριασμού από την αναγνώριση του προσωρινού καταλοίπου που εμφάνισε ο λογαριασμός μέχρι το οριστικό του κλείσιμο. Πέραν τούτων αναφέρεται η σύμβαση μεταβίβασης πώλησης και μεταβίβασης των επιχειρηματικών απαιτήσεων (τιτλοποίηση, άρθρο 10 ν. 3156/2003) της καθής στην ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία, η καταχώρηση περίληψης της σύμβασης στο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (άρθρο 8 ν. 3156/2003), η σύμβαση αναμεταβίβασης των απαιτήσεων και η εγγραφή της στο ίδιο ως άνω βιβλίο. Επιπλέον, προσδιορίζεται με σαφήνεια και δεν δημιουργείται αμφιβολία από το περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής ως προς την αιτία της πληρωμής. Λεπτομερέστερη ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την απαίτηση και αποδεικτικές αιτιολογίες δεν απαιτούνται στη διαταγή πληρωμής, όπως στη δικαστική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται ποία δικονομική βλάβη υφίστανται από την παράλειψη αναφοράς των όρων της σύμβασης πώλησης/εκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων, δεδομένου ότι η παράλειψη των αναγκαίων κατά το άρθρο 630 ΚΠολΔ στοιχείων μιας διαταγής πληρωμής τότε μόνο μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, όταν προκάλεσε στον διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας σύμφωνα με το άρθρο 159 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΕφΛαρ 361/2007 Δικογρ 2007. 330, ΕφΙωαν 121/1998 ΔΕΕ 1999. 93).

Με τον έβδομο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο ανοικτός (αλληλόχρεος) λογαριασμός, που τηρήθηκε στα πλαίσια λειτουργίας της σύμβασης πίστωσης που συνήψαν η καθής και η πρώτη των ανακοπτόντων πιστούχος εταιρεία και στην οποία (σύμβαση) συμβλήθηκαν ως εγγυητές οι δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων, δεν τηρήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2601/1998, αλλά αντιθέτως έχουν χωρήσει χρεώσεις μη νόμιμες, όπως τόκοι ανά τρίμηνο και τόκοι υπερημερίας των τόκων χρονικού διαστήματος μικρότερου των εξαμήνων, με συνέπεια να είναι διάφορο το χρεωστικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση των μη νόμιμων χρεώσεων.

Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, διότι περιέχει μόνο γενική και ασαφή αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού, που τηρήθηκε και λειτούργησε προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και δεν εκτίθεται, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ποιο είναι το υπερβάλλον ποσό κατά το οποίο υπάρχει ακυρότητα και κατά το οποίο ζητούν οι ανακόπτοντες την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι σε περίπτωση άσκησης ανακοπής το δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός λόγος και κατά την έκταση αυτού του λόγου. Επιπλέον, δεν καθορίζεται το αμφισβητούμενο ποσό των κάθε είδους τόκων στους οποίους αναφέρονται οι ανακόπτοντες (ΕφΑθ 2788/2009 ΕπισκΕμπΔ 2010. 196).

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι στο κείμενο της σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και σε όλες τις πρόσθετες πράξεις αυτής δεν έχει συμπεριληφθεί συμβατική πρόβλεψη με την οποία η καθής να επιφυλάσσει για τον εαυτό της τη δυνατότητα εκχώρησης της απαίτησης. Ότι με δεδομένο ότι η εκχωρήτρια τράπεζα δεν είχε την εξουσία διάθεσης της συγκεκριμένης απαίτησης, η τιτλοποίηση και η μεταβίβαση από την καθής των απαιτήσεων αυτών στην προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού ήταν παντελώς άκυρη, οι λογαριασμοί εξυπηρέτησης της πίστωσης λειτούργησαν αντισυμβατικά για το χρονικό διάστημα μεταξύ μεταβίβασης και αναμεταβίβασης και η ακυρότητα αυτή δεν θεραπεύεται από την αποτιτλοποίηση που έλαβε χώρα στην συνέχεια.

Ο λόγος αυτός της ανακοπής και αληθής υποτιθέμενος αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003 η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 τα ουσιώδη στοιχεία αυτής και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Συνεπώς, η καθής, ανεξαρτήτως του αν η σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό προέβλεπε ή μη τη δυνατότητα εκχώρησης των απαιτήσεων, είχε από την άνω διάταξη κάθε δικαίωμα να προβεί σε τιτλοποίηση και εκχώρηση των απαιτήσεών της έναντι των ανακοπτόντων στην παραπάνω μη αποτελούσα πιστωτικό ίδρυμα αλλοδαπή εταιρεία (ΕφΔυτΜακ 63/2013 Αρμ 2014. 89).

Από τα άρθρα 361, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ, 47 και 64-67 του ν.δ. 17.7/13.8.1923, 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, 623 και 624 του ΚΠολΔ, 361, 873 και 874 ΑΚ προκύπτει ότι αν ο οφειλέτης του καταλοίπου κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, με σύμβαση που κατάρτισε με το δανειστή, υποσχέθηκε αφηρημένως, πριν κλείσει ο λογαριασμός, την καταβολή του καταλοίπου που θα προκύψει ή, μετά το κλείσιμο του λογαριασμού, αναγνώρισε την υποχρέωση του προς καταβολή αυτού, τότε ενέχεται από τη σύμβαση αυτή, που είναι αυτοτελής σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, η οποία δημιουργεί ανεξάρτητη από τη βασική σχέση ενοχή και αποτελεί αυτή τη βάση αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής χρέους που προέρχεται από σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού πρέπει να αναφέρει τα έγγραφα εκείνα, τα οποία αποδεικνύουν τη σχετική σύμβαση, τα κονδύλια των χρεοπιστώσεων του λογαριασμού, το οριστικό κλείσιμό του και το κατάλοιπο. Αν αναγνωρίσθηκε το κατάλοιπο, δεν απαιτείται να αναφέρονται τα σχετικά κονδύλια του λογαριασμού, αλλά πρέπει να γίνεται ειδική επίκληση της αναγνώρισης (ΑΠ 192/2005 Δνη 47. 458). Στην περίπτωση δε που κατά το περιοδικό ή ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού αναγνωρίστηκε από τον οφειλέτη το προσωρινό κατάλοιπο, που προέκυψε από αυτό, το κατάλοιπο αυτό αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής του οριστικού υπολοίπου των κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση (ΑΠ 1106/1994 Δνη 38. 1074, ΕφΘεσ 780/2009 ΔΕΕ 2010. 332).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πέμπτο και έκτο των λόγων της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται τα εξής: (Πέμπτος Λόγος) Για το χρονικό διάστημα από 23.2.2009 μέχρι 28.6.2010 που έλαβε χώρα και λειτούργησε η μεταβίβαση των απαιτήσεων της καθής προς την προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρία, η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν θα μπορούσε και δεν θα έπρεπε να συμπεριλάβει, όπως λανθασμένα έγινε, τους παραχθέντες τόκους υπερημερίας, τα πάσης φύσεως έξοδα και προμήθειες και κάθε άλλη χρέωση, λόγω της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της καθής ως προς την κάρπωση αυτών, καθώς η καθής κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα των 14 αυτών μηνών δεν ήταν δικαιούχος της απαίτησης και των παρεπόμενων αυτής δικαιωμάτων και ως μη δικαιούχος, δεν νομιμοποιείται να ζητά οτιδήποτε για απαίτηση της οποίας ήταν απλή διαχειρίστρια και όχι δικαιούχος. Περαιτέρω, με δεδομένο ότι οι τόκοι υπολογίζονται τοκαριθμικά, και σύμφωνα με τη σύμβαση τόσο ο τόκος όσο και η προμήθεια λογίζονται ανά τρίμηνο για το ανωτέρω χρονικό διάστημα που έλαβε χώρα η τιτλοποίηση το ποσό των συμβατικών τόκων, αλλά και των τόκων υπερημερίας που προέκυψαν ως απαιτητά και στην συνέχεια ανατοκίστηκαν, είναι απαίτηση της παραπάνω αλλοδαπής εταιρίας και όχι της ανομιμοποίητης (για το διάστημα αυτό) καθής τράπεζας. Συνεπώς, η απαίτηση της καθής είναι αβέβαιη και ανεκκαθάριστη και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής. (Έκτος Λόγος) Κατά το χρονικό διάστημα της τιτλοποίησης από 23.2.2009 μέχρι 28.6.2010, στο οποίο η Τράπεζα ήταν απλή διαχειρίστρια της απαίτησης, η καταχώριση χρεωπιστωτικών κονδυλίων, προερχόμενων από τόκους και πάσης φύσεως έξοδα σε βάρος των ανακοπτόντων και η εμφάνιση επί των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας του επιστρεπτέου άληκτου κεφαλαίου δεν είναι νοητή, καθόσον ως απλή διαχειρίστρια η καθής δεν μπορούσε να εμφανίζει στο λογαριασμό του δανείου την απαίτηση ως δική της και για αυτή την αιτία να χρεώνει τον δανειακό λογαριασμό, του οποίου μπορούσε μόνο να διαχειρίζεται τις διενεργούμενες πιστώσεις στο όνομα και για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας. Οι χρεωπιστώσεις τόκων κάθε φύσης και εξόδων δεν αφορούν τον αρχικό λογαριασμό, αλλά τον λογαριασμό που θα έπρεπε να τηρεί η αλλοδαπή εταιρεία και ο οποίος δεν αφορά την επίδικη σύμβαση πίστωσης, αλλά τη μεταβιβασθείσα επιχειρηματική απαίτηση. Περαιτέρω, η καθής για το επίμαχο χρονικό διάστημα που η απαίτηση ήταν τιτλοποιημένη, προκειμένου να επιτύχει την έκδοση διαταγής πληρωμής, θα έπρεπε να προσκομίσει: (ι) είτε σχετική εξοφλητική απόδειξη από την αλλοδαπή εταιρία, με την οποία να αποδεικνύεται ότι η καθής κατέβαλλε εξ ιδίων κεφαλαίων τους τόκους υπερημερίας και τα πάσης φύσεως έξοδα που βαρύνουν τον δανειολήπτη και έτσι υποκατέστησε την αλλοδαπή εταιρεία στο δικαίωμα απολήψεως των κονδυλίων αυτών, (ιι) είτε στη μεταξύ αλλοδαπής εταιρείας και τράπεζας σύμβαση να γίνεται σχετική υπόμνηση ότι δικαιούχος των τόκων υπερημερίας, για όσες ημέρες η απαίτηση ήταν τιτλοποιημένη, παραμένει η καθής και όχι η αλλοδαπή εταιρεία. Με βάση τα ανωτέρω ζητεί την ακύρωση της διαταγής πληρωμής.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα οι κρινόμενοι δύο λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι για το ορισμένο τους δεν μνημονεύονται, κατά τις κείμενες οικείες διατάξεις, τα ποσά των τόκων ή των επιπρόσθετων επιβαρύνσεων που χρεώθηκαν παράνομα από την καθής κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ώστε να προσβάλλεται συγκεκριμένο κονδύλιο της απαίτησης της καθής και να προσδιορίζεται το (νόμιμο) ύψος της οφειλής (ΕφΑθ 227/2012 ΧρηΔικ 2012. 262, ΕφΠατρ 195/2007 Αρμ 2008. 921), ούτε προσδιορίζουν ποιο είναι το υπερβάλλον ποσό που επιδικάστηκε υπέρ της καθής και για το οποίο αυτοί ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, παρά μόνο προβάλλεται μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του εν λόγω αλληλόχρεου λογαριασμού που τηρήθηκε προς εξυπηρέτηση της σύμβασης παροχής πίστωσης, που λειτούργησε μεταξύ των διαδίκων. Ακόμη, όμως και αν ήθελε θεωρηθούν ορισμένοι και νόμιμοι, οι εν λόγω ισχυρισμοί αλυσιτελώς προβάλλονται, αφού για το επίμαχο χρονικό διάστημα της μεταβίβασης των επιχειρηματικών απαιτήσεων οι ανακόπτοντες προέβησαν σε αναγνώριση της οφειλής τους.

Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα και τις περιεχόμενες στα πρακτικά του Δικαστηρίου ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις αποδείχθηκαν τα εξής, όσον αφορά τον λόγο αυτό της ανακοπής : Σύμφωνα με τον 5° όρο της μεταξύ της καθής και της πρώτης των ανακοπτόντων πιστούχου εταιρείας σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, το απόσπασμα των λογιστικών βιβλίων της καθής, που τηρούνται με το μηχανογραφικό σύστημα στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή από τον οποίον εξάγονται και εμφανίζουν την κίνηση των λογαριασμών της πίστωσης, αναγνωρίζεται ότι αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της τράπεζας κατά της οφειλέτριας πιστούχου και κάθε από την πιστούχο αναγνώριση χρεωστικού σε βάρος της υπολοίπου σε καμία περίπτωση δεν θα αποτελεί ανανέωση χρέους. Στην άνω σύμβαση συμβλήθηκαν εγγράφως ως εγγυητές οι δεύτερος και τρίτων των ανακοπτόντων, εγγυώμενοι την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της πίστωσης, ενεχόμενοι εις ολόκληρον με την πιστούχο ως αυτοφειλέτες και δηλώνοντας ότι κάθε αναγνώριση από την πιστούχο εταιρεία υποχρεώνει και αυτούς. Την 1.7.2015 η πιστούχος εταιρεία, πέντε δηλαδή έτη μετά την αναμεταβίβαση (στις 28.6.2010) από την προαναφερόμενη αλλοδαπή εταιρία Α. στην καθής του συνόλου των επιχειρηματικών απαιτήσεων που της ανήκαν, οι ανακόπτοντες, κατ’ εφαρμογή του παραπάνω όρου της σύμβασης, αναγνώρισαν το προσωρινό κατάλοιπο των με αριθμούς … λογαριασμών που τηρήθηκαν για την παρακολούθηση της πίστωσης, οι οποίοι εμφάνιζαν κατά το χρονικό σημείο της αναγνώρισης (1.7.2015) περιοδικά κατάλοιπα ύψους 372.394 Ε και 19.972,18 Ε αντίστοιχα. Στην αίτηση προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, μεταξύ των εγγράφων που επισυνάφθηκαν, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση της καθής και το ποσό της, είναι και αποσπάσματα των τηρουμένων μηχανογραφικά βιβλίων της καθής, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή στον υπολογιστή της, στα οποία εμφανίζονται οι κινήσεις των προαναφερόμενων δύο λογαριασμών από την αναγνώριση της 1.7.2015 μέχρι το οριστικό κλείσιμό τους και οι κινήσεις των με αριθμούς … λογαριασμών καθυστέρησης. Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω νομική σκέψη, δεν απαιτούνταν η αναφορά και η επισύναψη στην αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής του αποσπάσματος των. εμπορικών βιβλίων της καθής για τα επιμέρους κονδύλια της περιόδου που αναγνωρίστηκε, δηλαδή της περιόδου πριν την 1.7.2015, αφού για υα κονδύλια αυτά δεν είναι αναγκαία λόγω της αναγνώρισης η απόδειξή τους.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4224/2013 θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος («ΤτΕ») με την απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β’ 2289/27.8.14) («ΕΠΑΘ 116/25.8.2014» ή «Κώδικας») ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014 και έχει ήδη τροποποιηθεί δύο φορές με αντίστοιχες αποφάσεις της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων με αρ. 129/2/16.2.2015 (ΦΕΚ Β’ 486/31.3.15) και 148/10/5.10.2015 (ΦΕΚ Β’ 2219/15.10.15). Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των 30 ημερολογιακών ημερών έναντι κάθε ιδρύματος που εφαρμόζει τον Κώδικα. Κάθε ίδρυμα σύμφωνα με τον Κώδικα υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του «συνεργάσιμου δανειολήπτη», όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους του ν. 4224/2013. Ειδικότερα, ένας δανειολήπτης είναι συνεργάσιμος έναντι των δανειστών του όταν: (ι) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές, (ιι) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια σε κλήσεις και επιστολές των ανωτέρω εντός 15 εργασίμων ημερών, (ιιι) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το ίδρυμα αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή από την ημέρα που θα του ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από τους ανωτέρω, (ιν) προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση εντός 15 εργάσιμων ήμερων από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του και (ν) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα. Η ΔΕΚ του Κώδικα αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντάς τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων 15 ημερολογιακών ημερών, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη ΔΕΚ, λαμβάνουν το «Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες» και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την «Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης» (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός 15 εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο Στάδιο 2 της ΔΕΚ. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως «μη συνεργάσιμος» και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή, αξιολογούνται ενδεικτικά, στοιχεία όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της επιχείρησης, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο ή σχέδιο. Το ίδρυμα, καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με το δανειολήπτη, προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στο δανειολήπτη (λύση ρύθμισης, λύση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα, ως «κατάλληλη λύση» θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την ΠΕΕ 42/30.5.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για το σχεδιασμό και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα που δεσμεύονται από αυτόν την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα, πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Τίθεται ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατά την ΑΚ 174, σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Κατ’ αρχάς, από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρουμένων (συμβατικά προβλεπόμενων) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από το νόμο, αντίθετα, σκοπός του (Κώδικα) είναι η επιλογή της «καταλληλότερης» κατά περίπτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα ιδρύματα υπόψη η υποχρέωσή τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος («ΤτΕ»), Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων, δεν δύναται όμως να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ (ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.7.2004 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ, οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως συνέπειες, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα ακυρότητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις.

Ενόψει των ανωτέρω, από τον σκοπό και το κείμενο του Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβασή των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνον εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα δεν επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τους στόχους του Κώδικα, αλλά και την προηγηθείσα παράθεση των 5 Σταδίων της ΔΕΚ, ο Κώδικας εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία υποχρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας (ΑΚ 281), όπως το περιεχόμενο της συναλλακτικής καλής πίστης διαμορφώθηκε ειδικότερα στο χώρο των πιστωτικών συναλλαγών υπό τη σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην αλματώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενων οφειλών. Επομένως, σε περίπτωση καθυστέρησης δανειολήπτη να καταβάλει συγκεκριμένο ποσό σε χρηματοδοτικό ή πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, χωρίς την προηγούμενη, εν όλω ή εν μέρει, τήρηση της ΔΕΚ του Κώδικα από το ίδρυμα, θα μπορούσε να αποκρουσθεί κατά την ΑΚ 281 ως καταχρηστική (βλ. Διονυσίου Φλάμπουρα «Η καταγγελία των πιστώσεων ενόψει του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος» σε ΧρΙΔ τευχ. Απριλ. 2016).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ, 361, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ν.δ. από 17.7/13.8.1923 προκύπτει ότι διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Εξάλλου ναι μεν κατά το άρθρ. 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος, ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του, επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα καταρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί, που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων από αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για τον λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σε αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή, η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011 ΕΕμπΔ 2012. 417).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τους πρώτο και δεύτερο των λόγων της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται τα εξής: (Πρώτος λόγος) Μολονότι αυτοί ζήτησαν από την καθής τράπεζα με τρεις έγγραφες αιτήσεις τους να εφαρμόσει τη διαδικασία επίλυσης καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος θεσπίστηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος και δεσμεύει την καθής, εντούτοις η καθής τράπεζα δεν τήρησε την εν λόγω διαδικασία, αλλά προέβη στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που συνήψε η καθής με την πιστούχο πρώτη των ανακοπτόντων και στην οποία συμβλήθηκαν ως εγγυητές οι δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων και, ακολούθως, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί η τελευταία. (Δεύτερος λόγος) Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ δεν καθιστά κατά το άρθρο 174 ΑΚ την καταγγελία άκυρη, η καθής τράπεζα καταχρηστικώς άσκησε το δικαίωμά της να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση, αφού καταστρατήγησε πλήρως τις αρχές και τον σκοπό υιοθέτησης του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών και προέβη παντελώς αδικαιολόγητα, κάνοντας επίδειξη δύναμης και καταχρώμενη την από τη σύμβαση θέση υπεροχής της έναντι των ανακοπτόντων που μαστίζονται από την οικονομική κρίση, στην καταγγελία της μεταξύ τους συναφθείσας σύμβασης, παρά το ότι αυτοί είχαν αιτηθεί πολλαπλώς προς την καθής την έναρξη των διαδικασιών του Κώδικα δεοντολογίας, με σκοπό την ανεύρεση μιας συμφέρουσας λύσης με επιδίωξη την βιωσιμότητα της πρώτης των ανακοπτόντων επιχείρησης, τη διάσωση των θέσεων εργασίας, αλλά και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της καθής τράπεζας, προκειμένου και η τελευταία να μην απολέσει τις απαιτήσεις της.

Ο πρώτος λόγος της ανακοπής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, είναι μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος, διότι η μη τήρηση της διαδικασίας επίλυσης καθυστερήσεων (ΔΕΚ), την οποία προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας που θέσπισε η Τράπεζα της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4224/2013, δεν καθιστά, άνευ ετέρου, άκυρη ως αντίθετη κατά το άρθρο 174 ΑΚ σε απαγορευτική διάταξη νόμου την εκ μέρους της καθής τράπεζας καταγγελία της συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αφού η μη τήρηση της ΔΕΚ από την τράπεζα κατά την καταγγελία της πιστωτικής σύμβασης συνιστά μόνο αθέτηση της υποχρέωσης που υπέχει έναντι της εποπτεύουσας ΤτΕ, που ελέγχει την τήρηση του Κώδικα και επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τον Κώδικα.

Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η καθής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα καταγγελίας. Ειδικότερα, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν, όσον αφορά τον λόγο αυτό της ανακοπής, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πιστούχος εταιρεία, από το 2011 που αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, έπαυσε να εξυπηρετεί τους προαναφερόμενους λογαριασμούς της σύμβασης πίστωσης. Με επιστολή της, που εστάλη στην καθής τράπεζα στις 22.12.2014, η πιστούχος ζήτησε από την καθής να προβεί στην έναρξη της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων του Κώδικα Δεοντολογίας που θέσπισε η ΤτΕ. Η καθής δεν προέβη στην έναρξη της ΔΕΚ και στις 16.3.2015 επέδωσε με δικαστικό επιμελητή επιστολή στους ανακόπτοντες, στην οποία τους ενημέρωνε για τη μη εξυπηρέτηση των ανωτέρω λογαριασμών και για τη μη επάρκεια των υφιστάμενων εξασφαλίσεων των απαιτήσεων που απέρρεαν από τη σύμβαση πίστωσης, και τους καλούσε να της καταβάλουν τα αναφερόμενα στην επιστολή της ποσά, με σκοπό τη μείωση των προσωρινών καταλοίπων των δύο λογαριασμών που τηρούνταν για την εξυπηρέτηση της σύμβασης πίστωσης, όπως επίσης να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες για την εκ μέρους τους παροχή εμπραγμάτων εξασφαλίσεων με προσημειώσεις υποθηκών επί ακινήτου της πιστούχου εταιρείας ή των εγγυητών για συνολικό ποσό 170.000 Ε, ή/και ενέχυρα επιταγών πελατείας τους, συνολικού ύψους 170.000 Ε. Οι ανακόπτοντες δεν προέβησαν σε κάποια ενέργεια, όσον αφορά αυτά που ζητούσε η καθής τράπεζα, και με την από 1.4.2015 δεύτερη επιστολή τους επανέλαβαν το αίτημά τους για έναρξη της ΔΕΚ και ζήτησαν να τους χορηγηθούν αντίγραφα της σύμβασης πίστωσης και των μεταγενέστερων αυτής τροποποιητικών και αυξητικών πράξεων. Η καθής, τις επόμενες ημέρες επικοινώνησε τηλεφωνικά διά του αρμόδιου υπαλλήλου της με τον δεύτερο των ανακοπτόντων – νόμιμο εκπρόσωπο της πιστούχου εταιρείας, καλώντας τον να παραλάβει τα αιτηθέντα αντίγραφα των συμβάσεων, πλην όμως αυτός δεν εμφανίστηκε. Η καθής, λόγω μη προσέλευσης του δεύτερου ανακόπτοντος στο κατάστημα, απέστειλε στους ανακόπτοντες στις 2.6.2015 και σχετικό έγγραφο, ζητώντας τους να προσέλθουν για να παραλάβουν τα άνω αντίγραφα, τα οποία τελικά παρέλαβε ο δεύτερος των ανακοπτόντων περίπου κατά τον μήνα Ιούλιο. Στις 27.8.2015 η καθής διά του αρμόδιου υπαλλήλου της ζήτησε τηλεφωνικώς από τον νόμιμο εκπρόσωπο της πιστούχου οικονομικά στοιχεία, και συγκεκριμένα ισολογισμό 2014 και αποτελέσματα χρήσεως πλέον προσαρτήματος και οικονομικής έκθεσης ΔΣ, ισοζύγιο 2015 και ισοζύγιο 2014 και πρόσφατη φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα, απέστειλε δε στις 2.9.2015 και σχετικό έγγραφο προς τους ανακόπτοντες. Οι ανακόπτοντες δεν ανταποκρίθηκαν στο αίτημα της καθής και στις 6.11.2015 απέστειλαν στην καθής νέα επιστολή, ζητώντας ξανά την έναρξη της ΔΕΚ. Μετά από αυτά, στις 25.11.2015 η καθής με την από 9.11.2015 εξώδικη δήλωσή της κατήγγειλε τη σύμβαση πίστωσης και έκλεισε τους τηρούμενους προς εξυπηρέτησή της λογαριασμούς, ενώ στις 29.2.2016 προέβη σε ορθή επανάληψη της από 9.11.2015 εξώδικής δήλωσής της, ζήτησε δε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στις 19.7.2016, δηλαδή μετά την παρέλευση ενάμιση περίπου έτους από τότε που οι ανακόπτοντες ζήτησαν για πρώτη φορά την έναρξη της ΔΕΚ. Εν τω μεταξύ, μετά την καταγγελία οι ανακόπτοντες ήρθαν σε επικοινωνία με την καθής μέσω ενός συμβούλου επιχειρήσεων και ζήτησαν προφορικά τη ρύθμιση της οφειλής τους, χωρίς όμως να υποβάλουν και γραπτό αίτημα και να εκδηλώσουν περαιτέρω ενδιαφέρον για πιθανή ρύθμιση.

Από τα παραπάνω σαφώς συνάγεται ότι, μολονότι δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα των ανακοπτόντων για έναρξη της ΔΕΚ και δεν τήρησε τα στάδια της εν λόγω διαδικασίας προτού καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης, η καθής τράπεζα, επιθυμώντας την ανεύρεση μίας λύσης ρύθμισης ή διευθέτησης της πολυετούς και υψηλής οφειλής της πιστούχου προς αυτήν, προσπάθησε διά των αρμόδιων υπαλλήλων της προφορικώς και γραπτώς να έρθει σε επαφή με τους δεύτερο και τρίτο των ανακοπτόντων και να λάβει οικονομικά στοιχεία της πιστούχου εταιρείας, έτσι ώστε ενδεχομένως, μετά από διαπραγματεύσεις, τα μέρη να οδηγούνταν σε μία ικανοποιητική λύση, έστω και χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας. Αντιθέτως, οι ανακόπτοντες αρνήθηκαν να έρθουν σε επαφή με την καθής και να δώσουν τα οικονομικά στοιχεία, καθυστέρησαν να λάβουν τα αντίγραφα των συμβάσεων που ζητούσαν με τη δεύτερη επιστολή τους και περιορίστηκαν στην αποστολή των προαναφερόμενων τριών επιστολών, ζητώντας την έναρξη της ΔΕΚ, όπως ορίζει ο Κώδικας Δεοντολογίας. Η συμπεριφορά τους αυτή δεν καταδεικνύει την επιθυμία τους να συνεργαστούν με την καθής και να ρυθμίσουν τη μη εξυπηρετούμενη για πολλά έτη υψηλή οφειλή της πιστούχου εταιρείας, αλλά το ότι το αίτημά τους για έναρξη της ΔΕΚ ήταν προσχηματικό και ότι ήθελαν να καθυστερήσουν την πιθανή καταγγελία της σύμβασης από την καθής, στην οποία και τελικά αυτή προέβη, αφού οι ανακόπτοντες παρουσίαζαν συμπεριφορά μη συνεργάσιμου δανειολήπτη.

Πέραν τούτων αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος των ανακοπτόντων, ενόσω λειτουργούσε η επίδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και είχαν ήδη ξεκινήσει τα οικονομικά προβλήματα της πιστούχου και η αδυναμία της να εξυπηρετεί τη επίδικη σύμβαση πίστωσης, μεταβίβασε στη θυγατέρα του λόγω γονικής παροχής με νομίμως μεταγεγραμμένο συμβόλαιο τον Μάρτιο του 2011 διαμέρισμα με αποθήκη και χώρο στάθμευσης, που βρίσκονται σε οικοδομή στη γωνία Κ. και Η. στη συνοικία Τ. της Λ., αντικειμενικής αξίας 58.668 Ε, με αποτέλεσμα να παραμείνει στην περιουσία του ακίνητο στη θέση Κ. στη συμβολή των οδών Σ., Ρ. και ανώνυμης οδού στην πόλη της Λ., επιβαρυμένο με προσημείωση υποθήκης από άλλη τράπεζα. Ήδη η καθής με την υπ’ αριθμ. καταθ. 20/2016 αγωγή της κατά του δεύτερου των ανακοπτόντων και της θυγατέρας του ζητεί τη διάρρηξη της άνω δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής. Παρά τη συμπεριφορά αυτή των ανακοπτόντων, η καθής δεν προέβη αμέσως στην έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, ζήτησε την έκδοσή της στις 19.7.2016.

Επομένως, εφόσον α) η οικονομική αδυναμία της πιστούχου ήταν πολυετής και όχι πρόσκαιρη, β) η πιστούχος δεν όφειλε μόνο στην καθής τράπεζα, αλλά είχε οφειλή μεγάλου χρηματικού ποσού και προς μία ακόμη τουλάχιστον τράπεζα, την Τράπεζα Π., γ) η απαίτηση της καθής δεν ήταν εμπραγμάτως εξασφαλισμένη, δ) παρήλθαν πέντε έτη περίπου από τότε που η πιστούχος εκδήλωσε την αδυναμία της να είναι συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις έναντι της καθής και ε) ο δεύτερος των ανακοπτόντων, νόμιμος εκπρόσωπος της πιστούχου πρώτης ανακόπτουσας και εγγυητής επί της επίδικης σύμβασης πίστωσης, προέβη στην παραπάνω απαλλοτρίωση του ακίνητου περιουσιακού του στοιχείου, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους της καθής τράπεζας, χωρίς την τήρηση προηγουμένως της ΔΕΚ, δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει η συναλλακτική καλή πίστη και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί καταχρηστική.

Με βάση τις σκέψεις αυτές, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής…