318/2013 ΤρΕφΛαρ (ακύρωση διαιτητικής απόφασης επί αντίθεσης στη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη)
318/2013
Πρόεδρος: Αθαν. Καγκάνης
Εισηγήτρια: Ερατώ Κολέση
Δικηγόροι: Τρύφων Τσάτσαρος, Δημ. Κρίτσανος
Ακύρωση διαιτητικής απόφασης έστω και αν εκδόθηκε μετά πάροδο της συμφωνημένης προθεσμίας που μπορεί, αναλόγως βούλησης των μερών, να αποτελεί είτε διαλυτική προθεσμία επί παρόδου της οποίας παύση της συμφωνίας διαιτησίας, είτε ενδεικτική όπως προκύπτει, επί ασαφούς βούλησης των μερών, εκ της υπ’ αυτών ανάθεσης στους διαιτητές της παράτασης αρχικής προθεσμίας χωρίς συναίνεσή τους.
Παύση διαιτησίας με πάροδο της προθεσμίας αν δεν έλαβε χώρα μεταγενέστερη συμφωνία, και σιωπηρή (προφορική) όπως όταν οι διάδικοι ή ο με ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόρος, μετά την παρέλευσή της, εμφανισθούν στο διαιτητικό δικαστήριο και συμμετάσχουν χωρίς αντίρρηση.
Έναρξη προθεσμίας την επόμενη της ημέρας που έγινε το αφετηριακό γεγονός.
Η έννοια «διορισμός διαιτητή» είναι διαφορετική από εκείνη της «συγκρότησης του διαιτητικού δικαστηρίου», που έπεται χρονικά του ορισμού διαιτητή. Ακύρωση διαιτητικής απόφασης επί αντίθεσής της στη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Αντίθεση στη δημόσια τάξη όταν παραβιάζεται όχι το άρθρο 3 ΑΚ αλλά η κατ’ άρθρο 33 ΑΚ έννοια της δημόσιας τάξης, ήτοι οι θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης.
Η ανεπαρκής αιτιολογία, η εσφαλμένη εκτίμηση της ουσίας και η εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου δεν αποτελούν λόγο ακύρωσης.
Η παραβίαση αναλογικότητας δεν ελέγχεται αυτοτελώς, αλλά πρέπει παράλληλα να προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης κατάσταση αντίθετη στις άνω αντιλήψεις, μη συντρέχουσα εν προκειμένω αφού υπαίτιος της ανώμαλης εξέλιξης της ενοχικής σύμβασης των διαδίκων ήταν ο ενάγων. Συμφωνία διαιτησίας για επίλυση διαφορών εκ σύμβασης ανέγερσης οικοδομής με αντιπαροχή μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου.
{…} Στις διατάξεις των άρθρων 885 αρ. 2 και 897 αρ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται, αντιστοίχως, ότι «Η συμφωνία για διαιτησία παύει να ισχύει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην ίδια, 1. … 2) αν περάσει η προθεσμία της ισχύος της συμφωνίας που ορίστηκε από την ίδια τη συμφωνία ή η προθεσμία για την έκδοση της διαιτητικής απόφασης…» και ότι «Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση για τους επομένους λόγους 1) … 2) αν εκδόθηκε αφού η συμφωνία για τη διαιτησία έπαυσε να ισχύει». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτειότι η διαιτητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση και όταν εκδόθηκε αφού είχε περάσει η συμφωνημένη από τα συμβαλλόμενα μέρη προθεσμία έκδοσής της. Η καθοριζόμενη από τα μέρη, κατά την έγγραφη συμφωνία της διαιτησίας, προθεσμία έκδοσης της διαιτητικής απόφασης είναι δυνατό, αναλόγως με τη βούληση των μερών, να αποτελεί είτε διαλυτική προθεσμία, εντός της οποίας οι διαιτητές οφείλουν να εκπληρώσουν την παροχή τους, να εκδώσουν δηλαδή τη διαιτητική απόφαση, και η παρέλευσή της χωρίς να εκδοθεί απόφαση, συνεπάγεται την παύση της συμφωνίας διαιτησίας, είτε ενδεικτική προθεσμία, η παρέλευση της οποίας δεν συνεπάγεται και την παύση της συμφωνίας για διαιτησία. Η ενδεικτική φύση αυτής της προθεσμίας, αν τέτοια βούληση των μερών δεν προκύπτει σαφώς, μπορεί να προκύπτει από το ότι τα μέρη ανέθεσαν στους διαιτητές την παράταση της προθεσμίας έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και πέραν της προθεσμίας που έχει ορισθεί, χωρίς τη συναίνεση εκείνων (μερών). Η παύση της ισχύος της διαιτητικής συμφωνίας επέρχεται με την παρέλευση της εν λόγω αποκλειστικής προθεσμίας και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έλαβε χώρα μεταγενέστερη συμφωνία των μερών, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία ορίσθηκε νέα προθεσμία διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς. Τέτοια σιωπηρή νέα συμφωνία των μερών είναι έγκυρη καίτοι δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος (ΑΠ 1159/80 ΝοΒ 1981. 533, ΕφΑθ 2336/99), υπάρχει δε και όταν οι διάδικοι ή ο έχων ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόρος τους, μετά την παρέλευση της προθεσμίας, εμφανισθούν ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου και συμμετάσχουν στη διαιτητική διαδικασία, χωρίς να προβάλουν την ήδη επελθούσα παύση της συμφωνίας για διαιτησία (ΕΝ 169/80 Δνη 1982. 623, Μητσόπουλος Διαιτ. 1993, Μπέης Δ 1994, 321, Βαθρακοκοίλης Ερμ.ΚΠολΔ 1996 υπ’ αρθ. 885 αριθ. 12, Νίκας γν. σε Δνη 42, 352, 360). Εξάλλου, κατά το άρθρο 241 ΑΚ η προθεσμία αρχίζει την επομένη της ημέρας όπου έγινε το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της (ΑΠ 19756/2009, ΑΠ 2020/2009, Νόμος ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με το υπ’ αριθμ. …/17.10.2007 «Προσύμφωνο μεταβιβάσεως ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και σύμβαση εργολαβίας» του συμβολαιογράφου Δ. Ν., η εναγομένη οικοπεδούχος συμφώνησε με τον ενάγοντα, πολιτικό μηχανικό, να αναγείρει στο οικόπεδο της, εμβαδού 446,12 τμ, που βρίσκεται επί των οδών Φ. και Κ. στο Ο.Τ … στη Λ. τριώροφη οικοδομή με το σύστημα της αντιπαροχής. Με τον 18ο όρο του άνω προσυμφώνου ορίσθηκε ότι κάθε διένεξη, διαφωνία και διαφορά μεταξύ των συμβαλλομένων μερών προκύψει εξ αιτίας ή εξ αφορμής της συμβάσεως «θα λύεται διαιτητικά από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Λάρισας, ο οποίος διορίζεται από τα μέρη ως διαιτητής, βάσει των διατάξεων των άρθρων 867 έως 903 «περί διαιτησίας» του ΚΠολΔ, εφ’ όσον στο παρόν δεν συμφωνείται άλλως… Ο διαιτητής οφείλει να εκδώσει την απόφασή του το βραδύτερο εντός είκοσι (20) ημερών από τον διορισμό του. Ο ενάγων, λόγω διαφωνιών που προέκυψαν από τη σύμβαση, επικαλούμενος υπαιτιότητα της εναγομένης και τον άνω περί διαιτησίας όρο, με την από 12.5.2011 αίτησή του προς το Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο Λάρισας ζήτησε να ορισθεί Πρόεδρος Πρωτοδικών ως διαιτητής. Ο Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Λάρισας, με την υπ’ αρίθμ. 165/13.5.2011 πράξη του, όρισε, ως μοναδικό διαιτητή για την επίλυση της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς, την υπηρετούσα στο Δικαστήριο αυτό Πρόεδρο Πρωτοδικών Χ. Λ.. Σε αυτήν κατέθεσε ο ενάγων την από 23.5.2011 και με αριθ. κατάθεσης 1/2011 αίτηση- αγωγή του, η οποία προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 27.6.2011 και μετά από αναβολή για την δικάσιμο της 25.10.2011. Η εναγομένη, στη συνέχεια, με την από 21.7.2011 αίτησή της, ζήτησε και αυτή το διορισμό διαιτητή για την επίλυση των διαφορών που προέκυψαν από την ίδια σύμβαση και με την υπ’αριθμ. 262/22.7.2011 πράξη του, ο Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Λάρισας, όοισε την ίδια ως άνω Πρόεδρο Πρωτοδικών ως διαιτητή, στην οποία και η εναγομένη απηύθυνε την από 25.7.2011 και με αριθ. κατάθεσης 4/2011 αίτηση-αγωγή της, από την οποία στη συνέχεια παραιτήθηκε με την άσκηση της από 10.8.2011 και με αριθ. κατάθεσης 5/2011 νέας αίτησης – αγωγής της, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 12.9.2011. Τέλος ο ενάγων, με την από 12.9.2011 αίτησή του, ζήτησε εκ νέου το διορισμό διαιτητή για την επίλυση περαιτέρω διαφορών που προέκυψαν από την ίδια σύμβαση και με την υπ’αρίθμ. 332/22.9.2011 πράξη του, ο Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Λάρισας, όρισε την ίδια ως άνω Πρόεδρο Πρωτοδικών ως διαιτητή, στην οποία ο ενάγων απηύθυνε την από 23.9.2011 και με αριθ. κατάθεσης 6/2011 αίτηση – αγωγή του, η οποία προσδιορίστηκε για την δικάσιμο της 25.10.2011. Μετά δε τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας, κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, εκδόθηκε από την ως άνω Διαιτητή, στις 6.2.2012, η υπ’ αριθμ. 1/2012 διαιτητική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκαν στο σύνολο τους οι από 23.5.2011 και 23.9.2011 αγωγές του νυν ενάγοντος, έγινε δεκτή η από 10.8.2011 αγωγή της ήδη εναγομένης και αναγνωρίστηκε ότι ο νυν ενάγων – εργολάβος, από 20.7.2011, έχει κηρυχθεί έκπτωτος, καθώς και ότι κατέπεσε υπέρ της νυν εναγομένης – οικοπεδούχου το ποσό της εργολαβικής εγγύησης ύψους 25.000,00 Ε, ενώ υποχρεώθηκε ο τελευταίος να της καταβάλει και το ποσό των 14.350,00 Ε με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως περαιτέρω ζημία της που προκλήθηκε από υπαιτιότητα του εργολάβου.
Από τα προαναφερθέντα είναι προφανές ότι η καθοριζόμενη από τα μέρη, κατά την έγγραφη συμφωνία της διαιτησίας, προθεσμία έκδοσης της διαιτητικής απόφασης των είκοσι (20) ημερών, που άρχιζε την επομένη του ορισμού της ως άνω διαιτητή, δηλαδή στις 13.5.2011, στις 22.7.2011 και στις 22.9.2011, δεν αποτελούσε διαλυτική προθεσμία, εντός της οποίας η ορισθείσα διαιτητής όφειλε να εκδώσει τη διαιτητική απόφαση, και η παρέλευσή της χωρίς να εκδοθεί απόφαση, συνεπάγονταν την παύση της συμφωνίας διαιτησίας, αλλά αποτελούσε ενδεικτική προθεσμία, η παρέλευση της οποίας δεν συνεπάγεται και την παύση της συμφωνίας για διαιτησία. Η ενδεικτική φύση αυτής της προθεσμίας, προκύπτει σαφώς, από το ότι, κατά την δικάσιμο της 25.10.2011, οπότε και είχε παρέλθει η εν λόγω αποκλειστική προθεσμία, (στις 12.10.2011, είχε παρέλθει το 20ήμερο από τον τελευταίο διορισμό της διαιτητή) οι έχοντες ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόροι των διαδίκων μερών, μετά την παρέλευση της προθεσμίας, εμφανίσθηκαν ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου και συμμετείχαν στη διαιτητική διαδικασια μετα των οϊαδίκων-εντολέων τους, χωρίς να προβάλουν την ήδη επελθούσα παύση της συμφωνίας για διαιτησία. Η παράλειψη αυτή συνιστά ανεπιφύλακτη συμμετοχή των διαδίκων στην διαιτητική δίκη (869 ΚΠολΔ και Μπέης ΠολΔ 2412-2413). Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, έλαβε χώρα μεταγενέστερη σιωπηρή συμφωνία των μερών, με την οποία τα μέρη ανέθεσαν στην διαιτητή και την παράταση της προθεσμίας έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και πέραν της προθεσμίας που είχε οριστεί για την επίλυση της διαφοράς.
Τέλος, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο συμφωνηθείς από τα μέρη χρόνος έναρξης της άνω προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών, «από του διορισμού του διαιτητή», όπως ορίζεται με την διαιτητική συμφωνία, έχει την έννοια, κατά την αληθή βούληση των μερών, του χρόνου συγκρότησης του Διαιτητικού Δικαστηρίου και όχι εκείνου της εκδόσεως της πράξεως ορισμού του διαιτητή δικαστή, από τον άνω αρμόδιο για τον ορισμό του προϊστάμενο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον η δηλωθείσα βούληση των μερών, στη συμφωνία διαιτησίας, για την έναρξη της εν λόγω εικοσαήμερης προθεσμίας από τον χρόνο διορισμού του διαιτητή είναι σαφής, η δε έννοια «διορισμός διαιτητή» είναι διαφορετική από εκείνη της «συγκρότησης του διαιτητικού δικαστηρίου», που έπεται χρονικά του ορισμού διαιτητή, και επομένως η μετέπειτα σιωπηρώς κατά τα προαναφερθέντα παραταθείσα προθεσμία, που άρχισε την 23.9.2011, είχε λήξει την 12.10.2011 (πολύ πριν δηλαδή της 25.10.2011, οπότε και παρατάθηκε σιωπηρώς). Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της παραπάνω διαιτητικής αποφάσεως για παύση ισχύος της συμφωνίας περί διαιτησίας λόγω παρέλευσης της συμφωνηθείσης με αυτή προς έκδοση της διαιτητικής απόφασης προθεσμίας (άρθρα 885 αρ. 2 και 897 αρ. 2 ΚΠολΔ) είναι αβάσιμος και πρέπει γα απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 897 αρ. 6 ΚΠολΔ η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, ολικά ή εν μέρει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημοσίας τάξης ή τα χρηστά ήθη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος ακυρότητας ιδρύεται όταν η αντίθεση προκύπτει ευθέως από το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης στο σύνολο της, δηλ. όχι μόνο από το διατακτικό αλλά και από το αιτιολογικό της (ΟλΑΠ 13/95 ΝοΒ 44. 404). Γίνεται δε δεκτό ότι η διαιτητική απόφαση αντίκειται στη δημόσια τάξη όχι όταν παραβιάζει τους κατ’ άρθ. 3 ΑΚ κανόνες του αναγκαστικού δικαίου, όπως υποστηρίζει η μη κρατούσα, σχετική άποψη (ΑΠ 1490/91 Δνη 34. 1073, ΑΠ 1716/91 Δνη 34. 588, ΑΠ 906/93 ΕΕΝ 1994. 554) αλλά όταν είναι αντίθετη προς την κατ’ άρθ. 33 ΑΚ έννοια της δημόσιας τάξης (ΑΠ 831/94 ΕΕΝ 1995. 546, ΑΠ 1240/91 ΕΕΝ 1993. 48, ΑΠ 1559/79 ΝοΒ 28. 1094, ΕφΑθ 419/94 Δνη 36. 421, ΕφΑθ 1072/91 Δνη 1993.1531), δηλαδή προς τις θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξης, η οποία θεμελιώνει τον κρατούντα στην Ελλάδα βιοτικό ρυθμό (ΟλΑΠ 6/90 Δνη 31. 522, ΑΠ 1559/90 ΝοΒ 28. 1094, ΑΠ 2234/2009 ΕφΑθ 4/2010, 458, ΕφΑθ 1772/03 Νόμος). Η ανεπαρκής όμως αιτιολογία για ό, τι έγινε δεκτό, μη ενέχουσα αντίθεση σε κανόνες δημόσιας τάξης, δεν δημιουργεί λόγο ακύρωσης από το άρθ. 897 αρ. 6 (ΑΠ 350/79 Δ 1979. 278, ΑΠ 1661/81 ΝοΒ 1981. 1074, ΕφΘεσ 1950/93 Δνη 35. 684). Επίσης η εσφαλμένη εκτίμηση της ουσίας από τους διαιτητές δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης (ΑΠ 1777/83 Δ 16. 358, ΑΠ 1482/82 ΕΕΝ 50. 611, ΕφΑθ 5610/86 Δνη 29. 1199) ούτε άλλωστε και η εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου αποτελεί τέτοιο λόγο εφόσον απ’ αυτή δεν δημιουργείται κατάσταση αντίθετη προς την κατ’ άρθ. 33 ΑΚ έννοια της δημόσιας τάξης (ΑΠ 1483/82 ΕΕΝ 50. 611, ΕφΑθ 7725/2000 Δνη 42. 1654).
Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων προβάλλει με το δεύτερο λόγο της αγωγής του ακυρότητα της παραπάνω διαιτητικής απόφασης, λόγω αντίθεσής της προς διατάξεις δημοσίας τάξεως και συγκεκριμένα προς αυτές των 25 παρ.1 του Σ. και 288 ΑΚ, καθόσον με το να δεχθεί η διαιτητική απόφαση ως νόμιμη και δεσμευτική τη δήλωση της εναγομένης-οικοπεδούχου εργοδότη να τον κηρύξει έκπτωτο ως εργολάβο της οικοδομής που ανέλαβε να εκτελέσει με το σύστημα της αντιπαροχής σε οικόπεδο της εναγομένης και με το τον τρόπο αυτό να καταπέσει υπέρ αυτής η εργολαβική εγγύηση ύψους 50.000 Ε, σε σχέση με τις κατασκευαστικές μικροελλείψεις του παραδοθέντος από αυτόν έργου (την δική του δηλαδή υποχρέωση για κατασκευή εργασιών – την αντιπαροχή του), η αξία των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 6.000 Ε (κατά τα ειδικότερα εκτειθέμενα από αυτόν ως προς τις εκπτώσεις στις τιμές των υλικών που ως εργολάβος θα επιτύγχανε στην αγορά σε σχέση με έναν ιδιώτη) και τις οποίες (εργασίες) δεν μπορούσε να εκτελέσει πριν η εναγομένη οικοπεδούχος προβεί στις προαπαιτούμενες από αυτήν εργασίες κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση και μάλιστα βάναυσα με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας αλλά και τα χρηστά ήθη, αν ληφθεί υπόψη ότι η εναγομένη, μετά την κήρυξή του ως έκπτωτου, συνεχίζει να καρπώνεται το αποπερατωμένο διαμέρισμα Α1, αξίας τουλάχιστον 170.000 Ε, που αποτελούσε το εργολαβικό του αντάλλαγμα, και συνεπώς επιβαρύνεται ο ίδιος υπέρμετρα, κατά το ποσό των 220.000 Ε, σε σχέση με την ζημία της εναγομένης που ανέρχεται στο ποσό των 6.000 Ε, μέτρο το οποίο, εκτός από εξοντωτικό είναι ακατάλληλο και μη αναγκαίο. Τα εκτιθέμενα αυτά πραγματικά περιστατικά, πέρα από το ότι οι επικαλούμενες από τον ενάγοντα διατάξεις των άρθρων 681, 404 – 406, 389 – 397 ΑΚ δεν είναι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, προσδίδουν στη διαιτητική απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άνω διατάξεων και ως τέτοια δεν δημιουργούν, σύμφωνα με όσα στη μείζονα νομική σκέψη εκτίθενται, τον προβλεπόμενο από το άρθρο 897 αριθ. 6 λόγο ακυρώσεως της διαιτητικής απόφασης, εφόσον απ’ αυτή δεν προκαλείται ταυτόχρονα κατάσταση που αντιβαίνει προς τις θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις της Ελληνικής έννομης τάξης, η οποία θεμελιώνει τον κρατούντα στην Ελλάδα βιοτικό ρυθμό.
Ειδικότερα από την προσβαλλόμενη, υπ’αριθμ. 1/2012, διαιτητική απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου Λάρισας, προκύπτει ότι με αυτή κατέπεσε υπέρ της εναγομένης ως ποινική ρήτρα το αναφερόμενο σ’ αυτήν ποσό και αναγνωρίσθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις να κηρυχθεί έκπτωτος ο ενάγων εργολάβος από την αναφερόμενη σ’ αυτήν και την αγωγή σύμβαση μισθώσεως έργου, σύμφωνα με την οποίαν αυτή ανέλαβε την υποχρέωση να ανεγείρει με δαπάνες του πολυκατοικία σε οικόπεδο της εναγομένης που βρίσκεται στη Λ., με αντάλλαγμα τη μεταβίβαση σ’ αυτόν ποσοστών (613/1000) εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου στο οποίο θα ανεγειρόταν η πολυκατοικία, γιατί καθυστέρησε την παράδοση στην εναγομένη των οριζοντίων ιδιοκτησιών και των κοινοχρήστων χώρων, κατά το χρόνο που είχε συμφωνηθεί, κάνοντας χρήση του δικαιώματος που είχε σύμφωνα με τους όρους της εργολαβικής συμβάσεως (…/17.10.2007 εργολαβικού συμβολαίου του συμβολαιογράφου Δ. Ν.). Ειδικότερα έκρινε: α) ότι ο ενάγων εργολάβος δεν παρέδωσε το Κ-1 κατάστημα τόσο κατά το χρόνο που είχε συμφωνηθεί (18 μήνες μετά την παράδοση του οικοπέδου, που παραδόθηκε στις 5.5.2008) ήτοι στις 5.11.2009, όσο και μετά την πάροδο της (4μηνης) προθεσμίας που του έταξε, β) ότι ως εκ τούτου περιήλθε σε υπερημερία και κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα η εναγομένη ενεργοποίησε τη ρήτρα εκπτώσεως του από τη σύμβαση (16 μήνες μετά την παρέλευση της 4μηνης προθεσμίας που του έταξε), με την οποία επιφύλαξε σ αυτήν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως για το τμήμα του έργου που δεν θα έχει εκτελέσει ο εργολάβος μέχρι την κοινοποίησή της, και ότι η έκπτωση αυτή αφορά τα μελλοντικά της δικαιώματα και δεν είχε αναδρομική δύναμη (βλ. Γ. Μπαλή, Ενοχ.Δικ. παρ. 96 αριθ. 3, Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρ. 399 αριθ. 5), γ) ότι η ανωτέρω υπαναχώρηση ασκήθηκε σύμφωνα με την ένδικη σύμβαση, με εξώδικη δήλωση της οικοπεδούχου που επιδόθηκε στον εργολάβο, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, και αναγνωρίστηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων κηρύξεως έκπτωσης του εργολάβου, τα αποτελέσματα της οποίας επήλθαν από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης της οικοπεδούχου και ρυθμίστηκαν συμβατικά κατά τρόπο ώστε να υποχρεούται ο εργολάβος σε πλήρη αποζημίωσή της για τη μη εκτέλεση του υπολοίπου μέρους του έργου, δ) ότι κατέπεσε υπέρ της οικοπεδούχου το εναπομείναν (ύψους 25.000 Ε) ποσό της εγγύησης (συνολικού ποσού 50.000 Ε) που είχε δοθεί από τον ενάγοντα εργολάβο ως αρραβώνας, (που θα χρησιμοποιηθεί για τις δαπάνες αποπεράτωσης του μη αποπερατωθέντος Κ1 καταστήματος), ενώ επιδικάσθηκε σ’ αυτήν και η περαιτέρω αποθετική ζημία που υπέστη από υπαιτιότητα του ενάγοντος (ύψους 14.350 Ε). Επομένως με το να γίνουν δεκτά όλα τα’ ανωτέρω από το Δικαστήριο, το οποίο απέδωσε αιτιολογημένα την καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου σε παραλείψεις του νυν ενάγοντος και όχι στην αντίδικο του, δεν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις της δημόσιας τάξης ούτε του άρθρου 25 του Συντάγματος.
Εξάλλου η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από το διαιτητικό δικαστήριο δεν ελέγχεται αυτοτελώς, χωρίς παράλληλα από το όλο επικαλούμενο περιεχόμενο του αιτιολογικού και του διατακτικού της διαιτητικής αποφάσεως να δημιουργείται κατάσταση αντίθετη προς τις θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές ή ηθικές αντιλήψεις της ελληνικής έννομης τάξεως (ΑΠ 1334/2008 Νόμος), περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού κρίθηκε ότι υπαίτιος της ανώμαλης εξέλιξης της ενοχικής συμβάσεως των διαδίκων ήταν ο ενάγων, τα ανωτέρω δε περιστατικά σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν απορρίφθηκαν σιωπηρά, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης (ΕφΑθ 1072/1991 Δνη 34. 1531, ΕφΑθ 3281/1994 Δνη 1995. 870). Σε κάθε περίπτωση δηλαδή η εσφαλμένη νομική αξιολόγηση (των ισχυρισμών), δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης.
Επομένως οι λόγοι αυτοί ακυρώσεως της διαιτητικής απόφασης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθεί κατ» ουσίαν η αγωγή…