344/2015 ΜΕφΛαρ (αγωγή τιμήματος εκ διαδοχικών συμβάσεων πώλησης – αποδεικτικά μέσα – η παράδοση επιταγής ή συναλλαγματικής δεν αποτελεί καταβολή ούτε δόση αντί καταβολής)

344/2015                  

Πρόεδρος: Μαρία Τζέρμπου

Δικηγόροι: Κίμωνας Κυριακού, Κων. Παπαλεξανδρής

 

Ορισμένη αγωγή τιμήματος εκ διαδοχικών συμβάσεων πώλησης με μνεία της ποσότητας των πωληθέντων εκάστης (κατά βάρος και ποιότητα), ως και της κατά μονάδα βάρους και ποιότητας τιμής εκάστου είδους. Τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια δεν αποτελούν βάση αυτής αλλά αποδεικτικά μέσα των συμβάσεων, συνεκτιμώμενα ελεύθερα ως τεκμήρια αν δεν φέρουν υπογραφή του λήπτη.

Δικαστικό τεκμήριο το προσκομιζόμενο τετράδιο του εναγομένου.

Η μη έκδοση ορθών τιμολογίων με αναγραφόμενες ποσότητες υπέρτερες των πράγματι πωληθεισών συνιστά παράβαση παρεπόμενων υποχρεώσεων του πωλητή, παρέχουσα δικαίωμα αποζημίωσης στον αγοραστή. Η παράδοση επιταγής ή συναλλαγματικής δεν αποτελεί καταβολή ούτε δόση αντί καταβολής, ο δε οφειλέτης ελευθερώνεται εφόσον δεν ορίσθηκε σαφώς το αντίθετο μόνο όταν καταβληθούν πράγματι τα χρήματα ή καταχωρηθούν σε λογ/σμό του δανειστή. Ο ισχυρισμός του οφειλέτη ότι οπισθογράφησε στο δανειστή χρηματόγραφο αποτελεί εξόφληση της βασικής σχέσης (υπόσχεση αντί καταβολής) μόνο όταν επικαλείται συμφωνία απόσβεσης της παλαιάς ενοχής με σύσταση νέας εκ του χρηματόγραφου. Μη υποχρέωση οφειλέτη να αποδείξει ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος αφού τούτο εξυπακούεται, επί δε αντένστασης ότι αφορά άλλο χρέος υποχρέωση δανειστή να αποδείξει τα παραγωγικά τούτου γεγονότα

 

{…} Ο ενάγων στην υπό κρίση αγωγή του, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στην οποία σώρευσε περισσότερες αιτήσεις του κατά του ίδιου εναγομένου (άρθρο 218 ΚΠολΔ), ισχυρίσθηκε ότι με αυτοτελείς διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο διάφορες κάθε φορά ποσότητες και ποιότητες ζωοτροφών, εκδίδοντας προς τούτο και τα σχετικά τιμολόγια- δελτία αποστολής, αντί του τιμήματος που αναφέρει και το οποίο κατά τη συμφωνία τους έπρεπε να καταβληθεί 60 ημέρες μετά την έκδοση έκαστου τιμολογίου. Η αγωγή του, έτσι όπως είναι διατυπωμένη, είναι πλήρως ορισμένη διότι ο ενάγων αναφέρει, όπως όφειλε σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ, με ορισμένο τρόπο την ποσότητα ζωοτροφών (κατά βάρος και ποιότητα) που αφορούσε κάθε μία από τις ένδικες πωλήσεις. Αναφέρει επίσης την κατά μονάδα βάρους και ποιότητας τιμή έκαστου είδους. Τα στοιχεία αυτά αρκούν για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία ο πωλητής ζητεί την καταψήφιση του τιμήματος (ΑΠ 1575/1992 Δνη 23. 911). Ενώ τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή στοιχεία είναι αρκετά για την πληρότητά της. Είναι δε και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513, 340, 341, 346 ΑΚ. Σημειώνεται ότι τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια δεν αποτελούν βάση της αγωγής όπως μη νόμιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, απλώς νόμιμα προσκομιζόμενα αποτελούν αποδεικτικά μέσα των σχετικών συμβάσεων πωλήσεως και συνεκτιμώνται με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, ελεύθερα από το δικαστήριο ως τεκμήρια, όταν δεν φέρουν την υπογραφή του λήπτη (ΕφΘεσ. 1985/2003 Αρμ 2005. 2006). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε νόμιμη και ορισμένη την αγωγή με τις αυτές ως άνω αιτιολογίες δεν έσφαλε και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος που αποτελούν και λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί στην Κ. Ε. βιοτεχνία ζωοτροφών, ενώ ο εναγόμενος διατηρεί στον ίδιο τόπο κτηνοτροφική μονάδα. Η συνεργασία τους άρχισε το 2004 και ολοκληρώθηκε στις 12 Ιουλίου του 2007. Καθόλο το διάστημα αυτό ο εναγόμενος ερχόταν σχεδόν καθημερινά με το αυτοκίνητο του στην επιχείρηση του ενάγοντος, παραλάμβανε τις διάφορες ζωοτροφές που χρειαζόταν, και καταχωρούνταν η σχετική συναλλαγή σε τετράδιο που κρατούσαν τα μέρη, και στη συνέχεια μεταφέρονταν με μέριμνα υπαλλήλου του ενάγοντος και στην καρτέλα του εναγομένου, που διατηρούσε ο ενάγων. Η πληρωμή γινόταν σε μεταγενέστερο χρόνο με την έκδοση σχετικού αξιόγραφου απ’ τον εναγόμενο, αφού δεν παρίσταται σύμφωνο με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής ο εναγόμενος να προπλήρωνε τις ζωοτροφές που θα αγόραζε στο μέλλον, αφού κάτι τέτοιο δεν συνηθίζεται καθόλου στην πράξη σε τέτοιου είδους συνεργασίες. Το τιμολόγιο κόβονταν απ’ τον ενάγοντα σε μεταγενέστερο χρόνο συγκεντρωτικό για πολλές επιμέρους πωλήσεις, κάτι που επίσης συνηθίζεται, για ευκολία των μερών, σε περιπτώσεις καθημερινών συναλλαγών, όπως είχαν μεταξύ τους οι ανωτέρω. Όπως προκύπτει απ’ τα προσκομιζόμενα απ’ τον ενάγοντα τιμολόγια πώλησης των ετών 2004 (υπ’ αριθμ. …), τα μέρη, για τα ανωτέρω έτη, είχαν μεταξύ τους συνεργασία ύψους 68.164,27 Ε, το δε σχετικό ποσό έχει εξοφληθεί πλήρως (βλ. και το από 4.4.2012 έγγραφο της ΕΤΕ  που προσκομίζει ο ενάγων), ούτε άλλωστε εισάγεται κάποια αξίωση για τα έτη αυτά. Για το έτος 2007, όπως προκύπτει απ’ το σχετικό ως άνω προσκομιζόμενο τετράδιο που κρατούσαν τα μέρη, και το οποίο αναγνώρισε και η μάρτυρας του ενάγοντος, οι διάδικοι, μεταξύ του διαστήματος από 2.1.2007 έως 13.7.2007, πραγματοποιούσαν σχεδόν καθημερινές μεταξύ τους αγοραπωλησίες ζωοτροφών. Συγκεκριμένα, καταρτίσθηκαν οι κάτωθι συμβάσεις πώλησης για τις ακόλουθες ποσότητες ζωοτροφών {…}. Επομένως, το συνολικό τίμημα ανέρχονταν στο ποσό των 23.357,60 Ε, πλέον ΦΠΑ 9%, και συνολικά στο ποσό των 25.460,44 Ε. Ο ενάγων για τις αγοραπωλησίες αυτές εξέδωσε τα συγκεντρωτικά τιμολόγια …/23.4.2007 αξίας 7.194 Ε για 25.000 κιλά ζωοτροφών για αγελάδες, …/30.4.2007 αξίας 5.779,18 Ε για 22.000 κιλά μίγματος για αιγοπρόβατα, …/19.5.2007 αξίας 6.906,24 Ε για 24.000 κιλά ζωοτροφής για μοσχάρια, …/24.5.2007 αξίας 4.479,90 Ε για 20.000 κιλά πίτυρα και …/16.6.2007 αξίας 5.253,80 Ε για 20.000 κιλά ζωοτροφής για αιγοπρόβατα, και συνολικής αξίας 29.613,12 Ε. Συνεπώς στα τιμολόγια που εξέδωσε σε μεταγενέστερο χρόνο ο ενάγων εμφανίζεται να οφείλεται τίμημα επιπλέον 4.167,60 Ε και να έχουν παραδοθεί ζωοτροφές συνολικά 111.000 κιλών. Ωστόσο, ο εναγόμενος πραγματοποίησε μόνο τις αγορές που αναλυτικά αναφέρονται παραπάνω και εμφανίζονται και στο σχετικό ως άνω τετράδιο που κρατούσαν τα μέρη, ήτοι συνολική ποσότητα 99.634 κιλών ζωοτροφών, και όχι η συνολική εμφανιζόμενη ποσότητα ζωοτροφών 111.000 κιλών, που εμφανίζεται στα ανωτέρω τιμολόγια. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τη σαφή και πειστική κατάθεση της μάρτυρα του ενάγοντος η οποία δεν αντικρούεται από την κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου σε συνδυασμό με το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο τετράδιο του εναγομένου, που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο, επίσης και από τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα τιμολόγια, τα οποία δεν φέρουν την υπογραφή του παραλαβόντος και τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα ως τεκμήρια (ΕφΘεσ 1985/2003 Αρμ 2005. 2006) από το δικαστήριο, σε συνδυασμό και με τα υπόλοιπα ως άνω αποδεικτικά μέσα.

Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα συγκεντρωτικά τιμολόγια είναι ανακριβή διότι περιέχουν μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που παρέλαβε. Πράγματι όπως ανωτέρω αναφέρθηκε οι ποσότητες που παρέλαβε συνολικά ο εναγόμενος ανήρχοντο σε 99.634 κιλά και συνολικής αξίας μαζί με το ΦΠΑ 2.546,44 Ε και όχι σε 111.000 κιλά που εμφανίζονται στα ως άνω τιμολόγια, και συνολικής αξίας μαζί με το ΦΠΑ 29.613,12 Ε. Όμως η μη έκδοση ορθών τιμολογίων με αναγραφόμενες μεγαλύτερες ποσότητες από τις πράγματι πωληθείσες συνιστά απλώς παράβαση παρεπομένων υποχρεώσεων του ενάγοντος πωλητή, που παρέχει απλώς δικαίωμα αποζημίωσης στον εναγόμενο αγοραστή εφόσον έχει υποστεί κάποια ζημία (ΕφΘεσ. 1985/2003 Αρμ 2005. 2006). Άλλωστε ο εναγόμενος με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνομολόγησε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 2 Ιανουαρίου 2007 έως 13 Ιουλίου 2007 αγόρασε και παρέλαβε συνολικά από τον ενάγοντα 33.980 κιλά πίτυρα Χ 0,2055 Ε, 534 κιλά βαμβακόπιτα Χ 0,20 Ε, 40.080 κιλά ζωοτροφή για αιγοπρόβατα Χ 0,2410 Ε, 24.080 κιλά ζωοτροφή για μοσχάρια Χ 0,264 Ε, 600 κιλά ζωοτροφή για αρνιά Χ 0,241 Ε, 400 κιλά ζωοτροφή για αγελάδες Χ 0,264 Ε, 100 κιλά για ηλιάλευρο Χ 0,17 Ε. Σημειωτέον ότι το ηλιάλευρο δεν αναφέρεται στα ως άνω τιμολόγια. Κατά τα ανωτέρω ο εναγόμενος αγόρασε και παρέλαβε από τον ενάγοντα ζωοτροφές συνολικής αξίας 25.460,44 Ε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του με τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, έκανε δεκτή την αγωγή κατά ένα μέρος και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 25.460,44 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε το νόμο Συνεπώς οι περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης του εναγομένου εκκαλούντος πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Κατά το άρθρο 416 ΑΚ η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή. Η παράδοση, όμως, από τον οφειλέτη επιταγής ή συναλλαγματικής αποδοχής του δεν αποτελεί καταβολή ούτε δόση αντί καταβολής της αρχικής υποχρέωσης και αυτό γιατί ο δανειστής, που έχει στα χέρια του τους πιστωτικούς αυτούς τίτλους, δεν έχει ακόμα ικανοποιηθεί, αφού δεν έγινε κύριος του αντίστοιχου ποσού, ενώ στην περίπτωση της επιταγής δεν απέκτησε επιπλέον αξίωση κατά της πληρώτριας τράπεζας για καταβολή. Ο οφειλέτης θα ελευθερωθεί, εφόσον δεν ορίσθηκε σαφώς το αντίθετο, πράγμα που οφείλει να αποδείξει, μόνο όταν καταβληθούν πραγματικώς τα χρήματα στον δανειστή ή καταχωρηθούν στον λογαριασμό του. Ο ισχυρισμός του οφειλέτη ότι προς εξόφληση της οφειλής του οπισθογράφησε προς τον δανειστή χρηματόγραφο, αποτελεί κατά νόμο προβολή εξόφλησης της βασικής σχέσης (υπόσχεση αντί καταβολής), μόνον εφόσον γίνεται επίκληση από τον ίδιο (οφειλέτη) σχετικής συμφωνίας του προς απόσβεση της παλαιάς ενοχής με σύσταση νέας, η οποία στηρίζεται πλέον αποκλειστικά στο χρηματόγραφο (ΑΚ 421, 438). Συνεπώς, μόνο η οπισθογράφηση του χρηματογράφου στον δανειστή συνιστά υπόσχεση χάριν καταβολής, δηλαδή ανάληψη και νέας υποχρέωσης, του οφειλέτη, βαίνουσα παράλληλα προς την παλαιά, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται, και επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρεώσεως μόνο με την πραγματική πληρωμή (είσπραξη) του χρηματόγραφου (βλ. ΑΠ 1739/2002 Δνη 44. 1616, ΑΠ 883/2000 Δνη 42. 403, ΕφΑθ 1469/2008, ΕφΘεσ 2445/2007 Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ένσταση, όπως και η αγωγή (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αίτημα και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άλλως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Τέλος ο οφειλέτης δεν είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η εν λόγω καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’ αυτό αναφέρεται η δίκη. Εάν όμως ο ενάγων – δανειστής αντιλέγει – με αντένσταση – ότι η προβαλλόμενη από τον εναγόμενο καταβολή αφορά όχι το επίδικο αλλά άλλο χρέος του προς αυτόν, τότε ο δανειστής υποχρεούται να επικαλεστεί και να αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους τούτου γεγονότα (ΑΠ 558/2008, ΑΠ 1402/2007, ΑΠ 894/2007, ΑΠ 639/78 ΝοΒ 27. 511, ΕφΘεσ 167/2010, ΕφΘεσ 422/2008 Νόμος, ΕφΑθ 10397/86 Δνη 28. 888) {…}.