351/2015 ΜονΕφΛαρ (τεχνική επίβλεψη βιομηχανίας – ευθύνη ν.π. για πράξεις εκπροσώπων του – εργατικό ατύχημα εκ της δημιουργίας συνθηκών πρόσφορων για αυτό – αποζημίωση μόνο επί δόλου ή μη τήρησης διατάξεων περί όρων ασφαλείας)

351/2015

Πρόεδρος: Ευαγγελία Γίτση

Δικηγόροι: Χρυσάνθη Φραγγίδη, Ευάγγ. Χατζής, Ανδρ. Βρόντος

 

Υποχρέωση μηχανικού για λήψη και τακτικό έλεγχο μέτρων ασφαλείας κατά την τεχνική επίβλεψη λειτουργίας βιομηχανίας σύμφωνα με την χορηγηθείσα άδεια, όχι όμως και για μη νόμιμα λειτουργούσα εγκατάσταση, εξαιρεθείσα από την άδεια.

Ευθύνη ν.π. για πράξεις ή παραλείψεις εκπροσωπευτικού οργάνου κατά την άσκηση καθηκόντων, εις ολόκληρον με το υπαίτιο όργανο και απλή ομοδικία αυτών.

Επί αδικοπρακτικής ευθύνης ν.π. μη ανάγκη εξειδίκευσης επιμέρους αρμοδιοτήτων και προσωπικής στάσης κάθε μέλους της διοίκησης, που μπορεί να επικαλεσθεί με ένσταση ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικά υπαίτιο λόγω μη ουσιαστικής συμμετοχής στη λειτουργία της επιχείρησης.

Ευθύνη μόνο Προέδρου – Διευθύνοντος Συμβούλου εταιρίας (και όχι λοιπών μελών του ΔΣ), που είχε αποκλειστική ουσιαστική συμμετοχή στις εργασίες της. Μη απόδειξη ότι ο αποθανών πατέρας του ασκούσε αποκλειστική διοίκηση βάσει ειδικών πληρεξουσίων, καθόσον δεν προκύπτει νόμιμη ανάθεση σε αυτόν με απόφαση του ΔΣ της οργανικής εκπροσώπησης της εταιρίας.

Εργατικό ατύχημα και όταν ο θάνατος ή τραυματισμός δεν αποτελεί άμεση συνέπεια της εργασίας, αλλά συνδέεται με σχέση αιτίου και αποτελέσματος ως εκ της δημιουργίας ιδιαίτερων συνθηκών πρόσφορων στην επέλευσή του.

Πλήρης αποζημίωση παθόντος κατά το κοινό αστικό δίκαιο μόνο επί δόλου του εργοδότη ή μη τήρησης ειδικών δ/ξεων περί όρων ασφαλείας, και όχι όρων επιβαλλόμενων από την κοινή αντίληψη ή τη γενική υποχρέωση πρόνοιας.

Μη συνυπαιτιότητα παθόντος λόγω μη χρήσης μη χορηγηθέντος κράνους. Αποκλειστική υπαιτιότητα εργοδότριας και διοικούντος – εκπροσώπου αυτής καθόσον ενεργούσαν εργασίες βαφής δεξαμενών χωρίς νόμιμη άδεια, τεχνικό ασφαλείας και μέτρα πυρασφάλειας και χωρίς παροχή εξοπλισμού εργασίας.

Μη προσωπική κράτηση, ενόψει μη απόδειξης απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων, αφερεγγυότητας ή κακής πίστης.

 

{…} Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι αμφοτέρων των εφέσεων και αντεκκαλούντες με την από 17.11.2010 (αρ. κατ. 2/2011) απευθυντέα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας αγωγή τους εξέθεταν ότι ο Π. Ι. προσελήφθη την 1.7.2008, από την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, που έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την κατασκευή δεξαμενών υγραερίου, ως εργάτης γενικών καθηκόντων. Ότι στις 21.8.2009 κατά την εκτέλεση εργασίας βαφής μιας δεξαμενής υπέστη εργατικό ατύχημα υπό τις ειδικότερα αναφερόμενες σ’ αυτή συνθήκες με συνέπεια να τραυματιστεί θανάσιμα. Ότι ο θάνατός του οφείλεται σε υπαιτιότητα των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης (του δευτέρου εναγομένου, προέδρου του ΔΣ, του τρίτου, τετάρτου, πέμπτης και έκτου των εναγομένων, μελών του ΔΣ αυτής) ήδη εκκαλούντων της δευτέρας εκ των συνεκδικαζόμενων εφέσεων, καθώς και σε υπαιτιότητα του εβδόμου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος της πρώτης εκ των συνεκδικαζόμενων εφέσεων, προστηθέντα της πρώτης εναγομένης και επιβλέποντος μηχανικού, οι οποίοι ενεργώντας από δόλο άλλως από βαρειά αμέλεια παραβίασαν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, παραλείποντας να λάβουν τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτή μέτρα ασφαλείας. Ότι ο θάνατος του ανωτέρω, συζύγου της πρώτης ενάγουσας, πατέρα της δευτέρας η οποία στον χρόνο θανάτωσης αυτού ήταν κυοφορούμενη, υιού του τρίτου και της τετάρτης των εναγόντων, αδελφού της πέμπτης, έκτης, εβδόμου, όγδοης, ενάτης και δεκάτης των εναγόντων και γαμπρού από θυγατέρα του ενδέκατου και δωδεκάτης των εναγόντων, με τον οποίο τους συνέδεαν ιδιαίτεροι δεσμοί αγάπης και στοργής προκάλεσε σε εκείνους έντονη θλίψη και ψυχικό πόνο. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος να τους καταβάλουν προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης χρηματική ικανοποίηση α) στην πρώτη από αυτούς το ποσό των 200.000 Ε ατομικά και το ποσό των 200.000 Ε για λογαριασμό της ανήλικης θυγατέρας της δευτέρας ενάγουσας, β) σε κάθε ένα από τους τρίτο και Τετάρτη των εναγόντων το ποσό των 150.000 Ε, γ) σε κάθε ένα από τους πέμπτη μέχρι και δεκάτη των εναγόντων το ποσό των 100.000 Ε και δ) σε καθένα από τους ενδέκατο και δωδεκάτη των εναγόντων το ποσό των 100.000 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να απαγγελθεί κατά του δευτέρου, τρίτου, πέμπτης, έκτου και εβδόμου των εναγομένων προσωπική κράτηση. {…} Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα η υπό κρίση αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου της δευτέρας εκ των συνεκδικαζόμενων εφέσεων καθ’ όσον σ’ αυτή γίνεται επίκληση της ευθύνης του νομικού προσώπου από τις υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις που φέρεται να τέλεσαν οι αναγραφόμενοι σ’ αυτή διοικούντες το νομικό πρόσωπο και δη πράξεις και παραλείψεις που διαπράχθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και οδήγησαν στην επέλευση του εργατικού ατυχήματος.

Επίσης ως προς την αδικαιοπρακτική ευθύνη του νομικού προσώπου δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης κάθε μέλους διοίκησης για την κατ’ αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος, η μη ύπαρξη δε τυχόν των προϋποθέσεων του άρθρου 926 του ΑΚ, το οποίο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψιν το Δικαστήριο, χωρίς να απαιτείται ρητή αναφορά του, αποτελεί ζήτημα που εξετάζεται κατά το στάδιο των αποδείξεων (ΑΠ 723/2012 Νόμος).

Από την εκτίμηση των  ενόρκων καταθέσεων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει της από 1.7.2008 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου η πρώτη των εναγομένων ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «T. G. AE» προσέλαβε, διά των τότε εκπροσώπων της, τον Π. Ι. (σύζυγο της πρώτης ενάγουσας, πατέρα της δεύτερης των εναγόντων, υιό του τρίτου και της τέταρτης αυτών, αδελφό της πέμπτης, του έκτου, του έβδομου, της όγδοης της ένατης και της δέκατης των εναγομένων και γαμπρό από θυγατέρα του ενδέκατου και της δωδέκατης αυτών], προκειμένου ο τελευταίος να εργαστεί ως εργάτης και δη γενικών καθηκόντων. Η πρώτη εναγομένη έχει ως αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας την κατασκευή δεξαμενών υγραερίου, με δυνατότητα περαιτέρω διάθεσης αυτών στην αγορά, διατηρώντας προς τούτο εγκαταστάσεις στο … χλμ της επαρχιακής οδού Κ.-Φ.. Σε εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών είχε χορηγηθεί στην πρώτη εναγομένη σύμφωνα με την υπ’ αρ. πρωτ. … απόφαση του Νομάρχη Κ. άδεια λειτουργίας μόνο για τη δυνατότητα κατασκευής δεξαμενών υγραερίου, με ρητή ταυτοχρόνως εξαίρεση της δυνατότητας εκτέλεσης εργασιών βαφής. Πλην, όμως, η ανωτέρω εταιρεία είχε παρανόμως εντάξει στη δραστηριότητά της και εργασίες βαφής των δεξαμενών, κατά τη διάρκεια των οποίων επήλθε στις 21.8.2009, υπό τις κατωτέρω αναφερόμενες συνθήκες, ο θανατηφόρος τραυματισμός του ανωτέρω οικείου των εναγόντων.

Η τεχνική επίβλεψη της λειτουργίας της βιομηχανίας της πρώτης εναγομένης είχε ανατεθεί, σύμφωνα με την από 7.2.2002 επισυναπτόμενη στο τηρούμενο τμήμα βιομηχανίας και ορυκτού πλούτου της Νομαρχίας Κ. υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου αυτής, στον έβδομο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα της πρώτης εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων διπλωματούχο ηλεκτρολόγο μηχανικό Κ. Π., θέση την οποία αυτός έναντι ετήσιας αμοιβής 1.056 Ε (βλ. την από 27.12.2008 απόδειξη παροχής υπηρεσιών) ανέλαβε με την από 7.2.2002 απευθυντέα προς την ανωτέρω υπηρεσία υπεύθυνη δήλωση, έχοντας συντάξει προς τούτο και την μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη τεχνική έκθεση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στην οποία αναφέρονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μηχανημάτων που αυτή θα χρησιμοποιούσε και οι εκ της ανωτέρω αδείας (πλην της βαφής) διεξαγόμενες εργασίες.

Κατ’ άρθρο 12 του ΒΔ της 16/17.3.1950 (ΦΕΚ Α’ 82/1950) ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Ο αναλαμβάνων την υπεύθυνον τεχνικήν επίβλεψιν εκτελέσεως εγκαταστάσεως τινος οφείλει να λαμβάνη πάντα τα ενδεικνυόμενα μέτρα διά την εκτέλεσιν της εγκαταστάσεως, συμφώνως προς την χορηγηθείσαν σχετικήν άδειαν, τους εν ισχύι εκάστοτε κανονισμούς και τα δεδομένα της επιστήμης και της πείρας και να θέτη τούτην εν λειτουργία μόνον κατόπιν τηρήσεως πάντων των υπό των κειμένων διατάξεων προβλεπομένων προϋποθέσεων και όρων των απαιτουμένων αφ’ ενός διά την επίτευξιν του καλλιτέρου και οικονομικωτέρου τρόπου λειτουργίας της εγκαταστάσεως, αφ’ ετέρου δε διά την αποτροπήν παντός κινδύνου ή ενοχλήσεως τουεργαζομένου προσωπικού ή παντός τρίτου. 2. Ο αναλαμβάνων την υπεύθυνον τεχνικήν επίβλεψιν της λειτουργίας εγκαταστάσεως τινος οφείλει να προβαίνη εις τακτικήν επιθεώρησιν της εγκαταστάσεως από απόψεως ασφαλείας και εκμεταλλεύσεως υποδεικνύων εγγράφως και υπευθύνως τα κατά την κρίσιν του επιβαλλόμενα μέτρα, αφ’ ενός μεν προς ασφαλή λειτουργίαν αυτής προς αποτροπήν κατά το δυνατόν παντός κινδύνου ή ενοχλήσεως του εργαζομένου προσωπικού ή παντός τρίτου, αφ’ ετέρου δε προς επίτευξιν του καλλιτέρου και οικονομικωτέρου τρόπου λειτουργίας της εγκαταστάσεως. «Τας υποδείξεις ταύτας διά τα προτεινόμενα μέτρα ο έχων την υπεύθυνον τεχνικήν επίβλεψιν της λειτουργίας της εγκαταστάσεως υποχρεούται ν’ αναγράφη εν προς τούτω τηρουμένη ημερολογίω βιβλίω ηριθμημένω και εσφραγισμένω παρά του Ειρηνοδίκου της περιφερείας μερίμνη του Διευθυντού της εγκαταστάσεως ή αυτού του ασκούντος την υπεύθυνον επίβλεψιν της λειτουργίας και συντηρήσεως της εγκαταστάσεως ούτινος γνώσιν υποχρεούται να λαμβάνη ο Διευθυντής της Εγκαταστάσεως» όπως η άνω περίοδος αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρου 3ου Β.Δ. 24 Νοεμ./17 Δεκ. 1953. 3. Εις περίπτωσιν καθ’ ην τα λόγω ασφαλείας υποδειχθησόμενα μέτρα δεν ήθελον ληφθή υπ’ όψει εκ μέρους της διευθύνσεως της επιχειρήσεως, ο έχων την υπεύθυνον τεχνικήν επίβλεψιν της εγκαταστάσεως ουδεμίαν θα φέρη ευθύνην, διά παν εκ της μη λήψεως των υποδειχθέντων μέτρων επισυμβησόμενον ατύχημα ή ζημίαν των εργαζομένων ή παντός τρίτου.». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ο μηχανικός που αναλαμβάνει την υπεύθυνη τεχνική επίβλεψη της λειτουργίας εγκατάστασης σύμφωνα προς την χορηγηθείσα σχετική άδεια, οφείλει να λαμβάνει κατά την εκτέλεση της εγκατάστασης τα αναγκαία για την αποτροπή παντός κινδύνου του εργαζομένου προσωπικού μέτρα και να προβαίνει σε τακτική επιθεώρηση της εγκατάστασης από άποψη ασφαλείας.

Στην προκειμένη, επομένως περίπτωση, ο έβδομος εναγόμενος και ήδη εκκαλών της πρώτης εκ των συνεκδικαζόμενων εφέσεων, ως έχων με την ιδιότητα του ηλεκτρολόγου μηχανικού την επίβλεψη της λειτουργίας της βιομηχανίας της πρώτης εναγομένης, είχε την υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας κατά την εκτέλεση της νόμιμης εγκατάστασης και να προβαίνει στην επιθεώρηση της νόμιμης εγκατάστασης από άποψη ασφαλείας, μη ευθυνόμενος κατά τα ανωτέρω στη λήψη μέτρων ασφαλείας που αφορούν σε μη νόμιμη εγκατάσταση της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης, όπως αυτής της βαφής των δεξαμενών, εργασία η οποία ρητά είχε εξαιρεθεί από την άδεια λειτουργίας της πρώτης εναγομένης και την επίβλεψη της οποίας δεν είχε αναλάβει. Μετά ταύτα δεν υφίσταται στο πρόσωπο του ανωτέρω υπαίτια παράλειψη και ακολούθως δεν υποχρεούται σε αποζημίωση, εφόσον δεν είχε υποχρέωση από τη σύμβαση έργου ή από το νόμο προς ενέργεια λήψης μέτρων ασφαλείας στο μη νομίμως λειτουργούν τμήμα βαφής που να την παρέλειψε. Περαιτέρω, δεν απεδείχθη ότι ο ανωτέρω γνώριζε την παράνομη εργασία της βαφής των δεξαμενών κατά τη διάρκεια της οποίας, όπως ακολούθως θα εκτεθεί, έλαβε χώρα εργατικό ατύχημα που είχε ως συνέπεια το θάνατο του Π. Ι.. Ακόμη δε και αν ήθελε υποτεθεί  ότι ο ανωτέρω όφειλε να γνωρίζει την παράνομη εργασία της βαφής των δεξαμενών και να λάβει τα αναγκαία για την προστασία των εργαζομένων μέτρα, δεν αρκεί για να θεμελιώσει αμέλεια αυτού, καθ’ όσον είχε αναλάβει μόνο την επίβλεψη της νόμιμης εγκατάστασης της επιχείρησης της πρώτης εναγομένης και όχι την επίβλεψη του μη νομίμως λειτουργούντος τμήματος της βαφής των δεξαμενών, οπότε η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον έβδομο εναγόμενο. Η εκκαλουμένη, επομένως, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή ως προς τον ανωτέρω, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος αντέφεσης είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, ενώ ο σχετικός λόγος έφεσης του εκκαλούντος της πρώτης εκ των συνεκδικαζόμενων αγωγών πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, όπως και η υπό κρίση έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς τον ανωτέρω εναγόμενο – εκκαλούντα, να κρατηθεί και να δικασθεί η αγωγή ως προς τον ανωτέρω και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επίσης πρέπει να  συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της δυσχέρειας ως προς την ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που, κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ, το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν την βούλησή του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή παραλείψαντα, ευθύνεται και αυτός εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος ζημιωθείς μπορεί να εναγάγει παραλλήλως προς το νομικό πρόσωπο και το υπαίτιο όργανο, υφισταμένης μεταξύ τούτων παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (άρθρα 481 και 926 ΑΚ) και σχέσης απλής ομοδικίας, αφού η κοινή εναγωγή αυτών δεν αποτελεί υποχρέωση αλλά δικαίωμα του τρίτου (ΑΠ 22/2009, ΑΠ 27/2009).

Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται: α) ότι οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα διά των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους, β) ότι σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσης εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ’ αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρέωσης προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος και γ) ότι δύναται το μέλος της διοικήσεως να επικαλεσθεί με ένσταση (την οποία και βαρύνεται να αποδείξει) ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο (ΑΠ 1761/2014, ΑΠ 627/2009 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα Κατά το χρόνο που έλαβε χώρα (21.8.2009) το εργατικό ατύχημα στη βιομηχανία της πρώτης εναγομένης, μέλη του διοικητικού συμβουλίου αυτής ήταν ο δεύτερος των εναγομένων Β. Β. ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, ο τρίτος εναγόμενος Π. Β. ως μέλος, ο ήδη αποβιώσας κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής Τ. Β., η πέμπτη εναγομένη Β. Β. ως μέλος και ο έκτος εναγόμενος Η. Τ. ως μέλος. Εκ των ανωτέρω ο Β. Β. ήταν αδελφός του Τ. Β., δραστηροποιούμενος επαγγελματικά σε συνεργείο αυτοκινήτων που διατηρούσε και ήδη συνταξιούχος από το έτος 2006, η Β. Β. ασχολούμενη με τα οικιακά είναι η χήρα του Τ. Β. και μητέρα του Β. ο δε έκτος εναγόμενος Η. Τ. ήταν εργαζόμενος στην πρώτη εναγομένη εταιρεία και φίλος του Τ., μη μετέχοντας, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα ΦΕΚ στο ΔΣ της πρώτης εναγομένης για το από 9.7.2010 και μετέπειτα χρονικό διάστημα. Τα ανωτέρω πρόσωπα δεν είχαν ενεργή ανάμειξη στις εταιρικές υποθέσεις, αλλά μετείχαν τυπικά μόνο στο ΔΣ της πρώτης εναγομένης λόγω της συγγενικής τους σχέσης (ο τρίτος και η Πέμπτη) με τον Β. Β. και λόγω της φιλικής σχέσης ο έκτος με τον πατέρα του Β. Β., Τ. Β. Τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα ενισχύονται από την επαγγελματική ιδιότητα αυτών, σε συνδυασμό με την ηλικία τους και τη σχέση τους με τον Πρόεδρο του ΔΣ της πρώτης εναγομένης. Έτι περαιτέρω από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η προσωπική υπαιτιότητα αυτών στο θανατηφόρο τραυματισμό του οικείου των εναγόντων και τη ζημία αυτών για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο της πρώτης εναγομένης. Στοιχείο δε που επιρρώνει την ανωτέρω κρίση είναι ότι οι ενόρκως καταθέσαντες μάρτυρες ουδέν αναφέρουν για ουσιαστική συμμετοχή των προαναφερόμενων προσώπων στην λειτουργία της πρώτης εναγομένης, παρά μόνο κάνουν μνεία για την ενεργή λειτουργία αυτής από τον Β. Β., ο οποίος και έδωσε στον ήδη θανόντα εργαζόμενο την εντολή βαφής της δεξαμενής στις 21.8.2009 κατά τη εκτέλεση της οποίας επισυνέβη το ένδικο συμβάν.

Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα η νομίμως και παραδεκτώς προταθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ένσταση του τρίτου, πέμπτου και έκτου των εναγομένων και ήδη τρίτου, τετάρτου και πέμπτου των εκκαλούντων Β. Β., Β. Β. και Η. Τ. ότι δεν είναι προσωπικά υπαίτιοι για τη διάπραξη του ατυχήματος και τον εξ αυτού θάνατο του Π. Ι., που νόμιμα επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως και ο σχετικός περί τούτου λόγος έφεσης. Μετά ταύτα η εκκαλουμένη εσφαλμένως έκρινε ως συνυπαίτιους του ατυχήματος τους ανωτέρω, οπότε πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς τους ανωτέρω, να κρατηθεί η αγωγή προς εκδίκαση και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τους τρίτο, πέμπτη και έκτο των εναγομένων.

Ακολούθως ως προς την ανωτέρω πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση από το δεύτερο εναγόμενο Β. Β., η οποία επαναφέρεται με σχετικό λόγο έφεσης απεδείχθη ότι μόνο αυτός, υπό την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της πρώτης εναγομένης, είχε την αποκλειστική και ουσιαστική συμμετοχή στις εργασίες της εταιρείας και κατ’ αρχήν είναι προσωπικά υπαίτιος του εργατικού ατυχήματος (τα περιστατικά του οποίου καθώς και η υπαιτιότητα ή μη θα αναπτυχθούν κατωτέρω). Ο ισχυρισμός του ενισταμένου εναγομένου ότι ο αποθανών πατέρας του Τ. ασκούσε αποκλειστική διοίκηση στην πρώτη εναγομένη εταιρεία, που τείνει να θεμελιωθεί στα υπ’ αρ …/9.6.2001 και …/28.6.2005 ειδικά πληρεξούσια των συμβολαιογράφων αντιστοίχως Κ. Μ. και Λ. Μ. με τα οποία παρείχε στον ανωτέρω εντολή διαχείρισης της εταιρείας, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο διότι από το περιεχόμενο αυτών προκύπτει ότι ο Β. Β. μεταβίβασε στον πατέρα του μόνο μέρος της οικονομικής διαχείρισης της εταιρείας, κυρίως στο συναλλακτικό κομμάτι με ιδιώτες και δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς συγχρόνως να προκύπτει νόμιμη ανάθεση, ήτοι με απόφαση του ΔΣ στον πατέρα του, της οργανικής εκπροσώπησης της εταιρείας (για την περίπτωση βέβαια που το καταστατικό επέτρεπε κάτι τέτοιο), ώστε ο τελευταίος να θεωρηθεί ότι ενεργούσε ως υποκατάστατο όργανο της πρώτης εναγομένης εκφράζοντας πρωτογενώς – μόνος αυτός – τη βούλησή της. Επιπροσθέτως, ο ήδη αποβιώσας Τ. Β., καταθέτοντας στις 21.8.2009 ενώπιον του προανακριτικού υπαλλήλου στο ΑΤ Κ., κάνει λόγο «για επιχείρηση του υιού του», καταθέτοντας μάλιστα επιπροσθέτως, ότι την ημέρα του ενδίκου εργατικού ατυχήματος ο ίδιος βρισκόταν «τυχαία» στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης. Εξάλλου ο Γ. Κ. παρά το ότι στην ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατάθεσή του προσπάθησε να ενισχύσει τον ανωτέρω ισχυρισμό του δευτέρου εναγομένου (με επιμέλεια του οποίου και εξετάστηκε), αναφέροντας ότι «κουμάντο» στην εταιρεία έκανε ο Τ., εν τούτοις στην προανακριτική του κατάθεση που εδόθη την ημέρα του ενδίκου συμβάντος ανέφερε ως αφεντικό του τον Β. Β., ο οποίος και του είχε δώσει εντολή αμέσως μετά το ατύχημα να ειδοποιήσει το ΕΚΑΒ. Έτι δε περαιτέρω ο ίδιος ο δεύτερος εναγόμενος, εξεταζόμενος προανακριτικά με την ιδιότητα του κατηγορουμένου, αναφερόμενος στις συνθήκες του ατυχήματος ανέφερε ότι ο ήδη θανών εργαζόταν αρκετό καιρό «στην εταιρεία μου». Μετά ταύτα η ανωτέρω ένσταση του δευτέρου εναγομένου πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως κρίθηκε και από την εκκαλουμένη κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου έφεσης του ανωτέρω εναγομένου – εκκαλούντος ως ουσιαστικά αβάσιμου.

Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/191, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 εδ. ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του άνω Νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεώς του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής. Η τελευταία περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν αποτελεί την άμεση συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας, αλλά συνδέεται προς αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις, που ήταν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΑΠ 1357/2001, ΑΠ 1078/1985). Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του βδ της 24.7/25.8.1920, ο παθών από εργατικό ατύχημα του άρθρου 1 και σε περίπτωση θανάτου αυτού τα αναφερόμενα στο άρθρο 6 του ίδιου Νόμου συγγενικά του πρόσωπα δικαιούνται να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων απ’ αυτόν ή όταν επήλθε σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών. Στην τελευταία περίπτωση, οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να προβλέπουν ειδικώς τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, δηλαδή να προσδιορίζουν τους όρους αυτούς, μνημονεύοντας και συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους για την επίτευξή τους, και δεν αρκεί να επήλθε το ατύχημα από τη μη τήρηση όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, τη γενική υποχρέωση πρόνοιας (άρθρο 662 ΑΚ) και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 114/2012, ΑΠ 613/2010 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ως προς τις συνθήκες τέλεσης του ενδίκου εργατικού ατυχήματος: Στις 21.8.2009, ο Π. Ι. έλαβε εντολή από τον δεύτερο των εναγομένων, Β. Β., να εκτελέσει την απαγορευμένη από την άδεια λειτουργίας εργασία βαφής σε υπό κατασκευή και τοποθετημένο επί ξύλινων τεμαχίων (τακαρισμένο) κυλινδρικό αεριοφυλάκιο (δεξαμενή υγραερίου) 8,0 κμ. Η βαφή της δεξαμενής θα ελάμβανε χώρα με τη χρήση μηχανικού μέσου διά πεπιεσμένου αέρα, ως μέσο προώθησης του μίγματος βαφής, το οποίο αποτελούταν, πέραν της βάσης, και με διαλύτη για την αραίωσή του, μέθοδος που είχε ως αποτέλεσμα να αναπτύσσεται στο εσωτερικό της δεξαμενής νέφος από τα χρησιμοποιηθέντα υλικά με εκρηκτικές ιδιότητες, εξαιτίας της παρουσίας του διαλύτη στο μίγμα (βλ. την από 22.8.2009 έκθεση αυτοψίας εργατικού ατυχήματος που διενεργήθηκε από τον Σ. Τ., τεχνικό επιθεωρητή του Σώματος Εργασίας του Τμήματος Τεχνικής και Υγειονομικής Επιθεώρησης Τρικάλων). Τη στιγμή που ο προαναφερόμενος εργαζόμενος βρισκόταν βάφοντας επί της θύρας εισόδου της δεξαμενής υγραερίου (εντός της οποίας είχε αναπτυχθεί κατά τα ανωτέρω νέφος) περί ώρα 15.40 προκλήθηκε ανάφλεξη του μείγματος βαφής και βίαιη εκτόνωση των παραγόμενων εντός της δεξαμενής αερίων, οφειλόμενη στο γεγονός ότι ταυτόχρονα με την εργασία βαφής της δεξαμενής, τρίτο μη διακριβωμένο πρόσωπο βρισκόμενο πλησίον της δεξαμενής έκανε συγχρόνως χρήση του συστήματος φιάλης πεπιεσμένου προπανίου συνδεδεμένης με ακροφύσιο – φλόγιστρο, προκειμένου να επισπευστεί το στέγνωμα του υποστρώματος (ασταριού) της δεξαμενής. Η χρήση της γυμνής φλόγας από την εξωτερική πλευρά της δεξαμενής ταυτόχρονα με τη διαδικασία βαφής της δεξαμενής, κατά την οποία εκλύονται στο εσωτερικό αυτής ατμοί ιδιαιτέρως πτητικοί και με εκρηκτικές ιδιότητες, είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί διαμέσου των υπολοίπων θυρίδων – παροχών της δεξαμενής, σπινθήρας, εν συνεχεία δε έκρηξη, με περαιτέρω αποτέλεσμα την βίαιη εκτόνωση των παραγόμενων εντός της δεξαμενής αερίων από τη θύρα εισόδου και την εκτίναξη του εργαζομένου Ι. Π., ο οποίος βρισκόταν κατά τα προαναφερόμενα επί της θύρας εισόδου συνεχίζοντας την ανατεθείσα σ’ αυτόν εργασία βαφής. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν η εκτίναξη του εργαζομένου και η πτώση του στο έδαφος, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκαν στην εμπρόσθια όψη του σώματός του πολλαπλά εγκαύματα και πολλαπλά συντριπτικά κατάγματα στην κεφαλή του διερχόμενα από την βάση του κρανίου, τα οποία αποτέλεσαν και την μόνη ενεργή αιτία του θανάτου, σύμφωνα με την από 29.10.2009 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Ρ. Β..

Τα ανωτέρω περιστατικά ως προς τις συνθήκες που έλαβε χώρα το ένδικο εργατικό ατύχημα στηρίζονται στην έκθεση αυτοψίας εργατικού ατυχήματος, που διενεργήθηκε την επομένη του ατυχήματος ημέρα, η οποία συνετάγη από τον Τεχνικό Επιθεωρητή του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Τμήματος Τεχνικής και Υγειονομικής Επιθεώρησης Τ. Σ. Τ. και μετά από λήψη των μαρτυριών Β. Β. (δευτέρου εναγομένου), I. X. (αδελφού του θανόντος και έκτου των εναγόντων) και Η. Τ. (πρώην εργαζομένου στην πρώτη εναγομένη), σύμφωνα με την οποία (έκθεση) πλησίον της θέσης του συμβάντος βρέθηκαν πέραν των μέσων ατομικής προστασίας που έφερε ο θανών και του μηχανικού συστήματος βαφής που χρησιμοποιούσε και μια φιάλη πεπιεσμένου προπανίου συνδεδεμένη με ακροφύσιο – φλόγιστρο, που χρησιμοποιούνταν κατά τη στιγμή του ατυχήματος από έτερο άτομο για την προθέρμανση των υλικών, μέσω παραγωγής γυμνής φλόγας.  Σημειώνεται ότι α) ο μεν ισχυρισμός των εναγομένων – εκκαλούντων της δευτέρας εκ των συνεκδικαζόμενων εφέσεων περί της μη απόδειξης της ύπαρξης θυρίδων – παροχών στη δεξαμενή που να επιτρέπουν την είσοδο φλόγας στο εσωτερικό αυτής, αναιρείται από την ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων κατάθεση του διενεργήσαντος την αυτοψία Τ. Σ., σύμφωνα με την οποία στη δεξαμενή υπήρχαν θυρίδες παροχών στις οποίες μάλιστα διαπιστώθηκαν ίχνη εκτόνωσης καυσερίων, β) ο δε ισχυρισμός των ανωτέρω ότι το στέγνωμα δεν γινόταν με τη χρήση γυμνής φλόγας, γιατί με αυτή το συγκεκριμένο χρώμα βαφής καταστρέφεται, που τείνει να θεμελιωθεί στην κατάθεση του με επιμελεία αυτών εξετασθέντος μάρτυρος Ι.. Ξ., κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, πρωτίστως διότι πλησίον του συμβάντος βρέθηκε φιάλη συνδεδεμένη με ακροφύσιο – φλόγιστρο, την ύπαρξη της οποίας δεν δικαιολογεί ο ανωτέρω, και δευτερευόντως διότι ο προαναφερθείς μάρτυρας μεταφέρει τις απόψεις του αποβιώσαντος Τ. Β., ο οποίος, όμως, στην ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων κατάθεσή του ουδέν περί των συνθηκών του ατυχήματος ανέφερε, επιπροσθέτως δε ο ανωτέρω μάρτυρας δεν προσδιορίζει το είδος και το εργοστάσιο παραγωγής των επικαλούμενων από αυτόν βαφών καθώς και την αγορά και χρήση τους από την πρώτη εναγομένη εταιρεία στον χρόνο πρόκλησης του ενδίκου εργατικού ατυχήματος.

Περαιτέρω οι εναγόμενοι προς απόκρουση της αγωγής επικαλέσθηκαν ότι το ένδικο εργατικό ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του θανόντος, άλλως σε συντρέχον πταίσμα αυτού, συνιστάμενο στη χρήση του κινητού του τηλεφώνου, εξαιτίας του οποίου δημιουργήθηκε σπινθήρας από την τριβή αυτού στη δεξαμενή με την οποία ήλθε σε επαφή, άλλως και αν αυτό (κινητό) δεν ήλθε σε επαφή εξαιτίας του ηλεκτρομαγνητισμού που αυτό εκπέμπει. Τα ανωτέρω, που τείνουν να θεμελιωθούν στην επ’ ακροατηρίω κατάθεση του με επιμελεία των εναγομένων κατάθεση του Γ. Κ., κρίνονται απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα, καθ’ όσον ο ανωτέρω προανακριτικώς όχι μόνο δεν κατέθεσε περί της χρήσης κινητού από τον θανόντα, αλλά αντιθέτως ότι δεν γνώριζε τίποτε περί των συνθηκών του ατυχήματος, έτι δε και επιπροσθέτως σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση αυτοψίας το κινητό τηλέφωνο του θανόντος βρέθηκε κατεστραμμένο και όχι καμένο.

Επίσης, η προταθείσα από τους εναγομένους ένσταση συνυπαιτιότητας του παθόντος στο ένδικο ατύχημα, συνιστάμενη στη μη τήρηση απ’ αυτόν του μέτρου ασφαλείας και τη μη χρήση από αυτόν κράνους, κρίνεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθ’ όσον τέτοιο κράνος δεν χορηγήθηκε από τους εναγομένους στον εργαζόμενο, ενώ δεν μπορεί να απαιτείται από τον τελευταίο η μη τήρηση μέτρων ασφαλείας. Επομένως, η εκκαλουμένη η οποία δέχθηκε τα ανωτέρω ως προς τις συνθήκες και τα αίτια του ενδίκου ατυχήματος και απέρριψε τον περί αποκλειστικής υπαιτιότητας άλλως συνυπαιτιότητας του θανόντος ισχυρισμό των εναγομένων, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου λόγοι της δευτέρας εκ των συνεκδικαζόμενων εφέσεων είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι το προπεριγραφόμενο ατύχημα, που συνδέεται με την εργασία του Π. Ι. και αποτελεί εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του νόμου – αφού έπληξε τον εργαζόμενο κατά την εκτέλεση της εργασίας του – οφείλεται σε μία σειρά υπαίτιων πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων, ήτοι τόσο του νομικού προσώπου (πρώτης των εναγομένων), όσο και του δευτέρου εναγομένου (φυσικού προσώπου), ως διοικούντα και εκπροσωπούντα την πρώτη των εναγομένων, ανώνυμη εταιρία, διά του οποίου και διεξάγονται οι υποθέσεις της, ο οποίος από αμέλεια του, δηλαδή, από έλλειψη προσοχής, που όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεών του. Συγκεκριμένα: α) η πρώτη των εναγομένων ανώνυμη εταιρία, ενεργούσε διά του νομίμου εκπροσώπου της, παράνομα εργασίες βαφής των δεξαμενών, ήτοι χωρίς να έχει προς τούτο άδεια από την αρμόδια αρχή, καθόσον ως προαναφέρθηκε, η άδεια που της είχε χορηγηθεί με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/8.2.2002 απόφαση του Νομάρχη Κ., αφορούσε μόνο την κατασκευή δεξαμενών υγραερίου, με ρητή μάλιστα απαγόρευση της διενέργειας εργασιών βαφής, καθόσον σε μία τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να γίνει τροποποίηση της χορηγηθείσας άδειας, τροποποίηση φυσικά που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν αφορούσε μόνο την τήρηση περιβαλλοντικών όρων, ως διατείνονται οι εναγόμενοι, αλλά και τους όρους λειτουργίας και ασφάλειας στις εγκαταστάσεις της πρώτης των εναγομένων και τα μέτρα ατομικής προστασίας των εργαζομένων, που εκτελούσαν τις εργασίες αυτές, ως ο θανών, καθόσον μάλιστα οι εργασίες βαφής, όπως προαναφέρθηκε, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη στο εσωτερικό των δεξαμενών νέφους από τα χρησιμοποιηθέντα υλικά με εκρηκτικές ιδιότητες. Η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ανωτέρω, που προέβαινε σε εργασίες βαφής ενώ δεν υπήρχε σχετική άδεια, ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και τελικά επέφερε. β) Η πρώτη των εναγομένων διά του εκπροσώπου, της, δεύτερου των εναγομένων, παρέλειψαν να χρησιμοποιήσουν, ως είχαν υποχρέωση από το νόμο, τις υπηρεσίες τεχνικού ασφαλείας (κατ’ άρθρα 4 παρ. 2β του π.δ. 171/1996), ο οποίος και θα ήλεγχε την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των τεχνικών μέσων, πριν από τη λειτουργία τους, καθώς και των παραγωγικών διαδικασιών και μεθόδων εργασίας, πριν από την εφαρμογή τους (κατ’ άρθρο 6 του ν. 1568/1985), αλλά και μέσω του οποίου (τεχνικού ασφαλείας), θα μπορούσαν να περιέλθουν στους ανωτέρω εναγόμενους υποδείξεις και συμβουλές, γραπτές ή προφορικές, σε θέματα σχετικά με την υγιεινή και κυρίως την ασφάλεια της εργασίας και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων, ιδίως εν προκειμένω, όπου με την προηγηθείσα συμπεριφορά των υπαιτίων, ήτοι την εκτέλεση εργασιών βαφής χωρίς άδεια, είχε δημιουργηθεί κατάσταση, που επέβαλε τη λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλούμενου κινδύνου. γ) Δεν τηρούταν από την πρώτη των εναγομένων, διά του εκπροσώπου της, τα απαιτούμενα μέτρα πυρασφάλειας, και δη πυρανιχνευτές και συστήματα συναγερμού (παρ. 5 παρ. 11 του π.δ. 16/1996), αφ’ ης στιγμής μάλιστα εκτελούνταν στις εγκαταστάσεις της επικίνδυνες – και χωρίς άδεια – εργασίες βαφής, δ) παρέλειψαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν στη διάθεσή τους τις επαρκείς πληροφορίες και, όταν απαιτείται, γραπτές οδηγίες χρήσης σχετικά με τον εξοπλισμό εργασίας που χρησιμοποιείται κατά την εργασία, παραλείψεις, που σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανές και μπορούσαν, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρουν, όπως και επέφεραν, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Ειδικότερα, εάν οι ανωτέρω εναγόμενοι είχαν ενεργήσει προς παροχή στους εργαζόμενους του ενδεδειγμένου εξοπλισμού εργασίας και προς λήψη των απαιτούμενων μέτρων πυρασφάλειας, και δη όχι μόνο των απλών, αλλά των ενδεδειγμένων για την αντιμετώπιση κινδύνου έκρηξης από τη δημιουργία εκρηκτικής ατμόσφαιρας (βλ. άρθρο 5 του π.δ. 4212003), θα αποτρέπονταν το επελθόν αποτέλεσμα.

Περαιτέρω δε μόνη η απλή μάσκα αερίων που κατά το χρόνο του ατυχήματος, φορούσε ο Π. Ι., εκ της κατασκευής της κρίνεται ότι δεν παρείχε επαρκή ασφάλεια στον εργαζόμενο για την περίπτωση έκρηξης και δεν μπορούσε να προστατεύσει – ούτε και τελικά προστάτευσε – τον εργαζόμενο και δη στο σημείο του κεφαλιού, όπου και υπέστη πολλαπλά κατάγματα. Περαιτέρω τα όσα διατείνονται με τις προτάσεις τους, η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων, ότι δηλαδή στον θανόντα είχε χορηγηθεί για την εκτέλεση των εργασιών βαφής, ειδικού τύπου κράνους, αποτελούμενο από σκληρό κέλυφος και από χιτώνιο που κάλυπτε τον κορμό με ειδική δίοδο αέρα και κούμπωνε σε δύο σημεία και δη ένα στον λαιμό και ένα στη μέση με κουμπώματα ασφαλείας, ουδόλως αποδεικνύονται, καθόσον μάλιστα δεν γίνεται καμία αναφορά στην έκθεση αυτοψίας, περί ανεύρεσης από τον συντάξαντα αυτή Τεχνικό Επιθεωρητή, του ειδικού αυτού τύπου κράνους. Η προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους φωτογραφία, στην οποία απεικονίζεται το ειδικό αυτό κράνος, έχει ληφθεί από τους τελευταίους και όχι από τον διενεργούντα την αυτοψία.

{…} Περαιτέρω κρίνεται βάσιμος κατ’ ουσίαν ο λόγος της δευτέρας εκ των συνεκδικαζόμενων εφέσεων, με τον οποίο παραπονείται ο δεύτερος εναγόμενος για την σε βάρος του απαγγελία προσωπικής κράτησης, καθ’ όσον κρίνεται ότι το ως άνω μέτρο δεν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ούτε είναι πρόσφορο και απόλυτα αναγκαίο, ενόψει της απουσίας αποδεικτικού υλικού για την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων του δευτέρου εναγομένου, την αφερεγγυότητά του ή την κακή του πίστη ως προς την ικανοποίηση της απαίτησης των εναγόντων (ΕφΑθ 3071/2014, ΕφΑθ 6182/2003 Νόμος). {…}