380/2015 ΜΕφΛαρ (προσβολή κάθε εγγράφου ως πλαστού – αποδεικτικά μέσα – συμπλήρωση ατελούς αξιογράφου)
380/2015
Πρόεδρος: Αντζελίτα Παπαβασιλείου
Δικηγόροι: Νικολέτα Μπρουζούκη, Φανή Λιακάτη
Προσβολή κάθε εγγράφου ως πλαστού, των δε ιδιωτικών και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Υποχρέωση προσκόμισης των αποδεικτικών εγγράφων και μνείας ονομαστικά μαρτύρων και λοιπών αποδείξεων μόνον όταν ο ισχυρισμός πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή, όχι και με κύρια αγωγή ή ανακοπή.
Πλαστότητα η άνευ δικαιώματος επέμβαση τρίτου στο κείμενο γνησίου εγγράφου.
Η συμπλήρωση αξιογράφου, ατελούς κατά την έκδοση, εναντίον των γενόμενων συμφωνιών δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του κομιστή παρά μόνο αν το απέκτησε με κακή πίστη ή αν κατά την κτήση διέπραξε βαρύ πταίσμα. Η συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων επιταγής (τόπου και χρόνου πληρωμής και κυρίως ποσού) ελλείψει αντίθετης συμφωνίας μπορεί να γίνει και από περαιτέρω κομιστή (εκτός του αρχικού λήπτη). Πλαστογράφηση όχι η μη τήρηση της συμφωνίας συμπλήρωσης αλλά η συμπλήρωση χωρίς την ύπαρξη συγκεκριμένης συμφωνίας για τον τρόπο συμπλήρωσης.
{…} 3. Κατά το άρθρο 460 του ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461 του ΚΠολΔ, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή των προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 463 του ΚΠολΔ, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για την πλαστότητα εγγράφου, είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίζει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Η προβλεπόμενη από την τελευταία διάταξη υποχρέωση, τείνουσα στην αποτροπή της στρεψοδικίας και της παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης, έχει εφαρμογή μόνον όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή (ΟλΑΠ 23/1999 Δνη 41. 29), όχι δε και όταν η πλαστότητα του εγγράφου προτείνεται με κύρια αυτοτελή αγωγή ή με ανακοπή που αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο αυτοτελούς δίκης, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 585 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι διατάξεις για την άσκηση της αγωγής, την εισαγωγή της για συζήτηση και τη συζήτηση στο ακροατήριο εφαρμόζονται και στην ανακοπή (βλ. ΑΠ 922, 923, 1643/2002, ΕφΘεσ 1038/2008, ΕφΑθ 1373/2003 Νόμος).
4. Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της η καθ΄ης η ανακοπή ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως παραδεκτός ο πρώτος λόγος ανακοπής περί πλαστογράφησης των επίδικων συναλλαγματικών, μολονότι ο ανακόπτων δεν τήρησε τις διατάξεις του άρθρου 463 ΚΠολΔ, αλλά περιορίστηκε απλώς στο να κατονομάσει τους πλαστογράφους. Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο -3- νομική σκέψη της παρούσας ο με την ανακοπή προβαλλόμενος ισχυρισμός περί πλαστότητας αξιογράφου δεν υπόκειται, ως προς τον παραδεκτό τρόπο προβολής του, στους περιορισμούς του ανωτέρω άρθρου. Εν προκειμένω δε ο περί πλαστογραφίας ισχυρισμός εισήχθη με αυτοτελές δικόγραφο και ειδικότερα αυτό της κρινόμενης ανακοπής και επομένως δεν ίσχυε στην περίπτωση αυτή ο περιορισμός του άρθρου 463 ΚΠολΔ. Συνεπώς ορθώς εφάρμοσε το νόμο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και έκρινε παραδεκτό τον πρώτο λόγο ανακοπής περί πλαστότητας των επίδικων συναλλαγματικών και ο σχετικός λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
5. Περαιτέρω, στο πεδίο της πολιτικής δικονομίας, ως πλαστότητα χαρακτηρίζεται αποκλειστικά η άνευ δικαιώματος επέμβαση τρίτου στο κείμενο γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αυθαίρετη (χωρίς την άδεια του εκδότη υπογραφέως του) μεταλλαγή του περιεχομένου του (ΕφΑθ 3793/2006 Νόμος).Με το άρθρο 10 του ν. 5325/1932 «περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγή» και 13 του 5960/1933 «περί επιταγής» ορίζεται ότι εάν συναλλαγματική ή επιταγή, αντίστοιχα, ατελής κατά την έκδοση, συμπληρωθεί, εναντίον των γενομένων συμφωνιών τούτων, αναφορικά με την συμπλήρωση δεν δύναται να αντιταχθεί κατά του κομιστή παρά μόνο εάν ούτος απέκτησε την συναλλαγματική ή την επιταγή με κακή πίστη ή εάν κατά την κτήση της διέπραξε βαρύ πταίσμα. Από τις παραπάνω ταυτόσημες κατά περιεχόμενο διατάξεις προκύπτει ότι μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία φέρουσα απλή υπογραφή είτε του αποδέκτη (συναλλαγματικής), ή του εκδότη (επιταγής) με την πρόθεση να δημιουργηθεί θεληματικά ατελής συναλλαγματική ή επιταγή, η οποία όμως, μπορεί να συμπληρωθεί στη συνέχεια, με βάση τη συμφωνία που έγινε, με τον πρώτο λήπτη της. Η συμπλήρωση των ελλειπόντων στοιχείων, (τόπου και χρόνου πληρωμής και κυρίως του ποσού), της λευκής, (όπως καλείται), συναλλαγματικής ή επιταγής ελλείψει αντιθέτου συμφωνίας, μπορεί να γίνει και από περαιτέρω κομιστή (εκτός του αρχικού λήπτη), δοθέντος ότι, επιτρέπεται η μεταβίβαση του δικαιώματος προς συμπλήρωση σε κομιστή μεταγενέστερο του αρχικού λήπτη. Η μη τήρηση της συμφωνίας συμπληρώσεως της λευκής συναλλαγματικής ή επιταγής δεν αποτελεί πλαστογράφησή της. Τέτοια, (πλαστογράφηση), θεωρείται ότι υπάρχει, εάν συμπληρωθεί ατελής με την παραπάνω έννοια συναλλαγματική ή επιταγή, για την οποία δεν υπάρχει συγκεκριμένη συμφωνία περί του τρόπου συμπλήρωσής της (ΕφΑθ 1373/2003 Νόμος). {…}