401/2015 ΜΕφΛαρ (αποκλειστική υπαιτιότητα οδηγού σε παραβίαση εκ δεξιών προτεραιότητα – χρηματική ποινή επί προφανώς αβάσιμης αγωγής ή μη καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης)
401/2015
Πρόεδρος: Ευαγγελία Μήλιου
Δικηγόροι: Τριανταφυλλιά-Μαρία Σταθάκη, Θωμάς Τσιρογιάννης, Θεόδ. Κανελλής, Φωτεινή-Νεκταρία Γελαγώτη
Αποκλειστική υπαιτιότητα οδηγού που εισήλθε σε χωρίς σήμανση διασταύρωση ανέλεγκτα δίχως να παραχωρήσει προτεραιότητα στο εκ δεξιών φορτηγό, Άνευ σημασίας ο με απόφαση κοινοτικού συμβουλίου ορισμός οδού προτεραιότητας, αφού αυτή ισχύει από την τοποθέτηση πινακίδων σήμανσης, σηματοδοτών ή διαγραμμίσεων στο οδόστρωμα.
Χρηματική ποινή επί προφανώς αβάσιμης αγωγής ή μη καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης όπως με προβολή αντιφατικών ισχυρισμών εν γνώσει της αναλήθειας. Αντιφατικότητα ισχυρισμών και ενστάσεων όταν αποκλείεται λογικά η συνύπαρξη των ιστορικών τους βάσεων, όπως επί απόδοσης αποκλειστικής υπαιτιότητας για ατύχημα σε διαφορετικό κάθε φορά διάδικο.
1. Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν α) η υπ’ αρ. κατάθεσης 236/17. 10.13 έφεση του Α. Τ. κατά των Γ. Δ. και της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Ε. Π. ΑΕ», β) η υπ’ αρ. κατάθεσης 238/18.10.13 έφεση του εφεσίβλητου κατά του εκκαλούντος και της δεύτερης εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας της υπό στοιχείο α’ έφεσης και γ) η υπ’ αρ. κατάθεσης 308/13.12.13 έφεση της προαναφερόμενης δεύτερης εφεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας κατά του εκκαλούντος της υπό στοιχείο β’ έφεσης. Όλες οι εφέσεις στρέφονται κατά της υπ’ αρ. 227/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών. Ασκήθηκαν εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης, οι δύο πρώτες και εντός της τριετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, όσον αφορά την τρίτη έφεση, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι η τελευταία επιδόθηκε στην εκκαλούσα. Είναι συνεπώς παραδεκτές και, αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή τους λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους (άρθρα 524 και 246 ΚΠολΔ), πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων τους κατά την ίδια διαδικασία.
2. Ο ενάγων – εφεσίβλητος της υπό στοιχείο α’ έφεσης με την αγωγή του, την οποία απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου, ισχυρίσθηκε ότι ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, οδηγώντας το ΙΧΕ αυτοκίνητο του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη – εκκαλούσα της υπό στοιχείο γ’ έφεσης, ασφαλιστική εταιρία, συγκρούστηκε από υπαιτιότητά του με το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ίδιος προκαλώντας αφενός τον τραυματισμό του, αφετέρου την καταστροφή του αυτοκινήτου του. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον, να του πληρώσουν αποζημίωση ποσού 31.925 Ε για τη θετική του ζημία και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής του. Η αγωγή αυτή συνεκδικάστηκε με αντίθετη αγωγή αποζημίωσης του οδηγού του φερόμενου ως ζημιογόνου αυτοκινήτου, με την οποία, ο τελευταίος ισχυριζόμενος ότι υπαίτιος της σύγκρουσης αυτής ήταν ο ενάγων – εφεσίβλητος της υπό στοιχείο α’ έφεσης και ότι από την σύγκρουση αυτή το αυτοκίνητο που οδηγούσε, ιδιοκτησίας του, υπέστη υλικές ζημίες, ζητούσε να υποχρεωθούν ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου και η ασφαλιστική εταιρία στην οποία αυτό ήταν ασφαλισμένο, να του καταβάλλουν το ποσό των 14.007,30 Ε νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση για την θετική ζημία πού υπέστη και την χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σημειώνεται ότι, και τα δύο εμπλεκόμενα στο αύτοκινητικό ατύχημα, αυτοκίνητα, ήταν ασφαλισμένα στην ίδια ασφαλιστική εταιρία. Τέλος, όλοι οι ενάγοντες ζήτησαν να καταδικαστούν οι εναγόμενοι κάθε μίας αγωγής, στη δικαστική τους δαπάνη. Οι αγωγές αυτές συνεκδικάστηκαν αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η δεύτερη αγωγή και έγινε δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη η πρώτη αγωγή, υποχρεώθηκαν δε οι εναγόμενοι να καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα της πρώτης αγωγής το ποσό των 18.880 Ε νομιμότοκα από την επίδοσή της και το 1/3 του επιδικαζόμενου ποσού, κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστό. Οι εκκαλούντες με τις εφέσεις τους προσβάλλουν την απόφαση και παραπονούνται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιπλέον για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και καθένας, από τους δύο πρώτους αυτών ζητούν να γίνουν δεκτές οι αγωγές τους στο σύνολο τους, ενώ η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία με την υπό στοιχείο γ’ έφεσή της ζητά να απορριφθεί η υπό στοιχείο α’ αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου της υπό στοιχείο α’ έφεσης. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων κάθε έφεσης.
{…} Σημειώνεται επίσης ότι, το γεγονός πως η οδός Λ., επί της οποίας εκινείτο το όχημα του Α. Τ., ορίσθηκε ως δρόμος προτεραιότητας έναντι των καθέτων ως προς αυτήν οδών με την υπ’ αριθμ. …/1984 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Ρ. και την υπ’ αριθμ. …/1985 απόφαση του Αστυνομικού Διευθυντή Μ., δεν ασκεί στην προκειμένη περίπτωση καμία επιρροή. Τούτο διότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 52 § 7 του ν. 2696/1999 (ΚOK.), μέτρα που λαμβάνονται βάσει των διατάξεων του εν λόγω άρθρου (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και αυτά που αφορούν στην προτεραιότητα οδών) ισχύουν από την τοποθέτηση των οικείων πινακίδων σήμανσης, των σηματοδοτών ή των διαγραμμίσεων στο οδόστρωμα, στην προκειμένη δε περίπτωση οι αποφάσεις του άνω κοινοτικού συμβουλίου και του αστυνομικού διευθυντή δεν είχαν τεθεί σε ισχύ, αφού κατά τον χρόνο του ατυχήματος δεν είχαν τοποθετηθεί πινακίδες σήμανσης, ούτε και σηματοδότες επί της διασταύρωσης των προρρηθέντων οδών (ΑΠ 744/2010 Επιδικία 2010. 393, ΑΠ 860/2001 Νόμος). Ως εκ τούτου, εφόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κυκλοφορία δεν ρυθμιζόταν με κατάλληλη σήμανση, ούτε συνέτρεχε καμία από τις εξαιρέσεις της παρ. 5 του άρθρου 26 του ν. 2696/1999, η προτεραιότητα στον ως άνω ισόπεδο οδικό κόμβο ανήκε σε αυτόν που ερχόταν από δεξιά. Επομένως, τόσο η ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος Γ. Δ., στην πρόκληση του ατυχήματος την οποία νομότυπα πρόβαλαν οι εναγόμενοι, όσο και η αντίθετη αγωγή του Α. Τ., είναι απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες. Τα ίδια δέχτηκε και η εκκαλουμένη. Συνεπώς, στην εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για την σύγκρουση δεν έσφαλλε η εκκαλουμένη και οι αντίθετοι λόγοι των εφέσεων, με τις οποίες προβάλλεται η αποκλειστική υπαιτιότητα και επικουρικά (αναφορικά με την υπό στοιχείο α’ έφεση) η, σε μεγαλύτερο βαθμό συνυπαιτιότητα του άλλου μέρους, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι {…}.
4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 205 ΚΠολΔ, το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική του απόφαση, επιβάλλει στον διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπο του ή τον δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή (500) έως (1.500) Ε, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών του ΕΤΑΑ, αν προκύψει από την δίκη που έγινε ότι, αν και το γνώριζαν α) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή β) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστεως ή το καθήκον της αληθείας. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμιά επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου για την επιβολή χρηματικής ποινής, που περιέρχεται στο Ταμείο Νομικών, ως ασφαλιστικό φορέα των νομικών επαγγελμάτων, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή της δικαιοσύνης. Ειδική δε έκφανση της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης αποτελεί και η τήρηση του καθήκοντος αληθείας, που συνιστά γνήσια υποχρέωση και όχι απλά δικονομικό βάρος των διαδίκων, των νόμιμων αντιπροσώπων και των πληρεξουσίων τους. Στο περιεχόμενο του καθήκοντος αληθείας υπάγεται και η απαγόρευση προβολής αντιφατικών ισχυρισμών, όταν ο διάδικος που τους προτείνει έχει επίγνωση της αναλήθειας του ενός από αυτούς. Αντιφατικοί είναι οι ισχυρισμοί και δη οι ενστάσεις, όταν οι ιστορικές βάσεις τους αποκλείεται να συνυπάρχουν λογικά, όταν δηλ. αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΑΠ 1443/2014, ΑΠ 1472/2010, ΑΠ 771/10 Νόμος).
Στην παρούσα υπόθεση όπως προεκτέθηκε και τα δύο εμπλεκόμενα στο ατύχημα αυτοκίνητα, ήταν ασφαλισμένα για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, στην ίδια ασφαλιστική εταιρία. Η προαναφερόμενη άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης στην οποία ισχυρίστηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος στην πρόκληση του ατυχήματος ήταν ο ενάγων της πρώτης αγωγής Γ. Δ., αφού δεν είχε προτεραιότητα διέλευσης, λόγω της απόφασης που είχε λάβει το κοινοτικό συμβούλιο το έτος 1985 κατά την οποία η οδός Λ. Π. είχε οριστεί ως δρόμος προτεραιότητας έναντι όλων των καθέτων προς αυτή δρόμων Επιπλέον υποστήριξε ότι ο εναγόμενος της ως άνω αγωγής (Α. Τ.) οδηγούσε με σύνεση και προσοχή, καμία δε υπαιτιότητα δεν τον βάρυνε στην πρόκληση του ατυχήματος. Παρά ταύτα, στις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, αναφορικά με την υπό στοιχείο α’ έφεση του Α. Τ. αυτή τη φορά, ισχυρίστηκε τα ακριβώς αντίθετα, δηλαδή, ότι αποκλειστικά υπαίτιος της σύγκρουσης ήταν ο Α. Τ., ο οποίος έβαινε με ταχύτητα πάνω από 90 χλμ/ώρα, παραβίασε την εκ δεξιών προτεραιότητα, εκινείτο στο αντίθετο ρεύμα πορείας του, ενώ επιπλέον εκθέτει επί λέξει ότι ο «αντίδικος (Α. Τ.) στην αγωγή του ισχυρίζεται ψευδώς ότι δήθεν η οδός Λ. είναι δρόμος προτεραιότητας, καθώς όπως αποδεικνύεται από την έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος του AT Β. και από το από 10.7.11 σχεδιάγραμμα του AT Β. δεν υφίσταται πουθενά σήμανση, πολύ δε περισσότερο πινακίδα Ρ-2…». Η διαδικαστική αυτή συμπεριφορά της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 116 και 205 του ΚΠολΔ, καθόσον εν γνώσει της με όλως αντιφατικούς ισχυρισμούς παρέβη το καθήκον της αλήθειας. Για την παράβαση αυτή των χρηστών ηθών και του καθήκοντος της αλήθειας από την συγκεκριμένη διάδικο, πρέπει, αυτεπάγγελτα, να της επιβληθεί χρηματική ποινή ύψους 1.000 Ε υπέρ του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, σύμφωνα και με το διατακτικό.