434/2015 ΜονΕφΛαρ (επιτρεπτός ανατοκισμός – επιτρεπτή στο Εφετείο υποβολή διά των προτάσεων απαιτήσεων μετά την πρωτόδικη συζήτηση – τρόπος προσδιορισμού δικ. εξόδων)

434/2015                                                             

Πρόεδρος: Ευαγγελία Μήλιου

Δικηγόροι: Αμφιτρίτη Καραβίδα, Ιωαν. Διαμαντής

 

Επιτρεπτός ανατοκισμός αν συμφωνηθεί ή ζητηθεί με αγωγή, εφόσον όμως καθυστερούνται τόκοι τουλάχιστον ενός έτους (ή μίας χρήσης για το Δημόσιο), με αίτημα την επιδίκαση από την επίδοση της αγωγής αφού ο ανατοκισμός δεν ανατρέχει στο παρελθόν.

Επιτρεπτή στο Εφετείο υποβολή διά των προτάσεων αιτήσεων για παρεπόμενες απαιτήσεις γεννηθείσες μετά την πρωτόδικη συζήτηση. Παρεπόμενη απαίτηση η αποτελούσα αναγκαίο παρακολούθημα της αγωγικής απαίτησης όπως η απαίτηση τόκων του ένδικου κεφαλαίου, όχι όμως και η απαίτηση τόκου επί των καθυστερουμένων τόκων, αφού τούτο αποτελεί παρεπόμενο νέας απαίτησης την οποία απαρτίζουν οι τόκοι ενός τουλάχιστον έτους.

Η υπό του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μη συμμόρφωση στην επιταγή του 38 ΚΠΔ για σύνταξη έκθεσης και διαβίβασης στον αρμόδιο Εισαγγελέα δεν συνιστά πλημμέλεια της απόφασης, μήτε λόγο έφεσης.

Αν το αίτημα για καταδίκη στα δικαστικά έξοδα δεν αναλύεται κατ’ είδος και ποσό, το δικαστήριο αποφασίζει βάσει των στοιχείων της δικογραφίας και των γνωστών σε αυτό ενεργειών.

 

{…} 3. Κατά την διάταξη του άρθ. 296 §1 ΑΚ «για τόκους κάθε είδους οφείλεται τόκος, αν τέτοιος τόκος συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με αγωγή και στις δύο όμως περιπτώσεις μόνο για οφειλόμενους τόκους ενός ολόκληρου τουλάχιστον έτους ή μιας χρήσης αν πρόκειται για το Δημόσιο. Η συμφωνία για πληρωμή τέτοιου τόκου πρέπει να γίνεται ή η αγωγή να επιδίδεται, αφού λήξει το έτος ή η χρήση». Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο ανατοκισμός είναι επιτρεπτός, αν αυτός συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με καταψηφιστική αγωγή από τον δανειστή, σε αμφότερες, όμως, τις περιπτώσεις με τον πρόσθετο περιορισμό ότι καθυστερούνται απαιτητοί τόκοι τουλάχιστον ενός έτους (ή μιας χρήσης αν πρόκειται για το Δημόσιο) και η συμφωνία καταρτίσθηκε ή η αγωγή ασκήθηκε μετά την πάροδο ενός τουλάχιστον έτους (ή μιας χρήσης για το Δημόσιο), δηλ. αφού έχει συμπληρωθεί κατά την κατάρτιση της συμφωνίας ή την άσκηση της αγωγής ετήσια και μεγαλύτερη χρήση του κεφαλαίου και συνεπώς, εφόσον θα υπάρχουν δεδουλευμένοι, ήτοι ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί τόκοι τουλάχιστον ενός έτους ή μίας χρήσης, αίτημα δε της αγωγής, με την οποία ζητούνται τόκοι τόκων, είναι η επιδίκασή τους από την επίδοσή της, αφού ο ανατοκισμός δεν ανατρέχει στο παρελθόν. Περαιτέρω, από τα άρθ. 283 και 525 §3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι επιτρέπεται στην δευτεροβάθμια δίκη να υποβληθούν με τις προτάσεις αιτήσεις για παρεπόμενες απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την συζήτηση, κατά την οποία γεννήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ως «παρεπόμενη απαίτηση» νοείται εκείνη που αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα της απαίτησης που ασκήθηκε με την αγωγή, η οποία αποτελεί κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋπόθεση για την γένεση της πρώτης. Με την έννοια αυτήν παρεπόμενη είναι, μεταξύ άλλων, και η απαίτηση για τους τόκους του κεφαλαίου που ζητείται με την αγωγή, όχι όμως και η απαίτηση καταβολής τόκου επί του ποσού καθυστερουμένων τόκων, αφού τούτο δεν αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα της απαίτησης από το κεφάλαιο και των τόκων της. Ο τόκος τόκων αποτελεί παρεπόμενο μιας νέας απαίτησης, την οποία απαρτίζουν οι τόκοι ενός τουλάχιστον έτους που μπορούν να ζητηθούν, εφόσον δεν έχουν συμφωνηθεί τέτοιοι τόκοι, μόνο με αγωγή, η οποία αποτελεί στην περίπτωση αυτή αναγκαία προϋπόθεση για την γένεσή τους. Επομένως, εφόσον για την γένεση της αξίωσης για τόκους τόκων δεν αρκεί, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, η άσκηση της κύριας αγωγής για την καταβολή του οφειλομένου κεφαλαίου με το νόμιμο τόκο (ενώ αρκεί κατ’ άρθ. 346 ΑΚ η άσκηση της αγωγής αυτής για την γένεση τόκων επί του κεφαλαίου αυτού), αλλ’ απαιτείται, εάν δεν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού, η άσκηση ξεχωριστής αγωγής για τους τόκους τόκων (με την συνδρομή των προϋποθέσεων που προαναφέρθηκαν), το αίτημα για την καταβολή των ως άνω τόκων δεν θεωρείται παρεπόμενο της κύριας απαίτησης, ώστε να δύναται να υποβληθεί για πρώτη φορά με τις προτάσεις, είτε στην πρωτοβάθμια είτε στην κατ’ έφεση δίκη, είναι δε αδιάφορο αν στην τελευταία περίπτωση το πιο πάνω αίτημα ασκείται με τις προτάσεις ως πρόσθετος λόγος έφεσης, αφού και στην περίπτωση αυτή δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από το άρθ. 111 §2 ΚΠολΔ προδικασία (ΟλΑΠ 10/2007, ΑΠ 1825/2011 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων – εκκαλών, με τις προτάσεις του – πρόσθετους λόγους, ενώπιον του εφετείου, ζήτησε να του επιδικασθούν τόκοι των τόκων υπερημερίας που του επιδίκασε η εκκαλούμενη απόφαση, γιατί η παρεπόμενη αυτή απαίτηση γεννήθηκε μετά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και αφορά σε τόκους οφειλόμενους για ένα ολόκληρο τουλάχιστον έτος. Εφόσον όμως η απαίτηση αυτή δεν αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα της απαίτησης από το κεφάλαιο και των τόκων της, αλλά παρεπόμενη μιας νέας απαίτησης, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, δεν δύναται να υποβληθεί για πρώτη φορά με τις προτάσεις, ακόμη και αν περιέχουν πρόσθετους λόγους έφεσης. και συνεπώς το αίτημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο για έλλειψη προδικασίας.

{…} Επίσης, η από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μη συμμόρφωση στην επιταγή του άρθρου 38 ΚΠΔ για την σύνταξη έκθεσης και διαβίβασης της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, δεν αποτελεί πλημμέλεια της απόφασης, γιατί η παράλειψη αυτή δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της πολιτικής δίκης, ώστε με την κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να μπορεί να ανατραπεί υπέρ του εκκαλούντος η απόφαση που παρέλειψε την άνω υποχρέωση, και επομένως η παράλειψη αυτή να μην συνιστά λόγο έφεσης κατ’ άρθρο 520 ΚΠολΔ (βλ. Βαθρακοκοίλη Β., ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 520, σελ. 265, παρ. 45).

Ενώ τέλος, όταν το αίτημα για καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα, δεν συνοδεύεται από ανάλυση των επιμέρους κονδυλίων κατ’ είδος και ποσό, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, που ο ενάγων – εκκαλών με την αγωγή του και τις πρωτοδίκως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις ζήτησε την καταδίκη της αντιδίκου του στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και την αμοιβή της πληρεξούσιας του δικηγόρου χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, το δικαστήριο αποφασίζει βάσει των στοιχείων της δικογραφίας και των γνωστών σ’ αυτό δικαστικών και εξώδικων ενεργειών (ΑΠ 1584/1997 Δνη 1998.1284), όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη…