435/2015 ΜΕφΛαρ (βεβαίωση παράβασης δικ. απόφασης – απλή σχέση εργασίας – αποζημίωση – ένορκες βεβαιώσεις προς αντίκρουση ισχυρισμών – διαδοχικές συμβάσεις έργου και όχι εργασίας ορισμένου χρόνου)
435/2015
Πρόεδρος: Ευαγγελία Μήλιου
Δικηγόροι: Κων. Πίσπας, Στ. Λυμπερδόπουλος
Στην περίπτωση του 946 παρ. 1 ΚΠολΔ (αυτοπρόσωπη επιχείρηση πράξης) δεν απαιτείται, όπως στο 947 ΚΠολΔ (παράλειψη ή ανοχή), βεβαίωση της παράβασης της απόφασης με νέα δικαστική απόφαση και καταδίκη στη χρηματική ποινή καθόσον η καταδίκη χώρησε με την αρχική απόφαση που υποχρέωσε σε εκτέλεση της πράξης.
Επί απλής σχέσης εργασίας ο εργοδότης μπορεί να παύσει να αποδέχεται την εργασία και χωρίς νόμιμη καταγγελία, υποχρεούμενος μόνο σε καταβολή αποζημίωσης.
Επί εργατικών διαφορών, στην τριήμερη προθεσμία προσθήκης μετά τη συζήτηση δυνατή προσκόμιση και ενόρκων βεβαιώσεων προς αντίκρουση ισχυρισμών προταθέντων το πρώτον κατά τη συζήτηση.
Διαδοχικές συμβάσεις έργου και όχι εργασίας ορισμένου χρόνου οι συμβάσεις δυνάμει των οποίων ο ενάγων – εργολάβος απολογιστικών εργασιών ανέλαβε να διαθέτει εργαζόμενους στην εναγομένη για έκτακτες περιοδικές εργασίες σε εργοτάξιά της, συνδεόμενους με σύμβαση εργασίας αποκλειστικά με τον ίδιο ο οποίος υποχρεούταν κάθε μήνα να προσκομίζει στην εναγομένη βεβαίωση ενημερότητας των ασφαλιστικών ταμείων τους ως και καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας θεωρημένες από την Επιθεώρηση Εργασίας, ενώ η εναγόμενη ανέλαβε να καταβάλλει στον ενάγοντα αμοιβή υπολογιζόμενη ανά ώρα εργασίας στην οποία περιλαμβάνονταν το εργολαβικό κέρδος και όλα τα έξοδά του από την εκάστοτε σύμβαση.
Επί αίτησης επαναφοράς πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με καταδίκη του καθού σε επιστροφή χρημάτων νομιμότοκα από την επίδοση της απόφασης μη ανάγκη δικαστικού ενσήμου.
{…} 2. Ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.99 έως και 2.4.12 δυνάμει διαδοχικά καταρτιζόμενων συμβάσεων έργου, οι οποίες στην πραγματικότητα υπέκρυπταν μία σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε με την εναγομένη, πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως τεχνίτης εφαρμοστής, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της επιχείρησης της. Ότι η εναγομένη την 2.4.2012 του γνωστοποίησε προφορικά ότι παύει να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία του, χωρίς να του καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητά: 1) Να αναγνωριστεί ότι η εργασιακή σχέση που τον συνδέει με την εναγομένη είναι αυτή της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, 2) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, 3) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, σύμφωνα με τους όρους πριν την απόλυση με την επιβολή χρηματικής ποινής 500 Ε για κάθε ημέρα παράβασης της απόφασης που θα εκδοθεί, επικαλούμενος ότι η μη απασχόλησή του τον μειώνει ηθικά, 4) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την άκυρη απόλυση μέχρι την 28.6.13, το ποσό των 37.440 Ε νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα στον οποίο κάθε επιμέρους μισθός είναι καταβλητέος, άλλως από την επίδοση της αγωγής του μέχρι την εξόφληση και για την περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εργασίας με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, 5) επικουρικά να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλλει αποζημίωση απόλυσης ύψους 27.715 Ε νομιμότοκα από την επομένη της απόλυσής του άλλως από την επίδοση της αγωγής του έως την εξόφληση και σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εργασίας με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το ανάλογο δικαστικό ένσημο (σειρά Η … διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Β.), ασκήθηκε εντός της τρίμηνης προθεσμίας, αναφορικά με το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας απόλυσης και της επιδίκασης μισθών υπερημερίας (άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955) και εντός της εξάμηνης προθεσμίας ως προς την επικουρική της βάση, της αποζημίωσης απόλυσης (άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955), είναι νόμιμη στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 5 πδ 81/03, 3 παρ. 1, 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 ν. 3198/1955, 361, 648, 655, 656, 669, 671, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 70, 69, 219, 907, 908, 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, ως προς την τελευταία διάταξη του ΚΠολΔ, δεν απαιτείται όπως στις περιπτώσεις που ρυθμίζονται από την διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ, βεβαίωση της παράβασης της απόφασης με νέα δικαστική απόφαση και καταδίκη στη χρηματική ποινή, επειδή η καταδίκη σε χρηματική ποινή έχει ήδη χωρήσει με την αρχική απόφαση με την οποία ο οφειλέτης υποχρεώνεται σε εκτέλεση της πράξης (ΟλΑΠ 5/1995, ΑΠ 255/2005). Αναφορικά με το αίτημα για επιδίκαση μισθών υπερημερίας επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι μη νόμιμη επειδή στην απλή σχέση εργασίας, ο εργοδότης μπορεί να παύσει να αποδέχεται την εργασία του εργαζόμενου έστω και χωρίς νόμιμη καταγγελία και δεν καθίσταται υπερήμερος, υποχρεούται μόνο στην καταβολή αποζημίωσης ΑΠ 205/1999 Δνη 40. 1066). Πρέπει επομένως, να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
3. Κατά το άρθρο 670 ΚΠολΔ, στη διαδικασία των εργατικών διαφορών «οι διάδικοι προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους μέσα έως το τέλος της συζήτησης», κατά δε το άρθρο 671, παρ. 1, του ίδιου Κώδικα, στη διαδικασία αυτή, λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, που δίδονται ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 591 παρ. 1, περ. δ’ στις ειδικές διαδικασίες, «οι διάδικοι μπορούν, έως τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση, να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία σχολιάζονται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390, μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών, που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, μέσα στο προβλεπόμενο από το άρθρο 591 παρ. 1δ’ τριήμερο, οι διάδικοι μπορούν, νόμιμα, να προσαγάγουν, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων και ένορκες βεβαιώσεις, με την προϋπόθεση ότι με αυτές επιδιώκεται η αντίκρουση ισχυρισμών, που προτάθηκαν για πρώτη φορά, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα …πλην α)… β) των τριών ενόρκων βεβαιώσεων που δόθηκαν από τους Γ. Π., Δ. Κ. και Β. Ρ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Βόλου, την 28.4.2015, κατόπιν κλήσης της αντιδίκου του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, που έγινε με προφορική ανακοίνωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αποδεικτικά μέσα τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, επειδή προσκομίζονται για πρώτη φορά στην προθεσμία για προσθήκη – αντίκρουση, όπως δε προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών της δίκης εγγράφων, η εκκαλούσα με την έφεσή της, αλλά και τις έγγραφες προτάσεις της αρνείται μόνο την ύπαρξη σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου, δηλαδή τα θεμελιωτικά των αγωγικών ισχυρισμών περιστατικά και ουδόλως πρότεινε για πρώτη φορά ισχυρισμούς κατά την συζήτηση, προς αντίκρουση των οποίων θα ήταν επιτρεπτό κατά τα προαναφερόμενα, να προσκομίσει ο ενάγων τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγομένη ανώνυμη εταιρία, η οποία έχει ως αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας τα βιομηχανικά έργα και κατασκευές, στα πλαίσια ανάληψης έργων συντήρησης και επισκευής βλαβών σε μηχανήματα εργοστασίων παρασκευής τσιμέντου κατήρτισε με τον ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.1999 έως 11.12.2006, δέκα συμβάσεις έργου, δυνάμει των οποίων ο ενάγων ο οποίος απασχολείται ως εργολάβος απολογιστικών εργασιών, ανέλαβε την υποχρέωση να διαθέτει εργαζόμενους στην εναγομένη τους οποίους θα απασχολούσε σε έκτακτες εργασίες περιοδικού χαρακτήρα στο εργοτάξιο «Ο.» της Α.Β., σε εργοτάξιο της Κ. και της Βιομηχανικής περιοχής Β.. Η εναγομένη ανέλαβε να καταβάλλει στον ενάγοντα αμοιβή υπολογιζόμενη ανά ώρα εργασίας, στην οποία περιλαμβάνονταν το εργολαβικό κέρδος, τα παντός είδους έξοδα και δαπάνες, οι κάθε μορφής αμοιβές του απασχολούμενου προσωπικού, επιδόματα, αποζημιώσεις, ασφαλιστικές εισφορές, δαπάνες για προμήθεια υλικών, μηχανημάτων, δαπάνες μεταφοράς προσωπικού και κάθε δαπάνη του ενάγοντα σχετιζόμενη με τις υποχρεώσεις του από την εκάστοτε σύμβαση. Συμφωνήθηκε ότι το απασχολούμενο προσωπικό από τον ενάγοντα για την εκτέλεση των έργων, θα συνδέονταν αποκλειστικά με τον ίδιο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας και γι’ αυτό ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση κάθε πρώτη του μήνα, όπως και έπραττε, να προσκομίζει στην εναγομένη βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας όλων των ασφαλιστικών ταμείων στα οποία ήταν ασφαλισμένο το απασχολούμενο από αυτόν, προσωπικό, τα βιβλία αγοράς ενσήμων και τις μισθολογικές καταστάσεις, τα γραμμάτια είσπραξης ΙΚΑ και των άλλων ασφαλιστικών ταμείων, καθώς και τις καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας θεωρημένες από την Επιθεώρηση Εργασίας. Οι συμβάσεις έργου καταρτίστηκαν εγγράφως για τα χρονικά διαστήματα από 1.5.99 έως 31.12.99, 1.10.00 έως 31.12.00, 1.6.02 έως 31.12.02, 1.1.03 έως 31.12.03, 1.4.04 έως 31.12.04, 1.7.04 έως 31.12. 04, 1.12.05 έως 31.12.06, 1.1.06 έως 31.12.06, 1.1.07 έως 31.12.07. Την αμοιβή του ενάγοντα, η εναγομένη συμφώνησε να καταβάλλει τμηματικά εντός σαράντα πέντε ημερών από την έκδοση εκ μέρους του ενάγοντα του αντίστοιχου τιμολογίου, το οποίο θα έπρεπε να είναι σύμφωνο με τα σχετικά απολογιστικά δελτία που θα έχουν ελεγχθεί και υπογραφεί από το λογιστήριο και τους επιβλέποντες της εναγομένης. Έτσι καθόλα τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα ο ενάγων πρόσφερε το έργο που συμφωνήθηκε στην εναγομένη, η τελευταία του κατέβαλε την συμφωνηθείσα αμοιβή και ο ενάγων εξέδιδε τα αντίστοιχα τιμολόγια. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχτηκε ότι οι ανωτέρω συμβάσεις έργου, υπέκρυπταν μία σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων την 1.5.99 και ακύρως καταγγέλθηκε από την πλευρά της εναγομένης, την 2.4.12, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Πράγματι, ο ενάγων σε τακτά χρονικά διαστήματα πρόσφερε στην ενάγουσα υπηρεσίες με την ειδικότητα του τεχνίτη εφαρμοστή, χωρίς όμως να τελεί σε σχέση εξάρτησης με την εναγομένη. Αντίθετα, προκειμένου να απαλλαγεί η εναγομένη από το γενικότερο κόστος απασχόλησης εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, κατήρτιζε πραγματικές συμβάσεις έργου με τον ενάγοντα, ο οποίος αναλάμβανε το εργατικό κόστος και ελάμβανε αμοιβή για την παροχή αυτής της υπηρεσίας στην εναγομένη, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο. Έτσι, εμφανιζόταν ο ίδιος ως εργοδότης του προσωπικού που απασχολούνταν στις εγκαταστάσεις που υποδείκνυε κάθε φορά η εναγομένη. Όμως, από το γεγονός τούτο, καθώς και από το γεγονός ότι κατά τα προαναφερόμενα διαστήματα και ο ενάγων πρόσφερε υπηρεσίες επισκευής μηχανημάτων, δεν συνάγεται ότι τελούσε ο ίδιος σε σχέση εξηρτημένης εργασίας και μάλιστα αορίστου χρόνου. Μάλιστα, τα μεσοδιαστήματα των ανωτέρω συμβάσεων μέχρι το έτος 2004 παρουσίαζαν μεγάλα κενά, ενώ δεν εξηγείται πως μετά την 31.12.07, οπότε και έληξε η τελευταία σύμβαση έργου, μέχρι και την 2.4.12, οπότε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας, δεν καταρτίστηκαν και άλλες εικονικές συμβάσεις έργου μεταξύ των διαδίκων, όπως συνηθιζόταν, προς καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας. Κατόπιν τούτων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο ενάγων στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, επειδή ηττάται (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
4. Περαιτέρω, η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με το δικόγραφο της έφεσης της ανέφερε ότι η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 12.000 Ε και ότι προς αποφυγή δαπανών και εξόδων, αυτή συμμορφώθηκε με την εκδοθείσα απόφαση και κατέβαλε την 1.8.13 στον εφεσίβλητο το ανωτέρω ποσό. Σε περίπτωση δε που γίνει δεκτή η έφεσή της και απορριφθεί η αγωγή ζητά να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στη προηγούμενη κατάσταση και να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της καταβάλει το ποσό αυτό με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της απόφασης αυτής. Η αίτηση της εκκαλούσας, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου και παραδεκτά ασκείται με το δικόγραφο της έφεσης, είναι και νόμιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ {…}.