5/2016 ΕιρΛαρ (Ειδική) (κατάσχεση εις χείρας τρίτου – ανακοπή κατά αρνητικής δήλωσης)
5/2016 (Ειδική)
Ειρηνοδίκης: Γεωργία Κωτούλα
Δικηγόροι: Ελένη Άγγου, Γραμμματή Κούκου
Επί κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, υποχρέωσή του όπως εντός 8 ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου δηλώσει αν υπάρχει στα χέρια του η κατασχεμένη απαίτηση ως και άλλη κατάσχεση.
Ανακοπή κατά αρνητικής δήλωσης τρίτου με αίτημα αναγνώριση της ανακρίβειάς της και καταβολή του ποσού της κατασχεθείσας απαίτησης. Δυνατή σώρευσή της με αγωγή αποζημίωσης του κατασχόντος για κάθε αιτιώδη ζημία, χωρίς ανάγκη υπαιτιότητας του τρίτου, απαιτούσα δικ. ένσημο και υποκείμενη στην προθεσμία της ανακοπής.
Μη δυνατή επέκταση της κατάσχεσης σε απαίτηση μη περιεχόμενη στο κατασχετήριο, τυχόν δε μνεία ότι κατάσχεται οποιαδήποτε απαίτηση από οποιαδήποτε αιτία δεν ωφελεί.
Μη αντικείμενο της δίκης ανακοπής το αν η κατασχεθείσα απαίτηση οφείλεται εντόκως ή όχι, εκτός αν κατασχέθηκαν και οι τόκοι.
Εκδίκαση ανακοπής από το αρμόδιο κατά τις γενικές δ/ξεις δικαστήριο, βάσει ποσού και είδους κατασχεθείσας απαίτησης. Άσκησή της (με κατάθεση και κοινοποίηση) εντός 30 ημερών από τη δήλωση του τρίτου, επί δε παράλειψης δήλωσης από την πάροδο της 8ήμερης προθεσμίας.
Ισχύς των άνω και επί κατάσχεσης εις χείρας τρίτου από το Δημόσιο, η δε ανακοπή αυτού έχει αντικείμενο την ύπαρξη και έκταση της οφειλής του τρίτου προς τον οφειλέτη του Δημοσίου, ήτοι απαίτησης ιδιωτικού δικαίου, διό δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 985 ΚΠολΔ «Μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και εάν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλλε και για ποιο ποσό (παρ. 1). Η δήλωση της παρ. 1 γίνεται προφορικά στην γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας εκείνου που δηλώνει και συντάσσεται σχετική έκθεση. Η παράλειψη της δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση (παρ. 2). Αν η δήλωση παραλειφθεί ή είναι ανακριβής, ο τρίτος ευθύνεται να ζημιώσει αυτόν που επέβαλλε την κατάσχεση (παρ.3)». Κατά την διάταξη της παρ. 3 σε περίπτωση παράλειψης υποβολής δήλωσης ή υποβολής αρνητικής αλλά ανακριβούς δήλωσης δημιουργείται ευθύνη του τρίτου για αποζημίωση του κατασχόντος για οποιαδήποτε συνακόλουθη ζημιά του. Ο από τον νόμο σύνδεσμος της σιωπηρής ή ρητής αρνητικής αλλά ανακριβούς δήλωσης με ευθύνη του τρίτου για αποζημίωση του κατασχόντος προκύπτει από την λεκτική διατύπωση της υπόψη διάταξης αλλά και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ, κατά τις οποίες η μεν Συντακτική Επιτροπή περιέλαβε στα πρακτικά της ότι «ο τρίτος ευθύνεται εκ μόνου του λόγου της παραλείψεως ή της ανακρίβειας, χωρίς να απαιτείται απόδειξη υπαιτιότητας και ανεξαρτήτως της υπάρξεως οφειλής του παραλιπόντος την δήλωσιν» (βλέπε ΣχεδΠολΔ VIII/191), η δε Αναθεωρητική Επιτροπή προέβη στην διευκρίνιση ότι «η καθιερούμενη υποχρέωσις αποζημιώσεως υφίσταται, εφόσον, εννοείται, συντρέχουν αι κατά το ουσιαστικό δίκαιον προϋποθέσεις προς αποζημίωσιν» (βλέπε ΠρακτΑναθΕπιτρ 661). Κατ’ ακολουθίαν αυτών δικαιοπαραγωγικός λόγος της ευθύνης του τρίτου, δηλαδή ζημιογόνο γεγονός είναι η σιωπηρή ή η ρητή αρνητική, αλλά ανακριβής, δήλωση του τρίτου, ενώ περαιτέρω, προϋποθέσεις της ευθύνης του τρίτου είναι η ζημιά του κατασχόντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης ή της δήλωσης και της ζημιάς, που θα κριθούν κατά το ουσιαστικό δίκαιο (βλέπε ΕφΑθ 9587/1978 Δνη 20. 453, ΕφΑθ 1433/1977 Αρμ 32. 275, ΕφΑθ 4057/76 ΝοΒ 27. 80). Δεν απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας του τρίτου και κατ’ ακολουθίαν πρόκειται για αντικειμενική ευθύνη υπό την έννοια ότι στον τρίτο απόκειται η επίκληση και απόδειξη του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του κατασχόντος. Η προς αποζημίωση υποχρέωση είναι κατ’ αρχήν ανεξάρτητη της, ως προς την ύπαρξη της οφειλής, ανακρίβειας της προς αρνητική δήλωση εξομοιούμενης παράλειψης. Ακόμα και σε περίπτωση ικανοποίησης του κατασχόντος, δεν αποκλείεται η επιδίωξη της τυχόν ζημιάς από τον κατασχόντα, την οποία υπέστη από την παραπλανητική συμπεριφορά του τρίτου, όπως π.χ. των άσκοπων δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε. Η αποζημίωση εκτείνεται σε οποιαδήποτε ζημιά, η οποία είναι απότοκος της συμπεριφοράς του τρίτου, ακόμη και σε ολόκληρο το ποσό της απαίτησής του (βλέπε ΕφΑθ 9587/1978 Δνη 20. 453). Στην ανακοπή μπορεί να σωρευθεί και η αγωγή αποζημίωσης, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 986 εδ. β’. Η αγωγή αποζημίωσης υπόκειται στην προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 986 εδ. α’, καθόσον η πάροδος της προθεσμίας αυτής επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα άσκησής της και συνακόλουθα και του δικαιώματος προς αποζημίωση (ΑΠ 15/1993 ΕΕΝ 1994. 33), το οποίο προϋποθέτει δήλωση του τρίτου. Στοιχείο της αγωγής είναι η μνεία της αδυναμίας ικανοποίησής του ή της, παρά την ικανοποίησή του, ύπαρξης ζημίας, κατά το αξιούμενο ποσό, συνεπεία της συμπεριφοράς του εναγομένου (βλέπε ΜΠρΑθ 4628/1980 Δνη 21. 641). Η αγωγή, για την οποία απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου, εκδικάζεται από το κατά τις γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο (βλέπε Β. Βαθρακοκοίλη Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΣΤ, άρθρο 985, σελ. 99 επ.).
Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 986 ΚΠολΔ «μέσα σε τριάντα ημέρες από την δήλωση του άρθρου 985 όποιος επέβαλλε την κατάσχεση έχει δικαίωμα να την ανακόψει ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. δικαστηρίου. Με την ανακοπή μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση κατά το άρθρο 985 παρ. 3. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε 120 ημέρες από την κατάθεσή της, μπορεί δε να επιδοθεί και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την προσβαλλόμενη δήλωση (όπως προστέθηκε το εδ. γ’ με το άρθρο 19 παρ. 12 του ν. 4055/2012 – έναρξη ισχύος 2.4.2012, σύμφωνα με το άρθρο 113 του ν. 4055/2012)». Με την προκείμενη διάταξη παρέχεται στον κατασχόντα το δικαίωμα αμφισβήτησης της ειλικρίνειας της ρητής ή σιωπηρής (πλασματικής) αρνητικής δήλωσης του τρίτου, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, με ανακοπή, με την οποία μπορεί να ζητήσει και την αποζημίωση του άρθρου 985 παρ. 3. Με την ανακοπή αυτή επιδιώκεται η από τον ανακόπτοντα – κατασχόντα αναγνώριση της ανακρίβειας εν όλω ή εν μέρει της δήλωσης ή της προς αρνητική δήλωση εξομοιούμενης παράλειψης αυτής και κατ’ ακολουθίαν της ύπαρξης της κατασχεμένης απαίτησης και την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεθέντος ποσού, ενώ με την ενωμένη σε αυτή ή με ίδιο δικόγραφο αγωγή αποζημίωσης επιδιώκεται η αποκατάσταση της ζημιάς που προκλήθηκε στον κατασχόντα από την παράλειψη ή αποσιώπηση ή ανακριβή παράθεση ορισμένων περιστατικών. Σε προσβολή υπόκειται, αναγκαίως, και η πλασματική (σιωπηρή) αρνητική δήλωση, όπως από την διάταξη του άρθρου 985 παρ. 3 εδ. α’ προκύπτει, με την οποία τίθεται σε ίση δικονομική μεταχείριση με την ρητή δήλωση. Αντικείμενο της ανακοπής και της με αυτήν ανοιγόμενης δίκης μεταξύ του κατασχόντος και του τρίτου είναι η αλήθεια ή όχι του περιεχομένου της δήλωσης του τρίτου, δηλαδή εάν ο τελευταίος είναι ή όχι και κατά πόσο και υπό ποιους όρους ή περιορισμούς (αίρεση κλπ) οφειλέτης προς τον οφειλέτη του κατασχόντος δανειστή. Δηλαδή στην ουσία εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθού η κατάσχεση, η οποία αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της σχετικής δίκης. Από την άποψη αυτή η ανακοπή αποτελεί πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων του καθού η κατάσχεση. Αντικείμενο όμως της δίκης δεν είναι η επιδίκαση κάποιου ποσού στον κατασχόντα, μόνο δε, αν ο τρίτος είναι οφειλέτης προς τον οφειλέτη του κατασχόντος του κατασχεθέντος στα χέρια του ποσού, υποχρεούται να καταβάλλει αυτό στον κατασχόντα μετά την αναγνώριση της υποχρέωσης του τρίτου. Το αντικείμενο της ανακοπής και της σχετικής δίκης οριοθετείται από το περιεχόμενο του κατασχετήριου και την δήλωση του τρίτου και συνεπώς δεν είναι δυνατή η της κατάσχεσης επέκταση σε απαίτηση ή έννομη σχέση, που δεν παρέχεται στο κατασχετήριο. Τυχόν μνεία ότι κατάσχεται οποιαδήποτε απαίτηση από οποιαδήποτε αιτία δεν ωφελεί. Το αν η κατασχεθείσα απαίτηση οφείλεται εντόκως ή όχι δεν αποτελεί αντικείμενο της δίκης αυτής, εκτός εάν κατασχέθηκαν στα χέρια του τρίτου και οι τόκοι των από αυτόν οφειλόμενων. Γενικά δεν έχει δικαίωμα ο ανακόπτων – κατασχών με την ανακοπή του κατά της δήλωσης του τρίτου να επεκτείνει την κατάσχεση και σε άλλες απαιτήσεις από εκείνες τις οποίες κατέσχεσε με το κατασχετήριο και για τις οποίες η δήλωση του τρίτου. Στην ανακοπή του ο ανακόπτων πρέπει να προσδιορίσει την δικαιογόνο αιτία (δικαιοπαραγωγικό λόγο) και τα παραγωγικά γεγονότα της κατασχεμένης απαίτησης, αλλιώς το δικόγραφο της ανακοπής πάσχει από αοριστία. Για προσωπικά (ενοχικά) δικαιώματα δεν αρκεί η απλή μνεία ότι ο τρίτος οφείλει το κατασχεμένο ποσό δυνάμει ορισμένης έννομης σχέσης, αλλά πρέπει ακόμα να εκτίθενται και τα θεμελιωτικά αυτής περιστατικά (βλέπε Β. Βαθρακοκοίλη Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 986, σελ. 104 επ., ΠΠρΑθ 3634/1976 ΕΕΝ 44. 196, ΠΠρΑθ 11212/1972 ΑρχΝ 24. 149, ΕφΑθ 6153/1984 Δ 15. 867, ΕφΘεσ 482. 73 Αρμ 28. 58). Αρμόδιο για εκδίκαση της ως άνω ανακοπής είναι το αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο, οπότε λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο (για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα) η κατασχεθείσα απαίτηση και ειδικότερα το ποσό ή το είδος αυτής, που αφορά την δήλωση τρίτου και αποτελεί αντικείμενο της δίκης και για την τοπική αρμοδιότητα η νόμιμη γενική δωσιδικία του τρίτου (βλέπε Β. Βαθρακοκοίλη Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 986, σελ. 108).
Εξάλλου, κατ’ απόκλιση από τον ισχύοντα για τις ανακοπές του άρθρου 583 επ. ΚΠολΔ κανόνα του απροθέσμου άσκησης αυτών, η της υπόψη ανακοπής άσκηση υπόκειται σε προθεσμία τριάντα ημερών από την δήλωση του τρίτου, προς τον σκοπό της τυχαίας επίλυσης του ζητήματος για την οφειλή του τρίτου. Το αφετήριο όμως σημείο της προθεσμίας αυτής διαφοροποιείται βάσει της μορφής της δήλωσης του τρίτου. Ετσι, εάν ο τρίτος προέβη σε αρνητική δήλωση, της οποίας η ειλικρίνεια αμφισβητείται από τον κατασχόντα, η προθεσμία αρχίζει από την επομένη (άρθρο 144 παρ. 1) της δήλωσης του άρθρου 985 και όχι από την πάροδο της οκταήμερης προθεσμίας προς υποβολή αυτής, αν όμως ο τρίτος δεν προέβη σε δήλωση, οπότε η παράλειψη αυτή εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση (985 παρ. 3), τότε πρέπει να παρέλθει η οκταήμερη προθεσμία του άρθρου 985 παρ. 1, οπότε ο κατασχών έχει δικαίωμα άσκησης ανακοπής για την αμφισβήτηση της προς αρνητική δήλωση εξομοιούμενης παράλειψης του τρίτου και κατ’ ακολουθίαν η 30ημερη προς άσκηση της ανακοπής προθεσμία του άρθρου 986, αρχίζει από την επομένη της παρόδου της προθεσμίας του άρθρου 985 παρ. 1, εντός της οποίας ο τρίτος υπέχει υποχρέωση να προβεί στην δήλωση (ΕφΑθ 5737/1974 Αρμ 30. 520, ΠΠρΑθ 11272/1972 ΑρχΝ 24. 149). Εντός της παραπάνω προθεσμίας πρέπει να γίνει η άσκηση της ανακοπής, η οποία συντελείται με την κατάθεση του δικογράφου και την κοινοποίησή της στον αντίδικο, κατ’ άρθρο 215 ΚΠολΔ, όπως και η αγωγή. Η ανακοπή του άρθρου 986 δεν αποτελεί ένδικο μέσο υπό την στενή έννοια του όρου, αλλά πραγματική ανακοπή (ΕφΑθ 2227/1976 ΝΔ 32. 329) που υπάγεται στην έννοια και την ρύθμιση των γενικών διατάξεων των άρθρων 583 επ., αφού με αυτό το ένδικο βοήθημα ο κατασχών, ο οποίος δεν καλείται ούτε μετέχει στην διενέργεια της εξώδικης πράξης της δήλωσης, εναντιώνεται και αμύνεται εναντίον αυτής, η οποία βλάπτει τα συμφέροντά του, αμφισβητώντας το ουσιαστικό περιεχόμενό της με την επίκληση της απαίτησης που κατασχέθηκε, είναι επίσης δίκη περί την εκτέλεση (βλέπε Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Τόμος ΣΤ’, άρθρο 986, σελ. 106-107).
Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 34 ΚΕΔΕ «Ανακοπή κατά της δηλώσεως ασκεί ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου εντός μηνός από της κοινοποιήσεως ή από της περιελεύσεως αυτώ της εκθέσεως της ενώπιον του Ειρηνοδικείου γενομένης δηλώσεως. Η ανακοπή εισάγεται και εκδικάζεται κατά τα εν άρθρω 986 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας οριζόμενα». Επομένως, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 986 μετά την πάροδο της τασσόμενης από την διάταξη προθεσμίας καθίσταται απαράδεκτη, τεκμαιρόμενης μετά ταύτα ως ακριβούς της δηλώσεως του τρίτου (βλέπε ΜΠρΡόδ 572/1987 ΕΕΝ 1988. 67). Απο τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 30, 32, 33 και 34 του ΚΕΔΕ (Ν.Δ. 356/74) προκύπτει ότι το Δημόσιο για την ικανοποίηση απαιτήσεων κατά οφειλέτη του, μπορεί να κατασχέσει στα χέρια τρίτου το ποσό που αυτός οφείλει στον οφειλέτη του Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή, αν ο τρίτος ισχυρίζεται ότι δεν οφείλει, έχει υποχρέωση να προβεί αρμοδίως σε αρνητική δήλωση, εντός οκτώ ημερών από την επίδοση του κατασχετήριου. Κατά της αρνητικής αυτής δηλώσεως το δημόσιο έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή που εισάγεται και εκδικάζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 986 ΚΠολΔ και κατά την διαδικασία που δικάζεται κάθε διαφορά που αναφύεται ανάμεσα στον αρχικό οφειλέτη και τον τρίτο από την μεταξύ τους σχέση (π.χ. μισθωτικών διαφορών κλπ). Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, κύριο αντικείμενο της ανακοπής αυτής είναι η ύπαρξη και η έκταση της οφειλής του τρίτου προς τον οφειλέτη του δημοσίου, ήτοι η ύπαρξη και η έκταση απαιτήσεως του ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς και η διαφορά που δημιουργείται με την άσκηση της ανακοπής είναι διαφορά του ιδιωτικού δικαίου και άρα υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 1/1991 Δ 22. 628, ΑΠ 10/1995 Δνη 37. 106, ΝοΒ 44. 614, ΚΠολΔ Γιαννοπούλου, Ζόμπολα κλπ -Νομική Βιβλιοθήκη 1999).
Με την κρινομένη ανακοπή το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο εκθέτει, κατ’ ορθοτέρα εκτίμηση του δικογράφου, ότι δυνάμει πράξεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Λ. έχουν βεβαιωθεί ταμειακά σε βάρος του Ι. Μ. του Δ. ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο συνολικού ύψους 8.919,95 Ε. Ότι τούτος εκμίσθωνε στην καθής η ανακοπή Ο.-Μ. Π. δύο αγρούς του προς 2.184 Ε τον χρόνο για το χρονικό διάστημα από 13.10.2013 έως 31.12.2016 και ότι, κατόπιν τούτου, ο ανωτέρω Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Λ. προέβη στην έκδοση του από 5.3.2013 (αριθμ. ειδ. βιβλίου …/2014, αριθμ. πρωτ. …/2014) κατασχετήριου εγγράφου με το οποίο κατέσχε στα χέρια της καθής η ανακοπή ως τρίτης και για λογαριασμό του ανωτέρω οφειλέτη όσα αυτή οφείλει ή πρόκειται να οφείλει σε αυτόν λόγω της ως άνω μίσθωσης ακινήτου και μάλιστα από την καταβολή των μισθωμάτων μέχρι του ποσού των 8.919,95 Ε, το οποίο κοινοποιήθηκε νόμιμα στην καθής στις 4.9.2014. Ότι η καθής στις 10.9.2014 υπέβαλλε αρνητική δήλωση τρίτου στο Ειρηνοδικείο Λάρισας, ισχυριζόμενη ότι έχει προκαταβάλλει τα μισθώματα, η δήλωση δε αυτή διαβιβάσθηκε αυθημερόν στην Δ.Ο.Υ. Λ.. Ότι το ίδιο, επειδή η παραπάνω αρνητική δήλωση είναι αναληθής, ανακριβής, αόριστη και αναπόδεικτη, ζητά με την κρινομένη ανακοπή, επειδή κυρίως η καθής δεν έχει αναγγείλει στο Δημόσιο την επικαλούμενη από αυτήν προεξόφληση των μισθωμάτων, όπως έπρεπε για να είναι έγκυρη, να αναγνωρισθεί η ανειλικρίνεια και ανακρίβεια της υπ’ αριθμ. 1275/2014 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας από 10.9.2014 αρνητικής δήλωσης της καθής, να αναγνωρισθεί ότι δεν υφίσταται ως ανίσχυρη κανενός είδους προκαταβολική εξόφληση των μισθωμάτων εκ μέρους της καθής προς τον οφειλέτη του Ελληνικού Δημοσίου, εφόσον καμία δήλωση περί αυτής δεν πραγματοποιήθηκε στην αρμόδια υπηρεσία κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 356/1974, να αναγνωρισθεί η ύπαρξη και η εγκυρότητα της από 1.1.2014 σύμβασης μίσθωσης μεταξύ της καθής και του οφειλέτη του και να υποχρεωθεί η καθής να τους καταβάλλει μηνιαίως τα ποσά που οφείλει ή μέλλει να οφείλει στον εκμισθωτή και οφειλέτη τους και συγκεκριμένα το ποσό των 2.184 Ε τον χρόνο για τα 5 έτη της μίσθωσης και μέχρι του ποσού των 8.919,95 Ε νομιμοτόκως από την επιβολή της κατάσχεσης, άλλως από την επίδοση της ανακοπής, λόγω αποζημίωσης, κατ’ άρθρο 985 παρ. 3.
Η ανακοπή αυτή, με την οποία σωρρεύεται αγωγή αποζημίωσης κατά την διάταξη του άρθρου 985 παρ. 3 ΚΠολΔ, αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 14 παρ. 1α, 22 και 29 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 986 και 647 επ. ΚΠολΔ), κατά την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση που κατασχέθηκε. Όπως όμως προκύπτει από την δικογραφία η υπό κρίση ανακοπή ασκήθηκε απαράδεκτα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 986 ΚΠολΔ και 34 ΚΕΔΕ, και κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την κρινομένη ανακοπή, την υπ’ αριθμ. 1275/2014 Δήλωση τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας και την υπ’ αριθμ. …/ 13.10.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Ι. Φ., η υπ’ αριθμ. 1275/2014 δήλωση τρίτου έγινε από την καθής η ανακοπή στις 10.9.2014 και, όπως το ίδιο το ανακόπτον αναφέρει στην ανακοπή του, κοινοποιήθηκε αυθημερόν σε αυτό, το δε ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο κατέθεσε την κρινομένη από 6.10.2014 με αριθ. κατάθ. 354/7.10.2014 ανακοπή στις 7.10.2014, πλην όμως αντίγραφο τούτης κοινοποιήθηκε στην καθής η ανακοπή στις 13.10.2014, ήτοι μετά την πάροδο της προθεσμίας των 30 ημερών. Επομένως, αφού η κρινομένη ανακοπή ασκήθηκε (με την κοινοποίηση την 32η ημέρα από την δήλωση της καθής) μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 986 ΚΠολΔ και 34 του ΚΕΔΕ, ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Πρέπει, λοιπόν, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, δεκτού γενομένου και του σχετικού ισχυρισμού της καθής η ανακοπή περί εκπροθέσμου ασκήσεως της ανακοπής, να απορριφθεί η κρινομένη ανακοπή και η σωρευθείσα αγωγή αποζημίωσης ως απαράδεκτη…