81/2016 ΤρΕφΛαρ (αγωγή αδικοπραξίας – βλάβη πράγματος)

81/2016                                                                     

Πρόεδρος: Χρυσούλα Χαλιαμούρδα

Εισηγητής: Περικλής Αλεξίου

Δικηγόροι: Ελένη Τσίγκρα – Ευφροσύνη Καραβασάνη, Βασ. Μπρούζος

 

Νομικές οι έννοιες αμέλειας και συντρέχοντος πταίσματος. Αναιρετικά ελεγχόμενη η κρίση ότι συντρέχει ή όχι πταίσμα αφενός ως προς το αν τα αποδειχθέντα περιστατικά συγκροτούν αντικειμενικά την έννοια του πταίσματος, αφετέρου ως προς την ορθή υπαγωγή τους στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας.

Επί βλάβης αγαθού ή απώλειας πράγματος με οικονομική αξία, αποκατάσταση της πραγματικής ζημίας του φορέα του θιγόμενου δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος, ανεξάρτητα αν και σε ποίο βαθμό το χρησιμοποιούσε ή αν είχε πρόθεση ή νομική δυνατότητα να το μεταβιβάσει.

Επί βλάβης ή καταστροφής πράγματος, η ζημία συνίσταται στις αναγκαίες δαπάνες για επισκευή ή απόκτηση άλλου όμοιου, χωρίς να απαιτείται προγενέστερη αποκατάστασή της.

Κατά την αρχή της πρόσφορης αιτιότητας αποκαθίσταται η ζημία αν η ζημιογόνα συμπεριφορά του δράστη δεν συνέβαλε απλώς ως αναγκαίος όρος, αλλά ήταν ικανή (κατά συνήθη πορεία πραγμάτων) να επιφέρει τη ζημία. Κατά την κρατούσα γνώμη, η υποθετική επέλευση από άλλη μεταγενέστερη αιτία (υποθετική αιτιότητα) της προκληθείσας ζημίας δεν αναιρεί εκ των υστέρων την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, έστω και αν συνέβαλαν και ιδιαίτερες περιστάσεις του παθόντος ή ιδιότητες του βλαβέντος πράγματος.

Ένσταση συντρέχοντος πταίσματος παθόντος αν η συμπεριφορά του βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πρόκληση της πράξης και της ζημίας ή την έκτασή της.

Πρόκληση ζημιών στην οικία ενάγοντος εξ εκσκαφής θεμελίων σε όμορο οικόπεδο των εναγομένων προς ανέγερση οικοδομής, λόγω παράλειψης αναγκαίων μέτρων αντιστήριξης και ενδεδειγμένων τεχνικά ενεργειών.

Άνευ επιρροής στον υπολογισμό της θετικής ζημίας του ενάγοντος η μεταγενέστερη πώληση του ακινήτου του με την προς κατεδάφιση βλαβείσα οικία.

Ενόψει ολικής καταστροφής της οικίας, επιδίκαση του κόστους ανακατασκευής, μειωμένου όμως κατά 40% λόγω της σημαντικής παλαιότητάς της.

 

{…} ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην πράξη ή την παράλειψη και τη ζημία που επήλθε. Αμέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή η επιμέλεια που πρέπει να καταβάλλεται, σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη, από τον υπαίτιο στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει σαφές νομικό καθήκον προς τούτο είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε αυτός με τρόπο αντίθετο προς εκείνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Εξάλλου, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του προσώπου που ευθύνεται, ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος είναι έννοιες νομικές. Επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι συντρέχει ή όχι πταίσμα του υπόχρεου προς αποζημίωση ή πταίσμα του παθόντος, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου καθώς και για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αφενός ως προς το αν τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, συγκροτούν αντικειμενικά την έννοια του πταίσματος, αφετέρου ως προς την ορθή υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, δηλαδή αν τα περιστατικά του πταίσματος επιτρέπουν να θεωρηθεί, αντικειμενικά, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος (βλ. ΑΠ 1802/2013, ΑΠ 1673/2012, ΑΠ 535/2012, ΑΠ 114/2012, ΑΠ 74/2012 Νόμος).

Περαιτέρω, σύμφωνα με την κρατούσα και ορθή θεωρία της διαφοράς, ως ζημία νοείται η διαφορά ανάμεσα στην περιουσιακή κατάσταση του προσώπου, την οποία διαμόρφωσε η ζημιογόνα πράξη, και σε εκείνη που θα υπήρχε χωρίς αυτή. Δικαιούχος της αποζημίωσης από αδικοπραξία είναι εκείνος που ζημιώθηκε άμεσα από αυτή, δηλαδή ο φορέας του δικαιώματος ή του προστατευόμενου συμφέροντος που προσβλήθηκε από την αδικοπραξία (βλ. ΟλΑΠ 807/1973 ΝοΒ 22. 321, ΑΠ 768/1985 ΝοΒ 34. 671). Με βάση την έννοια της ζημίας και το σκοπό της αποζημίωσης, αποκαθίσταται όλη η πραγματική ζημία, την οποία παθαίνει ο φορέας του θιγόμενου δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος από τη βλάβη υλικού ή άυλου αγαθού ή από την απώλεια συγκεκριμένου πράγματος που έχει οικονομική αξία, ανεξάρτητα από το αν και σε ποιο βαθμό το χρησιμοποιούσε ή αν είχε πρόθεση ή νομική δυνατότητα να το μεταβιβάσει. Ειδικότερα, σε περίπτωση βλάβης ή μερικής ή ολικής καταστροφής πράγματος, η πραγματική ζημία συνίσταται στην αναγκαία δαπάνη που πρέπει να γίνει για την επισκευή του πράγματος ή την ανακατασκευή αυτού ή την απόκτηση άλλου πράγματος στην κατάσταση που αυτό βρισκόταν κατά το χρόνο της βλάβης ή της καταστροφής του, ώστε να εξασφαλίζεται στον παθόντα η δυνατότητα να χρησιμοποιεί το πράγμα και να αντλεί από αυτό όλες τις ωφέλειες και χρησιμότητες που μπορούσε να αντλεί πριν από τη βλάβη ή την καταστροφή του. Σε περίπτωση καταστροφής ξένου πράγματος στην περιουσία του παθόντος δεν ανήκει πλέον το πράγμα που καταστράφηκε (και δεν υπάρχει ως αυτοτελές και αυθύπαρκτο αντικείμενο), αλλά από το χρόνο της καταστροφής ανήκει μόνο η απαίτηση αποζημίωσης, δηλαδή η απαίτηση καταβολής του αναγκαίου ποσού για την ανακατασκευή ή την αντικατάσταση του πράγματος. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν πραγματοποιήθηκε ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί η ανακατασκευή ή η αντικατάσταση του πράγματος, αφού η ζημία έχει ήδη συντελεστεί κατά το χρόνο της βλάβης ή της καταστροφής του και ο νόμος δεν απαιτεί προγενέστερη αποκατάσταση της ζημίας από τον παθόντα, για να γεννηθεί η αξίωση αυτού προς αποζημίωση, ούτε επιβάλλει στον δικαιούχο της αποζημίωσης να διαθέσει το ποσό της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της βλάβης του πράγματος ή για την αναπλήρωση της απώλειας αυτού (βλ. ΕφΠειρ 15/2008 ΔΣΑ).

Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της πρόσφορης αιτιότητας (causa adaequata) που επικρατεί στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, αποζημιώνεται η ζημία, εάν συνδέεται και στην έκταση που συνδέεται με πρόσφορη αιτιώδη σχέση προς τη ζημιογόνα συμπεριφορά του δράστη. Αυτό συμβαίνει, όταν η ζημιογόνα συμπεριφορά δεν συνέβαλε απλώς ως αναγκαίος όρος (condition sine qua non) στο επιζήμιο αποτέλεσμα, αλλά κατά το χρόνο και υπό τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή (κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση εκτάκτων περιστατικών) να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία. Κατά την κρατούσα γνώμη, η υποθετική επέλευση από άλλη, μεταγενέστερη αιτία (υποθετική αιτιότητα) της ζημίας που προκάλεσε ο ζημιώσας με τη ζημιογόνα πράξη του, δεν αναιρεί εκ των υστέρων την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στη ζημιογόνα πράξη και στη ζημία και δεν αίρει την ευθύνη του ζημιώσαντος για αποζημίωση του παθόντος, η οποία οφείλεται ήδη από τότε που πραγματώθηκε η ζημία με τη συνδρομή και των λοιπών όρων της αδικοπραξίας. Επίσης, δεν θίγεται η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου και η σχετική ευθύνη του ζημιώσαντος από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αποτέλεσμα συνέβαλαν και ιδιαίτερες περιστάσεις του παθόντος ή ιδιότητες του πράγματος που έπαθε τη βλάβη ή την καταστροφή (βλ. Γ. Μπαλή Γενικό Ενοχικό Δίκαιο παρ. 27 σελ. 104, 106, 108).

Επίσης, ο εναγόμενος για αποζημίωση από αδικοπραξία μπορεί να αντιτείνει την ένσταση συνευθύνης του παθόντος στη ζημία του κατά το άρθρο 300 ΑΚ και να επιτύχει τη μείωση ή και την άρση της υποχρέωσής του προς αποζημίωση. Για να ευδοκιμήσει όμως η ένσταση αυτή, προϋποτίθεται ότι η επικαλούμενη υπαίτια (η κατ’ εξαίρεση αναίτια) συμπεριφορά του παθόντος βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο τόσο με τη ζημία όσο και με το γεγονός που προκάλεσε τη ζημία, δηλαδή την πράξη του ζημιώσαντος. Συνεπώς, απαιτείται να είναι η συμπεριφορά του παθόντος ικανή (κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και κατά την κοινή ανθρώπινη πείρα) να συντελέσει στην πρόκληση ή στην έκταση της ζημίας αλλά και να προκαλέσει τη ζημιογόνα πράξη του ζημιώσαντος (βλ. Γ. Μπαλή ο.π. παρ. 30, ΕφΠειρ 15/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ).

{…} ΙV. Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων … αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Κατά το έτος 2006, οπότε ασκήθηκε η ένδικη αγωγή, ο ενάγων, Α. Σ. του Α., οικοδόμος, ήταν κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αστικού ακινήτου, ήτοι ισόγειας οικίας με προσθήκη ισογείου, συνολικού εμβαδού 110,40 τμ, με τα παραρτήματα και παρακολουθήματά της, κτισμένης εντός οικοπέδου, συνολικού εμβαδού 172,10 τμ, το οποίο βρισκόταν μέσα στην πόλη του Β., στην οδό Α. αριθμός …, στη θέση «Ε.», και συνόρευε βόρεια, σε πλευρά μήκους 9,45 μ., με ιδιοκτησία Β.Ν.Π., βορειοδυτικά, σε πλευρά μήκους 5,40 μ., με ιδιοκτησία Β.Ν.Π., δυτικά, σε πλευρά μήκους 9,90 μ., με ιδιοκτησία Β.Ν.Π., ανατολικά, σε πλευρά μήκους 13 μ., με ιδιοκτησία των δύο πρώτων εναγομένων, Γ. και Α. Μ., (πρώην ιδιοκτησία Α. Π.), και νότια, σε πλευρά μήκους 13,90 μ., με την οδό Α.. Το δυτικό τμήμα της ανωτέρω ισόγειας οικίας κτίστηκε σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν …/1958 άδεια οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Μ. με αντισεισμικό σχέδιο. Το ανατολικό τμήμα της οικίας αυτής κτίστηκε σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν …/1978 άδεια οικοδομής της Πολεοδομίας Νομαρχίας Μ., ως προσθήκη κατ’ επέκταση, με σκελετό από οπλισμένο σκυρόδεμα και επικάλυψη από πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος. Επίσης, βάσει της υπ’ αριθμόν …/19.3.1964 άδειας οικοδομής της ανωτέρω υπηρεσίας κατασκευάστηκε και άλλο τμήμα της ανωτέρω οικίας, εμβαδού 12,80 τμ. Τα τρία αυτά τμήματα της οικίας του ενάγοντος αποτελούσαν λειτουργικά μία πλήρη ισόγεια κατοικία, η οποία είχε τη δυνατότητα να φέρει ένα ακόμη όροφο.

Κατά το ίδιο έτος (2006) οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, Γ. Μ. και Α. Μ., ήταν ιδιοκτήτες ενός οικοπέδου, γειτονικού προς το ανωτέρω οικόπεδο του ενάγοντος. Μέσα στο οικόπεδο αυτό των εναγομένων ήταν κτισμένη παλιά οικία, η οποία κατεδαφίστηκε. Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν …/2005 άδεια οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου του δήμου Β., μετά από αίτηση των δύο πρώτων εναγομένων και μελέτες του 3ου εναγομένου, Δ. Κ., ως μελετητή, επιβλέποντος μηχανικού και εργολάβου της πολυώροφης οικοδομής που επιτράπηκε να ανεγερθεί εκεί. Κατά τον Απρίλιο του έτους 2005 οι εναγόμενοι, (οι δύο πρώτοι από αυτούς ως ιδιοκτήτες του οικοπέδου και της υπό ανέγερση οικοδομής και ο 3ος εναγόμενος ως αρχιτέκτων μηχανικός και εργολάβος της υπό ανέγερση οικοδομής), άρχισαν να διενεργούν εργασίες εκσκαφής, προκειμένου να κατασκευάσουν θεμέλια προς θεμελίωση της υπό ανέγερση πολυώροφης οικοδομής. Κατά την εκσκαφή των θεμελίων, η οποία επεκτάθηκε σε βάθος 4 μ. από τη στάθμη του πεζοδρομίου, κατασκευάστηκαν (με εντολή του 3ου εναγομένου) στο όριο του σκάμματος και του οικοπέδου του ενάγοντος τρία ντουλάπια σκυροδέματος, ήτοι τρία ελαφρά κατακόρυφα τοιχία σκυροδέματος, προκειμένου να συγκρατηθεί το υπέδαφος κάτω από τα θεμέλια της γειτονικής ισόγειας οικίας του ενάγοντος και της αυλής αυτού, πλάτους 1,50 μέτρου. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, τα ανωτέρω ντουλάπια σκυροδέματος δεν είχαν επαρκή πάκτωση και ήταν ανεπαρκή να συγκρατήσουν το υπέδαφος της γειτονικής οικίας του ενάγοντος. Πράγματι, κατά την εκσκαφή εντός του οικοπέδου των δύο πρώτων εναγομένων και εξαιτίας αυτής προκλήθηκαν ρωγμές στην ανωτέρω οικία του ενάγοντος, γεγονός που θορύβησε αυτόν.

Μετά από αυτοψία που διενεργήθηκε από υπάλληλο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του δήμου Β. στην οικία του ενάγοντος, διαπιστώθηκε ότι εξαιτίας της ανωτέρω εκσκαφής είχαν προκληθεί οι εξής ζημίες: α) Διαμπερής ρωγμή στην οικία του ενάγοντος, μεταξύ του αρχικού κτίσματος και της προσθήκης, καθίζηση του εδάφους και μικρότερες ρωγμές σε εσωτερικούς τοίχους, πλησίον του σκάμματος. β) Οι παραπάνω ρωγμές οφείλονταν στην υποσκαφή του εδάφους προς ανέγερση οικοδομής εντός του οικοπέδου Μ. και χρειάζονταν επισκευή. γ) Μακροσκοπικά δεν διαπιστώθηκαν λόγοι που να συνηγορούν στην υπαγωγή της οικίας του ενάγοντος στην κατηγορία των επικίνδυνων κτισμάτων από άποψη δομική και στατική, (δηλαδή στην κατηγορία των ετοιμόρροπων κτισμάτων), σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. από 13/22.4.1929 (περί επικινδύνων οικοδομών). Ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε προς τους εναγομένους για τις ζημίες που είχαν προκληθεί στην οικία του, αλλά ο 3ος εναγόμενος κοινοποίησε προς αυτόν έκθεση πραγματογνωμοσύνης της πολιτικού μηχανικού Α. Κ. – Σ. στην οποία αναφέρονταν συμπερασματικά τα εξής: «Από την επί τόπου αυτοψία στο μεσαίο οικόπεδο, ιδιοκτησίας κ. Μ., που βρίσκεται στην οδό Α., διαπιστώθηκε ότι έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για την σωστή αντιστήριξη των όμορων ιδιοκτησιών και κτισμάτων. Έγινε ενίσχυση του εδάφους με σκυροδέτηση κάτω από τα θεμέλια (κατασκευή ντουλαπιών) των όμορων κτισμάτων…». Περαιτέρω, γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα ότι θα συνεχιστούν οι οικοδομικές εργασίες στο οικόπεδο των δύο πρώτων εναγομένων στις 31.5.2005, ώστε να ολοκληρωθεί η εκσκαφή.

Πράγματι, οι εργασίες εκσκαφής συνεχίστηκαν στις 31.5.2005, χωρίς να ληφθούν επιπλέον μέτρα προς αντιστήριξη της γειτονικής οικίας του ενάγοντος. Μετά παρέλευση μερικών ημερών, ήτοι στις 3.6.2005, ένα μέρος από την αυλή της οικίας του ενάγοντος κατακρημνίστηκε μέσα στο σκάμμα που είχε δημιουργηθεί εντός του οικοπέδου των δύο πρώτων εναγομένων. Ενόψει αυτών των γεγονότων ο ενάγων κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Βόλου και ζήτησε την επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση και τη λήψη μέτρων προς άμεση προστασία του ακινήτου του. Η αίτηση εκείνη εκδικάστηκε στις 8.6.2005 και, ενώ αναμενόταν η έκδοση απόφασης, στις 9.6.2005 κατακρημνίστηκε ένα ντουλάπι σκυροδέματος, μαζί με το υπέδαφος της οικίας του ενάγοντος, και, επίσης, ένα τμήμα εδάφους του οικοπέδου των δύο πρώτων εναγομένων μέσα στο σκάμμα, με αποτέλεσμα να σπάσει ο κεντρικός αγωγός ύδρευσης της ΔΕΥΑΜΒ και να πλημμυρίσει το σκάμμα από ύδατα του δικτύου ύδρευσης.

Μετά τη συντέλεση του ανωτέρω περιστατικού ο ενάγων ζήτησε να διενεργηθεί αυτοψία από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας του δήμου Β. στην ανωτέρω οικία του. Μετά από αυτοψία που διενεργήθηκε από υπάλληλο της ανωτέρω υπηρεσίας, διαπιστώθηκε διεύρυνση των ρωγμών που είχαν διαπιστωθεί στην οικία του ενάγοντος σε προγενέστερη αυτοψία, και καθίζηση του ακάλυπτου χώρου της οικίας και συστήθηκε στον ενάγοντα και στα μέλη της οικογένειάς του να μην εξέρχονται στον πλάγιο ακάλυπτο χώρο της οικίας τους εξαιτίας της επικινδυνότητας που ανέκυψε. Στις 17.6.2005 δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμόν 304/2005 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Βόλου, με την οποία διατάχθηκαν οι καθ’ ων (ήδη εναγόμενοι) «να λάβουν τα προβλεπόμενα και ενδεικνυόμενα μέτρα προστασίας της οικοδομής του αιτούντος (ήδη ενάγοντος) που βρίσκεται στην πόλη του Β., οδός Α., και ειδικότερα επί της ανατολικής πλευράς αυτής, της εφαπτόμενης επί της ιδιοκτησίας των 1ου και 2ου από τους καθ’ ων, τα οποία να είναι σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης, εντός προθεσμίας 10 ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας σε αυτούς (καθ’ ων)».

Στη συνέχεια ο ενάγων απευθύνθηκε στον πολιτικό μηχανικό Κ. Χ. και του ζήτησε να συντάξει τεχνική έκθεση ως προς τα αίτια των ζημιών που προκλήθηκαν στην οικία του και ως προς το κόστος αποκατάστασης αυτών των ζημιών. Ο ανωτέρω πολιτικός μηχανικός συνέταξε την από 26.11.2005 τεχνική έκθεσή του, η οποία συνάπτεται στην ένδικη αγωγή ως τμήμα της, και αποφάνθηκε ότι οι επίδικες ζημίες που υφίστανται στην οικία του ενάγοντος, προκλήθηκαν κατά την εκσκαφή του όμορου οικοπέδου, ιδιοκτησίας Γ. και Α. Μ., και ότι η επαναφορά της οικίας του ενάγοντος στην αρχική κατάστασή της θα προκαλέσει δαπάνη, συνολικού ποσού 41.764 Ε. Μετά την εκδίκαση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου) εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 275/2008 μη οριστική απόφαση τακτικής διαδικασίας του δικαστηρίου εκείνου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης ως προς την ουσία της αγωγής και διατάχθηκε να επαναληφθεί η συζήτηση της αγωγής, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από πολιτικό μηχανικό. Ως πραγματογνώμονας διορίστηκε νόμιμα, (μετά από αντικατάσταση του αρχικά διορισθέντος πραγματογνώμονα, Τ. Β., πολιτικού μηχανικού), ο πολιτικός μηχανικός Σ. Μ., ο οποίος συνέταξε την έκθεση πραγματογνωμοσύνης με χρονολογία Μάρτιος 2012, η οποία κατατέθηκε νόμιμα στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης 17/30.3.2012.

Το ουσιώδες περιεχόμενο της ανωτέρω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης είναι το εξής: {…} «Πόρισμα αυτοψίας. Επί των ερωτημάτων που ετέθησαν και συνοψίζοντας τα προαναφερθέντα: 1. Η οικοδομή ιδιοκτησίας του ενάγοντος Σ. Α. παρουσιάζει βλάβες τόσο σε φέροντα όσο και σε μη φέροντα δομικά στοιχεία, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης εσωτερικών εντάσεων, λόγω δράσεων, μεγαλύτερων από την αντοχή της κατασκευής. Ως εκ τούτου απαιτείται μελέτη ενίσχυσης με σκοπό τη σεισμική αποκατάσταση του εν λόγω κτιρίου, ήτοι στην καλύτερη δυνατή κατανομή και απορρόφηση της σεισμικής ενέργειας από όλα τα στοιχεία του με ταυτόχρονη αύξηση της πλαστιμότητας. 2. Σε ότι αφορά το κόστος ανακατασκευής, όπως αυτό ήδη προαναφέρθηκε, για κτίρια αναλόγου μεγέθους και λοιπών ποιοτικών χαρακτηριστικών, εκτιμάται ότι ανέρχεται στο ποσό των 600 Ε ανά τμ επιφάνειας κτιρίου. Δηλαδή για επιφάνεια κτιρίου 45,80 τμ, το κόστος ανακατασκευής ανέρχεται στο ποσό των 27.480 Ε. Πλέον του κόστος αυτού απαιτείται έκδοση Άδειας Κατεδάφισης, το κόστος της οποίας, για κτίριο ιδίας επιφάνειας, ανέρχεται στο ποσό των 1.917,89 Ε, με επιπλέον δαπάνη, για την εκτέλεση εργασιών καθαιρέσεως και μεταφοράς – απομάκρυνσης των προϊόντων καθαιρέσεως – αποξηλώσεως, το κόστος της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 1.500 Ε. Επίσης απαιτείται έκδοση Νέας Άδειας Προσθήκης, το κόστος της οποίας, για κτίριο ιδίας επιφάνειας, ανέρχεται στο ποσό των 4.943,85 Ε. Το συνολικό, λοιπόν, κόστος ανακατασκευής ανέρχεται στο ποσό των 35.841,74 Ε. Αντίθετα το κόστος επισκευής, είναι συνάρτηση πολλών παραμέτρων, ο καθορισμός του οποίου απαιτεί την διενέργεια εργαστηριακής ή άλλης εδαφοτεχνικής έρευνας, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με ειδικούς σχετικούς κανονισμούς για τον καθορισμό των εδαφοτεχνικών χαρακτηριστικών, την εκπόνηση, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ειδικής γεωτεχνικής μελέτης αποκατάστασης της σταθερότητας του (υπ)εδάφους, μελέτη αποτίμησης της υπάρχουσας κατάστασης του κτιρίου, το οποίο υπέστη βλάβες, μελέτη σεισμικής ενίσχυσής του και, τέλος, την εκτέλεση ειδικών έργων αποκατάστασης με απρόβλεπτο πλην ιδιαίτερα μεγάλο κόστος. 3. Τέλος, η αιτία που προκάλεσε τις βλάβες – ζημιές επί της ιδιοκτησίας του ενάγοντος είναι η παραμόρφωση των πλαισίων, ως αποτέλεσμα ανάπτυξης φαινομένου διαφορικών καθιζήσεων οι οποίες είναι δυνατόν να προκαλέσουν σε μια κατασκευή κάμψη και στροφή». Η ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης αξιολογείται από το Δικαστήριο τούτο ως επαρκώς σαφής και πλήρης, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη των αντίστοιχων λόγων της ένδικης έφεσης (με αριθμούς 2 και 8) ως ουσιαστικά αβάσιμων.

Από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω αποδεικνύεται ότι οι επίδικες ζημίες που προκλήθηκαν στην οικία του ενάγοντος, είχαν ως αιτία την εκσκαφή θεμελίων που διενεργήθηκε με φροντίδα του 3ου εναγομένου στο γειτονικό οικόπεδο των δύο πρώτων εναγομένων, προς θεμελίωση πολυώροφης οικοδομής. Η κατασκευή τοιχίων αντιστήριξης (ντουλαπιών σκυροδέματος) που διενεργήθηκε με φροντίδα του 3ου εναγομένου προς υποστήριξη της ανωτέρω οικίας του ενάγοντος, αποδείχθηκε ανεπαρκής για την αποτροπή αυτών των ζημιών. Στη διάρκεια της δίκης δεν αποδείχθηκε ότι στην πρόκληση των ανωτέρω ζημιών συντέλεσαν και αίτια που αφορούν τον ενάγοντα, ήτοι η ύπαρξη βόθρου δίπλα στα θεμέλια της οικοδομής του και η θεμελίωση της οικοδομής του σε μικρό βάθος, μικρότερου του 1,50 μέτρου. Επίσης, στη διάρκεια της δίκης δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων πραγματοποίησε συνεχή ρίψη νερού με λάστιχο επί πολλές ημέρες και ώρες στο υπέδαφος φρεσκοκατασκευασμένου ντουλαπιού που είχε γίνει με φροντίδα του 3ου εναγομένου προς αντιστήριξη της οικίας του. Το γεγονός ότι η εκσκαφή θεμελίων που διενεργήθηκε στο οικόπεδο των δύο πρώτων εναγομένων, δεν προκάλεσε ζημίες στην οικοδομή δεξιά της εκσκαφής, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν υπαιτιότητα ως προς την πρόκληση των ανωτέρω ζημιών, οι οποίες προκλήθηκαν στην οικία του ενάγοντος, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, δεν έσφαλε, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη των αντίστοιχων λόγων της ένδικης έφεσης (με αριθμούς 4, 5, 7 και 9) ως ουσιαστικά αβάσιμων.

Στις 28.4.2009 ο ενάγων πώλησε και μεταβίβασε το ανωτέρω αστικό ακίνητό του, δηλαδή το ανωτέρω οικόπεδό του, εμβαδού (τότε) 172,35 τμ, μαζί με το υφιστάμενο εκεί κτίσμα προς κατεδάφιση, (το οποίο δεν επισκεύασε ούτε κατεδάφισε ο ενάγων έως τότε), αντικειμενικής αξίας κατά την ημέρα της μεταβίβασης 94.439,18 Ε, στην ομόρρυθμη τεχνική εταιρία με την επωνυμία «Γ. Τ. και ΣΙΑ ΟΕ» αντί τιμήματος 94.439,18 Ε. Το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την εξέλιξη τούτης της δίκης ούτε τον τρόπο υπολογισμού της θετικής ζημίας που προκλήθηκε στον ενάγοντα από την πρόκληση των ανωτέρω ζημιών στην οικία του από ενέργειες των εναγομένων, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη του αντίστοιχου λόγου της ένδικης έφεσης (με αριθμό 3) ως ουσιαστικά αβάσιμου.

Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου τούτου η πρόκληση των ανωτέρω ζημιών στην οικία του ενάγοντος οφείλεται σε αμελείς ενέργειες των εναγομένων και σε παραλείψεις αυτών ως προς τη διενέργεια ενδεδειγμένων ενεργειών, ήτοι στη διενέργεια εκσκαφής σε μεγάλο βάθος, (τεσσάρων μέτρων από τη στάθμη του πεζοδρομίου), και στην πλημμελή κατασκευή των τοιχίων αντιστήριξης, τα οποία προορίζονταν να διαφυλάξουν τη στατικότητα της οικίας του ενάγοντος. Η υπαιτιότητα των εναγομένων ως προς την πρόκληση αυτών των ζημιών αξιολογείται ως αποκλειστική, αφού στη διάρκεια της δίκης δεν αποδείχθηκε ότι στην πρόκληση αυτών των ζημιών συντέλεσαν και άλλα αίτια, τα οποία ανάγονται στη σφαίρα επιρροής του ενάγοντος. Η πρόκληση των ανωτέρω ζημιών στην οικία του ενάγοντος κατέστησε την οικία αυτή ελαττωματική και ακατοίκητη. Πράγματι, αμέσως μετά την πρόκληση αυτών των ζημιών ο ενάγων και η οικογένειά του, οι οποίοι διέμεναν έως τότε στην ανωτέρω οικία, αποχώρησαν από εκεί και εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Ν.Α. Μ., σε οικία μισθωμένη. Στη συνέχεια, μάλιστα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο ενάγων πώλησε και μεταβίβασε την επίδικη οικία του, ως κατεδαφιστέα πλέον, μαζί με το οικόπεδό της σε τεχνική εταιρία, η οποία κατεδάφισε την οικία αυτή και οικοδόμησε πολυώροφη οικοδομή στο ανωτέρω οικόπεδο του ενάγοντος. Στη διάρκεια της δίκης δεν αποδείχθηκε ότι η οικία του ενάγοντος ήταν δυνατό να επισκευαστεί, ώστε να επανέλθει στην πρότερη κατάστασή της, (δηλαδή στην κατάσταση, στην οποία βρισκόταν, πριν προκληθούν οι επίδικες ζημίες σε αυτή). Επίσης, δεν αποδείχθηκε το κόστος αυτής της επισκευής. Αντίθετα, από το περιεχόμενο της ανωτέρω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης συνάγεται ότι η επισκευή της επίδικης οικίας θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής και ότι το κόστος επισκευής θα ήταν ιδιαίτερα μεγάλο.

Ενόψει αυτών τεκμαίρεται ότι η οικία του ενάγοντος, ως προς τα τμήματά της ΙΙ και ΙΙΙ, συνολικού εμβαδού 45,80 τμ, υπέστη ανεπανόρθωτες ζημίες, οι οποίες ισοδυναμούν με ολική καταστροφή της. Όπως ήδη εκτέθηκε, το κόστος ανακατασκευής αυτών των τμημάτων της οικίας του ενάγοντος, ανέρχεται στο ποσό των 35.841,74 Ε, αλλά τα καταστραφέντα τμήματα της οικίας του ενάγοντος δεν είχαν ίση αγοραία αξία κατά τον επίδικο χρόνο, (δηλαδή στη διάρκεια του έτους 2005, πριν προκληθούν οι επίδικες ζημίες σε αυτά), διότι ήδη τα τμήματα αυτά της οικίας ήταν σημαντικής παλαιότητας, αφού είχαν ανεγερθεί, αντίστοιχα, στη διάρκεια του έτους 1964 και 1978. Ενόψει αυτών των περιστατικών το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι η αξία των καταστραφέντων τμημάτων της οικίας του ενάγοντος ανερχόταν κατά τον επίδικο χρόνο στο ποσό των 21.505,04 Ε, ήτοι ότι ήταν μειωμένη κατά ποσοστό 40% σε σχέση με το κόστος ανακατασκευής τους, (ήτοι: 35.841,74 Ε – 40% = 21.505,04 Ε). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ισόποση αποζημίωση, ήτοι αποζημίωση, ποσού 21.505,04 Ε, προς αποκατάσταση της θετικής ζημίας που υπέστη από την καταστροφή των ανωτέρω τμημάτων της οικίας του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε διαφορετικά ως προς το ανωτέρω ζήτημα, (ήτοι ότι η αξία του ανωτέρω ακινήτου του ενάγοντος μειώθηκε κατά το ποσό των 35.841,74 Ε και, συνεπώς, αυτός δικαιούται ισόποση αποζημίωση), έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως παραπονούνται οι εναγόμενοι, ως εκκαλούντες, με τον 6ο λόγο της ένδικης έφεσής τους, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε παραδοχή αυτού του λόγου έφεσης ως ουσιαστικά βάσιμου και σε εξαφάνιση του αντίστοιχου κεφαλαίου της εκκαλούμενης απόφασης {…}.