8/2017 ΜονΠρΡοδ (ειδική) (εκδίκαση ανακοπής κατά εκτέλεσης κατά τη διαδικασία εργατικών διαφορών – κατάσχεση εις χείρας τράπεζας – καταχρηστικότητα αυτής)

8/2017 (ειδική)

Πρόεδρος: Γεώρ. Σαφούρης

Δικηγόροι: Σταυρούλα Παπαβασιλείου, Αναστ. Αθανασιάδης

 

Εκδίκαση ανακοπής κατά εκτέλεσης κατά τη διαδικασία εργατικών διαφορών, αν σε αυτή υπάγεται και η διάγνωση της επισπευδόμενης αξίωσης.

Κατάσχεση υπό εργαζομένων λ/σμού της εργοδότριας κλινικής εις χείρας Τράπεζας.   

Αποδοχή ανακοπής κατά άνω εκτέλεσης λόγω καταχρηστικότητας και αντίθεσης στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον, ενόψει του ότι βασική αιτία μη πληρωμής είναι η σημαντική καθυστέρηση του ΕΟΠΥΥ στην καταβολή υψηλών οφειλών προς την ανακόπτουσα κλινική για νοσηλευόμενους ασφαλισμένους, η απαίτηση των επισπευδόντων μπορεί να ικανοποιηθεί με κατάσχεση εις χείρας του ΕΟΠΥΥ, όπως έπραξαν και άλλοι απλήρωτοι εργαζόμενοι, σε συνδυασμό με το ότι τα κατατιθέμενα στον εν λόγω λ/σμό χρήματα χρησιμοποιούνται για τρέχουσες ανάγκες και παροχή υπηρεσιών προς τους νοσηλευόμενους, διό η επιλογή του άνω τρόπου ικανοποίησης υπερβαίνει σαφώς τα εκ των χρηστών ηθών όρια.

Συμψηφισμός δικ. εξόδων λόγω δυσχερούς ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου.

 

{…} Με την κρινόμενη ανακοπή, η ανακόπτουσα ζητεί να ακυρωθεί η επιβληθείσα διά του από 14.9.2016 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτου, κατάσχεση που επέβαλλαν οι καθ’ ων εις βάρος της και εις χείρας της Ε. Τράπεζας, και κάθε άλλη συναφής πράξη εκτέλεσης. Η αναγκαστική εκτέλεση επισπεύδεται από τους καθ’ ων η ανακοπή εις χείρας της Ε. Τράπεζας, σε βάρος λογαριασμού της ανακόπτουσας που τηρείται σε αυτήν, με βάση εκτελεστό απόγραφο εκ της υπ’ αρ. 127/2016 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η δε απαίτηση των καθ’ ων προέρχεται από οφειλόμενες προς αυτούς δεδουλευμένες αποδοχές, εκ των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθηκαν μεταξύ των διαδίκων. Συνακόλουθα, η κρινόμενη ανακοπή εισάγεται αρμοδίως ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 933, 42 παρ. 2 ΚΠολΔ), και πρέπει να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 947, 670 – 676 ΚΠολΔ), διότι σε αυτή τη διαδικασία υπάγεται και η διάγνωση της αξίωσης για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση (ΑΠ 1630/1983 ΝοΒ 1984. 1367, ΕφΘεσ 411/2009 ΕΠολΔ 2009. 698, ΕφΑθ 131/2008 Δνη 2009. 853, ΕφΑθ 5326/2007 Δνη 2008. 1099, ΕφΑθ 4193/2006 Δνη 2008. 839). Έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα (άρθρο 934 παρ. 1α’ ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ο μοναδικός λόγος της ανακοπής αναφέρεται σε καταχρηστικότητα και αντίθεση στην αρχή της αναλογικότητας του τρόπου ικανοποίησης της απαίτησης, ήτοι του τρόπου διεξαγωγής της διαδικασίας της εκτέλεσης (ΑΠ 69/2001 Δνη 2001. 916), και ότι ασκήθηκε (βλ. υπ’ αρ. …/28.10.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Α. Μ.), εντός της προθεσμίας των 45 ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης, ήτοι της επίδοσης του εγγράφου του άρθρου 983 παρ. 1 ΚΠολΔ στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται, που έλαβε χώρα για αμφότερους στις 16.9.2017 (βλ. έγγραφα δικογραφίας). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος.

Από τις ένορκες καταθέσεις … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αρ. 127/18.08.2016 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων αυτού του Δικαστηρίου, η νυν ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της παροχής νευροψυχιατρικής νοσηλείας, υποχρεώθηκε να καταβάλει προσωρινά στους νυν καθ’ ων η ανακοπή, προσληφθέντες με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου σε υποκατάστημα της ανακόπτουσας στο Ρ. Κομοτηνής, συνολικά το ποσό των 31.659,01 Ε, που αντιστοιχεί σε καθυστερούμενες δεδουλευμένες αποδοχές εργαζομένων για το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του έτους 2013 έως Αύγουστο του έτους 2015. Βάσει της απόφασης αυτής, οι καθ’ ων επέδωσαν κατασχετήριο εις βάρος της ανακόπτουσας, εις χείρας της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία Ε. Τράπεζα, όπου η ανακόπτουσα τηρούσε λογαριασμό, τόσο στην τελευταία όσο και σε υποκατάστημα της Ε. Τράπεζας στην Κομοτηνή, στις 16.9.2016. Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αρ. 223/26.09.2016 δήλωσης της Ε. Τράπεζας ενώπιον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής, η Ε. Τράπεζα δήλωσε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησης, και ότι τυχόν ποσά που θα δεσμευθούν στο μέλλον θα αποδοθούν στους κατάσχοντες μόνον κατόπιν δικαστικής άδειας, κατ’ άρθρο 88 Ν.Δ. 17.7/13.8.1923. Στο λογαριασμό, αυτό η επίδικη κατάσχεση είναι η μοναδική που έχει επιβληθεί, παρά το γεγονός ότι η ανακόπτουσα, διερχόμενη κρίση στα οικονομικά της, βαρύνεται με ληξιπρόθεσμες οφειλές σε πλήθος εργαζομένων και άλλων δανειστών, όπως για παράδειγμα η ΔΕΗ. Βασικός λόγος για τον οποίο η ανακόπτουσα αντιμετωπίζει δυσχέρεια στην πληρωμή των δανειστών της, είναι η καθυστέρηση εκ μέρους του ΕΟΠΥΥ καταβολής των οφειλών προς την ανακόπτουσα, για τους ασφαλισμένους του που νοσηλεύονται στην τελευταία, και οι οποίοι ανέρχονται περίπου σε 900 ασθενείς, συνολικά στις τρεις ψυχιατρικές κλινικές της. Μάλιστα, όσον αφορά την κλινική της ανακόπτουσας στο Ρ. Κομοτηνής, στην οποία εργάζονταν οι καθ’ ων, η καθυστερούμενη οφειλή του ΕΟΠΥΥ για τους ασφαλισμένους του που περιθάλπει η ανακόπτουσα ανερχόταν κατά το χρόνο της συζήτησης της ανακοπής σε 493.219,61 Ε. Για το λόγο αυτό, πολλοί δανειστές της ανακόπτουσας προβαίνουν σε κατάσχεση εις χείρας του ΕΟΠΥΥ για την ικανοποίηση των αξιώσεών τους, με αποτέλεσμα, για την κλινική του Ρ., να έχουν κατατεθεί κατασχετήρια συνολικού ποσού 175.205,82 Ε, κατά τον χρόνο της συζήτησης της ανακοπής. Οι οφειλές του ΕΟΠΥΥ προς την ανακόπτουσα καταβάλλονται τμηματικά, και με καθυστέρηση όπως ήδη αναφέρθηκε, στον επίδικο λογαριασμό που η ανακόπτουσα τηρεί στην Ε. Τράπεζα της Ελλάδος. Μάλιστα, τα χρήματα από τον ΕΟΠΥΥ είναι ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία των τριών κλινικών της ανακόπτουσας, διότι ο μεγάλος αριθμός των νοσηλευομένων κλινικών δημιουργεί σε καθημερινή βάση υψηλές οικονομικές ανάγκες, τις οποίες μόνο εν μέρει καλύπτουν οι νοσηλευόμενοι. Το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί εκ των εγγράφων της δικογραφίας και των λοιπών αποδεικτικών μέσων να σχηματίσει πλήρη εικόνα της πραγματικής οικονομικής κατάστασης της ανακόπτουσας, η οποία, κατά την κατάθεση του μάρτυρα των καθ’ ων είναι ανθηρή, και περιλαμβάνει τεράστια κινητή περιουσία, μεταβιβασθείσα προσωρινά στον πρόεδρο της ανακόπτουσας, κ. Σ.. Ωστόσο, το γεγονός ότι η απαίτηση των καθ’ ων είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με κατάσχεση εις χείρας του ΕΟΠΥΥ, έστω και με καθυστέρηση 4 μηνών, εξαιτίας της γραφειοκρατίας που δυσχεραίνει την κατάσχεση εις χείρας του εν λόγω ΝΠΔΔ, όπως έχουν πράξει και άλλοι απλήρωτοι εργαζόμενοι της ανακόπτουσας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα χρήματα εκ του ΕΟΠΥΥ που κατατίθενται αποκλειστικά στον επίδικο τραπεζικό λογαριασμό χρησιμοποιούνται για τρέχουσες ανάγκες των κλινικών, με άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα των παρασχεθεισών προς τους νοσηλευόμενους υπηρεσιών, αλλά και το γεγονός ότι η άμεση ικανοποίηση των καθ’ ων εκ των χρημάτων του επίδικου λογαριασμού είναι πιθανό να αποτελέσει παράδειγμα για άλλους εργαζόμενους, οι οποίοι θα προτιμήσουν την άμεση εξόφληση των απαιτήσεών τους από την τετράμηνη αναμονή κατόπιν μιας κατάσχεσης εις χείρας του ΕΟΠΥΥ, οδηγεί το Δικαστήριο στην κρίση ότι η ενέργεια των καθ’ ων να επιλέξουν αυτόν τον τρόπο ικανοποίησης των απαιτήσεών τους παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος), και υπερβαίνει σαφώς τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη (άρθρο 281 ΑΚ).

Για τους λόγος αυτούς, πρέπει η ανακοπή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να ακυρωθεί η κατάσχεση και κάθε συναφής πράξη εκτέλεσης, όπως αναφέρεται στο διατακτικό, τα δε δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων του δικαίου που εφαρμόσθηκαν κρίνεται δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

Παρατηρήσεις: 1) Στις 26. 9.2016 η Ε. Τράπεζα προέβη ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής σε νόμιμη και εμπρόθεσμη θετική δήλωση τρίτου. Σύμφωνα με την άποψη μίας μερίδας της θεωρίας και της νομολογίας, απόρροια αυτής της δήλωσης αποτελεί, μεταξύ άλλων, και η αυτοδίκαιη εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης στον κατάσχοντα σύμφωνα με τη συνδυαστική ερμηνεία των ά. 983 παρ. 3 ΚΠολΔ, 988 παρ. 1 ΚΠολΔ και 990 ΚΠολΔ (ΑΠ 1540/2000 Δ 2001. 529, ΟλΑΠ 3/1993 ΝοΒ 1995. 223, Κ. Πλιάτσικας, Η θετική δήλωση του τρίτου στο πλαίσιο της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, Δνη 2014. 356, ΠΠρΘεσ 10250/2003 Αρµ 2003. 1323). Στην υπό κρίση υπόθεση η ανακόπτουσα προέβη σε ανακοπή του ά. 933 ΚΠολΔ στις 27.10.2016. Επομένως, η ανακοπή αυτή ασκήθηκε σε χρονικό σημείο κατά το οποίο η ανακόπτουσα δεν ήταν πλέον δικαιούχος της εν λόγω απαίτησης με αποτέλεσμα να μη διαθέτει πλέον το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για την άσκηση του ά. 933 ΚΠολΔ. Ουσιαστικά, βάσει αυτής της άποψης η ανακοπή έπρεπε να ασκηθεί προτού η Ε. Τράπεζα προβεί στη θετική δήλωση του τρίτου, για να είναι τυπικά παραδεκτή.

Ωστόσο, κατά τα τελευταία χρόνια η νομολογία τείνει προς την απόρριψη αυτής της θέσης. Αντιθέτως, προκρίνει την πλήρη εφαρμογή του ά. 934 ΚΠολΔ (ΜΠρΑθ 63/2016 αδημοσίευτη, ΜΠρΑθ 66/2016 αδημοσίευτη), αφού «αυτή η διάταξη θέτει ρητά την προθεσμία άσκησης της ανακοπής σε περίπτωση κατάσχεσης σε χέρια τρίτου», ανεξαρτήτως θετικής ή αρνητικής δήλωσης τρίτου. Στην κρινόμενη υπόθεση ορίζει ως αποσβεστική προθεσμία τις σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της επίδοσης του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθού. Αυτή τη γραμμή ακολουθεί και η εν λόγω απόφαση.

2) Αξίζει να σημειωθεί πως το πιστωτικό ίδρυμα κατέθεσε στη δήλωσή του πως τα ποσά που ενδεχομένως θα δεσμευθούν στο μέλλον, θα αποδοθούν αποκλειστικά μέσω δικαστικής άδειας βάσει του ά. 88 ν.δ. 17.7/13.08.1923. Πρόκειται για πάγια πρακτική των τραπεζών, η οποία υποχρεώνει τον δανειστή να λάβει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων από το μονομελές πρωτοδικείο της γενικής δωσιδικίας του τρίτου άδεια, προκειμένου να αναλάβει τα κατασχεθέντα χρήματα από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (βλ. ενδεικτικά ΜΠρΘηβ 367/2002 Δ 2003. 230). Κατ’ εξαίρεση, το ά. 87 παρ. 2 ν.δ. 17.7/13.8.1923  επιτρέπει στην ΕΤΕ να καταθέσει τα χρήματα αυτά σε ειδικό λογαριασμό καταθέσεως όψεως της ίδιας. Με αυτό τον τρόπο οι τράπεζες μειώνουν τον κίνδυνο δικής του ευθύνης. Οι γενικές διατάξεις των ά. 982 επ. ΚΠολΔ εφαρμόζονται συμπληρωματικά, όπου υπάρχουν κενά (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Δίκαιου Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 861, ΜΠρΠρεβ 69/2013 Νόμος, ΜΠρΘηβ 367/2002 Δ 2003. 230).

3) Μία από τις ειδικότερες εκφάνσεις της αρχής της αναλογικότητας, η οποία διέπει το σύνολο της έννομης τάξης, αποτελεί και η αρχή της ελάχιστης δυνατής προσβολής ή του ηπιότερου μέσου. Αυτή η αρχή προβλέπει την επιβολή εκείνου του μέτρου από τα διαθέσιμα το οποίο αποδεικνύεται ως λιγότερο επαχθές για το άτομο. Άλλη μορφή της αναλογικότητας συνιστά και η αρχή της αποφυγής ασύμμετρων ή δυσανάλογων συνεπειών από την επιβολή του μέτρου. Στο πλαίσιο αυτής της αρχής γίνεται στάθμιση κόστους – οφέλους από τις συνέπειες του μέτρου(Βλ. σχετ. Αν. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, έκδοση 9η, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 202 και 203, ΟλΑΠ 10/2003 Αρχείο ιστοσελίδας Αρείου Πάγου «http://www.areiospagos.gr/» και ΟλΑΠ 43/2005 Αρχείο ιστοσελίδας Αρείου Πάγου «http://www.areiospagos.gr/»).

Επιπρόσθετα, η κατάχρηση δικαιώματος (ά. 281 ΑΚ) εμφανίζεται και υπό τη μορφή της έλλειψης δικαιολογημένου συμφέροντος, η οποία πρέπει να διαπιστώνεται inconcreto. Τέτοια περίπτωση αποτελεί και η επιλογή επαχθέστερου μέσου για την ικανοποίηση ενός δικαιώματος(Π. Φίλιος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, έκδοση 4η, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 176), όταν υπάρχει η δυνατότητα άμεσης και πλήρους ικανοποίησης με άλλον ηπιότερο τρόπο.

Εν προκειμένω, η κατάσχεση του λογαριασμού της ανακόπτουσας – οφειλέτριας οδηγεί σύμφωνα με τις παραδοχές του δικαστηρίου σε βαρύτατες συνέπειες. Ειδικότερα, τα χρήματα του λογαριασμού αξιοποιούνται για τρέχουσες ανάγκες των κλινικών. Από τη γραμματική διατύπωση της απόφασης φαίνεται ξεκάθαρα πως οι πόροι αυτοί χρησιμοποιούνται όχι μόνο για την κλινική που βρίσκεται στο Ρ. Κομοτηνής αλλά και για τις υπόλοιπες κλινικές. Συνεπώς, είναι δυσανάλογη η σχέση μεταξύ μέσου και επίτευξης σκοπού, καθώς μέσω αυτής της κατάσχεσης επέρχεται παράλυση της χρηματοδότησης και των άλλων κλινικών οι οποίες δεν σχετίζονται με την κλινική του Ρ. Κομοτηνής. Άλλωστε, κατά τις παραδοχές του δικαστηρίου υπάρχει δυνατότητα περιορισμού της ζημίας της κατάσχεσης, αν οι καθ’ ων η ανακοπή – δανειστές προβούν σε κατάσχεση εις χείρας του ΕΟΠΥΥ επιλέγοντας ένα ηπιότερο μέσο ικανοποίησης της απαίτησής τους. Μάλιστα, αξιοσημείωτη είναι η επιλογή αυτή του δικαστηρίου παρόλη την τετράμηνη καθυστέρηση της ικανοποίησης από τον ΕΟΠΥΥ.

4) Τέλος, άξιο προσοχής είναι το γεγονός της εφαρμογής του ά. 179 ΚΠολΔ λόγω δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου. Πρόκειται για περίπτωση συμψηφισμού του συνόλου των δικαστικών εξόδων, εγκαταλείποντας ουσιαστικά την αρχή της ήττας.

Μιχαήλ Κ. Αλχαζίδης & Μαρίνος Ιωάν. Βαβατσικλής

Ασκούμενος Δικηγόρος / Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω