90/2016 ΤρΕφΛαρ (αδικοπραξία με παράλειψη επί υποχρέωσης προφύλαξης – ευθύνη προστήσαντος -υποπρόστηση)
90/2016
Πρόεδρος: Γρηγ. Παπαδημητρίου
Εισηγήτρια: Ειρήνη Γκορτσίλα
Δικηγόροι: Αναστασία Κουκουτιανού, Ανδρ. Χατζηλάκος, Ιωάν. Καλλιακμάνης, Λεων. Βασιλόπουλος
Επί αδικοπραξίας παράνομη η παράλειψη επί υποχρέωσης προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος, απορρέουσας από νόμο, δικαιοπραξία ή την καλή πίστη, και δη όταν με προηγούμενη πράξη δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να λάβει μέτρα για αποτροπή του κινδύνου.
Διάκριση υπαιτιότητας από την παρανομία, ενδέχεται όμως η αμέλεια να καθιστά τη συμπεριφορά και παράνομη ή αντιστρόφως, όπως επί παράβασης του γενικού καθήκοντος επιμέλειας.
Επί πρόστησης, ήτοι παροχής υπηρεσιών υπό τον έλεγχο και επίβλεψη του προστήσαντος έστω και με γενικές οδηγίες, αντικειμενική (συν)ευθύνη αυτού για παράνομη υπαίτια συμπεριφορά προστηθέντος. Αν ο αρχικός προστηθείς έχει δυνατότητα χρησιμοποίησης (υπο)προστηθέντων, ευθύνη προστήσαντος και για την αδικοπραξία αυτών χωρίς ανάγκη ελέγχου και παροχής οδηγιών σε αυτούς.
Ανάθεση υπό ιδιοκτήτη εμπορικού κέντρου της διαχείρισης λειτουργίας του σε εταιρία και περαιτέρω ανάθεση υπ’ αυτής υπηρεσιών καθαρισμού και ασφάλειας του εμπορικού κέντρου σε άλλη εταιρία.
Πτώση (και σωματική βλάβη) εγκύου επισκέπτριας του κέντρου στο δάπεδο λόγω ολισθηρότητας εκ προηγηθέντος καθαρισμού. Υπαιτιότητα του υπό της διαχειρίστριας (προστηθείσας) εταιρίας ορισθέντος ως γενικού διευθυντή του εμπορικού κέντρου ο οποίος δυνάμει σύμβασης εργασίας είχε αρμοδιότητα εποπτείας του καθαρισμού και, παρά την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, παρέλειψε να ελέγξει την κατάσταση των δαπέδων, ασκώντας εποπτεία στο προσωπικό καθαριότητας ώστε να εξαλείψει την επικίνδυνη ολισθηρότητα, ως και στο προσωπικό ασφαλείας ώστε να σημανθεί ο χώρος με κατάλληλη πινακίδα.
Αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη του εμπορικού κέντρου – αρχικού προστήσαντος την διαχειρίστρια εταιρία λόγω πταίσματος του άνω υποπροστηθέντος κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του.
Μη απόδοση κοινού παραβόλου έφεσης στο νικήσαντα διάδικο επί ήττας των συνεκκαλούντων – ομοδίκων του.
{…} Κατά το άρθρ. 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρ. 297 και 298 ΑΚ, ενώ κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση. Από τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 ΑΚ και 15 ΠΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κάποιος κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (ΑΠ 1796/2012, ΑΠ 1629/2010, ΑΠ 118/2006 ΑΠ 831/2005 Νόμος). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Έτσι αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος δεν δικαιούται αποζημίωσης, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρ. 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Με την έννοια αυτή η υπαιτιότητα, ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης, διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στη συμπεριφορά να την καθιστά συγχρόνως και παράνομη ή αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ίδια και την ύπαρξη υπαιτιότητας με την μορφή ειδικότερα της αμέλειας, που συμβαίνει όταν η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, σύμφωνα με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, άσχετα αν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου. Εξ άλλου πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως την αντίστοιχη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Η ζημία ή αναλόγως η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη ενδέχεται να οφείλονται και σε αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, δηλαδή του προσώπου που με τη βούληση κάποιου άλλου, χαρακτηριζόμενου ως προστήσαντος, παρέχει σ’ αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεών του ή προώθησης των οποιωνδήποτε συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχό του ή έστω υπό την επίβλεψή του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία (ΑΠ 280/2009, 605/2009 Νόμος). Εφόσον αυτό συμβαίνει, θεμελιώνεται κατά το άρθρ. 922 ΑΚ η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο συνευθύνεται εις ολόκληρο, όπως αυτό συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρ. 481, 486 και 926 ΑΚ (ΑΠ 1796/2012ό.π.). Αν με τη βούληση του προστήσαντος ο αρχικός προστηθείς έχει δυνατότητα να χρησιμοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στη διεκπεραίωση της υποθέσεως του προστήσαντος, ο τελευταίος ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες των υποπροστηθέντων χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή να δίδει οδηγίες και εντολές σ’ αυτούς (ΑΠ 605/2009, ΕφΛαμ 122/2011, ΕφΠατρ 892/2006, ΕφΝαυπλ 456/2002 Nόμος, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχ. Δίκαιο, Γενικό Μέρος 1999, σ. 627, Γεωργιάδη Σταθόπουλου, ΑΚ, άρθρο 922 αριθμ. 20). Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις … αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εδρεύουσα στην Α. εφεσίβλητη – εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Λ. Α.Ε.Κ. ΑΕ» σε ακίνητα κυριότητός της, που βρίσκονται εκτός της πόλης της Λ. και στο … χιλ. της Π.Ε.Ο. Λ. – Α., κατασκεύασε εμπορικό κέντρο με το διακριτικό τίτλο «P. P.», το οποίο έκτοτε εκμεταλλεύεται η ίδια. Σ’ αυτό υπάρχουν καταστήματα και χώροι προορισμένοι για λιανικό εμπόριο (καταστήματα ένδυσης, υπόδησης, οικιακού εξοπλισμού κλπ), φαγητό και αναψυχή, παροχή υπηρεσιών και άλλες πρόσθετες δραστηριότητες. Η άνω ιδιοκτήτρια εταιρεία, προκειμένου να εναρμονίσει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις όλων των καταστηματαρχών, καθώς και όλων όσων κάνουν χρήση οιουδήποτε χώρου που βρίσκεται εντός του εμπορικού κέντρου, καθώς και να εξασφαλίσει τις κατάλληλες συνθήκες για τη λειτουργία του εμπορικού κέντρου και να καταστήσει εφικτή τη διοίκηση και διαχείρισή του, συνέταξε Κανονισμό, στον οποίο θα πρέπει να συμμορφώνονται όλοι όσοι δραστηριοποιούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο εντός του εμπορικού κέντρου. Περαιτέρω δε με σύμβαση ανέθεσε στην εδρεύουσα στην Α. ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Σ. Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας ΑΕ» τη διαχείριση και την αρμοδιότητα για τη λειτουργία του εμπορικού κέντρου για το από 1.4.2008 και για μία εξαετία χρονικό διάστημα (βλ. σχετικό απόσπασμα συμφωνητικού διαχείρισης περιουσίας). Η διαχειρίστρια εταιρεία ανέλαβε τη λειτουργία του εμπορικού κέντρου προς όφελος και το συμφέρον της ιδιοκτήτριας και σύμφωνα με τις οδηγίες αυτής, παρασχέθηκε δε σ’ αυτή η δυνατότητα να αναθέτει περαιτέρω σε τρίτα πρόσωπα μέσω σύναψης συμβάσεων υπεργολαβίας την παροχή υπηρεσιών, που περιλαμβάνονται στη διαχείριση και λειτουργία του εμπορικού κέντρου και τις υπηρεσίες που αυτή οφείλει να παρέχει στην ιδιοκτήτρια εταιρεία. Προς εκτέλεση του έργου της η διαχειρίστρια εταιρεία με την από 2.1.2008 σύμβαση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου προσέλαβε τον Γ. Κ., δεύτερο εφεσίβλητο – εκκαλούντα, ως διευθυντή του εμπορικού κέντρου, με τη δε από 1.2.2008 ομοία σύμβαση προσέλαβε το Θ. Χ., τρίτο εφεσίβλητο – εκκαλούντα, ως υπεύθυνο των λειτουργιών του κέντρου. Παράλληλα η ως άνω διαχειρίστρια ανέθεσε τις υπηρεσίες καθαρισμού του εμπορικού κέντρου στην εδρεύουσα στην Α. ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Υ. ΑΕ» και το διακριτικό τίτλο «Υ. ΑΕ» και τις υπηρεσίες ασφαλείας στην εδρεύουσα στη Θ. Θ. ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «I. A. S. AE». Στις 23.4.2012, ημέρα Δευτέρα και περί ώρα 10.30’ η εκκαλούσα – κυρίως ενάγουσα μαζί με τον πρωτότοκο γιο της, ηλικίας 3 ετών, επισκέφθηκε το εμπορικό κέντρο, προκειμένου να πραγματοποιήσει αγορές, ενόψει της προγραμματισμένης για το Σάββατο 28.4.2012 βάπτισης του δεύτερου γιου της. Σημειωτέον ότι η ίδια εγκυμονούσε, ήταν στον 5ο μήνα της κύησης του τρίτου τέκνου της. Επισκέφθηκε το κατάστημα υποδημάτων «Α.» και στη συνέχεια το κατάστημα «Ρ.Ο.», εξερχόμενη δε από το τελευταίο, βαδίζοντας αμέριμνη περί το κέντρο του διαδρόμου, στο ύψος του καταστήματος «Κ.», πάτησε επάνω σε υγρά, καθώς ο χώρος προηγουμένως είχε καθαριστεί με τη χρήση νερού και απορρυπαντικών, τα οποία όμως δεν είχαν απομακρυνθεί επιμελώς, ώστε να εξαλειφθεί η ολισθηρότητα, ούτε είχε τοποθετηθεί στο εν λόγω σημείο η κατάλληλη σήμανση, η οποία να προειδοποιεί ότι το δάπεδο ήταν ακόμη υγρό, με αποτέλεσμα, λόγω της ολισθηρότητας, να χάσει την ισορροπία της, να πέσει στο δάπεδο και να υποστεί την κατωτέρω εκτιθέμενη σωματική βλάβη. Στις κραυγές της, λόγω του έντονου πόνου που ένιωσε, προσέτρεξαν σε βοήθειά της οι υπάλληλοι των παρακείμενων καταστημάτων, μεταξύ των οποίων ο υπάλληλος του καταστήματος «P.O.» Ν. Τ., που μόλις προηγουμένως την είχε εξυπηρετήσει, καθώς και η υπάλληλος του καταστήματος «Α.» Π.Π., ακολούθως δε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, που εσπευσμένα κλήθηκε, μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λ.. Περί του ότι το δάπεδο του διαδρόμου στο συγκεκριμένο σημείο ήταν υγρό και ολισθηρό προκύπτει από την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξέταση, ως μάρτυρα, του προαναφερθέντος Ν. Τ., ο οποίος μάλιστα καταθέτει ότι το γεγονός αυτό αποτέλεσε αντικείμενο σχολιασμού από τον ίδιο και τον υπεύθυνο λειτουργιών – τεχνικό διευθυντή, τρίτο εφεσίβλητο – εκκαλούντα Θ., καθ’ ον χρόνον ανέμεναν την έλευση του ασθενοφόρου. Ο εν λόγω δε μάρτυρας δίδει και την εξήγηση της ολισθηρότητας του συγκεκριμένου σημείου του δαπέδου, ότι δηλαδή κατά τις αμέσως προηγούμενες ημέρες στο συγκεκριμένο χώρο υπήρχε ένα περίπτερο για παιδικές εκδηλώσεις – ψυχαγωγία των παιδιών, τοποθετημένο επάνω σε χαλί – μοκέτα, στερεωμένη περιμετρικά με κάποιο είδος κολλητικής ταινίας, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσιβλήτους – εκκαλούντες. Με την αφαίρεση του περιπτέρου και της μοκέτας παρέμειναν υπολείμματα στο δάπεδο σε σχήμα Π από την εν λόγω κολλητική ταινία, τα οποία, παρότι οι καθαρίστριες καθάρισαν το πρωϊνό εκείνης της ημέρας πριν την έναρξη λειτουργίας του εμπορικού κέντρου, δεν απομακρύνθηκαν πλήρως. Από τις καταγραφές μιας από τις πολλές κάμερες ασφαλείας, που διαθέτει το εμπορικό κέντρο, στο σχετικό DVD που προσκομίσθηκε, φαίνονται οι καθαρίστριες – σκυμμένες – να επιμένουν στον καθαρισμό του συγκεκριμένου σημείου, προφανώς κάνοντας χρήση νερού και διαφόρων καθαριστικών υγρών, τα οποία όμως εν τέλει δεν απομάκρυναν πλήρως, με αποτέλεσμα η εκκαλούσα να πατήσει επ’ αυτών, καθώς αμέριμνα βάδιζε, να γλιστρήσει και να πέσει. Οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι ουδεμία ευθύνη φέρουν στην πρόκληση του ατυχήματος και τον τραυματισμό της εκκαλούσας – ενάγουσας, αρνούμενοι ότι το δάπεδο ήταν υγρό και ολισθηρό, προβάλλοντες ως επιχείρημα ότι, εάν πράγματι το δάπεδο ήταν υγρό και ολισθηρό, ανάλογο πρόβλημα θα είχε δημιουργηθεί και στους λοιπούς κυκλοφορούντες στο εμπορικό κέντρο – προσωπικό καταστημάτων, επισκέπτες. Σε κάθε, δε, περίπτωση, ότι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η εν λόγω κατάσταση επικινδυνότητας είχε δημιουργηθεί, άμεσα θα είχε γίνει αντιληπτή από το προσωπικό ασφαλείας, που θα φρόντιζε για την εξάλειψή της με τον καθαρισμό και το στέγνωμα του δαπέδου. Επί των ανωτέρω λεκτέα τα εξής: η κίνηση στο εμπορικό κέντρο από την έναρξη της λειτουργίας του την 10.00’ ώρα μέχρι το χρόνο που συνέβη το ατύχημα ήταν ελάχιστη, αφού επρόκειτο για πρωϊνή ώρα, ημέρας Δευτέρας, την οποία ελάχιστοι επιλέγουν για ψώνια, σε κάθε δε περίπτωση το συγκεκριμένο σημείο, όπου έπεσε η ατυχής γυναίκα, ευρισκόμενο σε ελάχιστη απόσταση σε ευθεία γραμμή από μεγάλη, σε σχήμα παραλληλογράμμου, τοποθετημένη κάθετα στο μέσον του διαδρόμου, σταθερή ζαρντινιέρα, δεν αποτελούσε σημείο διέλευσης υπαλλήλων και επισκεπτών, οι οποίοι ακριβώς λόγω της ύπαρξης του συγκεκριμένου εμποδίου (ζαρντινιέρας) στην πορεία τους, διέρχονταν από αριστερά ή δεξιά αυτού. Η εκκαλούσα διήλθε από το συγκεκριμένο σημείο διότι κινήθηκε διαγώνια στο διάδρομο, παρόμοια δε κίνηση, όπως εμφαίνεται από τις σχετικές καταγραφές της κάμερας ασφαλείας, είχε γίνει μόνον από 2-3 άτομα, μεταξύ των οποίων ήταν και αυτή μιας καθαρίστριας, η οποία διήλθε από το συγκεκριμένο σημείο δύο φορές, κρατώντας στα χέρια της έναν κουβά, σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο, αφότου όλες οι καθαρίστριες μαζί είχαν προβεί στον καθαρισμό του συγκεκριμένου σημείου. Η κατάθεση του προαναφερθέντα μάρτυρα Ν. Τ., ο οποίος με σαφήνεια καταθέτει, τόσον ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όσον και στην ένορκη εξέτασή του στα πλαίσια της προανάκρισης, που διενεργήθηκε, για το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ότι το δάπεδο στο συγκεκριμένο σημείο του διαδρόμου του εμπορικού κέντρου ήταν υγρό και ολισθηρό, ως ενισχυόμενη και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, κρίνεται περισσότερο πειστική από την αντίστοιχη της Π. Π., ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η οποία καταθέτει ότι δεν αντιλήφθηκε να είναι υγρό το δάπεδο. Εξάλλου, ευθύς ως οι άνδρες του ΕΚΑΒ παρέλαβαν την εκκαλούσα από το σημείο της πτώσης της και τη μετέφεραν στο ασθενοφόρο, οι άνδρες της ασφαλείας του εμπορικού κέντρου τοποθέτησαν στο σημείο την ειδική προειδοποιητική πινακίδα «wetfloor», πινακίδα, που δεν θα υπήρχε λόγος να τοποθετηθεί, αν πράγματι το δάπεδο ήταν στεγνό, όπως διατείνονται οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι. Οι καθαρίστριες ακολούθως προέβησαν σε επιστάμενο νέο καθαρισμό του χώρου και τοποθετήθηκαν εν συνόλω τέσσερις από τις εν λόγω προειδοποιητικές πινακίδες, για να επισημαίνουν στους διερχόμενους την επικινδυνότητα της διέλευσής τους από αυτόν. Η πρώτη εφεσίβλητη – εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία, ιδιοκτήτρια του εμπορικού κέντρου, η οποία απηύθυνε προς το κοινό πρόσκληση να επισκέπτεται και να χρησιμοποιεί τους χώρους του, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διατηρεί σε άψογη κατάσταση τις εγκαταστάσεις του εμπορικού κέντρου, αφού έθεσε αυτό σε λειτουργία, απασχολώντας προσωπικό και δεχόμενο επισκέπτες, αποκομίζοντας έτσι περιουσιακό όφελος από τη λειτουργία του. Γεγονός είναι ότι η άνω ιδιοκτήτρια εταιρεία, τα διευθυντικά στελέχη της οποίας είναι αλλοδαποί, διαμένοντες και στην αλλοδαπή, ανέθεσε τη διοίκηση και διεύθυνση του εμπορικού κέντρου, ως προεκτέθηκε, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Σ. Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας ΑΕ», η οποία ήταν υποχρεωμένη, μεταξύ άλλων, κατά το σχετικό άρθρο 6 παρ. 5 περ. θ’ και ι’ του Κανονισμού, να εξασφαλίζει τη συντήρηση, διατήρηση και καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων του εμπορικού κέντρου, καθώς και να εποπτεύει όλες τις υπηρεσίες καθαρισμού, συντήρησης και ασφάλειας καθώς και κάθε άλλη παρεχόμενη υπηρεσία. Η τελευταία τον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων του κέντρου ανέθεσε στην «Υ. ΑΕ» και τις υπηρεσίες ασφαλείας στην εδρεύουσα στη Θ. Θ. ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «I. A. S. AE», ενώ παράλληλα προσέλαβε τους δεύτερο και τρίτο εφεσίβλητους – εναγόμενους, ως γενικό διευθυντή του εμπορικού κέντρου και διευθυντή των λειτουργιών αυτού, αντίστοιχα τον καθένα. Ως εκ τούτου, ο ευρισκόμενος κατά την ημέρα εκείνη στο εμπορικό κέντρο Θ. Χ., τρίτος εφεσίβλητος – εναγόμενος, ο οποίος, δυνάμει της σύμβασης εργασίας του, ως διευθυντής λειτουργιών των εμπορικού κέντρου, είχε την αρμοδιότητα να εποπτεύει, μεταξύ άλλων, και της υπηρεσίας καθαρισμού και ασφάλειας αυτού, είναι υπαίτιος στην πρόκληση του συγκεκριμένου ατυχήματος και την εκ τούτου προκληθείσα σωματική βλάβη της εκκαλούσας – ενάγουσας, αφού αυτός, παρότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, ως επιφορτισμένος με το καθήκον να εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία του εμπορικού κέντρου και συνεπώς να μεριμνά και να διασφαλίζει τη σωματική ακεραιότητα και υγεία του προσωπικού και των επισκεπτών του εμπορικού κέντρου, παρέλειψε το πρωϊνό εκείνης της ημέρας να ελέγξει ο ίδιος με προσωπική επιτόπια μετάβαση την κατάσταση των δαπέδων στους εσωτερικούς χώρους του εμπορικού κέντρου, ασκώντας τη δέουσα εποπτεία στην εργασία του προσωπικού καθαριότητας αφενός, ώστε αυτό να απομακρύνει επιμελώς τα υπολείμματα του προηγηθέντος καθαρισμού του δαπέδου κατά τρόπον ώστε να εξαλειφθεί ολοσχερώς η ολισθηρότητα αυτού και η κατάσταση επικινδυνότητας που είχε δημιουργηθεί, αλλά και στο προσωπικό ασφαλείας αφετέρου, το οποίο άμεσα δεν μερίμνησε, ενόψει της ύπαρξης υγρών και απορρυπαντικών στο δάπεδο να σημανθεί ο χώρος με την κατάλληλη ένδειξη, που να εφιστά την προσοχή του προσωπικού και των επισκεπτών του κέντρου στην επικινδυνότητα της διέλευσης από το συγκεκριμένο σημείο, με την τοποθέτηση των ειδικών προειδοποιητικών πινακίδων «wetfloor». Υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ως άνω παράνομης συμπεριφοράς του τρίτου εφεσιβλήτου – εναγομένου και της σωματικής βλάβης που προκλήθηκε στην εκκαλούσα, αφού αυτός αν με επιμέλεια και κατά τον προσήκοντα τρόπο ασκούσε τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί, ήτοι αν επέβλεπε την εργασία του προσωπικού καθαριότητας, θα είχε αντιληφθεί ότι στο δάπεδο είχαν παραμείνει, μετά τον καθαρισμό του, υπολείμματα νερού και απορρυπαντικών και άμεσα θα είχε φροντίσει να άρει την κατάσταση επικινδυνότητας που είχε δημιουργηθεί, δίδοντας εντολή πρώτον μεν για την άμεση τοποθέτηση των ενδεικτικών πινακίδων «wetfloor» και στη συνέχεια για τον εκ νέου καθαρισμό και στέγνωμα του δαπέδου, οπότε το ανωτέρω ζημιογόνο αποτέλεσμα δεν θα είχε επέλθει. Συνεπώς, αυτός είναι υπαίτιος για τη διά παραλείψεως προκληθείσα από αμέλειά του σωματική βλάβη στην εκκαλούσα – ενάγουσα και για το αδίκημα αυτό παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας για να δικαστεί. Όσον αφορά την ευθύνη της πρώτης εφεσίβλητης – εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι αυτή, αναθέτοντας τη διεύθυνση της λειτουργίας του εμπορικού κέντρου στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Σ. Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας ΑΕ», εκπλήρωσε την ιδιαίτερη νομική της υποχρέωση να διατηρεί σε άριστη κατάσταση τις εγκαταστάσεις του εμπορικού κέντρου, ώστε να εξασφαλίζει την ασφάλεια και σωματική ακεραιότητα του κοινού, μεταθέτοντας σ’ αυτή την ευθύνη για τον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων του εμπορικού κέντρου, καθώς και την εν γένει εποπτεία για όλες τις υπηρεσίες καθαρισμού, συντήρησης και ασφάλειας του εμπορικού κέντρου, αυτή (πρώτη εναγόμενη – εφεσίβλητη εταιρεία) σε κάθε περίπτωση ευθύνεται αντικειμενικά για την πρόκληση της σωματικής βλάβης στην ενάγουσα – εκκαλούσα, λόγω του προαναφερθέντος πταίσματος του υποπροστηθέντος τρίτου εφεσιβλήτου – εναγομένου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Και τούτο διότι, εφόσον με τη βούληση της ιδιοκτήτριας πρώτης εναγόμενης – εφεσίβλητης εταιρείας, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σε ελληνική μετάφραση απόσπασμα της σύμβασης διαχείρισης περιουσίας, που αυτή συνήψε με την αρχικώς προστηθείσα «Σ. Διαχείριση Ακίνητης Περιουσίας ΑΕ», ανατέθηκε στην τελευταία η λειτουργία του εμπορικού κέντρου προς όφελος και το συμφέρον της και σύμφωνα με τις οδηγίες αυτής και παρασχέθηκε σ’ αυτή (αρχική προστηθείσα) η δυνατότητα να αναθέτει περαιτέρω σε τρίτα πρόσωπα, που προσλαμβάνει, την παροχή υπηρεσιών, που ανάγονται στη διαχείριση και λειτουργία του εμπορικού κέντρου, αυτή ευθύνεται και για την αδικοπραξία του υποπροστηθέντος τρίτου εφεσιβλήτου – εναγομένου, χωρίς να προσαπαιτείται η ίδια να ασκεί έλεγχο ή να δίδει οδηγίες και εντολές απ’ ευθείας σ’ αυτόν, κατά τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας εκτεθέντα. Περαιτέρω, εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει ότι η εκκαλούσα – ενάγουσα φέρει οιαδήποτε ευθύνη στην πρόκληση της σωματικής της βλάβης. Αυτή, όπως προκύπτει από την καταγραφή της κάμερας ασφαλείας, όπως αυτή μεταφέρθηκε στο προσκομιζόμενο DVD, εξερχόμενη από το κατάστημα P.O. και φορώντας παπούτσια στρωτά, χωρίς τακούνι, κινήθηκε διαγώνια στο διάδρομο, βαδίζοντας κανονικά και όχι τρέχοντας για να προλάβει τον τρίχρονο γιο της, που προπορεύονταν αυτής κυλώντας το καρότσι του, όπως οι εναγόμενοι – εφεσίβλητοι υποστηρίζουν, γλίστρησε λόγω της ολισθηρότητας του δαπέδου και έπεσε. Το ίδιο ατύχημα θα μπορούσε να είχε συμβεί σε οιοδήποτε ανυποψίαστο περαστικό διέρχονταν από το συγκεκριμένο σημείο, αφού δεν είχε τοποθετηθεί η κατάλληλη σήμανση που να εφιστά την προσοχή ότι το δάπεδο ήταν υγρό. Με βάση τα ανωτέρω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και τις προαναφερόμενες σκέψεις, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση ομοίως έκρινε ότι για τον τραυματισμό της ενάγουσας ευθύνονται οι πρώτη και τρίτος εναγόμενοι και απέρριψε την επικουρικώς προβληθείσα από αυτούς νόμιμη, κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, ένσταση περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στη σωματική της βλάβη, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων της έφεσης αυτών, όσον και των αντίστοιχων της έφεσης, που άσκησε η παρεμβαίνουσα υπέρ της πρώτης εναγόμενης ασφαλιστική εταιρεία, με ιδιαίτερη επισήμανση ως προς την αντικειμενική ευθύνη που φέρει η πρώτη εναγόμενη – εφεσίβλητη εταιρεία, η αιτιολογία της οποίας συμπληρώνεται με την παρούσα. Όμως, ο δεύτερος εναγόμενος, διευθυντής του εμπορικού κέντρου Γ. Κ. κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το άνω ατύχημα, αποδεικνύεται ότι δεν βρισκόταν στο εμπορικό κέντρο. Αυτός βρισκόταν σε κανονική άδεια απουσίας τριών ημερών, ήτοι από 23.4 έως και 25.4.2012, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα του βιβλίου αδειών του προσωπικού, που τηρούσε η διαχειρίστρια του εμπορικού κέντρου εταιρεία. Ως εκ τούτου αυτός κατ’ εκείνο το χρόνο, ούτε όφειλε, ούτε μπορούσε να μεριμνά και να διασφαλίζει τη σωματική ακεραιότητα και υγεία του προσωπικού και των επισκεπτών του εμπορικού κέντρου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που άλλως έκρινε, ήτοι ότι και αυτός είναι υπαίτιος για τη διά παραλείψεως προκληθείσα σωματική βλάβη της ενάγουσας, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και θα πρέπει ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης των εναγομένων να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν. {…} Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αυτών των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα κατανεμηθούν μεταξύ τους ανάλογα με την έκταση της κατά ένα μέρος νίκης και ήττας αυτών (άρθρ. 178, 183 ΚΠολΔ) και θα επιβληθεί μέρος των εξόδων της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων. Επίσης, θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην υπό στοιχ. Α εκκαλούσα, της οποίας η έφεση γίνεται κατά ένα μέρος δεκτή, του παραβόλου που αυτή κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσης, ποσού 200 Ε, ενώ, ενόψει του ότι το παράβολο που κατέθεσαν οι υπό στοιχ. Β εκκαλούντες είναι κοινό, δεν θα διαταχθεί η απόδοση αυτού στον νικήσαντα δεύτερο εκκαλούντα, αλλά θα διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας των ομοδίκων του (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ)…