96/2016 ΤρΕφΛαρ (ευθύνη κληρονόμου επ’ ωφελεία απογραφής – συνέπειες αγωγής κατ’ αυτού)
96/2016
Πρόεδρος: Χρυσούλα Χαλιαμούρδα
Εισηγήτρια: Βαρβάρα Πάπαρη
Δικηγόροι: Στεφ. Καραγεώργος, Θεοφάνης Μπέκας
Ευθύνη κληρονόμου επ’ ωφελεία απογραφής για χρέη κληρονομίας μόνο ως το ενεργητικό της και όχι με την ατομική του περιουσία. Η ανεπάρκεια κληρονομιαίας περιουσίας για ικανοποίηση κληρονομικών δανειστών δεν επηρεάζει τη νομιμοποίηση του κληρονόμου επί κατ’ αυτού αγωγής επιδίκασης, ούτε τη βασιμότητά της, αλλά επάγεται αδυναμία εκτέλεσης επί της ατομικής περιουσίας του.
Αγωγή αποζημίωσης ν.π.ι.δ (Γηροκομείου) για αποκατάσταση ζημίας εξ οικονομικών ατασθαλιών και δη πλαστογραφίας και υπεξαίρεσης υπό των εναγομένων (εργαζόμενό του και Πρόεδρο ΔΣ αυτού).
Μη αιτιώδης συνάφεια της αδικοπραξίας με την κατά τα επόμενα έτη μείωση των προς το ενάγον δωρεών τρίτων, που εξαρτιόταν και από άλλους μελλοντικούς αστάθμητους παράγοντες, μόνο δε η μείωση του κύρους του και ο κλονισμός εμπιστοσύνης του κόσμου δεν αρκούν για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών.
{…} 4. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσον και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι δεν αποκαθίσταται όλη η ζημία που προβάλλει ο ζημιωθείς, αλλά μόνον αυτή που βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση, τελεί δηλαδή σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η ύπαρξη δε αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ορισμένης πράξης ή παράλειψης και ορισμένου επιζήμιου αποτελέσματος, που κρίνεται κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ, εξαρτάται από το αν η πράξη ή παράλειψη αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, που αν αυτός έλειπε αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το αποτέλεσμα αυτό. Ως εκ τούτου, προκειμένου να χωρήσει αποκατάσταση, αρκεί να διαπιστωθεί α) ότι επήλθε πράγματι ζημία και β) ότι αυτή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη. Το ζήτημα αν η πράξη ή παράλειψη ήταν ικανή, αντικειμενικά εξεταζόμενη, να επιφέρει τη ζημία ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο και μάλιστα από την άποψη της παραβιάσεως ή μη των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, το ζήτημα αν η πράξη ή παράλειψη υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, αποτελεί κρίση περί τα πράγματα και, συνεπώς, διαφεύγει τον αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1084/2013 Νόμος).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1901, 1902, 1904, 1905 και 1907 ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος, μετά τη γενόμενη στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς δήλωσή του περί αποδοχής της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομιάς, αλλά εξακολουθεί να ευθύνεται για αυτά, μόνο όμως έως το ενεργητικό της κληρονομιάς, δηλαδή μόνο με τα στοιχεία της κληρονομιάς και όσο αυτά επαρκούν (cum viribus hereditatis), χωρίς να ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου έχει αποχωρισθεί και αποτελεί χωριστή ομάδα. Ενδεχόμενη ανεπάρκεια της κληρονομικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών δεν επηρεάζει ούτε τη νομιμοποίηση των τελευταίων να ασκήσουν κατά του εξ απογραφής κληρονόμου αγωγή για την επιδίκαση των απαιτήσεών τους, ούτε τη βασιμότητα της εν λόγω αγωγής (ΑΠ 1163/1981 Νόμος). Απλώς, έχει ως συνέπεια ότι για την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, αλλά μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς (ΑΠ 750/2011, ΑΠ 630/2009 Νόμος).
5. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων…αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ι. Το ενάγον – εκκαλούν είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με την επωνυμία ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ Β. που εδρεύει στο Β. και τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. Η δεύτερη εναγομένη, Ε.Ρ., στη δικονομική θέση της οποίας υπεισήλθε, λόγω του επισυμβάντος θανάτου της μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής στις 4.5.1997, αρχικά η κληρονόμος της Χ. Ρ., δεύτερη εφεσίβλητη και στη συνέχεια, λόγω του θανάτου και της τελευταίας, οι εκ διαθήκης κληρονόμοι της – δεύτεροι των καθ’ ων η κλήση, διετέλεσε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ενάγοντος από το έτος 1988 μέχρι την 7.7.1993. Την 1.1.1990, με την υπ’ αριθμ. …/1990 απόφαση του ΔΣ του ενάγοντος, ο πρώτος εναγόμενος – πρώτος εφεσίβλητος Χ. Σ. προσλήφθηκε ως διευθυντής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου. Με την πιο πάνω ιδιότητα, ο πρώτος εναγόμενος προσέφερε τις υπηρεσίες του στο ενάγον από 1.1.1990 μέχρι 31.7.1993, οπότε με απόφαση του ΔΣ αυτού η σύμβαση εργασίας του καταγγέλθηκε, λόγω οικονομικών ατασθαλιών που διαπιστωθήκαν ότι διέπραξε αυτός εις βάρος του ενάγοντος από κοινού με τη δεύτερη εναγόμενη.
Ειδικότερα μετά από έλεγχο που διενέργησαν ο ταμίας του ΔΣ του ενάγοντος και οι υπάλληλοι της ΔΟΥ Β., διαπιστώθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος είχε αναλάβει οικειοθελώς και τις οικονομικές – λογιστικές εργασίες του ενάγοντος, όταν με την ιδιότητά του αυτή εισέπραττε χρήματα, στον μεν καταβαλόντα (δωρητή, τρόφιμο η μισθωτή) παρέδιδε το πρωτότυπο του γραμματίου εισπράξεως, στο οποίο ανέγραφε το πραγματικά εισπραχθέν ποσό, ενώ στο αντίγραφο του γραμματίου που διατηρείται στο Ίδρυμα, διέγραφε με μπλάνκο ή με άλλον τρόπο παραποιούσε το αναφερόμενο και πραγματικά εισπραχθέν ποσό και αντ’ αυτού ανέγραφε μικρότερο ποσό, ιδιοποιούμενος τη διαφορά σε βάρος του ενάγοντος. Σε αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος πλαστογράφησε τις υπογραφές τροφίμων του, έτσι ώστε να φαίνεται ότι αυτοί εισέπραξαν από το Ίδρυμα διάφορα ποσά, τα οποία είχαν προηγουμένως παραδώσει προς φύλαξη στο Ταμείο του Ιδρύματος, ενώ οι τρόφιμοι αυτοί στην πραγματικότητα ουδέποτε εισέπραξαν τα αντίστοιχα ποσά. Στις 22.4.1993 κατάρτισε από την αρχή πλαστό ακριβές αντίγραφο αποσπάσματος πρακτικών συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Γηροκομείου Β., το υπ’ αριθμ. … Πρακτικό συνεδριάσεως αυτού την 31.3.1993, με το οποίο παρέχονταν η εξουσιοδότηση προς το διευθυντή του Ιδρύματος για τη δραχμοποίηση των ομολόγων με αριθμ. … και … και το προσκόμισε στο υποκατάστημα της Ι. Τράπεζας στο Β. ως δήθεν γνήσιο αντίγραφο, νόμιμα υπογεγραμμένο από το ΔΣ του, ενώ όπως προκύπτει από το Βιβλίο Πρακτικών, ουδέποτε το ΔΣ του ενάγοντος αποφάσισε κάτι τέτοιο, από δε τον διενεργηθέντα οικονομικό έλεγχο προέκυψε ότι από τη δραχμοποίηση του ως άνω ομολόγου ο πρώτος εναγόμενος εισέπραξε 10.321.333 δρχ, κατέθεσε δε σε λογαριασμό του ενάγοντος στην Ι. Τράπεζα 9.000.000 δρχ. και ιδιοποιήθηκε παράνομα τη διαφορά από 1.321.333 δρχ.
Έτσι εξ αίτιας της ως άνω παράνομης συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου, το ενάγον ζημιώθηκε το ποσό των 21.495.301 δρχ. {…}
III. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τα έτη 1993-1996 μειώθηκαν οι καταβαλλόμενες προς το ενάγον δωρεές. Όμως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων και της παραπάνω μείωσης των δωρεών προς το ενάγον, δηλαδή ότι η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, που αν αυτός έλειπε αυτό δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το αποτέλεσμα αυτό, ήτοι τη μείωση των εσόδων του ενάγοντος, καθόσον η μείωση των δωρεών εξαρτώνταν και από άλλους αστάθμητους παράγοντες – πιθανότητες, των οποίων η μελλοντική πραγματοποίηση δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί. Το γεγονός δε ότι οι μάρτυρες αποδείξεως κατέθεσαν ότι επλήγη το κύρος του ενάγοντος και ότι κλονίσθηκε σοβαρά η εμπιστοσύνη του κόσμου προς αυτό, δεν αρκεί για την παραδοχή του κονδυλίου των διαφυγόντων κερδών. Συνεπώς, το αίτημα της αγωγής για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών των ετών 1993-1996 ήταν απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν και με αντιφατική εν μέρει αιτιολογία (ενώ αναφέρει έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αδικοπραξίας των εναγομένων και της μείωσης των δωρεών, στη συνέχεια δέχεται ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα ανακόπηκαν δραστικά οι δωρεές φυσικών και νομικών προσώπων προς αυτό), η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (ΚΠολΔ 534) και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το ενάγον με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. {…}