ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ (με αφορμή την υπ’ αριθμ. 1790/2015 ΜΠρΑθ)

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

– ΜΙΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 1790/2015 ΑΠΟΦ. ΜΠΡΑΘ

Άρθρο του Παναγή Α. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Διδάκτορος Αστικού Δικονομικού Δικαίου Δ.Π.Θ. – Δικηγόρου

1. Εισαγωγή στον προβληματισμό

Την σχολιαζόμενη απόφαση απασχόλησε το ζήτημα της διαπιστώσεως της συνδρομής των όρων της υπαιτιότητας (υποκειμενικές προϋποθέσεις του καταλογισμού), της παρανομίας (διαχείριση των πηγών κινδύνου) και της αιτιότητας (ζημιογόνος αιτία) για την θεμελίωση της αστικής ευθύνης σε μια περίπτωση τροχαίου αυτοκινητικού ατυχήματος. Καθόσον η διαπίστωση των ζημιογόνων αιτιών, δηλαδή του αιτιώδους συνδέσμου, είναι ιδιαίτερα δυσχερής στην περίπτωση της διαχείρισης των πηγών κινδύνου (κατάσταση μέθης του οδηγού του μοτοποδηλάτου και επικίνδυνη οδήγηση στο υπό κρίση συμβάν), απαραίτητη κρίνεται η κατανόηση της συμβολής των διδαγμάτων της εμπειρίας στην θεμελίωση των όρων της αιτιότητας, της παρανομίας και της υπαιτιότητας[1].

 

2. Ανάλυση των όρων θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης

            Από την εξέταση των πραγματικών γεγονότων που έλαβαν χώρα στο υπό κρίση βιοτικό συμβάν αποδείχθηκε ότι, ο εναγόμενος και οδηγός ενός Ι.Χ. επιβατικού αυτοκινήτου οδηγώντας χωρίς σύνεση και μην έχοντας συνεχώς τεταμένη την προσοχή του, εξαιτίας δε της αυξημένης ταχύτητας που είχε αναπτύξει, δεν πρόλαβε να ακινητοποιήσει το όχημά του, το οποίο, όπως αποδείχθηκε από τα διδάγματα της κοινής πείρας, εξετράπη της πορείας του συνεπεία της φυγόκεντρης δύναμης που αναπτύχθηκε και συγκρούσθηκε, αφού εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα πορείας, με μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο Π1, ο οποίος, ελλείψει δυνατότητας πραγματοποιήσεως αποφευκτικού ελιγμού, κατέπεσε με σφοδρότητα στο έδαφος και τραυματίσθηκε θανάσιμα. Το δικαστήριο, ανάμεσα στα άλλα, έκρινε επίσης, ότι ενώ αποδείχθηκε πως ο Π1, οδηγός του μοτοποδηλάτου, 200 περίπου μέτρα πριν από το σημείο της σύγκρουσης επιχειρούσε «σούζες» με την μηχανή του και ενώ, ακόμη, αποδείχθηκε ότι ο ίδιος οδηγός είχε καταναλώσει και ποσότητα αλκοόλης πέραν του επιτρεπόμενου ορίου, οι δύο αυτοί όροι δεν συνδέονται αιτιωδώς με το ζημιογόνο γεγονός και κατ’ επέκταση με την θεμελίωση αστικής εκ μέρους του ευθύνης, όπως ισχυρίστηκε ο αντίδικος.

Οι πηγές κινδύνου, όπως η επικίνδυνη οδήγηση και η κατανάλωση αλκοολούχου ποτού πέραν του επιτρεπόμενου ορίου, καθώς και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις του καταλογισμού δημιουργούν συχνά δυσχέρειες περί της αποδείξεως των όρων θεμελιώσεως της ευθύνης[2]. Προς άρση των αποδεικτικών δυσχερειών, η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση – και προς τούτο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον – αξιοποίησε την συμβολή της έμμεσης μεθόδου γνώσεως των πραγμάτων στην διαδικασία αξιολόγησης από τον δικαστή ορισμένων περιστατικών αντιληπτών με τις αισθήσεις, όπως της επιμελούς ή μη συμπεριφοράς των διαδίκων για την θεμελίωση της αστικής ευθύνης.

 

i. Θεμελίωση της υπαιτιότητας και της παρανομίας: η διπλή λειτουργία της επιμέλειας

            Η αμέλεια, ως ψυχική διάθεση του υπεύθυνου προς αποζημίωση, θεμελιώνεται κατεξοχήν με την έμμεση διά τεκμηρίων απόδειξη[3]. Τούτο σημαίνει ότι ο δικαστής θα διαμορφώσει άποψη περί της υπαιτιότητας του οδηγού (και στο υπό κρίση συμβάν) με αφετηρία την διατύπωση έμμεσου συλλογισμού για την θεμελίωση της αμέλειας (επέλευση ζημιογόνου γεγονότος), το οποίο με την βοήθεια των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της επιστήμης θεμελιώνει την τελικώς αμελή συμπεριφορά[4].

Συγκεκριμένα το δικαστήριο δέχθηκε, ότι ο οδηγός του μοτοποδηλάτου κατά τον χρόνο του ατυχήματος, αν και είχε καταναλώσει ποσότητα αλκοόλ πέραν του επιτρεπόμενου ορίου, ήταν νηφάλιος και οδηγούσε με τεταμένη την προσοχή του και η ικανότητά του προς οδήγηση δεν είχε επηρεαστεί καθόλου από την προηγούμενη κατανάλωση οινοπνεύματος εκ μέρους του. Η ανεύρεση, λοιπόν, στο αίμα του οδηγού του μοτοποδηλάτου παράνομα μεγάλης ποσότητας αλκοόλης αποδεικνύεται άμεσα, όπως και έγινε εν προκειμένω, με την μέθοδο της αιμοληψίας. Με αφετηρία αυτό το στοιχείο ο δικαστής, μέσω μιας αλληλουχίας συλλογισμών, καλείται να κρίνει περί της υπαιτιότητας (και πιο συγκεκριμένα της συντρέχουσας υπαιτιότητας) του οδηγού του μοτοποδηλάτου στην περίπτωση πρόκλησης ατυχήματος εις βάρος του αντιδίκου του.

Κατά τον ισχυρισμό του τελευταίου, ότι δηλαδή ο οδηγός του μοτοποδηλάτου Π1 δεν χειρίσθηκε με επιμέλεια την πηγή κινδύνου, διότι κατανάλωσε πέραν του επιτρεπόμενου ορίου αλκοόλη αδιαφορώντας για το δίδαγμα της κοινής πείρας, ότι δηλαδή η κατανάλωση οινοπνεύματος μειώνει την ικανότητα και την αντίληψη περί του επιμελούς χειρισμού ενός οχήματος κατά την οδήγηση, ο οδηγός του μοτοποδηλάτου θα μπορούσε ανταποδεικτικά να ισχυρισθεί, ότι το ως άνω δίδαγμα αποδίδει το συνήθως συμβαίνον και ότι αυτός, αντίθετα, εμπίπτει στο πεδίο των εξαιρέσεων του διδάγματος, δοθέντος ότι η κατανάλωση της συγκεκριμένης, πέραν του επιτρεπόμενου ορίου, ποσότητας αλκοόλης δεν επιδρά κατ’ ελάχιστο στον οργανισμό του και κατ’ επέκταση στην επιμελή οδηγική συμπεριφορά του[5]. Την εξαίρεση αυτή από το δίδαγμα της κοινής πείρας δέχθηκε και το δικαστήριο, καθόσον έκρινε ότι: «η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται και να ενεργεί τους αναγκαίους χειρισμούς κατά την οδήγηση (ενν. ο οδηγός του μοτοποδηλάτου), δεν είχε επηρεαστεί από την προηγούμενη κατανάλωση οινοπνεύματος εκ μέρους του […] το ένδικο ατύχημα θα είχε οπωσδήποτε επέλθει και αν ο οδηγός της μοτοσυκλέτας δεν είχε καταναλώσει καθόλου αλκοόλ».                     

Κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ο συγκεκριμένος χειρισμός των πηγών κινδύνου (κατανάλωση παράνομα μεγάλης ποσότητας αλκοόλης και επικίνδυνη οδήγηση της μοτοσυκλέτας) δεν οδήγησε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, και στην θεμελίωση πταίσματος εκ μέρους του Π1.Αντιθέτως, το δικαστήριο εκτίμησε διαφορετικά περί την θεμελίωση πταίσματος εκ μέρους του οδηγού του αυτοκινήτου που παρέσυρε τον μοτοποδηλάτη Π1, θεμελιώνοντάς το με την διπλή λειτουργία της επιμέλειας. Ειδικότερα, η αμέλεια, εκτός από ψυχική στάση προς ορισμένο γεγονός, δημιουργεί θεμέλιο αποδοχής και της παρανομίας[6], διότι υποδηλώνει συμπεριφορά αντίθετη με τους κανόνες επιμελούς διαχείρισης μιας (ή και περισσότερων) πηγών κινδύνου[7]. Με άλλα λόγια, η πιστοποίηση της μη επιμελούς και συγχρόνως αντίθετης προς τις απαιτήσεις καλόπιστης συμπεριφοράς και διαχείρισης των πηγών κινδύνου στις συναλλαγές θεμελιώνει την υπαίτια συμπεριφορά εκπληρώνοντας με τον τρόπο αυτό διπλή λειτουργία[8]. Έτσι, στην υπό εξέταση περίπτωση το δικαστήριο έκρινε ως αποκλειστική αιτία του ενδίκου ατυχήματος την μη επιμελή διαχείριση της πηγής κινδύνου εκ μέρους του οδηγού του αυτοκινήτου, ο οποίος, αδιαφόρησε για το δίδαγμα της κοινής πείρας, σύμφωνα με το οποίο η είσοδος με όχημα που έχει αναπτύξει παράνομα μεγάλη ταχύτητα σε κλειστή στροφή μειώνει την ικανότητα επιμελούς οδηγήσεώς του και άμεσης ανταπόκρισης στον χειρισμό του με πιθανότητα ανάπτυξης φυγόκεντρης δύναμης κατά τους κανόνες της φυσικής επιστήμης και τελικώς την εκτροπή της πορείας του οχήματος στο αντίθετο ρεύμα πορείας. Με βάση, λοιπόν, την ως άνω αλληλουχία συλλογισμών που εκκίνησε από την διαπίστωση της αμελούς συμπεριφοράς του οδηγού του αυτοκινήτου, το δικαστήριο θεμελίωσε την παρανομία διά της αποδείξεως της μη ύπαρξης επιμέλειας εκ μέρους του.

 

ii. Θεμελίωση της αιτιότητας

            Η διαπίστωση των ζημιογόνων αιτίων, δηλαδή του αιτιώδους συνδέσμου, για την θεμελίωση της αστικής ευθύνης πρέπει να ανταποκρίνεται σε επαρκώς ορισμένα κριτήρια· αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ συμπεριφοράς του δράστη και επελθούσης ζημίας θεμελιώνεται, εφόσον κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η πράξη ή η παράλειψη του δράστη ήταν μόνη της ικανή και μπορούσε με αντικειμενική εκτίμηση να επιφέρει, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων (προσφορότητα), το ζημιογόνο αποτέλεσμα (φυσιοκρατική αιτιότητα)[9].

Η συνδρομή, όμως, των ίδιων κριτηρίων περί της αιτιότητας απαιτείται και στην περίπτωση εξέτασης της διαπίστωσης ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ πράξεως του δράστη και ζημίας του θύματος λόγω συντρέχοντος πταίσματος του τελευταίου (άρθρ. 300 ΑΚ). Τούτο σημαίνει ότι η ύπαρξη συντρέχουσας υπαιτιότητας του θύματος πρέπει να διαπιστώνεται με τα αυτά κριτήρια αιτιότητας, όπως αυτή μεταξύ πράξεως και ζημίας του δράστη[10]. Με άλλα λόγια και η διάταξη του άρθρ. 300 ΑΚ απαιτεί συνδρομή αιτιότητας, η οποία δεν αίρει, βεβαίως, την εκτεθείσα αιτιότητα μεταξύ δράστη και ζημίας του θύματος, αλλά παρέχει ένσταση κατά την εν λόγω διάταξη. Τούτων δοθέντων, κατά την διαδικασία θεμελιώσεως της αιτιότητας στην περίπτωση της συντρέχουσας υπαιτιότητας πρέπει να αξιολογηθεί από τον δικαστή η συγκεκριμένη κάθε φορά πηγή κινδύνου για τον τελικό καταλογισμό της.

Εν προκειμένω το δικαστήριο έκρινε, ότι ο συγκεκριμένος χειρισμός των πηγών κινδύνου εκ μέρους του μοτοποδηλάτη Π1, ήτοι η κατανάλωση παράνομα μεγάλης ποσότητας αλκοόλης και η επικίνδυνη οδήγηση της μοτοσυκλέτας, δεν συνετέλεσε αιτιωδώς στην ένδικη σύγκρουση, αφού η μόνη πρόσφορη ζημιογόνος συμπεριφορά κατά τους κανόνες της εμπειρίας και της λογικής ήταν το πταίσμα του αντιδίκου του, ο οποίος, εάν επεδείκνυε την επιμέλεια που όφειλε, θα μπορούσε να είχε αποφύγει το ένδικο ατύχημα. Συνεπώς, η διαχείριση των πηγών κινδύνου εκ μέρους του μοτοποδηλάτη Π1 δεν παρεμβλήθη καθόλου κατά τρόπο ακατάλληλο και ασυνήθιστο στην πορεία των πραγμάτων (δικαιοκωλυτικό περιστατικό), έτσι ώστε να θέσει μια περαιτέρω αιτία της ζημίας. Εξ αυτού του λόγου το δικαστήριο έκρινε ότι δεν θεμελιώνεται συντρέχουσα υπαιτιότητα στον οδηγό του μοτοποδηλάτου.

 

3. Συμπέρασμα

            Η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση έδωσε την αφορμή να τονισθεί η ιδιαίτερη σημασία της έμμεσης διά τεκμηρίων αποδείξεως (άρθρ. 336 § 3 ΚΠολΔ) στην άρση των δυσχερειών για την θεμελίωση των όρων της αστικής ευθύνης, δηλαδή της παρανομίας, της υπαιτιότητας και της αιτιότητας σε μια περίπτωση τροχαίου αυτοκινητικού ατυχήματος. Στο πλαίσιο αυτό αναδείχθηκε η σημασία της μη επιμελούς και συγχρόνως αντίθετης με τους κανόνες της καλής πίστεως και σωφροσύνης διαχείρισης των πηγών κινδύνου (κατανάλωση παράνομα μεγάλης ποσότητας αλκοόλης εκ μέρους του θύματος και επικίνδυνη οδήγηση εκ μέρους του δράστη), δηλαδή της αμελούς συμπεριφοράς, η οποία συμβάλλει και στην θεμελίωση της παρανομίας. Η ως άνω απόφαση αξιοποίησε αποτελεσματικά την διπλή λειτουργία της επιμέλειας προς άρση της δυσχέρειας περί της θεμελιώσεως του πταίσματος στον οδηγό του Ι.Χ. αυτοκινήτου, ο οποίος τραυμάτισε θανάσιμα τον οδηγό του μοτοποδηλάτου Π1. Βέβαια, αρνήθηκε τον καταλογισμό συντρέχουσας υπαιτιότητας στον οδηγό της μοτοσυκλέτας με το αιτιολογικό, ότι η κατανάλωση παράνομα μεγάλης ποσότητας αλκοόλης, που αποδείχθηκε άμεσα (με την μέθοδο της αιμοληψίας), δεν συνδέεται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα, ενώ, επίσης, εκτίμησε το ότι 200 περίπου μέτρα πριν από την σύγκρουση πραγματοποίησε «σούζες» για πέντε μέτρα, στοιχείο που και αυτό αποδείχθηκε (κατά την αξιολόγηση της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης και της μαρτυρικής κατάθεσης του Μ1), χωρίς να απολέσει τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας ή να ανατραπεί, αλλά κατάφερε να την ελέγχει κινούμενος εντός του ρεύματος πορείας του, επιβεβαίωσε το γεγονός ότι η ικανότητά του να αντιλαμβάνεται και να ενεργεί τους αναγκαίους χειρισμούς κατά την οδήγηση δεν είχε διόλου επηρεαστεί από την προηγούμενη κατανάλωση οινοπνεύματος. Με την συλλογιστική αυτή μέθοδο το δικαστήριο έκρινε, ότι η μη επιμελής διαχείριση των πηγών κινδύνου από τον μοτοποδηλάτη Π1 δεν αποτέλεσε την αιτία για την θεμελίωση πταίσματος εκ μέρους του (άρθρ. 300 ΑΚ). Η θεμελίωση, όμως, της εν λόγω κρίσης, διά του άνω επαγωγικού συλλογισμού, σε μια συμπεριφορά που αποδοκιμάζεται από το δίκαιο (άρθρ. 12 και 21 ν. 2696/1999) συνιστά πιθανό ελάττωμα της αιτιολογίας περί της συνδρομής ή μη συντρέχουσας υπαιτιότητας εις βάρος του θύματος.

 

[1] Π. Καργάδος, Σκέψεις επί των κριτηρίων αποδείξεως της αιτιώδους συνάφειας, ΝοΒ 1988, 1553 · Ε. Μιχελάκης, Αι περί δικαστικών τεκμηρίων διατάξεις της πολιτικής δικονομίας, Θ 1940, σελ. 386 · ο ίδιος, Περί του αντικειμένου της δικονομικής αποδείξεως, 1940, σελ. 153, αναφέρει ότι: «τα διδάγματα της πείρας προέρχονται δι’ επαγωγής και αποτελούσι το συμπέρασμα της παρατηρήσεως πλειονότητας ατομικών περιπτώσεων» · τούτο σημαίνει ότι δεν απαγορεύεται ορισμένες περιπτώσεις να μην ακολουθούν τον κανόνα, δοθέντος αυτού αναμένονται και εξαιρέσεις · Δ. Μανιώτης, Αρχές του δικαίου αποδείξεως στην πολιτική δίκη, 2013, σελ. 54-55.

[2] Δ. Μανιώτης, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, Απόδειξη, Ένδικα Μέσα, Εκτέλεση, 2017,  σελ. 93 · Στ. Κουσούλης, Προβλήματα μέτρου αποδείξεως στην πολιτική δίκη, Δ 11, σελ. 577 επ.

[3] Δ. Μανιώτης, ό.π. (σημ. 2), σελ. 58 επ. · Ε. Μιχελάκης, ό.π. (σημ. 2), σελ. 236.

[4] Ι. Δεληγιάννης, Η παρανομία ως προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης, Προσφορά στον Γ. Μιχαηλίδη-Νουάρο, 1978, σελ. 312 · Γ. Μητσόπουλος, Περί του νομικού προσδιορισμού του πραγματικού γεγονότος, Αφιέρωμα εις Χ. Φραγκίστα, IV, σελ. 287 · R. Stürner, Εκτίμηση αποδείξεων, αποδεικτικοί κανόνες και μέτρο απόδειξης στο Ευρωπαϊκό Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, ΕΠολΔ 2009, σελ. 425.

[5] Το δίδαγμα της κοινής πείρας εξάγεται από την παρατήρηση της ομοιόμορφης επανάληψης του συνήθως συμβαίνοντος, από την μελέτη, δηλαδή, της επανάληψης του αποτελέσματος μεγάλου αριθμού περιπτώσεων. Δοθέντος ότι η εξέταση των επαναλαμβανόμενων περιπτώσεων δεν είναι εξαντλητική, το δίδαγμα της κοινής πείρας είναι προϊόν ατελούς επαγωγικού συλλογισμού και χωρούν ως προς τούτο εξαιρέσεις που μπορούν να θεμελιώνονται ανταποδεικτικά, βλ. αντί πολλών, Δ. Μανιώτη, ό.π. (σημ. 3), σελ. 94-96.

[6] Περί της διευρυμένης έννοιας της παρανομίας σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 914 ΑΚ, η οποία συνίσταται και στην παραβίαση των αφηρημένων κανόνων επιμέλειας, βλ. Ι. Δεληγιάννη, ό.π. (σημ. 5), σελ. 312.

[7] Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, Δύο θεμελιώδεις αρχαί του δικαίου: η αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς και η αρχή της αμοιβαιότητας, Αφιέρωμα στον Α. Λιτζερόπουλο, 2ος Τ. (1985), σελ. 125.

[8] Σε ορισμένες περιπτώσεις το αποτέλεσμα της πράξης συνδέεται τόσο στενά με την συμπεριφορά, ώστε να καθορίζει και το εννοιολογικό της περιεχόμενο, έτσι Μ. Σταθόπουλος, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό μέρος, 2004, σελ. 299 · περί της διπλής αυτής λειτουργίας της επιμέλειας βλ. Φ. Δωρή, Σκέψεις για την προϋπόθεση της «παρανομίας» στην αδικοπρακτική ευθύνη, για την σχέση της προς την υπαιτιότητα και για τη λεγόμενη «διπλή λειτουργία της αμέλειας» κατά την ΑΚ 330 εδ. β., Τιμ. Τομ. Μ. Σταθόπουλου, 1ος Τ., 2010, σελ. 513 · η διάκριση, ωστόσο, των δύο εννοιών παρανόμου – υπαιτιότητας διατηρείται, καθώς αντιστοιχεί σε διαφορετικές αξιολογήσεις · Α. Παπαδόπουλος, Πιθανοτική αιτιότητα και αναλογική αποζημίωση: θεμελίωση και έκταση της ευθύνης, ΕφΑΔ 2011.127.

[9] Π. Καργάδος, ό.π. (σημ. 2), σελ. 1544 · Δ. Μανιώτης, ό.π. (σημ. 3), σελ. 93 · να σημειωθεί ότι η κρίση περί ύπαρξης αιτιότητας συνιστά ζήτημα καθαρώς πραγματικό, κρίνεται δε κυριαρχικώς από τα δικαστήρια της ουσίας, ενώ η κρίση περί του αν τα διαπιστωθέντα υπό του δικαστηρίου της ουσίας πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ένα γεγονός συνιστά πρόσφορη αιτία της παραχθείσας ζημίας συνιστά νομικό ζήτημα (άρθρ. 298 εδ. 2 ΑΚ), έτσι Ι. Δεληγιάννης/Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 3ος Τ., 1992, σελ. 171-172 · ΑΠ 1948/1986, ΝοΒ 35.1229 επ.

[10] Βλ. Δ. Λιάππη, Η αιτιώδης συνάφεια στην ευθύνη από ενημερωτικό δελτίο – Συμβολή στις έννοιες της θεμελιωτικής, πληρωτικής και τυποποιημένης αιτιότητας, ΔΕΕ 2/2013.147 επ. και 149 · Μ. Σταθόπουλο, ό.π. (σημ. 9), αριθμ. 94 · ΑΠ 1002/2015, ΕπιθΣυγκΔ 2016.20 επ. (26) · ΑΠ 619/2000 (ΝΟΜΟΣ).