Το άρθρο 340 ΚΠΔ όπως ισχύει μετά την τελευταία τροποποίησή του που έγινε με την παρ. 1 του άρθρου 50 του ν. 4509/ 2017 (ΦΕΚ Α΄ 201/12.2017) – Φίλιππος Ανδρέου

Άρθρο 340 ΚΠΔ

Όπως ισχύει μετά την τελευταία τροποποίησή του που έγινε με την παρ. 1 του άρθρου 50 του ν. 4509/ 2017 (ΦΕΚ Α΄ 201/12.2017).

ΑΝΔΡΕΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

Προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου

1. Ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, μπορεί επίσης να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Στα κακουργήματα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά συνήγορο, σε όσους κατηγορούμενους δεν έχουν συνήγορο, από πίνακα που καταρτίζει τον Ιανουάριο κάθε έτους το διοικητικό συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο δικαστής ανηλίκων, όταν ο ανήλικος κατηγορείται για πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα. Για το σκοπό αυτόν κατά την έναρξη της συνεδρίασης ο πρόεδρος του δικαστηρίου διακριβώνει για το σύνολο των υποθέσεων, εάν οι κατηγορούμενοι στερούνται συνηγόρου υπεράσπισης. Οι υποθέσεις στις οποίες διορίζεται συνήγορος κατά τα παραπάνω, εκδικάζονται υποχρεωτικά σε συνεδρίαση μετά από διακοπή, προκειμένου να προετοιμαστεί κατάλληλα ο διορισθείς συνήγορος. Η δικάσιμος μετά από τη διακοπή αυτή δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από τριάντα (30) ημέρες.

Ο συνήγορος μπορεί να διορίζεται και πριν από τη συνεδρίαση, αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος, ακόμα και με απλή επιστολή προς τον εισαγγελέα. Αν κρατείται στις φυλακές, το αίτημά του διαβιβάζεται από τον διευθυντή του καταστήματος κράτησης. Ο εισαγγελέας διορίζει συνήγορο από τον πίνακα και θέτει στη διάθεσή του τη δικογραφία.

Σε δίκες για κακούργημα, οι οποίες λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους πρόκειται να έχουν μακρά διάρκεια, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει με την ίδια διαδικασία στον κατηγορούμενο που δεν έχει συνήγορο δύο (2) ή τρεις (3) συνηγόρους από τον ίδιο πίνακα. Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αρνηθεί την υπεράσπισή του από τον συνήγορο ή τους συνηγόρους που διορίστηκαν από τον πρόεδρο, μπορεί όμως με αιτιολογημένη αίτησή του να ζητήσει από το δικαστήριο την ανάκληση του διορισμού ενός (1) μόνο συνηγόρου, οπότε η υπεράσπιση συνεχίζεται από τους λοιπούς, εφόσον είχαν διοριστεί περισσότεροι από ένας.

Μη εμφάνιση ή μη παράσταση ή με οποιονδήποτε τρόπο μη εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από πληρεξούσιο δικηγόρο στις επόμενες της εναρκτήριας συνεδριάσεις του δικαστηρίου δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης. Στις ως άνω περιπτώσεις περιλαμβάνεται και η παραίτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου ή η ανάκληση της προς αυτόν εντολής από τον κατηγορούμενο.»

 

2. Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του. Η δήλωση γίνεται κατά τις διατυπώσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 42 και πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αναφέρει την ακριβή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι` αυτόν. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.

 

3. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον έχει νομίμως κλητευθεί.

 

4. Ο αιτών την ακύρωση της διαδικασίας, την ακύρωση απόφασης, την αναστολή εκτέλεσης απόφασης λόγω ασκηθείσης εφέσεως ή αναιρέσεως και τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, διοριζόμενο κατά τους όρους της παραγράφου 2. Για το παραδεκτό των ως άνω αιτήσεων, δεν απαιτείται να υποβληθεί ο αιτών στην εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η παρ.1, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 33 ν. 4356/ 2015, ΦΕΚ Α 181, αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.1 άρθρου 50 ν. 4509/ 2017, ΦΕΚ Α 201/ 22.12.2017, και σύμφωνα με τη παρ.2 του αυτού άρθρου, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες.

Η παρ.2, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 24 ν.3160/ 2003, ΦΕΚ Α 165, αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 13 ν.3346/ 2005, ΦΕΚ Α 140/ 17.6.2005.

Η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 24 ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/ 30.6.2003.

Η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 14 ν. 3346/ 2005, ΦΕΚ Α 140/ 17.6.2005.

 

Ερμηνεία

Μετά την τελευταία αντικατάσταση που έγινε στην παρ. 1 του άρθρου 340 του ΚΠΔ με τη νεαρή διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 50 του ν. 4509/ 2017 (ΦΕΚ Α΄ 201/12.2017) η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες δίνεται λύση σε μια σειρά προβλημάτων που δυσκόλευαν τη διαδικασία αλλά συγχρόνως καθιστούσαν και άνευ αντικειμένου μια σοβαρή δαπάνη που βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό και αφορά τις αμοιβές των συνηγόρων υπεράσπισης, που διορίζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, για να υπερασπιστούν κατηγορούμενους σε σοβαρές από άποψη βαρύτητας υποθέσεις.

Το δικαστήριο με τον αυτεπάγγελτο διορισμό του συνηγόρου υπεράσπισης, στον οποίο έδινε, κατά κανόνα, διάρκεια χρόνου μελέτης της δικογραφίας και προετοιμασίας του για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, μισής ώρας, εκείνο έκανε υποτίθεται το καθήκον του, ο συνήγορος που κατά κανόνα είναι νέος και άπειρος όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να επιτελέσει το υπερασπιστικό του καθήκον σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και ο κατηγορούμενος για να μπορέσει να ασκήσει όλα τα υπερασπιστικά του δικαιώματά που απορρέουν από το νόμο, είχε υποτίθεται συνήγορο αλλά μόνον τυπικά και όχι ουσιαστικά. Αν αυτό δεν ήταν θέατρο του παραλόγου, τι άλλο θα μπορούσε να ήταν. Κι’ αν ο συνήγορος ήταν υπεύθυνο άτομο, που σεβόταν τον εαυτό του, μπροστά στην ανάγκη του ποσού της αμοιβής που είχε, αποδεχόταν το διορισμό. Εκτός αυτού πολλές φορές το δικαστήριο, αν ο αυτεπαγγέλτως διορισμένος συνήγορος έπαιρνε στα σοβαρά το ρόλο του (όπως οφείλει) και έκανε ερωτήσεις, ή αγόρευε αναπτύσσοντας τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς σωστά, που πολλές φορές χρειάζεται και ανάλογος χρόνος, άκουγε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου να τον ρωτάει με απορία «διορισμένος δεν είστε;» και ο συνήγορος απαντούσε χαμηλόφωνα, με ένα είδος ενοχής, ΝΑΙ.. Κι’ αυτό γιατί ο Πρόεδρος ήθελε να τελειώνουν γρήγορα για να δικάσει περισσότερες υποθέσεις, διότι βλέπετε ο εκάστοτε επιθεωρητής δεν εξετάζει την ποιότητα της διαδικασίας και των αποφάσεων, αλλά τον αριθμό των αποφάσεων και των υποθέσεων που εκδικάζονται σε κάθε δικάσιμο. Σαν να είναι οι δικαστικές αποφάσεις προϊόν μαζικής-βιομηχανικής παραγωγής.

Ευτυχώς που κάποιοι κατάλαβαν ότι η μεγάλη αυτή δαπάνη που γίνεται, θα πρέπει να έχει και ουσιαστικό αντίκρισμα και επειδή γνωρίζουν ότι μια αξιοπρεπής υπεράσπιση χρειάζεται και ανάλογο χρόνο προετοιμασίας για τον υπερασπιστή, όποιος κι’ αν είναι αυτός, αντικατέστησαν τη σχετική διάταξη και στο εξής θα γίνονται τα παρακάτω:

Στην αρχή της διαδικασίας θα καλούνται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, όλοι οι κατηγορούμενοι που δεν έχουν συνήγορο να το δηλώσουν, (αν και, αυτό γινόταν και πριν). Στη συνέχεια θα διορίζονται οι συνήγοροι από τον πίνακα των δικηγόρων που ο Δικηγορικός Σύλλογος έχει ήδη συντάξει και έχει υποβάλει στο δικαστήριο και ο διευθύνων τη συζήτηση θα ορίζει μια άλλη, μετά διακοπή δικάσιμο για την εκδίκαση αυτών των υποθέσεων και όσων άλλων δεν θα έχει έρθει η σειρά τους, υπό τον περιορισμό ότι η άλλη δικάσιμος δεν θα απέχει περισσότερο από 30 ημέρες. Έτσι ο διορισμένος συνήγορος θα είναι πραγματικός συνήγορος, ο κατηγορούμενος θα έχει σωστή και πραγματική υπεράσπιση και όχι διακοσμητική και η εξέλιξη της υπόθεσης θα είναι φυσιολογική.

Αν ο κατηγορούμενος, που δεν έχει συνήγορο, γνωρίζοντας το δικαίωμά του αυτό, υποβάλει αίτηση ή στείλει επιστολή στον αρμόδιο Εισαγγελέα, με τον οποία θα του δηλώνει ότι στερείται συνηγόρου υπεράσπισης, ο Εισαγγελέας θα διορίζει εγκαίρως συνήγορο από τον ίδιο πίνακα, στον οποίο θα παραδίδει τη δικογραφία (για να βγάλει αντίγραφα), και έτσι θα μπορεί να προετοιμαστεί ανάλογα, ώστε την ημέρα της δικασίμου να έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο και αν ο χρόνος του δεν είναι επαρκής, θα μπορεί να ζητήσει και αυτός να δικαστεί η υπόθεσή του στη μετά διακοπή δικάσιμο. Αν όμως ο κατηγορούμενος είναι κρατούμενος τότε την επιστολή του ή την αίτησή του θα την υποβάλει στον Εισαγγελέα δια του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης.

Την ίδια υποχρέωση έχει και ο δικαστής ανηλίκων, όταν ο ανήλικος κατηγορείται για πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα, ανεξάρτητα αν αυτές οι υποθέσεις δικάζονται από το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων. Αυτό προβλέπεται και στο άρθρο 40 παρ. 2 περ. β΄ της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ν. 2101/ 1992), το άρθρο 14 παρ. 3 περ. δ΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/ 1997) και το άρθρο 6 παρ. 3 περ. γ΄ της ΕΣΔΑ, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ πλημμελημάτων και κακουργημάτων αναφορικά με το δικαίωμα του κατηγορουμένου να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της επιλογής του και στη σχετική νομολογία του ΕυρΔΔΑ και του ΔΕΚ. Άλλωστε τη σχετική εναρμόνιση έχει ήδη επιχειρήσει η με αριθμό 9/ 2002 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, την οποία έσπευσαν αμέσως να υιοθετήσουν ορισμένα δικαστήρια. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του σχεδίου, το δικαίωμα εκπροσώπησης είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο και δεν μπορεί να αποδυναμώσει το δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου, ο οποίος στην περίπτωση αυτή, που δικάζεται εκπροσωπούμενος δια του διορισμένου συνηγόρου του, θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις πράξεις της διαδικασίας (ΑΠ. 1711/ 2005 Ποιν. Χρον. ΝΕ΄ 1084, ΑΠ. 291/ 2003 Πραξ Λογ ΠΔ 2003 σελ. 26), πλην του δικαιώματος της απολογίας.

Απ’ όλα αυτά γίνεται φανερό, ότι ο νομοθέτης έλαβε πλέον πολύ σοβαρά, την περίπτωση των συνηγόρων που διορίζονται αυτεπαγγέλτως, οι οποίοι λαμβάνουν μια αξιοπρεπή αμοιβή (με τα σημερινά δεδομένα) ως υπερασπιστές να έχουν και τον ανάλογο χρόνο προετοιμασίας για να κάνουν και μια αξιοπρεπή παράσταση στο ακροατήριο.

Ωστόσο, εξακολουθεί να ισχύει η διάταξη, που προβλέπει, ότι σε υποθέσεις με μεγάλο αντικείμενο και με πληθώρα μαρτύρων που εκτιμάται ότι, οι δίκες αυτές, θα διαρκέσουν αρκετό χρονικό διάστημα να διορίσει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και δύο (2) ακόμη και τρεις (3) συνηγόρους υπεράσπισης. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος αν δεν θέλει κάποιον εκ των συνηγόρων του να τον υπερασπιστεί, δικαιούται να ζητήσει αιτιολογημένα οποτεδήποτε από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου να ανακαλέσει τον διορισμό του ενός εκ των τριών συνηγόρων του, αν έχουν διοριστεί τρεις, και η δίκη συνεχίζεται με τους άλλους δυο. Αν όμως έχουν διοριστεί δυο συνήγοροι και ζητήσει και πάλι αιτιολογημένα την ανάκληση του διορισμού του ενός, τότε η δίκη θα συνεχιστεί με τον εναπομείναντα ένα συνήγορο, του οποίου τον διορισμό δεν δικαιούται να ζητήσει την ανάκληση.

 

Εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από το συνήγορό του

Με την παράγραφο 2 η οποία ισχύει όπως και πριν, ο κατηγορούμενος σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, ανεξαρτήτως βαρύτητας της πράξης του, δικαιούται να εκπροσωπηθεί από τον συνήγορό του, τον οποίο διορίζει με μια απλή εξουσιοδότηση της οποίας το γνήσιο της υπογραφής πρέπει να θεωρείται είτε από δημόσια ή δημοτική αρχή, (όπως τα ΚΕΠ, η Αστυνομία κ.λ.π.) είτε από δικηγόρο ακόμη και από τον ίδιο το δικηγόρο που διορίζεται συνήγορος υπεράσπισης (άρθρ. 42 παρ. 2 ΚΠΔ, ΑΠ. 319/ 2016 ΠοινΔικ 2017 σελ. 437, ΑΠ. 436/ 2010 Πραξ Λογ ΠΔ 2010 σελ. 582, Συμ. ΑΠ. 869/ 2001 ΠοινΔικ 2001 σελ. 1007, Πραξ Λογ ΠΔ 2001 σελ. 182, Ποιν. Χρον. ΝΒ΄ 324, ΑΠ. 1611/ 2002 Ποιν. Χρον. ΝΓ΄ 596, Συμ. Εφ. Αθην. 724/ 1997 Υπερ. 1998 σελ. 813).

Στην εξουσιοδότηση όμως, πρέπει επί ποινή απαραδέκτου, να αναφέρεται το ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου, ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και η διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του. Ο ΑΦΜ είναι απαραίτητος διότι αν χρειαστεί ο συνήγορος υπεράσπισης να ασκήσει ένδικο μέσο, πρέπει να δώσει στη γραμματέα του δικαστηρίου η οποία συντάσσει την έκθεση άσκησης του ένδικου μέσου τον ΑΦΜ διότι πλέον κάθε δικόγραφο όπου και αν απευθύνεται (ποινικά, πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια) πρέπει να περιέχει τον ΑΦΜ του διαδίκου. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι` αυτόν.

Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης και σε τελική ανάλυση να αναβάλει τη δίκη σε μια άλλη δικάσιμο και να τον κλητεύσει στο πρόσωπο του παρόντος συνηγόρου του, αφού η απόφαση περί αναβολής υπέχει θέση κλήτευσης κατ’ άρθρ.349 παρ. 6 ΚΠΔ (ΑΠ. 555/ 2017 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). .

Στο σημείο αυτό, παρότι και άλλη φορά στο παρελθόν το επισημάναμε, ότι δεν χρειάζεται πλέον να εκδοθεί απόφαση για την αποδοχή της εκπροσώπησης του κατηγορουμένου δια του συνηγόρου του, ούτε φυσικά να δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα της έδρας να προτείνει, αν θα πρέπει να γίνει δεκτή η εκπροσώπηση ή όχι, υπάρχουν ακόμη δικαστήρια, δυστυχώς και σε δεύτερο βαθμό, που εκδίδουν αποφάσεις περί της αποδοχής της εκπροσώπησης του κατηγορουμένου δια του συνηγόρου του, ενώ το ορθό είναι, αν ο συνήγορος προσκομίσει την εξουσιοδότηση νόμιμα συνταγμένη, το δικαστήριο να πει δέχεται την εκπροσώπηση και τίποτε περισσότερο (Φιλ. Ανδρέου, «Η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από το συνήγορό του. Μια λαθεμένη τακτική των ποινικών μας δικαστηρίων στην επί του ακροατηρίου διαδικασία», (ΠοινΔικ 2012 σελ. 248, ΑΠ. 1328/ 2006 Πραξ Λογ ΠΔ 2006 σελ. 253).

Το συστατικό της «δίκαιης δίκης» δικαίωμα δικαστικής ακρόασης του κατηγορουμένου περιλαμβάνει και το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, αν δεν επιθυμεί να εμφανιστεί αυτοπροσώπως, πλην όμως το δικαίωμα αυτό παρέχεται μόνο κατά την επί του ακροατηρίου διαδικασία και δεν καταλαμβάνει και την κύρια ανάκριση, όπου ισχύει η αρχή της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου, η οποία άλλωστε επιδρά θετικά υπέρ του κατηγορουμένου. Σε περίπτωση που θα επιλέξει να εκπροσωπηθεί από το συνήγορό του διατρέχει τον κίνδυνο μιας δυσμενέστερης μεταχείρισης, με αποτέλεσμα την καταστρατήγηση του δικαιώματος του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για «δίκαιη δίκη», (Συμ. Πλημ. Αθην. 53/ 2004 ΠοινΔικ 2005 σελ. 1269).

 

Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον όμως έχει νομίμως κλητευθεί. Στην περίπτωση αυτή εάν πρόκειται για δίκη που διεξάγεται στον πρώτο βαθμό το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και εκδίδει απόφαση καταδικαστική ή αθωωτική ερήμην του κατηγορουμένου, και εάν πρόκειται για υπόθεση που εκδικάζεται σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από έφεση του καταδικασθέντος κατηγορουμένου η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη και εάν την έφεση άσκησε ο Εισαγγελέας η δίκη διεξάγεται κανονικά με απόντα τον κατηγορούμενο.

 

Εν όψει όλων αυτών θα μπορούσαμε να πούμε, ότι υπάρχουν δυο ειδών ερήμην αποφάσεις, αυτές που ο κατηγορούμενος ούτε εμφανίζεται ούτε εκπροσωπείται και δικάζεται σαν να είναι παρών κατ’ άρθρο 340 παρ. 1 και αυτές στις οποίες ναι μεν δεν εμφανίζεται προσωπικώς ο ίδιος, πλην όμως εκπροσωπείται από το διορισμένο συνήγορό του και θεωρείται παρών κατ’ άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ. Οι δεύτερες εξομοιώνονται με τις κατ’ αντιμωλία αποφάσεις και συνεπώς οι προθεσμίες των ενδίκων μέσων αρχίζουν από τη δημοσίευση των σχετικών αποφάσεων, (Συμ. ΑΠ. 637/ 2003 Πραξ Λογ ΠΔ 2003 σελ. 160, ΑΠ. 291/ 2003 Πραξ Λογ ΠΔ 2003 σελ. 26, ΑΠ. 450/ 2000 Υπερ. 2000 σελ. 1012).

         Εάν ο κατηγορούμενος καίτοι κλητεύθηκε νόμιμα δεν εμφανίζεται στο δικαστήριο για να δικαστεί, το δικαστήριο έχει τις παρακάτω επιλογές, οι οποίες διαφέρουν στα κακουργήματα από τα πλημμελήματα και ειδικότερα:

Στα κακουργήματα:α). Εάν ο κατηγορούμενος είναι άγνωστης διαμονής και δεν παρουσιαστεί, ούτε συλληφθεί, μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος σύμφωνα με το άρθρο 156 ΚΠΔ η διαδικασία στο ακροατήριο αναστέλλεται με διάταξη του εισαγγελέα εφετών μέχρι τη σύλληψη ή την εμφάνισή του. Η διάταξη αυτή πρέπει να τοιχοκολληθεί σύμφωνα με το άρθρο 156 παρ. 2 ενώ οι διατάξεις περί αναστολής της παραγραφής κατ’ άρθρο 113 ΠΚ για την αναστολή της παραγραφής του αξιοποίνου εφαρμόζονται και εδώ (άρθρ. 432 παρ. 1 ΚΠΔ).

β). Αν εκείνος που παραπέμφθηκε για κακούργημα είναι ή θεωρείται γνωστής διαμονής, δικάζεται σαν να ήταν παρών, αν κλητεύθηκε νόμιμα. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι αναγκαίος ο διορισμός συνηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ. 1 και 376 ΚΠΔ (άρθρ. 432 παρ. 2 ΚΠΔ).

γ). Ό,τι ισχύει παραπάνω στην περίπτωση β΄, ισχύει και στην περίπτωση που ασκήσει έφεση ο Εισαγγελέας σε αθωωτική απόφαση του πρώτου, και δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος για να δικαστεί, οπότε θα δικαστεί ερήμην (άρθρ. 432 παρ. 3 ΚΠΔ). .

δ). Εάν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στο ακροατήριο και αρχίσει η διεξαγωγή της δίκης και στη συνέχεια αποχωρήσει δεν κωλύεται η πρόοδος της διαδικασίας, αν όμως αποχωρήσει και ο συνήγορός του, τότε ο πρόεδρος του δικαστηρίου οφείλει να διορίσει συνήγορο για να τον υπερασπιστεί (άρθρο 344 εδ. γ΄ ).

ε). Εάν ο κατηγορούμενος θορυβεί και με τη συμπεριφορά του δυσχεραίνει τη διεξαγωγή της δίκης, καθώς επίσης εάν διαταράσσει την τάξη του δικαστηρίου και επιμένει σ’ αυτό παρά την προειδοποίηση του προέδρου, ότι θα απομακρυνθεί από την αίθουσα, εάν δεν συμμορφωθεί, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απομάκρυνσή του προσωρινά ή για όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή τον εκπροσωπεί ο συνήγορός του. Αν όμως ο συνήγορός του αποχωρήσει τότε ο πρόεδρος διορίζει άλλο συνήγορο, του οποίου τον διορισμό δεν δικαιούται ο κατηγορούμενος να ζητήσει την ανάκληση (άρθρ. 347 ΚΠΔ) ενώ με την ίδια απόφαση μπορεί να διατάξει και την κράτηση του κατηγορουμένου.

Στα πλημμελήματα α). Εάν ο κατηγορούμενος καίτοι κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, δεν εμφανίζεται, ούτε εκπροσωπείται από συνήγορο δικάζεται σαν παρών (άρθρο 340 παρ. 3 ΚΠΔ).

β). Εάν εκπροσωπείται από το συνήγορό του, δικάζεται σαν παρών εκπροσωπούμενος από το συνήγορο και αν το δικαστήριο κρίνει απαραίτητη την παρουσία του μπορεί να διατάξει και την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του καθώς και τη βιαία προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατόν, ακόμα και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης (άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ ).

γ). Εάν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της δίκης, το δικαστήριο συνεχίζει την πρόοδο της δίκης ενώ μπορεί να εκπροσωπηθεί ο κατηγορούμενος από το συνήγορό του (άρθρο 344 ΚΠΔ).

δ). Εάν καίτοι εμφανίζεται με τη συμπεριφορά του δυσχεραίνει τη διεξαγωγή της δίκης, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απομάκρυνσή του και μπορεί να επιτρέψει την εκπροσώπησή του από το συνήγορό του οπότε δικάζεται σαν παρών (άρθρο 347 ΚΠΔ).

ε). Εάν τέλος ασθενήσει κατά τη διάρκεια της δίκης, το δικαστήριο διατάσσει τη διακοπή ή την αναβολή ή μπορεί να συνεχίσει τη δίκη με το συνήγορό του (άρθρο 348 ΚΠΔ).

Η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου στο δικαστήριο από συνήγορο, ανάγεται στα υπερασπιστικά του δικαιώματα και η παραβίασή της συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, (ΑΠ. 1159/ 2001 Πραξ Λογ ΠΔ 2001 σελ. 160).