391/2014 ΤρΕφΛαρ (έκπτωση κομιστή συναλλαγματικής ή παραγραφή της αξίωσης – αξίωση αδικ. πλουτισμού – πώληση πράγματος – διακοπή παραγραφής – βάρος απόδειξης ένστασης εξόφλησης, συμψηφισμού και καταχρηστικότητας)
391/2014
Πρόεδρος: Ναπολέων Ζούκας
Εισηγήτρια: Βαρβάρα Πάπαρη
Δικηγόροι: Ευθύμιος Παπαγιάννης, Ευάγ. Κατσαβός
Επί έκπτωσης κομιστή συναλλαγματικής ή παραγραφής της εξ αυτής αγωγής, αξίωση αδικ. πλουτισμού εκτός αν ο κομιστής μπορεί να ικανοποιηθεί εκ της υποκείμενης σχέσης.
Επί πώλησης επέλευση πλουτισμού με μεταβίβαση κυριότητας και παράδοση του πράγματος (επί δε παρακράτησης κυριότητας με παράδοση), μετατροπή δε αξίωσης αδικ. πλουτισμού σε χρηματική μόνο επί αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης.
Διακοπή παραγραφής με επίδοση αγωγής και με κάθε διαδικαστική πράξη διαδίκου ή δικαστηρίου. Άρση διακοπής επί τελεσίδικης απόφασης απορριπτικής για λόγους τυπικούς, αναβίωση όμως διακοπής αν εγερθεί νέα αγωγή σε 6 μήνες. Νέα ρύθμιση παραγραφής με το ν. 4139/2013 ισχύουσα και σε εκκρεμείς υποθέσεις.
Διακοπή παραγραφής με αναγνώριση αξίωσης υπό οφειλέτη έναντι δανειστή (και όχι τρίτου).
Επί πλειόνων χρεών οφειλέτη καταλογισμός βάσει συμφωνίας, άλλως μονομερώς υπό οφειλέτη, άλλως κατά νόμον. Επί ένστασης εξόφλησης ο εναγόμενος πρέπει να αποδείξει την καταβολή, ο δε ενάγων (δανειστής), κατ’ αντένσταση, ότι ατή δεν αφορά το επίδικο, ενώ ο εναγόμενος με επαντένσταση ότι ο καταλογισμός στο επίδικο έγινε βάσει των άνω.
Επί ισχυρισμού μονομερούς ή ένστασης συμψηφισμού ανάγκη μνείας περιστατικών της συμψηφιστέας (αντ)απαίτησης. Επί πλειόνων απαιτήσεων δανειστή, μη ανάγκη μνείας σε ποία εξ αυτών αντιτάσσεται ο συμψηφισμός, διότι κατ’ εφαρμογή 422 ΑΚ συμπληρώνεται η αόριστη δήλωση.
Η ένσταση κατάχρησης δικαιώματος προϋποθέτει κατάφαση της ύπαρξής του, ενώ επί αμφισβήτησής του άρνηση αγωγής.
Αποδοτέα, ως πραγματικός πλουτισμός, η συμφωνηθείσα αξία πωληθέντος και όχι η αντικειμενική αξία.
Αδυναμία αυτούσιας απόδοσης πωληθέντος λόγω μικρής αξίας και πολυετούς χρήσης του από τους εναγομένους, ως και έλλειψης συμφέροντος πωλητή που προτίμησε το τίμημα πώλησης και όχι το πράγμα.
{…} 3. Στη διάταξη του άρθρου 80 του ν. 5325/1932 ορίζεται ότι σε περίπτωση εκπτώσεως του κομιστή ή του πληρώσαντος οπισθογράφου, είτε παραγραφής της αγωγής εκ συναλλαγματικής, δύναται να χωρήσει κατά του εκδότη ή του οπισθογράφου αγωγή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ίδια αγωγή, στην περίπτωση παραγραφής της εκ συναλλαγματικής αγωγής, χωρεί και κατά του αποδέκτη. Η αγωγή αυτή, για την έγερση της οποίας απαιτείται α) η ύπαρξη τυπικά ισχυρής συναλλαγματικής, καθώς και ενοχής από συναλλαγματική επίσης ισχυρής, του εναγομένου εκδότη ή οπισθογράφου η αποδέκτη, όχι δε και άλλων περαιτέρω υποχρέων, όπως είναι ο τριτεγγυητής, β) έκπτωση του κομιστή από το δικαίωμα της αξιώσεώς του εκ της συναλλαγματικής, είτε επειδή εξέπεσε από το δικαίωμά του λόγω μη εμπρόθεσμης εμφάνισης της συναλλαγματικής προς πληρωμή ή μη σύνταξης διαμαρτυρικού (άρθ. 53 και 80 ν. 5325/1932), είτε επειδή χώρησε παραγραφή (άρθρο 70 ν. 5325/1932), γ) ζημία του ενάγοντος κομιστή της συναλλαγματικής όχι μόνον επειδή απώλεσε κάθε αξίωση που απορρέει από την συναλλαγματική, αλλά και επειδή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί διαφορετικά με αγωγή από τη βασική σχέση που συνδέει αυτόν με κάποιον υπόχρεο από τη συναλλαγματική και δ) πλουτισμός του εναγομένου, που μπορεί να συνίσταται είτε στο ότι αυτός έλαβε αντάλλαγμα για την αποδοχή, την έκδοση ή την οπισθογράφηση της συναλλαγματικής, είτε στο ότι απηλλάγη υποχρέωσης την οποία είχε (βλ. Κιάντου – Παμπούκη Δίκαιο Αξιόγραφων έκδ. 5 παρ. 73-74, Κ. Ρόκα Δίκαιο των Αξιογράφων Έκδ. 1968 παρ. 32, Αναστασιάδη Πιστωτ. Τίτλοι Τ.1 έκδ. β’ παρ. 195, ΕφΘεσ 820/2003 ΕπισκΕμπΔ 2003. 526, ΕφΑθ 5853/1999 Δνη 42. 822). Η προσφυγή του ενάγοντος στην αγωγή αυτή, με την οποία δεν μπορεί να ζητηθεί ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της συναλλαγματικής, αποτελεί την τελευταία προστασία και μπορεί να εγερθεί τότε μόνο, όταν ο κομιστής της συναλλαγματικής δεν βοηθείται κατ’ άλλον τρόπο και έτσι προξενείται σ’ αυτόν ανεπανόρθωτη ζημία. Έτσι δεν παρέχεται τέτοια αγωγή, όταν, παρά την απώλεια της αγωγής εκ συναλλαγματικής, ο κομιστής μπορεί να ικανοποιηθεί επί τη βάσει της υποκείμενης σχέσεως, η οποία τον συνδέει με κάποιον από τους, εκ της συναλλαγματικής, υπόχρεους (εκδότη, αποδέκτη, οπισθογράφο), τον οποίο οφείλει ο ζημιωθείς να ανεύρει, ερευνώντας ποιος απ’ αυτούς στη συγκεκριμένη περίπτωση έγινε λόγω της έκπτωσης ή της παραγραφής αδικαιολογήτως πλουσιότερος. Το τελευταίο τούτο βεβαίως δεν προκύπτει ρητά από την ανωτέρω διάταξη, αλλά είναι συνέπεια του ότι δεν μπορεί να υπάρξει ζημία στην περιουσία εκείνου που απώλεσε την αγωγή από τη συναλλαγματική, όταν υπάρχει άλλης φύσεως αγωγή εναντίον κάποιου από τους εκ της συναλλαγματικής υπόχρεους, όπως, για παράδειγμα, αγωγή από την υποκείμενη σχέση, ούτε συνεπώς πλουτισμός του οφειλέτου, εφόσον αυτός απαλλάσσεται μεν από την εκ του τίτλου αγωγή, εξακολουθεί όμως να ενέχεται εκ της υποκείμενης σχέσεως. Συνεπώς, για την πληρότητα της ιστορικής βάσεως μιας τέτοιας αγωγής, απαιτείται να εκτίθεται όχι μόνο ότι η εκ συναλλαγματικής αξίωση του ενάγοντος κατά του εναγομένου εξέλειπε για κάποιον από τους λόγους που προαναφέρθηκαν, αλλά και ότι δεν μπορεί να εγερθεί η εκ της υποκείμενης σχέσεως αγωγή κατ’ αυτού ή κατά κάποιου άλλου εκ της συναλλαγματικής υποχρέου προσώπου και για ποιο λόγο είναι αδύνατη η άσκηση της εν λόγω αγωγής, διότι τότε μόνο περιέχονται πλήρη τα στοιχεία από τα οποία συνάγεται ότι ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, ενώ αυτό δεν συμβαίνει εάν ο ενάγων έχει στην περιουσία του την εκ της υποκείμενης σχέσεως αγωγή (βλ. ΕφΘεσ 820/2003 ΕπισκΕμπΔ 2003. 526, ΕφΑθ 5853/1999 Δνη 42. 821, ΕφΑθ 693/1995 ΕΕμπΔ ΜΣΤ. 441), της εν λόγω αοριστίας μη δυνάμενης να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή τις αποδείξεις ή την παραπομπή σε άλλα εκτός της αγωγής έγγραφα (βλ. ΑΠ 457/1999 Δνη 39. 346), αντίθετα δεν αποτελεί στοιχείο της ανωτέρω αγωγής ο ισχυρισμός ότι ο πλουτισμός σώζεται, ο οποίος συνιστά ένσταση του εναγομένου, στηριζόμενη στο άρθρο 909 ΑΚ (ολΑΠ 294/1981, ΑΠ 1468/2010, ΑΠ 1316/2011 Νόμος). Ειδικότερα, όταν η βασική σχέση ανάληψης από τον εναγόμενο της υποχρέωσής του από συναλλαγματική είναι η αμφοτεροβαρής σύμβαση πωλήσεως, τότε η δημιουργική του πλουτισμού περιουσιακή μετακίνηση συντελείται με την εκπλήρωση της συμβατικής υποχρέωσης του ενάγοντος πωλητή «να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης και να παραδώσει το πράγμα» (άρθ. 513 ΑΚ). Εάν η πώληση γίνεται με τον όρο «ότι ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα ωσότου αποπληρωθεί το τίμημα» (άρθ. 532 ΑΚ), τότε ο πλουτισμός προϋποθέτει τουλάχιστον παράδοση του πωλούμενου πράγματος προς τον εναγόμενο αγοραστή τούτου, αποκλείεται δε η μετατροπή της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού σε χρηματική, εφόσον υπάρχει δυνατότητα άσκησης (και ικανοποίησης) της πρωτογενούς αξίωσης του δανειστή για αυτούσια απόδοση του πράγματος (Αστ. Γεωργιάδη ΕνοχΔικ Γεν.Μερ. Ι, β’ έκδ., παρ. 17.3 σελ. 347, Α. Λιτζερόπουλου Στοιχ.Εν.Δικ. έκδ. 1960 παρ. 261, Κ. Καυκά ΕνοχΔικ Β’ άρθρα 904-907 παρ. 3β σελ. 635, βλ. και ολΑΠ 22/1987 ΝοΒ 36. 69, ΕφΛαρ 500/2004 αδημ.).
4. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι στις 2.10.1995 εξέδωσε στη Λ. σε διαταγή της δύο συναλλαγματικές, ποσού 4.000.000 δρχ της πρώτης και 3.200.000 δρχ της δεύτερης, λήξης την 30.12.1995 και την 30.12.1996 αντίστοιχα, τις οποίες αποδέχθηκαν αυθημερόν στη Λ. οι εναγόμενοι. Ότι έναντι του ποσού της πρώτης συναλλαγματικής οι εναγόμενοι κατέβαλαν στις 6.3.1997 το ποσό των 2.141.000 δρχ, με το οποίο εξοφλήθηκαν οι τόκοι υπερημερίας ύψους 1.299.732 δρχ για το χρονικό διάστημα από την επομένη της λήξης της συναλλαγματικής μέχρι την καταβολή και μέρος του κεφαλαίου αυτής ύψους 841.268 δρχ, απομένοντας έτσι υπόλοιπο από τη συναλλαγματική αυτή ποσού 3.158.732 δρχ ή 9.270 Ε. Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, οι εναγόμενοι αρνούνται την εξόφληση του υπολοίπου ποσού της πρώτης συναλλαγματικής και όλου του ποσού της δεύτερης συναλλαγματικής. Ότι οι ανωτέρω δύο συναλλαγματικές είναι τυπικώς έγκυρες, πλην όμως επήλθε τριετής παραγραφή των αξιώσεών της που απορρέουν από αυτές, καθώς και της αξίωσής της από την υποκείμενη έννομη σχέση, δεδομένου ότι η οφειλή από τις συγκεκριμένες συναλλαγματικές αποτελεί μέρος του τιμήματος πώλησης από αυτήν (ενάγουσα) στους εναγόμενους του προσδιοριζόμενου στην αγωγή γεωργικού μηχανήματος και συγκεκριμένα μιας μεταχειρισμένης βαμβακοσυλλεκτικής μηχανής, τύπου JOHN DEERE 9920, με αριθμό πλαισίου … και κινητήρα …, ισχύος 114 HP. Ότι η ανωτέρω σύμβαση πώλησης καταρτίστηκε μεταξύ τους στις 2.10.1995 και συνεπώς έχει παρέλθει η πενταετία. Ότι το συμφωνηθέν συνολικό τίμημα είναι ποσού 15.000.000 δρχ, ενώ συμφωνήθηκε να καταβληθεί ο νόμιμος συμβατικός τόκος, καθόσον η συμφωνηθείσα τιμή ήταν μετρητοίς, ο οποίος για το χρονικό διάστημα από 2.10.1995 μέχρι 21.4.1996 ανερχόταν στο ποσοστό 27% ετησίως, από 22.4.1996 έως στο ποσοστό 26% ετησίως και από 23.8.1996 έως στο ποσοστό 23% ετησίως και συνολικό ποσό των συμβατικών τόκων 2.872.875 δρχ, το οποίο τελικά περιορίστηκε στο ποσό των 2.700.000 δρχ, όπως τα επιμέρους ποσά προσδιορίζονται και έτσι το συνολικό ποσό ανήλθε σε 17.700.000 δρχ (15.000.000 δρχ + 2.700.000 δρχ). Ότι για το ποσό των 17.700.000 δρχ εκδόθηκαν από αυτήν (ενάγουσα) αυθημερόν (την 2.10.1995) οι δύο ανωτέρω συναλλαγματικές και τρεις ακόμη, τις οποίες αποδέχθηκαν αυθημερόν οι εναγόμενοι. Ότι οι εναγόμενοι παρέλαβαν το πωληθέν μηχάνημα με όλα τα εξαρτήματά του και το χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα, η δε αξία του ανέρχεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής στο ποσό των 23.000 Ε, γενόμενοι αποκλειστικοί συγκύριοι αυτού κατ’ ίσα μέρη, δεδομένου ότι αυτή (ενάγουσα) επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της απαίτησης του τιμήματος και όχι το δικαίωμά της από την παρακράτηση της κυριότητας της πωληθείσας μηχανής. Ότι κατά το ανωτέρω ποσό οι εναγόμενοι έγιναν πλουσιότεροι σε βάρος της, χωρίς νόμιμη αιτία, ο δε πλουτισμός τους σώζεται. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, να της καταβάλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, το συνολικό ποσό των 18.661 Ε, με το νόμιμο τόκο για το ποσό των 9.270 Ε της πρώτης συναλλαγματικής από την επομένη της μερικής εξόφλησης, ήτοι από 7.3.1997, και για το ποσό των 9.391 Ε της δεύτερης συναλλαγματικής από την επομένη της λήξης αυτής, άλλως να της καταβάλουν τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι, σύμφωνα και με όσα στη νομική σκέψη εκτίθενται, επαρκώς ορισμένη, καθόσον προσδιορίζεται η υποκείμενη αιτία έκδοσης των επίδικων συναλλαγματικών, το είδος του γεωργικού μηχανήματος, τα χαρακτηριστικά αυτού και η κατά προορισμό χρήση του, η ζημία της ενάγουσας και ο πλουτισμός των εναγομένων, ο οποίος κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς σώζεται, αν και δεν είναι απαραίτητη τέτοια αναφορά, δηλαδή ότι ο πλουτισμός σώζεται, ο οποίος συνιστά ένσταση του εναγομένου, κατά τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή ορισμένη, απορρίπτοντας τους αντίθετους ισχυρισμούς των εναγομένων, ορθά ερμήνευσε το νόμο και δεν έσφαλε, καθόσον, ανεξάρτητα από το ότι η παραγραφή της αξίωσης από την σύμβαση πωλήσεως αποτελεί, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 272 εδ. α’ ΑΚ, νόμιμη αιτία πλουτισμού (ΑΠ 924/2006 Δνη 50. 166, ΑΠ 1185/2002 ΝοΒ 2003. 1011, ΑΠ 93/1996 Δνη 38. 553, ΑΠ 139/1991 ΕΕΝ 1992. 90), η αναζήτηση του δικαιολογημένου αυτού πλουτισμού στην προκειμένη περίπτωση προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου (πρβλ. ΑΠ 1450/1990 ΕΕΝ 1991. 613). Επομένως, ο πέμπτος λόγος της εφέσεως με τον οποίο καταλογίζεται στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η ανωτέρω πλημμέλεια, ότι δηλαδή παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο λόγω αοριστίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
5. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013, «Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 270 παρ. 1 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την επίδοση της σχετικής αγωγής, μετά δε την με τον τρόπο αυτό επέλευση της διακοπής, σε περίπτωση αδράνειας των διαδίκων και για να μην επέλθει διαιώνιση της απαίτησης, είναι δυνατόν αυτή να παραγραφεί κατά τη διάρκεια της δίκης (εν επιδικία). Κάθε, όμως, νέα διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου επιφέρει και πάλι διακοπή της παραγραφής, οπότε αρχίζει νέα παραγραφή, ίσης διάρκειας με εκείνη που έχει διακοπεί, από την επιχείρηση της νέας διαδικαστικής πράξης, η οποία συμπληρώνεται αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρέλθει ολόκληρος ο χρόνος που ορίζει ο νόμος για την παραγραφή της αξίωσης. Ως διαδικαστική πράξη, που συνεπάγεται την εκ νέου διακοπή της παραγραφής, νοείται, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 261 εδ. β’ ΑΚ, κάθε πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, η οποία, οριζόμενη από δικονομικούς κανόνες, αποτελεί μέσο προς κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση της δίκης, όπως είναι και η κλήση προς συζήτηση της αγωγής, ανεξάρτητα με ποιου διαδίκου επιμέλεια προκλήθηκε ή επιχειρήθηκε η πράξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ «Κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή». Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις συνάγεται ότι, το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής που επέφεραν, κατ’ άρθρο 261 ΑΚ, η έγερση της αγωγής και οι μετέπειτα της εγέρσεως αυτής διαδικαστικές πράξεις, αίρεται με την παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής ή με την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης, που απορρίπτει την αγωγή για λόγους μη ουσιαστικούς, εκτός εάν εγερθεί νέα αγωγή μέσα σε έξι μήνες από την παραίτηση ή από την τελεσιδικία της απορριπτικής απόφασης, οπότε η διακοπή της παραγραφής αναβιώνει. Απαραίτητες, επομένως, προϋποθέσεις εφαρμογής της αμέσως πιο πάνω διάταξης του άρθρου 261 ΑΚ (όσον αφορά την απόρριψη της αγωγής) είναι μόνο η τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αγωγής για λόγους τυπικούς και η άσκηση νέας μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών. Ως απόρριψη της αγωγής για λόγους μη ουσιαστικούς νοείται, κατά την άνω διάταξη, η απόρριψη για λόγους που δεν αναφέρονται στο υποστατό της αξίωσης, δηλαδή δικονομικούς, όπως είναι και η αοριστία της αγωγής, ενώ ως επανέγερση της αγωγής θεωρείται η άσκηση νέας αγωγής με τους ίδιους διαδίκους, που στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 1622/2009, ΑΠ 2365/2009 Νόμος). Ήδη, σύμφωνα με το άρθρο 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013, το άρθρο 261, αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων απ’ αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύδει την πρόοδο της δίκης. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 260 ΑΚ η παραγραφή διακόπτεται, όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο. Αναγνώριση της αξίωσης αποτελεί κάθε ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στον δανειστή, από την οποία να προκύπτει ότι ο οφειλέτης, έχοντας πλήρη επίγνωση της αξίωσης του δανειστή, θεωρεί αυτήν ότι υπάρχει, ώστε να μην είναι αναγκαία η άσκηση της σχετικής αγωγής. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η μερική καταβολή με σκοπό εξόφλησης της ένδικης αξίωσης του αξιουμένου με την αγωγή χρηματικού ποσού (ΑΠ 1239/2010 Νόμος, ΑΠ 362/2009 ΕΕμπΔ 2010. 63). Η έχουσα τα παραπάνω στοιχεία συμπεριφορά πρέπει να επιδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστή και όχι έναντι τρίτου προσώπου (ΑΠ 232/2010 Νόμος).
Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 361 του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς τον δανειστή και η καταβαλλόμενη παροχή δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων, τότε ο προσδιορισμός του εξοφλούμενου χρέους θα γίνει με βάση την τυχόν συμφωνία των μερών, ελλείψει δε τέτοιας συμφωνίας, ο προσδιορισμός αυτός θα γίνει μονομερώς από τον οφειλέτη κατά την καταβολή, ενώ σε περίπτωση που ούτε ο οφειλέτης άσκησε το εν λόγω δικαίωμα επιλογής, η παροχή θα καταλογισθεί με τη σειρά που ορίζει το εδάφιο β’ του άρθρου 422 ΑΚ. Εν όψει έτσι και της ρυθμίσεως του άρθρου 338 §1 ΚΠολΔ ο μεν εναγόμενος (οφειλέτης), προτείνων την ένσταση της εξοφλήσεως του επιδίκου χρέους με καταβολή, πρέπει (και αρκεί), για την ουσιαστική βασιμότητα της ενστάσεώς του, να αποδείξει μόνο την καταβολή, ο δε ενάγων (δανειστής) ισχυριζόμενος, κατ’ αντένσταση, ότι υπάρχουν και άλλα χρέη και ότι η καταβληθείσα παροχή δεν αφορούσε στο επίδικο αλλά σε άλλο ληξιπρόθεσμο χρέος, φέρει το βάρος αποδείξεως της υπάρξεως του άλλου χρέους, αναφέροντας με πληρότητα και σαφήνεια τα γεγονότα που θεμελιώνουν κατά νόμο την αντένστασή του αυτή. Αν αποδειχθεί η ύπαρξη του άλλου χρέους, ο εναγόμενος οφείλει, προτείνων σχετική επαντένσταση, να αποδείξει ότι ο καταλογισμός της παροχής στο επίδικο χρέος έγινε είτε βάσει συμφωνίας των μερών, είτε κατόπιν ασκήσεως από αυτόν του σχετικού δικαιώματος επιλογής, είτε σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 422 εδ. β’ ΑΚ σειρά (ΑΠ 435/2010, ΑΠ 1387/2010, ΑΠ 1977/2009, ΑΠ 1562/2009 Νόμος). Επιπλέον, στοιχεία του ορισμένου της γνήσιας ένστασης καταβολής κατ’ άρθρ. 416 ΑΚ αποτελεί η αιτία, το ποσό και ο χρόνος της καταβολής (ΑΠ 191 έως 193/2011, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 250/2002 Νόμος).
Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, παρέχεται κατά νόμο η δυνατότητα αφενός στο δικαιούχο της (αντ)απαιτήσεως να αποσβέσει μονομερώς την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, αφετέρου στους δανειστές και οφειλέτες να προβούν σε συμβατικό συμψηφισμό (συμβιβασμό). Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 §1 και 222 §2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού, πρέπει να γίνεται αναφορά, με τρόπο σαφή και ορισμένο, των περιστατικών που θεμελιώνουν κατά νόμο την προβλεπόμενη σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη και ομοειδή ανταπαίτησή του κατά του δανειστή, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ’ ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτόν αοριστίας της ένστασης με αναφορά σε άλλα έγγραφα, όπου αναφέρονται τα περιστατικά αυτά, με ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή των όσων ισχύουν για το ορισμένο της αγωγής (βλ. ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24. 537, ΕφΘεσ 3396/1987 Αρμ 43. 36, Β. Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ Τόμος 1ος σελ. 613). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο ισχυρισμός περί μονομερούς συμψηφισμού ή η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να διαλαμβάνεται σαφής έκθεση των δικαιοπαραγωγικών της ανταπαίτησης γεγονότων, ήτοι πρέπει να αναφέρεται: α) περιγραφή, χρόνος γέννησης και το ποσό των αμοιβαίων απαιτήσεων, που προτείνονται σε συμβιβασμό (ΑΠ 793/2005 Δνη 49. 205), β) ότι οι απαιτήσεις είναι ομοειδείς (ΑΠ 386/1978 ΝοΒ 27. 174), γ) ότι οι απαιτήσεις είναι υποστατές και έγκυρες (ΑΠ 181/1995 Δνη 1996. 1344) και δ) ότι οι αξιώσεις είναι ληξιπρόθεσμες και αγώγιμες (Κατράς Αγωγές και ενστάσεις ΑΚ 2008 §159 σελ. 1170). Ειδάλλως, ήτοι εφόσον δεν εξειδικεύονται τα παραγωγικά της ανταπαιτήσεως πραγματικά περιστατικά ή δεν καθορίζονται επακριβώς τα επιμέρους χρηματικά κονδύλια που απαρτίζουν την ανταπαίτηση κατά του δανειστή, ώστε να καταστεί εφικτό στον ενάγοντα να απαντήσει σ’ αυτή, στο δε Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος (βλ. και ΑΠ 7/1976 ΝοΒ 24. 537, ΑΠ 789/1975 ΝοΒ 24. 755). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 262 §1 και 222 §2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού, πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρεται η απαίτηση του ενάγοντος δανειστή στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, το ποσό αυτής και ο χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκε. Αν δε οι απαιτήσεις του δανειστή είναι περισσότερες, τότε δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται σε ποια από αυτές αντιτάσσεται ο συμψηφισμός, διότι στην περίπτωση αοριστίας της δηλώσεως του οφειλέτη, εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ, που ρυθμίζει τον καταλογισμό του καταβαλλόμενου ποσού σε περίπτωση περισσότερων χρεών, οπότε συμπληρώνεται η αόριστη δήλωση και ο συμψηφισμός είναι έγκυρος (ΑΠ 1519/2008 Νόμος).
Επιπλέον, κατά το άρθρο 281 ΑΚ «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια του επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τάσσονται ως αντικειμενικά κριτήρια ασκήσεως των δικαιωμάτων: α) η καλή πίστη, δηλαδή η στον έντιμο και εχέφρονα άνθρωπο υπαγορευόμενη συμπεριφορά, β) ή τα χρηστά ήθη, δηλαδή οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη ηθικού και συνετού, μέσου κοινωνικού ανθρώπου, γ) ή ο εγκείμενος στο δικαίωμα κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του και απαγορεύεται η άσκησή του, όταν υπερβαίνει ολοφάνερα τα τασσόμενα με τα κριτήρια αυτά ακραία όρια, είτε διότι προηγήθηκε μακρά αδράνεια του δικαιούχου που δημιούργησε εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θα είχε ασκηθεί το δικαίωμα, του οποίου η άσκηση πλέον συνεπάγεται δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία για τον δικαιούχο από την ωφέλεια που προσδοκά από την άσκησή του ο υπόχρεος, είτε διότι η προηγηθείσα της ασκήσεως του δικαιώματος συμπεριφορά του δικαιούχου καθ’ εαυτή και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, από την οποία προκύπτει προφανής υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης (ολΑΠ 62/1990), είτε για άλλους λόγους, εφόσον τα προβαλλόμενα και αποδεικνυόμενα με αυτοτελή ισχυρισμό πραγματικά περιστατικά μπορούν να υπαχθούν σε μία από τις προαναφερόμενες περιπτώσεις υπερβάσεως των ανεκτών από το νόμο ορίων ασκήσεως του δικαιώματος (πρβλ. ολΑΠ 472/1983). Σημειωτέον, ότι δεν αποτελεί ισχυρισμό (δικαιοκωλυτική ένσταση) κατ’ άρθρ. 281 ΑΚ, η αμφισβήτηση της ύπαρξης αυτού καθ’ εαυτού του δικαιώματος του ενάγοντος λόγω είτε μη επέλευσης των σχετικών δικαιογόνων πραγματικών περιστατικών ή λόγω επέλευσης δικαιοφθόρων (αποσβεστικών περιστατικών), καθόσον η διάταξη αυτή του άρθρου 281 ΑΚ δεν δύναται να αντιταχθεί κατά δικαιωμάτων, αλλά του τρόπου άσκησής τους κατά τις προμνησθείσες προϋποθέσεις (ΕφΘεσ 601/2005 ΝοΒ 53. 1119), ήτοι η εφαρμογή της προϋποθέτει ότι ο ενιστάμενος καταφάσκει την ύπαρξη του δικαιώματος (ΑΠ 764/2001 ΔΕΕ 2001. 1013, ΑΠ 950/1989 Δνη 32. 77, ΑΠ 1417/1984 ΝοΒ 33. 1002, ΕφΘεσ 721/2010 Αρμ 2011. 951, ΕφΑθ 8263/2007 ΔΕΕ 2008. 1115).
6. Από τις ανωμοτί καταθέσεις … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη, η οποία διατηρεί αντιπροσωπεία μηχανημάτων και αυτοκινήτων, πώλησε και παρέδωσε στους εκκαλούντες, την 2.10.1995, μία μεταχειρισμένη βαμβακοσυλλεκτική μηχανή, εργοστασίου κατασκευής JOHN DEERE, τύπου 9920, με αριθμό πλαισίου … και κινητήρα …, ισχύος 114 HP, αντί τιμήματος 15.000.000 δρχ. Για την πώληση αυτή καταρτίστηκε από τους συμβαλλομένους το από 2.10.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο αναφέρεται ότι το τίμημα της αγοραπωλησίας συμφωνήθηκε στο ποσό των 9.000.000 δρχ και εκδόθηκαν το υπ’ αριθμ. …/2.10.1995 τιμολόγιο πώλησης, ποσού 10.620.000 δρχ (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ 18% στο ποσό των 9.000.000 δρχ) και το υπ’ αριθμ. …/2.10.1995 δελτίο αποστολής. Όμως, το πραγματικό συμφωνηθέν τίμημα ανερχόταν στο ποσό των 15.000.000 δρχ, αλλά αναγράφηκε μικρότερο τίμημα για φορολογικούς λόγους (πόθεν έσχες – φπα). Έναντι του ανωτέρω πραγματικού τιμήματος, η εφεσίβλητη εξέδωσε στη Λ. στις 2.10.1995 πέντε συναλλαγματικές, τις οποίες αποδέχθηκαν αυθημερόν οι εκκαλούντες και τριτεγγυήθηκε για την πληρωμή τους ο Κ. Α. Λ.. Συγκεκριμένα, εκδόθηκαν από την εφεσίβλητη οι ακόλουθες πέντε συναλλαγματικές: 1) συναλλαγματική ποσού 3.500.000 δρχ με ημερομηνία λήξης στις 30.12.1995, 2) συναλλαγματική ποσού 4.000.000 δρχ με ημερομηνία λήξης στις 30.12.1995 (επίδικη), 3) συναλλαγματική ποσού 3.200.000 δρχ με ημερομηνία λήξης στις 30.12.1996 (επίδικη), 4) συναλλαγματική ποσού 4.000.000 δρχ με ημερομηνία λήξης στις 30.12.1996 και 5) συναλλαγματική ποσού 3.000.000 δρχ με ημερομηνία λήξης στις 30.12.1996. Στα ποσά των συναλλαγματικών περιλαμβάνονται και οι νόμιμοι συμβατικοί τόκοι του τιμήματος που θα κατέβαλλαν οι εκκαλούντες και ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 2.700.000 δρχ για το χρονικό διάστημα από 2.10.1995 έως 30.12.1996 (βλ. εξέταση νομίμου εκπροσώπου εφεσίβλητης). Οι εκκαλούντες, με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, συνομολογούν την πώληση του παραπάνω γεωργικού μηχανήματος, ισχυρίζονται, όμως, ότι το αναγραφόμενο στο από 2.10.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό τίμημα των 9.000.000 δρχ είναι το συμφωνηθέν πραγματικό τίμημα, ότι ουδέποτε συμφωνήθηκε να καταβάλουν τόκους και ότι κατά την υπογραφή του παραπάνω συμφωνητικού κατέβαλαν έναντι του συνολικού τιμήματος των 9.000.000 δρχ το ποσό των 1.800.000 δρχ και ότι αποδέχθηκαν μόνον δύο συναλλαγματικές (τις επίδικες), προς εξόφληση των οποίων κατέβαλαν στις 20.4.1996 3.500.000 δρχ, στις 6.2.1997 2.141.000 δρχ και στις 6.2.1997 559.000 δρχ και εκδόθηκαν αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής της εφεσίβλητης. Η ομολογία αυτή των εκκαλούντων, ότι υπέγραψαν τις επίδικες συναλλαγματικές, ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ενόψει του ότι, από την παραβολή των υπογραφών στη θέση του αποδέκτη και του τριτεγγυητή σε αυτές και στις λοιπές συναλλαγματικές, καθώς και στο από 2.10.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό, προκύπτει ότι οι υπογραφές είναι οι ίδιες. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκκαλούντες, στα πλαίσια της δίκης της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος τους από την εφεσίβλητη για τις υπό στοιχεία 4) και 5) ως άνω συναλλαγματικές, ήτοι τη συναλλαγματική ποσού 4.000.000 δρχ με ημερομηνία λήξης στις 30.12.1996 και τη συναλλαγματική ποσού 3.000.000 δρχ με ημερομηνία λήξης στις 30.12.1996, αμφισβήτησαν την γνησιότητα της υπογραφής τους σ’ αυτές, ενώ συνομολόγησαν την υπογραφή τους στις επίδικες, το δε δικαστήριο της ανακοπής, Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας, με την 414/2003, ήδη τελεσίδικη, απόφασή του έκρινε ότι και οι πέντε συναλλαγματικές έχουν την υπογραφή των εκκαλούντων στη θέση του αποδέκτη, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος εφέσεως των εναγομένων, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη προϋπόθεση της εφαρμογής του άρθρου 80 του ν. 5325/1932 της τυπικά έγκυρης συναλλαγματικής, καθόσον οι επίδικες συναλλαγματικές δεν είναι τυπικά έγκυρες, διότι δεν φέρουν την υπογραφή τους, είναι αβάσιμος και εντεύθεν απορριπτέος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη άσκησε εναντίον των εκκαλούντων την από 30.5.2001 (αριθμ. εκθ. καταθ. 669/01) όμοια αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των δύο επίδικων συναλλαγματικών, με βάση το άρθρο 80 ν. 5325/1932 (βλ. ακριβές αντίγραφο της αγωγής). Η αγωγή αυτή επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 6.6.2001 (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/6.6.01 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Β. Α.). Επομένως, η αγωγή αυτή ασκήθηκε εντός της πενταετούς προθεσμίας του άρθρου 80 ν. 5325/1932 από τη λήξη της δεύτερης από τις επίδικες συναλλαγματικές, ήτοι από την 30.12.1996. Η πρώτη των επίδικων συναλλαγματικών ποσού 4.000.000 δρχ φέρει ημερομηνία λήξης την 30.12.1995. Οι εκκαλούντες, όπως πιο πάνω αναφέρεται, ισχυρίσθηκαν ότι την 6.2.1997 κατέβαλαν το ποσό των 2.141.000 δραχμών έναντι της συναλλαγματικής αυτής. Η μερική αυτή καταβολή αποτελεί, σύμφωνα με όσα στη νομική σκέψη εκτίθενται, αναγνώριση από αυτούς της αξίωσης της εφεσίβλητης από την συγκεκριμένη συναλλαγματική και συνεπώς την 6.2.1997 διακόπηκε η πενταετής παραγραφή του άρθρου 80 ν. 5325/1932, η οποία στη συνέχεια διακόπηκε και πάλι με την έγερση από την εφεσίβλητη της παραπάνω από 30.5.2001 (αριθμ. εκθ. καταθ. 669/01) αγωγής. Επί της ανωτέρω αγωγής της εφεσίβλητης εκδόθηκε η με αριθμό 356/2002 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, κατά της οποίας οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Λάρισας την με αριθ. κατάθ. 450/24.12.2002 έφεση. Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 500/22.6.2004 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, με την οποία έγινε δεκτή τυπικά και ουσιαστικά η έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση και απορρίφθηκε η αγωγή της εφεσίβλητης ως αόριστη. Κατόπιν αυτού, η εφεσίβλητη άσκησε κατά των εκκαλούντων την ένδικη αγωγή, η οποία επιδόθηκε σ’ αυτούς την 13.12.2004 (βλ. τις υπ’ αριθμ. …/13.12.04 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Β. Α.). Επομένως, σύμφωνα με όσα στη νομική σκέψη εκτίθενται, εφόσον η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε εντός εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψη της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 669/2001 παραπάνω αγωγής ως αόριστης (22.6.2004 δημοσιεύθηκε η απόφαση του Εφετείου Λάρισας και 13.12.2004 επιδόθηκε η ένδικη αγωγή στους εκκαλούντες), διατηρείται το αποτέλεσμα της διακοπής της παραγραφής που επήλθε με την άσκηση της πρώτης αγωγής, δηλαδή με την άσκηση της με αριθ. κατάθ. 669/2001 αγωγής. Ενόψει όλων των ανωτέρω, η αξίωση της εφεσίβλητης από τις επίδικες συναλλαγματικές, που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 80 ν. 5325/1932, δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, (ούτε υπό το προηγούμενο, ούτε υπό το νέο και εφαρμοζόμενο νομοθετικό καθεστώς), όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την ένσταση παραγραφής της αξίωσης της εφεσίβλητης που πρόβαλαν οι εκκαλούντες με τις προτάσεις τους, κάνοντας δεκτή την αντένσταση διακοπής της παραγραφής που πρότεινε η ενάγουσα με την προσθήκη των προτάσεων της (ΚΠολΔ 237 παρ. 3). Συνεπώς, ο πρώτος λόγος εφέσεως των εκκαλούντων, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι η αγωγή του άρθρου 80 του ν. 5325/1932 από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό έχει παραγραφεί λόγω παρόδου πενταετίας, είναι αβάσιμος και εντεύθεν απορριπτέος.
Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται επιπλέον ότι αν και η εφεσίβλητη είχε υποσχεθεί την καλή λειτουργία της μηχανής για ένα έτος, αυτή εμφάνισε κατά τη λειτουργία της προβλήματα και κατόπιν υπόδειξής της απευθύνθηκαν στο τεχνικό συνεργείο με την επωνυμία «Α. Π.- Α. Κ. ΟΕ» που εδρεύει στην Κ., στο οποίο κατέβαλαν για την επισκευή της μηχανής το ποσό των 1.194.751 δρχ. Ότι η δαπάνη αυτή επισκευής της μηχανής βάρυνε την εφεσίβλητη, η οποία αν και είχε υποσχεθεί ότι θα καταβάλει το παραπάνω ποσό, τελικά δεν το κατέβαλε. Ότι, ενόψει των παραπάνω καταβολών, συμπεριλαμβανομένης και της δαπάνης επισκευής της μηχανής, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 9.194.751 δρχ (1.800.000 + 3.500.000 + 2.141.000 + 559.000 + 1.194.751), αυτοί έχουν εξοφλήσεις το τίμημα της πώλησης. Επικουρικά δε, ενόψει του ότι κατά τους ισχυρισμούς τους το τίμημα της πώλησης είναι 9.000.000 δρχ και έχουν ήδη καταβάλει το ποσό των 8.000.000 δραχμών (1.800.000 + 3.500.000 + 2.141.000 + 559.000), για το υπολειπόμενο ποσό του τιμήματος ύψους 1.000.000 δρχ, προτείνουν την ανταπαίτησή τους ποσού 1.194.751 δρχ σε συμψηφισμό με την απαίτηση της εφεσίβλητης. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι το τίμημα της πώλησης ήταν 9.000.000 δρχ αναιρείται από το γεγονός ότι έναντι αυτού υπέγραψαν πέντε συναλλαγματικές, ήτοι τις επίδικες, αυτές για τις οποίες έχει εκδοθεί η προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και αυτή των 3.500.000 δρχ με ημερομηνία λήξης στις 30.12.1995, κατά τα προαναφερθέντα, αλλά και από τις υπ’ αριθμ. …/20.4.1996 και …/6.2.1997 αποδείξεις, τις οποίες προσκομίζουν και επικαλούνται οι ίδιοι, όπου αναγράφεται ότι δόθηκαν τα ποσά των 3.500.000 δρχ και των 559.000 δρχ έναντι συναλλαγματικής λήξεως 30.12.1995, ποσού 3.500.000 δρχ. Από τις εν λόγω αποδείξεις ενισχύεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι συμφωνήθηκε και η καταβολή τόκων, αφού για κεφάλαιο 3.500.000 δρχ προκύπτει η καταβολή 3.500.000 + 559.000 δρχ. Περαιτέρω, από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …/6.2.1997 απόδειξη προκύπτει η καταβολή 2.141.000 δραχμών έναντι του ποσού των 4.000.000 δρχ της συναλλαγματικής με λήξη 30.12.1995 (πρώτη επίδικη), από το οποίο ποσό 1.299.732 δρχ καταλογίστηκε στους τόκους υπερημερίας από τη λήξη της συναλλαγματικής και μέχρι την καταβολή και 841.268 δρχ καταλογίστηκε στο κεφάλαιο (άρθρο 423 ΑΚ), δεδομένου ότι δεν προέκυψε σχετική συμφωνία διαφορετικού καταλογισμού, ούτε άσκηση από τους εκκαλούντες – οφειλέτες του σχετικού δικαιώματος επιλογής. Επίσης, δεν προέκυψε η δόση προκαταβολής ποσού 1.800.000 δρχ, όπως ισχυρίσθηκαν οι εκκαλούντες, ενόψει της υπογραφής των ανωτέρω πέντε συναλλαγματικών για ποσό 17.700.000 δρχ, αλλά και εκ του γεγονότος ότι ο εκπρόσωπος της εφεσίβλητης αρνήθηκε κατηγορηματικά σε όλες τις δίκες τη δόση τέτοιας προκαταβολής, μάλιστα έδωσε εξήγηση ότι η αναγραφή αυτού του ποσού στο συμφωνητικό έγινε για φορολογικούς λόγους («…Το ποσό των 1.800.000 δρχ δεν μας το έδωσαν, γιατί υπήρχε η νομισματική επιτροπή και γι’ αυτό είπαμε ότι το πήραμε…»). Εξάλλου, το γεγονός ότι ο ίδιος εκπρόσωπος ανέφερε στα πλαίσια της δίκης της ανακοπής κατά της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής ότι «…Τα χρήματα της προκαταβολής τα έφερε ο Κ.Λ….» (βλ. 414/11.11.2003 πρακτικά), δεν οδηγεί σε αντίθετη κρίση, αφού ο ίδιος ο Κ. Λ., εξεταζόμενος ως μάρτυρας στη δίκη που αφορούσε την ως άνω όμοια, με την ένδικη, αγωγή, που απορρίφθηκε ως αόριστη, ανέφερε ότι «…ο Κ. πήρε 140.000 δρχ για καπάρο…» (βλ. 356/19.2.2002 πρακτικά). Επομένως, οι εκκαλούντες οφείλουν μέχρι σήμερα το υπόλοιπο ποσό ύψους 3.158.732 δρχ ή 9.270 Ε από τη συναλλαγματική των 4.000.000 δρχ (2.141.000 δρχ που κατέβαλαν στις 6.2.2007 – 1.299.732 δρχ το ποσό που καταλογίστηκε στους τόκους υπερημερίας από την επομένη λήξης της συναλλαγματικής μέχρι την καταβολή την 6.2.1997, 841.268 δρχ, μέρος του κεφαλαίου που εξοφλήθηκε, 4.000.000 δρχ κεφάλαιο – 841.268 δρχ το ποσό που καταλογίστηκε στο κεφάλαιο = 3.158.732 δρχ υπόλοιπο) λήξης την 30.12.1995 και το ποσό των 3.200.000 δρχ ή 9.391 Ε της δεύτερης συναλλαγματικής λήξης την 30.12.1996.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη εγγυήθηκε την επί ένα έτος ή 1.000 ωρών εργασίας κανονική λειτουργία της μηχανής που πούλησε στους εκκαλούντες. Στην εγγύηση αυτή δεν περιλαμβάνονταν οι λόγω συνήθους χρήσης φθορές, από κακό χειρισμό ή οι βλάβες συντήρησης, επίσης δεν παρείχε εγγύηση για το κύκλωμα πετρελαίου (τρόμπα, μπεκ, φίλτρα, δεξαμενή), καθώς και για το ηλεκτρικό κύκλωμα (μίζα, δυναμό μπαταρία κλπ), τα φρένα και το συμπλέκτη (βλ. ακριβές φωτοαντίγραφο της από 2.10.1995 εγγράφου εγγυήσεως). Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η μηχανή παρουσίασε προβλήματα κατά τη λειτουργία της και με υπόδειξη της ενάγουσας απευθύνθηκαν στο συνεργείο με την επωνυμία «Α. Π. – Α. Κ. ΟΕ» που εδρεύει στην Κ., στο οποίο αποκαταστάθηκαν οι βλάβες αυτής και κατέβαλαν το ποσό του 1.194.751 δρχ, αν και η εφεσίβλητη είχε υποσχεθεί και ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει αυτό στο συνεργείο. Ο ισχυρισμός αυτός των εκκαλούντων, περί συμβατικού συμψηφισμού της αξίωσής (ανταπαίτησής) τους από ελαττώματα της βαμβακοσυλλεκτικής μηχανής δεν αποδείχθηκε, μάλιστα ο νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης ανέφερε ότι οι εκκαλούντες «δεν τους ειδοποίησαν ποτέ για βλάβη της μηχανής» (βλ. 456/2002 πρακτικά), «Πριν ξεκινήσει το 1996 η συλλογή πήγαν να την επισκευάσουν στο συνεργείο χωρίς εγγύηση, ο τεχνίτης έβγαλε τις διάφορες ζημιές, έπρεπε να τα πληρώσουν» (βλ. 414/2003 πρακτικά) και «Ακόμη και σήμερα οι εναγόμενοι χρησιμοποιούν την βαμβακοσυλλεκτική μηχανή» (βλ. πρακτικά εκκαλουμένης).
Οι καταθέσεις των μαρτύρων των εκκαλούντων στο θέμα αυτό είναι αόριστες και αντιφατικές. Ειδικότερα ο Κ. Λ. κατέθεσε σχετικά «Τον Νοέμβριο του έτους 2005 η βαμβακοσυλλεκτική μηχανή παρουσίασε προβλήματα. Καλέσαμε τον Κ. γι’ αυτό το θέμα και μας έστειλε στον Π.. Ο Π. τελικά ήταν υπεύθυνος να παρακολουθεί τη μηχανή όλη τη σαιζόν, τον οποίο πληρώσαμε εμείς γιατί μου είπε “εγώ με σένα έχω να κάνω”. Το 1997 πήγαμε για να καθαρίσουμε τις συναλλαγματικές και διαφωνήσαμε» (βλ. 356/2002 πρακτικά), «Η μηχανή παρουσίασε κάποια ελαττώματα, υπέστη διάφορες βλάβες, μπάρες, ακρόμπαρα, γρανάζια, τροχαλίες κλπ και δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Πήραμε τον τεχνίτη Π. και ήρθε και τα έφτιαξε. Τον πλήρωσα εγώ 1.000.000 δρχ και γι’ αυτό δεν έδωσα το 1.000.000 στον Κ.. Ήταν μεταχειρισμένη η μηχανή, την αγοράσαμε Σεπτέμβριο – Οκτώβριο και μετά ένα μήνα βγήκε το ελάττωμα. Για το 1.000.000 δρχ που δώσαμε στον Π. πήρα τηλέφωνο τον Κ. και μου είπε θα τα βρούμε στο Δικαστήριο» (βλ. 414/2003 πρακτικά), δηλαδή στην πρώτη κατάθεση αναφέρει ότι η διαφωνία τους με τον Κ. προέκυψε το 2007 και στην δεύτερη ότι η διαφωνία αυτή προέκυψε αμέσως μετά την πληρωμή του ποσού των 1.000.000 δρχ. στον Π.. Εξάλλου, ο 2ος εκκαλών Α. Λ. το μόνο που ανέφερε σχετικά ήταν ότι «την επισκεύασε το συνεργείο, που ήταν συμβεβλημένο με την ενάγουσα» (βλ. πρακτικά εκκαλουμένης). Οι εκκαλούντες προσκομίζουν σχετικά μία καρτέλα όπου αναγράφονται διάφορα εξαρτήματα, με τις επιμέρους χρεώσεις και πιστώσεις, συνολικού ποσού 1.194.751 δρχ και την από 11.7.1996 απλή απόδειξη ποσού 300.000 δρχ, προερχόμενη από την «Α. Π. – Α. Κ. OΕ», όπου αναγράφεται ότι το ποσό αυτό δόθηκε έναντι λογαριασμού μηχανής 9920 περιόδου 1995 και ότι απομένει υπόλοιπο από 150.000 δρχ. Από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία δεν προκύπτει με ασφάλεια ο χρόνος επισκευής της βαμβακοσυλλεκτικής μηχανής, σε συνδυασμό με το ότι η βαμβακοσυλλεκτική περίοδος διαρκεί μέχρι και τον Νοέμβριο, το Δικαστήριο κρίνει ότι η βαμβακοσυλλεκτική μηχανή λειτούργησε χωρίς προβλήματα καθ’ ολη τη διάρκεια της βαμβακοσυλλεκτικής περιόδου του έτους 1995, άλλωστε και ο ίδιος ο Κ. Λ. κατέθεσε ότι το Νοέμβριο του 1995 παρουσίασε προβλήματα η μηχανή. Σε κάθε περίπτωση, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι οι φθορές της μηχανής οφείλονταν σε ελαττώματα αυτής που υπήρχαν κατά την αγορά της και όχι σε συνήθεις φθορές χρήσεως, κακό χειρισμό ή βλάβες συντήρησης, τις οποίες δεν κάλυπτε η από 2.10.1995 δοθείσα εγγύηση της εφεσίβλητης πωλήτριας, αν ληφθεί υπόψη και το ότι μετά το πέρας της βαμβακοσυλλογής, ενεργείται πάντα συντήρηση και επισκευή των μηχανών του είδους, η οποία είναι αναγκαία λόγω της λειτουργίας τους κατά την διάρκεια της βαμβακοσυλλογής και της συνήθους φθοράς που υφίστανται. Ομοίως κρίνοντας και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την ένσταση εξοφλήσεως (και διά συμβατικού συμψηφισμού) που προέβαλαν οι εκκαλούντες πρωτοδίκως και επαναφέρουν με το δεύτερο λόγο της εφέσεώς τους, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Επομένως και ο δεύτερος λόγος της εφέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, ο ίδιος ισχυρισμός των εκκαλούντων περί μονομερούς συμψηφισμού (ένσταση συμψηφισμού) είναι αόριστος, διότι δεν προσδιορίζονται, όπως θα έπρεπε κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, οι βλάβες που υπέστη η μηχανή και ο χρόνος που τις υπέστη, ώστε να δύναται να ελεγχθεί εάν αυτές καλύπτονταν από την παραπάνω εγγύηση καλής λειτουργίας, το ποσό που πλήρωσαν για την αποκατάσταση κάθε βλάβης και τον χρόνο που έγινε η κάθε επισκευή, η αναφορά δε στην καρτέλα, όπου αναγράφονται διάφορα εξαρτήματα και οι αξίες τους, δεν παρέχει την δυνατότητα αναπλήρωσης και κατ’ ακολουθία θεραπείας της για το λόγο αυτόν αοριστίας της ένστασης. Επομένως, η ένσταση μονομερούς συμψηφισμού, που πρόβαλαν οι εκκαλούντες, ήταν απορριπτέα προεχόντως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, το οποίο δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και τα όσα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω, οι εκκαλούντες, επικαλούμενοι ότι το πραγματικό τίμημα της πώλησης ανέρχονταν σε 9.000.000 δρχ, καθώς και τις ανωτέρω καταβολές, ισχυρίζονται ότι η εφεσίβλητη ασκεί καταχρηστικά το ένδικο δικαίωμά της, αφού έχουν εξοφλήσει το τίμημα που συμφωνήθηκε, ενώ πέραν των παραπάνω καταβολών, την 17.11.2004 κατέβαλαν ποσό 4.000 Ε, την 10.12.2004 ποσό 2.000 Ε, την 13.12.2004 ποσό 2.000 Ε, την 21.12.2004 ποσό 2.000 Ε, την 19.5.2005 ποσό 5.000 Ε, την 16.9.2005 ποσό 4.500 Ε, την 30.12.2005 ποσό 4.000 Ε, την 18.7.2007 ποσό 2.500 Ε, την 19.9.2007 ποσό 5.000 Ε, την 7.5.2008 ποσό 11.200 Ε και την 31.8.2008 ποσό 7.000 Ε και συνολικά έχουν καταβάλει για την αγορά του συγκεκριμένου γεωργικού μηχανήματος το ποσό των 76.183,86 Ε και ουδεμία οφειλή τους υπάρχει προς την εφεσίβλητη. Τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν την επιδιωκόμενη ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, δεδομένου ότι αυτή προϋποθέτει υπαρκτή αξίωση, η οποία, όμως, καθίσταται υπό συγκεκριμένα (επικαλούμενα) πραγματικά περιστατικά καταχρηστική, στην προκειμένη δε περίπτωση οι εκκαλούντες ισχυρίζονται προς θεμελίωση του ισχυρισμού τους ότι η αγωγική αξίωση δεν υφίσταται, αφού κατά τα ιστορούμενα έχουν εξοφλήσει το τίμημα και ουδεμία οφειλή έχουν προς την εφεσίβλητη. Εφόσον, λοιπόν, δεν νοείται καταχρηστική άσκηση μη πραγματικά υφιστάμενης αξίωσης, οι παραπάνω ισχυρισμοί των εκκαλούντων δεν επιστηρίζουν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά αποτελούν άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και ειδικότερα αμφισβήτηση του πλουτισμού τους.
Επ’ αυτού λεκτέα τα εξής: Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του πλουτισμού είναι ο χρόνος που περιήλθε ο πλουτισμός στον πλουτίσαντα (βλ. ΑΠ 600/1986 ΕΕΝ 1987. 97), δηλαδή εν προκειμένω η 2.10.1995 όταν οι εκκαλούντες παρέλαβαν τη νομή της βαμβακοσυλλεκτικής μηχανής, αξίας 15.000.000 δρχ και 17.700.000 δρχ με τους τόκους. Επιστρεπτέος είναι ο πραγματικός πλουτισμός στη συγκεκριμένη περίπτωση, που συνίσταται στην αξία του πράγματος για τον πλουτίσαντα (Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθ. 908, παρ. 4, σελ. 830-831, παρ. 16, σελ. 834, ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθ. 908 παρ. 8, σελ. 656), ήτοι στην συμφωνηθείσα αξία και όχι στην αντικειμενική αξία, που επικαλούνται οι εκκαλούντες προσκομίζοντας προς τούτο και διάφορα έγγραφα από το διαδίκτυο. Η διάταξη του άρθρου 908 εδ. α’ ΑΚ επιβάλλει κατ’ αρχή την υποχρέωση αυτούσιας επιστροφής, δηλαδή του πράγματος που έλαβε ο λήπτης, αν σώζεται. Η υποχρέωση για απόδοση αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά το χρόνο της επίδοσης της αγωγής (άρθ. 909 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι έως τότε ήταν καλόπιστος. Αν, όμως, διαπιστώνεται κακοπιστία του λήπτη σε προγενέστερο χρονικό σημείο, ο κρίσιμος χρόνος μετατοπίζεται σ’ αυτό το προγενέστερο χρονικό σημείο (άρθρα 910-912 ΑΚ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες ήταν πλουσιότεροι κατά τον χρόνο που όφειλαν να προβλέψουν την αναζήτηση, δηλαδή κατά το χρόνο λήξης των συναλλαγματικών, κατά την αξία της βαμβακοσυλλεκτικής μηχανής, που ανέρχονταν στο ποσό που είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι, δηλαδή σε 17.700.000 δρχ. Για το λόγο αυτό, δεν έχει νομική επιρροή ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η σημερινή αξία της μηχανής ανέρχεται σε 2.000 Ε, διότι είναι «παλιοσίδερα» και επομένως έχει μειωθεί κατά πολύ ο πλουτισμός και ως εκ τούτου και η υποχρέωσή τους για απόδοση της ωφέλειας. Συνεπώς, ενόψει του ότι υπάρχει αδυναμία αυτούσιας αποδόσεως του πράγματος, αφού όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες είναι «παλιοσίδερα» (ΑΚ 335, βλ. ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθ. 908, παρ. 6, σελ. 656), ενώ και η εκκαλούσα (που προτίμησε εξ αρχής να διεκδικήσει το τίμημα πωλήσεως και δεν υπαναχώρησε από την σύμβαση ώστε να ζητήσει πίσω τη βαμβακοσυλλεκτική μηχανή), δεν έχει πλέον συμφέρον να ζητήσει την επιστροφή της μηχανής και δεν ενδείκνυται τέτοια επιστροφή, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, ενόψει του ότι οι εκκαλούντες, όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος της εφεσίβλητης, χρησιμοποιούσαν τη μηχανή σε κάθε βαμβακοσυλλογή επί σειρά ετών, αποκομίζοντας ωφέλεια από τη χρήση της. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού οι εκκαλούντες δεν εξόφλησαν τις δύο επίδικες συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 6.358.732 δρχ ή 18.661 Ε (3.158.732 δρχ ή 9.270 Ε + 3.200.000 δρχ ή 9.391 Ε), που αντιστοιχούσαν σε μέρος της αξίας της βαμβακοσυλλεκτικής μηχανής που έλαβαν στη νομή και κατοχή τους, ωφελήθηκαν ως προς το ποσό αυτό σε βάρος της περιουσίας της εφεσίβλητης, χωρίς νόμιμη αιτία και κατέστησαν κατά το ποσό αυτό αδικαιολογήτως πλουσιότεροι. Συνεπώς έχουν υποχρέωση να αποδώσουν την ωφέλεια.
{…} Τα ίδια δέχθηκε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέρριψε τις ενστάσεις των εκκαλούντων α) της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και β) του άρθρου 909 ΑΚ, ότι δηλαδή δεν σώζεται ο πλουτισμός, που εμπεριέχονταν στην ένσταση του 281 ΑΚ. Έτσι όπως έκρινε, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι’ αυτό και οι πέμπτος και έκτος απ’ τους λόγους εφέσεως, με τους οποίους επαναφέρονται οι παραπάνω ενστάσεις, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
7. Κατόπιν των προεκτιθεμένων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της…