523/2014 ΤρΕφΛαρ (προσωπική κράτηση για εμπορικές απαιτήσεις – σύμβαση παραγγελίας – αλληλόχρεος λογαριασμός, αναγνώριση καταλοίπου – προβολή ενστάσεων για πρώτη φορά στο Εφετείο)
523/2014
Πρόεδρος: Ναπολέων Ζούκας
Εισηγήτρια: Ερατώ Κολέση
Δικηγόροι: Αλκιβιάδης Ψάρρας, Κων. Ευθυμίου
Μετά το ν. 3994/11 μη προσωπική κράτηση κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις.
Επί εξαφάνισης εκκαλουμένης και εκδίκασης της υπόθεσης από το Εφετείο, εφαρμογή του ισχύοντος κατά τη δημοσίευση της απόφασής του νόμου και αυτεπάγγελτη έρευνα της νομιμότητας αιτήματος προσωπικής κράτησης.
Επί πώλησης με άμεσο αντιπρόσωπο, παθητικά ανομιμοποίητη η κατ’ αυτού αγωγή.
Επί σύμβασης παραγγελίας ο παραγγελέας παρέχει εντολή, ο δε παραγγελιοδόχος αναλαμβάνει στο όνομά του, αλλά για λ/σμό του παραγγελέα, ενέργεια εμπορικών πράξεων με προμήθεια. Είναι αντικειμενικά εμπορική πράξη, αμφοτεροβαρής και άτυπη, αποδεικνυόμενη με κάθε μέσο. Ελλείψει ειδικών δ/ξεων στον ΕμπΝ, ισχύς των περί εντολής του ΑΚ.
Υποχρέωση παραγγελιοδόχου να αποδώσει στον παραγγελέα ό,τι έλαβε για εκτέλεση της παρεγγελίας ή απέκτησε εξ αυτής, καθιστάμενος μόνος φορέας εκ της συναλλαγής του με τρίτους και υποχρεούμενος σε ανόρθωση εκ πταίσματος ζημιών του παραγγελέα.
Νομιμοποίηση κατά την έναρξη αλλά και όλη τη διάρκεια της δίκης ερευνώμενη αυτεπάγγελτα, ενώ μη κρίσιμο αν ο ενάγων ή ο εναγόμενος είναι πράγματι δικαιούχος ή υπόχρεος της αξίωσης.
Επί αλληλόχρεου λ/σμού απαιτείται δυνατότητα αποστολών και χρεώσεων εκατέρωθεν αδιαφόρως αν πράγματι έγιναν (αμοιβαίος αλληλόχρεος), ή μόνο από ένα (απλός ή ετεροσκελής). Η αποστολή λογιστικής εκκαθάρισης θεωρείται και ως πρόταση για αναγνώριση καταλοίπου που μπορεί, βάσει συμφωνίας, να θεωρείται αναγνωρισμένο αν ο αποδέκτης δεν αντιλέξει εμπρόθεσμα.
Οι ενστάσεις του εκκαλούντος εναγομένου, αν αποβλέπουν σε εξαφάνιση εκκαλουμένης, προτείνονται μόνο με έφεση ή πρόσθετους λόγους, ενώ αν αποβλέπουν σε απόρριψη αγωγής κατόπιν εξαφάνισης εκκαλουμένης κατά παραδοχή άλλου λόγου έφεσης και αναδίκασης της υπόθεσης στο Εφετείο, εφόσον γεννήθηκαν μετά την πρωτοβάθμια συζήτηση ή συντρέχουν οι όροι του 269 ΚΠολΔ, παραδεκτά προτείνονται το πρώτον και με τις δευτεροβάθμιες προτάσεις.
Ένσταση εξόφλησης και αντενστάσεις επί πλειόνων χρεών.
Μη αλληλόχρεος λ/σμός αφού κάθε πώληση διατηρούσε αυτοτέλεια και οι καταβολές αφορούσαν συγκεκριμένα τιμολόγια, οφειλέτης δε μπορούσε να καταστεί μόνο ο εναγόμενος, ενώ η τήρηση καρτέλας πελάτη εξυπηρετούσε λογιστικά τον προμηθευτή δίχως συμφωνία για ύπαρξη ή αποδεικτική ισχύ της.
{…} ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρ. 1047 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρ. 62 ν. 3994/25.7.2011, προσωπική κράτηση επιτρέπεται μόνο για απαιτήσεις από αδικοπραξία και όχι κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις [βλ. και την αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011, όπου γίνεται σαφώς αναφορά περί κατάργησης της προσωπικής κράτησης κατά εμπόρων για εμπορικά χρέη (ΕφΛαρ 587/2011 Ισοκράτης)]. Περαιτέρω, κατά γενική δικονομική αρχή, που συνάγεται από τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρ. 533 παρ. 2 ΚΠολΔ και 2 ΑΚ, δεν έχει εφαρμογή στην έκκλητη δίκη νόμος που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, έστω και αν προσδόθηκε σ’ αυτόν αναδρομική δύναμη, εκτός αν (αυτός) περιέχει ρητή και ειδική διάταξη, για την εφαρμογή του και επί των κριθέντων οριστικώς με απόφαση μη τελεσίδικη, και εκτός βεβαίως αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρ. 522 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, και επιλαμβάνεται της εκδίκασης της αγωγής και της ουσίας της υπόθεσης εξ υπαρχής, μετά από την αποδοχή λόγου έφεσης, οπότε και εφαρμόζει το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της δημοσίευσης της απόφασής του (oλΑΠ 654/1984 Δνη 25. 1174, ΑΠ 206/1993 Δνη 34. 1351, ΕφΛαρ 587/2011 ό.π.). Ωστόσο, το επιτρεπτό της προσωπικής κράτησης ως μέσου εξαναγκασμού του οφειλέτη προς εξόφληση χρηματικών του οφειλών και συνακόλουθα η νομική βασιμότητα του σχετικού αιτήματος του δανειστή του κρίνεται, ενόψει και των διατάξεων του άρθρ. 951 παρ. 1 και 1047 – 1051 ΚΠολΔ (πρβλ. και άρθρ. 50 παρ. 1 και 51 ΕισΝΚΠολΔ), από το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που αυτή (η προσωπική κράτηση) επιχειρείται και ενεργείται [βλ. Ι. Μπρίνια Αναγκ. Εκτέλεση κάτω από το άρθρ. 1047 ΚΠολΔ παρ. 752 ΙΙΙ, oλΑΠ 680/1977 ΕΔΚΑ 19. 540, ΑΠ 825/1976 ΝοΒ 25. 188 (κατά πλειοψ.), ΑΠ 1078/1973 ΝοΒ 22. 762). Εάν, επομένως, έχει απαγγελθεί προσωπική κράτηση, για την ως άνω αιτία, με οριστική απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επακολουθήσει νομοθετικώς η κατάργηση του εξαναγκαστικού αυτού μέσου, παρέχεται στον οφειλέτη η δυνατότητα να επικαλεστεί, με λόγο έφεσής του, τη νομοθετική μεταβολή, προκειμένου να επιτύχει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά την επιβλαβή γι’ αυτόν διάταξή της, ενώ παράλληλα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο εξετάζει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα όλων των αγωγικών αιτημάτων, ανεξαρτήτως λόγου έφεσης, έχει την εξουσία να απορρίψει το αίτημα της προσωπικής κράτησης, αφού εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, που έχει αποφανθεί αντιθέτως (βλ. Στ. Σταματόπουλο, Η δικονομική αναδρομή του ουσιαστικού και του ερμηνευτικού νόμου, έκδ. 1989, σ. 350 επ. και 359, ΕφΑθ 8764/1998 Δνη 40. 1134, ΕφΠειρ 207/1998 Δνη 39. 626, ΕφΑθ 7658/1997, ΕφΑθ 8126/1997, ΕφΑθ 7836/1997 αδημ.).
Εν προκειμένω, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, Ο. Σ., με την από 20.12.2005 και με αριθμό κατάθεσης 97/8.2.2006 αγωγή του, που ήγειρε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας ισχυρίσθηκε ότι με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης που κατάρτισε με τον εναγόμενο, Γ. Κ., κατά τις ημερομηνίες που ανέφερε στην αγωγή, πούλησε και παρέδωσε σ’ εκείνον τα λεπτομερώς περιγραφόμενα πετρελαιοειδή προϊόντα, για τα οποία εκδόθηκαν τα στην αγωγή αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης, έναντι συμφωνημένου τιμήματος για κάθε είδος εμπορεύματος, το οποίο συμφωνήθηκε αρχικά ότι θα καταβάλλονταν την τριακοστή ημέρα από την ημερομηνία έκδοσης κάθε ενός τιμολογίου, στη συνέχεια δε συμφωνήθηκε να καταβληθεί το συνολικό ποσό στις 30.12.2001, όπως ειδικότερα τα πραγματικά περιστατικά τα περιέγραφε στην αγωγή. Με το ιστορικό δε αυτό, επικαλούμενος επικουρικά και τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος αγοραστής να του καταβάλει, και με προσωπική του κράτηση, το συνολικό ποσό των 32.696.216 δρχ ή άλλως το ποσό των 95.953,67 Ε που του οφείλει ως υπόλοιπο τιμήματος με το νόμιμο τόκο της υπερημερίας από την 31.12.2001, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή ως προς την κυρία βάση της είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 341, 345, 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Το αίτημα όμως για απαγγελία προσωπικής κρατήσεως σε βάρος του εναγομένου, λόγω της εμπορικής του ιδιότητας και της εμπορικότητας της οφειλής, δεν είναι νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί, διότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα το άρθρο 1047 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει από 25.7.2011 μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 62 του ν. 3994/2011, προσωπική κράτηση επιτρέπεται μόνον για απαιτήσεις από αδικοπραξία και όχι κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις (βλ. λεκτική διατύπωση του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ και αιτιολογική έκθεση του νόμου 3994/2011, όπου γίνεται σαφώς αναφορά για κατάργηση της προσωπικής κράτησης κατά εμπόρων για εμπορικά χρέη). Ο νεότερος αυτός νόμος, που ισχύει από 25.7.2011, εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το παρόν (δευτεροβάθμιο) δικαστήριο εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 522 και 535 §1 ΚΠολΔ, και επιλαμβάνεται της εκδίκασης της αγωγής και της ουσίας της υπόθεσης εξ υπαρχής, μετά από την αποδοχή λόγου έφεσης, οπότε και εφαρμόζει το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της δημοσίευσης της απόφασής του (βλ. ολΑΠ 654/1984 Δνη 25. 1174, ολΑΠ 103/1975 ΝοΒ 23. 759 και πλην άλλων και ΑΠ 206/1993 Δνη 34. 1351, ΑΠ 544/1986 ΑρχΝ 38. 189, ΑΠ 277/1984 ΝοΒ 33. 280, ΑΠ 64/1976 ΝοΒ 24. 603, ΑΠ 1042/72 ΝοΒ 21. 609 και ΕφΑθ 8988/1981 ΑρχΝ 33. 461). Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, κατά το μέρος που κρίθηκε νομικά βάσιμη.
ΙΙΙ. Α. Από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 211 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι προκειμένου περί συμβάσεως, η οποία καταρτίζεται με άμεσο αντιπρόσωπο, ο τελευταίος είναι ξένος προς τα αποτελέσματα αυτής, τα οποία επέρχονται αμέσως υπέρ και εις βάρος του αντιπροσωπευομένου. Επομένως, οι συνέπειες της ανώμαλης εξέλιξης της κατά τον τρόπον αυτό συναφθείσας συμβάσεως δεν αφορούν στον αντιπρόσωπο, αλλά στον αντιπροσωπευθέντα, επ’ ονόματι του οποίου επιχειρήθηκε η δικαιοπραξία. Προκειμένου περί συμβάσεως πώλησης, η οποία καταρτίσθηκε με άμεσο αντιπρόσωπο, συνεπώς, η εκ των άρθρων 535 επ. ΑΚ αγωγή του αγοραστή, κατά το μέρος, που στρέφεται κατά του πληρεξουσίου του πωλητή, τυγχάνει παθητικά ανομιμοποίητη και απορριπτέα (ΑΠ 454/90 Δνη 1990. 997, ΕφΔωδ 338/2005 Νόμος, ΕφΠατρ 380/1999 ΔΕΕ 1999. 1156).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 90 ΕμπΝ, που ορίζει ότι παραγγελιοδόχος είναι αυτός που ενεργεί με δικό του όνομα ή υπό εταιρικό όνομα για λογαριασμό κάποιου παραγγελέως, συνάγεται ευθέως και η έννοια της σύμβασης παραγγελίας. Ως τέτοια νοείται εκείνη κατά την οποία ο ένας των συμβαλλομένων (παραγγελέας) παρέχει τη «σχετική εντολή», ο δε άλλος (παραγγελιοδόχος) αναλαμβάνει επ’ ονόματί του, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα, ενέργεια εμπορικών πράξεων επί προμήθεια (αμοιβή), η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο της παραγγελίας (βλ. Αναστασιάδου, ΕμπΔ παρ. 198, Τσάγκαριν, ΕρμΕμπΚωδ στο άρθρο 90, Σταυρόπουλου, ΕρμΕμπΔ και ΝαυτΔ, στα άρθρα 90-91, παρ. 1 και 2). Εντεύθεν στοιχεία της συμβάσεως της παραγγελίας είναι 1) η υπό του παραγγελιοδόχου ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα ενέργεια μιας ή περισσοτέρων εμπορικών πράξεων, β) οι πράξεις που αναλαμβάνει να εκτελέσει ο παραγγελιοδόχος να έχουν ως αντικείμενο πράγματα υποκείμενα στην κυκλοφορία ή διαμεσολάβηση, ήτοι να είναι εμπορικές, 3) να λαμβάνει ο παραγγελιοδόχος ως αντάλλαγμα της διαμεσολάβησης αυτής αμοιβή καθοριζομένη συμβατικώς ή ειθισμένη και καταβαλλομένη, ελλείψει ρητής συμφωνίας, μετά την εκτέλεση της συμβάσεως. Εξ αυτών προκύπτει ότι η σύμβαση της παραγγελίας είναι αμφοτεροβαρής και δεν απαιτείται τύπος για την κατάρτιση της και δύναται ν` αποδειχθεί διά παντός αποδεικτικού μέσου και με μάρτυρες.
Περαιτέρω, ελλείψει ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, ισχύουν γι` αυτήν οι περί εντολής κανόνες του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 91 του Εμπορικού Νόμου, σε συνδυασμό προς το άρθρο 3 ΕισΝΑΚ (ολΑΠ 824/1977 ΝοΒ 26. 672, ΑΠ 1072/1972 ΝοΒ 21. 639) και συνεπώς εφαρμόζεται επ’ αυτής η διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ (ΑΠ 853/1976 ΝοΒ 25. 203) κατά την οποία «ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της». Εκ τούτων παρέπεται ότι ο παραγγελιοδόχος υποχρεούται να αποδώσει στον παραγγελέα παν ό,τι έλαβε προς εκτέλεση της παραγγελίας ή απέκτησε από την εκτέλεση αυτής, αδιάφορα αν αυτός συναλλάχθηκε ιδίω ονόματι. Και αυτός καθίσταται μόνος φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την με τους τρίτους συναλλαγή του (Τσάγκαρις, ό.π. αρ. 10 και εκεί παραπομπές, ΕφΑθ 417/1983 Αρμ 1989. 1088), έχει δε υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία (θετική και αποθετική) την οποία υπέστη ο παραγγελέας, η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του παραγγελιοδόχου (ΑΠ 536/2004 Δνη 2006. 479). Η σύμβαση της παραγγελίας συνιστά αντικειμενική εμπορική πράξη (ΕφΘεσ 2509/1992 Αρμ 1993. 733).
Τέλος από το άρθρο 68 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι για να ζητήσει κάποιος δικαστική προστασία απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον που πρέπει να έχει, να συντρέχει περίπτωση νομιμοποίησής του, δηλαδή να έχει δικαίωμα να υπερασπίζεται στην υπόθεση που δικάζεται ως ενάγων ή εναγόμενος ή την εξουσία για διεξαγωγή της δίκης περί συγκεκριμένου δικαιώματος ή έννομης σχέσης, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις δεν συμπίπτει με το υποκείμενο του επιδίκου δικαιώματος, ως είναι οι καλούμενοι μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι. Η νομιμοποίηση αυτή (σε στενή έννοια) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση και πρέπει να υφίσταται γενικά κατά την έναρξη της δίκης και σε όλη τη διάρκειά της, για να καθίσταται δυνατή η έκδοση απόφασης από το δικαστήριο και να μπορεί να ικανοποιηθεί το δικαίωμα, του οποίου αναγνωρίζεται δικαιούχος ο διάδικος. Και όσες φορές η νομιμοποίηση αναφέρεται στη δικαιολόγηση ότι το δικαίωμα για το οποίο πρόκειται η έννομη σχέση ανήκει στην εξουσία του ενάγοντος, δηλαδή υπάρχει σύνδεσμος αυτού με εκείνο (δικαίωμα), τότε γίνεται λόγος για την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος, όταν δε αυτή αφορά την υποχρέωση που βαρύνει τον εναγόμενο, τότε γίνεται λόγος για την παθητική νομιμοποίηση του ενάγοντος, ώστε να μπορεί να στρέφεται κατά του εναγομένου, ο οποίος δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του ή αυτού που προσβάλλει το δικαίωμά του, να ζητήσει έννομη προστασία καταφεύγοντας στο Δικαστήριο (ΕφΑθ 2619/1987 Δνη 1988. 324). Η έλλειψη νομιμοποίησης ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή της ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ (ΑΠ 994/2007 ΧρΙΔ 2008. 140) και έχει ως συνέπεια, λόγω της ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ του διαδίκου και της επικαλούμενης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και όχι ως αβασίμου (ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 59. 372). Για τη νομιμοποίηση ωστόσο δεν είναι κρίσιμο αν ο ενάγων είναι και πράγματι δικαιούχος, ο δε εναγόμενος πράγματι υπόχρεος της επίδικης αξίωσης. Αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, έστω και αν ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επιδίκου δικαιώματος και όχι για έλλειψη νομιμοποίησης (Μπέης ΠολΔικ άρθρο 68. 360, ΑΠ 954/1997 Δνη 40. 339).
Β. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», αλληλόχρεος (ή ανοικτός ή τρεχούμενος) λογαριασμός είναι η σύμβαση, με την οποία συμφωνείται από τα μέρη, από τα οποία ένα, τουλάχιστον, είναι έμπορος, ότι οι εκατέρωθεν απαιτήσεις από τις συναλλαγές τους δεν θα επιδιώκονται μεμονωμένα, αλλά θα φέρονται σε κοινό λογαριασμό, προς απόσβεσή τους, κατά το μέρος που καλύπτονται, ώστε τελικά το, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, τυχόν, κατάλοιπο να αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών. Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, εκτός αντίθετης συμφωνίας, κάθε εξάμηνο και οριστικά με καταγγελία της σύμβασης (ΕισΝΑΚ 112 παρ. 2), οπότε οφείλεται, κατόπιν απόσβεσης, κατά τη διάρκεια λειτουργίας του λογαριασμού, των επιμέρους κονδυλίων χρεωπιστώσεων που καλύπτονται, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό κατάλοιπο (ΑΠ 192/2005 ΧρΙΔ 2005. 546, ΑΠ 667/2001 Δνη 2001. 1543, ΑΠ 1524/1991 Δνη 34. 313, ΕφΑθ 730/2005 ΕπισκΕΔ 2005. 741, ΕφΑθ 7096/2002 ΔΕΕ 2003. 318). Για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός χρειάζεται να υφίσταται, τουλάχιστον, δυνατότητα αποστολών και χρεώσεων και από τις δύο πλευρές και δεν ενδιαφέρει αν, κατά τη διάρκεια του λογαριασμού, έγιναν πράγματι αποστολές και από τις δύο πλευρές (αμοιβαίος αλληλόχρεος λογαριασμός), ή αν ένα μόνο από τα συμβαλλόμενα μέρη προέβη σε αποστολές [απλός ή ετεροσκελής αλληλόχρεος λογαριασμός (ολΑΠ 31/1997 Nόμος)]. Για την ύπαρξη αλληλόχρεου λογαριασμού, έτσι, αναγκαία προϋπόθεση είναι να υπάρχει η δυνατότητα να προκύψουν απαιτήσεις και οφειλές και από τις δύο πλευρές και να μην είναι δεδομένο από το περιεχόμενο και τη φύση της σύμβασης ότι ο ένας από τους συμβαλλομένους θα είναι μόνο πιστωτής και ο άλλος μόνο οφειλέτης. Απαιτείται, δηλαδή, να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό ποιος εξ αυτών κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών του θα είναι οφειλέτης, ο άλλος δε μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δυνάμενος μόνο να εξοφλεί τμηματικά το χρέος του με καταβολές που γίνονται προς αντίστοιχη απαλλαγή του από το χρέος (ΑΠ 79/1995 ΝοΒ 44. 628, ΑΠ 1524/1991 ό.π., ΕφΑθ 2841/2011, ΕφΠειρ 430/2010 Ισοκράτης, ΕφΑθ 5514/2003 ΔΕΕ 2003. 1345, ΕφΛαρ 576/2003 Δικογρ 2004. 235, ΕφΠατρ 68/2003 ΕπισκΕΔ 2003. 827, ΕφΑθ 7091/2002 Δνη 2003. 1381, ΕφΘεσ 3078/2002 ΔΕΕ 2003. 958). Η ενοχή δε περί του καταλοίπου, που προκύπτει από το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, γεννιέται, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα κονδύλιά του, όταν ο οφειλέτης αφηρημένα υποσχέθηκε, πριν κλείσει ο λογαριασμός, την εξόφληση της οφειλής του από το κατάλοιπο ή αναγνώρισε, αφού έκλεισε ο λογαριασμός, την οφειλή αυτή. Η αποστολή λογιστικής εκκαθάρισης από το ένα μέρος στο άλλο θεωρείται ότι ενέχει και πρόταση για αναγνώριση του καταλοίπου του αλληλόχρεου λογαριασμού, ως προς την αποδοχή δε της πρότασης αυτής είναι δυνατόν να έχει συμφωνηθεί, εκ των προτέρων, ότι αν ο αποδέκτης της εκκαθάρισης δεν αντιλέγει μέσα σε ορισμένη, εύλογη προθεσμία, το κατάλοιπο θα θεωρείται αναγνωρισμένο. Ο ανοικτός λογαριασμός μπορεί να κλεισθεί όχι μόνον οριστικά, στις από το νόμο περιπτώσεις, αλλά και προσωρινά, κατά περιόδους. Εξάλλου, σε περίπτωση που, κατά το περιοδικό ή ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού, αναγνωρίσθηκε από τον οφειλέτη το προσωρινό υπόλοιπο που προέκυψε από αυτό, το υπόλοιπο αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αγωγή κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση (ΑΠ 715/2009, ΑΠ 1217/1995 Nόμος, ΑΠ 1105/1994 Δνη 38. 1074, ΕφΘεσ 317/2009 Nόμος).
Γ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 520, 525 και 527 ΚΠολΔ, οι ενστάσεις του εκκαλούντος – εναγομένου, είτε είχαν προταθεί και απορριφθεί πρωτόδικα, είτε είναι οψιγενείς, είτε αν και δεν είναι οψιγενείς και δεν είχαν προταθεί πρωτόδικα, συντρέχει ως προς αυτές λόγος που συγχωρεί τη βραδεία προβολή τους από τους αναγραφόμενους στο άρθρο 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει, εφόσον αποβλέπουν στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, να προταθούν μόνο με το δικόγραφο της έφεσης ή των πρόσθετων λόγων της (σε όσες διαδικασίες οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο), αλλιώς, αν δηλαδή προταθούν με τις προτάσεις, είναι απαράδεκτοι. Διαφορετικά, όμως, έχουν τα πράγματα προκειμένου περί ενστάσεων που προτείνονται για πρώτη φορά στο Εφετείο από τον εκκαλούντα – εναγόμενο όχι προς εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης αλλά προς απόρριψη της αγωγής, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης κατά παραδοχή άλλου λόγου έφεσης και τη διακράτηση της υπόθεσης από το Εφετείο. Στην περίπτωση αυτή, οι ενστάσεις που γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή ως προς τις οποίες συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, παραδεκτά προτείνονται το πρώτο από τον εκκαλούντα – εναγόμενο και με μόνες τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του (ΑΠ 458/2008, ΑΠ 821/1988 Νόμος, ΑΠ 533/1976 ΝοΒ 24. 1064, ΑΠ 613/1976 ΝοΒ 25. 5, ΕφΑθ 576/1980 ΝοΒ 28. 1201, ΕφΑθ 6920/1985 ΝοΒ 1986. 231, ΕφΚερκ 452/1983 Δνη 1984. 1050, Νίκα Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ’ έφεση δίκη παρ. 61 σελ. 164-165).
Η ένσταση καταβολής της επίδικης αξίωσης (άρθρ. 416 ΑΚ) πρέπει να προτείνεται μέχρι και της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, μπορεί όμως ως οψιγενής ισχυρισμός να προταθεί στην κατ’ έφεση δίκη, αν αποδεικνύεται παραχρήμα από έγγραφα ή δικαστική ομολογία του ενάγοντος (ΕφΠειρ 902/1999, ΕφΘεσ 1332/2000 Νόμος). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 361 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς τον δανειστή και η καταβαλλόμενη παροχή δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων, τότε ο προσδιορισμός του εξοφλούμενου χρέους θα γίνει με βάση την τυχόν συμφωνία των μερών, ελλείψει δε τέτοιας συμφωνίας ο προσδιορισμός αυτός θα γίνει μονομερώς από τον οφειλέτη κατά την καταβολή, ενώ σε περίπτωση που ούτε ο οφειλέτης άσκησε το εν λόγω δικαίωμα επιλογής, η παροχή θα καταλογισθεί πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος και επί πολλών ληξιπρόθεσμων χρεών σε εκείνο που παρέχει μικρότερη ασφάλεια για τον δανειστή, επί χρεών δε με ίση ασφάλεια στο επαχθέστερο για τον οφειλέτη και επί χρεών εξίσου επαχθών στο αρχαιότερο, αν δε τα περισσότερα χρέη έχουν γεννηθεί συγχρόνως, ο καταλογισμός θα γίνει συμμέτρως. Έτσι, σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, συνδυαζόμενη και με το άρθρο 338 §1 ΚΠολΔ, ο μεν εναγόμενος (οφειλέτης), προτείνων την ένσταση εξόφλησης του επίδικου χρέους με καταβολή, πρέπει (και αρκεί), για την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασής του, να αποδείξει μόνο την καταβολή, ο δε ενάγων (δανειστής), ισχυριζόμενος ότι υπάρχουν και άλλα χρέη και ότι η καταβληθείσα παροχή δεν καταλογίσθηκε στο επίδικο αλλά σε άλλο χρέος, φέρει το βάρος απόδειξης της ύπαρξης πλειόνων χρεών. Αν αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιων χρεών, τότε ο εναγόμενος οφείλει να αποδείξει ότι ο καταλογισμός της παροχής στο επίδικο χρέος έγινε είτε βάσει συμφωνίας των μερών, είτε κατόπιν άσκησης από αυτόν του σχετικού δικαιώματος επιλογής, είτε σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 422 εδ. β’ ΑΚ σειρά καταλογισμού (ΑΠ 1562/2009 Νόμος, ΑΠ 1988/2006 ΝοΒ 2007. 1553). Αν ο οφειλέτης δεν όρισε τίποτα κατ’ άρθρο 422 ΑΚ, η παροχή που έγινε καταλογίζεται πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος και αν υπάρχουν περισσότερα σε εκείνο που παρέχει μικρότερη ασφάλεια για το δανειστή, αν υπάρχουν περισσότερα με ίση ασφάλεια στο επαχθέστερο για τον οφειλέτη, αν υπάρχουν περισσότερα εξίσου επαχθή στο αρχαιότερο και αν όλα τα χρέη είναι σύγχρονα, ο καταλογισμός γίνεται σύμμετρα (βλ. ΑΠ 1439/2005 Δνη 47. 157, ΑΠ 594/1999 Δνη 41. 108, ΑΠ 765/1988 ΕΕΝ 1989. 387, ΕφΑθ 8207/2005 Δνη 47. 1470, ΕφΑθ 6240/2003 Δνη 45. 560, ΕφΘεσ 422/2008 Νόμος).
IV. Στην κρινόμενη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ενεργώντας ως αποκλειστικός αντιπρόσωπος και παραγγελιοδόχος στη Θεσσαλία της ανώνυμης εταιρείας πετρελαιοειδών με την επωνυμία «Ε. – Διεθνής Εμπορική Ανώνυμη Εταιρία Πετρελαιοειδών Προϊόντων» και το διακριτικό τίτλο «Ε.», δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως, που κατάρτισε με τον εναγόμενο, ο οποίος διατηρούσε πρατήριο υγρών καυσίμων στον Π., κατά το χρονικό διάστημα από 4.1.2000 έως 9.8.2001, πούλησε «επί πιστώσει» και παρέδωσε στον τελευταίο τις κατωτέρω αναφερόμενες κατ’ είδος και τιμή μονάδος ποσότητες υγρών καυσίμων, συνολικής αξίας 32.696.216 δρχ ή 95.953,67 Ε, για τις οποίες εκδόθηκαν τα κατωτέρω αναφερόμενα δελτία αποστολής και τιμολόγια πώλησης. Ειδικότερα: {…}.
Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος του εναγομένου Θ. Κ., καλούμενος στην κατωτέρω σύμβαση «πρατηριούχος», κατήρτισε με την εταιρία υπό τον διακριτικό τίτλο «Ε.» την από 30.9.1994 έγγραφη σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, η οποία συνεχίστηκε μετά τον θάνατό του, στις 16.1.1998, με τον εναγόμενο γιο του, Γ. Κ. με τους ίδιους όρους και συμφωνίες. Στη σύμβαση αυτή, την οποία προσκομίζει (χωρίς ημεροχρονολογία καταρτίσεώς της, η οποία όμως φέρει την υπογραφή του δικαιοπαρόχου του εναγομένου), ο ενάγων συμβλήθηκε και ο τελευταίος ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος και αντιπρόσωπος της εν λόγω εταιρίας στην Θεσσαλία. Σύμφωνα με σχετικό όρο της σύμβασης «ο πρατηριούχος» ήταν υποχρεωμένος να εξοφλεί το κάθε τιμολόγιο πώλησης «άμα τη παραδόσει εκάστης παραγγελλόμενης ποσότητας», λόγω όμως της συχνότατης πώλησης και παράδοσης των διάφορων ποσοτήτων υγρών καυσίμων συμφωνήθηκε μεταξύ του δικαιοπαρόχου του εναγομένου και στη συνέχεια και με τον ίδιο το κάθε τιμολόγιο να εξοφλείται εντός τριάντα ημερών από την έκδοσή του και έτσι λειτούργησε όλα τα χρόνια η μεταξύ τους σύμβαση. Ο δικαιοπάροχος του εναγομένου, Θ. Κ. στην αρχή της συνεργασίας τους ήταν συνεπής και κατέβαλλε το ισόποσο του κάθε τιμολογίου (βλ. … αποδείξεις είσπραξης και … ισόποσα τιμολόγια πώλησης αντίστοιχα), στη συνέχεια όμως κατέβαλε κάθε φορά έναντι του οφειλόμενου ποσού του εκάστοτε τιμολογίου και εξοφλούσε την παλαιότερη προς την νεότερη κάθε φορά οφειλή του, με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο του 1998 το χρέος του δικαιοπαρόχου του εναγομένου να ανέρχεται στο ποσό των 22.000.000 δρχ. Το χρέος αυτό ανέλαβε να εξοφλήσει ο εναγόμενος υιός του μετά τον θάνατο του πατέρα του μέσα στους επόμενους εννέα μήνες, ήτοι μέχρι τον Οκτώβριο του 1998. Έτσι συνεχίσθηκε μεταξύ των διαδίκων προφορικά η αρχική σύμβαση χωρίς να υπογραφεί νέα και ο ενάγων συνέχισε να εκδίδει τα τιμολόγια πώλησης και τα αντίστοιχα δελτία αποστολής στο όνομά του, να πωλεί και να παραδίδει τις ποσότητες υγρών καυσίμων στον εναγόμενο και να εισπράττει επ’ ονόματί του το αντίστοιχο τίμημα των πωλήσεων.
Ο εναγόμενος από την άλλη μεριά, τηρώντας τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, εξόφλησε πλήρως την οφειλή του πατέρα του, έχοντας όμως δημιουργήσει στο διάστημα των εννέα μηνών δική του οφειλή. Ισχυρίζεται ο εναγόμενος ότι στην από 30.9.1994 προαναφερθείσα σύμβασης εμπορικής συνεργασίας (σύμβασης διανομής), που συνήφθηκε μεταξύ του πατέρα του Θ. Κ. και της ανωνύμου εταιρείας με το διακριτικό τίτλο «Ε.», η οποία (σύμβαση) συνεχίσθηκε μεταξύ αυτού και της ως άνω εταιρείας, μετά τον θάνατο του πατέρα του, στις 16.1.1998, ο ενάγων συμβλήθηκε ως εγγυητής, και ότι ούτε ο ίδιος ούτε ο δικαιοπάροχός του συνήψε με αυτόν σύμβαση προμηθείας ή αγοράς υγρών καυσίμων, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της ως άνω σύμβασης διανομής ο ενάγων ενεργούσε πάντα ως αντιπρόσωπος της προμηθεύτριας παραπάνω εταιρείας, που απορροφήθηκε από την εταιρεία με την επωνυμία «Ε. Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Πετρελαιοειδών» και το διακριτικό τίτλο «Ε. – Ε. ΑΒΕΕ». Ως εκ τούτων κανένα ποσό δεν οφείλει στον ενάγοντα, ο οποίος δεν νομιμοποιείται να στρέφεται εναντίον του, αφού δεν τους συνδέει καμία έννομη σχέση. Ο ισχυρισμός όμως αυτός αποδεικνύεται ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον από την χωρίς ημεροχρονολογία προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα σύμβαση αποκλειστικής διανομής, που συνήφθη μεταξύ του πατέρα του εναγομένου και της εταιρίας με το διακριτικό τίτλο «Ε.» και υπογράφεται από τον πατέρα του, προκύπτει ότι ο ενάγων συμβλήθηκε σε αυτήν ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, και χαρακτηρίζεται ως αντιπρόσωπος Θεσσαλίας της Ε. (παραγγελιοδόχος), ενώ στο κεφάλαιο «Καταβολή Αξίας Τιμολογίων» της σύμβασης αυτής συμφωνήθηκε ότι «Η τιμολόγηση θα γίνεται για λογαριασμό της Ε. από τον αντιπρόσωπο της Ε. Ο. Σ. καθώς και η είσπραξη των επ’ ονόματί του εκδιδόμενων τιμολογίων» (σελ. 11 της σύμβασης).
Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις παραπάνω νομικές σκέψεις (ΙΙΙ.Α της παρούσας) «παραγγελιοδόχος είναι εκείνος όστις ενεργεί υπό ιδικό του όνομα ή υπό εταιρικόν όνομα προς λογαριασμόν ενός τινός παραγγελέως» (άρθρ. 90 του ΕμπΝ), δηλ. αυτός που αναλαμβάνει την υποχρέωση να συνάψει δικαιοπραξία να συμβληθεί με τρίτο στο όνομά του, για λογαριασμό όμως του παραγγελέα, έναντι αμοιβής -συνήθως προμήθειας. Εν προκειμένω παραγγελέας είναι η «Ε.» και παραγγελιοδόχος ο ενάγων. Τούτο το γνωρίζει και ο δικαιοπάροχος του εναγομένου, αφού συμβάλλεται στη σύμβαση αυτή, αλλά και ο ίδιος ο εναγόμενος που συνέχισε τη σύμβαση με τους ίδιους ακριβώς όρους, όπως και ο πατέρας του. Ο ενάγων ως παραγγελιοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να πωλεί στο όνομά του τα εμπορεύματα της παραγγελέως στον εναγόμενο, ενεργών όμως για λογαριασμό της παραγγελέως. Πράγματι, ο ενάγων κατήρτισε τις επικαλούμενες πωλήσεις πετρελαιοειδών με τον εναγόμενο στο όνομά του και εξέδωσε τιμολόγια της ατομικής του επιχείρησης για κάθε πώληση. Σε κάθε ένα από τα τιμολόγια αναγράφεται «πώληση για λογαριασμό άλλου», σημείωση που επιβεβαιώνει τα προαναφερθέντα. Από την αρχή της λειτουργίας της ως άνω σύμβασης, τον Αύγουστο του 1995, ο ενάγων, ως αντιπρόσωπος (παραγγελιοδόχος) της Ε. στη Θεσσαλία, εξέδιδε στο όνομά του τιμολόγια πώλησης και δελτία αποστολής με κάθε πώληση και παράδοση των παραγγελλομένων τόσο από τον πατέρα του εναγομένου όσο και από τον τελευταίο ποσοτήτων υγρών καυσίμων, παρέδιδε δε ο ενάγων τα καύσιμα με αυτοκίνητα δικά του και εισέπραττε επίσης επ’ ονόματί του το αντίστοιχο τίμημα των πωλήσεων.
Με τη με αριθμό 2584/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά την άσκηση της από 20.2.2004 (αριθ. κατάθ. 1631/04) αγωγής της εταιρίας με το διακριτικό τίτλο «Ε.- Ε. ΑΒΕΕ» (διαδόχου της «Ε.») εναντίον του νυν εναγομένου, με την οποία η τελευταία ζητούσε το ποσό των 17.635,46 Ε για την εμπορευματική πίστωση που χορήγησε στον δικαιοπάροχο πατέρα του κατά την έναρξη της συνεργασίας τους, το ποσό των 4.014,83 για διάφορες δαπάνες που διενήργησε και το ποσό των 70.109,93 Ε για διαφυγόντα εισοδήματά της, λόγω της πρόωρης λήξεως της μεταξύ τους συνεργασίας, εξαιτίας της παραβιάσεως της συμβατικής υποχρέωσης του περί αποκλειστικής προμήθειας καυσίμων από την εταιρία αυτή, υποχρεώθηκε αυτός (ο νυν εναγόμενος) να της καταβάλει, εκτός των άλλων, και το προαναφερόμενο ποσό των 17.635,46 Ε, προς εξόφληση του υπολοίπου εμπορευματικής πίστωσης που είχε χορηγηθεί στον πατέρα του Θ-.Κ.. Η επιδίκαση του ποσού αυτού είναι προφανές ότι δεν αφορά την επίδικη απαίτηση του ενάγοντος από το τίμημα των προαναφερομένων πωλήσεων υγρών καυσίμων και ως εκ τούτου δεν μπορεί να συμψηφιστεί με την ένδικη απαίτηση ή να αφαιρεθεί από αυτή, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η προαναφερθείσα αγωγή στρεφόταν και κατά του νυν ενάγοντος, στηριζόμενη στην εγγυητική του ευθύνη απέναντι στον εναγόμενο, ευθύνη όμως, η οποία, όπως προκύπτει από την ίδια τη σύμβαση, ουδέποτε ανέλαβε ο ενάγων, για τον λόγο δε αυτό και παραιτήθηκε του δικογράφου της η εκεί ενάγουσα εταιρία με το διακριτικό τίτλο «Ε. – Ε. ΑΒΕΕ» όσον αφορά τον νυν ενάγοντα. Επομένως ο πρώτος λόγος της εφέσεως του εναγομένου, με τον οποίο αυτός αμφισβητεί την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος όσο και τη σύναψη των προαναφερομένων μεταξύ τους συβάσεων πωλήσεως υγρών καυσίμων, είναι και ως προς τα δύο του σκέλη απορριπτέος ως αβάσιμος.
{…} Από κανένα στοιχείο, εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου, που τον επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς του, ότι η συναλλαγή του με τον πωλητή ενάγοντα είχε λάβει τη μορφή αλληλόχρεου λογαριασμού, για το κλείσιμο του οποίου είχε συμφωνηθεί, ως προαπαιτούμενο, η εκκαθάρισή του, η οποία όμως ουδέποτε έλαβε χώρα, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται εκκαθαρισμένη και διεκδικήσιμη οφειλή, ότι δηλαδή το τίμημα, του οποίου ζητείται η καταβολή, έχει περιληφθεί στο λογαριασμό αυτό και έχει χάσει την αυτοτέλειά του. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, που συνιστά κατά τα προαναφερόμενα (στοιχ. ΙΙΙ.Β της παρούσας) ένσταση, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν αποδείχθηκε ότι οι μεταξύ τους δοσοληψίες από τις πωλήσεις υγρών καυσίμων θα καταχωρούνταν σε ενιαίο λογαριασμό υπό τύπο κονδυλίων πιστώσεων και χρεώσεων και ότι τα κονδύλια αυτά από την καταχώρισή τους θα απέβαλλαν την αυτοτέλειά τους ώστε να οφείλεται μόνον το κατάλοιπο που τυχόν θα προέκυπτε κατά το κλείσιμο του λογαριασμού. Αντίθετα προέκυψε ότι κάθε πώληση (τόσο στην ένδικη περίοδο, όσο και προηγούμενα) διατηρούσε την αυτοτέλειά της και οι καταβολές που ακολουθούσαν γίνονταν ενόψει συγκεκριμένου τιμολογίου. Η συνεργασία του ενάγοντος με τον πατέρα του εναγομένου είχε αρχίσει τουλάχιστον από το 1995, στη συνέχεια δε με τον ίδιο από το έτος 1998, όπως έχει σημειωθεί ανωτέρω. Αν υπήρχε αλληλόχρεος λογαριασμός, λογικό είναι ότι μέχρι σήμερα κάποιο ενδιάμεσο κλείσιμο και εκκαθάριση θα είχε γίνει. Όμως ο εναγόμενος δεν επικαλείται, ούτε και προέκυψε ότι έγινε κάτι τέτοιο. Άλλωστε, από τα τιμολόγια πώλησης που ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει προκύπτει ότι σε πολλά τιμολόγια (προγενέστερα των ένδικων) υπάρχει σφραγίδα του ενάγοντος περί εξοφλήσεως κάθε τιμολογίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι καταβολές δεν γίνονταν έναντι του εκάστοτε καταλοίπου από αλληλόχρεο λογαριασμό, αλλά αφορούσαν σε συγκεκριμένο κάθε φορά τιμολόγιο και πώληση. Η δε τήρηση καρτέλας πελάτη στο λογιστήριο της επιχείρησης του ενάγοντος γινόταν αποκλειστικά και μόνο προς διευκόλυνση του λογιστηρίου του και ουδέποτε έλαβε χώρα οποιαδήποτε συμφωνία για την ύπαρξη καρτέλας ή για την αποδεικτική της ισχύ. Άλλωστε τέτοιος λογαριασμός, δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να υπάρξει και εξαιτίας του περιεχομένου και της φύσης της μεταξύ τους σύμβασης, καθώς ο ενάγων ως προμηθευτής καυσίμων του εναγομένου, με συμβατική υποχρέωση να εκδίδει στο όνομά του και για λογαριασμό της εταιρίας Ε. – Ε. ΑΑΕΕ τιμολόγια, των οποίων ο εναγόμενος όφειλε να καταβάλει την αξία, δεν μπορούσε να αποκτήσει ούτε και απέκτησε την ιδιότητα του οφειλέτη και παρέμενε πάντα και μόνο πιστωτής, ενώ αντίστοιχα ο εναγόμενος παρέμενε πάντα και μόνο οφειλέτης, χωρίς ουδέποτε να καταστεί πιστωτής, δυνάμενος απλώς να εξοφλεί το χρέος του κατά τα συμφωνηθέντα. Επομένως, ενώ, κατά τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη, για την ύπαρξη αλληλοχρέου λογαριασμού απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχει συμφωνηθεί με σύμβαση να μην επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένες οι απαιτήσεις των δύο μερών που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένονται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού, και, στο πλαίσιο αυτό, να υπάρχει δυνατότητα να προκύψουν απαιτήσεις και οφειλές και από τις δύο πλευρές και να μην είναι δεδομένο, από το περιεχόμενο και τη φύση της σύμβασης, ότι ο ένας από τους συμβαλλομένους θα είναι μόνο πιστωτής και ο άλλος μόνο οφειλέτης, στη συγκεκριμένη περίπτωση συμφωνία με το άνω, για την ύπαρξη αλληλόχρεου λογαριασμού, απαιτούμενο περιεχόμενο δεν συνήφθη, ενώ, παραλλήλως, ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι ο ενάγων θα ήταν μόνο πιστωτής και ο εναγόμενος μόνο οφειλέτης. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί ανεκκαθαρίστου των επίδικων αξιώσεων και περί συμφωνίας αλληλόχρεου λογαριασμού, που προβάλλει ο εναγόμενος με σχετικό λόγο της εφέσεώς του, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω, ο εναγόμενος – εκκαλών με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προβάλει την ένσταση της μερικής εξόφλησης της απαίτησης του ενάγοντος (άρθρ. 416 ΑΚ), ισχυριζόμενος ότι προς μερική εξόφληση των επιδίκων τιμολογίων κατέβαλε στον τελευταίο τα έτη 2000, 2001 και 2002 το συνολικό ποσό των 281.860,60 Ε, 252.465,08 Ε και 49.981,45 Ε αντίστοιχα, με την έκδοση των αναφερόμενων 160 επιταγών, και συγκεκριμένα 80 επιταγές το έτος 2000, 80 επιταγές το έτος 2001 που στο σύνολό τους εισπράχτηκαν, (οι αριθμοί των επιταγών, η ημερομηνία πληρωμής και η πληρώτρια τράπεζα με την επωνυμία «Ε. ΑΕ» αναφέρονται σε κάθε επιμέρους από τις 64, 78 και 22 αντίστοιχα για κάθε ένα από τα ανωτέρω έτη αποδείξεις, που εξέδωσε ο ενάγων), καθώς και συναλλαγματικές και μετρητά κατά το έτος 2002 (και συγκεκριμένα το χρονικό διάστημα από 2.1.2002 έως 8.4.2002). Η ένσταση αυτή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο ΙΙΙ.Γ νομική σκέψη της παρούσας, παραδεκτώς προβάλλεται με τις προτάσεις για πρώτη φορά στο Δικαστήριο αυτό, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του ενάγοντος, γιατί έγινε δεκτή η ένδικη έφεση και εξαφανίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 528 ΚΠολΔ η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την κύρια βάση της αγωγής και επομένως ο ισχυρισμός της μερικής εξόφλησης κατατείνει όχι στην εξαφάνιση της πιο πάνω απόφασης, αλλά στη μερική απόρριψη της αγωγής. Τις ανωτέρω καταβολές συνομολογεί, στο σύνολό τους, ο ενάγων, αφού τις αποδείξεις καταβολής τις εξέδωσε ο ίδιος, και επομένως παρέλκει η ξεχωριστή αναφορά καθεμιάς από τις επί μέρους καταβολές.
Περαιτέρω, όμως, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι τα ποσά των ανωτέρω καταβολών καταλόγισε σε προγενέστερες οφειλές του εναγόμενου. Ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος, ο οποίος συνιστά αντένσταση στην ένσταση εξόφλησης που προέβαλε ο εναγόμενος, αποδεικνύεται και ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, από το συσχετισμό των προσκομιζομένων από τον ενάγοντα τιμολογίων και των ποσών που αναφέρονται στις προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο αποδείξεις είσπραξης (έκδοσης του ενάγοντος), προκύπτει σαφώς πως οι καταβολές που επικαλείται ο εναγόμενος αφορούσαν άλλες και όχι τις επίδικες οφειλές του, με αποτέλεσμα τα επίδικα τιμολόγια να παραμένουν μέχρι σήμερα ανεξόφλητα. Ειδικότερα: {…}. Επομένως ο ενάγων νόμιμα καταλόγισε τις ανωτέρω καταβολές του εναγόμενου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 εδ. β’ ΑΚ, προς εξόφληση του ποσού αυτού, το οποίο αφορούσε παλαιότερες των επίδικων οφειλές. Ο ανωτέρω ισχυρισμός του ενάγοντος παραδεκτά και νόμιμα προτάθηκε με την προσθήκη των προτάσεών του, αφού αποτελούσε απάντηση στην ένσταση εξόφλησης που προβλήθηκε από τον εναγόμενο με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Ο τελευταίος προς απόκρουση του ισχυρισμού αυτού θα μπορούσε να προτείνει είτε εξόφληση της ανωτέρω οφειλής του (προσκομίζοντας τις σχετικές αποδείξεις ακόμα και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ), είτε συμφωνία περί καταλογισμού των καταβληθέντων ποσών στις επίδικες (μεταγενέστερες) οφειλές, είτε άσκηση του δικαιώματος επιλογής που του παρέχει το άρθρο 422 ΑΚ. Τέτοιους ισχυρισμούς όμως ούτε προέβαλε, ούτε επομένως και απέδειξε ο εναγόμενος.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η κάθε απόδειξη είσπραξης που εξέδιδε ο ενάγων αποδείκνυε εξόφληση του αναγραφόμενου σε αυτή ποσού και του αντίστοιχου τιμολογίου που αφορούσε, όταν η καταβολή γινόταν με την έκδοση ή παράδοση προς τον ενάγοντα επιταγής αποκλειστικά και μόνο όταν η επιταγή αυτή εμφανίζονταν και υπήρχε διαθέσιμο υπόλοιπο στον λογαριασμό του εναγομένου, δίδονταν δηλαδή η κάθε επιταγή χάριν και όχι αντί καταβολής. Για το λόγο αυτό οι παρακάτω αποδείξεις που προσκομίζει κι επικαλείται ο εναγόμενος, οι οποίες αναφέρονται σε συγκεκριμένες επιταγές και κάποια από τα επίδικα ως άνω τιμολόγια, όπως αυτά κατωτέρω αναλύονται, δεν αποδεικνύουν εξόφληση των τιμολογίων αυτών, καθώς οι επιταγές ήταν ακάλυπτες και βρίσκονται στα χέρια του ενάγοντος ο οποίος και τις προσκόμισε στο παρόν δικαστήριο. Συγκεκριμένα: {…}. Συνεπώς ο ισχυρισμός περί εξοφλήσεως που προέβαλλε ο εναγόμενος πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος…