91/2016 ΤρΕφΛαρ (εξαίρεση μάρτυρα – τύπος μεταβίβασης ονομαστικών ή ανώνυμων μετοχών εταιριών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο)
91/2016
Πρόεδρος: Χρυσούλα Χαλιαμούρδα
Εισηγήτρια: Αντζελίτα Παπαβασιλείου
Δικηγόροι: Δημ. Βούλγαρης
Εξαιρετέοι οι μάρτυρες με βέβαιο και άμεσο, μη εξαρτημένο από μελλοντικά γεγονότα, συμφέρον από την έκβαση της δίκης. Μη γνήσια η ένσταση εξαίρεσης μάρτυρα που δεν συνιστά ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και δεν δημιουργεί εκκρεμοδικία, η δε αποδοχή της από το Εφετείο δεν άγει σε ανατροπή εκκαλουμένης αλλά στη μη λήψη υπόψη της κατάθεσης.
Συμπληρωματική λήψη υπόψη και ελεύθερη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων μη πληρούντων τους όρους του νόμου, ήτοι υποστατών μεν πλην ελαττωματικών και άκυρων, όπως οι εξαιρετέοι μάρτυρες ή έγγραφα αχρονολόγητα, ανυπόγραφα, ανεπικύρωτα, μη συνταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο ή μη θεωρημένα αρμοδίως.
Οι λόγοι έφεσης πρέπει να είναι και λυσιτελείς ώστε επί βασιμότητάς τους να επέρχεται εξαφάνιση εκκαλουμένης.
Θέσπιση με το 79§4 ν. 2238/94 έγγραφου τύπου (συμβολαιογραφικού ή ιδιωτικού θεωρημένου από τη ΔΟΥ) για μεταβίβαση ονομαστικών ή ανώνυμων μετοχών εταιριών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, άλλως ακυρότητα. Ο άνω τύπος, παρεκκλίνων των οριζομένων στο 8β’ παρ. 1 ν. 2190/1920 για τη μεταβίβαση ονομαστικών μετοχών και του άτυπου μεταβίβασης ανωνύμων μετοχών κατά το 1034 ΑΚ, προσκρούει στον αξιογραφικό χαρακτήρα των μετοχών και στους κανόνες μεταβίβασής τους και δεν είναι συστατικός αλλά αποδεικτικός, τεθείς χάριν φορολογικών συμφερόντων του δημοσίου, ισχύς δε ακυρότητας μόνον έναντι φορολογικών αρχών και όχι στις μεταξύ των μερών σχέσεις.
{…} 2. Ο ενάγων, με την από 15.1.2005 (έκθ. κατάθ. 48/14.2.2007) αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, τη συζήτηση της οποίας επέσπευσε, μετά την ολοκλήρωση των αποδείξεων ενώπιον εισηγητή δικαστή, μόνο ως προς τον πρώτο εναγόμενο, ισχυρίστηκε ότι οι (τρεις) εναγόμενοι από κοινού και με κοινή απόφαση, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο όφελος, έβλαψαν την περιουσία του (ενάγοντος), πείθοντας αυτόν σε πράξη με την εν γνώσει τους αθέμιτη παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Ειδικότερα ο ενάγων ισχυρίζεται ότι στις 30.7.1999 συμφώνησε με τους εναγομένους να συμμετάσχει ως μέτοχος στην εταιρεία που αυτοί είχαν ιδρύσει με ποσοστό συμμετοχής 20%, καταβάλλοντας ως τίμημα το ποσό των 18.000.000 δρχ, ενώ επίσης συμφωνήθηκε, ενόψει της επικείμενης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά 8.000.000 δρχ, να συμμετάσχει ο ίδιος (ενάγων) με το ποσό των 4.000.000 δρχ, το οποίο συμπεριλαμβανόταν στο ποσό απόκτησης του ποσοστού 20%. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο ίδιος, σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας και σύμφωνα πάντα με αυτή, κατέβαλε, πριν την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, ως προκαταβολή το ποσό των 5.100.000 δρχ κεφαλαίου, ενώ το υπόλοιπο ποσό έπρεπε, με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, να καταβληθεί μετά την ολοκλήρωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Ότι οι εναγόμενοι τον διαβεβαίωσαν ότι θα του παρέδιδαν μέχρι τις 30.9.1999 τις μετοχές που αντιστοιχούσαν στο 20% του μετοχικού κεφαλαίου και ότι θα προέβαιναν σε τροποποίηση του καταστατικού, διαβεβαιώσεις στις οποίες πίστεψε ο ίδιος, ώστε να καταβάλει με διαδοχικές μερικότερες καταβολές το συνολικό ποσό των 11.430.000 δρχ. Ότι οι εναγόμενοι δεν του παρέδωσαν τις μετοχές και δεν πραγματοποίησαν τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας, με συνέπεια να ζημιωθεί αυτός (ενάγων), εξαιτίας της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων κατά το παραπάνω ποσό. Τέλος, ισχυρίζεται, ότι από την πιο πάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, με την αγωγή του να υποχρεωθούν εις ολόκληρον οι εναγόμενοι να του καταβάλλουν, με το νόμιμο τόκο, το παραπάνω ποσό και το ποσό των 5.000.000 δρχ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και συνολικά για τις δύο παραπάνω αιτίες το ποσό των 16.430.000 δρχ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε νόμιμη η αγωγή κατά τη βάση της από την αδικοπραξία, αλλά απορρίφθηκε κατ’ ουσία αναφορικά με τον πρώτο εναγόμενο, έναντι του οποίου επισπεύσθηκε η μετ’ απόδειξη συζήτηση της αγωγής, όπως ήδη αναφέρθηκε. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο ενάγων με την υπό κρίση έφεση του για τους λόγους που αναφέρουν στο δικόγραφό της και ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή (στο σύνολό της) η αγωγή.
3.α. Από το συνδυασμό των άρθρων 400 παρ. 3 και 403 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι δεν εξετάζονται, όταν κληθούν, ως μάρτυρες, πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ήτοι αυτά που προσδοκούν ωφέλεια ή βλάβη από τη συγκεκριμένη δίκη, χωρίς να έχει σημασία αν το συμφέρον τους είναι υλικό ή ηθικό, αλλά πάντως άμεσο και βέβαιο, μη εξαρτημένο από μελλοντικά γεγονότα, ο λόγος δε αυτός εξαιρέσεως του μάρτυρα δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αλλά προβάλλεται κατ’ ένσταση του αντιδίκου εκείνου του διαδίκου που προσάγει τον μάρτυρα προς εξέταση, η οποία (ένσταση) προτείνεται πριν ορκισθεί η μάρτυρας και το συμφέρον αυτό πρέπει να το καθορίζει εκείνος που επικαλείται τον λόγο εξαιρέσεως του μάρτυρα (ΑΠ 1392/2008 Νόμος).Η ένσταση εξαιρέσεως είναι βάσιμη, όταν το συμφέρον από το αποτέλεσμα της δίκης παρουσιάζεται ως αναγκαία συνέπεια της εκβάσεώς της (ΑΠ 992/2012 Νόμος). Αυτό συμβαίνει, ιδίως, όταν το δεδικασμένο, ή η εκτελεστότητα ή οι αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης επεκτείνονται και στον μάρτυρα, όταν ενδέχεται να υποχρεωθεί σε αποζημίωση κάποιου διαδίκου σε περίπτωση ήττας του ή όταν πήρε αμοιβή ή δέχθηκε υπόσχεση αμοιβής για την συγκεκριμένη μαρτυρία. Περαιτέρω, η ένσταση εξαιρέσεως του μάρτυρα δεν είναι γνήσια, ως μη στηριζόμενη σε αυτοτελές δικαίωμα, η δε περιεχόμενη σ’ αυτήν αίτηση δεν αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και δεν προκύπτει εκκρεμοδικία, η τυχόν δε αποδοχή της από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν οδηγεί σε ανατροπή της εκκαλουμένης, αλλά στη μη λήψη υπ’ όψιν της συγκεκριμένης μαρτυρικής καταθέσεως (ΕφΑιγ 148/2012 Νόμος). Επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 270 §2 εδ. β’ ΚΠολΔ, το δικαστήριο συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπ’ όψιν και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Στην έννοια των αποδεικτικών μέσων, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εντάσσονται και οι κατ’ άρθρο 400 αρ. 3 ΚΠολΔ εξαιρετέοι μάρτυρες, ήτοι τα πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, των οποίων τις καταθέσεις μπορεί να λαμβάνει υπ’ όψιν και να εκτιμά ελεύθερα το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος (ΑΠ 455/2014 Νόμος). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 270 παρ. 1 και 2 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας, αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, ως τέτοια δε νοούνται τα υποστατά μεν, πλην ελαττωματικά και γι’ αυτό άκυρα. Ήτοι λαμβάνονται υπόψη γενικώς κάθε είδους έγγραφα, όπως τα αχρονολόγητα, τα ανυπόγραφα ή αυτά που δεν προκύπτει ο εκδότης τους, ανεπικύρωτα, μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, μη θεωρημένα από τη ΔΟΥ (ΑΠ 1402/2015, ΑΠ 882/2013 Νόμος). Τέλος, από το άρθρο 520 §1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι εφέσεως δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑιγ148/2012 ό.π).
3.β. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ο εκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς την κρίση περί απορρίψεως της προταθείσης από αυτόν ενστάσεως εξαιρέσεως του μάρτυρος του πρώτου εναγομένου, Ε. Π., (που εξετάστηκε ως μάρτυρας), ως μη νομίμου, διατεινόμενος ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός της εφέσεως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως πιο πάνω νομική σκέψη, είναι προεχόντως απορριπτέος ως αλυσιτελής και τούτο διότι, ακόμη και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του, δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, η εν λόγω ένσταση του ενάγοντος ήταν, σύμφωνα με τα επίσης στην πιο πάνω νομική σκέψη αναφερόμενα, απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς ο παραπάνω μάρτυρας δεν έχει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση σχέση με την επίδικη διαφορά, ώστε να προσδοκά οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της προκειμένης δίκης, αφού ο πρώτος εναγόμενος ενάγεται εν προκειμένω ατομικώς και όχι με την ιδιότητά του ως εκπρόσωπος της εταιρείας, την οποία ο τελευταίος έχει ιδρύσει με τον ανωτέρω μάρτυρα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορρίπτοντας αυτήν (ένσταση) ως μη νόμιμη ορθώς έκρινε και επομένως ο ως άνω λόγος εφέσεως, και αν ήθελε θεωρηθεί λυσιτελής, και πάλι απορριπτέος θα ήταν ως ουσία αβάσιμος.
Περαιτέρω, ο τέταρτος και έκτος λόγος της έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών προσβάλλει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για την πλημμέλεια ότι αυτό έλαβε υπόψη του ως αποδεικτικό στοιχείο το υπ’ αριθμ. …/3.8.1999 πρακτικό της ΓΣ, το οποίο δεν προσκομίστηκε νόμιμα επικυρωμένο και, περαιτέρω, ότι έλαβε υπόψη του το ανεπικύρωτο με ημερομηνία 27.11.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό, δεν είναι νόμιμος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, αφού τα παραπάνω έγγραφα, τα οποία δεν προβλήθηκαν ως πλαστά, αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα και νόμιμα λήφθηκα υπ’ όψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για έμμεση απόδειξη, δηλαδή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Επομένως οι παραπάνω λόγοι έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
4. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 79 §4 του ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), όπως αυτή προστέθηκε με την §3 του άρθρου 15 του ν. 2459/1997: «Η μεταβίβαση εν ζωή ή λόγω θανάτου ονομαστικών ή ανώνυμων μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών πραγματοποιείται αποκλειστικώς με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με ιδιωτικό έγγραφο θεωρημένο από τον προϊστάμενο της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Απόκτηση τέτοιων μετοχών κατά παράβαση της διάταξης του προηγουμένου εδαφίου θεωρείται άκυρη και δεν παράγει κανένα δικαίωμα, υπέρ αυτού που τις αποκτά, όπως το δικαίωμα είσπραξης μερίσματος, συμμετοχής στις γενικές συνελεύσεις, μεταβίβασης των μετοχών αυτών κλπ. Τα παραπάνω εφαρμόζονται ανάλογα και όταν αυτός που μεταβιβάζει τις εν λόγω μετοχές δεν είναι φυσικό πρόσωπο. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι λεπτομέρειες, που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου, καθώς και οι περιπτώσεις που η πιο πάνω μεταβίβαση μπορεί να γίνει και με άλλο τρόπο». Επιπρόσθετα δε, η διάταξη του άρθρου 15 §4 ορίζει, πως «κάθε άλλη διάταξη γενική ή ειδική που αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου παύει να ισχύει». Συναφώς δε εκδόθηκε η Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με αριθμό 1056431/104/79/Β0012/Πολ 1169/23.5.1997 (ΦΕΚ Β’ 479/11.6.1997), η οποία καθορίζει ένα ελάχιστο περιεχόμενο για την ιδιωτική ή με συμβολαιογραφικό έγγραφο σύμβαση μεταβίβασης μετοχών και δίδει διευκρινήσεις για τη διαδικασία θεώρησης του σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού από την αρμόδια ΔΟΥ.
Από τον συνδυασμό των ρυθμίσεων αυτών με τα άρθρα 1034 επ., 888 επ., 1710 και 1846 επ. ΑΚ και ενόψει της προφανούς (φορολογικής) νομοθετικής σκοπιμότητάς τους, συνάγεται, αφενός μεν, ότι ο επιβαλλόμενος (έγγραφος) τύπος για την μεταβίβαση μετοχών με σύμβαση ή λόγω κληρονομικής διαδοχής δεν είναι συστατικός, αλλά αποδεικτικός, αφετέρου δε, ότι η θεσπιζόμενη ακυρότητα της μεταβίβασης, σε περίπτωση μη τηρήσεως αυτού, ισχύει μόνον έναντι των φορολογικών αρχών και όχι στις μεταξύ των μερών σχέσεις (ΑΠ 1964/2014, ΑΠ 1426/2013 και επί αναλόγου θέματος του άρθρου 8 παρ. 16 του ν. 1882/1990, ΑΠ 90/2005, 761/2001 Νόμος).Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 6 του ανωτέρω άρθρου, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας καθορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού της ωφέλειας που προέρχεται από τη μεταβίβαση μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο για την εφαρμογή της διατάξεως της υποπερ. ββ’ της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2238/1994, λαμβάνοντας ενδεικτικά υπόψη τον τιμάριθμο και το χρόνο κτήσης των μετοχών.Με την ως άνω διάταξη (79 §4 του ν. 2238/1994) καθιερώθηκε ο έγγραφος τύπος για τη μεταβίβαση των ονομαστικών και ανωνύμων μετοχών που δεν ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 8β’ παρ. 1 του ΚΝ 2190/1920, προκειμένου για ονομαστικές μετοχές, και του ατύπου της μεταβιβάσεως των ανωνύμων μετοχών στα πλαίσια του άρθρου 1034 ΑΚ. Ο τύπος αυτός της μεταβίβασης προσκρούει στον αξιογραφικό χαρακτήρα της μετοχής ως συμμετοχικού αξιογράφου και στους κανόνες για τη μεταβίβαση των μετοχών και επομένως ανέκυψε ζήτημα ερμηνείας αυτής της ρυθμίσεως. Με βάση τελολογικά κριτήρια και για να μην επέλθει ανατροπή των όσων νομοθετικώς είχαν καθιερωθεί ως προς τα ζητήματα κύρους μεταβιβάσεως των μετοχών από άποψη εμπορικού δικαίου με την επιβολή τύπου στη μεταβίβαση ονομαστικών και ανωνύμων μετοχών, προκειμένου να επιτυγχάνεται φορολόγηση ως αυτοτελούς εισοδήματος της υπεραξίας των μετοχών αυτών, πρέπει να ερμηνευθεί ότι οι με τις ως άνω διατάξεις διατυπώσεις για τη μεταβίβαση των μετοχών εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο καθιερώνουν δηλωτικό και όχι συστατικό τύπο μεταβίβασης, αφού θεσπίστηκαν για λόγους φορολογικών συμφερόντων του Δημοσίου και όχι για να καθιερώσουν συστατικό τύπο κατά την έννοια του άρθρου 159 ΑΚ. Η άποψη αυτή ενισχύεται, εξάλλου, και από το ότι η προαναφερθείσα διάταξη εντάχθηκε στις φορολογικές διατάξεις και όχι στη διάταξη του άρθρου 8β του ν. 2190/1920, με την ορίζεται ο τρόπος μεταβίβασης των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και ήδη συμπληρώθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3604/2007.
- Από τις ένορκες καταθέσεις … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 13.11.1997 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ι. Κ. ΑΕ», με μετοχικό κεφάλαιο 12.000.000 δρχ. Στην εταιρεία αυτή συμμετείχε με ποσοστό 65% η Χ. Π. και η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Φ. Σ. Κ. ΑΕ» με ποσοστό συμμετοχής 35%. Νόμιμοι εκπρόσωποι της τελευταίας εταιρείας ήσαν ο εναγόμενος Χ. Μ. και ο Ε.Π.. Η εταιρεία «Ι. Κ. ΑΕ» εκμεταλλευόταν ένα εστιατόριο στο Β., με το διακριτικό τίτλο «M.», την ουσιαστική διοίκηση του οποίου ασκούσαν η Χ. Π. και ο σύζυγός της Θ. Π.. Ο ενάγων είχε προσληφθεί τον Αύγουστο του 1998 ως αρχιμάγειρας και εργαζόταν στο συγκεκριμένο εστιατόριο. Η εταιρεία Ι. επρόκειτο να προβεί σε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της κατά 8.000.000 δρχ, ώστε αυτό να ανέλθει σε 20.000.000 δρχ. Ενόψει της προοπτικής αυτής ο ενάγων συζήτησε αρχικώς με την Χ. Π. και το σύζυγο αυτής, (Θ. Π.), την συμμετοχή του στην εταιρεία. Στη συνέχεια ο ενάγων συζήτησε το ενδεχόμενο της εισόδου του στην εταιρεία ως μέτοχος και με τον πρώτο εναγόμενο, Χ. Μ.. Τελικώς όλοι οι ανωτέρω συμφώνησαν προφορικά, κατ’ αρχήν, να εισέλθει ο ενάγων ως μέτοχος στην εταιρεία και να συμμετάσχει στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, όπως θα εκτεθεί ειδικότερα παρακάτω. Στη γενική συνέλευση των μετόχων της παραπάνω εταιρείας στις 30.6.1999 εξελέγη νέο διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχε και ο ενάγων. Συγκεκριμένα το νέο διοικητικό συμβούλιο αποτελούνταν από τον Θ. Π. πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, τον εναγόμενο Χ. Μ. αντιπρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, και τον ενάγοντα διευθύνοντα σύμβουλο. Ενόψει της επικείμενης αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Ι., κατόπιν προφορικής επίσης συμφωνίας μεταξύ της Χ. Π., της εταιρείας «Φ. Σ.», που εκπροσωπούνταν από τον πρώτο εναγόμενο και του ενάγοντος συμφωνήθηκε ότι στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ο ενάγων θα κατέβαλε το ποσό των 4.000.000 δρχ, η Χ. Π. θα κατέβαλε το ποσό των 200.000 δρχ και η εταιρεία «Φ. Σ.» θα κατέβαλε το ποσό των 3.800.000 δρχ. Επίσης συμφωνήθηκε να παραιτηθούν οι δύο τελευταίοι του δικαιώματος προτίμησης στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του ενάγοντος. Η ανωτέρω συμφωνία αποτυπώθηκε εγγράφως και συγκεκριμένα στις 30.7.1999 μεταξύ της Χ. Π., με την ιδιότητα της πλειοψηφικής μετόχου της εταιρείας με την επωνυμία «Ι. Κ. ΑΕ» με ποσοστό 65%, του Χ. Μ. με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της μειοψηφικής μετόχου εταιρείας με την επωνυμία «Φ. Σ. Κ. ΑΕ» με ποσοστό 35%, και του ενάγοντος με την ιδιότητα του μέλους του ΔΣ της εταιρείας «Ι. Κ. ΑΕ» υπογράφτηκε ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, με βάση το οποίο η εταιρεία «Ι. Κ. ΑΕ» με απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της, που θα ληφθεί κατά τη συνεδρίαση της 1.8.1999 θα αυξήσει το μετοχικό κεφάλαιό της κατά το ποσό των 8.000.000 δρχ, ώστε αυτό να ανέλθει στο ποσό των 20.000.000 δρχ. Στο ίδιο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό αναφερόταν ότι από το ποσό της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου ποσό 4.000.000 δρχ θα καλυφθεί από τον ενάγοντα, της συμμετοχής του προσδιοριζομένης στο συνολικό μετοχικό κεφάλαιο σε ποσοστό 20%. Με βάση πάντα το παραπάνω συμφωνητικό οι δύο πρώτοι εκ των συμβαλλομένων, δηλαδή η Χ. Π. και η εταιρεία «Φ. Σ. Κ. ΑΕ» παραιτούνταν του δικαιώματος προτίμησης στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του ενάγοντος, το τίμημα δε εξαγοράς του ως άνω ποσοστού (20%) ορίστηκε σε 18.000.000 δρχ, έναντι του οποίου ο ενάγων είχε εκχωρήσει στην εταιρεία «Ι. Κ. ΑΕ» τα αξιόγραφα: επιταγή …/30.9.1999 δρχ 1.200.000, επιταγή …/30.10.1999 δρχ 1.200.000, επιταγή …/30.11.1999 δρχ 1.200.000 και επιταγή …/30.8.1999 δρχ 1.500.000, (συνολικά 5.100.000 δρχ), το δε υπόλοιπο καταβληθησόμενο μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου. Τέλος, αναφέρθηκε ότι μετά την συνεδρίαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας την 10.9.1999 και αφού αποδεχθούν οι μέτοχοι τον οικονομικό απολογισμό των εκπροσώπων της επιχείρησης έως 31.5.1999, σύμφωνα με τον οποίο μέρος του κόστους επένδυσης και λειτουργίας έχει καλυφθεί από την «Φ. Κ. ΑΕ», πλέον του αρχικά καταβλημένου μεριδίου του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου, τα ποσοστά συμμετοχής των στο μετοχικό κεφάλαιο θα έχουν ως εξής: Χ. Π. ποσοστό 40%, Φ. Κ. ΑΕ ποσοστό 40% και Χ. Σ., ο ενάγων δηλαδή, 20%.
Λόγω της ανωτέρω συμφωνίας ο ενάγων καθ’ υπόδειξη της Χ. Π., επειδή η τελευταία είχε παραιτηθεί υπέρ αυτού του δικαιώματος προτίμησης στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, παρέδωσε επιταγές στην εταιρεία «Φ. Κ.» συνολικού ποσού 9.000.000 δρχ, όπως συνομολογεί με τις προτάσεις του ο πρώτος εναγόμενος (βλ. σελίδα 12). Αναφορικά με τα χρήματα που κατέβαλε ο ενάγων τόσο προς την «Φ. Κ.» όσο και προς τρίτους δανειστές της επιχείρησης του εστιατορίου, αποδείχθηκε ότι αυτός (ενάγων) εντός του έτους 1999 είχε καλύψει τις τέσσερις επιταγές που αναφέρονταν στο από 30.7.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό συνολικού ποσού αυτών (επιταγών) 5.100.000 δρχ. Επιπλέον αυτός είχε καταβάλει, μετά την κατάρτιση του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, σε μετρητά στα χέρια του συζύγου της Χ. Π., δηλαδή τον Θ. Π., το συνολικό ποσό των 1.500.000 δρχ, σε τρεις ισόποσες δόσεις των 500.000 δρχ, καθώς και ποσό 560.000 δρχ, καθ’ υπόδειξη του Θ. Π. με τη σύμφωνη γνώμη και του πρώτου εναγομένου, στα χέρια του κ Α., ο οποίος ήταν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης της επιχείρησης του εστιατορίου και είχε σχετική χρηματική απαίτηση. Τέλος, ο ενάγων κάλυψε επιταγές συνολικού ποσού 4.270.000 δρχ. Συμποσούμενες οι εκ μέρους του ενάγοντος καταβολές ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 11.430.000 δρχ. Η Χ. Π. υπέδειξε την παράδοση των επιταγών στην εταιρεία «Φ. Κ.», επειδή αυτή θέλησε να καλύψει μέρος της συμμετοχής της, ως αρχική μέτοχος, στο πέραν του αρχικού κεφαλαίου κόστος κατασκευής και λειτουργίας του εστιατορίου, το οποίο είχε καταβάλει κατά το μεγαλύτερο μέρος η εταιρεία «Φ. Κ». Τα γεγονότα αυτά προκύπτουν κυρίως από την κατάθεση του Ε Π. και ενισχύονται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Για τους παραπάνω λόγους η Χ. Π. θα συμμετείχε με μικρότερο του αρχικού ποσοστού της από 65% και συγκεκριμένα αυτή θα συμμετείχε στο μετοχικό κεφάλαιο μετά την αύξηση αυτού με ποσοστό 40%, «μεταβιβάζοντας» ουσιαστικά 5% του δικαιώματος προτίμησης στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στην εταιρεία «Φ. Κ.» και 20% του σχετικού δικαιώματος στον ενάγοντα. Έτσι η εταιρεία «Φ. Κ.» θα συμμετείχε με ποσοστό 40% και ο ενάγων με ποσοστό 20%.
Στις 3.9.1999 συνήλθε έκτακτη αυτόκλητη καθολική γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας «Ι. Κ. ΑΕ» με θέμα την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου αυτής, κατά τα αναφερόμενα στο υπ’ αριθμ. …/3.9.1999 πρακτικό αυτής, κατά 8.000.000 δρχ και λήφθηκε ομόφωνα απόφαση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, ανερχομένου σε 20.000.000 δρχ, τροποποιουμένου του άρθρου 5 παρ. 1 του καταστατικού της εταιρείας, όπου το μετοχικό κεφάλαιο αυτής είχε καθοριστεί σε 12.000.000 δρχ. Το με αριθμό …/3.9.1999 πρακτικό αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «Ι. Κ. ΑΕ» κατατέθηκε αρμοδίως για την τροποποίηση του καταστατικού, χωρίς να προκύπτει ότι εκδόθηκε απόφαση του Νομάρχη Μ. εγκριτική της τροποποίησης του καταστατικού. Την έλλειψη εγκριτικής απόφασης του Νομάρχη συνομολογεί ο ενάγων με την έφεσή του, αλλά σιωπά απολύτως επί του ισχυρισμού του πρώτου εναγομένου ότι αντίγραφο του παραπάνω πρακτικού με αποδεικτικό πληρωμής φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου και τα υπόλοιπα έγραφα κατατέθηκαν αρμοδίως στην Νομαρχία Μ., εκδοθέντος του υπ’ αριθμ. …/1999 εγγράφου της Νομαρχίας, όπως δέχεται και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου είχε προδήλως προσκομιστεί το με αριθμό 19 σχετικό έγγραφο από τον πρώτο εναγόμενο, ενώ ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων, ως μόνος παριστάμενος διάδικος, δεν προσκομίζει κάποιο στοιχείο, το οποίο να καταρρίπτει τον ανωτέρω ισχυρισμό του εναγομένου και την συναφή επιμέρους παραδοχή της εκκαλουμένης απόφασης. Προδήλως η έλλειψη εγκριτικής απόφασης της τροποποίησης του καταστατικού οφείλεται σε έλλειψη των προϋποθέσεων νομιμότητας της τροποποίησης του καταστατικού, αφού ο διοικητικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση αν το καταστατικό ή οι τροποποιήσεις του είναι σύμφωνες προς το νόμο και αν έχει τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νόμιμη λειτουργία της ΑΕ με βάση τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στη διοίκηση (ΑΠ 1426/2013 Νόμος). Εν προκειμένω, δηλαδή, η έλλειψη εγκριτικής απόφασης της τροποποίησης του καταστατικού οφείλεται στην μη καταβολή του απαιτουμένου ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, αφού το μόνο σημείο τροποποίησης του αρχικού καταστατικού της εταιρείας αποτελούσε το μετοχικό κεφάλαιο, η δε μη καταβολή του ποσού της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου προκύπτει αβίαστα ως γεγονός από την με ημερομηνία 20.11.1999 πρόσκληση σύγκλησης του ΔΣ της εταιρείας με (δεύτερο) θέμα συζήτησης την μη καταβολή του ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και την ανάκληση της απόφασης αύξησης.
Αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί το ότι ενώ ο εκκαλών διατείνεται μετ’ επιτάσεως ότι ο ίδιος κατέβαλε το αντιστοιχούν στον ίδιο μερίδιο αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, σιωπά απολύτως επί του θέματος της σύγκλησης του ΔΣ της εταιρείας με θέμα συζήτησης την μη καταβολή του ποσού αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και συναφούς ανάκλησης της απόφασης αύξησης, ενώ το αναμενόμενο θα ήταν να αναφερθεί αυτός στο παραπάνω ζήτημα, αφού ο ίδιος ήταν μέλος του ΔΣ της εταιρείας, καθώς η θητεία του ΔΣ στο οποίο συμμετείχε ο ενάγων είχε διάρκεια μέχρι τις 30.6.2004, την δε ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου απέβαλε ο ενάγων κατόπιν παραίτησής του το έτος 2000. Ο ενάγων σιωπά επίσης απολύτως επί του καθοριστικής σημασίας αμυντικού ισχυρισμού του εναγομένου ότι δεν καταβλήθηκε από αυτόν (ενάγοντα) το μερίδιο συμμετοχής του στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, και εκ του λόγου αυτού καταρτίσθηκε το με ημερομηνία 27.11.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο καταχωρίσθηκε η κοινή απόφαση της Χ. Π., της εταιρείας «Φ. Κ. Α.Ε» και του ενάγοντος να πραγματοποιηθεί η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «Ι. Κ. ΑΕ» σε μεταγενέστερο, της αρχικώς καθορισθείσας ημερομηνίας στις 3.9.1999, χρονικό σημείο, αλλά αυτός (ενάγων) αναλώνεται στον επουσιώδη ισχυρισμό της αμφισβήτησης της αποδεικτικής ισχύος του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού, επειδή στον πρώτο βαθμό προσκομίστηκε ανεπικύρωτο από τον εναγόμενο Χ.Μ., το οποίο έγγραφο όμως δεν προσκομίζει ο ενάγων, ως μόνος παριστάμενος διάδικος ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, χωρίς επίσης αυτός να αμφισβητεί την ύπαρξή του. Το ανωτέρω έγγραφο έχει καίρια αποδεικτική αξία και σημασία, διότι, με βάση τους ισχυρισμούς του εναγομένου, αυτό συντάχθηκε επειδή δεν επιτεύχθηκε η καταβολή της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και περαιτέρω σ’ αυτό καταχωρήθηκε η κοινή απόφαση όλων των συμβληθέντων περί της παράδοσης στον ενάγοντα μετοχών αντιστοιχούντων στο 20% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας της «Ι. Κ. ΑΕ» επί του αρχικού κεφαλαίου αυτής ύψους 12.000.000 δρχ, αφού δεν είχε επέλθει η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου σε 20.000.000 δρχ. Σχετικά με το αμέσως παραπάνω γεγονός αποδεικνύεται ότι με την σύμφωνη γνώμη αλλά και τη σύμπραξη και του πρώτου εναγομένου παραδόθηκαν στον ενάγοντα 240 μετοχές της προαναφερθείσας εταιρείας με μετοχικό κεφάλαιο 12.000.000 δρχ και ειδικότερα οι με τα παρακάτω στοιχεία τίτλοι μετοχών (…). Η παράλειψη προσκομιδής ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου από τον ενάγοντα του 27.11.1999 ιδιωτικού συμφωνητικού και η αξιοσημείωτη σιωπή του επί του περιεχομένου αυτού, ενώ αυτός (ενάγων) αναλώνεται στην προσπάθεια «κατάρριψης» της αποδεικτικής ισχύος του συγκεκριμένου εγγράφου, προβάλλοντας αυτός την αιτίαση εσφαλμένης κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επειδή το εν λόγω δικαστήριο το έλαβε υπ’ όψη του, αν και προσκομίσθηκε μη νομίμως επικυρωμένο από τον αντίδικό του (πρώτο εναγόμενο), ενισχύει την βασιμότητα του παραπάνω αμυντικού ισχυρισμού του εναγομένου, ο οποίος βεβαίως αποδεικνύεται κατά την ουσιαστική βασιμότητά του από την κατάθεση του μάρτυρα Ε. Π., ο οποίος κατέθεσε με σαφήνεια ότι ο ενάγων δεν κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό των 4.000.000 δρχ, προκειμένου να εκπληρώσει την βαρύνουσα αυτόν κατά το ανωτέρω ποσό υποχρέωση συμμετοχής στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, η οποία ήταν ξεχωριστή και διακριτή υποχρέωση από αυτήν της εξαγοράς του ποσοστού συμμετοχής στην εταιρεία. Η αξιοπιστία του ανωτέρω μάρτυρα δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο, καθώς το γενικό περιεχόμενο της κατάθεσής του δεν περιέχει αντιφάσεις και ασάφειες, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνεται από τα κατατιθέμενα από τους υπόλοιπους μάρτυρες και από το σύνολο των προσκομισθέντων από τον ενάγοντα στο παρόν Δικαστήριο εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων, έστω και πενιχρών, αλλά επαρκών. Εξάλλου οι εξετασθέντες με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρες, Α. Β., εξάδελφός του και Μ. Π., σύζυγός του, κατέθεσαν ότι παραδόθηκαν στον ενάγοντα μετοχές της εταιρείας «Ι. Κ. ΑΕ», την οποία αποκαλούν «παλιά» εταιρεία, προδήλως λόγω της μη τροποποίησης του καταστατικού. Βέβαια και ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί ότι έλαβε μετοχές της ανωτέρω εταιρείας, τις οποίες προσκομίζει, αλλά βάλλει με λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, επειδή οι μετοχές δεν μεταβιβάστηκαν με την τήρηση του τύπου, ισχυρισμός όμως που είναι αβάσιμος, καθώς έναντι της εταιρείας ο ενάγων έχει αποκτήσει την ιδιότητα του μετόχου, ανεξάρτητα από την τήρηση του τύπου, όπως αναφέρθηκε στην υπό στοιχείο 4 νομική σκέψη.
Από όλα τα ανωτέρω δεδομένα αποδεικνύεται πρώτον ότι η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Ι. ματαιώθηκε από υπαιτιότητα του ενάγοντος, με αναπόφευκτη συνέπεια την αδυναμία τροποποίησης του καταστατικού της εν λόγω εταιρείας και δεύτερον η παράδοση στον ενάγοντα, με τη σύμφωνη γνώμη αυτού, μετοχών της ανωτέρω εταιρείας αντιστοιχούντων στο 20% του μετοχικού κεφαλαίου αυτής εκ ποσού 12.000.000 δρχ, με συνέπεια αυτός (ενάγων) να αποκτήσει την ιδιότητα του μετόχου της παραπάνω εταιρείας. Συνεπώς οι βασικοί αγωγικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος περί εξαπάτησης του με την ψευδή διαβεβαίωση του πρώτου εναγομένου για τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας Ι., κατόπιν αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου και την ψευδή υπόσχεση του ανωτέρω εναγομένου για παράδοση μετοχών, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι, διότι κανένα από τα δύο παραπάνω φερόμενα ως απατηλά γεγονότα δεν έλαβαν χώρα. Περαιτέρω, από τα παραπάνω γενόμενα δεκτά, ως αποδεδειγμένα, γεγονότα προκύπτει αναμφίβολα ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε την πρόθεση να εξαπατήσει τον ενάγοντα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την αιτιολογία του, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, κατέληξε σε όμοιο συμπέρασμα, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε οι περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης να πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως και η έφεση στο σύνολό της…