Η διαδικασία του αυτόφωρου πλημμελήματος κατά τον νέο ΚΠΔ – Δημήτριος Νικάκης
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΠΛΗΜ/ΤΟΣ
Εισήγηση σε ημερίδα για τον νέο ΚΠΔ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΝΙΚΑΚΗ
Προέδρου Δικηγορικού Συλλόγου Αγρινίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ – ΓΕΝΙΚΑ
►ΈΝΝΟΙΑ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ( άρθρο 242§1 Κ.Π.Δ)
Τι είναι αυτόφωρο έγκλημα :
Άρθρο 242. – 1. Αυτόφωρο είναι το έγκλημα του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί.
►ΧΡΟΝΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ (άρθρο 242§2 Κ.Π.Δ ) Άρθρο 242. – 2.Θεωρείται επίσης ότι υπάρχει αυτόφωρο έγκλημα όταν ο δράστης καταδιώκεται αμέσως μετά την πράξη από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται σε χρόνο πολύ κοντινό στην αξιόποινη πράξη με αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συνάγεται η διάπραξη του εγκλήματος. Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης.
Εκ της ανωτέρω διατάξεως το αυτόφωρο λήγει την 24:00 της επομένης ημέρας από της τελέσεως του αδικήματος π.χ τελείται το αυτόφωρο πλημμέλημα την 08:00 της 02-01-2019 , ο χρόνος λήξεως του αυτοφώρου είναι την 24:00 της 03-01-2019
►ΑΥΤΟΦΩΡΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ (άρθρο 242§3 Κ.Π.Δ)
Άρθρο 242. – 3. Τα εγκλήματα που τελούνται από ανηλίκους δεν δικάζονται ως αυτόφωρα.
►ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΟΣ (άρθρο 18 Π.Κ)
Άρθρο 18 , εδβ΄ : Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή μόνο με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας είναι πλημμέλημα.
►ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΚΑΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Όταν το έγκλημα χαρακτηρισθεί , ως αυτόφωρο κατ’ άρθρο 242§1 & 2 Κ.Π.Δ , επέρχονται από τον νόμο ειδικές συνέπειες και εφαρμόζονται , κατ’ εξαίρεση, ιδιαίτεροι κανόνες διαδικασίας (οι οποίοι δεν εφαρμόζονται , κατά κανόνα, εις τα λοιπά , μη αυτόφωρα εγκλήματα ), ήτοι :
1) Επιτρέπεται η σύλληψις του δράστου ΧΩΡΙΣ να έχει εκδοθεί δικαστικό «ένταλμα συλλήψεως » , το οποίο απαιτείται από το Σύνταγμα κατ’ άρθρο 5 §3 εις το οποίο ορίζονται επί λέξει τα κάτωθι :
« Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστος .Ουδείς καταδιώκεται, συλλαμβάνεται , φυλακίζεται ή άλλως πως περιορίζεται ή μη όταν και όπως ο νόμος ορίζει ». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 276 Κ.Π.Δ και άρθρο 6§1 του Συντάγματος εις το οποίο ορίζονται επί λέξει τα κάτωθι :« Ουδείς συλλαμβάνεται άνευ ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος » με εξαίρεση τα επ’ αυτοφώρω εγκλήματα κατ’ άρθρο 275 §1 Κ.Π.Δ εις την οποία δύναται να προβεί εις τη σύλληψη κάθε αστυνομικό όργανο που ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ να το πράξει , καθώς και οποιοσδήποτε ιδιώτης που ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ να το πράξει , εφόσον πρόκειται δι αυτόφωρο πλημ/μα ή κακούργημα .
2) Η σύλληψις επιτρέπεται να γίνει όχι μόνον από οποιοδήποτε αστυνομικό όργανο ή προανακριτικό υπάλληλο του άρθρου 31 Κ.Π.Δ ,αλλά και από κάθε ιδιώτη (άρθρο 275 §1 Κ.Π.Δ) .
3) Επιτρέπεται η «έρευνα » εις ιδιωτική κατοικία «εν καιρώ νυκτός » όταν πρόκειται να συλληφθεί ο δράστης αυτοφώρου κακουργήματος ή πλημμελήματος εις τον Εισαγγελέα , τον Ανακριτή ή του Πταισματοδίκες (άρθρο 256 §5 εδ.β΄ Κ.Π.Δ).
4) Εις τα αυτόφωρα εγκλήματα όλοι ο ανακριτικοί υπάλληλοι έχουν το δικαίωμα να ενεργήσουν προανάκριση ΧΩΡΙΣ σχετική παραγγελία του Εισαγγελέως («αστυνομική προανάκριση») (άρθρο 245§2 Κ.Π.Δ) .
5) Εις τας ανωτέρω περιπτώσεις που διενεργείται «αστυνομική προανάκρισις » ΧΩΡΙΣ την παραγγελία του Εισαγγελέως , ο κατηγορούμενος δύναται να στερηθεί τα θεμελιώδη δικαιώματά του (των άρθρων 97 §2 εις το οποίο προβλέπεται η απαγόρευση ενημέρωσης τρίτου προσώπου καθ’ υπόδειξη του κατηγορουμένου που προβλέπει το άρθρο 97 §1 δια την σύλληψή του και άρθρο 98 §1 εδ. β΄ εις εξαιρετικάς περιπτώσεις δια να αποτραπεί ο άμεσος κίνδυνος που προβλέπεται εις το άρθρο 97 §2 δύνανται οι αρμόδιες Αρχές να περιορίσουν ή να αναβάλλουν το δικαίωμα επικοινωνίας του κρατουμένου με τρίτα πρόσωπα ) .
6) Ο Εισαγγελεύς έχει το δικαίωμα να μη διατάξει περαιτέρω προανάκριση επί των επ’ αυτοφώρω πλημμελημάτων και να παραπέμψει τον συλληφθέντα απ’ ευθείας (και «παραχρήμα») εις το ακροατήριο .
7) Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως εις το ακροατήριο εφαρμόζεται «συνοπτική » διαδικασία .
Η ανωτέρω ιδιαίτερη νομοθετική ρύθμισις, που ισχύει επί των αυτοφώρων εγκλημάτων , είναι φανερό ότι βασίζεται εις το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος συλλαμβάνεται κάτω από συνθήκες από τις οποίες προκύπτει, με βεβαιότητα σχεδόν , ότι αυτός είναι ο δράστης του εγκλήματος που διεπράχθη εις τα χρονικά όρια του αυτοφώρου . Επομένως , κρίνεται ότι εις τας περιπτώσεις αυτάς είναι επιτρεπτόν να περιορίζονται τ’ ανωτέρω δικαιώματα του κατηγορουμένου και να εφαρμόζεται η συνοπτική διαδικασία ΧΩΡΙΣ να υπάρχει ο συνήθης κίνδυνος δικαστικής πλάνης , ως προς την πραγματική ταυτότητα του ενόχου και τον βαθμό της ενοχής του .
Έτσι , εις τας περιπτώσεις αυτάς, επιτρέπονται ορισμένες αποκλίσεις από τις συνήθεις αυστηρές εγγυήσεις που ορίζουν το Σύνταγμα και ο Νόμος δια την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των λοιπών κατηγορουμένων (οι οποίοι δεν συλλαμβάνονται «επ’ αυτοφώρω» )
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ -ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΠ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΩ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
► ΠΡΟΣΑΓΩΓΉ ΤΟΥ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΕΩΣ ΔΙ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ Ή ΚΑΤ’ ΈΓΚΛΗΣΗ ΔΙΩΚΟΜΕΝΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ (άρθρο 245§2 & 275 §1 Κ.Π.Δ)
Αυτεπαγγέλτως διωκόμενα :
Άρθρο 245.- 2. Αν υπάρχουν ενδείξεις ότι τελέστηκε αδίκημα και από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος απώλειας των αποδεικτικών στοιχείων ή υπάρχει δυσχέρεια πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης αποδεικτικού στοιχείου στο μέλλον ή αν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα ή πλημμέλημα, οι κατά το άρθρο 31 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις ανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Ο εισαγγελέας, αφού λάβει τις εκθέσεις, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43 κ.ε..
Άρθρο 275.- 1. Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι του άρθρου 31, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 279 του κώδικα για την άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα.
Κατ’ έγκληση διωκόμενα :
Εις τα κατ’ έγκληση διωκόμενα προκειμένου να εφαρμοσθεί η αυτόφωρος διαδικασία θα πρέπει να υποβληθεί νομότυπα έγκληση συμφώνα με το άρθρο 51 Κ.Π.Δ από τον ίδιο τον παθόντα ή τον νόμιμο πληρεξούσιό του .Να σημειωθεί εδώ, ότι ΔΕΝ απαιτείται παράβολο δια το παραδεκτό αυτής .Δια την διαπίστωση, εάν ένα αδίκημα διώκεται κατ’ έγκληση ή αυτεπαγγέλτως, ελέγχουμε πρώτα το άρθρο που προβλέπει το αδίκημα και εάν αναφέρει ότι διώκεται κατ’ έγκληση , καλώς , εάν όμως ΔΕΝ το αναφέρει το άρθρο του αδικήματος , τότε θα πρέπει να ελέγξουμε όλες τις διατάξεις του κεφαλαίου του συγκεκριμένου αδικήματος μήπως αναφέρεται ότι διώκεται κατ’ έγκληση εις τας υπολοίπους διατάξεις του κεφαλαίου και εάν ΔΕΝ αναφέρεται , διώκεται αυτεπαγγέλτως π.χ εις τα εγκλήματα κατά της τιμής (άρθρο 361 – εξύβριση) αναφέρει επί λέξει τα κάτωθι :
1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή. Αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.
2. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 308 έχει και σε αυτή την περίπτωση εφαρμογή.
Εις την ανωτέρω διάταξη ΔΕΝ αναφέρεται , εάν το αδίκημα της εξυβρίσεως διώκεται κατ’ έγκληση , όμως εις το άρθρο 368 Π.Κ του αυτού κεφαλαίου των εγκλημάτων κατά της τιμής αναφέρεται , ότι το αδίκημα της εξύβρισης διώκεται κατ’ έγκληση . Συνεπώς, δια να κινηθεί η διαδικασία είτε του αυτοφώρου , είτε της τακτικής διαδικασίας , αφού παρήλθε ο χρονικός προσδιορισμός του αυτοφώρου και πριν παραγραφεί το δικαίωμα της εγκλήσεως του παθόντος , δια την άσκηση της ποινικής διώξεως δια το εν λόγω αδίκημα απαιτείται η υποβολή αρμοδίως νομοτύπου εγκλήσεως κατά το άρθρο 51 Κ.Π.Δ .
► ΣΥΛΛΗΨΗ ΕΠ’ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑ ΔΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ (άρθρο 148 επ. Κ.Π.Δ)
Άρθρο 148 : Έκθεση ονομάζεται το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος ο οποίος εκπληρώνει καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για να βεβαιώσει πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος, με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεις τρίτων προσώπων που απευθύνονται σε αυτούς.
Συντάσσεται έκθεσις συλλήψεως δια την αποδιδομένη εις τον συλληφθέντα πλημμεληματική πράξη .
► ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΕΩΣ (Δικαιώματα κατηγορουμένου)
•Χορήγηση εγγράφου περί των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (άρθρο 96 Κ.Π.Δ)
•Χορήγηση αντιγράφων δικογραφίας (κατόπιν αιτήσεως και εξόδοις του συλληφθέντος – άρθρο 100 Κ.Π.Δ)
• Διορισμός συνηγόρου και παράσταση αυτού κατά την προανακριτική απολογία του συλληφθέντος (κατ’ άρθρο 99 Κ.Π.Δ εν συνδυασμώ προς το άρθρο 105 Κ.Π.Δ και εις καμία περίπτωση ΔΕΝ δύναται ν’ απαγορευθεί η επικοινωνία του κατηγορουμένου με τον συνήγορό του – άρθρο 99 §4 Κ.Π.Δ )
►ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ
Εάν το αδίκημα διώκεται αυτεπαγγέλτως ή κατ’ έγκληση θα πρέπει να υποβληθεί η έγκλησις δια τα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΣ σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 51 Κ.Π.Δ , να προσκομισθούν όλα τα έγγραφα (εάν υπάρχουν) δια την υποστήριξη της κατηγορίας αφενός και αφετέρου να προταθούν μάρτυρες κατηγορίαςπρώτον και δεύτερον να δηλωθεί εις την προδικασία η δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής νομότυπα .
► ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΟΣ ΔΙΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ Κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ (άρθρο 417 Κ.Π.Δ)
Άρθρο 417. – Αν ο δράστης οποιουδήποτε πλημμελήματος έχει συλληφθεί επ` αυτοφώρω, ακολουθείται η διαδικασία που αναφέρεται στα επόμενα άρθρα, εκτός αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι να μην εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία.
► ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ Κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΕΠΙ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΟΣ , ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ Ή ΜΗ ΕΙΣ ΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ, ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΤΑΞΗ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ.ΑΡΜΟΔΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΝ ΚΑΙ ΚΑΘ’ ΥΛΙΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (άρθρο 418 §1 Κ.Π.Δ )
Άρθρο 418. – 1. Ο ανακριτικός υπάλληλος ή το αστυνομικό όργανο που συνέλαβε τονδράστη επ` αυτοφώρω έχει την υποχρέωση να τον φέρει αμέσως ή, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του δικαστηρίου, μέσα στον απόλυτα αναγκαίο για τη μεταφορά χρόνο, στον αρμόδιο εισαγγελέα μαζί με την έκθεση για τη σύλληψη και τη βεβαίωση του εγκλήματος, που πρέπει υποχρεωτικά να τη συντάξει. Ο εισαγγελέας μπορεί να παραπέμψει τον κατηγορούμενο αμέσως, χωρίς γραπτή προδικασία, στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου που συνεδριάζει την ημέρα εκείνη, το οποίο και ασχολείται αμέσως με την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά την ημέρα αυτή δεν συνεδριάζει το αρμόδιο δικαστήριο, ορίζεται έκτακτη δικάσιμη για την ίδια ημέρα ή, όταν υπάρχει απόλυτη αδυναμία συγκρότησης του δικαστηρίου αυθημερόν, για την επόμενη ημέρα. Ο εισαγγελέας γνωστοποιεί προφορικά τα στοιχεία της κατηγορίας στον κατηγορούμενο χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση σε αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος. Για την παραπάνω γνωστοποίηση συντάσσεται και προσαρτάται στη δικογραφία συνοπτική έκθεση που υπογράφεται από τον εισαγγελέα, τον γραμματέα και τον κατηγορούμενο και σε περίπτωση ανάγκης μόνο από τον εισαγγελέα.
►ΚΡΑΤΗΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ (άρθρο 419 Κ.Π.Δ)
Άρθρο 419. Αν η εκδίκαση της υπόθεσης πρόκειται να γίνει την επόμενη ημέρα, ο εισαγγελέας μπορεί να διατάξει την κράτηση του κατηγορουμένου στο αστυνομικό κρατητήριο, αλλά αυτή δεν επιτρέπεται να παραταθεί περισσότερο από είκοσι τέσσερις ώρες από την προσαγωγή. Αν μέσα σε αυτήν την προθεσμία δεν καταστεί δυνατή για οποιονδήποτε λόγο η σύγκληση του δικαστηρίου και η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία.
► ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠ’ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΩ (άρθρο 417 Κ.Π.Δ)
► ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΒΟΛΗΣ :
α) αναβολή υποχρεωτική δια διορισμό συνηγόρου εντός τριών (3) ημερών και εν συνεχεία το δικαστήριο αποφαίνεται περί της άρσεως ή μη της κρατήσεώς του , άρθρο 423 εδ. α΄ Κ.Π.Δ ,
β) αναβολή δια ισχυρότερες αποδείξεις,άρθρο 424 Κ.Π.Δ . Επί του αιτήματος αυτού το δικαστήριο όχι υποχρεωτικώς , αλλά εάν κρίνει δύναται ν’ αναβάλλει τη συζήτηση εντός 15 ημερών και εις την περίπτωση αυτή αίρει τη κράτηση , δύναται όμως να επιβάλλει περιοριστικούς όρους εις τον κατηγορούμενο συμφώνως με το άρθρο 283Κ.Π.Δ .
► ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ – ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
► ΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΠΑΘΟΝΤΟΣ
Όποιος δικαιούται κατά τον Α.Κ αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης δύναται να παραστεί εις το ποινικό δικαστήριο ΜΟΝΟ δια την στήριξη της κατηγορίας :
- ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΠΑΘΟΝΤΟΣ , άρθρο 63Κ.Π.Δ
Ο δικαιούμενος να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ΜΟΝΟ προς υποστήριξη της κατηγορίας , η οποία μπορεί να γίνει κατ’ άρθρο 67 Κ.Π.Δ εωσότου αρχίσει δια πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία εις το ακροατήριο και δια να είναι παραδεκτή θα πρέπει να προσκομισθεί το παράβολο ποσού 40 ευρώ υπέρ του Δημοσίου , η οποία δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναφέρονται εις το άρθρο 84 Κ.Π.Δ
- ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ, άρθρο 64 Κ.Π.Δ
- ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΣΤΙΚΩΣ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ, άρθρο 65 Κ.Π.Δ & 67 Κ.Π.Δ
Ο παθών μετά την αστική του ικανοποίηση έχει το δικαίωμα να παραστεί ,ως πολιτικώς ενάγων προς υποστήριξη της κατηγορίας .
► ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
- ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΑΣΤΑΣΕΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΝΗΓΟΡΟ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ , άρθρο 82 Κ.Π.Δ &83 Κ.Π.Δ
►ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΑΘΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΕΠ’ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΩ
Ο παθών- πολιτικώς ενάγων ΜΟΝΟ προς υποστήριξη της κατηγορίας έχει την δυνατότητα να εξετάσει μάρτυρες εις βάρος του κατηγορουμένου χωρίς να τους γνωστοποιήσει εις τον κατηγορούμενο πέραν των μαρτύρων που έχουν εξετασθεί προανακριτικώς και κλητευθούν προφορικώς να καταθέσουν επ’ ακροατηρίω .
►ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ (άρθρο 362 Κ.Π.Δ)
►ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ (άρθρο 326 §3 Κ.Π.Δ )
►ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ (άρθρο 365 Κ.Π.Δ )
►ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ ΣΥΝΗΓΟΡΩΝ (άρθρο 367 Κ.Π.Δ)
►ΈΚΔΟΣΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ (άρθρο 369 Κ.Π.Δ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ – ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΣΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ
ΓΕΝΙΚΑ
► Είδη ποινών (άρθρο 50 Π.Κ)
1) Στερητικές της ελευθερίας ( κάθειρξη – άρθρο 52 Π.Κ φυλάκιση – άρθρο 53 Π.Κ )
2) Χρηματική ποινή (άρθρο 57 Π.Κ)
3) Παροχή κοινωφελούς εργασίας
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΣΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ
► Αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσης μέχρι τριών (3) ετών στερητικής της ελευθερίας ποινής (άρθρο 99 §1, 2 Π.Κ)
1. Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από ένα έως τρία έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που χορηγεί την αναστολή. 2. Στην ίδια απόφαση το δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, οι οποίοι, διαζευκτικά ή σωρευτικά, είναι ιδίως: α) η αποκατάσταση του συνόλου ή μέρους της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα της αξιόποινης πράξης κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καταδικασθέντος, β) η αφαίρεση της άδειας οδήγησης για χρονικό διάστημα έως ένα έτος, αν η πράξη συνδέεται με σοβαρή παραβίαση των κανόνων οδήγησης, γ) η καταβολή ποσού ύψους έως δέκα χιλιάδες ευρώ για κοινωφελείς σκοπούς, δ) η εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασθέντος για διατροφή ή επιμέλεια άλλων προσώπων, ε) η συμμετοχή του καταδικασθέντος, εφόσον συναινεί, σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή άλλο θεραπευτικό πρόγραμμα, στ) η συμμετοχή του καταδικασθέντος σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής, ζ) η εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα, η) η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. 3. Μετά από αίτηση του εισαγγελέα εκτέλεσης της ποινής ή του καταδικασθέντος, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την άρση ή την τροποποίηση των όρων που έχει επιβάλει. Νέα αίτηση του καταδικασθέντος μπορεί να υποβληθεί μετά πάροδο τριμήνου από την απόρριψη της προηγούμενης. 4. Αν ο καταδικασθείς παραβιάζει τους όρους που του έχουν επιβληθεί, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 81 παρ. 5.
Εκ των ανωτέρω διατάξεων η επιβληθείσα ποινή μέχρι τρία (3) έτη ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΩΣ το δικαστήριο αναστέλλει την εκτέλεση της ποινής δια διάστημα από ένα (1) έως τρία (3) έτη ΕΚΤΟΣ εάν το δικαστήριο αιτιολογημένα κρίνει ότι είναι αναγκαία η εκτέλεση της ποινής αφενός και αφετέρου το δικαστήριο δύναται να επιβάλλει και όρους δια την αναστολή εκτελέσεως της ποινής, όπως αναφέρονται εις την παράγραφο 2 του άρθρου 99 Π.Κ
► Εκτέλεση δια φυλακίσεως μέρους της επιβληθείσης μέχρι τριών (3) ετών στερητικής της ελευθερίας ποινής ΚΑΙ αναστολή υπολοίπου επιβληθείσης (άρθρο 100 Π.Κ)
1. Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να διατάξει την εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δέκα ημερών ούτε ανώτερη των τριών μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου.
2. Οι παράγραφοι 2 έως 4 του προηγούμενου άρθρου έχουν και εδώ ανάλογη εφαρμογή.
► ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΕΙΣ ΚΟΙΝΩΦΕΛΗ ΕΡΓΑΣΙΑ (άρθρο 104Α Π.Κ )
1. Όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 99 και 100, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 81), εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από τρεις ώρες κοινωφελούς εργασίας, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη.
2. Η μετατροπή δεν είναι εφικτή αν ο καταδικασθείς δεν συναινεί ή δεν είναι παρών. Αν ο καταδικασθείς δεν ήταν παρών, μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του.
3. Αν επήλθε ουσιώδης αλλαγή των όρων της παραγράφου 1, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει νέο υπολογισμό της παρεχόμενης κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του.
Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει , ότι , εάν κάποιος καταδικασθεί μέχρι τρία (3) έτη δύναται το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της επιβληθείσης ποινής, να διατάξει την εκτέλεση δια φυλακίσεως μέρους της ποινής από δέκα (10) ημερών έως τριών (3) μηνών και την αναστολή του υπολοίπου της επιβληθείσης .
Επίσης, συμφώνως προς το άρθρο 104Α Π.Κ είναι δυνατόν να μετατραπεί η επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή εις κοινωφελή εργασία .
Δέον να σημειωθεί, ότι , εάν η επιβληθείσα ποινή είναι έως πέντε (5) έτη, τότε ο καταδικασθείς φυλακίζεται και αφού εκτίσει το 1/10 αυτής , τότε δύναται να δηλώσει προς το δικαστήριο με αίτησή του υπό τον όρο της απόλυσής του να εκτίσει το υπόλοιπο εις παροχή κοινωφελούς εργασίας σύμφωνα με τας διατάξεις του άρθρου 105Α Κ.Π.Δ .
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙΣΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρο 80 Π.Κ)
Η χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 Π.Κ προσδιορίζεται εις ημερήσιες μονάδες .Η χρηματική ποινή , εάν δεν ορίζεται διαφορετικά εις ειδικές διατάξεις ΔΕΝ μπορεί να είναι ανώτερη : i) από 90 ημερήσιες μονάδες , όταν απειλείται από το αδίκημα ΜΟΝΟ αυτή ως κύρια ποινή , ii) από 180 ημερήσιες μονάδες , όταν προβλέπεται διαζευκτικά ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική ποινή και iii) από 360 ημερήσιες μονάδες , όταν απειλείται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας .
Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδος ΔΕΝ μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) ευρώ , ούτε ανώτερο από εκατό (100) ευρώ .
Μετά τον θάνατο του καταδικασθέντος διαγράφεται η χρηματική ποινή και ΔΕΝ εκτελείται κατά των κληρονόμων .
Συμφώνως προς το άρθρο 57 Π.Κ ,ως λεπτομερώς ανωτέρω περιγράφεται κατ’ άρθρο 80 Π.Κ , η χρηματική ποινή προσδιορίζεται από το δικαστήριο εις ημερήσιες μονάδες αφενός και αφετέρου προσδιορίζεται το ποσό ανά ημερήσια μονάδα και ΔΕΝ μπορεί να είναι κατώτερο του ενός (1) ευρώ , ούτε ανώτερο από εκατό (100) ευρώ . Η έκτιση της χρηματικής ποινής , αφού προσδιορισθεί από το δικαστήριο εις ημερήσιες μονάδες αφενός και αφετέρου καθορισθεί το ύψος του από το ένα (1) ευρώ ως ελάχιστο , έως τα εκατό (100) ευρώ ως μέγιστο και εφόσον αδυνατεί ο καταδικασθείς να καταβάλλει το σύνολο της χρηματικής ποινής το δικαστήριο καθορίζει προθεσμία έως τρία (3) έτη , έτσι ώστε να την καταβάλλει εις δόσεις . Εάν αδυνατεί να καταβάλλει τις δόσεις της χρηματικής ποινής, τότε μπορεί να ζητήσει την διεύρυνση της προθεσμίας έως πέντε (5) έτη ή να αιτηθεί τη μείωση του ύψους της ημερήσιας μονάδος , εάν είναι άνω του ενός (1) ευρώ ή να αιτηθεί την αντικατάσταση της χρηματικής ποινής με την προσφορά εις κοινωφελή εργασία .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ – ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
► ΆΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΕΠΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
Ο συνήγορος υπερασπίσεως , εάν η επιβληθείσα ποινή δια της πρωτοδίκου αποφάσεως εις τον κατηγορούμενο είναι εφέσιμος , θα πρέπει , εάν ο κατηγορούμενος είναι παρών κατά την έκδοση της αποφάσεως , να μεταβεί μετά του κατηγορουμένου εις τον αρμόδιο υπάλληλο – γραμματέα του δικαστηρίου προκειμένου να συνταχθεί η προβλεπομένη έφεσιςσύμφωνα με το άρθρο 489 Κ.Π.Δ εις το οποίο ορίζονται επί λέξει τα κάτωθι :
Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση: α) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από δύο μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από εξήντα ημερήσιες μονάδες ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από διακόσιες σαράντα ώρες ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από δύο μήνες, β) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα (άρθρα 111 παρ. 6), αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας ή συμμέτοχος, σε ποινή φυλάκισης πάνω από τέσσερις (4) μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από εκατόν είκοσι ημερήσιες μονάδες ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από τετρακόσιες ογδόντα ώρες ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τέσσερις μήνες, γ) κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή επιβλήθηκαν σε αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, δ) κατά της απόφασης του μονομελούς ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία ο ανήλικος που κατά την τέλεση της πράξης είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος, δικάστηκε όμως μετά την συμπλήρωση του δέκατου όγδοου (18ου) έτους της ηλικίας του, καταδικάστηκε κατά το άρθρο 130 ΠΚ σε ποινή στερητική της ελευθερίας, ε) ……….
Επίσης , συμφώνως προς το άρθρο 498 Κ.Π.Δ εις το οποίο ορίζονται επί λέξει τα κάτωθι :
Η έφεση ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 474. Ο διάδικος που ασκεί την έφεση οφείλει στηνέκθεση αυτή να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους που υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή που δικάζει σε δεύτερο βαθμό. Στον αντίκλητο αυτόν μπορούν να γίνονται οι επιδόσεις οι οποίες αφορούν τον διάδικο που τον διόρισε, εκτός από την κλήση για τη συζήτηση της έφεσης. Ο διάδικος αυτός οφείλει επίσης στην ίδια έκθεση να δηλώσει την κατοικία του, ορίζοντας ακριβώς τη διεύθυνσή του (πόλη, χωριό, οδό, αριθμό) και να δηλώνει κάθε μεταβολή της μέσα σε πέντε ημέρες στον εισαγγελέα εφετών. Αν δεν διοριστεί αντίκλητος ή αν δεν δηλωθεί με ακρίβεια η κατοικία ή κάθε μεταβολή της, η απόφαση εκτελείται αμέσως με την φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα.
Δηλαδήεις το έντυπο της εφέσεωςθα πρέπει ν’ αναγραφεί και να διορισθεί αντίκλητος δικηγόρος του κατηγορουμένου εις την έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή εις την έδρα του δικαστηρίου που θα εκδικάσει εις δεύτερο βαθμό , άλλως , εάν δεν διορισθεί αντίκλητος συμφώνως με το άρθρο 476 §1 Κ.Π.Δ , όπου προβλέπονται οι προϋποθέσεις απαραδέκτου της εφέσεως , εξαιρούνται αι προϋποθέσεις – διατυπώσεις του άρθρου 498 Κ.Π.Δ . Συνεπώς, η μη τήρηση των διατυπώσεων του άρθρου 498 Κ.ΠΔ μεταξύ των οποίων και ο μη διορισμός αντικλήτου του εκκαλούντος εις την συντασσομένη έκθεση εφέσεως ΔΕΝ είναι απαράδεκτος κατά τα λεπτομερώς προαναφερόμενα , αλλά συνεπάγεται την άμεσο εκτελεστότητα της εκκαλουμένης , δλδ ο μη διορισμός υπό του εκκαλούντος αντικλήτου συνεπάγεται την άρση και ΜΟΝΟ του ανασταλτικού αποτελέσματος της εφέσεως και την άμεσο εκτέλεση της εκκαλουμένης αποφάσεως .
► ΆΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΕΠΙ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ (άρθρο 486 Κ.Π.Δ)
1. Έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μονομελούς και του τριμελούς πλημμελειοδικείου και του εφετείου για πλημμέλημα (άρθρο 111 αριθ. 6) μπορούν να ασκήσουν: α) ο κατηγορούμενος, μόνο αν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια ή με αιτιολογία που, χωρίς να είναι αναγκαίο, θίγει την υπόληψή του, β) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κατά των αποφάσεων των πλημμελειοδικείων (τριμελών και μονομελών) και του δικαστηρίου των ανηλίκων όπου ασκεί τα καθήκοντά του, και ο εισαγγελέας εφετών κατά των αποφάσεων του εφετείου όπου ασκεί τα καθήκοντά του (άρθρο 111 αριθ. 6) καθώς και κατά των αποφάσεων των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και των πλημμελειοδικείων που υπάγονται γενικά στην περιφέρειά του.
► ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ (άρθρο 471 και 497 § 1,2,3 Κ.Π.Δ)
Εις την περίπτωση που ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως το ένδικο μέσο της εφέσεως εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως αναστέλλεται η εκτέλεση της αποφάσεως κατ’ άρθρο 471§1 Κ.Π.Δ .
Ωσαύτως , ανασταλτικό αποτέλεσμα υποχρεωτικώς έχει η έφεσις που ασκείται παραδεκτώς κατά καταδικαστικής αποφάσεως που επεβλήθη ποινή φυλάκισης έως τρία (3) έτη .Εάν κατά της καταδικαστικής αποφάσεως επεβλήθη ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη των τριών (3) ετών έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ,εκτός και αν κρίνει διαφορετικά το δικαστήριο .
► ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ Η ΕΝΣΤΑΣΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΥΠΕΒΛΗΘΗ ΝΟΜΟΤΥΠΩΣ ΚΑΙ ΑΠΕΡΡΙΦΘΗ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΣ
Εις την έφεση αναγράφουμε ως λόγους εφέσεως αναλυτικότατα , εάν μας απορριφθούν ενστάσεις με τις οποίες προβάλαμε εις το πρωτόδικο δικαστήριο σχετική ακυρότητα και απερρίφθη , όπως π.χ υποβολή νομοτύπου ενστάσεως κατά τόπον αναρμοδιότητος του δικαστηρίου ,η οποία απερρίφθη , προκειμένου να έχουμε το νόμιμο δικαίωμα να επανυποβάλλουμε την ένσταση εις το δευτεροβάθμιο δικαστήριο .
► ΧΡΟΝΟΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΦΕΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΕΠΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
Άρθρο 473 παρ.1 εδ. 1 ΚΠΔ:
“Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης».
Εκ της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι, εάν ο κατηγορούμενος είναι παρών ή ωσεί παρών κατ’ άρθρ. 340 ΚΠΔ, εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητό του, η προθεσμία είναι δεκαήμερος, από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως.
Άρθρο 473 παρ.1 εδ. 2 ΚΠΔ:
«Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης».
Εκ της ανωτέρω διατάξεως προκύπτει ότι, εάν ο κατηγορούμενος είναι απών και δεν εκπροσωπείται κατ’ άρθρ. 340 ΚΠΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητό του, τότε η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως είναι επίσης δεκαήμερος, αρχής γενομένης από της επιδόσεως αυτής εις τον καταδικασθέντα.
Εάν ο απών κατηγορούμενος ευρίσκεται εις την αλλοδαπή ή τυγχάνει αγνώστου διαμονής, τότε η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως είναιτριάντα (30) ημερών και άρχεται από της επιδόσεως αυτής.
Δέον να σημειωθεί ότι η έφεσις μπορεί ν’ ασκηθεί εάν εκπροσωπείται ο καταδικασθείς κατηγορούμενος σύμφωνα με το άρθρο 340 Κ.Π.Δ με εξουσιοδότηση από τον συνήγορο υπερασπίσεώς του και θεωρείται ωσεί παρών κατά την εκδίκαση της υποθέσεως από τον ίδιο συνήγορο υπερασπίσεώς του ΧΩΡΙΣ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 466 §2 Κ.Π.Δ προσκομίζοντας και το αντίστοιχο παράβολο του Δ.Σ εντός της προβλεπομένης προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως αφού θεωρείται ωσεί παρών κατ’ άρθρο 473§1 εδ. α’ Κ.Π.Δ ,η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως προσδιορίζεται εις δέκα (10) ημέρες από την δημοσίευση της αποφάσεως .
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 466 §1 Κ.Π.Δ η έφεσις του καταδικασθέντος μπορεί ν’ ασκηθεί και από την αντιπρόσωπό του δια πληρεξουσίου, το οποίο είναι δυνατόν να προσκομισθεί εις τον γραμματέα που ησκήθη η έφεσις εντός είκοσι (20) ημερών από την άσκησή του .
► ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΟΣ ΑΣΚΗΣΙΣ ΕΦΕΣΕΩΣ
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 474 παρ. 2 ΚΠοινΔ, εκείνος που ασκεί εκπροθέσμως το ένδικο μέσο, κατά την συναγομένη εκ του άρθρ. 255 ΑΚ γενική αρχή του δικαίου, ότι ουδείς υποχρεούται εις τα αδύνατα, οφείλει να διαλάβει εις την σχετική έκθεσιν εφέσεως τα περιστατικά της ανωτέρας βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν ήσκησε εμπροθέσμως το ένδικον μέσο και συγχρόνως να επικαλεσθεί τ’ αποδεικτικά μέσα, εκ των αποδεικνύονται τα περιστατικά αυτά. Αν δεν διαλάβει τέτοια περιστατικά εις την έκθεσιν εφέσεως, ή αν τα περιστατικά αυτά δεν αποδεικνύονται εκ των αποδεικτικών μέσων που επικαλείται και προσκομίζει, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμον και συνεπώς απαράδεκτον, κατ’ άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Αναπλήρωσις των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται δι’ ετέρου εγγράφου και ειδικότερον με υπόμνημα, που υποβάλλεται μεταγενενεστέρως, είναι απαράδεκτος.
►ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΩΣ ΑΣΚΗΘΕΙΣΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ
Επί εκπροθέσμως ασκηθείσης εφέσεως, δεν αναστέλλεται η εκτέλεσις της αποφάσεως επί της οποίας ησκήθη η έφεσις. Εις την εν λόγω περίπτωσιν, απαιτείται υποβολή αυτοτελούς αιτήσεως ενώπιον του εκδόσαντος την πρωτόδικον απόφασιν δικαστηρίου, κατ’ άρθρ. 472 ΚΠΔ, το οποίο θ’ αποφανθεί επί της αμφισβητήσεως της ανασταλτικής δύναμης της εκπρόθεσμου εφέσεως.
► ΆΣΚΗΣΗ ΕΦΕΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΕΠΙ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Επειδή ο πολιτικώς ενάγων δεν προβλέπεται από τον Κ.Π.Δ ν’ ασκήσει έφεση κατά της αθωωτικής αποφάσεως του κατηγορουμένου, υποχρεωτικώς, εάν επιθυμεί ν’ ασκηθεί έφεση, θα καταθέσει ητιολογημένη αίτηση εις τον κ.Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή τον κ. Εισαγγελέα Εφετών άμεσα, έτσι ώστε εις την νόμω προβλεπομένη προθεσμία ν’ ασκήσει έφεση κατά την αθωωτικής αποφάσεως ο κ. Εισαγγελεύς Εφετών ή Πρωτοδικών .