Ενημέρωση: Ενέργειες Δ.Σ.Λ. για προστασία του τεκμηρίου αθωότητας και του τηλεφωνικού απορρήτου
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ
Λάρισα 21 Νοεμβρίου 2011
Προς ενημέρωση των συναδέλφων :
Θέμα : α) Τεκμήριο Αθωότητος, β) Τηλεφωνικό Απόρρητο
– – – / / – – –
Στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν, εγκαινιάστηκε από την ηγεσία της τοπικής Αστυνομίας μία νέα τακτική, η εφαρμογή της οποίας θεωρούμε ότι δημιούργησε μείζονα νομικά ζητήματα, αναγόμενα αφενός στο τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου και αφετέρου στο τηλεφωνικό απόρρητο.
Εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας ακολούθησε σειρά ενεργειών επί των εν λόγω ζητημάτων, οι οποίες παρατίθενται κατωτέρω προς ενημέρωση των συναδέλφων :
(ακολουθούν : α. επιστολή Προέδρου Δ.Σ.Λ., β. γνωμοδότηση κ. Φίλιππου Ανδρέου, γ. έγγραφο Δ.Σ.Λ.) :
α) Επιστολή Προέδρου Δ.Σ.Λ. :
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Λάρισα 29 Αυγούστου 2011
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ Αριθμ. πρωτ. 394.
(Ν.Π.Δ.Δ.)
Ταχ. Δ/νση : ΜΕΓΑΡΟ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ
Τ.Θ. 1004 – 41 000 ΛΑΡΙΣΑ
Πληροφορίες : ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΔΕΛΚΟΣ
Τηλέφωνο : 2410532037
FAX : 2410532042
E-mail : dslar@dslar.gr
Προς
Αξιότιμο συνάδελφο κ.Φίλιππο Ανδρέου
Δικηγόρο του Πρωτοδικείου Λάρισας
Μανωλάκη 9-11
412 22 ΛΑΡΙΣΑ
Κύριε συνάδελφε
Τον τελευταίο καιρό γινόμαστε μάρτυρες μιας τακτικής που ακολουθεί η ηγεσία της Αστυνομίας στη περιοχή μας μετά τη σύλληψη πολιτών φερομένων ότι ετέλεσαν αξιόποινες πράξεις. Συγκεκριμένα, καλούνται δημοσιογράφοι του έντυπου και ηλεκτρονικού τοπικού τύπου, οχι για μια λακωνική ενημερωτική της κοινής γνώμης ανακοίνωση για το στάδιο της υπόθεσης και της παραπομπής αυτής στη Δικαιοσύνη, στα πλαίσια του αυτονόητου περιορισμού στόν θεσμικό και διακριτό ρόλο της Αστυνομίας, αλλά για μια εφ’ολης της ύλης συνέντευξη συνοδευόμενη μάλιστα από επίδειξη σχεδιαγραμμάτων (;) αλλά και από δηλώσεις μέσα από τις οποίες δίδεται η εντύπωση ότι έχει κριθεί η ενοχή του συλληφθέντος πρίν δηλ. από την κρίση του φυσικού του δικαστή.
Πέραν του ότι, τέτοιες συμπεριφορές εκθέτουν τους εκπροσώπους της Αστυνομίας στον κίνδυνο της συκοφαντίας της προσωπικής προβολής και σε αυτόν του διαγκωνισμού προς απόλαυσή της, ενώ αδικούν και αυτές ακόμα τις ουσιαστικές πράγματι επιχειρησιακές προσπάθειες για καταστολή του εγκλήματος στη περιοχή μας, αποτελεί σοβαρό ζήτημα για μας, αν προσβάλλεται η απειλείται να προσβληθεί το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου το οποίο είναι κατοχυρωμένο στη δικαιική μας τάξη με διατάξεις εθνικής και υπερεθνικής ισχύος.
Περαιτέρω πρόσφατα, στο πλαίσιο παρομοίας συνέντευξης τύπου ανακοινώθηκε ότι γινόταν παρακολούθηση τηλεφωνικών συνομιλιών πολιτών οι οποίες είχαν καταγραφεί, αφού είχε προηγηθεί η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, από την συσκευή της Δ.Α.Ε.Ε.Β.(«υπερκοριό» της ΕΛΑΣ» )η οποία οδήγησε κατά τα ανακοινωθέντα υπο της Αστυνομίας στην αποκάλυψη της παράνομης δράσης τριων εγκληματικών οργανώσεων.
Ενόψει των παραπάνω, με βάση τη νομική σας επιστημοσύνη και την πολύχρονη ευδόκιμη ποινική δικηγορία που ασκείτε, σας παρακαλώ να γνωμοδοτήσετε εγγράφως και πέρα από οιαδήποτε εκκρεμούσα στη Δικαιοσύνη υπόθεση, αν στο πλαίσιο των προαναφερομένων συμπεριφορών, αφενός μεν παραβιάζεται η κινδυνεύει να παραβιασθεί το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, αφετέρου δε καταστρατηγούνται η κινδυνεύουν να καταστρατηγηθούν διατάξεις που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών με αποτέλεσμα την ουσιαστική προσβολή του αντίστοιχου δικαιώματος το οποίο προστατεύεται από το Σύνταγμα.
Με βάση την γνωμοδότησή σας θα επακολουθήσει συζήτηση στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου μας στο οποίο θα εισηγηθώ να λάβει θέση επι του προκειμένου ζητήματος, όπως εκ του θεσμικου του ρόλου έχει δικαίωμα κατ’ άρθρον 199 του Κώδικα Περί Δικηγόρων (ΝΔ 3026/1954)
Με εκτίμηση
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
β. Γνωμοδότηση κ. Φίλιππου Ανδρέου :
ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
Το τεκμήριο αθωότητας διακηρύχθηκε για πρώτη φορά στη γαλλική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη με το άρθρο 9 του 1789, κατά την οποία «καθένας τεκμαίρεται αθώος μέχρι να κηρυχθεί ένοχος».
Στην ισχύουσα ελληνική έννομη τάξη δεν υπάρχει ρητή κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας. Αν ανατρέξουμε όμως στα Συντάγματα του 1827 και 1832 άρθρα 15 και 42 αντίστοιχα, θα βρούμε ρητές διατάξεις που κατοχυρώνουν το τεκμήριο αθωότητας. Στα υπόλοιπα ελληνικά Συντάγματα, ακόμη και στο ισχύον, δεν υπάρχει κάποια διάταξη που να καθιερώνει το τεκμήριο. Όμως το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι ο Έλληνας νομοθέτης αγνοεί ή απορρίπτει το τεκμήριο αθωότητας.
Διαβάζοντας ενδεικτικά τις διατάξεις των άρθρων 371 παρ. 2 εδ. γ΄ (περίπτωση ισοψηφίας στην κατάρτιση της απόφασης), 546 παρ. 2 (εκτέλεση αμετάκλητων αποφάσεων), 471 (ανασταλτικό αποτέλεσμα ενδίκων μέσων) και 281 επ. (προσωρινή κράτηση) του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας διαπιστώνουμε ότι το τεκμήριο της αθωότητας όχι μόνο αναγνωρίζεται αλλά και προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία, έστω και κατ’ έμμεσο τρόπο.
Με την κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το άρθρο 6 παρ. 2 αυτής ορίζει ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενο επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», απέκτησε αυξημένη τυπική ισχύ βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής έννομης τάξης, με αυξημένη τυπική ισχύ, πράγμα που σημαίνει ότι κατισχύει κάθε άλλης διάταξης της εθνικής νομοθεσίας με αντίθετο περιεχόμενο και δεν είναι δυνατή η κατάργησή του με νόμο.
Σε κοινοτικό επίπεδο, με το άρθρο 6 παρ. 2 της Συνθήκης για την ΕΕ το οποίο ορίζει ότι «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη Δικαιώματα όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στην Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου», καθίσταται σαφές ότι το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί μέρος όχι μόνο του εσωτερικού μας δικαίου αλλά και του κοινοτικού, με κοινό μάλιστα τρόπο κατοχύρωσης τους το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.
Επιπλέον και σε νομολογιακό επίπεδο, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αναγνωρίζει το τεκμήριο μέσω της ΕΣΔΑ και των γενικότερων συνταγματικών αρχών των κρατών-μελών, θεωρώντας το αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο.
Κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης της Νίκαιας το 2000 διακηρύχθηκε από τα όργανα της Ένωσης ο «Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας καθώς αφενός άνοιξε ο δρόμος για την υλοποίηση του σχεδίου του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, αφετέρου κατέστησε πιο σαφή την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξης. Ο Χάρτης στο άρθρο 48 παρ. 1 προβλέπει ότι «Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του» ενώ η παράγραφος 2 συνεχίζει ορίζοντας ότι «Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο». Στη συνέχεια το άρθρο 52 προβλέπει ότι το παρόν δικαίωμα έχει το ίδιο νόημα με το αντίστοιχο του άρθρου 6 παρ. 2 και 3 της ΕΣΔΑ τονίζοντας με αυτό τον τρόπο την στενή σχέση του χάρτη με την ΕΣΔΑ.
Τέλος, το τεκμήριο κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα της ΕΕ του 2004, το οποίο αποτελεί γεγονός τεράστιας σημασίας για την ΕΕ παρά την καθυστέρηση που παρατηρείται στην κύρωσή του από τα Κράτη-μέλη. Πιο συγκεκριμένα, το Σύνταγμα στον έκτο τίτλο κατοχυρώνει μια σειρά δικαιωμάτων σχετικών με την απονομή της δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων και το τεκμήριο αθωότητας. Συγκεκριμένα το άρθρο 108 ορίζει ότι «1. Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο. 2. Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο». Η επεξήγηση του άρθρου, όπως και στο Χάρτη του 2000, διευκρινίζει ότι το άρθρο έχει την ίδια σημασία και εμβέλεια με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 της ΕΣΔΑ τονίζοντας τη στενή σχέση του Ευρωπαϊκού δικαίου με την ΕΣΔΑ και δίνοντας σαφείς κατευθύνσεις για την ερμηνεία του άρθρου, (βλ. Σπ. Σταμάτης «Τεκμήριο Αθωότητας και Δικαίωμα Υπεράσπισης»).
Όχι μόνο από τη διατύπωση αλλά και από την ουσία του τεκμηρίου συνάγεται, ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί κατά βάση μόνο η ενοχή του κατηγορουμένου, στο μέτρο που η αθωότητά του τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του εναντίου (βλ. Συμ. ΑΠ. 1921/ 2001 ΠοινΔικ 2002 σελ. 445, ΑΠ. 1217/ 2002 ΠοινΔικ 2002 σελ. 1341, ΑΠ. 1241/ 2000 ΠοινΔικ 2001 σελ. 206, Συμ. ΑΠ. 1018/ 2000 ΠοινΔικ 2000 σελ. 1204 γι’ αυτό ο κατηγορούμενος δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει την αθωότητά του ΑΠ. 2464/ 2005 Πραξ Λογ ΠΔ 2006 σελ. 46). Το ότι ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε να αποδείξει την αθωότητά του, καθόλου δεν δίνει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να τον καταδικάσει. Δεν χρειάζεται να την αποδείξει, αφού τεκμαίρεται!. Από αυτό βέβαια δεν συνάγεται ότι το τεκμήριο αθωότητας είναι κανόνας περί του βάρους της απόδειξης (επιβολή στον κατήγορο και απαλλαγή του κατηγορουμένου), διότι στην ποινική δίκη (αντίθετα με την πολιτική) δεν τίθεται θέμα βάρους απόδειξης. Αντίθετα, περιεχόμενο απόδειξης από την κατηγορούσα αρχή είναι η ενοχή του κατηγορουμένου.
Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό γινόμαστε μάρτυρες του εξής φαινόμενου που διαπράττεται από τους εκπροσώπους των αστυνομικών διευθύνσεων της ευρύτερης περιοχής του Θεσσαλικού χώρου, οι οποίοι προκειμένου να προβάλουν το έργο τους και με την πρόφαση της δήθεν ενημέρωσης των πολιτών για τις επιτυχίες τους, εκδίδουν δελτία τύπου, με τα οποία αντί να περιορισθούν σε μια τυπική αναφορά για κάποιο γεγονός και τίποτε περισσότερο, χαρακτηρίζουν τις πράξεις των ανθρώπων που συλλαμβάνουν δίδοντας νομικό ορισμό, πολλές φορές λαθεμένο, «απαγγέλουν κατηγορίες» και φωτογραφίζουν τους συλληφθέντες, πριν καν ασκηθεί ποινική δίωξη από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Αυτό όμως το φαινόμενο αποτελεί βάναυση προσβολή του δικαιώματος αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο θυσιάζεται στο βωμό της προβολής του αστυνομικού έργου, όταν μάλιστα η διασφάλιση και η προστασία των έννομων αγαθών των πολιτών, όπως η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η περιουσία κ.λ.π. αποτελούν πρωταρχικό τους καθήκον.
Το ΕυρΔΔΑ στις υποθέσεις Διαμαντίδη κατά Ελλάδας (19.5.2005), Lavents κατά Λετονίας (28.11.2002) και Butkevicius κατά Λετονίας (26.5.2002) αλλά και Telfren κατά Αυστρίας (20.6.2001), έκρινε ότι δηλώσεις όχι μόνο των δικαιοδοτικών οργάνων, αλλά και των άλλων επίσημων φορέων της κρατικής εξουσίας ή και των ΜΜΕ, με τις οποίες προεξοφλείται η ενοχή του κατηγορουμένου, πριν αυτή αποδειχθεί νομίμως στο πλαίσιο μιας δίκης, προσβάλλει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το τεκμήριο της αθωότητας. Θα πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ακυρωτικού μας δικαστηρίου, ενδεικτικά (ΑΠ. 391/ 2002 Ποιν. Χρον. ΝΒ΄ 983, ΑΠ. 300/ 2002 Ποιν. Χρον. ΝΒ΄ 977, ΑΠ. 820/ 2001 Ποιν. Χρον. ΝΒ΄ 232, ΑΠ. 886/ 2000 Ποιν. Χρον. ΝΑ΄ 160 κ.λ.π.) η αιτιολογία των αθωωτικών αποφάσεων είναι συνυφασμένη με την επίκληση του τεκμηρίου αθωότητας, (βλ. Ολ. Τσόλκα, «Το δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση και το τεκμήριο αθωότητας» Ποιν. Χρον. ΝΔ΄ 97).
Υπ’ αυτές τις συνθήκες κρίνεται σκόπιμο ο αρμόδιος εισαγγελέας να συστήσει στους εκπροσώπους της ΕΛΛΑΣ της περιοχής του, να είναι περισσότερο προσεκτικοί στα δελτία τύπου, διότι στα πλαίσια της δίκαιης δίκης περιλαμβάνεται και ο σεβασμός του δικαιώματος του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, η παραβίαση του οποίου δεν είναι άμοιρη συνεπειών.
ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ
Το τηλεφωνικό απόρρητο προστατεύεται από το άρθρο 19 του Συντάγματος που έχει ως εξής:
«1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1.
3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α».
Επίσης προστατεύεται και από το άρθρο 370 Α΄ ΠΚ όπως ισχύει σήμερα.
Ο δικονομικός νομοθέτης αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις παραπάνω διατάξεις και με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 3674/ 2008 τροποποίησε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ και απαγορεύει ρητά και χωρίς καμιά εξαίρεση τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών.
Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος κατοχυρώνει ένα διαδικαστικό δικαίωμα που ως τέτοιο αποτελεί μερική εκδήλωση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, όπως απορρέει από το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας που κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος και προβλέπεται ρητά από τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σε δικονομικό επίπεδο η παραβίαση της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος συνιστά βαρύτατη παράβαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και θεμελιώνει διαδικαστικό κώλυμα που εμποδίζει κάθε περαιτέρω πρόοδο της διαδικασίας, όπως δέχεται η σύγχρονη επιστήμη του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, (βλ. Κρ. Κοκκινάκη, «Η εικονοληψία ως μέσο εγληματοπρόληψης» ΠοινΔικ 2004 σελ. 696 επ.)
Οι αρχές που δικαιούνται να ζητήσουν την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου. Οι περιπτώσεις κατά τις οποίας επιτρέπεται η άρση του απορρήτου. Το αρμόδιο όργανο που αποφασίζει γι’ αυτό και η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί, προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 4 και 5 του ν. 2225/ 1994, που με τις τροποποιήσεις που έχουν υποστεί μέχρι σήμερα, έχουν ως εξής:
Άρθρο 3
Άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας
1. Αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλλει μόνο δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση.
2. Η αίτηση υποβάλλεται προς τον Εισαγγελέα Εφετών του τόπου της αιτούσας αρχής ή του τόπου, όπου πρόκειται να επιβληθεί η άρση. Ο Εισαγγελέας Εφετών αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου με διάταξή του στην οποία περιέχονται τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 5 στοιχεία. Αν κατά την κρίση του, μετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας επιβάλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική μνεία στη διάταξη.
Άρθρο 4
Άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων
1. α) Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από: α) τα άρθρα 134, 135 παρ. 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παρ. 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 168 παρ. 1, 187 παρ. 1, 2, 207, 208 παρ. 1, 264 περ. β΄, γ, 270, 272, 275 περ. β, 291 παρ. 1 εδ. β, γ, 299, 322, 324 παρ. 2, 3, 374, 380, 385 του Ποινικού Κώδικα.
β) τα άρθρα 26, 27, 28, 29, 31, 32, 33, 34, 35, 39, 40, 41, 63, 64, 76, 93 και 97 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2168/ 1993, δ) τα άρθρα 5, 6, 7 και 8 του ν. 1729/ 1987 και ε) τα άρθρα 89, 90 και 93 του ν.1165/ 1968.
Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα.
2. Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν.
3. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του.
4. Η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται με διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση.
5. Την αίτηση για την άρση υποβάλλει στο Συμβούλιο ο καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 στοιχεία.
6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούνται να εισαγάγουν το ζήτημα με σχετική αίτηση τους στο Συμβούλιο μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών. Η ισχύς της διάταξης του Εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της τριήμερης αυτής προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί εμπροθέσμως, από την έκδοση της σχετικής διάταξης του Συμβουλίου.
7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων την άρση του απορρήτου επιβάλλει, με απόφασή του, το δικαστικό συμβούλιο του καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου μετά από αίτηση του ασκούντος την ποινική δίωξη ή του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση.
Άρθρο 5
Διαδικασία άρσης του απορρήτου
1. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία: α) το όργανο που διατάσσει την άρση, β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την επιβολή της άρσης, γ) το σκοπό της επιβολής της άρσης, δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης, στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.
2. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, περιλαμβάνει εκτός των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου, και τα εξής: α) το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή, β) την αιτιολογία επιβολής της άρσης.
3. Διάταξη που απορρίπτει αίτημα άρσης του απορρήτου περιέχει μόνο: α) το όργανο που αποφασίζει, β) τη δημόσια αρχή που είχε ζητήσει την επιβολή της άρσης, γ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.
4. Απόσπασμα της διάταξης, που περιλαμβάνει το διατακτικό της, παραδίδεται με απόδειξη, μέσα σε κλειστό φάκελο: α) Στον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο ή το γενικό διευθυντή ή τον εκπρόσωπο του νομικού προσώπου στο οποίο υπάγεται το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Σε περίπτωση ατομικής επιχείρησης, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται στον επιχειρηματία.
β) Αν το νομικό πρόσωπο υπάγεται στον έλεγχο ή την εποπτεία του κράτους, το ως άνω απόσπασμα παραδίδεται και στον Υπουργό που εποπτεύει το νομικό αυτό πρόσωπο ή στον Υπουργό που προΐσταται της δημόσιας υπηρεσίας.
Στην Α.Δ.Α.Ε. παραδίδεται, μέσα σε κλειστό φάκελο, όλο το κείμενο της διάταξης που επιβάλλει την άρση του απορρήτου. Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό αρχείο, στο οποίο έχουν πρόσβαση ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. και ένα ακόμη μέλος της, το οποίο είναι ειδικά εξουσιοδοτημένο προς τούτο από την Α.Δ.Α.Ε.
Ο πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. ενημερώνει σε κάθε περίπτωση τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και κοινοποιεί τη διάταξη στον Υπουργό Δικαιοσύνης.
5. Μετά την εκτέλεση της διάταξης συντάσσονται μία ή περισσότερες, κατά τις περιστάσεις, εκθέσεις από την υπηρεσία η οποία διενήργησε τις πράξεις άρσης του απορρήτου. Οι εκθέσεις υπογράφονται από το εντεταλμένο όργανο της αιτούσας αρχής και σε αυτές αναφέρονται: α) οι ενέργειες που έγιναν για την εκτέλεση της διάταξης, β) ο τόπος, η ημερομηνία και ο τρόπος εκτέλεσης των πιο πάνω ενεργειών, γ) το ονοματεπώνυμο των υπαλλήλων που τις διενήργησαν, εφόσον το κρίνει αναγκαίο το όργανο που εξέδωσε τη διάταξη.
Αντίγραφα των εκθέσεων αυτών διαβιβάζονται με απόδειξη, μέσα σε κλειστό φάκελο, στην αιτούσα αρχή, στη δικαστική αρχή, που εξέδωσε τη διάταξη και στην Α.Δ.Α.Ε.
6. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις της διάρκειας αυτής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίσταση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση σι παρατάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τη διάρκεια των δέκα (10) μηνών. Το ανώτατο αυτό χρονικό όριο δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρση διατάσσεται για λόγους εθνικής ασφάλειας.
7. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης, ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου.
8. Με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση μπορεί να διαταχθεί η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή έλειψαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου.
9. Μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, μπορεί η Α.Δ.Α.Ε. να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του στους θιγόμενους.
Τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί ή κατασχεθεί και το υλικό που εγγράφηκε ή αποτυπώθηκε σε εκτέλεση της διάταξης για την άρση του απορρήτου σε περίπτωση διακρίβωσης εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4, επισυνάπτονται στη δικογραφία, αν συνιστούν αποδεικτικά μέσα για την ποινική δίωξη κατά την κρίση της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη. Διαφορετικά επιστρέφονται στον κύριό τους, εφόσον έχει αποφασισθεί η κατά το προηγούμενο εδάφιο γνωστοποίηση του μέτρου. Αν δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση καταστρέφονται ενώπιον της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή. Υποχρεωτικώς καταστρέφεται το υλικό που δεν έχει σχέση με το λόγο επιβολής του μέτρου.
10. Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης η επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. Κατ’ εξαίρεση η αρχή που εξέδωσε τη διάταξη μπορεί, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, να επιτρέψει με νεότερη διάταξη της να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, αν χρησιμεύουν για τη διακρίβωση άλλου ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος από αυτά που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα.
11. Υπάλληλος της υπηρεσίας, στην οποία ανήκει το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας για το οποίο επιβλήθηκε η άρση, αν, παρότι είναι αρμόδιος, δεν παρέχει στο εντεταλμένο όργανο πληροφορία σχετική με το περιεχόμενο της διάταξης και τεχνική ή υπηρεσιακή γενικά συνδρομή για την εκτέλεση της τιμωρείται, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν ανακοινώνει σε τρίτους ή χρησιμοποιεί το περιεχόμενο των κάθε είδους μηνυμάτων, πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση του λόγω της άρσης του απορρήτου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών.
Την άρση του απορρήτου για την διακρίβωση εγκλήματος εκ των ρητώς αναφερομένων στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2225/ 1994, αποφασίζει το καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή εφετών, με ειδικά αιτιολογημένη διάταξή του, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα που ενεργεί ή εποπτεύει προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση ή του ανακριτή που διενεργεί κύρια ανάκριση, (παρ. 3 και 4 άρθρου 4 ν. 2225/ 1994).
Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν, (παρ. 2 άρθρου 4 ν. 2225/ 1994).
Χωρίς βούλευμα του συμβουλίου είναι δυνατόν προκειμένου να εντοπιστεί ο δράστης εξυβριστικών, συκοφαντικών, εκβιαστικών τηλεφωνικών κλήσεων ή μηνυμάτων, να ζητηθεί η ανακοίνωση εκ μέρους των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στοιχείων σχετικών με την ταυτότητα ή τη θέση της σύνδεσης ή χρήστη, κατά παρέκκληση του πεδίου του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος. Έτσι οι ανακριτικές αρχές μπορούν να ζητούν στοιχεία, χωρίς προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου. Πρέπει όμως να διενεργείται κύρια ανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση και ο ανακριτής ή ο παραγγέλλων εισαγγελέας θα πρέπει να ζητήσει τα στοιχεία, αφού, μετά τήρηση των αρχών της αναλογικότητας, κρίνει ότι, βάσει των στοιχείων που μέχρι τη στιγμή εκείνη διαθέτει, είναι δυνατόν να υποτεθεί ευλόγως ότι μόνο με αυτό το μέσο θα γίνει δυνατή η βεβαίωση του εγκλήματος και η ανακάλυψη του δράστη (Γνωμ. Εισ. ΑΠ (Ι. Τέντε) 12/ 2009 Πραξ Λογ ΠΔ 2009 σελ. 804).
Τον τελευταίο καιρό πληροφορούμαστε ότι η ΕΛ.ΛΑΣ απέκτησε ένα μεγάλο «κοριό» με τον οποίο μπορεί να παρακολουθεί την τηλεφωνική επικοινωνία όλων των πολιτών με πολύ μεγάλη ευκολία. Όταν εντοπίζει την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης, η οποία κρίνει ότι εμπίπτει στις διατάξεις που προβλέπουν την άρση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας, απευθύνεται στον αρμόδιο εισαγγελέα και ζητεί την άδεια άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου κάποιων ατόμων, τα οποία ήδη έχουν ακούσει, η οποία δίδεται με μεγάλη ευκολία και χωρίς κανένα σχεδόν έλεγχο. Αυτό όμως καταστρατηγεί συνταγματικές διατάξεις που καθιερώνουν και προστατεύουν τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών, σε σημείο που στο τέλος να κινδυνεύουμε, εν ονόματι της καταπολέμησης της εγκληματικότητας να παρακολουθούμαστε όλοι για όλα.
Για το λόγο αυτό εκφράζουμε τις ανησυχίες μας για τον τρόπο που καταστρατηγούνται συνταγματικές και όχι μόνον διατάξεις, για τη θέσπιση των οποίων χρειάστηκαν αγώνες ετών και χύθηκε άφθονο αίμα.
– – – / / – – –
Για την πληρότητα του ιστορικού αναφέρουμε ότι της ανωτέρω γνωμοδότησης ακολούθησε η απόφαση του Δ.Σ. του Δ.Σ.Λ. , ληφθείσα κατά την τακτική συνεδρίαση της 20ης Οκτωβρίου 2011, σύμφωνα με την οποία αποφασίσθηκε : α) η υιοθέτηση της ανωτέρω γνωμοδότησης, β) η κοινοποίηση σχετικού εγγράφου στους κ.κ. Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, Προϊστάμενο Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας, Προϊστάμενο Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας και στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και γ) η ανάρτηση των σχετικών εγγράφων στην ιστοσελίδα του Συλλόγου.
– – – / / – – –
γ. Εγγραφο Δ.Σ.Λ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Λάρισα 1 Νοεμβρίου 2011
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ Αριθμ. πρωτ. 546.
(Ν.Π.Δ.Δ.)
Ταχ. Δ/νση : Μέγαρο Δικηγόρων Λάρισας
Τ.θ. 1004 – 41 000 Λάρισα
Πληροφορίες : Αντώνιος Δέλκος
Τηλέφωνο : 2410532037
FAX : 2410532042
E-mail : dslar@dslar.gr
ΠΡΟΣ :
-κ. Εισαγγελέα Αρείου Πάγου
-κ. Προϊστάμενο Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας
-κ. Προϊστάμενο Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας
-Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων
Θέμα : α) Τεκμήριο Αθωότητος, β) Τηλεφωνικό Απόρρητο
Εσχάτως, στην περιοχή μας, καθιερώθηκε μία νέα τακτική της ηγεσίας της Αστυνομίας, η οποία -κατά περίπτωση- εφαρμόζεται μετά τη σύλληψη πολιτών φερομένων ότι τέλεσαν αξιόποινες πράξεις. Συγκεκριμένα :
Καλούνται δημοσιογράφοι του έντυπου και ηλεκτρονικού τοπικού τύπου, όχι για μια λακωνική ενημερωτική της κοινής γνώμης ανακοίνωση για το στάδιο της υπόθεσης και της παραπομπής αυτής στη Δικαιοσύνη, στα πλαίσια του αυτονόητου περιορισμού στο θεσμικό και διακριτό ρόλο της Αστυνομίας, αλλά για μια εφ’ολης της ύλης συνέντευξη, συνοδευόμενη μάλιστα από επίδειξη σχεδιαγραμμάτων (!) αλλά και από δηλώσεις μέσα από τις οποίες δίδεται η εντύπωση ότι έχει κριθεί η ενοχή του συλληφθέντος πριν δηλ. από την κρίση του φυσικού του δικαστή.
Περαιτέρω, πρόσφατα, στο πλαίσιο παρόμοιας συνέντευξης τύπου, ανακοινώθηκε ότι γινόταν παρακολούθηση τηλεφωνικών συνομιλιών πολιτών, οι οποίες είχαν καταγραφεί, αφού είχε προηγηθεί η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, από τη συσκευή της Δ.Α.Ε.Ε.Β.(«υπερκοριό» της ΕΛ.ΑΣ.), η οποία οδήγησε -κατά τα ανακοινωθέντα υπό της Αστυνομίας- στην αποκάλυψη της παράνομης δράσης τριών (3) εγκληματικών οργανώσεων.
Στο πλαίσιο των ανωτέρω ενεργειών της ΕΛ.ΑΣ., ευλόγως εγείρονται μείζονα νομικά ζητήματα, ήτοι κατά το μεν, εάν παραβιάζεται ή κινδυνεύει να παραβιασθεί το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, κατά το δε, εάν καταστρατηγούνται ή κινδυνεύουν να καταστρατηγηθούν διατάξεις που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών, με αποτέλεσμα την ουσιαστική προσβολή του αντίστοιχου δικαιώματος το οποίο προστατεύεται από το Σύνταγμα.
Το Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, κινούμενο εντός του θεσμικού ρόλου που η ίδια η Πολιτεία αναγνωρίζει στους Δικηγορικούς Συλλόγους του Κράτους ως θεματοφύλακες των συνταγματικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών του πολίτη, συνήλθε και συζήτησε επί των ανωτέρω ζητημάτων, κατ’αποδοχή δε σχετικής γνωμοδότησης έγκριτου νομικού, μέλους του Συλλόγου μας, διαμόρφωσε την εξής άποψη :
Περί του τεκμηρίου αθωότητας :
Με την κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το άρθρο 6 παρ. 2 αυτής που ορίζει ότι «Παν πρόσωπον κατηγορούμενο επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», απέκτησε αυξημένη τυπική ισχύ βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής έννομης τάξης, με αυξημένη τυπική ισχύ.
Σε κοινοτικό επίπεδο, με το άρθρο 6 παρ. 2 της Συνθήκης για την ΕΕ το οποίο ορίζει ότι «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη Δικαιώματα όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στην Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου», καθίσταται σαφές ότι το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί μέρος όχι μόνο του εσωτερικού μας δικαίου αλλά και του κοινοτικού, με κοινό μάλιστα τρόπο κατοχύρωσης τους το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.
Επιπλέον και σε νομολογιακό επίπεδο, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αναγνωρίζει το τεκμήριο μέσω της ΕΣΔΑ και των γενικότερων συνταγματικών αρχών των κρατών-μελών, θεωρώντας το αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο.
Ο «Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» στο άρθρο 48 παρ. 1 προβλέπει ότι «Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του» ενώ η παράγραφος 2 συνεχίζει ορίζοντας ότι «Διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο». Στη συνέχεια, το άρθρο 52 προβλέπει ότι το παρόν δικαίωμα έχει το ίδιο νόημα με το αντίστοιχο του άρθρου 6 παρ. 2 και 3 της ΕΣΔΑ τονίζοντας με αυτό τον τρόπο την στενή σχέση του χάρτη με την ΕΣΔΑ.
Σε συνέχεια των ανωτέρω : Ενέργειες της ΕΛΑΣ, όπως αυτές που περιγράφονται ανωτέρω (η εξ’αφορμής συλλήψεων παραχώρηση συνεντεύξεων που λαμβάνουν διαστάσεις τηλεοπτικής υπερπαραγωγής και δίδουν την εντύπωση ότι έχει κριθεί η ενοχή των συλληφθέντων πριν καν ασκηθεί ποινική δίωξη από τον αρμόδιο εισαγγελέα) θεωρούμε ότι συνιστούν βάναυση προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας του συλληφθέντος/κατηγορουμένου, το οποίο θυσιάζεται στο βωμό της κακώς εννοούμενης προβολής του αστυνομικού έργου.
Αλλωστε, το ΕυρΔΔΑ στις υποθέσεις Διαμαντίδη κατά Ελλάδας (19.5.2005), Lavents κατά Λετονίας (28.11.2002) και Butkevicius κατά Λετονίας (26.5.2002) αλλά και Telfren κατά Αυστρίας (20.6.2001), έκρινε ότι δηλώσεις όχι μόνο των δικαιοδοτικών οργάνων, αλλά και των άλλων επίσημων φορέων της κρατικής εξουσίας ή και των ΜΜΕ, με τις οποίες προεξοφλείται η ενοχή του κατηγορουμένου, πριν αυτή αποδειχθεί νομίμως στο πλαίσιο μιας δίκης, προσβάλλουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το τεκμήριο της αθωότητας.
Περί του τηλεφωνικού απορρήτου :
Το τηλεφωνικό απόρρητο προστατεύεται από το άρθρο 19 του Συντάγματος. Επίσης προστατεύεται και από το άρθρο 370 Α΄ ΠΚ όπως ισχύει σήμερα.
Ο δικονομικός νομοθέτης αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις παραπάνω διατάξεις και με το άρθρο 10 παρ. 2 του ν. 3674/ 2008 τροποποίησε τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ και απαγορεύει ρητά και χωρίς καμιά εξαίρεση τη χρήση αποδεικτικών μέσων που αποκτήθηκαν με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών.
Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος κατοχυρώνει ένα διαδικαστικό δικαίωμα που ως τέτοιο αποτελεί μερική εκδήλωση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, όπως απορρέει από το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας που κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος και προβλέπεται ρητά από τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ.
Οι αρχές που δικαιούνται να ζητήσουν την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, οι περιπτώσεις κατά τις οποίας τούτη επιτρέπεται, το αρμόδιο όργανο που αποφασίζει γι’ αυτό, καθώς και η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί, προβλέπονται κατά τρόπο σαφέστατο από τις διατάξεις των άρθρων 3, 4 και 5 του ν. 2225/ 1994.
Εν προκειμένω : Η ΕΛ.ΛΑΣ απέκτησε μια υπερσύγχρονη συσκευή, το λεγόμενο «υπερκοριό», με τον οποίο μπορεί να παρακολουθεί την τηλεφωνική επικοινωνία όλων των πολιτών με πολύ μεγάλη ευκολία. Όταν εντοπίζει την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης, η οποία κρίνει ότι εμπίπτει στις διατάξεις που προβλέπουν την άρση του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας, απευθύνεται στον αρμόδιο εισαγγελέα και ζητεί την άδεια άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου κάποιων ατόμων, τα οποία προφανώς ήδη έχουν ακούσει και η οποία (άδεια) δίδεται μάλλον με ευκολία.
Κατά τη συγκεκριμένη όμως διαδικασία και το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο η ΕΛΑΣ «αξιοποιεί» τη συγκεκριμένη συσκευή, θεωρούμε ότι προφανέστατα παραβιάζονται οι προαναφερόμενες συνταγματικές και όχι μόνον διατάξεις που καθιερώνουν και προστατεύουν τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών, σε σημείο που στο τέλος, κατά πλήρη παρερμηνεία της αληθούς βούλησης του νομοθέτη να προβλέψει πολύ συγκεκριμένες υπό προϋποθέσεις εξαιρέσεις στον κανόνα του τηλεφωνικού απορρήτου, να κινδυνεύουμε, εν ονόματι της καταπολέμησης της εγκληματικότητας, να παρακολουθούμαστε όλοι για όλα και με συνοπτικές διαδικασίες.
Μετά Τιμής
Ο Πρόεδρος Ο Γ. Γραμματέας
Δημήτριος Κατσαρός Τρύφων Τσάτσαρος