Επίκαιρη συνέντευξη τύπου Προέδρου Ολομελείας επί δικηγορικών θεμάτων
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αθήνα, 23-1-2012
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
Κυρίες και κύριοι,
Η σημερινή συνέντευξη τύπου αποσκοπεί στο να καταστήσει σαφείς στο σύνολο της κοινής γνώμης τις θέσεις της δικηγορικής κοινότητας της χώρας, αίροντας αμφισβητήσεις και ενδεχόμενες στρεβλώσεις μέσω της παράθεσης της τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας μας επί ζητημάτων που άπτονται όχι μόνο του δικηγορικού κλάδου και της διαδικασίας απονομής της Δικαιοσύνης αλλά και της κοινωνίας γενικότερα.
Εν μέσω της δυσμένειας της παρούσας συγκυρίας δοκιμάζονται οι αντοχές όχι μόνο της κρατικής οικονομίας αλλά και οι προσωπικές μας. Οι οριακές καταστάσεις με τις οποίες έχει έλθει αντιμέτωπη η εθνική οικονομία διαμορφώνουν μια κατάσταση που συνεπάγεται πρωτοφανείς επιβαρύνσεις και αιφνιδιαστικές μεταβολές, στην πλειοψηφία τους υπαγορευόμενες από εξωθεσμικούς παράγοντες οι οποίοι – ανερυθρίαστα και δίχως προσχήματα – καταλήγουν να διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στη νομοθετική πρωτοβουλία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η δικηγορία πλήττεται τόσο ως ελεύθερο επάγγελμα όσο και ως δημόσιο λειτούργημα.
1) «Άνοιγμα» δικηγορικού επαγγέλματος.
Προς αποφυγή παρανοήσεων και προς αποκατάσταση της αλήθειας, επιβάλλεται να καταστεί σαφές πως ο δικηγορικός κόσμος της χώρας δεν συμπεριφέρεται – όπως ατυχώς επιχειρήθηκε επανειλημμένα να παρουσιαστεί – κατά τρόπο αντιδραστικό απέναντι σε κάθε επερχόμενη αλλαγή, διαπνεόμενος δήθεν από μία πρόθεση διαφύλαξης κεκτημένων∙ Πολλώ δε μάλλον αναφορικά με την επιχειρούμενη προσπάθεια για «άνοιγμα» του δικηγορικού επαγγέλματος. Αντίθετα, οι τεκμηριωμένες ενστάσεις και οι έντονες θεσμικές μας ανησυχίες περιστρέφονται γύρω από τη μονομερή προσπάθεια επιβολής ρυθμίσεων κατεξοχήν ασύμβατων με το δικηγορικό λειτούργημα, οι οποίες – υπό το κράτος ενός προσχηματικού διαλόγου – καταλήγουν να το εξισώσουν, όπως προαναφέρθηκε, με τη συνήθη εμπορική δραστηριότητα.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονιστεί πως η πολυδιαφημισμένη προσπάθεια «απελευθέρωσης» δήθεν του Δικηγορικού επαγγέλματος γίνεται αντιληπτή κατά τρόπο στρεβλό και πλήρως αναντίστοιχο με την ελληνική πραγματικότητα, καθώς το Δικηγορικό επάγγελμα στη χώρα μας είναι «ορθάνοιχτο» και δέχεται ανά έτος στους κόλπους του 1500 περίπου νέους συναδέλφους.
Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί πως την άποψή μας αυτή περί στρεβλής κατανόησης του «ανοίγματος» του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα συμμερίζονται οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί δικηγόροι, όπως αυτοί εκφράστηκαν μέσω των οργανώσεών τους, της CCBE και της ABA αντίστοιχα. Ειδικότερα, μέσω επιστολής που απέστειλαν στις 21 Δεκεμβρίου 2011 στην επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, εξέφρασαν – με τον πλέον επίσημο τρόπο – την έντονη ανησυχία τους σχετικά με τις απαιτούμενες από την τρόικα μεταρρυθμίσεις που αφορούν το δικηγορικό επάγγελμα στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία, τονίζοντας μάλιστα ότι οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις απειλούν την ανεξαρτησία του δικηγορικού επαγγέλματος, αλλά και την πρόσβαση του κοινού στη Δικαιοσύνη. Διευκρίνισαν μάλιστα ρητά πως δεν αντιτίθενται σε μεταβολές, οι οποίες είναι ενδεχομένως απαραίτητες, ειδικά σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες, αλλά στο γεγονός ότι οι παρούσες εξελίξεις ξεπερνούν τον απαραίτητο και δικαιολογημένο χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων, θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση το ζήτημα του σεβασμού των διεθνών προτύπων. Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η σημείωσή τους πως οι σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες ακολουθούν μια καθαρά οικονομική προσέγγιση, χωρίς να υπολογίζουν το λόγο ύπαρξης της επαγγελματικής νομοθεσίας και χωρίς ανάλυση για τις επιπτώσεις που θα φέρουν στην απόδοση της Δικαιοσύνης, καταλήγοντας να είναι ασύμβατες με την ανεξαρτησία του δικηγορικού λειτουργήματος έναντι της εκτελεστικής εξουσίας του κράτους.
2) Επιβολή ΦΠΑ στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Τέλος επιτηδεύματος.
Πιο συγκεκριμένα, η αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας του τόπου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την επελθούσα κρίση και τις συνέπειες αυτής οδήγησαν δυστυχώς στην υιοθέτηση σειράς μέτρων που στοχοποίησαν άδικα επιμέρους επαγγελματικούς κλάδους, καταλήγοντας εντέλει σε μια πρόκληση αποπροσανατολιστικών από τα πραγματικά προβλήματα εντάσεων μέσω της τεχνητής διέγερσης δήθεν κοινωνικών αντανακλαστικών. Έτσι, μεταξύ άλλων, προκρίθηκαν άστοχων νομοθετικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες εντέλει κατέτειναν στη στοχοποίηση του δικηγορικού κλάδου και των μελών του ως δήθεν προνομιούχων. Μία τέτοια ρύθμιση αποτέλεσε για παράδειγμα η επιβολή ΦΠΑ στην παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών∙ Η επιβολή Φ.Π.Α. στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών υποβιβάζει στην πραγματικότητα τις τελευταίες στην κατηγορία της κοινής οικονομικής δραστηριότητας που αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους. Όμως, η φύση της δικηγορίας ως δημόσιου λειτουργήματος και η ιδιότητα του Δικηγόρου ως συλλειτουργού στην απονομή της Δικαιοσύνης, καθώς και η αναγκαιότητα προάσπισης του δικαιώματος των πολιτών να προσφεύγουν στα Δικαστήρια – δικαιώματος που δεν μπορεί να ασκηθεί κατά τρόπο πλήρη και αποτελεσματικό παρά μόνο διά της παράστασής τους με Δικηγόρο – είναι πλήρως ασύμβατες με την επιβολή Φ.Π.Α.
Παράλληλα, επιβλήθηκε σε όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες – συνεπώς και στους δικηγόρους – «τέλος επιτηδεύματος» – κατά πλήρη καταστρατήγηση κάθε έννοιας φορολογικής ισότητας και ανταποδοτικότητας που προσιδιάζει στην επιβολή τελών σε αντίθεση με την κατανομή των φορολογικών βαρών.
3) Μεταρρύθμιση του καθεστώτος ίδρυσης και λειτουργίας των δικηγορικών εταιριών.
Επιπλέον, πρόσφατα προωθήθηκε η μεταρρύθμιση του καθεστώτος ίδρυσης και λειτουργίας δικηγορικών εταιριών, εντασσόμενη στην προαναφερθείσα προσπάθεια «απελευθέρωσης» δήθεν του δικηγορικού επαγγέλματος. Επί της εν λόγω ρύθμισης εκφράσαμε εξαρχής – ως Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας – τη νομικά τεκμηριωμένη άποψή μας περί απόλυτης συμβατότητας του σχετικού με τις δικηγορικές εταιρίες μέχρι σήμερα υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου προς τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει ήδη γίνει μάλιστα αποδεκτή και από το καθ’ ύλην και θεσμικά αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Παράλληλα, εκφράσαμε – και συνεχίζουμε να εκφράζουμε – τον έντονο προβληματισμό μας για την πρακτική χρησιμότητα και τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της εν λόγω νομοθετικής μεταρρύθμισης, η οποία – κατά πλήρη βεβαιότητα – αναμένεται να συντελέσει στην ενθάρρυνση της διαμόρφωσης ανισοτήτων αποκλειστικά και μόνο υπέρ των ολίγων και οικονομικά ισχυρών δικηγορικών γραφείων, σε βάρος συναδέλφων – κυρίως νεοεισερχόμενων στο χώρο – κατά τρόπο που θα ισοδυναμεί με πλήρη και απαράδεκτη υπαλληλοποίησή τους, ενεργώντας εντέλει προς την κατεύθυνση της αποτροπής της απελευθέρωσης και του περιορισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού, προς όφελος συμφερόντων πολυεθνικών εταιριών. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνουμε για ακόμη μία φορά προς κάθε αρμόδιο θεσμικό παράγοντα πως πρωτοβουλίες, όπως είναι η προαναφερθείσα, τυγχάνουν πλήρως ασύμβατες με τη φύση του Δικηγορικού λειτουργήματος και ισοδυναμούν με μία απαράδεκτη και συνταγματικά ανεπίτρεπτη εξίσωσή του με τη συνήθη εμπορική δραστηριότητα, κατά τρόπο που παραγνωρίζει την ιδιότητα του δικηγόρου όχι ως ενός απλού ελεύθερου επαγγελματία, αλλά ως συλλειτουργού στην απονομή της Δικαιοσύνης.
Για τους λόγους αυτούς καλούμε τους Έλληνες Βουλευτές να μελετήσουν προσεκτικά τη νομικά τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία μας και να αναλογιστούν – έστω και την ύστατη στιγμή – τις ιστορικές τους ευθύνες έναντι της νόθευσης του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης που επιχειρείται μέσω της «έξωθεν» επιβαλλόμενης επιβολής καρτέλ στο χώρο της παροχής των δικηγορικών υπηρεσιών, που θα επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες και θα φαλκιδεύσει κάθε έννοια υγιούς ανταγωνισμού, σε βάρος εντέλει και της ίδιας της ποιότητας της απονεμόμενης Δικαιοσύνης. Τους καλούμε να καταψηφίσουν τη σχετική ρύθμιση.
4) Νομοσχέδιο για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής της Δικαιοσύνης.
Επιπρόσθετα, η δικηγορική κοινότητα της χώρας διατύπωσε την έντονη αντίθεσή της σε σειρά διατάξεων του σχεδίου νόμου σχετικά με την επιτάχυνση στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης. Το σκεπτικό της υπήρξε σαφές και νομικά τεκμηριωμένο: Διαπιστώνουμε πως επιχειρεί δήθεν να λύσει ένα υπαρκτό μεν πρόβλημα, αυτό της βραδύτητας στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης, παραγνωρίζοντας ωστόσο ότι αυτό αποτελεί πρωτίστως πρόβλημα έλλειψης προσωπικού και υλικοτεχνικών υποδομών. Κινούμενο στη βάση της γνωστής μνημονιακής λογικής, καταλήγει να αντιμετωπίζει το ζήτημα της καθυστέρησης στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης με τρόπο «λογιστικό», περικόπτοντας – καταργώντας δίκες, παραγράφοντας αδικήματα και υποθέσεις και αυξάνοντας τα όρια άσκησης ένδικων μέσων, κατά τρόπο που ουσιαστικά τα καταργεί. Θεσπίζει επίσης πρωτοφανείς οικονομικές επιβαρύνσεις (όπως είναι η καθιέρωση τόκων επιδικίας) – προβληματικές και ασύμβατες με το δικαιικό μας σύστημα και το μέχρι σήμερα υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο – εισάγει νέα αυξημένα παράβολα υπέρ του Δημοσίου σε όλες τις εκφάνσεις της διαδικασίας (πολιτικής, ποινικής και διοικητικής), αποτρέποντας στην πραγματικότητα τον πολίτη από την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, που αποτελεί τον πυρήνα της δίκαιης δίκης, όπως αυτό ειδικότερα θεμελιώνεται στο Σύνταγμα και σε σειρά λοιπών διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος. Παράλληλα, η μετάθεση αρμοδιοτήτων από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία συντελεί όχι στην επίλυση του προβλήματος αλλά σε μια ανούσια και άκρως προβληματική χωροταξική ανακατανομή του.
5) Αύξηση ασφαλιστικών εισφορών.
Αναφορικά δε με τις ήδη επελθούσες αυξήσεις των καταβλητέων ασφαλιστικών εισφορών, διατυπώσαμε εντονότατα την αντίθεσή μας, θεωρώντας αυτή την εξέλιξη γεγονός που πλήττει σημαντικά τους συναδέλφους (κυρίως τους νέους, οι οποίοι χρήζουν ειδικής και προσεκτικής μεταχείρισης από το νομοθέτη και, πιο συγκεκριμένα, εξαίρεσης από τις εν λόγω αυξήσεις), ειδικά σε μια περίοδο ραγδαίας συρρίκνωσης της δικηγορικής ύλης και, κατά συνέπεια των εισοδημάτων τους.
6) Προώθηση της διαδικασίας ψήφισης νέων φορολογικών διατάξεων.
Η δικηγορική κοινότητα της χώρας διατύπωσε επίσης την έντονη θεσμική ανησυχία της για την αιφνιδιαστική και εν κρυπτώ προώθηση της ψήφισης νέων φορολογικών διατάξεων (προφανώς εξωθεσμικής σύλληψης), υπό τη διαδικασία μάλιστα του κατεπείγοντος – δίχως ωστόσο να πληρούνται στην πραγματικότητα οι προϋποθέσεις της εν λόγω διαδικασίας – και χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστική διαβούλευση με κάθε αρμόδιο θεσμικό παράγοντα, πολλώ δε μάλλον με τις επαγγελματικές ομάδες που – κατά πληροφορίες – θίγονται από τις ως άνω διατάξεις.
Επισημαίνουμε εκ νέου πως η αναγκαία αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος της χώρας δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί μέσω νομοθετημάτων αποσπασματικού χαρακτήρα και αμφίβολης αποτελεσματικότητας, τα οποία μάλιστα στερούνται συγκεκριμένης στόχευσης και – κατά γενική ομολογία – κινούνται εκτός των ορίων όχι μόνο της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και της συνταγματικής νομιμότητας.
7) Αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους.
Έναντι αυτών των εξελίξεων ανακύπτει μοιραία το ζήτημα της ενδεδειγμένης θεσμικής αντίδρασης, τόσο σε επίπεδο πρακτικής αποτελεσματικότητας, όσο και σε επίπεδο εναρμόνισης με τη φύση του λειτουργήματός μας. Υπό αυτό το πρίσμα, καλούμαστε να μην υιοθετήσουμε μια στείρα άρνηση, που θα υπονόμευε το θεσμικό μας αντίλογο στα επίπεδα συντεχνιακής βοής, ακυρώνοντας το κύρος μας. Καλούμαστε επίσης να αμυνθούμε έναντι της προσπάθειας απαξίωσης του επαγγέλματός μας και του υποβιβασμού του στα πλαίσια της συνήθους εμπορικής δραστηριότητας. Το κρίσιμο και επίκαιρο ερώτημα είναι αν η αποχή από τα καθήκοντά μας αποτελεί μέσο που εμπίπτει στο ανωτέρω πλαίσιο. Εξετάζοντας την ως ενέργεια διαπιστώνουμε τα εξής: Καταρχάς, αποτέλεσε – ως μορφή διαμαρτυρίας – μια συνειδητή επιλογή η οποία χρησιμοποιήθηκε με απόλυτη φειδώ ως ύστατο μέσο, χωρίς να συντείνει στην επίταση της κρατικής αρνησιδικίας και των κοινωνικών παθών, ενέχοντας μάλιστα – ως πράξη ευθύνης – δική μας οικονομική θυσία μεγαλύτερη της κοινωνικής αρρυθμίας που προκάλεσε. Αποτύπωσε με τον πλέον εύγλωττο τρόπο τον πανελλαδικό συντονισμό του δικηγορικού σώματος, ο οποίος αποτέλεσε όχι απλά την εξωτερίκευση μιας διαμαρτυρίας αλλά συνοδεύτηκε από ουσιαστική και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία. Πολλοί μας κατακρίνουν για αυτή μας τη στάση. Ακούμε τις ενστάσεις τους και προβληματιζόμαστε. Αλήθεια όμως, τι έχουν να αντιπροτείνουν ως ρεαλιστικό μέσο αποτροπής της κοσμογονίας των δυσμενών αλλαγών που πλήττει τον κλάδο; Με άλλα λόγια, ποιο είναι – κατά τη γνώμη τους – το εναλλακτικό ισοδύναμο της αποχής; Παραμένουμε σταθεροί στις απόψεις μας. Στηρίζουμε τις επιλογές μας, με το κόστος και τα μειονεκτήματα που ενδεχομένως συνεπάγονται. Η προσπάθειά μας για την αποτροπή της επιβολής δικηγοροκτόνων μέτρων, που απαξιώνουν το σύστημα απονομής της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης, φαλκιδεύοντας παράλληλα το χαρακτήρα της τελευταίας ως δημόσιου αγαθού και δημοκρατικής κατάκτησης, είναι διαρκής και αδιαπραγμάτευτη. Αποτελεί ιστορικό καθήκον και χρέος.
8) Ο – κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους – θεσμικός ρόλος του Δικηγόρου.
Ωστόσο, παρά τις ως άνω παραδοχές, επιβάλλεται να σημειωθεί πως η περιχαράκωση του δικηγόρου αποκλειστικά και μόνο γύρω από διεκδικήσεις αμιγώς κλαδικές – όσο θελκτικές κι αν είναι – δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή, ειδικά υπό τις παρούσες συνθήκες, που συνεπάγονται μία σκληρή δοκιμασία των αντοχών των πολιτών, οι οποίοι υφίστανται πρωτοφανείς περικοπές κεκτημένων δικαιωμάτων και κατακτήσεων ετών. Δίχως φυσικά να αμφισβητούμε το δικαίωμα και τη δημοκρατική νομιμοποίηση της νομοθετικής εξουσίας να λαμβάνει και να υλοποιεί τις σχετικές αποφάσεις, δεν διανοούμαστε να παραιτηθούμε του δικαιώματός μας να εκφράζουμε με τρόπο θεσμικό τις ανησυχίες μας, πάντοτε με άξονα της επιχειρηματολογίας μας τη νομική επιστήμη και τις παραδοχές της, ενάντια σε νομοθετικές παρεκτροπές που βαίνουν εις βάρος του πολίτη, προσβάλλοντας τον πυρήνα συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του. Η ανάληψη θεσμικών πρωτοβουλιών έναντι ρυθμίσεων που συνεπάγονται άδικες και αντίθετες προς την αρχή της αναλογικότητας συρρικνώσεις των εισοδημάτων των πολιτών – ειδικά από τη στιγμή κατά την οποία παραβιάζονται θεμελιώδεις δικαιικές και συνταγματικές επιταγές – καθίσταται πλέον επιτακτική, λαμβανομένης υπόψη και της ιστορίας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών αναφορικά με την προάσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών και των δημοκρατικών κατακτήσεων. Στο πλαίσιο αυτό κινείται και η ανάληψη επιμέρους πρωτοβουλιών όπως υπήρξε αυτή της κατάθεσης αίτησης ακύρωσης από Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με αίτημα την ακύρωση του Έκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών που θεσπίστηκε με τις διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011.
Σε κάθε περίπτωση, μείζον αναδεικνύεται το ζήτημα της προσπάθειας της στερούμενης κάθε νομιμοποίησης τρόικας να επιβάλλει τις ασύμβατες με το ελληνικό δίκαιο λύσεις της – στα πρότυπα ενός μοντέλου «εθνικής σωτηρίας» που μόνο αυτή αντιλαμβάνεται – καθ’ υπέρβαση κάθε προσχήματος, που καταλήγει δυστυχώς σε μια εν τοις πράγμασι υποκατάσταση των αρμόδιων θεσμών και φορέων, πλήττοντας την ποιότητα της ίδιας της Δημοκρατίας μας.
Έτσι λοιπόν, η αντίθεσή μας στην εμπλοκή της τρόικας στην εγχώρια πολιτική σκηνή, στο Μνημόνιο και σε όσα το ακολούθησαν και το ακολουθούν δεν εξωτερικεύεται ως μια απλή και δογματική ρητορική με αντιπολιτευτική και δημαγωγική χροιά. Αποτελεί την έμπρακτη υλοποίηση του θεσμικού μας ρόλου, όπως αυτός αποτυπώνεται στο άρθρο 199 του ν. δ. 3026/1954 (Κώδικας περί Δικηγόρων), κατά το οποίο ο νομοθέτης ορίζει – μεταξύ άλλων – ότι «εις τους Δικηγορικούς Συλλόγους και τα Διοικητικά Συμβούλια αυτών ανήκουσιν […] η υποβολή προτάσεων και γνωμών αφορωσών εις την βελτίωσιν της νομοθεσίας εις την ερμηνείαν και την εφαρμογήν αυτής, […] η συζήτησις και η απόφασις περί παντός ζητήματος ενδιαφέροντος το Δικηγορικόν Σώμα ή τα μέλη του Συλλόγου ως τοιαύτα ή ως επαγγελματικήν τάξιν και επί παντός γενικωτέρου ζητήματος εθνικού ή κοινωνικού περιεχομένου».
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου αναδεικνύεται εξαιρετικά σημαντικός ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσιμες με υψηλό διακύβευμα. Ο δικηγόρος καλείται πλέον να δράσει προς όφελος της κοινωνίας, επισημαίνοντας (και αίροντας) ενδεχόμενες λοξοδρομήσεις της πολιτείας που αποβαίνουν εις βάρος των συμφερόντων της ολότητας, πάντοτε με άξονα των λόγων και των πρωτοβουλιών του τη νομική επιστήμη και τις παραδοχές της.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ