Αίτηση ακύρωσης 32 Δικηγορικών Συλλόγων κατά Υπ.Δικ και Υπ.Οικ.
Ατελώς ΝΠΔΔ
(άρθρο 28 παρ. 4 ν. 2579/1998)
Ενώπιον
του Συμβουλίου της Επικρατείας
Αίτηση
Των: 1) ν.π.δ.δ Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων, που εδρεύει στα Ιωάννινα (Δικαστικό Μέγαρο), όπως εκπροσωπείται νόμιμα
2) ν.π.δ.δ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας”, που εδρεύει στη Λάρισα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
3) ν.π.δ.δ με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Σύρου”, που εδρεύει στην Ερμούπολη Σύρου και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
4) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Άρτας”, που εδρεύει στην Άρτα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
5) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Ρεθύμνου”, που εδρεύει στο Ρέθυμνο και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
6) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Δράμας”, που εδρεύει στη Δράμα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
7) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Κω”, που εδρεύει στη Κω και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
8) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Χίου”, που εδρεύει στη Χίο και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
9) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Γιαννιτσών”, που εδρεύει στα Γιαννιτσά και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
10) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Τρικάλων”, που εδρεύει στα Τρίκαλα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
11) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Καρδίτσας”, που εδρεύει στη Καρδίτσα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
12) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Λαμίας”, που εδρεύει στη Λαμία και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
13) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Χαλκίδας”, που εδρεύει στη Χαλκίδα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
14) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Κατερίνης”, που εδρεύει στη Κατερίνη και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
15) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Καστοριάς”, που εδρεύει στη Καστοριά και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
16) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Χαλκιδικής”, που εδρεύει στη Χαλκιδική και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
17) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Κιλκίς”, που εδρεύει στο Κιλκίς και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
18) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Γρεβενών”, που εδρεύει στα Γρεβενά και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
19) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Καβάλας”, που εδρεύει στη Καβάλα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
20) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Μεσολογγίου”, που εδρεύει στο Μεσολόγγι και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
21) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Κοζάνης”, που εδρεύει στη Κοζάνη και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
22) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Θήβας”, που εδρεύει στη Θήβα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
23) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Ευρυτανίας”, που εδρεύει στο Καρπενήσι και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
24) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Άμφισσας”, που εδρεύει στην Άμφισσα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
25) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Φλώρινας”, που εδρεύει στη Φλώρινα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
26) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Θεσπρωτίας”, που εδρεύει στην Ηγουμενίτσα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
27) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Πρέβεζας”, που εδρεύει στη Πρέβεζα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
28) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Κέρκυρας”, που εδρεύει στη Κέρκυρα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
29) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Ροδοπής”, που εδρεύει στη Κομοτηνή και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
30) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Λιβαδειάς”, που εδρεύει στη Λιβαδειά και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
31) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Αλεξανδρούπολης”, που εδρεύει στη Αλεξανδρούπολη και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
32) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Δικηγορικός Σύλλογος Καλαμάτας”, που εδρεύει στη Καλαμάτα και όπως νόμιμα εκπροσωπείται
Για την ακύρωση
α. Της τεκμαιρομένης (σιωπηρής) απόρριψης της από 27-7-2011 εξωδίκου κοινής αιτήσεως (προσκλήσεως) μας προς τους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών με θέμα: «Έκδοση Π.Δ/τος για τη διατήρηση σε ισχύ «απαιτήσεων» του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας που αφορούν την εδαφική δικηγορική αρμοδιότητα, τον νομοθετικό καθορισμό αμοιβών, τις πολυεπαγγελματικές εταιρείες και την άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων από Δικηγόρους (αρθ. 2 παρ. 4 του Ν. 3919/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 26 παρ. 2, 3 του ν. 3844/2010)» και της σιωπηρής άρνησης των ανωτέρω Υπουργών για την έκδοση του ανωτέρω π.δ/τος
β. Της παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας προς απάντηση επί της ανωτέρω αιτήσεώς μας και της έκδοσης του ανωτέρω π. δ/τος.
γ. Κάθε άλλης σχετικής ή συναφούς διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως
Κ Α Τ Α
α. Του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύει στην Αθήνα
β. Του Υπουργού Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα
—————————
ΣΥΝΤΟΜΟ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ:
1. Με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011 προβλέπεται οριζόντια κατάργηση όλων των «περιορισμών» που αφορούν στην πρόσβαση και την άσκηση όλων των επαγγελμάτων, πέραν εκείνων των επαγγελμάτων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο κεφ. Β του ως άνω νόμου, μετά την πάροδο 4 μηνών από την δημοσίευσή του, δηλ. μετά την 2-7-2011 (αρθ. 10 παρ. 2 Ν. 3919/2011).
2. Οι ανωτέρω «περιορισμοί» αναφέρονται περιοριστικά στην παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3919/20111 και είναι οι ακόλουθοι, σε ότι αφορά την άσκηση του Δικηγορικού Λειτουργήματος:
α) Η απαγόρευση αυτοδύναμης ασκήσεως της Δικηγορίας εκτός των ορίων της περιφέρειας του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει ο Δικηγόρος (άρθ. 2 παρ. 2 περίπτ. γ του Ν.3919/2011). Ο «περιορισμός» αυτός έχει ήδη αρθεί με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011.
β) Η απαγόρευση δημιουργίας πολλαπλής επαγγελματικής εγκατάστασης (αρθ. 2 παρ. 2 περιπτ. ε Ν. 3919/2011). Σημειωτέο και ότι μετά την άρση του «περιορισμού» της εδαφικής (τοπικής) δικηγορικής αρμοδιότητας, έχει καταστεί μετέωρο και το Ενωσιακό και Συνταγματικό θεμέλιο τόσο της απαγόρευσης δευτερεύουσας εγκατάστασης (υπό την εκδοχή ότι έχει διατηρηθεί με το άρθρο 5 του Ν. 3919/2011) όσο και της απαγόρευσης σύστασης «υπερτοπικής» ή “διαπεριφερειακής” προσωπικής επαγγελματικής δικηγορικής εταιρείας (“εταιρείας χταπόδι”), όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια.
γ) Η απαγόρευση σύστασης κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών (αρθ. 2 παρ. 2 περιπτ. ζ Ν .3919/2011).
δ) Η απαγόρευση συμμετοχής στο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο ή στα κέρδη δικηγορικής εταιρείας τρίτου προσώπου, μη δικηγόρου (αρθ. 2 παρ. 2 περιπτ η του Ν. 3919/2011). Η απαγόρευση αυτή αποτελεί μία επί μέρους έκφανση της απαγόρευσης σύστασης πολυεπαγγελματικών δικηγορικών εταιρειών (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 του π.δ 81/2005, βλ. όμως και άρθρο 26 Ν. 3844/2010 και άρθρο 25 της οδηγίας 2006/123), όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.
ε) Ο υποχρεωτικός νομοθετικός καθορισμός (άμεσα ή έμμεσα) ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών (αρθ. 2 παρ. 2 περιπτ. θ του Ν. 3919/2011). Ο «περιορισμός» αυτός έχει ήδη αρθεί (ως κανόνας) με την παρ. 6,α,β του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια.
3. Με την παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011 παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με Προεδρικό Διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού (Δ/νης εν προκειμένω) και του Υπουργού Οικονομικών, εντός 4 μηνών από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου, δηλ. μέχρι και την 2-7-2011 (αρθ. 10 παρ. 1 του Ν. 3919/2011), να θεσπίζει εξαιρέσεις ορισμένου επαγγέλματος από τη γενική ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου και τη διατήρηση «περιορισμού» αναφερόμενου στην παρ. 2 του ίδιου νόμου ως έχει ή με ηπιότερη (ελαστικότερη, ευέλικτη) μορφή, εφ’ όσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
i) με τον «περιορισμό» αυτόν επιδιώκεται η εξυπηρέτηση επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος (με την έννοια της παρ. 40 του προοιμίου της οδηγίας 2006/123, του άρθρου 4 περιπτ. 8 της ίδιας οδηγίας και του άρθρου 2 περιπτ. 8 Ν. 3844/2010).
ii) ο «περιορισμός» αυτός δεν αντίκειται στην συνταγματική και κοινοτική αρχή της αναλογικότητας και
iii) δεν εισάγονται άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις με βάση την ιθαγένεια (επί φυσικών προσώπων) ή την έδρα (επί εταιρειών και επιχειρήσεων).
3α. Με την από 27-7-2011 κοινή εξώδικη αίτηση-πρόσκληση ζητήσαμε από τους συναρμόδιους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών την έκδοση Π.Δ/τος για τη διατήρηση σε ισχύ «απαιτήσεων» του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας που αφορούν την εδαφική δικηγορική αρμοδιότητα, τον νομοθετικό καθορισμό αμοιβών, τις πολυεπαγγελματικές εταιρείες και την άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων από Δικηγόρους (αρθ. 2 παρ. 4 του Ν. 3919/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 26 παρ. 2, 3 του ν. 3844/2010).
3β.Από την υποβολή της ανωτέρω αιτήσεως παρήλθε άπρακτη τρίμηνη προθεσμία και ως εκ τούτου η ανωτέρω αίτησή μας θεωρείται ως σιωπηρώς απορριφθείσα (άρθρο 45 παρ. 4 π.δ 18/1989).
3γ. Κατά της ανωτέρω τεκμαιρομένης απόρριψης της ανωτέρω αιτήσεως και της τακμαιρομένης άρνησης εκδόσεως του ανωτέρω π.δ/τος ασκούμε την παρούσα αίτησή μας έχοντες προς τούτο κοινό, άμεσο, ειδικό, ιδιαίτερο και ενεστώς έννομο συμφέρον (υλικό και ηθικό) και ζητούμε την ακύρωσή της για τους παρακάτω νόμιμους και βάσιμους λόγους και όσους άλλους μπορούμε να προσθέσουμε νόμιμα στη συνέχεια.
II. ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
Α. ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡ. 4 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 ΤΟΥ Ν. 3919/2011 (ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΕ ΗΠΙΟΤΕΡΗ-ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΜΟΡΦΗ).
4. «Περιορισμό» κατά την έννοια της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011, δεν αποτελεί κάθε ρύθμιση που διέπει την άσκηση ενός επαγγέλματος προς την οποία υποχρεούται να συμμορφωθεί ο «πάροχος υπηρεσιών», αλλά μόνον εκείνες οι ρυθμίσεις που καθιστούν αδύνατη, de jure ή de facto την ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος ή την ελεύθερη επιλογή του «παρόχου» των υπηρεσιών (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2011, τμήμα μείζονος σύνθεσης, C-565/2008, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, σκ 45,49, 50,51, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΕ, π.ρ.β.λ και ΔΕΕ απόφ. της 26ης Μαΐου 2011 τέταρτο τμήμα, C-293/2010, Gebhard Stark, σκ. 33,35,36) Και τούτο διότι, κάθε ρύθμιση ενέχει από τη φύση της περιορισμό στην άσκηση του επαγγέλματος.
5. Περαιτέρω, όταν η άσκηση επαγγέλματος οφείλει να υπηρετεί επιτακτικό δημόσιο συμφέρον (όπως την χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, την προστασία του καταναλωτή ή του αποδέκτη υπηρεσιών, την δικαιοσύνη των συναλλαγών, την πρόληψη της απάτης, την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και του κράτους δικαίου, την τήρηση της νομιμότητας, την ασφάλεια δικαίου και του νομικού συστήματος κ.λ.π) δηλ. όταν «ο πάροχος υπηρεσιών» είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός (με την έννοια που προεκτέθηκε), δικαιολογούνται ακόμη και «γνήσιοι περιορισμοί» στην άσκηση θεμελιωδών ελευθεριών της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε), όπως είναι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται διαδικασίες διορισμού, η τοπική αρμοδιότητα, ο νομοθετικός καθορισμός αμοιβών, η ανεξαρτησία, τα ασυμβίβαστα, ο αποκλεισμός δυνατότητας επαγγελματικής μετακίνησης κλπ, εφ’ όσον οι περιορισμοί αυτοί είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την εκπλήρωση των ως άνω σκοπών δημοσίου συμφέροντος (βλ. Δ.Ε.Ε, τμήμα μείζονος συνθέσεως, απόφ. της 24ης Μαΐου 2011, C-61/2008, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκ.87,88,89 και όμοιες αποφάσεις της αυτής ημέρας, του αυτού τμήματος, C-51/08, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, σκ 95,96,97, C-50/2008, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, σκ. 85,86,87 και C-47/2008, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Βασιλείου του Βελγίου, σκ. 95,96,97, που ναι μεν αφορούν τους συμβολαιογράφους, αλλά οι παραδοχές αυτές καταλαμβάνουν και τους Δικηγόρους, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και a fortiori, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια).
6. Συνεπώς, ως «περιορισμός» κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 1,2 και 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011, νοείται μόνο η αδικαιολόγητη ρύθμιση και ο αδικαιολόγητος περιορισμός και όχι κάθε δικαιολογημένη ρύθμιση ή κάθε περιορισμός που δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. γενικό τίτλο του Ν. 3919 «…κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων», και υπότιτλο αρθρ 2 και 3 του ίδιου νόμου για την «κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών και απαιτήσεων…». βλ. επίσης αρθ. 15 παρ. 1,2,3 και 25 παρ. 1,2 της οδηγίας 2006/123 και αρθ. 16 παρ. 1,2,3 και 26 παρ. 1,2 Ν. 3844/2010).
7. Με την έννοια αυτή (βλ. παρ. 4,5,6 της παρούσας) δύνανται να διατηρηθούν σε ισχύ με τον προαναφερθέντα τρόπο (βλ. παρ. 3 της παρούσας) οι αναφερόμενοι στην παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011 «περιορισμοί» (βλ. παρ. 2 της παρούσας), δηλ. η τοπική δικηγορική αρμοδιότητα, ο νομοθετικός καθορισμός αμοιβών και η απαγόρευση σύστασης πολυεπαγγελματικών-κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών και άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων από τους δικηγόρους, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια.
8. Κάθε άλλη αντίθετη εκδοχή σύμφωνα με την οποία οι δικηγόροι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 4 του Ν. 3919/2011, διότι η φράση «….. πέραν εκείνων των επαγγελμάτων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο κεφ. Β ….…..» της παρ. 1 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, έχει την έννοια της εξαίρεσης των δικηγόρων από τη δυνατότητα διατήρησης «περιορισμών» με Προεδρικό Διάταγμα και με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του Ν. 3919/2011, στην οποία αναφέρεται ότι «το άρθρο 2 του ως άνω νόμου καταλαμβάνει όλα τα επαγγέλματα «εκτός από εκείνα για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο κεφ. Β-Ειδικό μέρος» (βλ. εισηγητική έκθεση κεφ Α, ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ υπό άρθρο 2 του ως άνω νόμου σε Κωδ. ΝοΒ, 59 2011, σελ. 386), δεν στηρίζεται στο νόμο, στο Σύνταγμα, στο πρωτογενές Δίκαιο της Ευρ. Ένωσης, την οδηγία 2006/123 και στο Δ.Σ.Α.Π.Δ.
9. Ειδικότερα, η άποψη αυτή δεν είναι νόμιμη για τους παρακάτω λόγους:
α) Σύμφωνα μ’ όλα τα έγκυρα λεξικά της ελληνικής γλώσσας το επίρρημα «πέραν» συντασσόμενο με γενική έχει την έννοια του «επί πλέον», «επιπροσθέτως», «συν τοις άλλοις», της “προσθήκης” και όχι της “εξαίρεσης” ή “αφαίρεσης”. Συνεπώς η φράση «πέραν των επαγγελμάτων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο κεφ. Β…», σύμφωνα με τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας (γραμματικής και συντακτικού) έχει την έννοια ότι στις ρυθμίσεις του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011, υπάγονται και όλα τα’ άλλα επαγγέλματα, επιπλέον των αναφερομένων στο κεφ. Β-Ειδικό μέρος του ίδιου νόμου.
β) Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το σαφές νόημα (όπως αυτό συνάγεται από τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού) του κειμένου του νόμου (ΣτΕ 3045/97, 3046/97). Αν ο νομοθέτης ήθελε να εξαιρέσει τα επαγγέλματα του κεφ. Β του Ν. 3919/2011, και ειδικά τους Δικηγόρους, από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2 θα χρησιμοποιούσε την φράση «εκτός εκείνων των επαγγελμάτων…» ή «πλην εκείνων των επαγγελμάτων…» ή «εξαιρουμένων των επαγγελμάτων…» (π.ρ.β.λ και άρθρο 178 παρ. 3 Κωδ. Δικ.). Eξάλλου αποτελεί συνήθη έκφραση δικογράφων και δικαστικών αποφάσεων η φράση «πέραν των προαναφερθέντων» ή «πέραν τούτων», που έχει σαφέστατα το νόημα της προσθήκης (και όχι της εξαίρεσης) στα αναφερόμενα στο κείμενο.
γ) Σύμφωνα με πάγιο ερμηνευτικό κανόνα, οι διατάξεις που εισάγουν εξαίρεση από γενικό κανόνα, είναι από τη φύση τους, στενά ερμηνευτέες και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται ερμηνευτική απόκλιση (εξαίρεση) από το σαφές (με βάση τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού) νόημα του κανόνα.
δ) Πέραν τούτων (= επιπροσθέτως= επί πλέον= συν τοις άλλοις) οι ρυθμίσεις του Ν. 3919/2011 έχουν ως θεμέλιο την οδηγία 2006/123 (αρθ. 15 παρ. 1,2,3), ειδικά σε ότι αφορά τους Δικηγόρους, και με ευρύτερο πεδίο εφαρμογής, με την έννοια ότι αφορούν και επαγγέλματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής (π.χ συμ/φους, ιατρούς, δικαστικούς επιμελητές κ.λ.π). Τούτο επιβεβαιώνεται και από την παρ. 2.2 σελ. 2,3 της έκθεσης αξιολόγησης συνεπειών των ρυθμίσεων του Ν. 3919/2011, που κατατέθηκε στη Βουλή, ως συνοδευτικό κείμενο του ως άνω νόμου. Με άλλα λόγια, οι ρυθμίσεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011 ειδικά σε ότι αφορά τους δικηγόρους έχουν όμοιο περιεχόμενο με τις ρυθμίσεις του άρθρου 15 παρ. 1,2,3 της οδηγίας 2006/123. Πιο συγκεκριμένα, με την παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011 προβλέπεται η δυνατότητα διατήρησης «περιορισμών» ή «απαιτήσεων» του Κώδικα Δικηγόρων ή της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας, εφόσον αυτοί δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν εισάγουν διακρίσεις με βάση την ιθαγένεια ή την έδρα και είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας όπως ακριβώς προβλέπεται και στα άρθρα 15 και 25 της οδηγίας 2006/123, που μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με τον Ν. 3844/2010 (βλ. άρθρα 16 παρ. 1,2,3 και 26 παρ. 1,2).
ε) Η τυχόν αντίθετη εκδοχή ότι οι Δικηγόροι εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011, ισοδυναμεί με εξαίρεση των Δικηγόρων από τις ρυθμίσεις των άρθρων 15 παρ. 1,2,3 και 25 παρ. 1,2 της οδηγίας 2006/123, στις οποίες δεν προβλέπεται τέτοια εξαίρεση.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δ.Ε.Ε (πρώην ΔΕΚ), τα κράτη μέλη δεν έχουν την εξουσία να προβλέπουν με την εθνική νομοθεσία τους άλλες εξαιρέσεις, πέραν εκείνων που προβλέπονται σε οδηγία (βλ. ΔΕΚ τμήμα μείζονος συνθέσεως, απόφ. της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C-193/05. Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκ. 57 π.ρ.β.λ και ΔΕΚ, τμήμα μείζονος συνθέσεως, C-213/2007, ελληνικού ενδιαφέροντος).
Αυτονόητο είναι ότι οι ως άνω διατάξεις της οδηγίας 2006/123 έχουν υπερέχουσα ισχύ και κατισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου.
στ) Πέραν τούτων και υπό την εκδοχή ότι τα επαγγέλματα για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο κεφ. Β- ειδικό μέρος, του Ν. 3919/2011 (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι Δικηγόροι), εξαιρούνται από την εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου, εισάγεται ανεπίτρεπτη δυσμενής διάκριση σε βάρος των Δικηγόρων, ως άμισθων δημοσίων λειτουργών, και ιδίως σε σχέση με τους συμβολαιογράφους και τους δικαστικούς επιμελητές (αλλά και με άλλους άμισθους δημόσιους λειτουργούς, όπως οι άμισθοι υποθηκοφύλακες).
Ειδικότερα: i) υπό την παραπάνω εκδοχή, οι συμ/φοι διατηρούν την τοπική αρμοδιότητά τους, την απαγόρευση δευτερεύουσας εγκατάστασης, τον νομοθετικό καθορισμό των ελάχιστων ορίων αμοιβών, κ.λ.π. Αντίθετα, οι Δικηγόροι, που έλκουν την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, το Δ.Σ.Α.Π.Δ και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, στερούνται της δυνατότητας διατήρησης «απαιτήσεων» του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας, ακόμη και αν οι απαιτήσεις αυτές δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν εισάγουν διακρίσεις με βάση την ιθαγένεια και είναι σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας. Τούτο όμως αποτελεί δυσμενή διάκριση σε βάρος των Δικηγόρων, η οποία υποβαθμίζει τον λειτουργηματικό χαρακτήρα της δικηγορίας και αντίκειται στην θεμελιώδη αρχή της ισότητας του νόμου έναντι των Δικηγόρων (άρθρο 4 παρ. 1 Συντάγματος, άρθρο 20, 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, άρθρο 26 του Δ.Σ.Α.Π.Δ, που κυρώθηκε με τον ν. 2462/97 και έχει κατ’ άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ).
ii) Πιο συγκεκριμένα, οι συμ/φοι διατηρούν την εδαφική αρμοδιότητά τους και τον νομοθετικό καθορισμό των αμοιβών τους, ενώ οι δικηγόροι εξαιρούνται από την δυνατότητα διατήρησης όμοιων απαιτήσεων του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας, παρότι συντρέχει, και μάλιστα σε μείζονα βαθμό, ο αυτός δικαιολογητικός λόγος για την διατήρηση των απαιτήσεων αυτών.
Δικαιολογητικός λόγος της διαφορετικής νομοθετικής μεταχείρισης των συμ/φων, ως προς τις παραπάνω απαιτήσεις, αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του Ν. 3919/2011, ότι είναι η αναγωγή των συμ/φων σε δημόσιους λειτουργούς από την ισχύουσα έννομη τάξη, οι οποίοι μάλιστα απολαμβάνουν την συνταγματική προστασία της μονιμότητας!!! (βλ. κεφ. Β-ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜ/ΦΟΥ της εισηγητικής έκθεσης του ν. 3919/2011 σε Κ.ΝοΒ. 56,2011, σελ 388). Από την παραπάνω φράση της εισηγητικής έκθεσης είναι σαφές ότι ο νομοθέτης εξομοιώνει τους συμ/φους με τους δημόσιους υπαλλήλους, θεωρώντας προφανώς ότι οι συμ/φοι μετέχουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.
Σύμφωνα όμως με τις αναφερόμενες στην παρ. 5 της παρούσας, πρόσφατες αποφάσεις του Δ.Ε.Ε, οι συμβολαιογραφικές δραστηριότητες, όπως προβλέπονται στην ελληνική έννομη τάξη δεν συνιστούν συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και η ιδιότητά τους ως άμισθων δημόσιων λειτουργών έχει την έννοια ότι οι δραστηριότητές τους επιδιώκουν σκοπούς γενικού συμφέροντος, οι οποίοι έγκεινται κυρίως στην τήρηση της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου στις μεταξύ ιδιωτών δικαιοπραξίες, γεγονός που αποτελεί επιτακτικό λόγο γενικού (δημοσίου) συμφέροντος, δυνάμενο να δικαιολογήσει περιορισμούς στην άσκηση θεμελιωδών ελευθεριών της Ε.Ε, απορρέοντες από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος, όπως είναι το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι διαδικασίες διορισμού συμβολαιογράφων, ο περιορισμένος αριθμός των θέσεών τους, η κατά τόπο αρμοδιότητά τους, ή, ακόμη, το νομοθετικό καθεστώς που διέπει τις αμοιβές τους, η ανεξαρτησία τους, τα ασυμβίβαστα και ο αποκλεισμός της δυνατότητας επαγγελματικής μετακινήσεώς τους, κ.λπ., εφόσον οι περιορισμοί αυτοί είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών (βλ. Δ.Ε.Ε, απόφ. της 24ης Μαΐου 2011 τμήμα μείζονος συνθέσεως, C-61/08, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκ. 110, 88, 89 βλ. και τις όμοιες αποφάσεις που μνημονεύονται στην παρ. 5 της παρούσας).
iii) Από τα παραπάνω συνάγεται αβίαστα ότι ο δικαιολογητικός λόγος της διαφορετικής νομοθετικής μεταχείρισης των συμ/φων, ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, έχει πλέον ανατραπεί εκ βάθρων και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται πλέον διαφορετική νομοθετική μεταχείριση των Δικηγόρων έναντι των συμ/φων ως προς τα εν λόγω θέματα, αφού συντρέχει και για τους δικηγόρους ο αυτός δικαιολογητικός λόγος επιτακτικού δημοσίου συμφέρονος, και μάλιστα σε μείζονα βαθμό, για την διατήρηση των ιδίων, άλλως ουσιωδώς όμοιων, απαιτήσεων της νομοθεσίας.
iv) Ειδικότερα: αα) Η ελληνική, η ευρωπαϊκή και η διεθνής έννομη τάξη ανάγει τους δικηγόρους σε άμισθους δημόσιους λειτουργούς (βλ. άρθ. 1,2,38 Κωδ. Δικ, άρθ 20 παρ.1, 25 παρ. 1, 95 παρ. 1α του Συντάγματος, 6 παρ 1 και 3γ της ΕΣΔΑ, αρθ 14 παρ. 1,3 περίπτ. β,δ του Δ.Σ.Α.Π.Δ, που κυρώθηκαν με το ν.δ 53/74 και το ν. 2462/97 αντίστοιχα, και έχουν κατ’ άρθο 28 παρ. 1 Συντ, υπερνομοθετική ισχύ, βλ. και αρθ. 2,6 Σ.Λ.Ε.Ε και άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η λειτουργική φύση του Δικηγόρου και η αναγωγή του σε δημόσιο λειτουργό, αναγνωρίζεται ρητά και από τα άρθρα 88 παρ. 2 και 99 παρ. 1 του Συντάγματος. Ρητή νομοθετική αναγνώριση της λειτουργηματικής φύσης της Δικηγορίας αποτελούν και τα άρθρα 175 παρ. 2 Π.Κ και το άρθρο 40 του Κωδ. Δικηγ.
ββ) Η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος επιδιώκει σκοπούς γενικού (δημοσίου) συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, στην προστασία του καταναλωτή ή του αποδέκτη υπηρεσιών, στην δικαιοσύνη των συναλλαγών, στην πρόληψη τηα απάτης και, ιδίως, στην προστασία και υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και του κράτους δικαίου, στην τήρηση της νομιμότητας και στην ασφάλεια δικαίου και στην αποτελεσματική λειτουργία του νομικού συστήματος.
γγ) Η πρόσβαση σε Δικηγόρο δεν αποσκοπεί απλώς στην πρόσβαση σε μια σημαντική υπηρεσία, αλλά και στην αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας στα πλαίσια δίκαιης (χρηστής) δίκης, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας αποτελούν και οι δικηγορικές δραστηριότητες-αρμοδιότητες.
δδ) Οι δικηγόροι διορίζονται με επίσημη πράξη της πολιτείας σε συγκεκριμένη πρωτοδικειακή περιφέρεια (ώστε να είναι δυνατή η πρόσβαση σε Δικηγόρο όλων των πολιτών, και ιδίως των κατοίκων των γεωγραφικά απομονωμένων ή των λιγότερο προνομιούχων περιοχών, και δι’ αυτού, η πρόσβαση σε Δικαστήριο), ορκίζονται και είναι υποχρεωτικά μέλη δημόσιας αρχής (Ν.Π.Δ.Δ, σωματειακής μορφής) αρμόδιας για την οργάνωση, άσκηση και εποπτεία του λειτουργήματός τους, όπως ακριβώς και οι συμβολαιογράφοι.
εε) Οι Δικηγόροι έχουν νομοθετικά καθορισμένη κατά τόπο αρμοδιότητα και μία (αποκλειστική) έδρα (προκειμένου να είναι εφικτή η άμεση πρόσβαση σε Δικηγόρο με μόνιμη εγκατάσταση και, δι’ αυτού, δηλ. του Δικηγόρου, σε Δικαστήριο, ιδίως των κατοίκων των γεωγραφικά απομονωμένων και των λιγότερο προνομιούχων περιοχών, που λειτουργεί και ως κίνητρο για την μόνιμη εγκατάσταση των Δικηγόρων στις ως άνω περιοχές), όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους συμ/φους.
v) Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι συντρέχουν και για τους δικηγόρους οι αυτοί τουλάχιστον επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος (όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια) που καθιστούν επιβεβλημένη την υπαγωγή των Δικηγόρων στην εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011 και τη διατήρηση των αυτών «περιορισμών» ή «απαιτήσεων» του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει Δικηγορικής νομοθεσίας, για λόγους ίσης νομοθετικής μεταχείρισης των Δικηγόρων με τους συμβολαιογράφους. Διαφορετικά, η τυχόν εξαίρεση των δικηγόρων από τη δυνατότητα αυτή αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντάγματος, άρθρα 20,21 του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε και άρθρα 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, όπως προαναφέρθηκε.
vi) Η διατήρηση των ως άνω «απαιτήσεων» με την υπαγωγή των Δικηγόρων στην εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011, είναι επιβεβλημένη και για λόγους ισότητας των Δικηγόρων με άλλες κατηγορίες «άμισθων λειτουργών» (άμισθοι υποθηκοφύλακες, δικαστικοί επιμελητές) αλλά και άλλων επαγγελμάτων, για τα οποία παρέχεται η παραπάνω δυνατότητα (βλ. ιδίως π.δ 68/2011 για τη διατήρηση ομοίων ή ουσιωδώς ομοίων “περιορισμών” σε ότι αφορά τους δικαστικούς επιμελητές ως άμισθων δημόσιων λειτουργών που ασκούν επικουρικό της Δικαιοσύνης έργο σύμφωνα με το υπ΄αριθμ. 126/2011 πρ. Επεξ. ΣτΕ). Τυχόν εξαίρεση μόνο των Δικηγόρων, αντίκειται στην συνταγματική, ενωσιακή και διεθνή αρχή της ισότητας, όπως προαναφέρθηκε.
10) Τέλος, η υπαγωγή των Δικηγόρων στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 3919/2011 είναι επιβεβλημένη και από τα άρθρα 15 παρ. 1,2,3 και 25 παρ. 1,2 της οδηγίας 2006/123.
11. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις της οδηγίας 2006/123 η ελληνική Δημοκρατία όφειλε να προβεί σε εξακρίβωση (scrining) των διατάξεων του Κωδ. Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, στην αξιολόγησή τους και στην δικαιολόγησή τους από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και εφόσον δεν εισάγουν διακρίσεις με βάση την ιθαγένεια και είναι πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μπορούν να διατηρηθούν σε ισχύ.
12. Με τις διατάξεις όμως του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011 καταργήθηκαν όλες οι ρυθμίσεις της δικηγορικής νομοθεσίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω διατάξεων της παραπάνω οδηγίας και δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια), χωρίς την τήρηση των παραπάνω εγγυήσεων της οδηγίας 2006/123 (βλ. παρ 10,11 της παρούσας) όπως επίσης θα αναφερθεί και στη συνέχεια. Η κατάργηση των ρυθμίσεων αυτών έγινε χωρίς στην εισηγητική έκθεση του ως άνω νόμου να αναφέρεται συγκεκριμένος λόγος επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την κατάργηση των ρυθμίσεων αυτών, αλλά αντίθετα, γίνεται αόριστη επίκληση του δημοσίου συμφέροντος για την δικαιολόγηση κατάργησης «απαιτήσεων» ή «περιορισμών» που δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος ή οι αναφερόμενοι λόγοι στηρίζονται σε προδήλως ανακριβείς προϋποθέσεις ειδικά σε ότι αφορά τους Δικηγόρους, όπως θα αναλυθεί και στην συνέχεια. Τούτο όμως συνιστά πρόδηλο λογικό σφάλμα (λήψη του ζητούμενου, petitio principii) που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί τήρηση των ανωτέρω εγγυήσεων της εν λόγω οδηγίας, όπως θα αναφερθεί και στη συνέχεια στα οικεία κεφάλαια της παρούσας.
13. Η τήρηση των εγγυήσεων των άρθρων 15 παρ. 1,2,3 και 25 παρ. 1,2 της οδηγίας 2006/123, είναι εφικτή πλέον μόνο με την υπαγωγή των Δικηγόρων στην παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011, στα πλαίσια της οποίας θα τηρηθούν και οι ως άνω εγγυήσεις της εν λόγω οδηγίας.
14. Συνεπώς, η υπαγωγή των Δικηγόρων στις ρυθμίσεις της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011, είναι επιβεβλημένη και για λόγους αποτελεσματικής εφαρμογής των εγγυήσεων του Δικαίου της Ε.Ε.
15. Ενόψει των ανωτέρω, η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011, ερμηνευόμενη σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 1, 25 παρ. 1) τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε (άρθρο 20,21), την οδηγία 2006/123 (άρθρ 15 παρ. 1,2,3 και 25 παρ 1,2) και το Δ.Σ.Α.Π.Δ (άρθρο 26), έχει την έννοια ότι σε κάθε περίπτωση, καταλαμβάνει και τους Δικηγόρους.
16. Για τους παραπάνω λόγους, υποβάλαμε το από 27-7-2011 κοινό αίτημά μας προς τους καθ΄ων συναρμόδιους Υπουργούς, προκειμένου να διατηρηθούν οι «απαιτήσεις» του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας, με την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011, έστω και με ηπιότερη-ελαστικότερη μορφή, όπως ειδικότερα αναφέρεται παρακάτω.
17. Η από 27-7-2011 αίτησή μας, είχε την έννοια της έντονης υπόμνησης ότι η διατήρηση των «απαιτήσεων» του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας, που αναφέρονται παρακάτω, αποτελεί δεσμία αρμοδιότητα για την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, όπως ειδικότερα αναφέρεται παρακάτω, και για τον λόγο αυτό υποβλήθηκε (η αίτηση) με την μορφή εξωδίκου προσκλήσεως.
18. Η τετράμηνη προθεσμία που τάσσεται από το νόμο για την έκδοση του ανωτέρω προεδρικού Διατάγματος έχει την έννοια της εντόνου υποδείξεως του νομοθέτη προς την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση για ταχεία ενέργεια (ΣτΕ 300/1989) και ως εκ τούτου, η ανωτέρω προθεσμία είναι ενδεικτική και όχι ανατρεπτική. Κατά συνέπεια, η έκδοση του ανωτέρω Προεδρικού Διατάγματος και μετά την πάροδο της προβλεπόμενης τετράμηνης προθεσμίας είναι νόμιμη (ΣτΕ 2472/1982, 49/1961, Δ.Τομαράς «Η Κανονιστική Διοικητική πράξη», ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, έκδοση 2008, σελ.36, πρβλ. Αιτιολο. Έκθεση του ν. 3919/2011, κεφ. Α υπό άρθρο 3 σε Κ.Ν.Β 59, 2011, σελ. 387, βλ. και άρθρο 10 παρ. 5 του ν. 2630/1999 που απηχεί την πάγια νομολογία του ΣτΕ).
19. Τέλος, επισημαίνεται ότι η έκδοση του ανωτέρω Π.Δ/τος, ιδίως μετά την υποβολή της παρούσας αιτήσεως, είναι υποχρεωτική για την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, διότι η υποχρέωση αυτή απορρέει από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, τα άρθρα 20, 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, τα άρθρα 15 παρ. 1,2,3 και 25 παρ 1,2 της οδηγίας 2006/123 και το άρθρο 26 του Δ.Σ.Α.Π.Δ (ν. 2462/97). Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στο προδήλως άτοπο αποτέλεσμα η αποτελεσματική εφαρμογή του Συντάγματος του Δικαίου της Ευρωπ. Ένωσης και του Δ.Σ.Α.Π.Δ. να επαφίεται στην ευρύτατη διακριτική ευχέρεια της κανονιστικώς δρώσας Διοίκησης. Η έκδοση του ανωτέρω Π.Δ/τος είναι επιβεβλημένη, ιδίως, όταν συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις, (π.ρ.βλ. ΣτΕ 2465/2001, 1490/1982) που τάσσονται από το Σύνταγμα και το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.ρ.βλ. ΣτΕ 2818/1997), ή όταν τούτο είναι επιβεβλημένο από τη Συνταγματική Αρχή της ισότητας, όπως συμβαίνει και εν προκειμένω. Ειδικότερα τόσο στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 3919/2011 όσο και τα άρθρα 15 παρ. 1,2,3 και 25 παρ. 1, 2 της οδηγίας 2006/123 θέτουν αντικειμενικές προϋποθέσεις για την διατήρηση σε ισχύ των εν λόγω απαιτήσεων του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας, ενώ, περαιτέρω, η αιτούμενη διατήρηση σε ισχύ των ως άνω απαιτήσεων του Κωδ. Δικηγόρων και της εν γένει Δικηγορικής Νομοθεσίας απορρέει και από τη Συνταγματική και Ενωσιακή Αρχή της ισότητας των Δικηγόρων σε σχέση με τους συμβ/φους, τους δικαστικούς επιμελητές αλλά και άλλους άμισθους δημόσιους λειτουργούς (άμισθοι υποθηκοφύλακες) για τους οποίους διατηρούνται σε ισχύ “περιορισμοί” ομοίου ή ουσιωδώς ομοίου περιεχομένου και ως εκ τούτου η έκδοση του ανωτέρω Π. Δ/γτος είναι επιβεβλημένη από το Σύνταγμα, το Δίκαιο της Ε.Ε και το Δ.Σ.Α.Π.Δ και τον νόμο, όπως προαναφέρθηκε.
Β) ΛΟΓΟΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΕΔΑΦΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ
20. Στην κατηγορία των εδαφικών «περιορισμών» ή «απαιτήσεων» του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας, περιλαμβάνεται η τοπική δικηγορική αρμοδιότητα και ο διορισμός του Δικηγόρου σε συγκεκριμένη δικαστική περιφέρεια, η υποχρέωση διατήρησης μίας αποκλειστικής έδρας, η συμπαράσταση με τοπικό Δικηγόρο και η απαγόρευση σύστασης «υπερτοπικής» ή «διατοπικής» και “διαπεριφερειακής” δικηγορικής εταιρείας.
21. Οι «περιορισμοί» αυτοί δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δεν παρακωλύουν την ελεύθερη επιλογή δικηγόρου και την ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος και δεν εισάγουν διακρίσεις. Ειδικότερα:
α) Η τοπική δικηγορική αρμοδιότητα έχει τεθεί για την εξυπηρέτηση επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στην χρηστή, άμεση και εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης και στην ταχεία, άμεση και αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών όλων των πολιτών και ιδίως των κατοίκων των γεωγραφικά απομονωμένων και των λιγότερο προνομιούχων (από οικονομικής-επαγγελματικής πλευράς). Με άλλα λόγια οι επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν την τοπική δικηγορική αρμοδιότητα, συνίστανται στην άμεση και αποτελεσματική προστασία των εννόμων συμφερόντων και δικαιωμάτων των πολιτών και στην διασφάλιση της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης (βλ. προοίμιο της οδηγίας 2006/123, αιτιολογική σκέψη 40).
β) Πιο συγκεκριμένα: i) η αποτελεσματική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, που δικαιούνται όλα τα πρόσωπα, απαιτεί όλοι οι πολίτες να έχουν ταχεία, άμεση και αποτελεσματική πρόσβαση στις υπηρεσίες του Δικηγόρου. Και τούτο διότι χωρίς την ταχεία και άμεση πρόσβαση σε δικηγόρο είναι αδύνατη και η πρόσβαση σε δικαστήριο και η παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (αρθ. 20 παρ. 1 Συντ., 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 1 Δ.Σ.Α.Π.Δ, 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε). Για τον λόγο αυτόν οι κυβερνήσεις οφείλουν να εξασφαλίσουν την ύπαρξη δραστικών διαδικασιών και μηχανισμών για αποτελεσματική και ίση πρόσβαση σε δικηγόρο, για όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται στην επικράτειά τους, χωρίς διάκριση οποιουδήποτε είδους, και, ιδίως, λόγω της κατοικίας τους (βλ. όγδοο Συνέδριο του Ο.Η.Ε «βασικές αρχές για τον ρόλο των Δικηγόρων και την πρόσβαση σε Δικηγόρο», που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με την 45/121 της 14Ης Δεκεμβρίου 1990 απόφαση της σε Αλεξιάδη Στέργιο «Βασικές αρχές για τον ρόλο των Δικηγόρων», Αρμενόπουλος 1995, σελ. 133 επ., και ιδίως σελ. 137).
ii) Ο Έλληνας νομοθέτης, από πολύ νωρίς, με τον Κώδικα Δικηγόρων, μερίμνησε για την θέσπιση τέτοιων διαδικασιών και μηχανισμών, επιδιώκοντας την εκπλήρωση του παραπάνω σκοπού, που υπηρετεί επιτακτικό δημόσιο συμφέρον. Ειδικότερα, μερίμνησε για τον διορισμό των Δικηγόρων, με διοικητική πράξη δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε κάθε πρωτοδικειακή δικαστική περιφέρεια και για την μόνιμη εγκατάστασή τους σ’ αυτή. Επίσης προσέδωσε στους Δικηγόρους την ιδιότητα του «άμισθου δημόσιου υπαλλήλου» ώστε, μεταξύ άλλων, να έχουν συγκεκριμένη εδαφική αρμοδιότητα και μόνιμη εγκατάσταση (έδρα), όπως προσιδιάζει στην ιδιότητα του «άμισθου δημοσίου υπαλλήλου», αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό (σε θεσμικό και συμβολικό επίπεδο) την λειτουργηματική φύση της Δικηγορίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους συμ/φους, τους άμισθους υποθηκοφύλακες και τους δικαστικούς επιμελητές.
iii) Περαιτέρω, η τοπική αρμοδιότητα (αλλά και η αποκλειστική έδρα) αποσκοπούν στη διασφάλιση της άμεσης και αποτελεσματικής πρόσβασης σε Δικηγόρο με μόνιμη εγκατάσταση και, δι’ αυτού, στη δικαιοσύνη, και στην άμεση κάλυψη νομικών αναγκών των κατοίκων των γεωγραφικά απομονωμένων ή των λιγότερο προνομιούχων περιοχών, χωρίς διάκριση με βάση την κατοικία τους ή και το εισόδημά τους, όπως προαναφέρθηκε. Ταυτόχρονα οι παραπάνω «περιορισμοί», αποτελούν και κίνητρο μόνιμης εγκατάστασης των Δικηγόρων στις πρωτοδικειακές δικαστικές περιφέρειες των λιγότερο προνομιούχων ή των λιγότερο ελκυστικών (από την άποψη των δυνατοτήτων επαγγελματικής απασχόλησης) και των γεωγραφικά απομονωμένων περιοχών για τον αμέσως παραπάνω λόγο, επειδή ο διορισμός των Δικηγόρων γίνεται σε Πρωτοδικείο της επιλογής τους, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους συμ/ φους, τους άμισθους υποθηκοφύλακες και τους δικαστικούς επιμελητές.
Μ’ άλλα λόγια οι παραπάνω «περιορισμοί» έχουν τεθεί για να διασφαλισθεί όχι απλώς η πρόσβαση των πολιτών σε μια σημαντική υπηρεσία και η κάλυψη σημαντικών νομικών αναγκών αλλά, κυρίως, η πρόσβαση, δια των Δικηγόρων, σε Δικαστήριο (δηλ. σε πολιτειακή λειτουργία) και η αποτελεσματική προστασία των εννόμων συμφερόντων και των ατομικών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, των κατοίκων των ως άνω περιοχών, δηλ. έχουν τεθεί για την εξυπηρέτηση επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, και είναι για το λόγο αυτό δικαιολογημένοι (π.ρ.β.λ και Ολομ. ΣτΕ 1664, 1665, 1666/2011). Διαφορετικά, χωρίς τους παραπάνω γεωγραφικούς περιορισμούς στις λιγότερο προνομιούχες περιοχές ή στις γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές είτε δεν θα υπήρχε κανένας Δικηγόρος, είτε δεν θα υπήρχε Δικηγόρος με μόνιμη εγκατάσταση και παρουσία, με περαιτέρω αποτέλεσμα την διόγκωση του «δικηγορικού υδροκεφαλισμού» στα μεγάλα αστικά κέντρα και την «δικηγορική ερημοποίηση» των λοιπών πρωτοδικειακών περιφερειών σε ότι αφορά την επαρκή στελέχωσή τους με Δικηγόρους, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις στην πρόσβαση των κατοίκων των περιοχών αυτών σε Δικαστήριο, μέσω του Δικηγόρου, και την άμεση και αποτελεσματική κάλυψη των νομικών αναγκών τους.
iv) Για τους παραπάνω λόγους η κατά τόπο αρμοδιότητα των Δικηγόρων συμπίπτει (ταυτίζεται) με την κατά τόπο αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου. Για τους ίδιους λόγους (δηλ. επειδή η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος επιδιώκει την εκπλήρωση των παραπάνω σκοπών που άπτονται του δημοσίου συμφέροντος), ο νομοθέτης προέβη στην ρύθμιση της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος (ως εντόνου νομοθετικού ενδιαφέροντος δραστηριότητας που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον) και κινούμενος εντός των ανωτέρω πλαισίων οργάνωσε τους Δικηγόρους σε Ν.Π.Δ.Δ, σωματειακής μορφής, δηλ. σε τοπικούς επιστημονικούς-επαγγελματικούς συλλόγους εντόνου νομοθετικού ενδιαφέροντος, των οποίων η εδαφική περιφέρεια και η έδρα και η ονομασία ταυτίζεται με την τοπική εδαφική περιφέρεια, την έδρα και ονομασία των Πρωτοδικείων και των διορισμένων σ’ αυτά Δικηγόρων, προκειμένου να πραγματωθούν οι παραπάνω δημοσίου συμφέροντος σκοποί και να καταστεί εφικτός και αποτελεσματικός ο έλεγχος της άσκησης του Δικηγορικού λειτουργήματος, από Ν.Π.Δ.Δ, μέλη του οποίου είναι υποχρεωτικά όλοι οι διορισμένοι σε συγκεκριμένη πρωτοδικειακή περιφέρεια Δικηγόροι, οι οποίοι και απαρτίζουν υποχρεωτικά και τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο. (βλ. άρθρ. 193, 194 Κωδ. Δικηγ.)
γ) Για τους ίδιους λόγους η απαγόρευση δημιουργίας δευτερεύουσας εγκατάστασης, έλκεται από την ύπαρξη της κατά τόπο δικηγορικής αρμοδιότητας και έχει παρακολουθητικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου συντρέχει και ως προς αυτήν ο αυτός λόγος δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί και τον δευτερεύοντα αυτόν «περιορισμό». Η άρση της απαγόρευσης αυτής ισοδυναμεί: αα) με καταστρατήγηση των περί εδαφικής αρμοδιότητας διατάξεων (βλ. και γνμδ Εισαγ. Α.Π 39/1949 Θ.Ξ, 663) και του προαναφερθέντος δημοσίου συμφέροντος σκοπού που αυτές επιδιώκουν και ββ) με άρση του κινήτρου μόνιμης εγκατάστασης Δικηγόρων στις λιγότερο προνομιούχες ή γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές, μ’ όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που προαναφέρθηκαν. Τέλος η υποχρέωση της μόνιμης εγκατάστασης και παρουσίας του Δικηγόρου στην έδρα του Δικαστηρίου στο οποίο είναι διορισμένος (δηλ η απαγόρευση δευτερεύουσας εγκατάστασης) αποσκοπεί, πέραν των ανωτέρω, και στην αποτελεσματικότερη ενσωμάτωση του δικηγόρου στην τοπική κοινωνία και στην καλύτερη δυνατή γνώση της ειδικής νομοθεσίας που διέπει την περιοχή αυτή, των τοπικών ιδιαιτεροτήτων της (νομικών, κοινωνικών, ιστορικών, πολιτισμικών κλπ) και της τοπικής νομολογίας των δικαστηρίων, για την καλύτερη δυνατή υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εντολέων του αλλά και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των τοπικών προβλημάτων της περιφέρειάς του (βλ και άρθρο 199 Κωδ. Δικηγ.). Τους ίδιους ακριβώς σκοπούς υπηρετεί και η σύμπραξη με τοπικό δικηγόρο όπως θα αναφερθεί και στη συνέχεια.
δ) Τέλος, απότοκη της εδαφικής αρμοδιότητας είναι και η απαγόρευση σύστασης δικηγορικής εταιρίας μεταξύ δικηγόρων διαφορετικών δικηγορικών συλλόγων (υπερτοπικές δικηγορικές εταιρίες ή “εταιρίες – χταπόδια”) και ως εκ τούτου συντρέχει και ως προς αυτήν ο αυτός λόγος δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί και αυτόν τον περιορισμό, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται παραπάνω. Περαιτέρω, η απαγόρευση αυτή αποσκοπεί και στην αποτροπή της δημιουργίας μονοπωλιακών ή ολιγοπωλικών καταστάσεων στον ευαίσθητο χώρο της πρόσβασης των πολιτών σε Δικηγόρο, και μέσω αυτού, στη Δικαιοσύνη, και στην αποτροπή ελέγχου της πρόσβασης αυτής από μεγάλα και οργανωμένα συμφέροντα, όπως θα αναφερθεί και στα οικεία κεφάλαια της παρούσας.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε η Βουλή των Ελλήνων δεν αποδέχθηκε την δημιουργία των “εταιριών- χταποδιών” και η αρχική πρόβλεψη στο σχέδιο του Ν. 3919/2011 αποσύρθηκε τελικά, μετά τις αντιδράσεις βουλευτών. Αντίστοιχη απαγόρευση ισχύει και για τους συμ/φους, η οποία κρίθηκε ότι είναι δικαιολογημένη από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ ΔΕΕ αποφ της 24ης Μαίου 2011, C-60 /2008 Επιτροπή κατά Ελλάδας, σκ 13,89) και για τους δικαστικούς επιμελητές που επίσης κρίθηκε ότι είναι δικαιολογημένοι διότι και αυτοί είναι άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και ασκούν επικουρικό της Δικαιοσύνης έργο (βλ. π.δ 68/2011 και πρ. Επεξ. ΣτΕ 126/2011).
22. Κανόνας δικαίου χωρίς κύρωση είναι προδήλως αναποτελεσματικός (“όπλο με άσφαιρα πυρά’’) και δεν δύναται να πετύχει την εκπλήρωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού. Με άλλα λόγια η παράλειψη πρόβλεψης αποτελεσματικής κύρωσης σε περίπτωση παράβασης του κανόνα αντίκειται στην συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ 1 Συντ.) που αποτελεί και θεμελιώδη ενωσιακή δικαϊκή αρχή του πρωτογενούς ενωσιακού Δικαίου και είναι σύμφυτη σ ΄ολες τις διατάξεις της ΕΣΔΑ.
Για το σκοπό αυτό η δικηγορική νομοθεσία προστατεύει αποτελεσματικά την τήρηση των κανόνων της εδαφικής αρμοδιότητας. Ειδικότερα η άσκηση διαδικαστικών πράξεων (δηλαδή πράξεων που συμβάλουν στην πρόοδο της δίκης και στην περάτωση αυτής με έκδοση οριστικής απόφασης) εντός των συγκεκριμένων εδαφικών ορίων και εντός της έδρας της εδαφικής περιφέρειας του Δικηγόρου(όπως αυτά καθορίζονται από την τοπική αρμοδιότητα και την έδρα δημόσιων αρχών και άμισθων δημοσίων υπαλλήλων κατά τα προαναφερφέντα), αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, η παράβαση του οποίου συνεπάγεται και την ακυρότητα αυτών. Με άλλα λόγια η τοπική αρμοδιότητα, αποτελεί δικονομικό κανόνα που αφορά την δικολογική ικανότητα του Δικηγόρου προς διενέργεια των πράξεων αυτών και η παράβαση του έχει ως συνέπεια (κύρωση) την ακυρότητα της πράξης αυτής και το απαράδεκτο του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου (βλ για τις λοιπές κυρώσεις και άρθρα 42,43,56 Κωδ. Δικηγόρων). Η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο άρση της κύρωσης αυτής καθιστά αναποτελεσματικό τον κανόνα, κατά παράβαση της θεμελιώδους αρχής της αναλογικότητας και άγει σε de facto κατάργηση αυτού, όπως προαναφέρθηκε.
23. Οι παραπάνω ρυθμίσεις σε ότι αφορά την τοπική αρμοδιότητα (και την έδρα) είναι σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν πλήττουν στον πυρήνα του, ούτε το δικαίωμα του πολίτη στην επιλογή Δικηγόρου, ούτε το δικαίωμα του Δικηγόρου να ασκεί το επάγγελμά του σ’ ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Συγκεκριμένα:
Α. Σε ότι αφορά το δικαίωμα επιλογής δικηγόρου
Το δικαίωμα του πολίτη στην ελεύθερη επιλογή Δικηγόρου στις αστικής φύσεως υποθέσεις (ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας) δεν θίγεται, διότι έχει πάντοτε το δικαίωμα αυτό, υπό την προϋπόθεση της σύμπραξης τοπικού Δικηγόρου. Και ναι μεν τούτο συνιστά μιας μορφής περιορισμό (με την έννοια της υποχρεωτικής επιλογής Δικηγόρου και από τους τοπικούς Δικηγόρους), πλην όμως ο περιορισμός αυτός είναι απόρροια της ύπαρξης τοπικής αρμοδιότητας, που έχει τεθεί χάριν επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, όπως προαναφέρθηκε. Περαιτέρω, η σύμπραξη τοπικού Δικηγόρου είναι γνωστή και στο κοινοτικό δίκαιο (πρβλ άρθ 5 οδηγίας 77/249/ΕΟΚ και αρθ 3 παρ 1 και 5 της οδηγίας 98/5/ΕΚ και 8η αιτιολογική σκέψη αυτής) και αποσκοπεί επίσης στη διασφάλιση ενός αποδεκτού επιπέδου προστασίας των πολιτών και στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, η σύμπραξη τοπικού Δικηγόρου συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη προστασία των πολιτών, αφού ο τοπικός Δικηγόρος είναι, κατά τεκμήριο, γνώστης της τοπικής ειδικής νομοθεσίας και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων κάθε περιοχής (π.χ. εφαρμογή οθωμανικής νομοθεσίας για την ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων στις «νέες χώρες», ειδικές πολεοδομικές, ρυμοτομικές ή χωροταξικές ή περιβαλλοντικές ρυθμίσεις για κάθε περιοχή κλπ) καθώς και της νομολογίας κάθε τοπικού δικαστηρίου (διαφοροποιήσεις νομολογίας από πρωτοδικείο σε πρωτοδικείο ή μεταξύ τμημάτων του ίδιου πρωτοδικείου ή μεταξύ των δικαστών του ίδιου πρωτοδικείου όταν δικάζουν υπό διαφορετικές συνθέσεις ή ως Μονομελές Δικαστήριο).
Η σύμπραξή αυτή τέλος όχι μόνο δεν επιφέρει υπέρμετρο οικονομικό βάρος στον πολίτη, αλλά, αντίθετα, είναι και η πλέον οικονομικά συμφέρουσα γι’ αυτόν για τους λόγους που αναλυτικά αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. 413/V/2008 απόφαση της Ολομ της Επιτρ Ανταγωνισμού, (βλ. Ελ. Δνη 50, 2009, 304 επ. και ιδίως σελ. 323, 324 παρ. 24. 25, 24.26, 24.27, 24.28).
Σημειωτέο ότι σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του Ευρ.Δ.Α.Δ., το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, ειδικότερη εκδήλωση του οποίου αποτελεί και το δικαίωμα επιλογής Δικηγόρου στις αστικές υποθέσεις, είναι δεκτικό περιορισμών για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αρκεί αυτοί να μην πλήττουν το δικαίωμα στην ουσία του και να μην είναι υπέρμετρα επαχθείς. (βλ. Ευρ.Δ.Α.Δ. Μουσταφά Αππά κατά Ελλάδας, αποφ. της 4-12-2008 σε Αρμ. 2010, 2 σελ 283 επ).
Όλες αυτές οι προϋποθέσεις συντρέχουν εν προκειμένω. Αντίθετα στις ποινικής φύσεως υποθέσεις το δικαίωμα στην επιλογή δικηγόρου είναι απόλυτο σύμφωνα και με το άρθρο 6 παρ 3γ της ΕΣΔΑ. Ο Έλληνας νομοθέτης έλαβε υπόψη του το άρθρο αυτό και με το άρθρο 56 του Κωδ. Δικηγόρων διατηρεί την ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του πολίτη στην απόλυτη επιλογή Δικηγόρου και στην εκπλήρωση των δημοσίου συμφέροντος σκοπών που υπηρετούν οι περί τοπικής αρμοδιότητας και μιας επαγγελματικής έδρας διατάξεις, επιτρέποντας μεν την χωρίς εδαφικούς περιορισμούς παράσταση Δικηγόρου στις υποθέσεις αυτές, χωρίς όμως αυτές να λάβουν την μορφή μόνιμης εγκατάστασης εκτός της επαγγελματικής έδρας (αρθ. 56 Κωδ. Δικηγ).
Εξάλλου ο κανόνας της εδαφικής αρμοδιότητας κάμπτεται και στις ακυρωτικές διαφορές λόγω της φύσεώς τους (τεκμήριο ακυρωτικής αρμοδιότητας ΣτΕ, που έχει περιφέρεια όλη την Ελλάδα, erga omnes ακυρωτικό αποτέλεσμα, ανάλογη εφαρμογή του π.δ 18/1989 και στις ακυρωτικές διαφορές ενώπιον των τ.δ.δ.). Συνεπώς ο κανόνας της εδαφικής αρμοδιότητας δεν είναι απόλυτος και άκαμπτος αλλά λειτουργικός, εύκαμπτος και προσαρμοσμένος στην ιδιαίτερη φύση των υποθέσεων και με πλήρη σεβασμό στην ΕΣΔΑ σε ότι αφορά το δικαίωμα του πολίτη στην επιλογή Δικηγόρου.
Β. Σε ότι αφορά το δικαίωμα του δικηγόρου στην άσκηση του επαγγέλματος σε ολόκληρη την επικράτεια
Οι κανόνες της τοπικής αρμοδιότητας και της μιας έδρας δεν περιορίζουν το δικαίωμα διενέργειας διαδικαστικών πράξεων σε όλη την επικράτεια, αφενός μεν διότι ως προς μεγάλες κατηγορίες υποθέσεων αυτή είναι εντελώς ελεύθερη, και αφ’ ετέρου διότι ως προς άλλες κατηγορίες επιτρέπεται με τη σύμπραξη τοπικού Δικηγόρου και, σε κάθε περίπτωση οι περιορισμοί αυτοί είναι σύμφυτοι με την ιδιότητά του ως άμισθου δημοσίου υπαλλήλου, έχουν τεθεί χάριν επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, δεν πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος, ούτε είναι υπέρμετρα επαχθείς, όπως προαναφέρθηκε.
24. Η συνταγματικότητα και η συμβατότητα των εδαφικών περιορισμών στην άσκηση επαγγέλματος, προς το Δίκαιο της Ε.Ε. και την ΕΣΔΑ, έχει απασχολήσει την νομολογία του ΑΠ, του Δ.Ε.Ε (πρώην ΔΕΚ), του Ευρ ΔΑΔ και την Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
25. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΣτΕ και του ΑΠ, η διενέργεια διαδικαστικής πράξης από Δικηγόρο διορισμένο στο οικείο πρωτοδικείο (ή με την σύμπραξη τοπικού δικηγόρου) αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, η παράβαση του οποίου οδηγεί στην ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης, κατ΄ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου (βλ παρ 23Α της παρούσας, και ΣτΕ 1005/88, Ολ ΣτΕ 2212/92, ΑΠ 908/2004, ΑΠ 284/2005, ΑΠ 786/2003, ΑΠ 368/2007, ΑΠ 817/2007 κα).
Επίσης κρίθηκε ότι η τοπική δικηγορική αρμοδιότητα δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ 1 του Συντ. και στο άρθρο 6 παρ 1 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1332/2007, ΑΠ 173/90).
26. Το Ευρ Δ.Α.Δ έκρινε ότι η τοπική δικηγορική αρμοδιότητα υπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, διότι αποτελεί κίνητρο μόνιμης εγκατάστασης Δικηγόρων στις λιγότερο προνομιούχες ή γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές, αποδεχόμενο τον σχετικό ισχυρισμό της Ελληνικής Κυβέρνησης. Επίσης έκρινε ότι δεν είναι αυθαίρετη ή αντίθετη προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ η κήρυξη της ακυρότητας διαδικαστικής πράξης που έχει διενεργηθεί από “άμισθο δημόσιο λειτουργό”, κατά παράβαση της τοπικής αρμοδιότητας του (βλ Ευρ ΑΔΔ, απόφαση της 4-12-2008, Μουσταφά Αππά κατά Ελλάδας, Αρμ 2010, σελ 283 επ).
27. Το Δ.Ε.Ε, κρίνοντας επί γεωγραφικών περιορισμών που ισχύουν για τους φαρμακοποιούς δέχθηκε ότι οι κανόνες αυτοί επιδιώκουν την αποφυγή υπερσυγκέντρωσης φαρμακείων σε μεγάλα αστικά κέντρα ή μόνο σε ελκυστικές (οικονομικά και επαγγελματικά) περιοχές και την εξασφάλιση της άμεσης πρόσβασης των κατοίκων των γεωγραφικά απομονωμένων ή λιγότερο ελκυστικών – προνομιούχων (οικονομικά και επαγγελματικά) περιοχών στις φαρμακευτικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με το Δ.Ε.Ε ο λόγος ύπαρξης αυτών των εδαφικών περιορισμών υπηρετεί επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί τους περιορισμούς αυτούς και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (βλ Δ.Ε.Ε αποφ της 1ης Ιουνίου 2010, C-570/07 και C- 571/07, PEREZ και COMEZ). Οι παραπάνω παραδοχές του Δ.Ε.Ε αφορούν, κατά μείζονα λόγο, και τους γεωγραφικούς περιορισμούς στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Και τούτο διότι με τις σχετικές ρυθμίσεις της δικηγορικής νομοθεσίας δεν επιδιώκεται μόνο η αποτροπή της υπερσυγκέντρωσης δικηγόρων στα μεγάλα αστικά κέντρα ή μόνο στις ελκυστικές – προνομιούχες (οικονομικά και επαγγελματικά) περιοχές και η διασφάλιση της άμεσης πρόσβασης των κατοίκων των λιγότερο ελκυστικών-προνομιούχων ή γεωγραφικά περιοχών σε απλώς σημαντικές υπηρεσίες, αλλά, πρωτίστως, και η άμεση πρόσβαση των κατοίκων των παραπάνω περιοχών σε πολιτειακή λειτουργία δηλ. η άμεση πρόσβαση, μέσω του δικηγόρου, στη δικαιοσύνη, όπως προαναφέρθηκε (βλ παρ 22, 23 της παρούσας).
Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και η πρόσφατη νομολογία της Ολομ του ΣτΕ, που έκρινε ότι είναι συνταγματικά θεμιτοί περιορισμοί στην άσκηση επαγγέλματος για να διασφαλισθεί η παροχή υπηρεσιών συγκεκριμένου κλάδου, γιατί αυτό επιτάσσει το δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον (πρβλ. Ολ ΣτΕ 1664,1665,1666/2011).
28. Η Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού με την υπ αριθμ 413/V/2008 απόφαση της (βλ Ελ Δνη 50, 2009, 304 επ) δέχθηκε ότι οι εδαφικοί περιορισμοί στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος (τοπική δικηγορική αρμοδιότητα, σύμπραξη με τοπικό δικηγόρο), δικαιολογούνται από παραπάνω επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν αντίκειται στην νομοθεσία περί ελεύθερου ανταγωνισμού, δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, και όχι μόνο δεν επιβαρύνει τον διάδικο η σύμπραξη τοπικού δικηγόρου, αλλά, αντίθετα, λειτουργεί προς όφελος του, όπως προαναφέρθηκε.
29. Τέλος, το Δ.Ε.Ε με τις πρόσφατες αποφάσεις του που αναφέρονται στις παρ 4 και 5 της παρούσας, έκρινε ότι εδαφικοί περιορισμοί αναγόμενοι στην τοπική αρμοδιότητα και στην αποκλειστική εγκατάσταση και οι οποίοι αφορούν την άσκηση δραστηριότητας που επιδιώκει την εκπλήρωση σκοπών δημοσίου συμφέροντος (όπως είναι οι συμ/κές δραστηριότητες και, κατά μείζονα λόγο, οι δικηγορικές δραστηριότητες) είναι δικαιολογημένοι από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, εφ΄ όσον είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών και δεν καθιστούν αδύνατη την ελεύθερη επιλογή του “παρόχου” της υπηρεσίας, όπως συμβαίνει με τους εδαφικούς περιορισμούς στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (βλ παρ 20 έως και 28 της παρούσας)
30. Οι παραπάνω εδαφικοί περιορισμοί (βλ παρ 20 της παρούσας) καταργήθηκαν με την παρ 1 του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011 (βλ παρ 2α της παρούσας)
31. Η κατάργηση των παραπάνω εδαφικών περιορισμών, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3919/2011, έγινε διότι:
α) Η διατήρηση των ως άνω γεωγραφικών περιορισμών, εμποδίζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, υποβάλλοντας συγχρόνως σε πρόσθετα έξοδα τους αποδέκτες των υπηρεσιών και περιορίζοντας τις επιλογές τους
β) δεν υπάρχουν εμφανείς λόγοι δημοσίου συμφέροντος που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τους ως άνω περιορισμούς
γ)δεν πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί ή φραγμοί στην οικονομία και τη συνακόλουθη ελεύθερη λειτουργία των αγορών (οικονομική ελευθερία), παρά μόνο για σαφείς και συγκεκριμένους λόγους, σε σχέση με τους οποίους εκτιμάται ότι το κοινωνικό όφελος από τη θέσπιση του περιορισμού ή φραγμού υπερβαίνει την κοινωνική ζημία από τη συνακόλουθη συρρίκνωση ή περιορισμό του ανταγωνισμού.
δ) η κατάργηση τους θα μπορούσε να προσπορίσει στην εθνική οικονομία σημαντικά οφέλη (βλ αιτιολ έκθεση Ν 3919/2011 ΚΝοΒ σελ 385, 389)
32. Η αιτιολογική έκθεση, κατά μέρος που αφορά τους “εδαφικούς περιορισμούς” στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, στηρίζεται σε προδήλως ανακριβείς προϋποθέσεις. Ειδικότερα:
α) Οι κανόνες περί εδαφικής αρμοδιότητας, έδρας, διορισμού σε συγκεκριμένη πρωτοδικειακή περιφέρεια, σύμπραξης με τοπικό δικηγόρο και δικολογικής ικανότητας δημοσίου λειτουργού του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας δεν υπάγονται στις διατάξεις περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, διότι αποτελούν υποχρεωτικούς νομοθετικούς κανόνες σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του ΔΕΚ (και ήδη ΔΕΕ)
β) Η κατάργηση των παραπάνω εδαφικών περιορισμών όχι μόνο δεν θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους την εν γένει δικαστικής δαπάνης δαπάνης του εντολέα, αλλά αντίθετα θα το επαυξήσει. Για παράδειγμα, δικηγόρος Αθηνών που θα διενεργήσει διαδικαστικές πράξεις σε Πολυμελές Πρωτοδικείο εκτός της περιφέρειας του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει, και μάλιστα σε απομακρυσμένη περιοχή (Ιωάννινα, Κέρκυρα, Αλεξανδρούπολη κλπ) θα αναγκασθεί να μετακινηθεί από και προς την έδρα του πέντε τουλάχιστον φορές (κατάθεση αγωγής, κατάθεση προτάσεων, κατάθεση προσθήκης -αντίκρουσης , συζήτηση στο ακροατήριο, λήψη πρακτικών συζητήσεως και κατάθεση αξιολόγησης μαρτυρικών καταθέσεων), και θα επιβαρύνει έτσι τον εντολέα του με σημαντικό κόστος τουλάχιστον για τις μετακινήσεις αυτές.
Αντίθετα, η σύμπραξη τοπικού δικηγόρου δεν επιβαρύνει τον εντολέα με το κόστος αυτό, ενώ η νόμιμη αμοιβή του είναι σημαντικά κατώτερη της δαπάνης αυτής (βλ και παρ 22 γ, 23 Α, Β, 28 της παρούσας, και την υπ΄ αριθμ 413/V/2008 απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού.) Συνεπώς, ουδεμία οικονομική ωφέλεια θα έχει ο εντολέας του Δικηγόρου, πολλώ δε μάλλον η ελληνική οικονομία και η ανταγωνιστικότητα της.
γ) Όπως αναλυτικά αναφέρεται στις παρ 20 έως και 29 της παρούσας, υπάρχουν εμφανέστατοι και επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν τους ανωτέρω εδαφικούς “περιορισμούς” . Το μόνο που αποδεικνύει η ανωτέρω αιτιολογική έκθεση είναι ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν τήρησε τις εγγυήσεις του άρθρου 15 παρ 1,2,3 της οδηγίας 2006/123 και δεν έλαβε υπόψη της και δεν αξιολόγησε τους ανωτέρω επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν τους παραπάνω εδαφικούς “περιορισμούς”. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την έκθεση αξιολόγησης συνεπειών των ρυθμίσεων του Ν. 3919/2011 που κατατέθηκε στη Βουλή ως συνοδευτικό κείμενο του νόμου αυτού και της εισηγητικής εκθέσεως επ΄ αυτού, στην οποία απουσιάζει κάθε αναφορά στους ανωτέρω επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και στην σχετική νομολογία του Ευρ. Δ.Α.Δ, του Δ.Ε.Ε του Α.Π, του ΣτΕ και της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αν και ήταν γνωστές ήδη στον νομοθέτη. Αντίθετα, στην έκθεση αξιολόγησης συνεπειών των ρυθμίσεων του Ν. 3919/2011, μνημονεύονται,άσχετες με το Δικηγορικό λειτούργημα αποφάσεις του ΣτΕ και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, γεγονός που επιβεβαιώνει πλήρως την μη τήρηση των εγγυήσεων του άρθρου 15 παρ 1, 2, 3 της οδηγίας 2006/123 όπως προαναφέρθηκε (βλ και παρ 3, 4, 5, 6, 7, 9 δ, ε, στ, 11, 12, 13, 20 έως και 29 της παρούσας. ) Συνεπώς η ανωτέρω αιτιολογική έκθεση στηρίζεται και ως προς το σκέλος αυτό σε εντελώς ανακριβή προϋπόθεση.
δ) Όπως προαναφέρθηκε (βλ παρ 4,5,6, 23Α,Β,25,26 της παρούσας ) οι ανωτέρω εδαφικοί περιορισμοί δεν περιορίζουν την ελεύθερη επιλογή δικηγόρου ή την ελεύθερη άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Συνεπώς, η ανωτέρω αιτιολογική έκθεση στηρίζεται και ως προς το σκέλος αυτό σε ανακριβή προϋπόθεση.
ε)Τέλος, όπως προαναφέρθηκε (βλ παρ 4,5,6,20 έως και 29 της παρούσας) οι ανωτέρω περιορισμοί δεν θίγουν την οικονομική ελευθερία ή άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες και ατομικά δικαιώματα και δικαιολογούνται απολύτως από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς η ανωτέρω αιτιολογική έκθεση στηρίζεται, και ως προς το σκέλος αυτό σε ανακριβή προϋπόθεση.
33. Η κατάργηση της εδαφικής αρμοδιότητας (βλ και παρ 2 α της παρούσας) για τους παραπάνω λόγους (βλ παρ 31 της παρούσας) καθιστά “μετέωρη” και “έωλη” κι την υποχρέωση διατήρησης επαγγελματικής έδρας μόνο στην έδρα του δικηγορικού συλλόγου στον οποίο ανήκει ο δικηγόρος (από την άποψη του νομικού θεμελίου αυτής) και συνακόλουθα, καθιστά αυτή (δηλ την απαγόρευση δευτερεύουσας εγκατάστασης “επιταγή χωρίς αντίκρυσμα” (βλ και παρ 2 β της παρούσας). Και τούτο διότι, μετά την κατάργηση της εδαφικής αρμοδιότητας αίρεται (τυπικά) και ο δικαιολογητικός λόγος ύπαρξης της και, συνακόλουθα, ο δικαιολογητικός λόγος απαγόρευσης διατήρησης δευτερεύουσας εγκατάστασης, εκτός της έδρας του δικηγορικού συλλόγου στον οποίο ανήκει ο δικηγόρος, λόγω του παρακολουθηματικού και παρεπόμενου (σε σχέση με την εδαφική αρμοδιότητα) χαρακτήρα της απαγόρευσης αυτής όπως προαναφέρθηκε (βλ παρ 22 και ιδίως περ γ αυτής, 25 έως και 29 της παρούσας.) Ειδικότερα όπως έχει παγίως νομολογηθεί από το Δ.Ε.Κ. (και ήδη Δ.Ε.Ε) ναι μεν η υποχρέωση διατήρησης έδρας αποσκοπεί (δευτερευόντως) και στη διασφάλιση της επικοινωνίας του δικηγόρου με τον εντολέα του και τις δικαστικές αρχές καθώς και στην άσκηση πειθαρχικού ελέγχου, πλην όμως τα σημερινά μέσα μεταφοράς και τηλεπικοινωνιών προσφέρουν τη δυνατότητα επαρκούς εγγυήσεως διασφάλισης της επικοινωνίας και επαφής του δικηγόρου με τις αρμόδιες δικαστικές αρχές και τους εντολείς του, ενώ η ύπαρξη δευτερεύουσας επαγγελματικής εγκατάστασης δεν δημιουργεί εμπόδια στην εφαρμογή των κανόνων δεοντολογίας και δεν εμποδίζει την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου (βλ. συναφώς ΔΕΚ απόφ. της 12ης Ιουλίου 1984, C-107/83, Klopp σκ. 19, απόφ. Της 20ης Μαΐου 1992, C 106/91, Ramrath σκ. 20 έως 22 και 28, αποφ. της 18ης Ιανουαρίου 2001, C – 162/1999, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκ. 20, απόφ. της 7ης Μαρτίου 2002, C- 145/1999, Επιτροπή κατά Ιταλίας). Μ΄ άλλα λόγια, μετά την άρση του δικαιολογητικού λόγου θέσπισης της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας και η απαγόρευση της δευτερεύουσας (πολλαπλής) εγκατάστασης στερείται πλέον δικαιολογητικού λόγου ύπαρξης και τίθεται ζήτημα αντίθεσης της απαγόρευσης αυτής προς την αρχή της αναλογικότητας. Για τον λόγο αυτό επισημαίνουμε εμφατικά ότι σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής (στο ΔΕΕ) ή αιτήσεως ακυρώσεως (στο ΣτΕ) κατά της εν λόγω απαγόρευσης αυτή θα καταρρεύσει ως «πύργος στην άμμο», ή ως ¨αχυρένια καλύβα» και θα επέλθουν όλες οι δυσμενείς επιπτώσεις που αναφέρονται παραπάνω, αν δεν διατηρηθεί η εδαφική δικηγορική αρμοδιότητα, έστω και με ηπιότερη μορφή, όπως αναφέρεται παρακάτω στις παρ. 45 έως και 48, όπως ακριβώς διατηρείται και για τους συμβ/φους και τους δικαστικούς επιμελητές κατά τα προαναφερθέντα.
34. Επίσης η κατάργηση της εδαφικής αρμοδιότητας (βλ και παρ. 2α της παρούσας) για τους παραπάνω λόγους (βλ. παρ. 31 της παρούσας) καθιστά ¨μετέωρη» και «έωλη» την απαγόρευση σύστασης δικηγορικών εταιριών μεταξύ Δικηγόρων που ανήκουν σε διαφορετικούς Δικηγορικού Συλλόγους (από την άποψη του νομικού θεμελίου αυτής), η οποία (απαγόρευση) είναι απότοκη της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας όπως προαναφέρθηκε (βλ. παρ. 2β και 22 και ιδίως περπτ. δ αυτής και 25 έως 29 της παρούσας) Μ άλλα λόγια με την άρση του δικαιολογητικού λόγου θέσπισης της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας, η απαγόρευση σύστασης «διατοπικής» ή «διαπεριφερειακής» δικηγορικής εταιρίας (“εταιρία χταπόδι”), στερείται πλέον δικαιολογητικού λόγου ύπαρξης και τίθεται ζήτημα αντίθεσης της απαγόρευσης αυτής προς την επαγγελματική ελευθερία. Για τον λόγο αυτό επισημάναμε εμφατικά με την ως άνω αίτησή μας ότι σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής στο ΔΕΕ ή αιτήσεως ακυρώσεως στο ΣτΕ κατά της τυχόν αρνήσεως συστάσεως τέτοιας εταιρίας, και η απαγόρευση αυτή φοβούμασθε ότι θα καταρρεύσει ως «πύργος στην άμμο», ή ως ¨αχυρένια καλύβα» όπως προαναφέρθηκε (βλ και παρ. 33 της παρούσας) με αποτέλεσμα να επέλθουν όλες οι παρακάτω δυσμενείς επιπτώσεις.
35. Όπως προαναφέρθηκε η άρση του δικαιολογητικού λόγου ύπαρξης της εδαφικής αρμοδιότητας καθιστά χωρίς δικαιολογητικό λόγο την απαγόρευση δευτερεύουσας εγκατάστασης, εκτός της έδρας του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει ο Δικηγόρος και την απαγόρευση σύστασης διατοπικής ή διαπεριφερειακής δικηγορικής προσωπικής εταιρίας (βλ. παρ. 33,34 της παρούσας). Το (νομικό) γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την άρση της απαγόρευσης σύστασης πολυεπαγγελματικής εταιρίας και της άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων από Δικηγόρους (βλ. αρθ. 26 παρ. 1,2 Ν. 3844/2010, όπως θα αναλυθεί στην συνέχεια στο οικείο κεφάλαιο) θα επιφέρει τις παρακάτω δυσμενείς επιπτώσεις:
α) Τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα θα συστήσουν πολυεπαγγελματικές, κεφαλαιουχικές και διαπεριφερειακές εταιρίες (τράπεζες, κατασκευαστικές εταιρίες, ασφαλιστικές εταιρείες κλπ) και θα εξακτινωθούν (επεκταθούν) σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, όπου ήδη διατηρούν υποκαταστήματα είτε μέσω της πολλαπλής εγκατάστασης, είτε μέσω των «εταιριών – χταποδιών». Τούτο, πέραν των άλλων δυσμενών επιπτώσεων (που θα αναλυθούν στην συνέχεια) θα οδηγήσει σε πλήρη έλεγχο της πρόσβασης στην Δικαιοσύνη μεγάλων κατηγοριών πολιτών από τα παραπάνω οργανωμένα συμφέροντα, σε υποθέσεις που τα ενδιαφέρουν άμεσα, τα οποία (συμφέροντα) εκμεταλλευόμενα την προνομιακή πρόσβασή τους σε μεγάλο αριθμό αποδεκτών των υπηρεσιών τους, ή την οικονομική τους δύναμη ή και τα δύο μαζί, θα δημιουργήσουν μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις στον ευαίσθητο χώρο της πρόσβασης των πολιτών σε Δικηγόρο, και συνακόλουθα σε Δικαστήριο.
β) Οι Δικηγόροι μέλη ή απασχολούμενοι στις εταιρίες αυτές, θα «μεταλλαχθούν» από «άμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι» – δημόσιοι λειτουργοί και «φυσικοί υπερασπιστές» του Κράτους Δικαίου σε επιχειρηματίες «δικαιοπώλες- παντοπώλες» ή θα υπαλληλοποιηθούν και θα υπηρετούν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, χάνοντας την ανεξαρτησία τους, όπως θα αναλυθεί διεξοδικά και στη συνέχεια.
γ).Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κατάργηση της εδαφικής αρμοδιότητας όχι μόνο δεν θα ενισχύσει τον ελεύθερο ανταγωνισμό όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3919/2011 (βλ παρ. 31 της παρούσας), αλλά αντίθετα,θα δημιουργήσει μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις στον ευαίσθητο χώρο της πρόσβασης των πολιτών σε δικηγόρο, και δι΄ αυτού, στην δικαιοσύνη, γεγονός που προδήλως δεν θέλει ο νομοθέτης, όπως προαναφέρθηκε (βλ παρ 22 δ της παρούσας). Με άλλα λόγια, η κατάργηση της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας όχι μόνο δεν δύναται να πραγματώσει τον επιδιωκόμενο νομοθετικό σκοπό της ενίσχυσης του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά, αντίθετα, τον ματαιώνει και τον θέτει εκποδών, κατά πρόδηλη παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, όπως θα αναφερθεί και στη συνέχεια.
36. Πέραν τούτων η κατάργηση της εδαφικής αρμοδιότητας έχει και τις ακόλουθες συνέπειες:
α) Αίρεται η τυπική νομοθετική εκδήλωση και αναγνώριση (σε θεσμικό και σε συμβολικό επίπεδο) του λειτουργηματικού χαρακτήρα της δικηγορίας, άλλως, οι Δικηγόροι θεωρούνται πλέον «δημόσιοι λειτουργοί» Β΄ κατηγορίας. Ειδικότερα ο δικηγόρος ως «άμισθος δημόσιος υπάλληλος» και δημόσιος λειτουργός, πρέπει να έχει και προκαθορισμένη εδαφική αρμοδιότητα, όπως και οι συμβ/φοι, οι άμισθοι υποθηκοφύλακες, οι δικαστικοί επιμελητές. Όλες οι παραπάνω κατηγορίες διατηρούν τους εδαφικούς περιορισμούς, πλην των Δικηγόρων, οι οποίοι έτσι εξομοιώνονται με οιονδήποτε άλλο «πάροχο υπηρεσιών».
β) η τοπική δικηγορική αρμοδιότητα και η μία και αποκλειστική έδρα μέχρι σήμερα λειτούργησε ευεργετικά σε ό,τι αφορά την ικανοποιητική στελέχωση με δικηγόρους με μόνιμη εγκατάσταση όλων των πρωτοδικειακών περιφερειών της χώρας και συγκράτησε τους Δικηγόρους με μόνιμη εγκατάσταση στις λιγότερο προνομιούχες και λιγότερο ελκυστικές (από οικονομική- επαγγελματική άποψη) και στις απομονωμένες γεωγραφικά πρωτοδικειακές περιφέρειες της χώρας. Η άρση όμως των παραπάνω εδαφικών περιορισμών, αίρει, και μάλιστα αιφνίδια, το κίνητρο μόνιμης εγκατάστασης Δικηγόρων στις παραπάνω περιοχές και θέτει, τουλάχιστον σε διακινδύνευση το δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε δικηγόρο με μόνιμη εγκατάσταση και, δι’ αυτού, σε Δικαστήριο των κατοίκων των παραπάνω περιοχών. Επίσης δημιουργεί τον κίνδυνο της «απογύμνωσης» και της «δικηγορικής ερημοποίησης» των λιγότερο προνομιούχων ή των γεωγραφικά απομονωμένων (νησιά, ορεινοί όγκοι) περιοχών της χώρας, λόγω της άρσης του κινήτρου μόνιμης εγκατάστασης δικηγόρων σ’ αυτές και, συνακόλουθα, σε διόγκωση του «δικηγορικού υδροκεφαλισμού» των μεγάλων αστικών κέντρων, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις του φαινομένου αυτού («κανιβαλιστικός» και αθέμιτος ανταγωνισμός και μείωση του επιπέδου προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των πολιτών).
γ) Ανατρέπεται εκ θεμελίων η πρωτοδικειακή οργάνωση του Δικηγορικού λειτουργήματος.
δ) Η μέχρι σήμερα σύμπραξη τοπικού Δικηγόρου λειτούργησε ικανοποιητικά τόσο σε ότι αφορά την ελεύθερη άσκηση του λειτουργήματος (βλ. παρ. 23 Α, Β της παρούσας) όσο και στην δημιουργία και σύσφιξη των επαγγελματικών και διαπροσωπικών σχέσεων και συνεργασιών μεταξύ των Δικηγόρων διαφορετικών πρωτοδικειακών περιφερειών, αμβλύνοντας έτσι τον μεταξύ τους εξοντωτικό ανταγωνισμό και συμβάλλοντας με επιτυχία και στη διάχυση της τοπικής νομολογίας και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων κάθε περιοχής σ’ όλους τους Δικηγόρους.
Η επελθούσα μεταβολή του status quo των ανωτέρω εδαφικών περιορισμών αφ’ ενός μεν θα θέσει σε σοβαρή διακινδύνευση το επίπεδο προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των πολιτών για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και αφ’ ετέρου θα διαρρήξει τους συνεκτικούς δεσμούς μεταξύ των δικηγόρων διαφορετικών πρωτοδικειακών περιφερειών και θα διαταράξει τις αρμονικές επαγγελματικές και προσωπικές σχέσεις και συνεργασίες που αναπτύχθηκαν μεταξύ των δικηγόρων στα πλαίσια αυτά.
ε) Τέλος, η κατάργηση των εδαφικών περιορισμών όχι μόνο δεν πρόκειται να μειώσει το κόστος των παρεχόμενων δικηγορικών υπηρεσιών (βλ. παρ. 31α της παρούσας), αλλά, αντίθετα, θα το επαυξήσει σημαντικά (βλ. παρ. 32β της παρούσας), η δε «ανταγωνιστικότητα» της ελεύθερης οικονομίας και ο ελεύθερος ανταγωνισμός σε τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθούν από την κατάργηση αυτή, όπως προαναφέρθηκε.
37. Η κατάργηση των ανωτέρω εδαφικών περιορισμών με τον προαναφερθέντα τρόπο και για τους προαναφερθέντες λόγους, αντίκειται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, στην οδηγία 2006/123, στο Σύνταγμα και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/97, που έχει κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ) για τους εξής λόγους:
38.α) Σύμφωνα με την οδηγία 2006/123 (βλ. άρθ. 15 παρ. 1,2,3 και 25 παρ 1,2) που ρυθμίζουν τα ίδια ζητήματα με τον ν. 3919/2011, ειδικά σε ότι αφορά τους Δικηγόρους τα κράτη μέλη οφείλουν να προβούν σε εξακρίβωση των ρυθμίσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της για κάθε επάγγελμα, στην αξιολόγησή τους και στην δικαιολόγησή τους από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και της μη διάκρισης με βάση την ιθαγένεια (φυσικά πρόσωπα) ή την έδρα (εταιρείες) και, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, δύναται να διατηρήσουν όλους τους «περιορισμούς», διαφορετικά οφείλουν να καταργήσουν τους «αδικαιολόγητους περιορισμούς» (βλ. παρ. 2,3,4,5,6,7,9 περιπτ. δ,ε,στ,10,11,12,13,14 της παρούσας, όπου και αναφερόμασθε εκ νέου αυτολεξεί προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων).
β) Όπως επίσης προαναφέρθηκε, όλοι οι «εδαφικοί περιορισμοί» δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. παρ.20 έως και 29 της παρούσας, όπου και αναφερόμασθε εκ νέου)
γ) Περαιτέρω, η κατάργηση των ανωτέρω «εδαφικών περιορισμών» για τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 31 της παρούσας, έγινε, σε ότι αφορά τους Δικηγόρους, χωρίς προηγουμένως να ερευνηθεί αν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν τους περιορισμούς αυτούς ή με επίκληση λόγων που δεν αφορούν τους εδαφικούς περιορισμούς στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και δεν συνδέονται αιτιωδώς μ’ αυτό (βλ. παρ. 32,33,34,35 της παρούσας όπου επίσης αναφερόμασθε αυτολεξεί).
δ) Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κατάργηση των ως άνω «εδαφικών περιορισμών» έγινε χωρίς να τηρηθούν οι εγγυήσεις της οδηγίας 2006/123 (αρθ. 15 παρ. 1,2,3 και 25 παρ. 1,2) και ως εκ τούτου υφίσταται πρόδηλη παράβαση των ανωτέρω διατάξεων της οδηγίας αυτής.
39. Όπως επίσης προαναφέρθηκε, η κατάργηση των ανωτέρω εδαφικών περιορισμών είναι προδήλως απρόσφορη να πραγματώσει τον επιδιωκόμενο νομοθετικό σκοπό τον οποίο και θέτει εκποδών (βλ. παρ. 32 έως και 35 της παρούσας, όπου και αναφερόμασθε εκ νέου αυτολεξεί και ως εκ τούτου υφίσταται πρόδηλη παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.
40. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, είναι σαφές ότι καταργήθηκαν «απαιτήσεις» του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας (εδαφική αρμοδιότητα) που δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. παρ. 20 έως και 29 της παρούσας) με αποτέλεσμα να ματαιωθούν και να τεθούν σε σοβαρή διακινδύνευση επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος σκοποί και να επέρχονται πλέον, τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα (βλ. παρ. 33 έως και 36 της παρούσας). Συνεπώς, η κατάργηση της εδαφικής αρμοδιότητας αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και για τον λόγο αυτόν.
41.Η κατάργηση της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιοτητας, εξομοιώνει τον δικηγόρο με οιονδήποτε «πάροχο υπηρεσιών» και αναιρεί, άλλως, υποβαθμίζει ουσιωδώς τον λειτουργηματικό χαρακτήρα, της Δικηγορίας, (βλ. παρ. 9 περιπτ. στ και 36α της παρούσας) και ως εκ τούτου υφίσταται πρόδηλη παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 26 του Δ.Σ.Α.Π.Δ (εξομοίωση ανόμοιων).
42 Περαιτέρω, όλες οι κατηγορίες άμισθων δημοσίων υπαλλήλων (συμβολαιογράφοι, άμισθοι υποθηκοφύλακες, δικαστικοί επιμελητές) διατηρούν την εδαφική αρμοδιότητά τους, λόγω του λειτουργηματικού τους χαρακτήρα, και εξαιρούνται μόνο οι δικηγόροι, παρότι συντρέχει, και μάλιστα σε μείζονα βαθμό, ο αυτός δικαιολογητικός λόγος όπως προαναφέρθηκε (βλ. παρ. 2,3,4,5,6,7,8,9,36α της παρούσας όπου και αναφερόμασθε εκ νέου αυτολεξεί). Τούτο όμως συνιστά διαφορετική (ανόμοια) νομοθετική μεταχείρηση όμοιων περιπτώσεων και αποτελεί πρόδηλη παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε και του άρθρου 26 του Δ.Σ.Α.Π.Δ , και για τον λόγο αυτόν.
43. Επίσης η κατάργηση της δικηγορικής εδαφικής αρμοδιότητας αντίκειται και στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 και 14 της ΕΣΔΑ(ν.δ 53/74), 2 παρ. 3 (α,β), 14 παρ.1 και 26 Δ.Σ.Α.Π.Δ (ν.2462/97) και στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Κκαι τούτο διότι περιορίζουν και φαλκιδεύουν το δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε Δικηγόρο και κατ’ ακολουθία, σε Δικαστήριο των κατοίκων των γεωγραφικά απομονωμένων και λιγότερο προνομιούχων περιοχών της χώρας (ορεινές, νησιωτικές και φτωχές περιοχές) όπως προαναφέρθηκε (βλ. παρ. 9 στ, 20 έως και 29 και 36 περιπτ. β της παρούσας).
44. Τέλος η αιφνίδια κατάργηση (δηλ. η κατάργηση χωρίς εύλογη μεταβατική περίοδο) της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας αντίκειται και στην Συνταγματική (και θεμελιώδη Αρχή του Δικαίου της Ε.Ε) αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο νόμο. Και τούτο διότι, οι δικηγόροι των περιφερειακών δικηγορικών συλλόγων, και ιδίως οι αρχαιότεροι, προέβησαν στην επιλογή της μόνιμης εγκατάστασής τους, και ιδίως στις λιγότερο προνομιούχες και γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές, και στην συνακόλουθη επιλογή των συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους (ενασχόληση με συγκεκριμένα νομικά αντικείμενα περιορισμένου εύρους και βάθους, λόγω των ιδιαιτεροτήτων των συνθηκών των περιοχών μόνιμης εγκατάστασης) παρωθούμενοι από το κίνητρο της εδαφικής αρμοδιότητας (βλ. και παρ. 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 της παρούσας). Έτσι διαμορφώθηκε μια συγκεκριμένη πραγματική και νομική κατάσταση στην οποία εύλογα και δικαιολογημένα προσέβλεψαν, εμπιστευόμενοι το ανωτέρω νομοθετικό κίνητρο μόνιμης εγκατάστασης. Η αιφνίδια κατάργηση του κινήτρου μόνιμης εγκατάστασης σε απόμακρες πρωτοδικειακές περιφέρειες και ιδίως στις γεωγραφικά απομονωμένες ή λιγότερο προνομιούχες και ελκυστικές περιοχές, δηλ. της εδαφικής δικηγορικής αρμοδιότητας, ανέτρεψε, και μάλιστα χωρίς να τεθεί εύλογη περίοδος προσαρμογής στις νέες συνθήκες, την ανωτέρω διαμορφωμένη πραγματική και νομική κατάσταση, στην οποία εύλογα και δικαιολογημένα προσέβλεψαν εμπιστευόμενοι το ανωτέρω νομοθετικό κίνητρο μόνιμης εγκατάστασης στις περιοχές αυτές και ως εκ τούτου αντίκειται και στην θεμελιώδη αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο νόμο (αρχή της δικαιολογημένης νόμιμης εμπιστοσύνης).
45.Για όλους τους παραπάνω λόγους, με την από 27-7-2011 αίτησή μας ζητήσαμε από τους καθ΄ ων με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται με πρότασή τους ως συναρμοδίων Υπουργών, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3919/2011, να διατηρηθούν σε ισχύ οι παραπάνω εδαφικοί περιορισμοί, έστω και με ηπιότερη μορφή.
46. Ειδικότερα, ζητήσαμε να διατηρηθούν σε ισχύ τα άρθρα 44 και 56 του Κώδικα Δικηγόρων έστω και με ηπιότερη μορφή σε ό,τι αφορά τις συνέπειες παράβασης του άρθρου 44.
47.Για το σκοπό αυτόν προτείναμε το άρθρο 44 του Κώδικα Δικηγόρων να διατηρηθεί σε ισχύ αναδιατυπωμένο ως εξής:
« 1. Ο Δικηγόρος τόσο όταν ασκεί ατομικά την δικηγορία όσο και όταν είναι μέλος αστικής επαγγελματικής δικηγορικής εταιρείας του π/δ 81/2005 (Α 120) έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημά του στην περιφέρεια του δικηγορικού συλλόγους του οποίου είναι μέλος, μη υποκείμενος σε καμία και καθ’ οιονδήποτε τρόπο προηγούμενη άδεια ασκήσεως οιασδήποτε αρχής, απαγορεύεται όμως σ’ αυτόν να δικηγορεί σε δικαστήρια εκτός της περιφέρειας του συλλόγου του εδρεύοντα, χωρίς την σύμπραξη με Δικηγόρο διορισμένο στο δικαστήριο που διενεργείται η διαδικαστική πράξη ή παράσταση, πλην των ρητών εξαιρέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 56 και 57 του παρόντος Κώδικα.
2. Σε κάθε περίπτωση απόρριψης ως απαραδέκτου τακτικού ή εκτάκτου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή αιτήσεως σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και σε κάθε στάση της δίκης, από οποιοδήποτε Δικαστήριο, πολιτικής ή διοικητικής δικαιοδοσίας λόγω ελλείψεως δικολογικής ικανότητας του υπογράφοντος το δικόγραφο ή του παρισταμένου Δικηγόρου σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, δύναται να επανασκηθεί το παραπάνω ένδικο βοήθημα ή μέσο ή αίτηση, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την τελεσιδικία της απορριπτικής απόφασης ή την άπρακτη πάροδο ασκήσεως κατ’ αυτής ενδίκου μέσου, κατ’ απόκλιση κάθε αντίθετης διάταξης.
3.Ο παραβάτης της διατάξεως της παραγράφου 1 τιμωρείται με προσωρινή και σε περίπτωση υποτροπής με οριστικής παύση.»
48. Σε κάθε περίπτωση και με αποκλειστικό σκοπό να θωρακισθεί το κύρος της απαγόρευσης διατήρησης πολλαπλής εγκατάστασης και της απαγόρευσης σύστασης “διαπεριφερειακής” αστικής επαγγελματικής δικηγορικής εταιρείας του π.δ 81/2005, ή εξακτινωμένης σ΄ όλη τη Χώρα πολυεπαγγελματικής κεφαλαιουχικής δικηγορικής εταιρίας, προτείναμε το άρθρο 44 και το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 57 να διατηρηθούν σε ισχύ, με την εξής μορφή.
« 1. Ο δικηγόρος τόσο όταν ασκεί ατομικά την δικηγορία όσο και όταν είναι μέλος αστικής επαγγελματικής δικηγορικής εταιρείας του π/δ 81/2005 (Α 120) έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημά του στην περιφέρεια του οποίου είναι μέλος, μη υποκείμενος σε καμία και καθ’ οιονδήποτε τρόπο προηγούμενη άδεια ασκήσεως οιασδήποτε αρχής.
2. Κατ’ εξαίρεση έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημά του με τις παραπάνω ιδιότητες και σε περιφέρειες άλλων δικηγορικών συλλόγων, μη δυναμένης όμως της ασκήσεως αυτής να προσλάβει την μορφή επαγγελματικής εγκατάστασης.
3. Ο παραβάτης των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων τιμωρείται με προσωρινή και σε περίπτωση υποτροπής με οριστικής παύση.»
Άρθρο 57
«1. Ο δικηγόρος υποχρεούται να διατηρεί γραφείο μόνο στην έδρα του συλλόγου στον οποίο ανήκει».
48α.Οι ανωτέρω όμως λόγοι διατήρησης των ως άνω εδαφικών “περιορισμών” απορρίφθηκαν (σιωπηρά) μη νόμιμα με την προσβαλλόμενη άρνηση των καθ΄ων, η οποία πρέπει να ακυρωθεί κατά το σκέλος αυτό για τους λόγους που αναλυτικά προεκτέθηκαν.
Γ). ΛΟΓΟΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΔΕΣΗΣ ΑΥΤΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΕΣ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗΣ ΤΗΣ «ΓΡΑΠΤΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΥΡΗΣ» ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ.
49.Ο υποχρεωτικός νομοθετικός καθορισμός των ελάχιστων ορίων των Δικηγορικών αμοιβών με τον Κώδικα Δικηγόρων (όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση των σχετικών διατάξεων με το άρθρο 5 παρ. 6 α, β, 7,8,9,10,11,14 του ν. 3919/2011), την υπ’ αριθμ. 1117864/2297/Α0012/7-12-2007 ΚΥΑ και το άρθρο 7 παρ. 2 έως και 7 του Ν. 2753/1999 (πριν την κατάργησή του με την παρ. 15 του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011, βλ. όμως και άρθρο 20 παρ. 7 ν. 3943/2011), ήταν δικαιολογημένος από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.
50.Οι λόγοι αυτοί είναι, επιγραμματικά, οι ακόλουθοι: Η αντικειμενική πληροφόρηση του εντολέα λόγω της ασυμμετρίας πληροφόρησης που υφίσταται στη σχέση του με τον δικηγόρο, η αποτροπή της μείωσης του επιπέδου των παρεχόμενων νομικών υπηρεσιών εξαιτίας του εξοντωτικού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται σε μια «υπερκορεσμένη» νομική «αγορά», όπως είναι η ελληνική (αναλογία δικηγόρων ανά κάτοικο 1 προς 250 περίπου!!!), η εύρυθμη και χρηστή λειτουργία της δικαιοσύνης, ο καθορισμός τεκμηρίου ως προς το ύψος της αμοιβής προς εκπλήρωση φορολογικών σκοπών (φορολόγηση στην πηγή και άμεση απόδοση εσόδων στα Δημόσια ταμεία, στους ασφαλιστικούς φορείς και στους Δικηγ. Συλλόγους), η διασφάλιση ενός ελαχίστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης δημοσίου λειτουργού και η εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής της αλληλεγγύης προς τους νεότερους και τους οικονομικά ασθενέστερους δικηγόρους.
51.Οι παραπάνω λόγοι αναλύονται διεξοδικά και τεκμηριωμένα στο υπ’ αριθμ. 58224/23-6-2010 έγγραφο των Γενικών Δ/νσεων Διοίκησης Δικαιοσύνης, Νομοθετικού Συντονισμού και Ειδικών Διεθνών Σχέσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης προς την Ειδική Νομική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών σε απάντηση της αιτιολογημένης γνώμης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, που έχει ως εξής, και στο οποίο (έγγραφο) αναφερόμασθε αυτολεξεί:
“ A. ΟΙ ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
1. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκαλεί την Ελληνική Δημοκρατία για παράβαση των άρθρων 49 και 56 της Σ.Λ.Ε.Ε, διότι με τον καθορισμό ελαχίστων ορίων δικηγορικών αμοιβών χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης:
α) Παρεμποδίζει, άλλως αποθαρρύνει, άλλως καθιστά λιγότερο ελκυστική την εγκατάσταση στην Ελλάδα Δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο Κράτος μέλος και φαλκιδεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, εμποδίζοντας αυτόν να παρέχει τις υπηρεσίες του με χαμηλότερες (των ελαχίστων ορίων) τιμές, προσαρμοσμένες στην ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση του εντολέα του ή στις ιδιαίτερες σχέσεις ή καταστάσεις που τον συνδέουν μ’ αυτόν.
β) Παρεμποδίζει, άλλως αποθαρρύνει, άλλως καθιστά λιγότερο ελκυστική την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα (σε μη μόνιμη βάση) Δικηγόρου άλλου κράτους μέρους για τον αμέσως παραπάνω λόγο και, επιπρόσθετα, διότι επιβάλει σ’ αυτόν πρόσθετες επιβαρύνσεις (παρακρατήσεις εισφορών υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων και παρακρατήσεις υπέρ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου), από τις οποίες αυτός δεν επωφελείται, ενώ είναι νομίμως εγγεγραμμένος στο κράτος μέλος καταγωγής του (διπλές εισφορές )
γ) Παρεμποδίζει, άλλως αποθαρρύνει άλλως φαλκιδεύει την δυνατότητα επιλογής των «αποδεκτών νομικών υπηρεσιών» (είτε στην Ελλάδα, είτε σ΄ άλλο κράτος μέλος), διότι δεν μπορούν να προσφύγουν στις «υπηρεσίες» Δικηγόρων άλλων κρατών μελών οι οποίοι θα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, χρεώνοντας αμοιβή χαμηλότερη από τα ελάχιστα όρια των προβλεπομένων στην Ελλάδα αμοιβών και προσαρμόζοντας αυτήν στην ιδιαίτερη οικονομική του κατάσταση ή στην ιδιαίτερη σχέση που τυχόν τους συνδέει.
2. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόνος συμβατός με το Κοινοτικό Δίκαιο τρόπος καθορισμού της δικηγορικής αμοιβής είναι ο συμβατικός και δεν συντρέχει κανένας επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί τον νομοθετικό/κανονιστικό καθορισμό ελάχιστων ορίων δικηγορικών αμοιβών.
Β. Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΚ (ΚΑΙ ΗΔΗ Δικ.Ε.Ε.) ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ).
3. Το ΔΕΚ έχει ήδη δεχθεί ότι ο καθορισμός ελαχίστων ορίων δικηγορικών αμοιβών αποτελεί, κατ΄ αρχήν «περιορισμό» της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών (ενεργητικής και παθητικής).
Ταυτόχρονα όμως δέχεται και ότι ο περιορισμός αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, οι οποίοι (λόγοι) πρέπει να είναι σύμφωνοι και με την κοινοτική αρχή της αναλογικότητας.
4. Σύμφωνα με το ΔΕΚ, η προστασία των «καταναλωτών» και ιδίως των «αποδεκτών» των «νομικών υπηρεσιών» που παρέχουν οι δικηγόροι και η προστασία της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης, αποτελούν σκοπούς που περιλαμβάνονται σ’ αυτούς που μπορούν να θεωρηθούν ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, ικανοί να δικαιολογήσουν τον περιορισμό αυτό, υπό την προϋπόθεση της τήρησης της κοινοτικής αρχής της αναλογικότητας.
5. Κριτήρια συνδρομής των παραπάνω επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος μεταξύ άλλων είναι και τα εξής:
α) Η συσχέτιση μεταξύ του ύψους των αμοιβών και της ποιότητας των παρεχομένων από τους Δικηγόρους υπηρεσιών
Σύμφωνα πάντοτε με το ΔΕΚ πρέπει να εξακριβωθεί ιδίως αν ο καθορισμός ελαχίστων ορίων δικηγορικών αμοιβών αποτελεί κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών δηλαδή της προστασίας των καταναλωτών και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης. Ειδικότερα:
i) Σύμφωνα με το ΔΕΚ δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων ότι αυτός ο καθορισμός δεν μπορεί να αποτρέψει τους δικηγόρους, σ’ ένα πλαίσιο όπως αυτό της Ελληνικής «αγοράς», η οποία διακρίνεται από την ύπαρξη εξαιρετικά υψηλού αριθμού εν ενεργεία δικηγόρων εγγεγραμμένων σε συλλόγους (40.000 δικηγόροι σε σύνολο πληθυσμού 11.000.000 κατοίκων περίπου), από το να αποδυθούν σε εξοντωτικό ανταγωνισμό, δυνάμενο να καταλήξει στην προσφορά παροχής υπηρεσιών με πολύ χαμηλή αμοιβή, με τον κίνδυνο να υποβαθμισθεί η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών.
ii) Σύμφωνα με το ΔΕΚ, πρέπει να ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι στον τομέα παροχής δικηγορικών «υπηρεσιών», υφίσταται ασυμμετρία στην πληροφόρηση μεταξύ «εντολέων – καταναλωτών» και δικηγόρων. Συγκεκριμένα, οι δικηγόροι διαθέτουν υψηλό επίπεδο ειδικών γνώσεων τις οποίες δεν διαθέτουν κατ’ ανάγκη «οι καταναλωτές», με συνέπεια οι δεύτεροι να μην μπορούν ή να δυσκολεύονται να αξιολογήσουν την ποιότητα των παρεχομένων «υπηρεσιών» ή τους κινδύνους που συνεπάγεται ένας δικαστικός αγώνας.
β) Η αποτελεσματικότητα των σχετικών με το δικηγορικό επάγγελμα κανόνων. Σύμφωνα με το ΔΕΚ πρέπει να ερευνάται και αν οι κανόνες περί οργανώσεως, προσόντων, δεοντολογίας, ελέγχου και ευθύνης των δικηγόρων επαρκούν αφ΄ εαυτών για την επίτευξη των σκοπών της προστασίας των καταναλωτών και της εύρυθμης (=χρηστής) λειτουργίας της δικαιοσύνης (βλ. για τα παραπάνω ΔΕΚ συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-94/04 και C-202/04, απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2006, F. Cipolla κατά R. Portolese και S. Macrino κ.λ.π. κατά R. Meloni σκέψεις 61, 64, 66, 67, 68, 69, όπου
και παραπομπές σε νομολογία).
Γ) Η ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΩΝ ΛΟΓΩΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΝ ΤΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ / ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ.
α. Η προστασία του εντολέα
6. Ο νομοθετικός και κανονιστικός καθορισμός των ελαχίστων ορίων των δικηγορικών αμοιβών καθιστά εφικτή την αντικειμενική, διάφανη και εκ των προτέρων ενημέρωση του εντολέα του δικηγόρου, ο οποίος (εντολέας), με τον τρόπο αυτό, είναι σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων το ύψος της δικηγορικής αμοιβής και συνακόλουθα και το κόστος του δικαστικού αγώνα.
7. Επίσης με τον παραπάνω καθορισμό ο εντολέας είναι σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων και τους κινδύνους που συνεπάγεται για τα συμφέροντα του η τυχόν μη επιτυχής γι’ αυτόν έκβαση της δίκης. Και τούτο διότι, η δικαστική δαπάνη του αντιδίκου, σημαντικό μέρος της οποίας αποτελεί και η δικηγορική αμοιβή, καταλογίζεται στον ηττημένο διάδικο ( βλ. αρθ. 169, 173 επ., και ιδίως 176, 189 παρ. 1 περ. γ Κ.Πολ.Δ, αρθ. 275 παρ. 1, 2, 4 περ. γ ΚΔΔ, αρθ. 39 παρ. 1 π.δ. 18/98).
8. Η Επιτροπή με την παραπάνω αιτιολογημένη γνώμη, διατυπώνει την άποψη ότι ο παραπάνω σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με την κατ’ εκτίμηση ενημέρωση του εντολέα από τον Δικηγόρο. Όμως η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη την ασυμμετρία πληροφόρησης που υφίσταται μεταξύ εντολέα και δικηγόρου ως προς το θέμα αυτό (βλ. παρ. 5 α, ii της παρούσας). Η Ελληνική Δημοκρατία υπενθυμίζει τη θέση που η ίδια η Επιτροπή είχε διατυπώσει σχετικά με την υφιστάμενη ασυμμετρία πληροφόρησης (βλ. την ανακοίνωση της Επιτροπής της 9ης Φεβρουαρίου 2004 [com (2007) 83, τελικό 611] και ΔΕΚ, απόφαση της 5-12-2004, C-94/04 και C-202/04 σκ. 68.)
Β. Η εύρυθμη (=χρηστή) λειτουργία της δικαιοσύνης
9. Η δικαστική δαπάνη, στην οποία περιλαμβάνεται και η δικηγορική αμοιβή (βλ. παρ. 7 της παρούσας), αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή αποζημίωσης του νικητή διαδίκου και με την έννοια αυτή αποτελεί προστατευόμενο περιουσιακό «αγαθό» σύμφωνα με το άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που αποτελεί και «κοινοτικό κεκτημένο». Ο νομοθετικός/κανονιστικός προσδιορισμός αυτής (ως προς τα ελάχιστα όρια της) αποτελεί ένα νομικό τεκμήριο που διευκολύνει τον προσδιορισμό της με τρόπο αντικειμενικό και διαφανή.
10. Επίσης ο παραπάνω προσδιορισμός της δικαστικής δαπάνης (αναπόσπαστο τμήμα της οποίας αποτελεί και η δικηγορική αμοιβή), διευκολύνει και την ταχεία εκκαθάριση αυτής και την ταχεία πρόοδο της δίκης. Διαφορετικά, χωρίς αυτόν τον νομοθετικό/κανονιστικό αντικειμενικό προσδιορισμό, είτε θα διεξάγονταν απόδειξη για την αναγκαιότητα του ελαχίστου ύψους της δαπάνης, γεγονός που θα παρεμπόδιζε την ταχεία πρόοδο της δίκης είτε θα καθορίζονταν αυθαίρετα από το Δικαστήριο.
11. Περαιτέρω, ο παραπάνω καθορισμός της δικαστικής δαπάνης αποτελεί και ένα αποτρεπτικό μέσο ασκήσεως αβάσιμων ή αμφίβολης εκβάσεως ενδίκων βοηθημάτων μέσων. Και τούτο διότι, με τον αντικειμενικό και διαφανή αυτόν τρόπο, ο διάδικος γνωρίζει εκ των προτέρων τους κινδύνους που συνεπάγεται γι’ αυτόν η διεξαγωγή ενός δικαστικού αγώνα (βλ. αρθ. 169, 173 παρ. 3, 176, 177, 178, 181 παρ. 2, 3, 183, 185 Κ.Πολ.Δ).
12. Τέλος ο καθορισμός των ελαχίστων ορίων της δικηγορικής αμοιβής (που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της δικαστικής δαπάνης) καθιστά αποτελεσματικούς και ωφέλιμους τους θεσμούς του ευεργήματος της πενίας, της νομικής αρωγής και του αυτεπάγγελτου διορισμού δικηγόρου (βλ. 194 επ. Κ.Πολ.Δ, 276 Κ.Δ.Δ., ν. 3226/2004 με τον οποίο μεταφέρθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2002/8/Ε.Κ., αρθ. 340 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ). Και τούτο διότι με τον παραπάνω τρόπο, παρέχεται ένα ισχυρότατο κίνητρο στους δικηγόρους να αποδέχονται την εντολή υπεράσπισης, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι είναι διασφαλισμένη μια ελάχιστη αμοιβή.
13. Η αιτιολογημένη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: α) Επιχειρεί να αποσυνδέσει την δικαστική δαπάνη από την δικηγορική αμοιβή. Η γνώμη όμως αυτή στηρίζεται σε εντελώς ανακριβή προϋπόθεση, διότι η δικηγορική αμοιβή αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της δικαστικής δαπάνης, όπως προαναφέρθηκε (βλ. και αρθ. 189 παρ. 1 περιπτ. γ Κ.Πολ.Δ., άρθρ. 275 παρ. 1, 4 περιπτ. γ, και 6 εδαφ. β Κ.Δ.Δ. αρθρ. 39 παρ. 1 Π.Δ. 18/1989). β) Συνδέει συγχυτικά τη χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας, τη νομική αρωγή και τον αυτεπάγγελτο διορισμό δικηγόρου (βλ. παρ. 12 της παρούσας) με τη “δωρεάν” υπεράσπιση, δηλ. με την υπεράσπιση χωρίς αμοιβή (βλ. σελ. 4, στιχ. 8, 9 της αιτιολογημένης γνώμης). Σύμφωνα όμως με το άρθρο 200 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η χορήγηση του ευεργετήματος της πενίας υποχρεώνει τον δικηγόρο να δεχθεί την εντολή, χωρίς αξίωση προκαταβολής αμοιβής και όχι χωρίς αξίωση λήψεως αμοιβής. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 203 παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η αμοιβή του δικηγόρου επιδικάζεται σ’ αυτόν και εισπράττεται κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης.
γ) Επικαλείται την δήθεν διπλή επιβολή κανόνων αντιφατικών μεταξύ τους σε ότι αφορά τον κοινοτικό Δικηγόρο που τελεί σε καθεστώς πρόσκαιρης απασχόλησης στην Ελλάδα η έχει πολλαπλή έδρα (βλ. σελ. 11 της αιτιολογημένης γνώμης).
Σύμφωνα όμως με το άρθρο 6 της οδηγίας 98/5 ΕΚ και το άρθρο 4 παρ 1 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ οι κοινοτικοί δικηγόροι που ασκούν το λειτούργημα μόνιμα ή προσωρινά στην Ελλάδα υπόκεινται στους επαγγελματικούς κανόνες του κράτους υποδοχής (δηλ της Ελλάδας) και όχι του κράτους προέλευσης. Συνεπώς δεν υφίσταται “αντινομία” ή «αντίφαση» όπως ισχυρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επισημαίνεται ως προς το σημείο αυτό ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πραγματικότητα επικαλείται τη λογική και τη φιλοσοφία της επονομαζόμενης και «Οδηγίας Μπολκενσταϊν», αφού επιχειρεί να συνδέσει τον τρόπο αμοιβής με την χώρα προέλευσης και όχι με την χώρα υποδοχής. Η λογική και η φιλοσοφία αυτή όμως δεν επικράτησε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (βλ αιτιολογική έκθεση ν. 3844/2010, ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ σελ 1) ενώ σε ότι αφορά τους Δικηγόρους η κατάσταση είναι ξεκαθαρισμένη με τις οδηγίες 98/5/ΕΚ και 77/249/ΕΟΚ ως προς το θέμα αυτό, όπως προαναφέρθηκε.
δ) Δεν αναγνωρίζει ουσιαστικά στον εθνικό νομοθέτη τη δυνατότητα να ρυθμίσει αυτός μια έννομη σχέση (δικηγορική εντολή) σε ότι αφορά το ύψος της που άπτεται της εύρυθμης (χρηστής) λειτουργίας της δικαιοσύνης και ισχυρίζεται ότι μόνος τρόπος ρύθμισης των ζητημάτων αυτών είναι ο συμβατικός. Με τον τρόπο αυτό δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη της την ρυθμιστική δυνατότητα ενός κράτους μέλους επί ενός ζητήματος που άπτεται του γενικού συμφέροντος.
14. Τέλος πρέπει να επισημανθούν και τα ακόλουθα:
α) Ο Δικηγόρος σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 1 του Κώδικα Δικηγόρων) είναι «άμισθος δημόσιος υπάλληλος» υπαγόμενος στον έλεγχο του Δικηγορικού Συλλόγου σε ότι αφορά την άσκηση του λειτουργήματος του και όχι ένας απλός “πάροχος υπηρεσιών”. Ο μισθός ενός υπαλλήλου αποτελεί στην πραγματικότητα το αντάλλαγμα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του και αποσκοπεί στην διαφύλαξη ενός ελάχιστου επιπέδου διαβιώσεως και στην προστασία του κύρους ενός δημοσίου λειτουργού. Για το λόγο αυτό το ύψος του ρυθμίζεται νομοθετικά / κανονιστικά. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο συμβαίνει και με την δικηγορική αμοιβή. Αποτελεί και αυτή το “αντάλλαγμα” για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και υπό την έννοια αυτή εμπίπτει και στο άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ως περιουσιακό αγαθό. Επίσης αποσκοπεί στη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβιώσεως δημοσίου λειτουργού και στην προστασία του κύρους του λειτουργήματος του Δικηγόρου (πάγια η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας). Τα θέματα αυτά δεν αφορούν απλώς το “οικονομικό συμφέρον” του Δικηγόρου, όπως θεωρεί η Επιτροπή, αλλά το γενικότερο συμφέρον. Όπως είναι θεμιτή νομοθετική ρύθμιση που αποσκοπεί στην προστασία ενός ελαχίστου ορίου του μισθού κατά τον ίδιο τρόπο είναι θεμιτή και η νομοθετική/κανονιστική ρύθμιση των ελάχιστων ορίων της δικηγορικής αμοιβής (ιδίως σε ότι αφορά τα γραμμάτια προείσπραξης). Όπως έχουν αξιοπρέπεια και δικαίωμα λήψεως ενός ελαχίστου ορίου αμοιβής οι δημόσιοι υπάλληλοι, προς διαφύλαξη ενός ανεκτού αξιοπρεπούς επιπέδου διαβιώσεως και του κύρους τους, το ίδιο συμβαίνει και με τους Δικηγόρους. Ούτε λιγότερο κύρος διαθέτουν, ούτε λιγότερες ανάγκες.
β) Σύμφωνα με την Επιτροπή, η «ελεύθερη βούληση των συναλλασσομένων» αποτελεί τον μόνο ρυθμιστικό παράγοντα των ανωτέρω ζητημάτων. Η άποψη αυτή, αφ΄ ενός μεν δεν συνυπολογίζει την ασυμμετρία πληροφόρησης που υφίσταται μεταξύ εντολέα και Δικηγόρου, όπως προαναφέρθηκε, και αφ΄ ετέρου παραβλέπει τον λειτουργηματικό χαρακτήρα της δικηγορίας, εξομοιώνει ανεπίτρεπτα τον Δικηγόρο με οποιονδήποτε άλλο “πάροχο υπηρεσιών” και δεν λαμβάνει υπόψη της την ιδιαίτερη φύση της δικηγορικής εντολής.
γ) Οι παραπάνω τρόποι είναι σύμφωνοι και με την αρχή της αναλογικότητας, αφού η κατ΄ εκτίμηση ενημέρωση του εντολέα από τον Δικηγόρο δεν είναι πρόσφορη για την διαφύλαξη των παραπάνω σκοπών όπως προαναφέρθηκε, ενώ, περαιτέρω, οι κανόνες οργάνωσης, προσόντων και ελέγχου του δικηγορικού λειτουργήματος και του Δικηγόρου δεν επαρκούν για την εκπλήρωση των σκοπών αυτών. Συγκεκριμένα λόγω της ασυμμετρίας πληροφόρησης, μόνη η κατ΄ εκτίμηση ενημέρωση του εντολέα από τον Δικηγόρο για τους κινδύνους που συνεπάγεται ένας δικαστικός αγώνας σε περίπτωση αποτυχίας του, δεν είναι πρόσφορος και κατάλληλος τρόπος για την επίτευξη των παραπάνω εντολών.
Επίσης, ο Δικηγόρος μπορεί να ελεγχθεί μόνο στην περίπτωση της “καταπλεονεκτικής” αμοιβής (αρθ. 178, 179 ΑΚ), ενώ είναι πρακτικά δυσχερής έως ανέφικτη η απόδειξη αν υπήρξε πραγματική και πλήρης ενημέρωση του εντολέα για τους κινδύνους που συνεπάγεται η μη επιτυχής έκβαση ενός δικαστικού αγώνα σε ότι αφορά την επιβάρυνση του εντολέα εκ του λόγου αυτού, λόγω της εμπιστευτικής σχέσης που τον συνδέει με τον Δικηγόρο. Επίσης οι “ποινές τάξεως” (βλ άρθρο 205 ΚΠολΔ και 42 ΚΔΔ) αφορούν μόνο την πρόδηλη άσκηση αβάσιμων και στρεψόδικων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και όχι των απλώς αβάσιμων, που όμως οδηγούν σε καταλογισμό της δικαστικής δαπάνης σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου (στην οποία περιλαμβάνεται και η δικηγορική αμοιβή όπως προαναφέρθηκε).
δ) Τέλος πρέπει να σημειωθεί και ότι ο όποιος πειθαρχικός έλεγχος του δικηγόρου ή η τυχόν επιβολή ΄΄ποινών τάξεως΄΄ ασκείται και επιβάλλονται είτε κατά τη διάρκεια του δικαστικού αγώνα είτε μετά το πέρας του, δηλαδή σε χρόνο που ο εντολέας υφίσταται ή έχει υποστεί τις δυσμενείς συνέπειες της μη επιτυχούς άσκησης του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και ως εκ τούτου δεν έχουν κανένα ειδικοπροληπτικό χαρακτήρα.
15.Από τα παραπάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι ο καθορισμός των ελαχίστων ορίων δικηγορικής αμοιβής είναι ο μόνος πρόσφορος και κατάλληλος τρόπος για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού, που άπτεται επιτακτικού γενικότερου συμφέροντος.
16. Όπως προαναφέρθηκε (βλ άρθρο 4,5, α, ι της παρούσας) υφίσταται άμεση αιτιώδης συσχέτιση της ποιότητας των παρεχόμενων δικηγορικών υπηρεσιών και του εξοντωτικού δικηγορικού ανταγωνισμού, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες της ελληνικής «αγοράς». Η Επιτροπή φαίνεται να μην λαμβάνει υπόψη της την νομολογία του ΔΕΚ επί του εν λόγω θέματος (ΔΕΚ αποφ της 5-12-2006, υποθ C -94/04 C- 202/04 Cipolla και Macrimo) και παραπέμπει σε εισαγγελική γνώμη (βλ σελ 21 της αιτιολογημένης γνώμης), η οποία όμως δεν έγινε δεκτή από το ΔΕΚ.
17.Τέλος να σημειωθεί ότι η τυχόν άσκηση πειθαρχικού ελέγχου ή η επιβολή “ποινών τάξης” λαμβάνουν χώρα εκ των υστέρων, ενώ ο αποτρεπτικός (της μείωσης του επιπέδου ποιότητας των παρεχόμενων δικηγορικών “υπηρεσιών”), σκοπός των επίμαχων διατάξεων, λειτουργεί προληπτικά (βλ και παρ 14 δ της παρούσας).
18.Συνεπώς, ο νομοθετικός /κανονιστικός καθορισμός των ελαχίστων ορίων των δικηγορικών αμοιβών αποτελεί πρόσφορο και κατάλληλο μέσο επίτευξης του παραπάνω νομοθετικού σκοπού, που άπτεται επιτακτικού λόγου γενικότερου συμφέροντος και ως εκ τούτου δεν αντίκειται στην αρχή αναλογικότητας.
γ. Ειδικά τα ελάχιστα όρια των γραμματίων προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής.
19. Όπως αναφέρεται και στην εν λόγω Αιτιολογημένη Γνώμη (βλ. σελ. 4, 5), η προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής, έχει φορολογικό σκοπό και εμπίπτει στον τομέα της φορολογίας. Με τις διατάξεις των νόμων 2238/94 και 2753/99 και των κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών, στην πραγματικότητα τίθεται φορολογικό τεκμήριο ως προς το ελάχιστο ύψος της δικηγορικής αμοιβής, που αποτελεί και την κύρια βάση φορολόγησης του εισοδήματος των δικηγόρων και της παρακράτησης του φόρου (και των λοιπών εισφορών) στην πηγή και της απόδοσης αυτού στο Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο (που εν προκειμένω λειτουργεί ως Δημόσια Αρχή).
Σημειωτέο ότι μετά την υποβολή ΦΠΑ ύψους 23% επί της δικηγορικής αμοιβής το ύψος των παρακρατούμενων εσόδων προς απόδοσης στο Δημόσιο κλπ ανέρχεται στο 50% της δικηγορικής αμοιβής.
20. Όπως είναι γνωστό η φορολογία (επιβολή φόρου, παρακράτηση στην πηγή και τρόπος είσπραξης δημοσίων εσόδων) δεν εμπίπτει στη σφαίρα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (βλ. και άρθρ. 2 παρ. 3 της οδηγίας 2006/123 ΕΚ), πλην των περιοριστικώς αναφερόμενων στη Συνθήκη περιπτώσεων (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης, επιβολή άλλων επιβαρύνσεων σε προϊόντα). Ζητήματα που αφορούν τον τομέα της φορολογίας εξακολουθούν να υπάγονται στην κυριαρχική (φορολογική) εξουσία των κρατών – μελών και δεν υφίσταται κοινοτική εναρμόνιση νομοθεσιών σε ότι αφορά τον τομέα της φορολογίας (πλην των περιοριστικώς αναφερόμενων στην Συνθήκη περιπτώσεων, όπως προαναφέρθηκε).
21. Ειδικώς σε ότι αφορά τις θεμελιώδεις κοινοτικές ελευθερίες, οι ισχύοντες «φορολογικοί περιορισμοί», είναι σύμφυτοι με τη φορολογική εξουσία των κρατών μελών και ελέγχονται, από την άποψη του κοινοτικού δικαίου, μόνο αν γίνεται επιλεκτική μεταχείριση με βάση την ιθαγένεια σε σχέση με τους ημεδαπούς. Η ορθότητα των νομοθετικών φορολογικών επιλογών του εθνικού νομοθέτη από οικονομική άποψη, δεν εμπίπτει στον έλεγχο της ευρωπαϊκής επιτροπής και δεν υπόκειται στο πεδίο εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου. Κάθε άλλη αντίθετη εκδοχή οδηγεί στο προδήλως άτοπο, (από πλευράς Κοινοτικού Δικαίου), αποτέλεσμα να διαμορφωθεί de facto φορολογική κοινοτική εναρμόνιση, και μάλιστα με βάση το κριτήριο του ευνοϊκότερου φορολογικού συστήματος για κάθε επιτηδευματία. Πιο συγκεκριμένα:
α) Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα οι συντελεστές φορολόγησης εισοδήματος είναι ιδιαίτερα υψηλοί (40-45%), το ελληνικό φορολογικό σύστημα αποτρέπει, άλλως καθιστά λιγότερο ελκυστική, (πάντοτε σύμφωνα με την παραπάνω λογική και φιλοσοφία της Αιτιολογημένης Γνώμης) την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης στην Ελλάδα ενός επιτηδευματία άλλου κράτους μέλους, αν στο κράτος προέλευσης η φορολογία εισοδήματος είναι πολύ χαμηλότερη (πχ. Κύπρος, Βουλγαρία όπου η φορολόγηση εισοδήματος γίνεται με φορολογικό συντελεστή 10-15%).
β) Με δεδομένη επίσης στην Ελλάδα την υψηλή φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας και της κατοχής αυτής, οι σχετικές φορολογικές ρυθμίσεις παρεμποδίζουν, άλλως καθιστούν λιγότερο ελκυστική, (πάντοτε σύμφωνα με την παραπάνω λογική) την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης στην Ελλάδα από επιτηδευματία που δραστηριοποιείται στην εκμετάλλευση ακινήτων, (real estate) αν στο κράτος προέλευσης η δραστηριότητα αυτή δεν είναι τόσο επιβαρυμένη.
22. Από τα παραπάνω, ενδεικτικώς αναφερόμενα, παραδείγματα, καθίσταται σαφές ότι η αιτιολογημένη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ειδικά για τα ελάχιστα όρια προείσπραξης φορολογικής αμοιβής, δεν βρίσκει έρεισμα στο κοινοτικό δίκαιο. Οι απόψεις τις Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, εισάγουν εκ του αποτελέσματος, τη λογική και τη φιλοσοφία «Μπόλγκεσταϊν» και στον φορολογικό τομέα (βλ παρ. 13 γ της παρούσας, όπου παραπέμπουμε κατά τα λοιπά, με την επισήμανση ότι, όπου αναφέρεται «τρόπος αμοιβής» αντικαθίσταται με την φράση «τρόπος φορολόγησης»).
23. Οι απόψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι υπάρχουν ηπιότεροι τρόποι φορολόγησης εισοδήματος και είσπραξης φόρου, εισφορών κλπ (βλ. σελ. 25, 26 της αιτιολογημένης γνώμης), υπό τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Πιο συγκεκριμένα:
α) Είναι εντελώς ανορθολογικό να καταργηθεί το σύστημα φορολόγησης και παρακράτησης στην πηγή και άμεσης απόδοσης στο Δημόσιο, όπως υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (βλ. σελ. 25 της αιτιολογημένης γνώμης). Και τούτο διότι το Δημόσιο θα απολέσει την άμεση και διασφαλισμένη είσπραξη δημοσίων εσόδων ύψους εκατομμυρίων ευρώ, και μάλιστα σε μια κρίσιμη οικονομική συγκυρία και θα μεταθέσει την εκκαθάριση και είσπραξη αυτής στο άδηλο μέλλον, λαμβανομένου υπόψη ότι σε περίπτωση αμφισβήτησης απαιτείται δικαστική βεβαίωση και εκκαθάριση της απαιτήσεως του Δημοσίου, η οποία, ενόψει της γνωστής σε όλους καθυστέρησης εκδίκασης των διοικητικών διαφορών στην Ελλάδας ενδέχεται να διαρκέσει 15 χρόνια.
β) Το ίδιο συμβαίνει και σε ότι αφορά την παρακράτηση εισφορών (β. σελ. 26 της αιτιολογημένης γνώμης).
24. Τέλος σε ότι αφορά την «διπλή επιβολή εισφορών» σε κοινοτικό Δικηγόρο. από τις οποίες αυτός δεν επωφελείται (σελ. 11,12 της αιτιολογημένης γνώμης) επισημαίνεται ότι για τον κοινοτικό Δικηγόρο οι παρακρατήσεις αυτές αποτελούν «φόρο» (αφού δεν υπάρχει ως προς αυτόν ειδικό “αντίκρισμα” και “αντιπαροχή”), που δικαιούται να εκπέσει από το εισόδημα του στο κράτος προέλευσης σύμφωνα με τις συμβάσεις αποφυγής διπλής φορολογίας που έχει συνάψει η Ελλ. Δημοκρατία με τα άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Δ. ΛΟΙΠΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Ι. Ως προς τον χρόνο αποστολής της Αιτιολογημένης Γνώμης.
1. Η Ελληνική Πολιτεία στην απάντησή της στην από 2-2-2009 Προειδοποιητική Επιστολή της Επιτροπής είχε επισημάνει ότι η αυτή είχε προτρέξει, προκαταλάβει και προδικάσει την Ελληνική θέση, αποστέλλοντας την Προειδοποιητική Επιστολή πριν από την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2006/123 στο εθνικό δίκαιο. Το αυτό ισχύει και για την Αιτιολογημένη Γνώμη.
2. Υπενθυμίζεται, ότι εν συνεχεία της κοινοποίησης από τα κράτη μέλη προς την Επιτροπή των διαφόρων περιοριστικών μέτρων βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2006/123, ακολουθεί διαδικασία «αμοιβαίας αξιολόγησης» μεταξύ των Κρατών-Μελών (άρθρο 40 οδηγίας). Η διαδικασία αυτή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
3. Η Ε.Ε. στην Αιτιολογημένη Γνώμη τονίζει ότι η Προειδοποιητική Επιστολή είχε ως νομική βάση τα άρθρα 49 και 56 ΣυνθΛΕΕ και όχι το άρθρο 15 της οδηγίας και απ’ όλο το πνεύμα και γράμμα της Αιτιολογημένης Γνώμης προκύπτει ότι και αυτή βασίζεται στα εν λόγω άρθρα (ελευθερία εγκατάστασης και ελευθερία παροχής υπηρεσιών) και όχι στην Οδηγία. Όμως ο σκοπός της Οδηγίας είναι η δημιουργία μίας γνήσιας εσωτερικής αγοράς που εξασφαλίζει ότι τόσο οι πάροχοι υπηρεσιών όσο και οι καταναλωτές (αποδέκτες υπηρεσιών) να επωφελούνται ευκολότερα από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που εγγυώνται τα άρθρα 49 και 56 της ΣυνθΛΕΕ, ήτοι της ελευθερίας εγκατάστασης και ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Σαφές είναι λοιπόν ότι η οδηγία αποσκοπεί στην προώθηση και αποτελεσματική εφαρμογή των εν λόγω θεμελιωδών ελευθεριών. Άλλωστε η νομική βάση της Οδηγίας βρίσκεται στις εν λόγω διατάξεις της ΣυνθΛΕΕ. Ομοίως, και η διαδικασία που έχει κινήσει η Επιτροπή έχει ως νομική βάση τα άρθρα 49 και 56 ΣυνθΛΕΕ. Συνεπώς, δεν καθίσταται κατανοητός ο διαχωρισμός που επιχειρεί η Επιτροπή μεταξύ της εφαρμογής της Οδηγίας, αφενός και της εφαρμογής του δευτερογενούς δικαίου αφετέρου.
4. Τον τεχνητό χαρακτήρα του διαχωρισμού παραδέχεται άλλωστε και η ίδια η Επιτροπή στην σελ. 9 της Αιτιολογημένης Γνώμης, αναγνωρίζοντας ότι
«κατά τη διάρκεια του σταδίου εξέτασης και αξιολόγησης της νομοθεσίας τους και των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 της οδηγίας «υπηρεσίες» οι ελληνικές αρχές όφειλαν να είχαν λάβει υπόψη τη σχετική νομοθεσία (σημ: προφανώς εννοείται νομολογία) του Δικαστηρίου επί του θέματος. Στην υπόθεση Cipolla …».
5. Δηλαδή η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι κατά την εφαρμογή του άρθρου 15 της Οδηγίας οφείλουν να λαμβάνονται υπόψη οι αποφάσεις του ΔΕΚ που έχουν εκδοθεί βάσει των κανόνων του πρωτογενούς δικαίου. Πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά στην υπό κρίση περίπτωση;
6. Συνεπώς προβάλλουμε και πάλι ότι η Επιτροπή προτρέχει και προδικάζει την Ελληνική θέση αποστέλλοντας αυτό το συγκεκριμένο χρονικό σημείο την Αιτιολογημένη Γνώμη της, πριν την εκπνοή της σχετικής προθεσμίας και της περατώσεως της «αμοιβαίας αξιολόγησης».
ΙΙ. Επιχειρήματα της Ελληνικής Κυβέρνησης τα οποία η Επιτροπή δεν αξιολόγησε ή δεν αξιολόγησε επαρκώς
7. Η Αιτιολογημένη Γνώμη, παρότι οφείλει να είναι πιο λεπτομερής και εμπεριστατωμένη από την Προειδοποιητική Επιστολή, δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη όλα τα επιχειρήματα τα οποία ανέπτυξε η Ελληνική κυβέρνηση στην απαντητική της επιστολή. Ειδικότερα:
Α. Σχετικά με την ύπαρξη τιμοκαταλόγων σε άλλα κράτη μέλη
8. Η Ε.Ε. παρερμήνευσε το επιχείρημα των Ελληνικών Αρχών περί υπάρξεως παρόμοιων πινάκων αμοιβών σε τουλάχιστον 14 από τα 27 Κράτη-Μέλη (10 : νομοθετική καταχώρηση, 4 : πίνακες οικείων Δικηγορικών Συλλόγων – σελ. 20 απαντητικής επιστολής), προβάλλοντας ότι «ένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να στηριχθεί σε τυχόν παραβίαση της Συνθήκης εκ μέρους άλλου κράτους-μέλους προκειμένου να δικαιολογήσει τη δική του μη εκπλήρωση υποχρεώσεως» (σελ. 15 Αιτιολογημένης Γνώμης).
9. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν επιχείρησε να βασισθεί σε παραβίαση της Συνθήκης από οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος (η οποία προβαλλομένη παραβίαση δεν έχει διαπιστωθεί δικαστικώς) ούτε κατά διάνοια υπαινίχθηκε εφαρμογή της αρχής της αμοιβαιότητας. Αντιθέτως προέβαλε ότι η ύπαρξη των ελαχίστων αμοιβών δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και τούτο αποδεικνύεται και από το γεγονός, μεταξύ άλλων, ότι και άλλα κράτη-μέλη και οι Σύλλογοι τους θεωρούν βασίμως ότι πράγματι θεμελιώνεται λόγος δημοσίου συμφέροντος για την ύπαρξη τέτοιων συστημάτων αμοιβών. Εξ άλλου δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για παραβίαση της Συνθήκης, αφού η ίδια η Οδηγία, που αποσκοπεί στην προστασία και προώθηση της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας για την παροχή υπηρεσιών δεν επιτάσσει την άμεση κατάργηση αυτής της απαιτήσεως (περί ελαχίστων αμοιβών) αλλά αντιθέτως προβλέπει την πιθανή διατήρηση της, αφού τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να την διατηρήσουν στην περίπτωση, που μετά την επανεξέταση και αξιολόγηση της νομοθεσίας τους, κρίνουν ότι αυτή δικαιολογείται βάσει των κριτηρίων της μη διακρίσεως, της αναγκαιότητας (δημόσιο συμφέρον) και της αναλογικότητας (άρθρ. 15 Οδηγίας).
10. Περαιτέρω όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδια η Επιτροπή φαίνεται να αναγνωρίζει την ύπαρξη – αλλά και τη νομιμότητα – συστημάτων πινάκων αμοιβών σε άλλα κράτη μέλη, καθώς δέχεται ότι
«η επιβολή πινάκων αμοιβών σε εθνικό επίπεδο συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των νομικών υπηρεσιών εντός της Ένωσης, υπό την έννοια ότι ο δικηγόρος θα μπορούσε να υπόκειται σε αντιφατικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από τον επαγγελματικό σύλλογο καταγωγής του και τον ελληνικό σύλλογο, σε περίπτωση ευκαιριακής παροχής υπηρεσιών ή σε περίπτωση διπλής εγκατάστασης» (σελ. 21-22 Αιτιολογημένης Γνώμης).
11. Πέραν του γεγονότος ότι η ως άνω σκέψη είναι επί της ουσίας εσφαλμένη (βλ. παρακ. ΙΙ(Γ)), μας είναι αδύνατο να θεωρήσουμε ότι η Επιτροπή επιδιώκει τη συμμόρφωση ενός κράτους μέλους προς τις θεμελιώδεις ελευθερίες αντλώντας επιχείρημα από την παραβίαση των αυτών ελευθεριών από άλλα κράτη μέλη. Οδηγούμαστε, συνεπώς, στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει την ύπαρξη και αποδέχεται τη νομιμότητα του συστήματος τιμοκαταλόγου σε άλλα κράτη μέλη.
Β. Σχετικά με την ασυμμετρία πληροφόρησης – τον κίνδυνο ανάστροφης επιλογής κινδύνων
12. Η ελληνική κυβέρνηση στην απάντησή της ανέλυσε εκτενώς τον κίνδυνο ανάστροφης επιλογής κινδύνων από τον οποίον κινδυνεύει η αγορά νομικών υπηρεσιών λόγω της πολύ σημαντικής ασυμμετρίας πληροφόρησης. Ειδικότερα η Ελλάδα ανέλυσε το σχετικό επιχείρημα ως εξής:
Η ανάστροφη επιλογή κινδύνων αναιρεί την ορθολογική λειτουργία της αγοράς, δημιουργεί στρεβλώσεις της αγοράς (market failures) και οδηγεί σε οικονομικώς ανεπαρκείς (inefficient) καταστάσεις. Στην οικονομική θεωρία έχει εκτενώς θεμελιωθεί, ιδίως από τον Joseph Stiglitz (Βραβείο Nobel 2001), ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να αντιμετωπιστεί με την εξακρίβωση (screening) πληροφοριών από τους οικονομικούς φορείς οι οποίοι καταρχήν δεν κατέχουν τη σχετική πληροφορία. Η «εξακρίβωση» αυτή μπορεί είτε να οργανωθεί μέσα στα πλαίσια της αγοράς (με αυτορρύθμιση, με την παροχή κινήτρων κτλ) είτε να επιβληθεί με κανονιστικές πράξεις (βλ. επίσης Stigler, George J. (1961). «The Economics of Information». Journal of Political Economy 69 (3): 213–225)).
Στην αγορά των νομικών υπηρεσιών, οι οποίες όπως εξηγήθηκε παραπάνω, διέπονται από προφανή ασυμμετρία πληροφόρησης, ο κίνδυνος ανάστροφης επιλογής κινδύνων ενδέχεται να υλοποιηθεί ως εξής: οι πελάτες που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη από δικηγορική αρωγή θα επιλέγουν, κατά περίπτωση α) είτε (αν καθοριστικό κριτήριο είναι η τιμή) τους πιο φθηνούς δικηγόρους – οι οποίοι κατά τεκμήριο θα είναι οι λιγότερο ικανοί να τους προστατεύσουν, β) είτε (αν καθοριστικό κριτήριο είναι η ποιότητα) τους πιο ακριβούς δικηγόρους – τους οποίους πιθανώς να μην έχουν τη δυνατότητα να ξεπληρώσουν.
Συνεπώς, με τη θέσπιση ελάχιστων αμοιβών αίρεται εν μέρει (τουλάχιστον ως προς την τιμή) η υπάρχουσα ασυμμετρία πληροφόρησης, καθώς οι εντολείς ενημερώνονται από έναν τρίτο (δηλ. όχι τον δικηγόρο με τον οποίον σκέφτονται να συμβληθούν) κατά τρόπο αντικειμενικό για το ελάχιστο κόστος των υπηρεσιών τις οποίες επιδιώκουν. Με τον τρόπο αυτόν περιορίζεται το ενδεχόμενο ανάστροφης επιλογής κινδύνων.
13. Είναι προφανές ότι σύμφωνα με το επιχείρημα της Ελληνικής κυβέρνησης, η ύπαρξη τιμοκαταλόγου εγκεκριμένου από το κράτος – δηλαδή ενός τρίτου αντικειμενικού φορέα, ανεξάρτητου από τους αντισυμβαλλόμενους (δικηγόρος – εντολέας) – λειτουργεί ως μέσο screening, σύμφωνα με τα παραπάνω. Ο ρόλος τέτοιου είδους screening δεν είναι να προστατεύσει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η Επιτροπή (σελ. 18) αλλά αντιθέτως να δράσει ως μέσο εκλογίκευσης και εξορθολογισμού της ζήτησης νομικών υπηρεσιών.
Γ. Σχετικά με την αρχή της αλληλεγγύης
14. Η Ελληνική κυβέρνηση εξηγεί στην απαντητική της επιστολή ότι το σύστημα προείσπραξης ελάχιστων αμοιβών εξυπηρετεί, μεταξύ άλλων, και την έγκαιρη και αδιάβλητη συλλογή πόρων εις όφελος α) του γενικού προϋπολογισμού του κράτους (ποσοστό 15% και ήδη και 23% ΦΠΑ δηλαδή 48%), β) των κατά τόπων Δικηγορικών Συλλόγων (ποσοστό 2-4%) και γ) των ασφαλιστικών φορέων των δικηγόρων (ποσοστό 8%). Η συλλογή των σχετικών πόρων γίνεται από τον κατά τόπο αρμόδιο Δικηγορικό Σύλλογο και αποδίδεται σε σύντομο διάστημα στους δικαιούχους. Εξαλείφονται έτσι τα ενδεχόμενα φορο/εισφοροδιαφυγής, οι αμφισβητήσεις ως προς το ύψος των εσόδων και οι καθυστερήσεις στην καταβολή των σχετικών κονδυλίων.
15. Με τον τρόπο αυτό οι δικηγόροι οι οποίοι έχουν περισσότερα έσοδα από δικαστικές (και εξωδικαστικές) διαδικασίες εισφέρουν άμεσα στους Συλλόγους και στους Ασφαλιστικούς τους φορείς, έτσι ώστε αυτοί να είναι σε θέση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για το γενικότερο καλό. Υγειονομικές υπηρεσίες, συντάξεις, επιδόματα, άλλες υπηρεσίες, εξασφαλίζονται με αυτόν τον τρόπο σε μια χρονική στιγμή κατά την οποίαν η ρευστότητα αποτελεί καίριο ζήτημα επιβίωσης για πάρα πολλά ασφαλιστικά ταμεία. Ειδικά δε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, έχει θεσμοθετήσει και τον ειδικό διανεμητικό λογαριασμό εις όφελος των νέων δικηγόρων στον οποίον καταλήγει 1% των προεισπραττόμενων αμοιβών. Με άλλα λόγια, το σύστημα προείσπραξης ποσοστού των ελάχιστων αμοιβών λειτουργεί ως σύστημα άμεσης αλληλεγγύης μεταξύ των μελών του επαγγέλματος.
16. Η Επιτροπή ανατρέπει το επιχείρημα αυτό θεωρώντας ότι «θα φαινόταν αναλογικότερο να υποβληθούν σε αναγκαστική διαδικασία εκτέλεσης οι δικηγόροι οι οποίοι δεν καταβάλλουν τις εισφορές/συνεισφορές τους παρά να τους επιβάλλονται ελάχιστες οριζόμενες αμοιβές, τα ποσά των οποίων να συγκεντρώνει άμεσα ο αρμόδιος ελληνικός δικηγορικός σύλλογος» (σελ. 25-26). Η Ελληνική κυβέρνηση διερωτάται αν πράγματι για την καταβολή εισφορών/συνεισφορών είναι «αναλογικότερο» να προβαίνουν οι αρμόδιες αρχές συστηματικά σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ειδικότερα λαμβανομένου υπόψη του χρόνου και του κόστους που αυτό συνεπάγεται, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη θέση. Περαιτέρω, η Ελληνική κυβέρνηση δε συμμερίζεται την θεώρηση της Επιτροπής ότι ένα σύστημα ανακατανομής και «αλληλεγγύης» μπορεί να βασίζεται στην αναγκαστική εκτέλεση.
17. Συνεπώς, ως προς τα παραπάνω τρία ζητήματα, η Ελληνική κυβέρνηση αναφέρεται στα επιχειρήματα τα οποία έχει ήδη εκτενώς αναπτύξει στην απαντητική της επιστολή και τα οποία θεωρεί ότι δεν έχουν ληφθεί ικανά υπόψη από την Επιτροπή.
ΙΙΙ. Επιχειρήματα της Επιτροπής τα οποία η Ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ως μη πειστικά
Α. Σχετικά με τον (μη) συσχετισμό μεταξύ τιμής και ποιότητας
18. Η Επιτροπή επαναλαμβάνει ότι «δεν φαίνεται να μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας από τη χρέωση λιγότερο ή περισσότερο υψηλών τιμών» και ότι «η ποιότητα δε συμβαδίζει κατ’ ανάγκη με υψηλές τιμές, τα πάντα εξαρτώνται από την ποιότητα και την ικανότητα του ιδίου του επαγγελματία και όχι από το ύψος των τιμών του» (σελ. 21).
19. Οι παραπάνω απόψεις της Επιτροπής έρχονται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία, τόσο στον τομέα των αγαθών όσο και σε αυτόν των υπηρεσιών, η ποιότητα είναι συνάρτηση της τιμής. Άλλωστε, αν δεν ήταν έτσι, όσοι προσφέρουν πιο ακριβές υπηρεσίες δεν θα είχαν κανέναν πελάτη.
20. Ακόμη, η Επιτροπή φαίνεται να αγνοεί ότι «η ποιότητα και η ικανότητα του ιδίου του επαγγελματία» δεν είναι στοιχεία εγγενή, αλλά επίκτητα. Προϋποθέτουν τη συστηματική μελέτη, τη χρήση τεχνολογιών, την πρόσβαση σε βιβλιοθήκες και βάσεις δεδομένων, την επιλογή ικανών συνεργατών κτλ. Όλα τα παραπάνω όμως έχουν ένα κόστος, το οποίο ο επαγγελματίας κάπως πρέπει να καλύψει.
21. Περαιτέρω, η Επιτροπή φαίνεται να αγνοεί πολυάριθμες οικονομικές μελέτες σύμφωνα με τις οποίες η παροχή οικονομικού κινήτρου στον πάροχο υπηρεσιών τον οδηγεί σε ενισχυμένη απόδοση και βελτιωμένη ποιότητα. Η πιο γνωστή – και αμφιλεγόμενη – περίπτωση παροχής οικονομικών κινήτρων αφορά τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και τα σημαντικά bonuses τα οποία λαμβάνουν οι εκεί πάροχοι υπηρεσιών.
22. Τέλος, η Επιτροπή φαίνεται να αγνοεί μια πολύ απλοϊκή συνάρτηση από την οποίαν εξαρτάται η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Το εισόδημα του επαγγελματία εξαρτάται, αναλόγως του τρόπου υπολογισμού είτε α) από τον συνολικό χρόνο που είναι διατεθειμένος να δουλέψει επί την ωρομίσθια αμοιβή του είτε β) τον αριθμό των υποθέσεων τον οποίον μπορεί να αναλάβει επί την αμοιβή του για κάθε μια υπόθεση:
Αριθμός υποθέσεων x αμοιβή/υπόθεση
Εισόδημα =
ή
Συνολικός χρόνος εργασίας x ωρομίσθιο
23. Αν υποθέσουμε ότι ο επαγγελματίας έχει σταθερές και ανελαστικές ανάγκες ως προς το εισόδημά του τότε κάθε μείωση της αμοιβής του ή του ωρομισθίου του συνεπάγεται αύξηση του συνολικού χρόνου εργασίας του ή/και αύξηση των υποθέσεων τις οποίες αναλαμβάνει. Και τα δυο ενδεχόμενα αυτά μπορούν, από τη φύση τους, να επηρεάσουν την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας. Όταν μάλιστα ο συνολικός χρόνος εργασίας δεν θα είναι δυνατό να αυξηθεί ανάλογα με τον αριθμό των υποθέσεων, τότε μοιραία ο χρόνος ανά υπόθεση θα μειωθεί, συμπαρασύροντας και την ποιότητα.
24. Αγνοώντας την παραπάνω πολύ απλή εξίσωση η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται, περαιτέρω, ούτε το ζήτημα της επιστημονικής άμιλλας (βλ. σελ 23) που αναπτύσσεται στην Ελλάδα μεταξύ των δικηγόρων. Πρώτον, η ύπαρξη ελάχιστων αμοιβών επιτρέπει στους δικηγόρους να διαθέτουν λίγο από τον χρόνο τους και σε μη κερδοφόρα ενασχόληση. Δεύτερον και κυριότερο, αντί του καταστροφικού ανταγωνισμού προς φθηνότερες και χαμηλότερης ποιότητας υπηρεσίες, οι Έλληνες δικηγόροι συγγράφουν, συμμετέχουν σε συνέδρια κτλ με σκοπό να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των (εν δυνάμει) πελατών τους. Με άλλα λόγια, η έλλειψη σκληρού ανταγωνισμού μέσω τιμών είναι αυτή η οποία προωθεί τον ανταγωνισμό μέσω επιστημονικής αναγνώρισης και αξιοπιστίας. Συναφώς, η Ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί να κατανοήσει τη σκέψη της Επιτροπής σύμφωνα με την οποίαν οι πελάτες «δεν είναι άμεσα ενδιαφερόμενοι από τον εν λόγω επιστημονικό ανταγωνισμό» (σελ. 23).
Β. Σχετικά με τον ανταγωνισμό μέσω των τιμών
25. Η Επιτροπή κατ’ επανάληψη αναφέρει ότι «ο καθορισμός της τιμής των παρεχόμενων υπηρεσιών αποτελεί βασικό στοιχείο προσέλκυσης των πελατών» (σελ. 10) και ότι «οι τιμές αποτελούν το βασικό μέσο ανταγωνισμού» (σελ. 21).
26. Όμως η Επιτροπή φαίνεται να αγνοεί – παρά το γεγονός ότι προβλήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση – ότι δεν επιτρέπεται η κοινολόγηση και η διαφήμιση των τιμών των δικηγόρων στην Ελλάδα, ούτε κάτι τέτοιο προβλέπεται από την οδηγία 2006/123. Συνεπώς, ο πελάτης πρώτα έρχεται σε επαφή με τον δικηγόρο βάσει άλλου κριτηρίου (γνωριμία, σύσταση, φήμη, προβολή μέσω επιστημονικών εκδηλώσεων, καθηγητικός τίτλος κτλ) και μόνον σε δεύτερο χρόνο έχει τη δυνατότητα να πληροφορηθεί για την ακολουθούμενη τιμολογιακή πολιτική. Σε μια αγορά που λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο είναι προφανές ότι οι τιμές ΔΕΝ αποτελούν το βασικό μέσο ανταγωνισμού.
27. Η Επιτροπή αντλεί επιχείρημα από την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Caixa Bank η οποία αναφέρεται στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες – τομέα όπου η απόδοση της επένδυσης αποτελεί το βασικό κριτήριο επιλογής του παρόχου – παραβλέποντας ότι το ίδιο δεν ισχύει στον τομέα των νομικών υπηρεσιών. Οι τράπεζες διαφημίζουν «νούμερα» γιατί πουλάνε «αποδόσεις», οι δικηγόροι, απεναντίας, ακόμη κι όταν διαφημίζονται (πράγμα που γίνεται δεκτό με περιορισμούς), δεν διαφημίζουν τιμές και δεν επιλέγονται με βάση αυτό το κριτήριο.
28. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν φαίνεται να αξιολογεί το γεγονός ότι σύμφωνα με την ίδια την κοινοτική οδηγία για τις δημόσιες συμβάσεις (οδηγία 2004/18), οι νομικές υπηρεσίες κατατάσσονται στο Παράρτημα ΙΙΒ και, συνεπώς, οι πάροχοί τους δεν επιλέγονται βάσει των κριτηρίων επιλογής που προβλέπονται στην οικεία οδηγία (μειοδοσία – οικονομικώς συμφερότερη προσφορά) αλλά ελεύθερα, έτσι ώστε να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κριτήρια τα οποία δεν είναι δυνατό να αποτιμηθούν οικονομικά, όπως λ.χ. η απαραίτητη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του εντολέα και του επαγγελματία.
29. Συναφώς, επανειλημμένως αναφέρεται η Επιτροπή στη «συμβατική ελευθερία μεταξύ των μερών» (σελ. 11 και 19). Η Ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί να κατανοήσει βάσει ποιάς διάταξης της ΣυνθΕΕ ή της ΣυνθΛΕΕ η Επιτροπή καθίσταται θεματοφύλακας της απόλυτης και ανέλεγκτης συμβατικής ελευθερίας μεταξύ των μερών στις ιδιωτικές τους συναλλαγές.
Γ. Σχετικά με τους περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών
30. Η Επιτροπή αναφέρεται επανειλημμένα στους περιορισμούς που ο πίνακας αμοιβών επιβάλλει στους περιστασιακούς παρόχους υπηρεσιών. Ωστόσο, η Επιτροπή φαίνεται να παραγνωρίζει ότι ο πάροχος υπηρεσιών ο οποίος δεν είναι εγγεγραμμένος στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο δεν υπόκειται στον πίνακα αμοιβών και, εν γένει, στο σύστημα πληρωμής προείσπραξης, καθώς δεν είναι καταχωρημένος στο σχετικό μηχανογραφικό σύστημα και δεν είναι δυνατό ούτε να εκδοθεί το σχετικό γραμμάτειο ούτε να γίνει η σχετική παρακράτηση.
31. Συνεπώς όλα τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με τους μη εγκατεστημένους παρόχους υπηρεσιών, είτε σχετικά με το ότι μπορεί να αποθαρρυνθούν αυτοί ή οι εντολείς τους (σελ. 10-11) είτε σχετικά με το γεγονός ότι υπόκεινται σε διπλές εισφορές (σελ. 12) είναι άνευ αντικειμένου.
32. Είναι γεγονός ότι ο μη εγκατεστημένος πάροχος οφείλει να νομιμοποιηθεί από Έλληνα δικηγόρο ο οποίος υπόκειται στον κατάλογο αμοιβών, αλλά ο σχετικός περιορισμός προβλέπεται από την οδηγία 77/249, δεν επηρεάζει την επιλογή του εντολέα (καθώς αποτελεί αμετάβλητο συντελεστή κόστους, σύμφωνα με την απόφαση ΑΜΟΚ) ούτε και επιβαρύνει διπλά τον μη εγκατεστημένο πάροχο.
ΙΙΙ. Το θέμα της αναλογικότητας
33. Πέραν των ανωτέρω επί μέρους – πλην ουσιωδών – αστοχιών της Επιτροπής, η Αιτιολογημένη Γνώμη πάσχει κυρίως επειδή προβαίνει σε ατυχή εκτίμηση της αναλογικότητας του υπό κρίση μέτρου.
34. Στην απαντητική της επιστολή η Ελληνική κυβέρνηση ανέπτυξε διεξοδικά το πλήρες σύστημα προσδιορισμού των αμοιβών δικηγόρων. Η σχετική ανάλυση έγινε σαφώς κατανοητή από την Επιτροπή καθώς την παρουσιάζει συνοπτικά με τον εξής τρόπο (σελ. 19):
«Έτσι οι Ελληνικές αρχές υπενθυμίζουν ότι η αμοιβή των δικηγόρων ορίζεται κατ΄ αρχήν ελεύθερα μεταξύ των μερών και μπορεί να έχει τη μορφή α) εργολαβικής αμοιβής συναρτούμενης με την έκβαση της δίκης, β) πάγιας αντιμισθίας, γ) ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης και δ) αμοιβής εκφρασμένης σε απόλυτες τιμές. Συνεπώς δεν υπάρχει ένα ενιαίο σύστημα ορισμού ελάχιστων αμοιβών, αλλά τουλάχιστον τέσσερα, επιτρέποντας στον επαγγελματία και στον εντολέα του να επιλέξουν αυτό που κρίνουν ως προσφορότερο. Εξάλλου, καθώς ο κατάλογος ελάχιστων αμοιβών προβλέπει πολλές περιπτώσεις και υποπεριπτώσεις, επιτρέπει σημαντική ευελιξία ανάλογα με το είδος της διαφοράς και το ύψος της».
35. Με βάση την παραπάνω πραγματικότητα, η Ελληνική κυβέρνηση προέβαλε – και εξακολουθεί να προβάλλει – ότι οι τυχόν περιορισμοί που προκύπτουν από το μέτρο του καταλόγου αμοιβών πληρούν την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι οι οποίοι δεν περιορίζουν τη συμβατική ελευθερία των μερών και στους οποίους μπορούν τα μέρη ελεύθερα να προσφύγουν για τον καθορισμό της αμοιβής του δικηγόρου.
36. Με άλλα λόγια, η χρήση πίνακα αμοιβών είναι ένας, προαιρετικός τρόπος καθορισμού της αμοιβής του δικηγόρου, ενώ υπάρχουν τουλάχιστον άλλοι τρεις τρόποι οι οποίοι αναγνωρίζουν πλήρη συναλλακτική ελευθερία στους αντισυμβαλλόμενους – και άρα δεν εισάγουν περιορισμούς και στις θεμελιώδεις ελευθερίες της ΣυνθΛΕΕ. Τονίζεται δε ότι δεν υπάρχει κάποιος τρόπος που να είναι εκ προϊμίου περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκός για τον επαγγελματία (σε αντίθεση λ.χ. με την υπόθεση ΔΕΚ C-398/95 Επιτροπή κ Ελλάδας, ξεναγοί [1997] Συλ 3091, όπου το ΔΕΚ δέχθηκε ότι οι αλλοδαποί ξεναγοί είχαν κάποιους λόγους για να προτιμήσουν να επιλέξουν το καθεστώς της εγκατάστασης ακόμη κι αν αυτό δεν ήταν απαραίτητο για την παροχή των υπηρεσιών τους), ούτε και για τον πελάτη. Οι τέσσερις τρόποι αυτοί θα έπρεπε να ιδωθούν συνολικά σα σύστημα, αφού επαφίεται αποκλειστικά στα μέρη να επιλέξουν ποιον θα ακολουθήσουν, και όχι ο καθένας μεμονωμένα.
37. Η Επιτροπή, όμως, αρνείται να εξετάσει το σύστημα συνολικά αλλά επικεντρώνεται αποκλειστικά στους πίνακες αμοιβών, με το επιχείρημα ότι
«ακόμη κι αν υπάρχουν άλλα μέσα καθορισμού του ύψους των αμοιβών από ‘την αμοιβή εκφρασμένη σε απόλυτες τιμές’, είναι γεγονός ότι αν ο δικηγόρος και ο πελάτης επιλέξουν αυτό το μέσο προσδιορισμού της αμοιβής υπόκεινται στην τήρηση των κατώτατων οριζόμενων τιμών για τους δικηγόρους χωρίς αυτό να φαίνεται δικαιολογημένο και αναλογικό σε σχέση με επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος».
38. Με τον τρόπο αυτόν, όμως, η Επιτροπή αρνείται να προβεί σε ουσιαστικό έλεγχο της αναλογικότητας του συστήματος καθορισμού αμοιβών των δικηγόρων. Διότι το σύστημα περιέχει τέσσερις συνιστώσες, απολύτως ισότιμες για τα μέρη, από τις οποίες η μια περιορίζει εν μέρει τη συμβατική ελευθερία των μερών (άλλο ζήτημα αν περιορίζει και τις θεμελιώδεις ελευθερίες της ΣυνθΛΕΕ, για το οποίο βλ. παρακάτω), ενώ οι άλλες τρεις καθόλου. Αν ο έλεγχος της Επιτροπής περιοριστεί μόνο στη συνιστώσα η οποία εισάγει περιορισμό, τότε μοιραία αυτή κινδυνεύει να κριθεί ως μη αναλογική. Η λογική αυτή όμως είναι αλυσιτελής και αυτοαναιρούμενη αφού για να εκτιμήσει την αναλογικότητα ενός περιορισμού εξετάζει τον ίδιον τον περιορισμό και όχι το πλαίσιο στο οποίο αυτός εντάσσεται και τις υπόλοιπες διαθέσιμες λύσεις. Ένας περιορισμός ιδωμένος μεμονωμένα είναι πάντα περιορισμός, το νόημα του ελέγχου αναλογικότητας συνίσταται ακριβώς σε αυτό, στην ένταξη, δηλαδή, του περιορισμού μέσα στο συνολικό κανονιστικό οικοδόμημα – και στο συσχετισμό του με τις λοιπές εναλλακτικές λύσεις – και στην αξιολόγησή του σε σχέση με αυτό.
39. Συνεπώς, η Επιτροπή αρνούμενη να εξετάσει το σύστημα ορισμού αμοιβών δικηγόρων συνολικά και εστιάζοντας αποκλειστικά στην μια από τις τέσσερις συνιστώσες, δηλαδή, στον πίνακα αμοιβών, προβαίνει σε λανθασμένο έλεγχο της αναλογικότητας του μέτρου και στερεί την Ελληνική κυβέρνηση από ένα σημαντικό – στην πραγματικότητα το σημαντικότερο – επιχείρημα άμυνας.
40. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν εξέτασε καθόλου το ζήτημα της «εσωτερικής» ευελιξίας του πίνακα αμοιβών. Υπενθυμίζεται λ.χ. ότι ενώπιον του Πρωτοδικείου προβλέπονται 15 διαφορετικές διαδικασίες με διαφορετικές ελάχιστες αμοιβές η κάθε μια, ενώ για έξι από αυτές οι αμοιβές διαφοροποιούνται περαιτέρω ανάλογα με το ποσό της διαφοράς. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι για κάθε μια διαδικασία, ενώπιον καθενός δικαστηρίου, αναλόγως της δυσκολίας της υπόθεσης και των οικονομικών του εντολέα, τα μέρη μπορούν να επιλέξουν να καταθέσουν ένα ή περισσότερα δικόγραφα (εισαγωγικό, πρόσθετοι λόγοι, σημείωμα, προσθήκη, αντίκρουση, υπόμνημα κτλ) να παρασταθούν ή να μην παρασταθούν στο δικαστήριο κοκ.
IV. Έλλειψη επηρεασμού της ελευθερίας εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών
41. Στην απαντητική της επιστολή η Ελληνική Κυβέρνηση, βασιζόμενη σε στοιχεία που προκύπτουν αφενός από τα αρχεία των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και αφετέρου από μελέτες που έχουν εκπονηθεί για την ίδια την Επιτροπή κατέδειξε ότι δεν υπάρχει «μεταναστευτική πίεση» αλλοδαπών δικηγόρων προς την Ελλάδα και ότι, ακόμη κι αν υπήρχε, το σύστημα ορισμού αμοιβών δεν θα στεκόταν εμπόδιο σε αυτήν.
42. Υπενθυμίζεται καταρχήν ότι η Ελλάδα είναι χώρα με υπερ-πληθισμό δικηγόρων. Σύμφωνα με την μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής (Demolin, Brulard, Barthelemy, Study on the Transparency of Costs of Civil Judicial Proceedings in the EU, 2007, http://ec.europa.eu/civiljustice/publications/docs/costs_civil_proceedings/cost_proceedings_final_report_en.pdf σελ. 110), η Ελλάδα με 34.000 ενεργούς δικηγόρους έχει το πιο υψηλό ποσοστό δικηγόρων ανά 100.000 πληθυσμού από όλες τις χώρες της ΕΕ 27. Το ποσοστό αυτό είναι 10 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Β. Ιρλανδίας, 4,5 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Γαλλίας, 3 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της Γερμανίας και 1,5 φορά μεγαλύτερο από της Ιταλίας. Επίσης, είναι 4 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό στην Ρουμανία και 2 φορές μεγαλύτερο από το ποσοστό της Βουλγαρίας. Επίσης, σύμφωνα με τις ωριαίες αμοιβές τους, όπως συγκρίνονται στην ίδια μελέτη, οι Έλληνες δικηγόροι (βάσει των αμοιβών που προβλέπονται στον επίδικο πίνακα) ανήκουν στο 5% των πιο κακοπληρωμένων στην Ευρώπη. Συγκρίνονται δηλαδή μόνον με τα νέα κράτη μέλη, τα οποία, ωστόσο, έχουν πολύ μικρότερο αριθμό δικηγόρων και άρα χαμηλότερο ανταγωνισμό.
43. Πέραν του γεγονότος ότι οι ελάχιστες αμοιβές δικηγόρων σύμφωνα με τον πίνακα είναι πράγματι «ελάχιστες», εξηγήθηκε στην απαντητική επιστολή της Ελληνικής κυβέρνησης ότι από αυτό το ήδη χαμηλό ποσό η νόμιμη υποχρέωση παρακράτησης που βαρύνει τον δικηγόρο αναφέρεται σε ποσοστό 25-27% του ποσού. Ανέρχεται δηλαδή, σε 94,5 ευρώ για το Πρωτοδικείο, 153,09 ευρώ για το Εφετείο και 377,33 ευρώ για τον Άρειο Πάγο (υπολογίζοντας με το 27%). Αυτές δηλαδή είναι οι ελάχιστες τιμές τις οποίες σύμφωνα με τον πίνακα οφείλει να καταβάλει – και άρα να έχει λάβει – ο δικηγόρος. Σημειώνεται βέβαια ότι ούτε και αυτό είναι αναγκαίο, στο βαθμό που ο δικηγόρος μπορεί να επιλέξει να πληρώσει με δικούς του πόρους ή να προκαταβάλει (όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις εργολαβικού δίκης) τα εν λόγω ποσά.
44. Αν υποθέσουμε ότι ο δικηγόρος λαμβάνει από τον εντολέα του τις παραπάνω ελάχιστες προκαταβλητέες αμοιβές, αυτό σημαίνει ότι για μια υπόθεση στο Εφετείο, αν δεχθούμε ότι απαιτούνται δέκα ώρες εργασίας (χρόνος μη ρεαλιστικός για μελέτη φακέλου, μελέτη νομοθεσίας, νομολογίας, συγγραφή δικογράφου, παράσταση και συγγραφή υπομνήματος), σημαίνει ότι ο δικηγόρος με πέντε τουλάχιστον χρόνια εμπειρίας (για να έχει δικαίωμα παράστασης στο Εφετείο) πληρώνεται με 15,3 ευρώ την ώρα προ φόρων = περίπου 9 ευρώ την ώρα καθαρά!
45. Με αυτά τα δεδομένα είναι πολύ απίθανο οι εφαρμοζόμενες στην Ελλάδα ελάχιστες αμοιβές να σταθούν εμπόδιο στην εγκατάσταση ή στην παροχή υπηρεσιών δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος. Διότι ο αλλοδαπός δικηγόρος δεν θα μετακινηθεί από τη χώρα του για να ασκήσει στην Ελλάδα – μόνιμα ή παροδικά – παρά μόνον αν μπορεί να ελπίσει σε υψηλότερη αμοιβή απ’ότι στη χώρα του. Όμως οι ελάχιστες αμοιβές δικηγόρων στην Ελλάδα είναι τόσο χαμηλές ώστε καθιστούν οικονομικά ασύμφορο για οποιονδήποτε επαγγελματία άλλου κράτους μέλους να παρέχει υπηρεσίες σε ακόμα χαμηλότερες τιμές. Συνεπώς, η ύπαρξη νόμιμων ελάχιστων αμοιβών για τους δικηγόρους δεν είναι σε θέση να αποθαρρύνει τους αλλοδαπούς επαγγελματίες από την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα – διότι ούτως ή άλλως δεν θα ήταν διατεθειμένοι να μετακινηθούν για να δουλέψουν για αμοιβές χαμηλότερες. Είναι άλλωστε γνωστός στη διεθνή βιβλιογραφία ο όρος «κόστος της μετανάστευσης» (πρόσκαιρης ή μόνιμης) και έχει υπολογιστεί εμπειρικά ότι η μεταναστευτική πίεση ελαχιστοποιείται και εξαφανίζεται όταν τα ημερομίσθια στην χώρα υποδοχής δεν ξεπερνούν τουλάχιστον κατά 1/3 αυτά του κράτους προέλευσης. Οι Ελληνικές ελάχιστες αμοιβές δικηγόρων όχι μόνον δεν ξεπερνούν, αλλά υπολείπονται αυτών των υπολοίπων κρατών μελών.
46. Το γεγονός ότι οι ελάχιστες αμοιβές δε συνιστούν εμπόδιο στην εγκατάσταση αλλοδαπών δικηγόρων στη χώρα μας επιβεβαιώνονται και στην πράξη:
a. Από τους 220 κοινοτικούς δικηγόρους που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας βάσει της οδηγίας 98/5 κανένας ουδέποτε παραπονέθηκε για τις ελάχιστες αμοιβές.
b. Μεγάλος αριθμός κοινοτικών δικηγόρων παρέχουν ελεύθερα και προσκαίρως δικηγορικές υπηρεσίες στην Ελλάδα βάσει της οδηγίας 77/249. Προφανώς οι περισσότεροι εξ αυτών χρεώνουν και εισπράττουν την αμοιβή τους στο κράτος προέλευσης, αλλά δεν αποκλείεται βεβαίως ορισμένοι εξ αυτών να αμείβονται στην Ελλάδα για τις προσφερθείσες υπηρεσίες τους. Και πάλι ουδείς εξ αυτών έχει εκφράσει οποιοδήποτε παράπονο για το Ελληνικό σύστημα των ελαχίστων αμοιβών και ουδείς έχει προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι δεσμευτικές ελάχιστες αμοιβές έχουν αποδειχθεί εμπόδιο στη παροχή των υπηρεσιών του στα πλαίσια του ανταγωνισμού.
c. Στο Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων Ευρώπης (CCBE) λειτουργούν, μεταξύ άλλων, δύο Επιτροπές που ασχολούνται με τα θέματα της ελευθερίας εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών: Η Επιτροπή για την Ελεύθερη Διακίνηση Δικηγόρων (Free Movement of Lawyers Committee) και η Επιτροπή Πολυεδρικών (κοινοτικών) Δικηγορικών Εταιριών (Multi-discipline law partnerships Committee). Οι Επιτροπές αυτές ασχολούνται με την επίλυση τυχόν προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι κοινοτικοί δικηγόροι και οι δικηγορικές εταιρίες στην ελευθερία εγκατάστασης και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Ουδέποτε και από ουδένα (κοινοτικό δικηγόρο, κοινοτική εταιρία, εθνική αντιπροσωπεία κράτους-μέλους) εκφράσθηκε οποιοδήποτε παράπονο ενώπιον των παραπάνω Επιτροπών και/ή στα αρμόδια όργανα του CCBE για την ύπαρξη ελαχίστων αμοιβών και ουδείς έχει προβάλει τον ισχυρισμό ότι οι δεσμευτικές ελάχιστες αμοιβές έχουν αποδειχθεί εμπόδιο στην εγκατάσταση του και στη παροχή των υπηρεσιών του στα πλαίσια του ανταγωνισμού.
d. Περαιτέρω καμία ένωση ή οργανισμός καταναλωτών (αποδέκτες υπηρεσιών) δεν έχει εκφράσει οποιοδήποτε παράπονο σχετικά με την ύπαρξη των ελάχιστων αμοιβών και δεν έχει προβάλει τον ισχυρισμό ότι το σύστημα αυτό τους εμποδίζει να επωφεληθούν από τις υπηρεσίες φθηνότερου δικηγόρου.
47. Συνεπώς πραγματικό γεγονός είναι ότι η ύπαρξη των ελάχιστων αμοιβών δεν συνιστά, και έχει αποδειχθεί ότι δεν συνιστά, περιορισμό για τους Έλληνες και/ή τους κοινοτικούς δικηγόρους στην εγκατάσταση τους στην Ελλάδα και/ή στην πρόσκαιρη παροχή υπηρεσιών σ’ όλη την Ελληνική επικράτεια ούτε δε οι αποδέκτες υπηρεσιών (καταναλωτές) πράγματι εμποδίζονται στην επιλογή των δικηγόρων τους.
ΙΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
48. Η Ελληνική Κυβέρνηση γνωρίζει ότι στους κανόνες της εσωτερικής αγοράς δεν εφαρμόζεται ο κανόνας de minimis non curat praetor και ότι ακόμα και ελάχιστοι περιορισμοί στις σχετικές ελευθερίες παραβιάζουν την ΣυνθΛΕΕ. Γνωρίζει όμως επίσης ότι οι περιορισμοί πρέπει να είναι πραγματικοί και όχι υποθετικοί.
49. Επίσης, υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι στα πλαίσια της διαδικασίας για παράβαση κατά κράτους μέλους το βάρος της απόδειξης της ύπαρξης περιορισμών βαρύνει την Επιτροπή. Η Ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι η Επιτροπή μη λαμβάνοντας υπόψη και μη αξιολογώντας όλα τα παραπάνω στοιχεία – τα οποία ωστόσο δεν αμφισβητεί ως προς την αλήθεια ή την ακρίβειά τους – δεν αποδεικνύει επαρκώς την ύπαρξη περιορισμών στις θεμελιώδεις ελευθερίες.
50. Ακόμα, η Ελληνική κυβέρνηση επισημαίνει ότι τόσο η Προειδοποιητική Επιστολή όσο και η Αιτιολογημένη Γνώμη αναλώνονται στην παρουσίαση των ενδεχόμενων προσκομμάτων που μπορούν να προκληθούν στις θεμελιώδεις ελευθερίες από τον κατάλογο αμοιβών, καταλήγουν όμως να ζητούν την κατάργηση και των λοιπών μέσων ορισμού των αμοιβών, συμπεριλαμβανόμενου και του λεγόμενου «δραχμικού συστήματος» και, κυρίως, του συστήματος όπου η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται ως ποσοστό της αξίας της επιδιωκόμενης απαίτησης (όπως λ.χ. το άρθρο 100 του Κώδικα περί δικηγόρων). Το τελευταίο αυτό σύστημα, από τη φύση του αναλογικό προς το είδος και την αξία της διαφοράς, σε καμία περίπτωση δεν καλύπτεται από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής.
51. Περαιτέρω, η Ελληνική κυβέρνηση θεωρεί, ότι ακόμη κι αν ήθελε υποτεθεί ότι το υπό αμφισβήτηση σύστημα ορισμού αμοιβών δικηγόρων εισάγει περιορισμούς στις θεμελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς, οι περιορισμοί αυτοί είναι αναλογικοί προς τους σκοπούς γενικού συμφέροντος που εκτενώς αναλύονται στην απαντητική της επιστολή. Και τούτο διότι οι πίνακες αμοιβών συνιστούν έναν μόνον, μεταξύ περισσοτέρων, τρόπων ορισμού της αμοιβής των δικηγόρων.
52. Τέλος, η Ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι η Επιτροπή, με την αποστολή της Προειδοποιητικής Επιστολής και της Αιτιολογημένης Γνώμης, προτρέχει σε σχέση με τις διαδικασίες αξιολόγησης του συστήματος ορισμού αμοιβών των δικηγόρων, οι οποίες έχουν ήδη ξεκινήσει βάσει της Οδηγίας 2006/123 και οι οποίες θα ολοκληρωθούν μέχρι τον ερχόμενο Δεκέμβριο, σύμφωνα με το Μνημόνιο που υπέγραψε με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ αλλά και την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το Μνημόνιο γίνεται ρητά μνεία ότι : «3. Ενέργειες για τον τρίτο απολογισμό (να έχουν ολοκληρωθεί έως το τέλος του τέταρτου τριμήνου 2010)
Η Κυβέρνηση θα προτείνει νομοθεσία για την άρση των περιορισμών σε κλειστά επαγγέλματα συμπεριλαμβανομένων:
-του νομικού επαγγέλματος, να άρει περιττούς περιορισμούς για ελάχιστη αμοιβή, την ουσιαστική απαγόρευση της διαφήμισης, γεωγραφικούς περιορισμούς σχετικά με το που μπορούν οι δικηγόροι να δρουν στην Ελλάδα».
Κατά συνέπεια η εν λόγω αποστολή της Αιτιολογημένης Γνώμης στον συγκεκριμένο χρόνο θεωρείται παράδοξη και αντιφατική ενέργεια.
53. Συνεπώς, η Ελληνική Κυβέρνηση ζητά από την Επιτροπή να της χορηγήσει προθεσμία μέχρι το τέλος τους έτους, ώστε να προλάβει να ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη (από την οδηγία 2006/123) αξιολόγηση, να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα που επιτάσσει το Μνημόνιο και να πραγματοποιηθεί και η απαραίτητη (σύμφωνα με την πρακτική της Kυβέρνησης) διαβούλευση με τα εμπλεκόμενα μέρη (Δικηγορικούς Συλλόγους, συνδέσμους καταναλωτών κτλ). Με τον τρόπο αυτό η αξιολόγηση θα είναι συνολική και όχι αποσπασματική και οι δυο πλευρές θα μπορέσουν να αναπτύξουν τις απόψεις τους ενταγμένες σε ενιαίο πλαίσιο και όχι αποσπασματικά και κατακερματισμένα.
Τέλος η Ελληνική Δημοκρατία υπενθυμίζει και πάλι τον λειτουργηματικό χαρακτήρα του δικηγόρου στα πλαίσια του Κράτους Δικαίου και πιστεύει ότι κάθε αξιολόγηση των υφισταμένων «απαιτήσεων» του Κώδικα Δικηγόρων ή της ειδικής δικηγορικής νομοθεσίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτή την ιδιαίτερη λειτουργηματική φύση και τη θεσμική αποστολή του δικηγόρου και γενικά την οργάνωση, λειτουργία και αποστολή των Δικηγορικών Συλλόγων (άρθρο 1, 199, 206 Κώδικα Δικηγόρων).”.
52.Με τις διατάξεις των παραγράφων 6 (α,β), 7, 8, 9, 10, 11, 14, 15 του άρθρου 5 του ν. 3919/2011 άλλαξε εκ βάθρων το παραπάνω σύστημα του υποχρεωτικού νομοθετικού καθορισμού των δικηγορικών αμοιβών και προεισπράξεων (βλ. παρ. 49, 50, 51 της παρούσας) ως εξής:
α) Καταργήθηκε η υποχρέωση του διαδίκου να προκαταβάλει στο ταμείο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου την ελάχιστη δικηγορική αμοιβή, όπως ορίζονταν από τις προαναφερθείσες διατάξεις (βλ. παρ. 49 της παρούσας).
β) Καθιερώνεται (ως κανόνας) η «γραπτή και έγκυρη» συμφωνία μεταξύ του Δικηγόρου και του εντολέα για την δικηγορική αμοιβή, η οποία περιλαμβάνει είτε την όλη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος αυτής ή κατ’ ιδίαν πράξεις αυτής ή κάθε άλλης φύσεως νομικές εργασίες και καταργούνται οι οριζόμενες από το νόμο ελάχιστες υποχρεωτικές αμοιβές.
γ) Κατ’ εξαίρεση, και μόνο όταν δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για διαδικαστικές πράξεις, οι αναφερόμενες στις διατάξεις των άρθρων 98-102, 104-123, 124-134, 139-156, 167 και 169 του Κωδ. Δικηγόρων ή σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου «ελάχιστες αμοιβές» ή «αμοιβές» ή «ελάχιστα όρια αμοιβών», ή στην ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012/7-12-2007 ως «υποχρεωτικές «ελάχιστες» αμοιβές» για τις διαδικαστικές πράξεις, νοούνται πλέον ως “νόμιμες αμοιβές”.
δ) η επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης γίνεται με βάση την «έγκυρη γραπτή συμφωνία» και μόνο όταν δεν προκύπτει ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας η επιδίκαση γίνεται με βάση τις «νόμιμες αμοιβές».
ε) Η συμφωνία περί αμοιβής αποδεικνύεται μόνο με την προσκόμιση του σχετικού εγγράφου που συντάχθηκε για τη συνομολόγησή της. Μ’ άλλα λόγια η γραπτή έγκυρη συμφωνία καθίσταται πλέον συστατικός τύπος απόδειξης της ύπαρξης συμφωνίας περί δικηγορικής αμοιβής.
στ) Οι προβλεπόμενες από τον Κώδικα Δικηγόρων, ή άλλες ειδικές διατάξεις, αναλογικές νόμιμες αμοιβές καθορίζονται σε διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά αντιστρόφως ανάλογα της αξίας του αντικειμένου της δίκης με Π.Δ/γμα.
ζ) Δεν προβλέπεται «νόμιμη αμοιβή» για την παράσταση σε συμβόλαια.
η) Αποσυνδέεται εντελώς η δικηγορική αμοιβή από τις υποχρεωτικές εισφορές των άρθρων 96 παρ. 1, 96 Α και 161 του Κώδικα Δικηγόρων και παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση για ρύθμιση με (κανονιστικές) υπουργικές αποφάσεις των θεμάτων που αναφέρονται στα αμέσως παραπάνω άρθρα του Κώδικα Δικηγόρων.
θ) Καταργήθηκε η παρακράτηση φόρου στην πηγή και η άμεση απόδοση αυτού στην αρμόδια ΔΟΥ από το Δικηγορικό Σύλλογο (βλ. όμως και άρθρο 20 παρ. 7 του ν. 3943/2011).
53. Προς “δικαιολόγηση” των παραπάνω ρυθμίσεων (βλ. παρ. 52 της παρούσας) στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3919/2011 γίνεται επίκληση των παρακάτω δεδομένων
α) Της αλλαγής των αντιλήψεων για τον θεσμό των υποχρεωτικών ελάχιστων αμοιβών, όπως αυτές εκφράσθηκαν με την από 5-12-2006 απόφαση του ΔΕΚ, cipolla, C-94/04 σχετικά με τον καθορισμό υποχρεωτικών ελαχίστων αμοιβών και της σχετικής νομολογίας του Εφετείου του Τορίνο!!, το οποίο δέχθηκε ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών και ποιότητας των δικηγορικών υπηρεσιών.
β) Της ……. οικονομικής θεωρίας (;) και της κοινής πείρας σύμφωνα με τις οποίες εντός μιας “ ανταγωνιστικής αγοράς” η ρύθμιση των τιμών είναι απίθανο να εξασφαλίσει τιμές χαμηλότερες από εκείνες που αντιστοιχούν στα επίπεδα που εξασφαλίζει ο ελεύθερος ανταγωνισμός.
γ) Της άποψης ότι η ύπαρξη προκαθορισμένων αμοιβών δεν μπορεί να αποτρέψει τους οποίους ασυνείδητους να προσφέρουν υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας, ούτε οδηγούν στην εξάλειψη των οικονομικών κινήτρων των ελεύθερων επαγγελματιών να μειώσουν την ποιότητα και το κόστος.
δ) Της άποψης ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι, λιγότερο περιοριστικοί και πάντως αποτελεσματικοί μηχανισμοί για την διατήρηση της ποιότητας και την προστασία των καταναλωτών, όπως μέτρα για τη βελτίωση της πληροφόρησης σχετικά με τις διαθέσιμες στην αγορά επαγγελματικές υπηρεσίες.
ε) Της ανάγκης για μείωση του κόστους των δικηγορικών υπηρεσιών προκειμένου να μην επιβαρύνονται υπέρμετρα οι δοκιμαζόμενοι από την οικονομική κρίση πολίτες (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3919/2011 σε Κ.Ν.Β 59, 2011, σελ. 386, 389).
54. Οι αμέσως παραπάνω “δικαιολογητικοί λόγοι” στην πραγματικότητα αποτελούν πλήρη αποδοχή των αιτιάσεων της Ευρωπαϊκης Επιτροπής σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με τον υποχρεωτικό νομοθετικό καθορισμό των δικηγορικών αμοιβών, οι οποίες (αιτιάσεις), αποκρούονται τεκμηριωμένα με το παραπάνω έγγραφο του Υπ. Δνης (βλ. παρ. 50 και 51 της παρούσας).
Μ’ άλλα λόγια η ανωτέρω αιτιολογική έκθεση, κατά το σκέλος αυτό, “απορρίπτει” τις θέσεις του Υπ. Δνης!!!
55. Οι ανωτέρω (βλ. παρ. 53 της παρούσας) “δικαιολογητικοί λόγοι” των νέων ρυθμίσεων του άρθρου 5 του ν. 3919/2011 (βλ. παρ. 52 της παρούσας) στηρίζονται σε εντελώς ανύπαρκτα και ανακριβή δεδομένα, όπως ειδικότερα αναλύεται τεκμηριωμένα στις παραπάνω θέσεις του Υπ. Δνης, όπου και αναφερόμασθε αυτολεξεί προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων (βλ. παρ. 50, 51 της παρούσας), και ως εκ τούτου παρέλκει κάθε περαιτέρω ανάλυση.
Θεωρούμε όμως σκόπιμο να επισημάνουμε επιγραμματικά και τα εξής:
α) Το ΔΕΚ δεν δέχθηκε την άποψη της Ευρ. Επιτροπής ότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών και της ποιότητας των δικηγορικών υπηρεσιών σε “υπερκορεσμένες νομικές “αγορές” (όπως είναι η Ελληνική) και ότι οι προκαθορισμένες νομοθετικά δικηγορικές αμοιβές δεν μπορούν να αποτρέψουν τον κίνδυνο υποβάθμισης της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών λόγω του δυναμένου να καταλήξει στην προσφορά παροχής υπηρεσιών με πολύ χαμηλή τιμή εξοντωτικού ανταγωνισμού.
β) Επίσης το ΔΕΚ δεν δέχθηκε την άποψη της Ευρ. Επιτροπής ότι είναι δυνατή η διατήρηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, με τη βελτίωση της πληροφόρησης, αλλά, αντίθετα, δέχθηκε ότι στον τομέα παροχής δικηγορικών υπηρεσιών υφίσταται ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ του “εντολέα- καταναλωτή” και του Δικηγόρου (βλ. σχετ. ΔΕΚ συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C- 94/04 και C-202/04, αποφ. της 5-12-2006, cipolla και Macrino, σκέψεις 61, 64, 66, 67, 68, 69).
56. Από τα παραπάνω συνάγονται αβίαστα και τα ακόλουθα:
α) Η επίκληση της από 5-12-2006 αποφ. του ΔΕΚ και του Εφετείου του Τορίνο είναι τουλάχιστον άστοχη, ατυχής και άσχετη με το ζητούμενο.
β) Οι “δικαιολογητικοί λόγοι” κατάργησης του υποχρεωτικού νομοθετικού καθορισμού των δικηγορικών αμοιβών στηρίζονται σε ανύπαρκτα ή εντελώς ανακριβή δεδομένα, και ως εκ τούτου η επίκληση της οικονομικής θεωρίας και της κοινής πείρας (βλ. παρ. 53 β, γ, δ της παρούσας) είναι επίσης άστοχη, ατυχής και άσχετη με το ζητούμενο (“παίρνεις ότι πληρώνεις” λέει ο θυμόσοφος λαός μας) και
γ) Καταργήθηκαν “απαιτήσεις” του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας που δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. αναλυτικά παρ. 50, 51 της παρούσας) χωρίς την συνδρομή επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν την κατάργηση των “απαιτήσεων” αυτών και τη θέσπιση των νέων ρυθμίσεων (βλ. παρ. 52 της παρούσας)
57. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 52 ρυθμίσεις του άρθρου 5 του Ν 3919/2011 αντίκεινται στο Σύνταγμα, στην ΕΣΔΑ, στο ΔΣΑΠΔ και τίθεται σοβαρό ζήτημα αντίθεσης αυτών με το Δίκαιο της Ευρ. Ένωσης, και είναι εξόχως δυσλειτουργικές και ανεφάρμοστες, άλλως δυσχερώς εφαρμόσιμες.
58. Μόνο για τους δικηγόρους προβλέπεται ο καθορισμός της δικηγορικής αμοιβής με “έγκυρη έγγραφη” σύμβαση και μάλιστα, ως συστατικός τύπος απόδειξης της ύπαρξης συμφωνίας περί αμοιβής. Αντίθετα οι λοιποί “ελεύθεροι επαγγελματίες” μπορούν να συμφωνήσουν και προφορικά την αμοιβή τους με τους αποδέκτες των υπηρεσιών τους ή τους καταναλωτές.
Συνεπώς, υφίσταται αδικαιολόγητη δυσμενής διάκριση σε βάρος των Δικηγόρων κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, των άρθρων 20, 21 του Χάρτη Θεμελειωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε και του άρθρου 26 του ΔΣΑΠΔ (ν. 2462/97 που έχει κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ).
59. Η προϋπόθεση της ύπαρξης “έγκυρης έγγραφης” συμφωνίας περί δικηγορικής αμοιβής, η οποία μάλιστα αποτελεί και συστατικό τύπο απόδειξης της ύπαρξης της σχετικής συμφωνίας (αρθ. 5 παρ. 7 ν. 3919/2011), θέτει έναν νέο περιορισμό (και μόνο στους δικηγόρους) στ’ όνομα της άρσης κάθε περιορισμού !!! και ως εκ τούτου υφίσταται παράβαση και της οδηγίας 2006/123, της συνταγματικής και θεμελειώδους Ενωσιακής Αρχής της ισότητας και της αρχής της αναλογικότητας.
60. Όπως προαναφέρθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 92 παρ. 1 (όπως αντικ με την παρ. 6α του άρθρου 5 του ν 3919/2011) και του άρθρου 95 παρ. 1 εδαφ α (όπως αντικ με την παρ. 7 του ν 3919/2011) η “έγγραφη εγκυρη” συμφωνία περί δικηγορικής αμοιβής κατέστη (μόνο για τους Δικηγόρους) συστατικός τύπος απόδειξης της ύπαρξης της σχετικής συμφωνίας. Τούτο όμως σημαίνει ότι οι δικηγόροι στερούνται του δικαιώματος να αποδείξουν με κάθε νόμιμο μέσο (και ιδίως με μάρτυρες) την ύπαρξη συμφωνίας περί αμοιβής, και ότι εξαιρούνται αδικαιολόγητα από τις διατάξεις των άρθρων 677 επ του Κ.Πολ.Δ, (ειδική διαδικασία διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας). Συνεπώς υφίσταται παράβαση και των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος, των άρθρων 6 παρ. 1 και 14 της ΕΣΔΑ, (ν.δ. 53/74), των άρθρων 14 παρ. 1 και 26 του ΔΣΑΠΔ, (ν. 2462/97) και των άρθρων 20, 21 και 47 του Χάρτη Θεμελειωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
61. Σε περίπτωση ύπαρξης “έγκυρης έγγραφης” συμφωνίας η δικαστική δαπάνη, στην οποία περιλαμβάνεται και η δικηγορική αμοιβή, επιδικάζεται σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου με βάση την γραπτή σύμβαση. ‘Ετσι όμως η “έγκυρη έγγραφη” συμφωνία καθίσταται “σύμβαση σε βάρος τρίτου” και δημιουργεί πολλά προβλήματα αντισυνταγματικότητας ή αντίθεσης προς την ΕΣΔΑ, ιδίως αν το ποσό της αμοιβής “της έγκυρης έγγραφης” συμφωνίας είναι υψηλό. Πέραν τούτων η “ρήτρα” αυτή θα δημιουργήσει και πολλά δικονομικά ζητήματα, που θα επιβαρύνουν τα Δικαστήρια και, αναγκαίως, θα επιμηκύνουν τον εύλογο χρόνο εκδόσεως αποφάσεως.
62. Ο εκ των προτέρων έγγραφος συμβατικός καθορισμός της δικηγορικής αμοιβής είτε για την όλη της διεξαγωγή της δικης είτε για μέρος αυτής ή για κατ’ ιδίαν πράξεις αυτής ή για κάθε άλλης φύσεως νομικές εργασίες είναι αδύνατος, άλλως ιδιαιτέρως δυσχερής.
Και τούτο διότι ο δικηγόρος δεν μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων την πορεία της υποθέσεως (π.χ υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ ή, εισαγωγή οποιονδήποτε ενδίκου βοηθήματος ή μέσου που εκκρεμεί ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΣτΕ απο διοικητικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου είναι εκκρεμής η υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν 3900/2010, ή παραπομπή της υπόθεσης στην 7μελή σύνθεση του ΣτΕ ή στην Ολομέλεια αυτού ή στο ΑΕΔ κ.λ.π). Συνεπώς εν προκειμένω απαιτείται από τον δικηγόρο το αδύνατο, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.
63. Περαιτέρω, η ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης που συνδέει τον δικηγόρο με τον εντολέα του καθιστά ανέφικτη την γραπτή συμφωνία για κάθε κατ’ ιδίαν διαδικαστική πράξη ή νομική ενέργεια, και ως εκ τούτου η “απαίτηση” προηγούμενης “έγγραφης έγκυρης) συμφωνίας περί αμοιβής αντίκειται και αυτή στην αρχή της αναλογικότητας, όπως προαναφέρθηκε.
64. Στον νόμο δεν ορίζεται ποια είναι η έννοια της “έγκυρης” συμφωνίας και ως εκ τούτου δημιουργείται κατάσταση ανασφάλειας και αβεβαιότητας δικαίου και για το λόγο αυτό, ενδέχεται να δημιουργηθούν και πολλά ερμηνευτικά προβλήματα που θα επιβαρύνουν και θα επιμηκύνουν τον χρόνο της συνολικής επίλυσης της διαφοράς.
65. Όπως προαναφέρθηκε στα συμβόλαια δεν προβλέπεται καν ύπαρξη νόμιμης αμοιβής (βλ. παρ. 52 περιπτ ζ της παρούσας). Έτσι όμως οι νεότεροι δικηγόροι, ή οι οικονομικά ασθενέστεροι δικηγόροι, που δεν διαθέτουν “διαπραγματευτική ισχύ” και δεν τελούν (εκ των πραγμάτων) σε σχέση υπεροχής έναντι οικονομικά ισχυρών εντολέων (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, μεγάλες επιχειρήσεις κ.λ.π.) και δεν δύναται για τον λόγο αυτό να επιβάλλουν την κατάρτιση “έγγραφης έγκυρης” συμφωνίας στερούνται ακόμη και του δικαιώματος να επιδιώξουν δικαστικά την συμφωνημένη προφορικά αμοιβή. Και τούτο διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η “έγγραφη έγκυρη” συμφωνία αποτελεί συστατικό τύπο απόδειξης της ύπαρξης αυτής (βλ. και παρ. 58, 59, 60 της παρούσας). Συνεπώς και στην περίπτωση αυτή υφίσταται παράβαση και των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος, των άρθρων 6 παρ. 1 και 14 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/74) των άρθρων 14 παρ. 1 και 26 του ΔΣΑΠΔ (ν. 2462/97) και των άρθρων 20, 21 και 47 του Χάρτη Θεμελειωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, σε συνδυασμό και με το άρθρο 1 του Πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
66. Οι συμβολαιογράφοι διατηρούν και τον νομοθετικό υποχρεωτικό καθορισμό των αμοιβών τους, έστω και μέχρι ορισμένου ύψους, (βλ άρθρο 4 ν. 3919/2011) ως “άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί”.
Αντίθετα οι Δικηγόροι, στερούνται αυτής της ιδιαίτερης εκδήλωσης και αναγνώρισης (σε συμβολικό και θεσμικό επίπεδο) του λειτουργηματικού χαρακτήρα τους, παρότι συντρέχει και ως προς αυτούς ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, και μάλιστα σε μείζονα βαθμό σε σχέση με τους συμ/φους, γεγονός που υποβαθμίζει την λειτουργηματική φύση τους, όπως προαναφέρθηκε (βλ. παρ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 9 περπτ στ, 36 περιπτ. α, 41, 42 της παρούσας όπου και αναφερόμασθε εκ νέου αυτολεξεί προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων).
Τούτο όμως συνιστά διαφορετική (ανόμοια) και αδικαιολόγητη νομοθετικη μεταχείρηση ομοίων περιπτώσεων και αποτελεί πρόδηλη παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, των άρθρων 20 και 21 του Χάρτη Θεμελειωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε και του άρθρου 26 του ΔΣΑΠΔ (ν. 2462/97) και για τον λόγο αυτόν.
67. Η υποχρέωση του διαδίκου να προκαταβάλλει την δικηγορική αμοιβή στο ταμείο του Δικηγορικού Συλλόγου, θεσπίσθηκε προεχόντως, για φορολογικούς λόγους (προείσπραξη φόρου στην πηγή και άμεση απόδοση εσόδων στην αρμόδια ΔΟΥ, στους ασφαλιστικούς φορείς και στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο). Η κατάργηση της υποχρέωσης αυτής, οδήγησε και στην κατάργηση του άρθρου 7 παρ. 2 έως και 7 του Ν 2753/1999 με την παρ. 15 του άρθρου 5 του Ν 3919/2011.
Αποτέλεσμα της κατάργησης αυτής ήταν να σταματήσει η διασφαλισμένη εισροή εσόδων στα Δημόσια Ταμεία, γεγονός που οδήγησε τον νομοθέτη να επαναφέρει στην πραγματικότητα σε ισχύ τις ανωτέρω διατάξεις του Ν 2753/1999 με Υπουργική απόφαση !! (βλ άρθρο 20 παρ. 7 Ν 3943/2011).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο προηγούμενος υποχρεωτικός νομοθετικός καθορισμός των δικηγορικών αμοιβών αποτελούσε ένα δομημένο και ολοκληρωμένο σύστημα και ως εκ τούτου κάθε “απρόσεκτη επέμβαση” σε μέρος του συστήματος διαταράσσει τη λειτουργία του όλου. Για τον λόγο αυτό, πιστεύουμε ότι η πλέον “ορθόδοξη” λύση (από νομικής απόψεως) είναι να διατηρηθούν σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 έως και 7 του Ν 2753/1999 για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας, έστω και αν υπόχρεος στην προκαταβολή αυτή είναι ο δικηγόρος. Για τους ίδιους λόγους πιστεύουμε ότι η παρακράτηση φόρου στην πηγή και η απόδοση αυτού στην αρμόδια ΔΟΥ πρέπει να συμπεριλάβει και τον ΦΠΑ. Τούτο δύναται να γίνει με την επαναφορά (με τυπικό νόμο) σε ισχύ των διατάξεων των παρ. 2 έως και 7 του Ν 2753/1999 αναμορφωμένων ώστε να συμπεριλάβουν και την απόδοση του ΦΠΑ, κατ’ απόκλιση των γενικώς ισχυόντων διατάξεων περί παρακράτησης και απόδοσης ΦΠΑ.
68. Η αποσύνδεση της δικηγορικής αμοιβής από τις υποχρεωτικές εισφορές των άρθρων 96 παρ. 1, 96Α και 161 του Κωδ. Δικηγ. (όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 5 του ν. 3919/2011) σε συνδυασμό με τον καθορισμό της γραπτής συμφωνίας ως συστατικού τύπου απόδειξης της ύπαρξης της συμφωνίας περί δικηγορικής αμοιβής και τον καθορισμό διαφορετικής βάσης για την καταβολή των φόρων και των υποχρεωτικών εισφορών και τον καθορισμό της δικαστικής δαπάνης δημιουργούν και τα παρακάτω προβλήματα.
69. Με τις διατάξεις του άρθρου 96 παρ. 1 του Κωδ. Δικηγ (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν 3919/2011) καταργήθηκε η υποχρεωτική προκαταβολή της αμοιβής του Δικηγόρου από τον διάδικο στον Δικηγορικό Σύλλογο και υποχρεώνεται πλέον ο Δικηγόρος σε προκαταβολή ορισμένου ποσοστού επί “ποσού αναφοράς”, ίσου (του ποσοστού) με το μέχρι την έναρξη της ισχύος του Ν 3919/2011 παρακρατούμενου απο την προκαταβολη της δικηγορικής αμοιβής, ως “εισφορά” υπέρ του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, των ασφαλιστικών φορέων και του ειδικού διανεμητικού λογαριασμού νέων δικηγόρων (όπου υπάρχουν). Επίσης παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς Εσάς και τον Υπουργό Εργασίας και Κοιν. Ασφάλισης με ΚΥΑ να καθορίσετε τα κατά περίπτωση αποδιδόμενα ποσοστά των ως άνω εισφορών και το συνολικό ποσοστό αυτών επί ποσού αναφοράς καθώς και αυτό το “ποσό αναφοράς”.
70. Με την παρ. 2 του άρθρου 96 Κωδ. Δικηγ (όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με την παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011) παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με Π.Δ/γμα που εκδίδεται με πρότασή Σας και του Υπουργού Εργασίας και Κοιν. Ασφάλισης για την αναπροσαρμογή των ποσοστών επί ποσών αναφοράς και την αντικατάσταση του ως άνω συστήματος των ποσοστών αναφοράς με καθοριζόμενα προκαταβαλλόμενα πάγια ποσά για κάθε διαδικαστική πράξη ή παράσταση του Δικηγόρου.
71. Όπως έχει παγίως κριθεί φόρος είναι η στα πρόσωπα επιβαλλόμενη αναγκαστική παροχή για την εκπλήρωση δημόσιων και κρατικών εν γένει σκοπών, χωρίς καμία συσχέτιση με την προσφορά προς αυτά (πρόσωπα) κάποιας ειδικής (ιδιαίτερης) αντιπαροχής, που να αντικρίζει προς την επιβαλλόμενη αναγκαστική παροχή (βλ Ολ ΑΠ 18/2004 Πλήρη Ολομ ΑΠ 22/2006, ΣτΕ 949/2009, 7μ, σκ 9, ΑΕΔ 8/2007, ΣτΕ 2855/2004 7μ, ΣτΕ 1923/2009, σκ 6, 8, ΣτΕ 838/2008 σκ 12, π.ρ.βλ Ολ ΣτΕ 3293/2005, ΣτΕ 3285/2001, ΣτΕ 941/1991, 7μ. κ.α).
72. Η εισφορά υπέρ του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ) δεν αφορά συνταξιοδοτική ή άλλη ασφαλιστική παροχή. Και τούτο διότι δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της επικουρικής σύνταξης του υπόχρεου Δικηγόρου ή τον αριθμό, είδος και ύψος των λοιπών ασφαλιστικών παροχών, ούτε συνδέεται με τις υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές στις οποίες θεμελειώνεται το ασφαλιστικό δικαίωμα του υπόχρεου δικηγόρου και δεν συμψηφίζεται προς αυτές.
Με την έννοια αυτή η εν λόγω υποχρεωτική παροχή του Δικηγόρου (εισφορά) ενδέχεται να θεωρηθεί ότι αποτελεί “φόρο” διότι δεν αντικρίζει σε ειδική αντιπαροχή προς τους υπόχρεους για την καταβολή Δικηγόρους, αλλά αφορά την κάλυψη των γενικών αναγκών του οικείου φορέα.
73. Σημειωτέο ότι κάθε παροχή το ύψος της οποίας δεν καθορίζεται με βάση το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας, αλλά με βάση τις ανάγκες λειτουργίας του δικαιούχου φορέα, δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα και με την έννοια αυτή αποτελεί “φόρο” (βλ. ΔΕΚ αποφ της 19ης Μαρτίου 2002, C-426/98, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκ. 35 όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ). Με την έννοια αυτή ενδέχεται να τεθεί ζήτημα και σε ότι αφορά την εισφορά υπέρ του Οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Και τούτο διότι και η εισφορά αυτή αφορά την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των υπηρεσιών του Συλλόγου και δεν σχετίζεται με την προσφορά κάποιας ειδικής (ιδιαίτερης) αντιπαροχής προς τους υπόχρεους Δικηγόρους, δηλαδή δεν αντικρίζει ειδική αντιπαροχή προς τους υπόχρεους για την καταβολή της.
74. Τέλος η εισφορά υπέρ του Ειδικού Διανεμητικού Λογαριασμού νέων δικηγόρων προδήλως δεν έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, σε ότι αφορά τους μη δικαιούχους του λογαριασμού αυτού υπόχρεους Δικηγόρους και, με την έννοια αυτή, ενδέχεται να θεωρηθεί ότι αποτελεί “φόρο”.
Ενόψει των προαναφερθέντων είναι ορατός ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτός ο καθορισμός “ποσοστού επί ποσού αναφοράς” και ο καθορισμός “ποσού αναφοράς” που υποχρεώνεται ο Δικηγόρος να προκαταβάλλει με κανονιστική πράξη. Και τούτο διότι ο καθορισμός “φορολογικού συντελεστή” (δηλ. του ποσοστού αναφοράς ή των “πάγιων προκαταβολών”) και ο καθορισμός του “αντικειμένου της φορολογίας” (δηλ του ποσού αναφοράς) δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 78 παρ. 1, 4 του Συντάγματος (βλ ΑΕΔ 8/2007, Πλ Ολομ ΑΠ 22/2006, ΣτΕ 1923/2009 σκ. 8, ΣτΕ 838/2008 σκ 12 κα).
Αντίθετα σε περίπτωση διατήρησης της σύνδεσης των εν λόγω εισφορών με την νόμιμη αμοιβή, όπως αυτή ορίζεται στο εδ α της παρ 1 του άρθρου 92 του Κωδ. Δικηγ δεν δημιουργείται το παραπάνω πρόβλημα, γιατί η διάταξη αυτή αποτελεί και τον τυπικό νόμο που καθορίζει το αντικείμενο της ειδικής αυτής “φορολογίας” και το ύψος του “φορολογικού συντελεστή” όπως ισχύει μέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου 5 παρ 8 του ν 3919/2011 (δηλαδή 12% για τους Δικηγορικούς Συλλόγους Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης και 10% για τους λοιπούς Δικηγορικούς Συλλόγους). Διαφορετικά ελλοχρεύει ο κίνδυνος να θεωρηθεί “το ποσοστό επί ποσού αναφοράς” και το “ποσό αναφοράς” ως “πλασματική αμοιβή” ή μέτρο ισοδύναμο αποτελέσματος με τον νομοθετικό καθορισμό της δικηγορικής αμοιβής (έμμεσος νομοθετικός καθορισμός) ή ως εναρμονισμένη πρακτική όπως αναφέρεται και στην συνέχεια.
75. Σε ότι αφορά τις εισφορές που έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα (Ταμείο Προνοίας ή ΛΕΑΔ ή εισφορές υπέρ των ιδιαίτερων διανεμητικών λογαριασμών των άρθρων 96 Α και 161 του Κωδ. Δικηγόρων, όπως ισχύουν σήμερα) καθώς και για τις παραπάνω εισφορές του άρθρου 96 παρ 1 Κωδ Δικηγ (αν υποτεθεί ότι δεν αποτελούν “φόρο” με την έννοια που προεκτέθηκε) ενδέχεται να δημιουργηθούν τα εξής προβλήματα:
α) Σε περίπτωση που υπάρχει “έγγραφη έγκυρη” συμφωνία περί αμοιβής (η οποία, όπως προαναφέρθηκε αποτελεί και συστατικό τύπο απόδειξης της ύπαρξης της συμφωνίας) η καταβολή των εισφορών με βάση “ποσοστά αναφοράς” ή “ποσά αναφοράς” ενδέχεται να θεωρηθεί ως υπολογισμός εισφορών επί πλασματικού ποσού γεγονός που οδηγεί σε έμμεσο καθορισμό της αμοιβής σε ύψος τουλάχιστον ίσο ή ανώτερο του ποσού ή ποσοστού αναφοράς, χωρίς να πρόκειται για “φορολογικό τεκμήριο” ή τεκμήριο συνδεόμενο άμεσα αυτό, και ιδίως στα συμβόλαια. Και τούτο διότι, δεν λαμβάνεται υπόψη ή “έγγραφη έγκυρη” συμφωνία με βάση την οποία υπολογίζεται η δικαστική δαπάνη, η φορολογία εισοδήματος και ο Φ.Π.Α.
β) Επίσης στην περίπτωση αυτή ενδέχεται να προσαφθεί η αιτίαση στους Δικηγορικούς Συλλόγους ή στους δικηγόρους για απαγορευμένη από το Δίκαιο της Ε.Ε. εναρμονισμένη πρακτική για τον ίδιο λόγο.
γ) Περαιτέρω αν η συμφωνημένη “εγγράφως και εγκύρως” δικηγορική αμοιβή, και ιδίως στα συμβόλαια, είναι κατώτερη του ποσού ή ποσοστού αναφοράς τότε, ενδέχεται να θεωρηθεί ότι επιβάλλεται στον υπόχρεο δικηγόρο οικονομικό βάρος (ανεξαρτήτως του αν έχει ανταποδοτικό ή μη χαρακτήρα) για διαδικαστική ή άλλη νομική ενέργεια, μεγαλύτερο ή ίσο της αποδεικνυόμενης με συστατικό τύπο πραγματικής αμοιβής και, συνακόλουθα, ότι αναιρείται με τον τρόπο αυτό η εύλογη σχέση ανταποδοτικότητας μεταξύ της υποχρεωτικής εισφοράς και του μερίσματος του διανεμητικού λογαριασμού, σε περίπτωση που αυτό θα είναι κατώτερο της καταβληθείσας εισφοράς, και ιδίως στα συμβόλαια.
δ) Στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι οι εισφορές του άρθρου 96 παρ. 1 του Κωδ. Δικηγ αποτελούν “φόρο”, με την έννοια που προεκτέθηκε, ενδέχεται να θεωρηθεί ότι δεν “φορολογείται” το πραγματικό και αποδεικνυόμενο με συστατικό τρόπο απόδειξης εισόδημα αλλά “πλασματικό” εισόδημα, χωρίς να υφίσταται “φορολογικό τεκμήριο” ή τεκμήρια συνδεόμενο μ’ αυτό, ιδίως στα συμβόλαια (βλ παρ 71, 72, 73, 75 α της παρούσας) και δημιουργείται “αμάχητο τεκμήριο”, τη στιγμή που σύμφωνα με τον νόμο (αρθ 92 παρ 1 και 95 παρ 1 εδαφ α του Κωδ. Δικηγ), το πραγματικό ύψος του εισοδήματος για την συγκεκριμένη πράξη, αποδεικνύεται εγγράφως και μάλιστα με συστατικό τρόπο απόδειξης.
Μ’ άλλα λόγια, στην περίπτωση αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι ο υπόχρεος δικηγόρος φορολογείται για μη αποκτηθέν εισόδημα.
ε) Αν η συμφωνημένη εγγράφως αμοιβή είναι υψηλότερη του ποσού αναφοράς, τότε στερούνται αναιτίως έσοδα οι Δικηγ Σύλλογοι και οι Ασφαλιστικοί φορείς.
76. Περαιτέρω, αν ο δικηγόρος ζητήσει και λάβει τις ανωτέρω εισφορές από τον εντολέα του, τότε υποχρεούται να εκδόσει για το σύνολο του ποσού που έλαβε Α.Π.Υ επί της αξίας του οποίου θα καταβάλει και Φ.Π.Α 23%, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και ιδίως στα συμβόλαια, επιβαρύνοντας έτσι και τον εντολέα του.
Με δεδομένο δε ότι το “μέρισμα” φορολογείται με 15% χωρίς Φ.Π.Α, στις περιπτώσεις που αυτό (μέρισμα) θα είναι κατώτερο ή ίσο της καταβληθείσας υποχρεωτικής εισφοράς, για τα συμβόλαια ενδέχεται να θεωρηθεί ότι πρόκειται στην ουσία για διπλή φορολόγηση της ίδιας ουσιαστικά πράξης, που αποτελεί και την φορολογική βάση.
77. Επίσης, σε περίπτωση που προκύπτει “έγγραφη έγκυρη” συμφωνία μικρότερη όμως της υποχρεωτικής εισφοράς, ελλοχεύει ο κίνδυνος να θεωρηθεί από την φορολογική Αρχή, μερικώς εικονική (δηλ εικονική ως προς την αναφερόμενη αξία) η γραπτή συμφωνία και το Α.Π.Υ που εκδίδεται με βάση τη συμφωνία αυτή σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 4 Ν 2523/1997).
Περαιτέρω στην περίπτωση αυτή (ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας μικρότερης της εισφοράς) όταν η εισφορά δεν εισπράττεται από τον εντολέα, αλλά αποδίδεται από τον δικηγόρο, τότε αυτή (εισφορά) ενδέχεται να δημιουργήσει σε βάρος του δικηγόρου τον κίνδυνο τεκμηρίου που οδηγεί τελικά στην φορολόγησή του με βάση πλασματικό (εικονικό) εισόδημα.
Σε κάθε όμως περίπτωση, αν η υποχρεωτική εισφορά είναι μεγαλύτερου ύψους της συμφωνημένης αμοιβής τότε ενδέχεται να θεωρηθεί ο Δικηγόρος που καταβάλει τις υποχρεωτικές εισφορές ότι ανήκει στις “ομάδες υψηλού κινδύνου φοροδιαφυγής” και θα “τρέχει να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας” και θα διασύρεται και θα ταλαιπωρείται αναιτίως καθώς και το Δικηγορικό Σώμα γενικότερα.
78. Όλα τα παραπάνω άτοπα δημιουργούνται εξ αιτίας της αποσύνδεσης της δικηγορικής αμοιβής από τις υποχρεωτικές εισφορές σε συνδυασμό με τον καθορισμό της “έγγραφης έγκυρης” συμφωνίας ως συστατικού αποδεικτικού τύπου και τον καθορισμό διαφορετικής βάσης για την καταβολή του φόρου εισοδήματος, του ΦΠΑ, των υποχρεωτικών εισφορών και της δικαστικής δαπάνης (βλ. παρ. 68 της παρούσας).
79. Τα προβλήματα που δημιουργεί η παραπάνω αποσύνδεση των εισφορών από την δικηγορική αμοιβή και η ύπαρξη διαφορετικής βάσης υπολογισμού οικονομικών βαρών για την ίδια πράξη, θα επιταθούν σε περίπτωση έκδοσης τελεσιδίκου αποφάσεως για την επιβολή δικαστικής δαπάνης με βάση την “έγγραφη έγκυρη” συμφωνία περί αμοιβής.
Έτσι η γραπτή συμφωνία περί αμοιβής θα είναι δεσμευτική για τα Δικαστήρια και τις φορολογικές αρχές σε ότι αφορά την δικαστική δαπάνη και τη φορολογία, όχι όμως για τις υποχρεωτικές εισφορές των άρθρων 96 παρ. 1, 96 Α και 161 του Κωδ. Δικηγόρων.
80. Για όλους τους παραπάνω λόγους πρέπει να διατηρηθεί σε ισχύ η σύνδεση των υποχρεωτικών εισφορών με την νόμιμη δικηγορική αμοιβή, η οποία (νόμιμη αμοιβή) πρέπει ρητά να ορισθεί και ως “φορολογικό τεκμήριο” για την φορολογία εισοδήματος και την απόδοση του ΦΠΑ και ως “τεκμήριο για της υποχρεωτικές εισφορές των άρθρων 96 παρ. 1, 96 Α και 161 του Κωδ. Δικηγ και τον υπολογισμό της δικαστικής δαπάνης, αναγκαίως συνεχόμενο προς το “φορολογικό τεκμήριο”, προκειμένου να υπάρχει “κοινή βάση” για τον υπολογισμό τους. Στην περίπτωση αυτή, πιστεύουμε ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα αντίθεσης προς το δίκαιο της Ευρ. Ένωσης αφού η φορολογία και τα αναγκαίως συνεχόμενα προς αυτήν ζητήματα (κοινή βάση υπολογισμού φόρων και υποχρεωτικών εισφορών) εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του Δικαίου της Ευρ. Ένωσης (βλ. παρ. 51 και ειδικότερα κεφ. Γ, γ 19 έως και 24) και της οδηγίας 2006/123 (άρθ. 2 παρ. 3).
81. Σε αντίθετη περίπτωση, ελλοχεύει ο κίνδυνος οι υποχρεωτικές εισφορές των άρθρων 96 παρ. 1, 96 Α και 161 Κωδ. Δικηγ όπως ισχύουν σήμερα να θεωρηθούν ως έμμεσος νομοθετικός καθορισμός αμοιβών και μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος προς το καταργούμενο σύστημα ή ως απαγορευμένη από το Δίκαιο της Ε.Ε εναρμονισμένη πρακτική, χωρίς καμία δυνατότητα “άμυνας” αφού η Ελληνική Δημοκρατία “αυτοαφοπλίσθηκε” απ’ όλα τα υπερασπιστικά της όπλα, αποδεχόμενη στην πραγματικότητα τις σχετικές αιτιάσεις της Ευρ. Επιτροπής όπως προαναφέρθηκε (βλ. παρ. 51 και 54 της παρούσας).
82. Οι παραπάνω επισημάνσεις που προβλήθηκαν με την ως άνω από 27-7-2011 αίτησή μας αποσκοπούσαν αποκλειστικά στη “νομική θωράκιση” και στην στέρεη νομική θεμελίωση των περιερχομένων στους Δικηγορικούς Συλλόγους και Ασφαλιστικούς φορείς πόρων και στην αποτροπή του κινδύνου κατάρρευσης του ανωτέρω συστήματος εισροής πόρων με την πρώτη προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης, οιουδήποτε αντιτίθεται στον καθορισμό των “νομίμων αμοιβών” ή σε τυχόν προσφυγή της Ευρωπαϊκης Επιτροπής κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας. Αντίθετα η σύνδεση των εισφορών αυτών με τη “νόμιμη αμοιβή” πιστεύουμε ότι αποτελεί μια στέρεη νομική βάση που μπορεί να “αντέξει” στις ενδεχόμενες “επιθέσεις”.
83. Τέλος με την ως άνω αίτησή μας επισημάναμε στους καθ΄ων και ότι σε περίπτωση συμφωνημένης αμοιβής μικρότερης της “νομίμου”, επέρχεται απώλεια εσόδων για το Ελληνικό Δημόσιο, ενώ σε περίπτωση συμφωνημένης αμοιβής μεγαλύτερης των “ποσών” ή “ποσοστών αναφοράς”, επέρχεται απώλεια εσόδων για τους Δικηγορικούς Συλλόγους και τους Ασφαλιστικούς φορείς, και μάλιστα σε περίοδο οικονομικής κρίσης, όπου ζητούμενο είναι η αύξηση των εσόδων και όχι η μείωση τους (παράβαση της αρχής της αναλογικότητας).
84. Για τους παραπάνω λόγους με την ως άνω αίτησή μας θεωρήσαμε ότι είναι επιβεβλημένο:
α) Να διαγραφεί η φράση “έγκυρη γραπτή συμφωνία” ή “γραπτή” συμφωνία
β) Οι αμοιβές που αναφέρονται στα άρθρα 98-102, 104-123, 125-134, 139-156, 167 και 169 του Κώδ. Δικηγόρων ή σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου και στην ΚΥΑ 1117864/2297/Α0012/8-12-2007 να αποτελούν την νόμιμη δικηγορική αμοιβή.
γ) Οι αναφερόμενες στην ανωτέρω ΚΥΑ του έτους 2007 αμοιβές να αποτελούν την κοινή βάση για την φορολόγηση, την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης και την καταβολή των υποχρεωτικών εισφορών. Ειδικά για τα συμβόλαια πρέπει να ορισθεί νόμιμη αμοιβή η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 161 παρ. 4 του Κωδ. Δικηγ.
δ) Να ορισθεί ρητά ότι οι παραπάνω νόμιμες αμοιβές αποτελούν “φορολογικό τεκμήριο” ως προς το ύψος των αμοιβών και “τεκμήριο” ως προς το ύψος των εισφορών και ως προς το ύψος της δικηγορικής αμοιβής ως μέρος της δικαστικής δαπάνης, προκειμένου να υπάρχει κοινή βάση υπολογισμού.
ε) Να τροποποιηθεί το άρθρο 98 του Κωδ. Δικηγόρων ώστε το δικαστήριο να δύναται να αυξομειώνει την νόμιμη (αναλογική) αμοιβή με βάση τα κριτήρια του άρθρου αυτού.
στ) Να τροποποιηθεί το άρθρο 201 παρ. 6 του Κωδ. Δικηγ και να παρασχεθεί στα Διοικητικά Συμβούλια των Δικηγορικών Συλλόγων η αρμοδιότητα να μειώνουν τις νόμιμες αμοιβές της ΚΥΑ 1117864/2237/Α0012/2007 ή να επιτρέπουν τη μη λήψη αμοιβής όταν αποδεδειγμένα συντρέχουν ειδικοί λόγοι που ανάγονται στην ιδιαίτερη προσωπική σχέση του Δικηγόρου με τον εντολέα του ή στην ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση του εντολέα και, συνακόλουθα, να επιτρέπουν την καταβολή μειωμένων υποχρεωτικών εισφορών ή να απαλλάσουν από την υποχρέωση προκαταβολής των εισφορών αυτών τους υπόχρεους Δικηγόρους.
ζ) Να εξαιρεθούν οι Κοινοτικοί Δικηγόροι που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (οδηγία 77/249) από την υποχρέωση προκαταβολής υποχρεωτικών εισφορών υπέρ Δικηγορικού Συλλόγου Ασφαλιστικών φορέων και διανεμητικών λογαριασμών.
84α. Οι ανωτέρω όμως λόγοι σε ότι αφορά το νομοθετικό καθορισμό των δικηγορικών αμοιβών, τη σύνδεση αυτών με τις υποχρεωτικές εισφορές και τους λόγους κατάργησης της “γραπτής και έγκυρης” συμφωνίας περί δικηγορικής αμοιβής απορρίφθηκαν (σιωπηρά) μη νόμιμα με την προσβαλλόμενη άρνηση των καθ΄ων, η οποία πρέπει να ακυρωθεί κατά το σκέλος αυτό για τους λόγους που αναλυτικά προεκτέθηκαν.
Δ).ΟΙ ΠΟΛΥΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΑΣΚΗΣΗ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ
85. Στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται η σύσταση πολυεπαγγελματικής εταιρείας ειδικά σε ότι αφορά την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος (βλ αρθρο 2 παρ. 1 του π.δ. 81/2005). Σημειωτέο και ότι η συμμετοχή δικηγόρων σε πολυεπαγγελματικές εταιρείες δεν επιτρέπεται στα περισσότερα κράτη μέλη της Ε.Ε και αντίστοιχη απαγόρευση προσβλέπεται και στον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγόρων του CCBE (άρθ. 3.6.1). Επίσης δεν επιτρέπεται η σύσταση κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών (Α.Ε και Ε.Π.Ε.) και επιτρέπεται μόνο η σύσταση αστικής επαγγελματικής δικηγορικής εταιρείας (αρθρο 1 του π.δ 81/2005).
86. Ο περιορισμός της απαγόρευσης σύστασης πολυεπαγγελματικής εταιρείας δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνίστανται: α) στη διασφάλιση της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του δικηγόρου και στην αποτροπή πιέσεων προς αυτόν από τους λοιπούς εταίρους, που ενδεχομένως να κατέχουν την πλειοψηφία του κεφαλαίου της εταιρείας.
β) στην προστασία των συμφερόντων του εντολέα και στη διασφάλιση της αποκλειστικής ενασχόλησης του δικηγόρου με τα συμφέροντα του εντολέα του και τη νομική επιστήμη
γ) στην αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ εντολέων του Δικηγόρου και πελατών άλλων κλάδων της εταιρείας.
δ) στη διασφάλιση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και
ε) στην ιδιαίτερη φύση, ρόλο και αποστολή του δικηγόρου ως “άμισθου δημοσίου υπαλλήλου” και ουσιώδους συλειτουργού της δικαιοσύνης, που τον διαφοροποιεί από τους λοιπούς παρόχους υπηρεσιών.
87. Περαιτέρω, ο περιορισμός της απαγόρευσης σύστασης κεφαλαιουχικής δικηγορικής εταιρείας (Α.Ε ή Ε.Π.Ε) δικαιολογείται επίσης από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, επειδή ο Έλληνας νομοθέτης θεώρησε μη επιτρεπτή την άσκηση του δικηγορικού έργου από Α.Ε. ή Ε.Π.Ε. λόγω της διαφορετικής νομικής προσωπικότητας αυτών και της διαφορετικής ευθύνης τους από τους εταίρους τους Δικηγόρους.
88. Ειδικότερα λόγω της ιδιαίτερης φύσης, του ρόλου και της αποστολής του δικηγορικού επαγγέλματος (βλ. παρ. 9 στ της παρούσας) ο δικηγόρος, αν και είναι επαγγελματίας που ασκεί την δραστηριότητα του φέροντας τον κίνδυνο αυτής, οφείλει να ασκεί το λειτούργημα του όχι ως “επιχειρηματίας” που επιδιώκει το ατομικό κέρδος, αλλά σύμφωνα με την επιστημονική του κατάρτιση, την επαγγελματική του εμπειρία, την προσωπική του ευθύνη ως δημόσιος λειτουργός (βλ. απιστία Δικηγόρου, τήρηση επαγγελματικού απορρήτου) την τήρηση των κανόνων της επαγγελματικής δεοντολογίας και τον σεβασμό των παραδόσεων του δικηγορικού σώματος. Η παράβαση των παραπάνω κανόνων δεν θέτει απλώς σε κίνδυνο τα οικονομικά συμφέροντα του Δικηγόρου, αλλά την ίδια την επαγγελματική του υπόσταση. Για τους λόγους αυτούς η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος επιτρέπεται μόνο σε φυσικά πρόσωπα ή σε επαγγελματική ένωση φυσικών προσώπων που διαθέτουν τα απαιτούμενα από το νόμο προσόντα και παρέχουν όλα τα εχέγγυα της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και της προσωπικής ευθύνης. Τυχόν συμμετοχή δικηγόρου σε κεφαλαιουχική εταιρεία που ασκεί πολλαπλές (πολυτομεακές) δραστηριότητες, πέραν των άλλων, θέτει (τουλάχιστον) σε διακινδύνευση την επαγγελματική ανεξαρτησία του δικηγόρου, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή οφείλει να υπηρετεί και τα συμφέροντα των άλλων κλάδων (τομέων) της εταιρείας και θα υπόκειται στις πιέσεις των άλλων εταίρων για μεγιστοποίηση του κέρδους της εταιρείας, γεγονός που αντίκειται στον ιδιαίτερο ρόλο, φύση και αποστολή του ως δημόσιου λειτουργού. Μ’ άλλα λόγια η συμμετοχή δικηγόρου σε πολυτομεακή κεφαλαιουχική εταιρεία ή τρίτου μη δικηγόρου στο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο δικηγορικής εταιρείας (βλ. παρ. 2 δ της παρούσας) είναι ασύμβατη με τη φύση του δικηγορικού λειτουργήματος.
89. Για τους παραπάνω λόγους η οδηγία 2006/123 επιτρέπει την απαγόρευση αυτή στα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα, όταν τούτο επιβάλλεται για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας και συμπεριφοράς και στην διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας τους και στην εξασφάλιση της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, της αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων και της αποκλειστικής ενασχόλησης με τα συμφέροντα του εντολέα τους και την επιστήμη τους (αρθ. 25 παρ 1α).
Τέτοια νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα είναι πρωτίστως του Δικηγόρου, του φαρμακοποιού, του βιολόγου (βλ ad hoc για Δικηγόρους ΔΕΚ αποφ της 29-2-2002, C-309/1999 wouters, πρβλ και ΔΕΚ αποφ. της 19ης Μαϊου 2009, τμήμα μείζονος συνθέσεως, C-531/2006, Επιτροπή κατά Ιταλίας, ΔΕΚ αποφ. της 19ης Μαϊου 2009, τμήμα μείζονος συνθέσεως, C-171/07 και C-172/07 για τουςφαρμακοποιούς και ΔΕΕ αποφ. της 16-12-2010, C-89/09, επιτροπή κατά Γαλλίας για τους βιολόγους, οι παραδοχές των οποίων ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, και για τους δικηγόρους).
90. Τέλος, ο Κώδ. Δικηγόρων απαγορεύει ρητά την άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων στους δικηγόρους (βλ αρθ 63 παρ 1, 2, 3).
Η απαγόρευση αυτή δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνίστανται στην διασφάλιση της απόλυτης προσήλωσης του Δικηγόρου στα συμφέροντα του εντολέα του και στην αποτροπή σύγκρουσης συμφερόντων του εντολέα του Δικηγόρου με άλλους πελάτες του ιδίου στα πλαίσια άλλης δραστηριότητας του και στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του από τις τυχόν πιέσεις πελατών του ή εργοδοτών του στα πλαίσια των άλλων δραστηριοτήτων του. Περαιτέρω, η απαγόρευση αυτή αποσκοπεί:
α) στη διασφάλιση της διαρκούς και αποκλειστικής προσήλωσης του Δικηγόρου στις εξελίξεις της νομικής επιστήμης στα πλαίσια του ενιαίου Ευρωπαικου χώρου και του διεθνοποιημένου πλέον οικονομικού νομικού και πολιτικού περιβάλλοντος.
β) στην αποτροπή της”πολυδιάσπασης” του Δικηγόρου σε δραστηριότητες άσχετες με το λειτούργημα του και
γ) στη διασφάλιση της συνεχούς και “αειφόρου” εμπέδωσης των ηθικών αρχών και παραδόσεων του δικηγορικού λειτουργήματος από τους ασχολούμενους με την δικηγορία και στον διαρκή εμπλουτισμό τους με “προστιθέμενη αξία”.
91. Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 5 του Ν. 3919/2011, εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται να θίγονται οι αμέσως παρακάτω απαγορεύσεις (βλ παρ. 85 επ. της παρούσας). Όμως στην παρ.1 του άρθρου 26 του Ν 3844/2010 ορίζεται ότι οι πάροχοι υπηρεσιών δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις που τους υποχρεώνουν να ασκούν αποκλειστικά συγκεκριμένη δραστηριότητα ή που περιορίζουν την άσκηση από κοινού ή σε εταιρική σχέση διαφορετικών δραστηριοτήτων.
92. Με τη διάταξη αυτή τίθεται σοβαρό ερμηνευτικό πρόβλημα αν η απαγόρευση της σύστασης πολυεπαγγελματικών κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών ή της συμμετοχής τρίτου μη δικηγόρου στο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο δικηγορικής εταιρείας και η απαγόρευση άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων στους Δικηγόρους έχει καταργηθεί ή, εν πάσει περιπτώσει, αν εξακολουθούν να ισχύουν (βλ και αρθ 15 και 25 παρ. 1 της οδηγίας 2006/123 και άρθρα 16 παρ 2 περιπτ β, γ του Ν. 3844/2010).
Το παραπάνω πρόβλημα επιτείνεται και διότι στο άρθρο 44 του Κωδ. Δικηγόρων (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ 1 του άρθρου 5 του Ν 3919/2011) αναφέρεται γενικά σε δικηγορική εταιρεία της οποίας είναι μέλος ο δικηγόρος και όχι σε αστική επαγγελματική δικηγορική εταιρεία.
93. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 25 παρ. 1 περίπτ α της οδηγίας 2006/123 (βλ. παρ. 1 περιπτ. α αρθ 26 Ν 3844/2010) μπορεί να διατηρηθούν σε ισχύ οι παραπάνω απαγορεύσεις ειδικά για τους Δικηγόρους, ως το κατ’ εξοχήν “νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα”, όταν δικαιολογούνται για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας και συμπεριφοράς (του δικηγόρου) και είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του Δικηγόρου, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (βλ παρ. 85 έως και 90 της παρούσας).
94. Από τα παραπάνω αβίαστα προκύπτει ότι οι εν λόγω απαγορεύσεις (βλ παρ 85 έως και 90 της παρούσας) πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ με έκδοση Π.Δγτος που εκδίδεται με πρόταση των καθ΄ων ως συναρμοδίων Υπουργών, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 26 του Ν 3844/2010 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν 3919/2011, προς άρση κάθε αμφιβολίας και για λόγους ασφάλειας και βεβαιότητας δικαίου.
95. Η διατήρηση των παραπάνω “απαιτήσεων” του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας (βλ παρ 85 έως και 90 της παρούσας) δεν επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των καθ΄ων ως οργάνων της κανονιστικώς δρώσας διοίκησης, αλλά είναι επιβεβλημένη από το Σύνταγμα το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, το ΔΣΑΠΔ και την οδηγία 2006/123 για τους παρακάτω λόγους:
α) Οι Δικηγόροι, όπως προαναφέρθηκε είναι “άμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι” και ουσιώδεις συλλειτουργοί της δικαιοσύνης (βλ παρ 9 στ της παρούσας). Συνεπώς η μη διατήρηση της απαγόρευσης σύστασης πολυεπαγγελματικής κεφαλαιουχικής δικηγορικής εταιρείας και της άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων στους Δικηγόρους εξομοιώνει τον Δικηγόρο με οιονδήποτε πάροχο υπηρεσιών και τον υποβαθμίζει σε απλό “επιχειρηματία του δικαίου”, και μάλιστα σε “δικαιοπώλη – παντοπώλη”, ενώ, λόγω της ιδιαίτερης λειτουργηματικής φύσης, ρόλου και αποστολής του, τελεί υπό εντελώς διαφορετικές νομικές και πραγματικές συνθήκες σε σχέση με τους λοιπούς επιχειρηματίες και τους παρόχους υπηρεσιών. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή υφίσταται πρόδηλη παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, των άρθρων 20, 21 του Χάρτη Θεμελειωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε και του άρθρου 26 του ΔΣΑΠΔ (βλ και παρ. 41, 42 και 85 έως και 90 της παρούσας).
β) Σύμφωνα με το άρθρο 153 του Κώδικα Συμ/φων δεν επιτρέπεται μεταξύ άλλων και η σύσταση πολυεπαγγελματικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, λόγω της ιδιότητας τους ως δημόσιων λειτουργών. Η απαγόρευση αυτή τέθηκε, προφανώς, προς διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους, της αμεροληψίας τους και την διασφάλιση των ασυμβιβάστων. Επίσης, όπως κρίθηκε από το ΔΕΕ, ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν ακόμη και περιορισμούς στην άσκηση θεμελιωδών ελευθεριών της Συνθ.Λειτ.. της Ε.Ε (βλ παρ. 5, 6, 7, 9 στ της παρούσας). Το αυτό ισχύει και για τους δικαστικούς επιμελητές (βλ. π.δ 68/2011 και πρ. Επεξ. ΣτΕ 126/2011) όπως προαναφέρθηκε.
Όπως όμως επίσης προαναφέρθηκε (βλ παρ. 85 έως και 90 της παρούσας) οι αυτοί επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν τους ανωτέρω περιορισμούς συντρέχουν, και μάλιστα σε μείζονα βαθμό, και για τους Δικηγόρους. Συνεπώς, σε περίπτωση μη διατήρησης της απαγόρευσης σύστασης πολυεπαγγελματικών κεφαλαιουχικών εταιρειών και της άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων στους Δικηγόρους, ενώ οι απαγορεύσεις αυτές διατηρούνται για τους συμ/φους, εισάγεται αδικαιολόγητη άνιση και δυσμενής νομοθετική μεταχείρηση σε βάρος των δικηγόρων σε σχέση με τους συμ/φους, (ανόμοια νομοθετική μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων) κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντ των άρθρων 20, 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε και του άρθρου 26 του ΔΣΑΠΔ (βλ και παρ. 36 α, 41, 42 της παρούσας).
γ) Η σύσταση πολυεπαγγελματικών κεφαλαιουχικών εταιρειών και η άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων από τους Δικηγόρους θα έχει ως αποτέλεσμα την “μετάλλαξη” του δικηγόρου από δημόσιο λειτουργό, επιστήμονα και υπερασπιστή των θεμελειωδών δικαιωμάτων των πολιτών και του κράτους δικαίου σε “επιχειρηματία του δικαίου”, και μάλιστα σε “δικαιοπώλη – παντοπώλη”, και σε υπηρέτη υπάλληλο μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Περαιτέρω η μη διατήρηση των ανωτέρω απαγορεύσεων σε συνδυασμό με την άρση της εδαφικής αρμοδιότητας θα δημιουργήσει μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές καταστάσεις στον ευαίσθητο χώρο της πρόσβασης των πολιτών σε Δικηγόρο, και, δι’ αυτού, σε Δικαστήριο, παρά την περί του αντιθέτου εκφρασθείσα βούληση του νομοθέτη, ο οποίος δεν αποδέχθηκε την σύσταση “εταιρειών – χταποδιών” όπως προαναφέρθηκε (βλ. παρ. 22 δ, και 35 α, β, γ της παρούσας).
96. Από τα παραπάνω συνάγεται αβίαστα ότι η διατήρηση της απαγόρευσης σύστασης πολυεπαγγελματικών κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών και της άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων (ασυμβιβάστων) στους Δικηγόρους με Π.Δγμα που εκδίδεται με πρόταση των καθ΄ων κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν 3919/2011 και του άρθρου 26 παρ. 2 του Ν 3844/2011 είναι επιβεβλημένη από το Σύνταγμα, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, το ΔΣΑΠΔ και από την βούληση του νομοθέτη (ν. 3919/2011) που δεν αποδέχθηκε την δημιουργία στον ευαίσθητο χώρο της πρόσβασης των πολιτών σε Δικηγόρο και, συνακόλουθα, στη Δικαιοσύνη ακόμη και των αστικών επαγγελματικών δικηγορικών “εταιρειών – χταποδιών” και, ως εκ τούτου, κατά μείζονα λόγο, δεν αποδέχεται την σύσταση ¨πολυπλόκαμων” πολυεπαγγελματικών κεφαλαιουχικών Δικηγορικών εταιρειών, για τους λόγους αυτούς που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, με το ανωτέρω ΠΔγμα πρέπει να διατηρηθεί ρητά σε ισχύ η απαγόρευση σύστασης πολυεπαγγελματικών κεφαλαιουχικών Δικηγορικών Εταιρειών με οιαδήποτε μορφή και τα ασυμβίβαστα του άρθρου 63 παρ. 1, 2, 3 του Κώδικα Δικηγόρων, προς άρση κάθε ερμηνευτικής αμφιβολίας και για λόγους ασφαλείας και βεβαιότητας δικαίου, διότι η άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων από Δικηγορική Εταιρεία ή Δικηγόρο είναι ασυμβίβαστη με την λειτουργηματική φύση, ρόλο και αποστολή του Δικηγόρου όπως αναλυτικά προεκτέθηκε.
96α. Οι ανωτέρω όμως λόγοι σε ότι αφορά τη διατήρηση σε ισχύ της απαγόρευσης πολυεπαγγελματικής και κεφαλαιουχικής δικηγορικής εταιρίας και της άσκησης πολλαπλών δραστηριοτήτων από τους δικηγόρους απορρίφθηκαν (σιωπηρά) μη νόμιμα με την προσβαλλόμενη άρνηση των καθ΄ων, η οποία πρέπει να ακυρωθεί κατά το σκέλος αυτό για τους λόγους που αναλυτικά προεκτέθηκαν.
Επειδή η διατήρηση σε ισχύ με την έκδοση Π.Δ/γματος των ανωτέρω “απαιτήσεων” του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας είναι επιβεβλημένη από την οδηγία 2006/123, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., το Σύνταγμα και το ΔΣΑΠΔ και ως εκ τούτου η μη έκδοση του εν λόγω Π.Δ/γτος αποτελεί παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, και η σιωπηρή απόρριψη της ανωτέρω από 27-7-2011 αιτήσεώς μας είναι μη νόμιμη.
Επειδή αν δεν διατηρηθούν σε ισχύ οι ανωτέρω “απαιτήσεις” του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας με την έκδοση Π.Δγτος, θα δημιουργηθεί κατάσταση ανασφάλειας και αβεβαιότητας δικαίου λόγω των δικαστικών αμφισβητήσεων των ρυθμίσεων του Ν 3919/2011 (κατά το μέρος που αφορούν τους Δικηγόρους) που πιθανολογείται ότι θα ανακύψουν.
Επειδή η διατήρηση σε ισχύ, των “απαιτήσεων” του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας, σε ότι αφορά την εδαφική αρμοδιότητα και τον νομοθετικό καθορισμό των “νομίμων αμοιβών” με ηπιότερη μορφή, όπως ειδικότερα αναφέρεται στις παρ. 47, 48, 84 της παρούσας, δεν συνιστά καν “περιορισμό”, όπως ειδικότερα αναφέρεται στις παρ. 4, 5, 6 της παρούσας και, σε κάθε περίπτωση, χαρακτηρίζεται από ευελιξία, που καθιστά προφανώς δυνατή τόσο την ελεύθερη άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος όσο και την προσήκουσα αμοιβή, χωρίς να αναιρούνται οι προαναφερθέντες επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και έτσι υπηρετείται η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού που άπτεται επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος με συνοχή και συστηματικότητα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.
Επειδή παραδεκτά ομοδικούμε με την παρούσα προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως με κοινό έννομο συμφέρον.
Επειδή συντρέχει στο πρόσωπό μας κοινό, υλικό και ηθικό, έννομο συμφέρον, προς άσκηση της παρούσας διότι: α) όλοι μας υποβάλαμε την ως άνω από 27-7-2011 αίτησή μας που απορρίφθηκε σιωπηρά και μη νόμιμα και β) τα εν λόγω ζητήματα αφορούν τόσο το δικηγορικό σώμα όσο και όλα τα μέλη μας, ως δικηγόρους (από τους οποίους και συγκροτούμαστε υποχρεωτικά ως νπδδ σύμφωνα με άρθρα 193 και 194 Κωδ. Δικηγόρων), και η μη διατήρηση σε ισχύ των ανωτέρω “απαιτήσεων” αλλοιώνει και υποβαθμίζει την λειτουργηματική φύση της δικηγορίας ενώ η διατήρηση σε ισχύ αυτών συνδέεται και με την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 199 περ. δ και γ του Κώδικα Δικηγόρων (βλ. ΟλΣτΕ 2770/2011, σκ. 8, Πλ. ΟλΑΠ 15/2000, ΟλΣτΕ 3668/2000, ΣτΕ 79/2001, ΣτΕ 4487/1995, ΟλΣτΕ 4576/1977, βλ. και την υπ’ αριθμ. 273/2009 αποφ. Επιτρ. Αν. ΣτΕ).
Επειδή η παρούσα αίτησή μας είναι νόμιμη, βάσιμη και παραδεκτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και όσους άλλους μπορούμε να προσθέσουμε στη συνέχεια
ΖΗΤΑΜΕ: Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μας ως νόμιμη και βάσιμη. Να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη σιωπηρή απόρριψη της από 27-7-2011 κοινής αιτήσεώς μας προς τους καθ΄ων με θέμα : «Έκδοση Π.Δ/τος για τη διατήρηση σε ισχύ «απαιτήσεων» του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας που αφορούν την εδαφική δικηγορική αρμοδιότητα, τον νομοθετικό καθορισμό αμοιβών, τις πολυεπαγγελματικές εταιρείες και την άσκηση πολλαπλών δραστηριοτήτων από Δικηγόρους (αρθ. 2 παρ. 4 του Ν. 3919/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο 26 παρ. 2, 3 του ν. 3844/2010)» άλλως η παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των καθ΄ων να απαντήσουν στην ως άνω αιτήσή μας και είτε να υποβάλουν προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας υποχρεωτική πρόταση για την έκδοση του ανωτέρω αιτούμενου π. δ/τος είτε αιτιολογημένα να αρνηθούν την έκδοση αυτού. Να αναπεμφθεί η υπόθεση στη διοίκηση για τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειές της και γενικά να διαταχθούν τα νόμιμα.
Αντίκλητό μας στην Αθήνα, ορίζουμε τον Δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Δ. Βουκελάτο, κάτοικο Αθηνών, (Ζωοδόχου Πηγής 49-51 ΤΚ 10681 τηλ. 210 3616497)
Ιωάννινα 27η Δεκεμβρίου 2011
Οι Πληρεξούσιοι δικηγόροι