Δήλωση Προέδρου Ολομελείας για τις εργασίες τελευταίας Ολομέλειας Κομοτηνής (7-9.12.2012)

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
ΑΘΗΝΩΝ
Αθήνα, 10/12/2012

ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ

Κατά το τριήμερο 7 έως 9 Δεκεμβρίου 2012 συνήλθε στην Κομοτηνή η Ολομέλεια Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος με θέμα ημερήσιας διάταξης τη συζήτηση και την υποβολή παρατηρήσεων – προτάσεων επί του Σχεδίου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για το νέο Κώδικα περί Δικηγόρων.


Πιο συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε διεξοδική συζήτηση σχετικά με τις επιμέρους διατάξεις, πάνω στη βάση των μέχρι στιγμής κατατεθειμένων από τα μέλη του δικηγορικού σώματος συγκεκριμένων προτάσεων και παρατηρήσεων στα πλαίσια της δημόσιας ηλεκτρονικής διαβούλευσης που βρίσκεται σε εξέλιξη κατόπιν πρωτοβουλίας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Το σύνολο των απόψεων που εκτέθηκαν κατά τις ως άνω συνεδριάσεις θα αξιολογηθούν και θα ληφθούν υπόψη προκειμένου να υποβληθούν σύντομα συνολικές και συγκεκριμένες προτάσεις εκ μέρους του δικηγορικού σώματος προς το αρμόδιο Υπουργείο και τους λοιπούς θεσμικούς φορείς.
Ομολογουμένως, από το Μάρτιο του 2011 το δικηγορικό σώμα έρχεται αντιμέτωπο με πρωτοφανείς αλλεπάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες ασύμβατες με το ρόλο του Δικηγόρου ως δημόσιου λειτουργού και τις πραγματικές ανάγκες της Δικαιοσύνης ως θεσμού, πάνω στη βάση οικονομικίστικων λογικών αποκλειστικά εισπρακτικού χαρακτήρα. Ο μέσος Δικηγόρος στοχοποιήθηκε ως δήθεν προνομιούχος και επιχειρήθηκε η απαξίωσή του, υπό το μανδύα μιας τάχα αναγκαιότητας απελευθέρωσης του επί χρόνια ορθάνοιχτου στην πραγματικότητα δικηγορικού λειτουργήματος. Από την πλευρά μας, επιχειρήσαμε να συντονίσουμε τις δράσεις μας σε θεσμικό επίπεδο και να ενεργήσουμε με σύμπνοια, ομοψυχία και αποτελεσματικότητα απέναντι στις ιστορικές προκλήσεις και αδικίες με τις οποίες ήρθαμε αντιμέτωποι. Για τους λόγους αυτούς συγκαλέσαμε από το Μάρτιο 2011 μέχρι και σήμερα 19 συνεδριάσεις της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και 22 συνεδριάσεις της Συντονιστικής της Επιτροπής, αποδεικνύοντας έμπρακτα την πίστη μας στη συλλογική δράση και στη σύνθεση των απόψεων. Ο αριθμός των συνεδριάσεων αυτών σε μόλις 1,5 έτος αντιστοιχεί στο 1/5 σχεδόν των πραγματοποιηθεισών (συνολικά 102) κατά τα τελευταία 23 έτη (1989 έως Φεβρουάριο 2011) και είναι ίσος με τον αντίστοιχο εκείνων που πραγματοποιήθηκαν κατά την πενταετία 2006-2011.
Υπό το ως άνω σκεπτικό, εξακολουθούμε να διατρανώνουμε την πεποίθησή μας ότι η Ολομέλεια αποτελεί επιτελικό όργανο συλλογικού προσδιορισμού των στόχων της ελληνικής δικηγορικής κοινότητας, εναρμονιζόμενη πάντοτε με την αποφασιστική αρμοδιότητα που διατηρούν, κατά το νόμο, οι κατά τόπους Δικηγορικοί Σύλλογοι. Οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής της ισορροπίας αυτής, από όπου και αν εκπορεύεται, μαρτυρά στρεβλή κατανόηση του ρόλου της Ολομέλειας˙ Πολλώ δε μάλλον όταν επιχειρείται να βασιστεί και να αιτιολογηθεί επί ανακριβειών και εσφαλμένων ερμηνειών των ισχυόντων νόμων, προκαλώντας σύγχυση και αδικαιολόγητο πανικό στα μέλη μας (όπως, για παράδειγμα, συνέβη στην περίπτωση του ισχυρισμού περί δήθεν τετραπλάσιας αύξησης του δικαστικού ενσήμου).
Οι παρασκηνιακές διεργασίες και η προσπάθεια μονομερούς και ετσιθελικής επιβολής της βούλησης μεμονωμένων εκπροσώπων, τάχα κομιστών των μόνων σωτήριων λύσεων και η απόπειρα στοχοποίησης των διαφωνούντων με τις εν λόγω πρακτικές ως δήθεν μειοδοτών, μόνο κατακριτέα μπορεί να τυγχάνει, καθώς – εν μέσω μιας προσπάθειας πλήρους στρέβλωσης της πραγματικότητας – καταλήγει να δημιουργεί κινδύνους διάσπασης του δικηγορικού σώματος και να αποπροσανατολίζει από τα υπαρκτά προβλήματα. Ο διαχωρισμός των Δικηγόρων σε «επαναστάτες» και «συμβιβασμένους», πέρα από όλως αυθαίρετος και ανεύθυνος, αποτελεί τέχνασμα επικοινωνιακού χαρακτήρα που υποκρύπτει διαθέσεις προσωπικής ανάδειξης και προβολής δήθεν μαχητικών προθέσεων, υποδηλώνοντας ενδεχομένως αδυναμία υποβολής προτάσεων και διάθεσης διαπραγμάτευσης, στο στενό πλαίσιο μιας στείρας άρνησης.
Υπενθυμίζω ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών – δίχως εμπάθειες, λαϊκισμούς, δισταγμούς και παρωπίδες – έχει υιοθετήσει, σύμφωνα και με το θεσμικό του ρόλο, ρόλο καταγγελτικό και έχει αναλάβει κάθε ενδεδειγμένη πρωτοβουλία, κάνοντας χρήση των προβλεπόμενων ενδίκων βοηθημάτων και στρεφόμενος εναντίον των μέτρων που έπληξαν τον κλάδο και το μέσο πολίτη (εντελώς ενδεικτικά παραπέμπω στις αιτήσεις ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ κατά του Μνημονίου, των τελών επιτηδεύματος και ακινήτων, την τριτανακοπή για το ΦΠΑ, τις μηνυτήριες αναφορές για την κακοδιαχείριση των αποθεματικών των ασφαλιστικών μας ταμείων κ.ά.). Παράλληλα, έχει επιχειρηθεί για πρώτη φορά ο συντονισμός των δράσεων όλων των επιστημονικών φορέων της χώρας και η από κοινού ανάληψη πρωτοβουλιών για την αποφυγή των μέτρων που αφανίζουν τον κλάδο των ελεύθερων επαγγελματιών.
Το δικηγορικό σώμα της χώρας παραμένει σε εγρήγορση και οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία που άπτεται του λειτουργήματός μας και ενδέχεται να προωθηθεί στο προσεχές διάστημα θα τύχει, από τα προβλεπόμενα θεσμικά όργανα, της δέουσας προσοχής, μελέτης και απάντησης πάνω στη βάση συγκεκριμένων δεδομένων και ρυθμίσεων που θα δύνανται να αξιολογηθούν και όχι ασαφών και αποπροσανατολιστικών διαρροών που άγουν σε ανεύθυνες προσεγγίσεις.
Ίντριγκες και παρασυναγωγές για «συλλογή υπογραφών» προκειμένου να τεθούν εκτός ημερησίας διάταξης «θέματα», τα οποία κάλλιστα μπορούσαν να είχαν τεθεί με την νόμιμη διαδικασία (Κώδικας Δικηγόρων), αποδεικνύει τους αληθείς σκοπούς όσων συμμετείχαν σ’ αυτή τη διαδικασία. Η άποψη ότι δεν είναι αναγκαίος ο Κώδικας Δικηγόρων, διότι τάχα σε λίγο «δεν θα υπάρχουν Δικηγόροι» προβάλλει μοιρολατρικές απόψεις, οι οποίες είναι από όλους καταδικαστέες. Με το νέο Κώδικα Δικηγόρων, μας δίνεται η ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε το ρόλο μας, ως συλλειτουργών στην απονομή της Δικαιοσύνης. Η αποχή από τη διαμόρφωσή του με τερτίπια για εσωτερική και μόνο κατανάλωση δεν συνάδει με τον θεσμικό μας ρόλο. Η προβολή από κάποιους της ανεπίτρεπτης αύξησης των παραβόλων όταν οι ίδιοι θεσμοθετούν παράβολα για συναδέλφους τους άλλων συλλόγων, όταν οι ίδιοι δίνουν αφορμές στην τρόϊκα και την κοινωνία για την απαξίωση του δικηγορικού σώματος, δείχνουν τις αληθινές τους προθέσεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ