Μον. Πρωτοδικείο Αθηνών: Αντισυνταγματικό το δικαστικό ένσημο στα ασφαλιστικά μέτρα
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
136 /2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χριστόφορο Σεβαστίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίστηκε μετά από κλήρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 3 Δεκεμβρίου 2012, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας……………….
Του καθ’ ού η αίτηση: …………………………
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 4-7-2012 αίτηση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 119787/12263/2012 και προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το έκθεμα, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την παρ. ΙΓ παρ. 6α’ του ν. 4093/2012 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 αντικαθίσταται ως εξής: Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8 ‰ ) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ». Με το άρθρο 2 ν. ΓΠΟΗ/1912 «περί δικαστικών ενσήμων» προβλέφθηκε η καταβολή τέλους επί του αντικειμένου της αγωγής ενώ ρητά εξαιρούνται «αι κατά τον ν. ΓΨ/Ζ (3797) του 1911 ενασκούμενοι αγωγαί περί προσωρινών μέτρων». Τέλος με το άρθρο 70 ν. 3994/2011 που αντικατέστησε το άρθρο 7 παρ. 3 νδ 1544/1942 ορίζεται ότι «Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 21 ν. 4055/2012 «Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912 δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει κατ’ αρχήν ότι σε τέλος δικαστικού ενσήμου υπόκεινται πλέον και οι αναγνωριστικές αγωγές που δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 21 ν. 4055/12. Με την προαναφερόμενη ωστόσο διάταξη του ν. 4093/2012 προστέθηκε για πρώτη φορά στην έννομη τάξη και η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου για «κάθε άλλο δικόγραφο (πέραν της αγωγής) που υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις», ενώ εξαλείφθηκε η διάταξη του άρθρου 2 ΓΠΟΗ/1912 που εξαιρούσε τα προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα. Υπό την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ που καθορίζει τα στοιχεία του δικογράφου, του διαδικαστικού δηλαδή εγγράφου που συντάσσεται προς πιστοποίηση διαδικαστικής πράξης των διαδίκων (ΑΠ 334/1974, ΕΕΝ 1975, 38, ΑΠ 674/1982, ΝοΒ 1983, 655), περιλαμβάνονται ακόμα και οι προτάσεις που εμπεριέχουν διαδικαστικές πράξεις (ΑΠ 674/1982,ανωτ, ΕφΘεσ 1312/1983, ΕλλΔνη 1984, 843, Παϊσίδου, Αρμ 1991, 101, Ορφανίδης σε Κεραμέα-Κονδύλη- Νίκα, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 118 αριθ. 1). Θα έπρεπε συνεπώς ο διάδικος (ανεξαρτήτως της θέσης του ως ενάγοντος ή εναγομένου) να καταβάλει δικαστικό ένσημο για τις προτάσεις, τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, την άσκηση ενδίκων μέσων, τις κλήσεις που καταθέτει ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου και άρα θα υποχρεώνονταν σε πολλαπλή καταβολή δικαστικού ενσήμου για την ίδια ένδικη υπόθεση. Κάτι τέτοιο όμως θα έρχονταν σε ευθεία αντίθεση τόσο με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, οι οποίες επιτρέπουν μεν στο νομοθέτη τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια, οι προϋποθέσεις όμως αυτές πρέπει, αφενός μεν να συνάπτονται και να είναι ανάλογες με την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αφετέρου δε να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέρα από τα οποία θα συνεπάγονταν την κατάλυση του κατά την προμνησθείσα συνταγματική διάταξη ατομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας (ΑΕΔ 33/1995, ολΣτΕ 601/2012, ΟλΣτΕ 647/2004, ολΣτΕ 3087/2011, ολΕλΣυν 2006/2008, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Ait Mououb κατά Γαλλίας, της 15-2-2000 Garcia Manipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας). Ειδικότερα η καταβολή δικαστικού ενσήμου -και μάλιστα σε ποσοστό διπλάσιο από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα- για κάθε άλλο δικόγραφο πλην της αγωγής θα επιφέρει τεράστια οικονομική επιβάρυνση στον έλληνα πολίτη και ουσιαστικά θα του στερεί τη δυνατότητα παροχής έννομης προστασίας, δεδομένης μάλιστα και της οικονομικής ύφεσης και της τεράστιας συρρίκνωσης των εισοδημάτων. Εξάλλου η αύξηση του δικαστικού ενσήμου και η επέκτασή του όχι μόνο στα δικόγραφα της αγωγής, αλλά και σε κάθε άλλο δικόγραφο είναι προφανές ότι γίνεται για λόγους εισπρακτικούς και δεν συνάπτεται με την λειτουργία των δικαστηρίων, αφού το λειτουργικό κόστος της δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ (όμοια και Γνωμοδότηση Κ. Χρυσόγονου- Α. Καϊδατζή, για τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου «Έγκριση μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2013-2016» παρ. Γ 7). Ειδικότερα δε στην έννοια του κάθε «άλλου δικογράφου» δεν μπορεί να περιληφθεί και η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, διότι ως εκ της φύσεώς τους δεν οδηγούν σε οριστική κρίση επί της ένδικης διαφοράς, αλλά παρέχουν προσωρινή δικαστική προστασία και συνήθως ακολουθούνται από την άσκηση αγωγής για την οποία και καταβάλλεται το αντίστοιχο δικαστικό ένσημο. Για το λόγο αυτό εξάλλου είχε εξαιρεθεί ρητά η συγκεκριμένη διαδικασία από την υποχρέωση καταβολής ενσήμου με το ν. ΓΠΟΗ/1912. Τέλος η διάταξη της παρ. ΙΓ παρ. 6α’ του ν. 4093/2012 είναι αόριστη και άρα ανεφάρμοστη κατά το σκέλος που επιβάλει την καταβολή δικαστικού ενσήμου σε κάθε δικόγραφο που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους «και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις». Εμφανίζεται έτσι ως προϋπόθεση καταβολής του δικαστικού ενσήμου για κάθε δικόγραφο, αφενός να υποβάλλεται αυτό σε δικαστήριο του Κράτους και αφετέρου να υπόκειται σε ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις. Ενώ όμως εξειδικεύονται πλήρως στο άρθρο 21 ν. 4055/2012 τα είδη των αγωγών που εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, αντίθετα από πουθενά δεν προκύπτει ποιες είναι οι διατάξεις που υποχρεώνουν σε καταβολή ενσήμου κάθε άλλο δικόγραφο. Ως εκ τούτου είναι παραδεκτή η συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων χωρίς να υφίσταται ανάγκη καταβολής δικαστικού ενσήμου.
Η αιτούσα επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση, ζητά ως ασφαλιστικό μέτρο να διαταχθεί προσωρινά η μετοίκηση του καθ’ ου από τη συζυγική τους οικία και να επιδικαστεί στην ίδια προσωρινά διατροφή σε χρήμα ύψους 725 € μηνιαίως διότι από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της διατροφής της. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1386, 1391, 1392, 1393, 1496, 1498, ΑΚ, 728, 729, 735 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, χωρίς να απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη.