Προτάσεις ΔΣΛ για την επικείμενη αναμόρφωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Λάρισα 24 Ιουλίου 2013
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Αριθμ. πρωτ. 345.
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ
(Ν.Π.Δ.Δ.)
Ταχ. Δ/νση : ΜΕΓΑΡΟ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ
Τ.Θ. 1004 – 41 000 ΛΑΡΙΣΑ
Πληροφορίες : ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΔΕΛΚΟΣ
Τηλέφωνο : 2410532037
FAX : 2410532042
E-mail : dslar@dslar.gr
ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΟΜΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
(Δια του Δικηγόρου και μέλους της Επιτροπής
κ.Ζήση Κωνσταντίνου)
Προτάσεις για την επικείμενη αναμόρφωση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Άρθρο 42 παρ. 4. «Ο μηνυτής κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει με ποινή το απαράδεκτο αυτής, παράβολο υπέρ του Δημοσίου δέκα (10) ευρώ. (Η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 69 του ν. 3659/ 2008) και σε περίπτωση ανώτερης βίας ή άλλης αντικειμενικής αδυναμίας έκδοσης του παράβολου αυτό μπορεί να προσκομισθεί εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών χωρίς να κωλύεται η ποινική διαδικασία. Το ύψος του ποσού θα αναπροσαρμόζεται με ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας, Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Στη συνέχεια το ποσό αυξήθηκε σε εκατό (100) ευρώ με τη με αριθμό 123827/ 23.12.2010 ΚΥΑ. Και όπως άρχισε και σε δυο χρόνια δεκαπλασιάστηκε είναι άγνωστο που θα φθάσει σε λίγα χρόνια, αφού ο σκοπός για τον οποίο εφευρέθηκε το παραβολο δεν επιτεύχθηκε.
Στο άρθρο 46 ΚΠΔ προστέθηκαν παράγραφοι 2 και 3 με το εξής περιεχόμενο: «Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ. Το ύψος του αναπροσαρμόζεται με ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομίας, Οικονομικών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από το παράβολο οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/ 2004. Δεν απαιτείται παράβολο για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα της ενδοοικογενειακής βίας. Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παράβολου» (παρ. 2).
«Κατά της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών με την οποία απορρίπτεται η έγκληση δεν επιτρέπεται προσφυγή στον εισαγγελέα εφετών» (παρ. 3). (Αυτές οι τροποποιήσεις έγιναν με το άρθρο 28 του ν. 4055/ 2012). Βλέπουμε ότι το τριήμερο εδώ καταργήθηκε και η κατάθεση του παράβολου μαζί με την έγκληση αποτελεί πλέον στοιχείο του κύρους της έγκλησης, η οποία αν δεν συνοδεύεται με παράβολο 100 ευρώ είναι σαν να μην κατατέθηκε ή δεν γίνεται καν δεκτή. (Ευτυχώς που αν είναι περισσότεροι οι εγκαλούντες κατατίθεται ένα παράβολο).
Στο άρθρο 48 ΚΠ προστέθηκαν παρ. 2 και 3 που ορίζουν τα εξής: «Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού 300 ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Αν δεν κατατεθεί παράβολο η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. (παρ. 2). Κι’ εδώ βλέπουμε ότι το παράβολο αποτελεί στοιχείο του κύρους της προσφυγής και το ύψος του θα αναπροσαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο με ΚΥΑ. .
«Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή διατάσσει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα για το οποίο δεν έχει ήδη διενεργηθεί, είτε την άσκηση της ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παράβολου στον καταθέσαντα αυτό» (παρ. 3).
Οι παραπάνω διατάξεις που θέτουν, την καταβολή χρηματικών ποσών, ως προϋπόθεση για την προσφυγή στη δικαιοσύνη, είναι αντίθετες τόσο με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όσο και με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και με το άρθρο 4 του Συντάγματος που καθιερώνει την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου, η οποία εδώ κλονίζεται ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα των πολιτών, και ακόμη με την αρχή της αναλογικότητας και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Γ’ αυτό πρέπει να καταργηθούν όλες οι οικονομικές δεσμεύσεις που τίθενται ως προϋποθέσεις για την προσφυγή στην ποινική δικαιοσύνη.
Αλλως, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τροποποιηθούν οι διατάξεις που αφορούν όλα τα τέλη- παράβολα που έχουν εισαχθεί ( για τις μηνύσεις τις εγκλήσεις προσφυγές κλπ) και να μην υφίσταται αυτομάτως το απαράδεκτο αλλά να ορίζεται χρόνος για την καταβολή τους.
Άρθρο 516 παρ. 1. Αν η αίτηση αναίρεσης γίνει δεκτή λόγω αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, ο Άρειος Πάγος αποφασίζει ταυτόχρονα την παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο, το προσδιορίζει στην απόφαση και καταδικάζει τον ηττημένο στην πληρωμή των εξόδων……………
Άρθρο 519. Αν η αναίρεση έγινε δεκτή για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, και Η΄, ο Άρειος Πάγος αποφασίζει μόνο για την αναίρεση, καταδικάζει τον ηττημένο στην πληρωμή των εξόδων και ………….
Αλήθεια, ρώτησε ποτέ κανείς τον διάδικο σε ποιο δικαστήριο θέλει να δικαστεί; Ο εισαγγελέας όταν εισάγει μια υπόθεση στο δικαστήριο ή ακόμη και το συμβούλιο όταν κάνει το ίδιο, ρωτούν κανένα από τους διαδίκους σε ποιο δικαστήριο θέλουν να εισαχθεί η υπόθεση; Ασφαλώς όχι. Γιατί λοιπόν το σφάλμα των δικαστικών λειτουργών να μην το χρεωθούν οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί ή ακόμη το ίδιο το κράτος αφού το σφάλμα είναι των οργάνων του.
Επίσης όταν το δικαστήριο υπάγει τα πραγματικά περιστατικά στον προσήκοντα κανόνα δικαίου και κάνει λάθος, ή όταν ο δικαστής στο γραφείο του συντάσσει την αιτιολογία σε μια απόφαση και επίσης κάνει λάθος, είτε από ανεπάρκεια, είτε από αδιαφορία, είτε από άλλους λόγους, συμβουλεύεται ποτέ τον ηττηθέντα διάδικο; Ασφαλώς όχι. Γιατί λοιπόν να πληρώσει τα σφάλματα του δικαστηρίου ο ηττηθείς διάδικος και όχι ο ίδιος ο δικαστής ή το ίδιο το κράτος.
Γι’ αυτό πρέπει να απαλειφθούν οι διατάξεις που ορίζουν ότι τα έξοδα επιβάλλονται στον ηττηθέντα διάδικο.
Άρθρο 473 ΚΠΔ παρ. 3: Σύμφωνα με την ισχύουσα μορφή της παρ. 3 του άρθρου 473 ΚΠΔ, «Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η καθαρογράφηση της αποφάσεως πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, διαφορετικά ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. Η καταχώρηση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώρηση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής».
Στην πρακτική εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλειόνων προβλημάτων, που έχουν ως αφετηρία το γεγονός, ότι η προβλεπόμενη –με απειλή πειθαρχικής ευθύνης του προέδρου του δικαστηρίου – δεκαπενθήμερη προθεσμία για την καθαρογράφηση και καταχώρηση της απόφασης δεν τηρείται. Έτσι, εάν κάποιος επιθυμεί να υποβάλει αίτηση αναιρέσεως κατά συγκεκριμένης τελεσίδικης ποινικής αποφάσεως, θα πρέπει υπό ιδία ευθύνη και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα να βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση, ώστε να διαπιστώσει πότε τελικά θα καταχωριστεί η απόφαση αυτή καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, γεγονός που δημιουργεί κίνδυνο απώλειας της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου, πολύ περισσότερο, αν η καταχώρηση γίνει την τελευταία ημέρα της εβδομάδος.
Θεωρούμε, συνεπώς, επιβεβλημένο να τροποποιηθεί η παραπάνω διάταξη και η προθεσμία αναιρέσεως να αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως καθαρογραμμένης και αυτό ανεξάρτητα από την παρουσία του καταδικασθέντος κατηγορουμένου κατά την απαγγελία της, δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν συνέχεται – όπως π.χ. η έφεση – με τυχόν ουσιαστικές πλημμέλειες αυτής, αλλά με νομικές πλημμέλειες, για τη διαπίστωση των οποίων και την αξιολόγησή της δυνατότητας προσβολής των με το προαναφερόμενο ένδικο μέσο, είναι απαραίτητη η πλήρης γνώση όλου του περιεχομένου της απόφασης.
Άρθρο 48 ΚΠΔ : Να τροποποιηθεί oσον αφορά την τρίμηνη προθεσμία και να ενημερώνεται ο εγκαλών ή να υποχρεώνεται να διορίσει εάν επιθυμεί αντίκλητο δικηγόρο στον οποίο θα κοινοποιείται η διάταξη που απορρίπτεται για να δύναται ο εγκαλών να ασκήσει προσφυγή.
Αρθρα 63 και 65 ΚΠΔ : Υπάρχει σοβαρή νομική δυσαρμονία μεταξύ των άρθρων 63 και 65 του ΚΠΔ καθόσον εμφανίζεται ως τέλος η προϋπόθεση της πολιτικής αγωγής με ποινή απαραδέκτου για το ποσό των 50 ευρώ, ενώ είναι δικονομικά κατοχυρωμένο ότι εισάγεται στην ποινική δίκη πολιτική απαίτηση με σκοπό αυτή να αφαιρεθεί στην συνέχεια από τυχόν απαίτηση που θα διεκδικηθεί από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Δημιουργείται νομικό ζήτημα εάν τα 50 ευρώ είναι τέλος όπως αναγράφεται, πως αυτό εισάγεται ως πολιτική απαίτηση για την παράσταση της πολιτικής αγωγής και στην συνέχεια αφαιρείται κατά την εκδίκαση της πολιτικής δίκης .
Θέσπιση μιας προθεσμίας για την άσκηση των ενδίκων μέσων, προσφυγών κ.λ.π, για την αποφυγή του εφιάλτη των προθεσμιών.
ΓΙΑ ΤΟ ΔΣ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο Γ.ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΤΡΥΦΩΝ ΤΣΑΤΣΑΡΟΣ