Εισήγηση Δικηγόρου Λάρισας κ. Κώστα Τουρβάτσιου: «Ο ρόλος του Δικηγόρου στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά»
«Ο ρόλος του Δικηγόρου στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά»
Όπως συμβαίνει με όλους τους νόμους και ο νόμος 3869/2010, με τις μετέπειτα τροποποιήσεις του, απευθυνόμενος σε μεγάλο μέρος της Ελληνικής Κοινωνίας, μέσα στους κατ’εξοχήν χαλεπούς καιρούς που περνάμε, όπως ήταν φυσικό άγγιξε και τον δικηγορικό κόσμο.
Πρέπει εκ προοιμίου να πούμε, ότι από το έτος 2009 που εμφανίστηκε η πρωτοφανής και αδυσώπητη οικονομική κρίση που ισοπεδώνει τα πάντα στην Ελλάδα και την μετατρέπει καθημερινά σε «κρανίου τόπο», μέσα στον καταιγισμό άπειρων επιβαρυν-τικών νομοθετημάτων, ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, όπως καθιερώθηκε στην κοινή γνώμη, είναι ίσως το μοναδικό νομοθέτημα που λειτούργησε υπέρ του πολίτη.
Και ενώ ο συγκεκριμένος νόμος είναι σαφέστατος και απλούστατος και σκοπεύει στην υπαγωγή στην δικαστική προστασία των υποθέσεων των δανειοληπτών από τις τράπεζες, ένεκα κυρίως της δραματικής αλλαγής των συνθηκών διαβίωσης και της σημαντικής συρρίκνωσης του εισοδήματος όλων των Ελλήνων και μάλιστα με την εκούσια δικαιοδοσία χωρίς καν την σύμπραξη δικηγόρου, προκειμένου να περιοριστούν τα έξοδα και η δαπάνη για τον ταλαίπωρο δανειολήπτη, στο τέλος τολμώ να πώ ότι τον μετατρέψαμε, όλοι μας και κυρίως πολλές δικαστικές αποφάσεις σε λαβύρινθο.
Τι ήθελε ο νομοθέτης με αυτόν τον νόμο; Διέβλεψε την τεράστια αλλαγή που ερχόταν, ένεκα της οικονομικής κρίσης, στις συνθήκες της δανειοδότησης ενός εκάστου και του χρόνου της εξόφλησης του δανείου, όταν πλέον η αξία του ακινήτου θα έχει σημαντική πτώση. Όταν το εισόδημα του δανειολήπτου, αν δεν έχει εξαφανιστεί, θα έχει τουλάχιστον σημαντικά περιοριστεί και για να προλάβει το «τσουνάμι» των εξώσεων, προσπάθησε να δημιουργήσει λιμανάκια όπου θα μπορούν να καταφεύγουν οι άμοιροι δανειολήπτες και έχοντας την συμπαράσταση του Έλληνα Δικαστή, θα μπορούν καταβάλλοντας δόσεις ανάλογα με τις νέες δυνατότητές και την οικονομική κατάσταση ενός εκάστου, να κρατήσουν το κεφάλι τους και την οικογένειά τους κάτω από το πολυπόθητο κεραμίδι, όνειρο γενεών όλων των Ελλήνων, που με τόσους κόπους και θυσίες κατάφεραν να αποκτήσουν.
Ο Νομοθέτης, δεν είναι τυχαίο ότι υπήγαγε την επίλυση αυτών των διαφορών στα Ειρηνοδικεία που είναι διάσπαρτα σε όλη τη χώρα και περισσότερο κοντά στον πολίτη, και περιποίησε, κατά την άποψή μου, ιδιαίτερη τιμή στην κρίση των Ειρηνοδικών, πιστεύοντας ότι διαθέτουν μεγαλύτερη ευαισθησία και συμπονούν περισσότερο τους πάσχοντες συμπολίτες μας.
Ο Ειρηνοδίκης με ευρύτητα σκέψης πρέπει να αντιμετωπίζει κάθε τέτοια υπόθεση που υπάγεταιι στην κρίση του. Και υπήρξαν πράγματι πολλές αποφάσεις στο πνεύμα αυτό και μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας του νομοθέτη.
Δυστυχώς όμως υπήρξαν και αρκετές αποφάσεις, όπως κατωτέρω θα αναφέρω με κρίση σε εντελώς διαφορετική διάσταση.
Ο νομοθέτης, όπως προείπα, δίνει τη δυνατότητα στον πολίτη να υπαγάγει την υπόθεσή του στη δικανική κρίση χωρίς καν την συνδρομή δικηγόρου. Αντί λοιπόν να δεχθούν οι δικαστές την εύλογη συμπλήρωση κάθε ελλείψεως και κάθε τυπικού και ουσιαστικού στοιχείου μέχρι και κατά την συζήτηση της αίτησης και ακόμα να αναβάλλουν την έκδοση οριστικής απόφασης, δίνοντας την δυνατότητα και τον απαιτούμενο χρόνο στον αιτούντα να προβεί στην όποια απαραίτητη συμπλήρωση, γίναμε μάρτυρες τυπολατρικών και προφανώς εσφαλμένων αποφάσεων που ταλαιπώρησαν τους πολίτες, τους δικηγόρους και το ίδιο το πνεύμα του νόμου που αλλού στόχευε και αλλού οι αποφάσεις τον πήγανε. Υπολογίστε εδώ τα έξοδα κατάθεσης- επίδοσης- προσωρινής διαταγής -συζήτησης και τυχόν εφέσεως που καθιστούν πολλές φορές δυσβάστακτη και αποτρεπτική την ρύθμιση.
Έτσι από μία απλή αίτηση του ενδιαφερομένου που απαιτεί ο νόμος, τα σημερινά δικόγραφα, έχουν μετατραπεί σε πολυσέλιδα, πολύπλοκα και πολλές φορές δυσνόητα, τέτοια πάντως που σίγουρα δεν μπορεί να καταρτίσει μόνος του ο πολίτης. Αυτό φρονώ δεν έγινε από υπαιτιότητα των δικηγόρων αλλά υπήρξε αποτέλεσμα της τυπολατρικής προσκόλλησης πολλών δικαστικών αποφάσεων σε ανούσιες ενστάσεις των τραπεζών.
Ο δικηγόρος με το που θα πάει στο γραφείο του τέτοια υπόθεση εξετάζει πάντα τις προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί ο δανειολήπτης προκειμένου να υπαχθεί στον νόμο 3869/2010 και αυτές είναι:
Α) Ο οφειλέτης πρέπει να είναι φυσικό πρόσωπο (όχι Νομικό πρόσωπο) το οποίο δεν έχει την εμπορική ιδιότητα και κατ’ επέκταση την πτωχευτική ικανότητα. Ή τουλάχιστον να έχει χάσει την εμπορική του ιδιότητα πριν από την δημοσίευση του Νόμου, δηλαδή πριν από το έτος 2010.
Β) Ο οφειλέτης να έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία των πληρωμών του, χωρίς δική του υπαιτιότητα, χωρίς την ύπαρξη δόλου.
Γ) Τα δάνεια που οφείλονται να μην έχουν γίνει δεκτά, να μην έχουν υπογραφεί τουλάχιστον ένα (1) έτος πριν από την κατάθεση της αιτήσεως στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο.
Δ) Η οφειλή να μην προέρχεται από αδικοπραξία η οποία διαπράχθηκε με δόλο, π.χ υπεξαίρεση
Ε) Τα δάνεια του οφειλέτη να μην είναι οφειλές προς το Δημόσιο παρά μόνον προς πιστωτικά ιδρύματα, δηλαδή προς Τράπεζες. Μπορεί όμως ο οφειλέτης να εντάξει στην αίτηση του οφειλές προς άλλες κοινωφελείς επιχειρήσεις όπως Δ.Ε.Η, Ο.Τ.Ε, Ε.Υ.Δ.Α.Π
ΣΤ) Τέλος ο οφειλέτης δεν πρέπει να έχει κάνει δόλιες μεταβιβάσεις της προσωπικής του περιουσίας την τελευταία τριετία πριν την κατάθεση της αιτήσεως στο Δικαστήριο.
Εάν λοιπόν ο οφειλέτης πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις μπορεί να υπαχθεί στον Ν. 3869/2010 με την ακόλουθη διαδικασία, την οποία φρονώ ότι πλέον μόνο ο δικηγόρος μπορεί να ακολουθήσει λόγω της πολυπλοκότητάς της.
Αρχικά καταθέτουμε προς τις τράπεζες μία αίτηση με την οποία ζητούμε από αυτές να μας παραδώσουν μέσα σε διάστημα 10 εργάσιμων ημερών σαφή στοιχεία των οφειλών μας όπου να αναγράφεται το ποσό που οφείλουμε, πότε λάβαμε τα δάνειά μας και για ποιά αιτία, όπως να αναγράφουν και το ποσό που αντιστοιχεί στο 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης του οφειλέτη προς την Τράπεζα. Εάν οι τράπεζες δεν παραδώσουν τα στοιχεία που ζητούμε, ευθύνονται με αποζημίωση μέχρι και το ποσό των 10.000 ευρώ (συχνά οι τράπεζες δεν δίνουν στοιχεία με σκοπό να δυσχεράνουν την προσπάθεια των οφειλετών).
Η κατάθεση της αιτήσεως γίνεται στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο, όπου ο οφειλέτης έχει την μόνιμη κατοικία του. Στην αίτηση μας αναφέρουμε ένα γενικό ιστορικό της κατάστασής του αιτούντος ( π.χ. οικογενειακής, παντρεμένος- διαζευγμένος εάν έχουμε παιδιά και πόσα), εν συνεχεία αναφέρουμε την αιτία που ελήφθησαν τα δάνεια (π.χ. στεγαστικό, καταναλωτικό), το έτος που ελήφθησαν και οπωσδήποτε αναφέρουμε το γεγονός που μας οδήγησε στην παύση και εν γένει στην αδυναμία των πληρωμών μας προς τις τράπεζες (π.χ απόλυση από την εργασία, μείωση μισθών).
Στην αίτηση μας αναφέρουμε απαραιτήτως όλα τα περιουσιακά μας στοιχεία και προσέχουμε να μην μας διαφύγει κανένα, διότι μπορεί να θεωρηθεί πως το αποκρύψαμε δολίως και εξαιτίας αυτού να απορριφθεί η αίτησή μας. Κατά την άποψη του λέκτορα κ. Ιάκωβου Βενιέρη υπάρχει πάντα η δυνατότητα συμπλήρωσης της αίτησης κατά την συζήτηση αλλά δυστυχώς έχουν εκδοθεί και αντίθετες αποφάσεις. Ο ίδιος αναφέρει ότι έχουμε την δυνατότητα εμείς να επιλέξουμε ποια δάνεια θα υπαγάγουμε στην αίτησή μας και ποια όχι.
Τέλος επί του ποσού που οφείλουμε προτείνουμε εμείς ένα σχέδιο αποπληρω-μής το οποίο δύναται να αγγίξει και τα 25 έτη, το ποσό που θα καταβληθεί δεν πρέπει να ξεπερνά το 80% της αξίας του ακινήτου μας (Δηλαδή εάν πληρούνται οι προϋπο-θέσεις, οφείλω 100.000 ευρώ και έχω ένα σπίτι αντικειμενικής αξίας 100.000 ευρώ, η απόφαση που θα εκδοθεί θα πρέπει να διατάσει την αποπληρωμή συνολικού ποσού 80.000 ευρώ σε βάθος 25ετίας με περίοδο χάριτος 4 ετών) .
Με την κατάθεση της αιτήσεως και μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών, ορίζεται στο Ειρηνοδικείο ημερομηνία συζήτησης για την χορήγηση προσωρινής διαταγής, με την οποία καθορίζεται η ελάχιστη καταβολή και διατάσσεται η αναστολή όλων των διωκτικών μέτρων από του πιστωτές μας μέχρι την συζήτηση της αιτήσεώς του οφειλέτη στο Ειρηνοδικείο.
Με τις νέες τροποποιήσεις που έγιναν με τον Ν 4161/2013 καταργήθηκε ο εξωδικαστικός συμβιβασμός. Ο οφειλέτης εάν παρουσιάζει κάποιο εισόδημα και δεν είναι άνεργος, πρέπει μέχρι την εκδίκαση της αιτήσεως, να καταβάλλει το 10% των χρημάτων που αντιστοιχούσαν στην τελευταία ενήμερη δόση του δανείου, το οποίο ποσό δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο των 40 ευρώ. Εδώ εφιστάται η ΠΡΟΣΟΧΗ του οφειλέτη γιατί αυτή τροποποίηση δεν αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού μέχρι και για τις αιτήσεις που προηγούνται της τροποποιήσεως και είναι σε εκκρεμότητα.
Τέλος μαζί με την κατάθεση της αιτήσεως, ο οφειλέτης προσκομίζει στην γραμματεία του Ειρηνοδικείου ένα φάκελο στον οποίο τοποθετεί βασικά έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν την δυσμενή οικονομική του κατάσταση( π.χ Ε1- Ε9, εκκαθαριστικό εφορίας, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και μία υπεύθυνη δήλωση πως όλα τα στοιχεία της αιτήσεώς του είναι πραγματικά και αληθή).
Ο ρόλος του δικηγόρου είναι να παρακολουθεί την απαιτητική προδικασία (Είναι λογικό ο δανειολήπτης να μην γνώριζε για παράδειγμα πριν την τροποποίηση πως έχει αποκλειστική προθεσμία 6 μηνών κατάθεσης της αιτήσεως στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο από την ημερομηνία κατάθεσης του εξώδικου συμβιβασμού).
Ο ρόλος του δικηγόρου είναι να προσέχει τις προθεσμίες, οι οποίες κατά τον Λέκτορα Νομικής κ Βενιέρη, δεν καθιστούν μεν άκυρη την διαδικασία ωστόσο εάν δεν τηρηθούν υπάρχει κίνδυνος να παρουσιαστούν διάφορα προβλήματα.
Ο ρόλος του δικηγόρου είναι κατά την μακρόχρονη εκκρεμοδικία, ένεκα της πληθώρας των υποβληθεισών αιτήσεων, να παρακολουθεί τον φάκελο και να επιμελείται για τη συνεχή ενημέρωσή του.
Ο δικηγόρος οφείλει να παρακολουθεί με προσοχή την Νομολογία η οποία σε αυτό τον Νόμο είναι εν πολλοίς αντιφατική και υπάρχει παντελής έλλειψη Αρεοπαγιτικών αποφάσεων.
Ο ρόλος του δικηγόρου είναι να αντικρούει τις ενστάσεις των τραπεζών και να υπενθυμίζει πως από την μία πλευρά υπάρχουν εξαθλιωμένοι πολίτες και από την άλλη ισχυρότατοι τραπεζικοί οργανισμοί οι οποίοι δανειοδοτούνται συνεχώς. και οι οποίοι είναι σαφώς συνυπεύθυνοι για την αλόγιστη χορήγηση δανείων.
ΣΚΟΠΟΣ του ΝΟΜΟΥ
Ο συγκεκριμένος Νόμος ψηφίστηκε έχοντας ως σκοπό του, ο κάθε οφειλέτης που δεν είχε την πτωχευτική ικανότητα, και είχε υπογράψει ένα δάνειο (στεγαστικό, καταναλωτικό) , σε μία περίοδο που οι οικονομικές δυνατότητες του ιδίου αλλά και της Ελλάδος γενικότερα ήταν πολύ διαφορετικές, να κατορθώσει να σώσει την κύρια ή την μοναδική κατοικία του. Δεν ενδιαφέρει εάν ο οφειλέτης έχει στο όνομά του ένα σπίτι που βρίσκεται για παράδειγμα στην Λάρισα και το χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία του ή εάν έχει ένα μοναδικό ακίνητο στον Αγιόκαμπο, ο νόμος είναι σαφής, σκοπός είναι η διάσωση της κύριας ή της μοναδικής κατοικίας. Στην περίπτω-ση που υπάρχουν περισσότερα περιουσιακά στοιχεία όπως αυτοκίνητα, οικόπεδα, διαμερίσματα αυτά κινδυνεύουν με εκποίηση. Εκτός εάν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία χρησιμεύουν ως μοναδική πηγή εσόδων των οφειλετών (πχ. Χωράφια αγροτών).
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ του ΝΟΜΟΥ
Δυστυχώς όμως, όπως και στην αρχή αναφέρθηκε, παρά την σαφήνεια του Νόμου, είχαμε αποφάσεις, όπου οι αξιότιμοι κ.κ. Ειρηνοδίκες βασίστηκαν σε τυπικά στοιχεία παραλείψεων και απέρριψαν αιτήσεις, δεχόμενοι τις ενστάσεις των τραπεζών που θα μπορούσαν και να απορρίψουν.
Όπως π.χ. την ένσταση απαραδέκτου, η οποία βασίστηκε στο γεγονός πως ο οφειλέτης κατέθεσε αυτοπροσώπως την αίτησή του στο Ειρηνοδικείο και όχι δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Την ένσταση δόλου, καίτοι οι αιτούντες συμπλήρωναν κατά τη συζήτηση παραλείψεις που αποδεδειγμένα έγιναν από αμέλεια . Είχαμε απορριπτική απόφαση αιτήσεως για τον λόγο πως η ημερομηνία της υπεύθυνης δηλώσεως, που επισυνάπτεται με την αίτηση, είχε προγενεστέρα ημερομηνία από αυτή της αιτήσεως.
Δεν είναι δυνατόν να εκδίδονται τέτοιες τυπολατρικές αποφάσεις για ένα Νόμο που ο νομοθέτης όρισε αποκλειστική καθ’ ύλην αρμοδιότητα τα Ειρηνοδικεία, όπου επιδίωξη του Νομοθέτη ήταν η εκδίκαση των υποθέσεων αυτών να γίνεται με την Εκουσία δικαιοδοσία, η οποία είναι και η ελαστικότερη και δίνεται η δυνατότητα συμπλήρωσης και διόρθωσης λαθών και επί της ακροαματικής διαδικασίας. Δηλαδή ενώ έχουμε ένα Νόμο όπου ο αιτών έχει την δυνατότητα να παρασταθεί από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδικασίας χωρίς την συνδρομή δικηγόρου, και είναι λογικό να υπάρξουν παραλείψεις και τυπικά λάθη, το σωστό είναι να επιδεικνύεται. κατανόηση , να δίνεται η ευκαιρία συμπλήρωσης κατά τη συζήτηση και η απόρριψη να γίνεται σε σπάνιες περιπτώσεις όπου δεν πληρούται το γράμμα του νόμου.
Οι προβαλλόμενες συνήθως από τις τράπεζες ενστάσεις «απαραδέκτου», «καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος», «αοριστίας» και «δόλου του οφειλέτη» πρέπει να εξετάζονται μεν αλλά να μην εκτρέπουν τον δικαστή από το πνεύμα του νόμου.
Οι Ειρηνοδίκες πρέπει να βασίζονται σε δημόσια έγγραφα όπως στα συμβόλαια, στις φορολογικές δηλώσεις, στις κάρτες ανεργίας από τον Ο.Α.Ε.Δ που αυξάνονται καθημερινά και αποδεικνύουν την οικονομική κατάσταση των οφειλετών και στις καταθέσεις των μαρτύρων, είναι πλέον η ώρα να αντιληφθούν την σημερινή οικονομική κατάσταση των Ελλήνων και να έρθουν πιο κοντά στον πολίτη και την πραγματικότητα.
Για να είμαστε όμως πλήρως αντικειμενικοί πρέπει να αναφέρουμε ότι εκδόθηκαν και πάρα πολλές αποφάσεις από τολμηρούς Δικαστές οι οποίοι διέγραψαν πολύ μεγάλο ποσοστό της συνολικής οφειλής και θεωρούμε ότι αυτές οι αποφάσεις εναρμονίζονται πλήρως με την σωστή ερμηνεία και την φιλοσοφία του Νόμου, που είναι η ανακούφιση των ελλήνων πολιτών. Οι αποφάσεις αυτές εκτιμούν πολύ σωστά ότι για την αλόγιστη χορήγηση δανείων είναι υπαίτιες σε μεγάλο ποσοστό και οι ίδιες οι τράπεζες, που ανέλαβαν έτσι και το εμπορικό «ρίσκο» και φυσικά λαμβάνουν υπό-ψη τους την δραματική συρρίκνωση του εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών.
Σας Ευχαριστώ