Εισήγηση Ειρηνοδίκη Φαρσάλων κ. Αθανασίου Μπλάντα: «Ο έλεγχος από τον Δικαστή του πραγματικού ύψους της απαίτησης, ειδικά στη περίπτωση των οφειλών σε ξένο νόμισμα»
Θέμα : «Ο έλεγχος από τον Δικαστή του πραγματικού ύψους της απαίτησης, ειδικά στη περίπτωση των οφειλών σε ξένο νόμισμα»
Πολύς λόγος γίνεται το τελευταίο χρονικό διάστημα για την υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να προβαίνουν στον λεγόμενο «…υπεύθυνο δανεισμό…», ο οποίος έχει πλέον θεσμοθετηθεί και νομοθετικά με το άρθρο 8 της ΚΥΑ Ζ1-699/ΦΕΚ Β΄ 917/2010 «Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008
για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την Κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 133 της 22.5.2008» των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2008/48/ΕΚ στο εσωτερικό δίκαιο ( βλ. σχετικά Λειβαδά Το νέο ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο για την καταναλωτική πίστη 2008, Περάκη Η αρχή του υπεύθυνου δανεισμού και η πρόσφατη κοινοτική Οδηγία για την καταναλωτική πίστη σε ΧρηΔικ 2009.352επ., Τασίκα Εκφάνσεις της αρχής του υπεύθυνου δανεισμού στην καταναλωτική πίστη, η παροχή επαρκών εξηγήσεων στον καταναλωτή και η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας σε ΕπισκΕΔ 2011.337επ., Ανθή Πελλένη – Παπαγεωργίου Η νέα Οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις καταναλωτικές συμβάσεις σε ΝοΒ 2010.275επ. )
Με τις διατάξεις της ανωτέρω ΚΥΑ επομένως και κατά κοινοτική πλέον επιταγή, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε υπεύθυνο δανεισμό των οφειλετών τους και ως εκ τούτου υποχρεώνονται να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα του κάθε υποψήφιου οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις συμβατικές του υποχρεώσεις εξυπηρετώντας τις πληρωμές του.
Αν επομένως δεν το πράξουν αυτό, τότε, όχι μόνο δεν δύνανται να αρνηθούν την υπαγωγή του ανωτέρω οφειλέτη τους στην εφαρμογή του ν. 3869/2010 ( όπως δηλαδή νομικά αβάσιμα συνήθως ισχυρίζονται προβάλλοντας συνήθως την περί δολιότητας του οφειλέτη ένσταση ), αλλά αντίθετα, σύμφωνα με τις διατάξεις της ανωτέρω ΚΥΑ, ο τελευταίος ( οφειλέτης ) απαλλάσσεται από το κόστος της χορηγηθείσας πίστωσης περιλαμβανομένων των τόκων και έχει την υποχρέωση να καταβάλει μόνο το ποσό του κεφαλαίου σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στη σύμβαση πίστωσης δόσεις.
Συνεπώς, σε τέτοιες περιπτώσεις και όταν πρόκειται για τραπεζικά ιδρύματα, τείνει να αναγνωριστεί πλέον ένα είδος συνευθύνης και συνυπαιτιότητας των δανειστών ( βλ. σχετικά ΕιρΛαρ 78/2013 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕιρΠειρ 76 – 77/2012, ΕιρΘεσ 5193/2012, ΕιρΠεριστ 30/2012 ΤΝΠ Δ.Σ.Α., ΕιρΚαλυμν 1/2012, ΕιρΠτολεμ 175/2012, ΕιρΚαλαυρ 22/2012 ΤΝΠ Δ.Σ.Α., ΕιρΣερρ 12/2012 ) καθόσον δεν νοείται δολιότητα του δανειολήπτη με μόνη την ανάληψη δανειακής υποχρέωσης της οποίας η εξυπηρέτηση είναι επισφαλής αλλά απαιτείται και η από τον δανειολήπτη πρόκληση άγνοιας της επισφάλειας στους πιστωτές.
«Δολιότητα», επομένως, θα μπορούσε να νοηθεί μόνο αν ο δανειολήπτης εξαπάτησε τους υπαλλήλους του πιστωτικού ιδρύματος προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις του που δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν τράπεζες για την οικονομική συμπεριφορά των πελατών τους ( βλ. σχετικά Αθ. Κρητικού Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων έκδοση 2012 σελ.57 και ενδεικτικά και μόνο τις ΕιρΚαλυμν 1/2012 ΝοΒ 2012.563, ΕιρΜουδ 2/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑλμωπ 60/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕιρΝ.Ιωνίας 4/2011 ΝΟΜΟΣ ).
Υποστηρίζεται βέβαια νομολογιακά και η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή «…η τελική απόφαση για την κατάρτιση της σύμβασης πίστωσης, είτε δοθούν επαρκείς εξηγήσεις από τον πιστωτικό φορέα είτε όχι, βαρύνει αποκλειστικά τον πιστολήπτη και, ως εκ τούτου, επ’ ουδενί δεν πρέπει να θεωρείται ότι ο τελευταίος καταναλωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να επιδείξει επιμέλεια και πρόνοια για την επιλογή της κατάλληλης πίστωσης κατά την κατάρτιση της σύμβασης…» ( βλ. σχετική άποψη που διατυπώνεται στην ΕιρΤυρν 15/2012 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕιρΦλωρ 1/2012 ΝοΒ 2012.1191 ), άποψη όμως που δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στο νόμο, αντιτιθέμενη επιπρόσθετα πλήρως στην ανωτέρω αναφερόμενη ΚΥΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις της οποίας και όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν την υποχρέωση να προβαίνουν σε υπεύθυνη δανεισμό των οφειλετών τους και, ως εκ τούτου, υποχρεώνονται να εξετάζουν την πιστοληπτική ικανότητα του κάθε υποψήφιου οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις συμβατικές του υποχρεώσεις εξυπηρετώντας τις πληρωμές του, αν δε διαπιστώσουν ότι αυτό δεν συμβαίνει, θα πρέπει να απέχουν από το δανεισμό ακόμη και σε βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων ( να μην καταρτίσουν τη σύμβαση ) εφόσον αυτό προβλέπεται πλέον από το νόμο και η συμπεριφορά αυτή συμβάλει στην παγίωση της ασφάλειας στις συναλλαγές ( μη επισφάλεια των χορηγούμενων πιστώσεων ) και στην προστασία των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών που προσφεύγουν στον συνεχή τραπεζικό δανεισμό προφανώς για να αντιμετωπίσουν επείγουσες και ανεπίδεκτες αναβολής οικονομικές τους ανάγκες χωρίς την απαραίτητη προς τούτο προηγούμενη και νηφάλια ώριμη σκέψη ως προς τις μελλοντικές αρνητικές επιπτώσεις, ήτοι σε πλήρη αντίθεση με τα αντισυμβαλλόμενα αυτών πιστωτικά ιδρύματα.
Και τούτο διότι, ακόμη και ο οφειλόμενος σε κακό υπολογισμό των οικονομικών δυνατοτήτων του πιστούχου υπερβολικός τραπεζικός δανεισμός, δεν μπορεί να αποτελεί στοιχείο δόλου, δεδομένου του ότι αυτός ( δανεισμός ) είναι από τις κύριες αιτίες της θεσμοθέτησης του ν. 3869/2010 ( βλ. σχετικά ΕιρΝικ 39/2012 ΝοΒ 2012.1444 ).
Η ανωτέρω όμως τυχόν συνευθύνη των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθίσταται εμφανέστερη στην ειδικότερη περίπτωση των μακροπρόθεσμων δανείων στεγαστικής πίστης που χορηγήθηκαν σε πολλούς δανειολήπτες και ήταν συνδεδεμένα με την ισοτιμία του Ευρώ με ξένο νόμισμα και κυρίως με το ελβετικό φράγκο ( CHF ) κατά το χρονικό διάστημα κυρίως πριν την εκδήλωση της κρίσης χρέους της Ελλάδας, ήτοι από το τέλος του έτους 2006 μέχρι και το έτος 2009 ( κατά την οποία όμως και ο ανταγωνισμός των τραπεζικών ιδρυμάτων για προσέλκυση πελατών ήταν στο κατακόρυφο ), περίοδος δηλαδή υψηλής συναλλαγματικής ισοτιμίας Ευρώ / ελβετικού φράγκου, με δέλεαρ κυρίως τη χαμηλή δόση ( λόγω του επιτοκίου LIBOR – LondonInterbankOfferedRate ).
Κατά τη σύναψη όμως των ανωτέρω δανείων σε ελβετικό φράγκο, τα οποία ουδεμία ομοιότητα έχουν με τα παραδοσιακά προϊόντα δανείων στεγαστικής πίστης ( σε Ευρώ ) και δεν είναι απλά δάνεια αλλά αποτελούν στη ουσία ριψοκίνδυνα προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου υψηλού ρίσκου που συνδέονται δηλαδή ευθέως με την αγορά συναλλάγματος, δεν χορηγήθηκε στους δανειολήπτες πληροφοριακό υλικό για τη γνώση και επίγνωση των οικονομικών δεδομένων, ούτε ενημερώθηκαν επαρκώς οι τελευταίοι με ποιους τρόπους θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον όποιο κίνδυνο έναντι της μελλοντικής σοβαρής μεταβολής της ισοτιμίας και τον τρόπο που αυτό θα μπορούσε να επιδράσει στην αποπληρωμή του δανείου, ούτε παρασχέθηκε βοήθεια για τα ανωτέρω επενδυτικά προϊόντα στους δανειολήπτες μέσω ειδικών συμβούλων των τραπεζικών ιδρυμάτων, εξειδικευμένου στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ξένο νόμισμα.
Η πληροφόρηση αυτή, θα έπρεπε να είναι επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι ( μη έχοντες ειδικές γνώσεις ) δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις, έπρεπε δε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις και το κεφάλαιο του δανείου, μια σοβαρή υποτίμηση του Ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ελβετικού φράγκου.
Ούτε άλλωστε, κατά την συνήθη πρακτική αυτών σε συνδυασμό με την ( δικαιολογημένη μεν αλλά πρόχειρη ) αναζήτηση από τον ίδιο τον δανειολήπτη του προϊόντος που θα είχε γι’ αυτόν την καλύτερη απόδοση, παρείχαν στον τελευταίο την ελάχιστη απαιτούμενη, μέσω του ανωτέρω ειδικού συμβούλου, πληροφόρηση αναφορικά με την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, με στόχο τον μεγαλύτερο μετριασμό του δανείου του. Η παραπάνω δε ειδική πληροφόρηση και κυρίως οι τρόποι αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, που μπορεί να λαμβάνουν διαφορετικές μορφές, θα είχε ως αποτέλεσμα την επίγνωση του κινδύνου υπερχρέωσης που θα ωθούσε τους δανειολήπτες σε αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, δηλαδή σε προστασία έναντι της μεταβλητότητας του ξένου νομίσματος.
Ως αποτέλεσμα δε των ανωτέρω, μεγάλος αριθμός ανυποψίαστων ή μη επαρκώς ενημερωμένων δανειοληπτών, επαφιέμενος αφελώς στις διαβεβαιώσεις των τραπεζικών ιδρυμάτων, οδηγήθηκε τελικά σε μεγάλες απώλειες, λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη ότι, ενώ κατά τον χρόνο υπογραφής των σχετικών συμβάσεων άλλως κατά τον χρόνο εκταμίευσης των σχετικών δανείων η ισοτιμία Ευρώ/CHF ανέρχονταν σε ποσοστό περίπου 1,60, στη συνέχεια και με την αλλαγή της ισοτιμίας Ευρώ προς ελβετικό φράγκο ( πάνω από 35% ), οι ανωτέρω δανειολήπτες καλούνται να πληρώσουν πλέον και μία πολύ αυξημένη μηνιαία δόση αλλά ( και κυρίως ) να αποπληρώσουν συνολικό ποσό δανείων κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που πράγματι δανείστηκαν (εκταμιεύτηκε), δεδομένου ότι η σημερινή συνολική απαίτηση των τραπεζικών ιδρυμάτων κατ’ αυτών σε CHF με χρέωση του αντίστοιχου λογαριασμού με το ισότιμό τους σε Ευρώ θα πρέπει να υπολογισθεί με την τιμή πώλησης των ελβετικών φράγκων που ισχύει κατά την ημερομηνία καταβολής της σχετικής οφειλής σύμφωνα με το ημερήσιο δελτίο συναλλάγματος της ΤτΕ, η σχετική ισοτιμία του οποίου ανέρχεται σήμερα περίπου στο 1,20.
Ποιες ήταν αυτές οι διαβεβαιώσεις :
α) Ότι η τότε υφιστάμενη ισοτιμία Ευρώ / CHF ( περίπου 1,60 ) θα εξακολουθεί να κυμαίνεται σε σταθερά υψηλά επίπεδα,
β) ότι η τυχόν ζημία που θα είχε ο δανειολήπτης στο μέλλον από μια πιθανή αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε βάρος του Ευρώ θα ήταν μικρότερη από το όφελος που ο ίδιος θα απεκόμιζε από το όφελος του χαμηλού επιτοκίου δανεισμού και, τέλος,
γ) η σταθερότητα του CHF καθώς και το διεθνές νομισματικό κύρος του Ευρώ.
Το ανωτέρω δε πρόβλημα έχει λάβει προφανώς μορφή ευρύτερου κοινωνικού προβλήματος, καθόσον, από αναφορές στον ημερήσιο τύπο αλλά και στο διαδίκτυο, φαίνεται ότι απασχολεί χιλιάδες ελληνικές οικογένειες ( υπολογίζονται πρόχειρα περίπου στις 60.000 ), δεδομένου ότι, στο περιβάλλον της τρέχουσας εξαιρετικά δυσμενούς οικονομικής κρίσης, όπου δηλαδή η αδυναμία πληρωμής των δόσεων είναι καταρχήν αναμενόμενη, ο δανειολήπτης σε ελβετικό φράγκο ( CHF ) απειλείται πολλαπλώς σε σχέση με τον δανειολήπτη σε Ευρώ διότι α) κατά τα τελευταία τρία ( 3 ) μόνο έτη είδε τη μηνιαία δόση του να ανέρχεται σε ποσοστό περίπου 35%, β) διαπιστώνει ότι το άληκτο κεφάλαιο του δανείου έχει εκτοξευθεί σε ποσά ανώτερα από αυτά που ο ίδιος δανείστηκε, γ) απειλείται όχι απλά με τον κίνδυνο απώλειας της κύριας κατοικίας του αλλά και όλης της ακίνητης περιουσίας του καθόσον το ( συνήθως ) προσημειωμένο ακίνητο δεν πρόκειται να καλύψει την εξαιρετικά διογκωμένη οφειλή του και, τέλος, ( και κυρίως ), δ) παραμένει «…διπλά εγκλωβισμένος…» διότι οποιαδήποτε προσπάθεια ρύθμισης της οφειλής του ( ακόμη και με την υπαγωγή αυτής στις διατάξεις του ν. 3869/2010 ), θα σημαίνει και την αναγνώριση του χρέους ενός υπέρογκου ποσού, όπως αυτό έχει ήδη διαμορφωθεί από την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία.
Τίθεται λοιπόν εύλογα καταρχήν το εύλογο ερώτημα αν οι παρέχουσες τα παραπάνω δάνεια τράπεζες γνώριζαν την πορεία του Ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου και του συναλλαγματικού κινδύνου από την εξέλιξη αυτή.
Από την οικονομική έκθεση χρήσης του έτους 2007 της ΕΤΕ προκύπτουν τα εξής αληθή:
α) η ΕΤΕ για τον έλεγχο και τη διαχείριση των αναλαμβανομένων κινδύνων είχε ήδη από το 2007 καθορίσει πλαίσιο ορίων ΜΔΖ ( Μέγιστη Δυνατή Ζημία ), το οποίο κάλυπτε τόσο τον συναλλαγματικό κίνδυνο, όσο και το συνολικό κίνδυνο αγοράς.
β) η έγκαιρη εφαρμογή του συστήματος αντιμετώπισης του ως άνω κινδύνου που αποδεικνύεται από τον αριθμό υπερβάσεων της υπολογιζόμενης ΜΔΖ σε τρεις ( 3 ) μόνον ημέρες , δηλαδή σε ποσοστό μόλις 1,25%.
γ) ότι μεταξύ των σημαντικότερων κινδύνων (επιτοκιακός, μετοχικός, συναλλαγματικός) που ανέλαβε η ΕΤΕ το 2007, τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη διαμόρφωση της ΜΔΖ την είχε ο επιτοκιακός και ο μετοχικός κίνδυνος, γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα ότι τρίτος κίνδυνος ( δηλαδή ο συναλλαγματικός κίνδυνος ) στον οποίο η ΕΤΕ είχε εκτεθεί, ήταν αποτελεσματικά αντισταθμισμένος.
δ) ότι στην εκτίμηση της ζημίας, αναφορικά με τους τρεις ως άνω κινδύνους, που ενδέχεται να υποστεί η τράπεζα σε ακραίες καταστάσεις, έλαβε υπόψη της τις υποδείξεις του ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ που τότε υποδείχθηκε από αυτό η ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΚΑΤΑ 30%.
Από τα ανωτέρω αληθή προκύπτει δηλαδή σαφέστατα ότι οι τράπεζες, έχοντας και λαμβάνοντας υπόψη τους τα διεθνώς γνωστά οικονομικά δεδομένα, είχαν ήδη αντισταθμίσει αποτελεσματικά τον συναλλαγματικό κίνδυνο τον οποίο διεθνώς και εγχωρίως οι ίδιες είχαν αναλάβει.
Όμως την ως άνω τεχνογνωσία τους ΔΕΝ την μετέδωσαν στους δανειολήπτες, ώστε και αυτοί να μπορέσουν αποτελεσματικά να αντισταθμίσουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο και τον εγκατέλειψαν στη δίνη της κερδοσκοπίας του κεφαλαίου.
Κάποια μέτρα που πάρθηκαν από τις τράπεζες, όπως η συνεισφορά στο κίνδυνο μεταβολής της μηνιαίας δόσης και του άληκτου κεφαλαίου της τάξης από 0,9 έως 3,7% ή το «…+ – 5 προστασία δόσης…» και μόνο για τα πρώτα 3 – 4 χρόνια με πρόσθετη επιβάρυνση στο spread της τάξης του 0,20%, ήταν εμφανώς ανεπαρκή στο χαώδες πεδίο της αντιστάθμισης, δεδομένου ότι τα στεγαστικά αυτά δάνεια συνήθως έχουν χρονική διάρκεια 20 – 30 ετών.
Συνεπώς οι τράπεζες έχουν δανείσει στους δανειολήπτες είτε ποσότητες ξένου νομίσματος που είχαν στη διάθεσή τους (συναλλαγματικά αποθέματα) είτε ξένο νόμισμα που δανείστηκαν οι ίδιες από την διατραπεζική αγορά, χωρίς την παραμικρή προστασία από το συναλλαγματικό κίνδυνο και κυρίως χωρίς να φροντίσουν να τους ενημερώσουν για το κίνδυνο αυτό και την επερχόμενη καταστροφή.
Τα ανωτέρω σχετικά με την ακολουθούμενη πρακτική των τραπεζικών ιδρυμάτων, έρχονται επομένως, κατά την κρίση πάντα του ομιλούντα, σε αντίθεση, εκτός δηλαδή από την ανωτέρω εκτιθέμενη αρχή του «…υπεύθυνου δανεισμού…», με το σύνολο του περιεχομένου των διατάξεων αφενός του άρθρου 4 του ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών», αφετέρου δε με τη διάταξη του άρθρου 49 παρ. 1 του ν. 3371/2005 «Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις» ( ΦΕΚ Α΄ 178/14.07.2005 ), η πρώτη των οποίων ( διατάξεων ) αναφέρει ότι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις ( Γ.Ο.Σ. ) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους, σύμφωνα δε με τη δεύτερη αυτών, τονίζεται η υποχρέωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της πιστοποίησης επιπέδου «Β1» που αποδεικνύει την επαγγελματική επάρκεια των τραπεζικών υπαλλήλων που παρέχουν υπηρεσίες σε τίτλους χρηματαγοράς όπως οι κινητές αξίες σε ξένα νομίσματα που ενδιαφέρει εν προκειμένω.
Σχετική ανάλογη υποχρέωση των ανωτέρω πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την έννοια της «…ελάχιστης απαιτούμενης ενημέρωσης…» των δανειοληπτών αποτυπώνεται άλλωστε και στην με αριθμό 2.501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, στην παρ. 2 της οποίας ορίζεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν κατ’ ελάχιστο να παρέχουν ορισμένες πληροφορίες, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν τη σύναψη της κάθε σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης αλλά στην ουσία μη διαπραγματεύσιμες από τον δανειολήπτη συμβάσεις προσχώρησης. Ειδικά για τις χορηγήσεις ( δάνεια ), θα πρέπει οι υποψήφιοι πελάτες να ενημερώνονται σχετικά με «…τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος…» ( παρ. 2 στοιχ. x ) και για τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης «…τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων…» ( παρ. 2 στοιχ. xi ).
Περαιτέρω, λόγω ακριβώς της έκτασης που έχει λάβει η υπερχρέωση των συναλλασσομένων πολιτών – καταναλωτών όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σ’ ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντιλαμβανόμενη προφανώς ( λίγο καθυστερημένα βέβαια… ) τους εμπεριεχόμενους στην ανωτέρω πρακτική των τραπεζικών ιδρυμάτων κινδύνους για τους δανειολήπτες αυτών και λαμβάνοντας υπόψη της με ρητή μάλιστα αναφορά στο ότι «…σε ορισμένα κράτη μέλη η υπερβολική χορήγηση καταναλωτικών δανείων συνέβαλε στην οικονομική κρίση…» και ότι «…ο υπερβολικός δανεισμός σε ξένο νόμισμα στους καταναλωτές αύξησε τον κίνδυνο και τις ζημίες των νοικοκυριών…», με την από 08.06.2012 Γνωμοδότησή της που αφορά την εφαρμογή της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης ( συντάκτης TheodorDumitruStolojan ) ( 2012/2037(ΙΝΙ) ), καλεί την αρμόδια προς τούτο Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, να συμπεριλάβει σε σχετική πρόταση ψηφίσματος τα ειδικότερα αναφερόμενα στην από 21.09.2011 Σύσταση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου σχετικά με το δανεισμό σε ξένο νόμισμα (ΕΣΣΚ/2011/1) και δημοσιεύθηκε στη Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ ( 2011/C 342-01 ) και ειδικότερα να ζητήσει α) από τις εποπτικές αρχές του εκάστοτε κράτους – μέλους να υποχρεώνουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στους καταναλωτές εξατομικευμένες, πλήρεις και εύκολα κατανοητές πληροφορίες για τους κινδύνους που ενέχει ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα και για τις επιπτώσεις στις δόσεις σε περίπτωση σημαντικής υποτίμησης του νόμιμου νομίσματος, β) να υποχρεωθούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αφού λάβουν υπόψη την οικονομική κατάσταση των καταναλωτών, να τους προειδοποιούν οσάκις μία σύμβαση πίστωσης ενδέχεται να ενέχει γι’ αυτούς συγκεκριμένους κινδύνους και, τέλος, γ) αφενός να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να απαιτήσουν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να επιτρέπουν στους καταναλωτές να μετατρέπουν το δάνειο σε εναλλακτικό νόμισμα, σύμφωνα με διαφανή μέθοδο που θα κοινοποιείται στον καταναλωτή κατά την προσυμβατική ενημέρωση και, αφετέρου, να παρέχουν στον καταναλωτή, όπου κρίνεται σκόπιμο, «…μηχανισμό κάλυψης ξένου συναλλάγματος σε λογικό κόστος, προκειμένου να περιορίζουν τον κίνδυνο δυσμενών διακυμάνσεων των νομισμάτων στις εξοφλήσεις…».
Εφόσον επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω λεχθέντα, τα τραπεζικά ιδρύματα απέφυγαν ( ενσυνείδητα ή από βαριά αμέλειά τους ) να ενημερώσουν τους καταναλωτές για τις ανωτέρω μεθόδους διαχείρισης που θα μπορούσαν να τους θωρακίσουν πλήρως από τον συναλλαγματικό κίνδυνο, ενώ ταυτόχρονα και προφανώς είχαν τα ίδια εκ των προτέρων αντισταθμίσει το δικό τους συναλλαγματικό κίνδυνο κατά την εκταμίευση του ποσού του δανείου από την διατραπεζική αγορά με πιστωτικά παράγωγα ή αντίστοιχες ασφάλειες { όπως για παράδειγμα με τη μέθοδο προστασίας τύπου HEDGE, συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος ( Cross – currencv Swaps ), δικαιώματα πάνω σε συνάλλαγμα ( FXCalls, Puts ), CurrencyCollars, προθεσμιακά συμβόλαια [ ( FORWARDS ) – OutrightForward, BetterThanForward, LeveragedBetterThanForward, ReverseTriggerForward, ResurrectingFade-inForward, ResetForward, FlexibleForward και ParticipatingForward ], είτε με συνδυασμό αυτών }, εξ’ αιτίας της αθρόας χορήγησης δανείων σε CHF, διασπάρθηκε ο συναλλαγματικός κίνδυνος περαιτέρω αδικαιολόγητα και υπέρμετρα μόνο στους ώμους των δανειoληπτών, με άμεσο αποτέλεσμα να καρπώνονται προφανέστατα τη διαφορά μεταξύ της ισοτιμίας που οι δανειολήπτες υποχρεώνονται να αποπληρώνουν το επίδικο δάνειο και της ισοτιμίας που η τράπεζα πιθανόν «κλείδωσε» με πιστωτικά παράγωγα ή ασφάλιση κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου.
Με την πρώτη ματιά βέβαια, θα έλεγε κάποιος … και τι έγινε … έτσι κι αλλιώς οι δανειολήπτες, ακόμη και αν δεν είχαν συναίσθηση του κινδύνου, θα έπρεπε να κατανοήσουν ότι συναλλασσόμενοι με δάνεια που είναι βασισμένα σε συναλλαγματικές ισοτιμίες, λογικά θα είχαν καταλάβει και τον κίνδυνο που αυτά εμπεριείχαν.
Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό για την πληρέστερη κατανόηση του μεγέθους του προβλήματος ένα πραγματικό παράδειγμα βγαλμένο από την δικαστηριακή πρακτική που αναδεικνύει πλήρως την υπερχρέωση του δανειολήπτη.
Στεγαστικό δάνειο ύψους 368.000,00 CHF, που λήφθηκε τον μήνα Ιούνιο του έτους 2008 ( κατάρτιση σύμβασης δανείου την 19.06.2008 ) και εκταμιεύτηκε την 19.11.2008.
Για την εξασφάλιση της δανείστριας εγγράφηκε προσημείωση ύψους 478.400,00 CHF επί δύο ακινήτων του δανειολήπτη και ειδικότερα επί ενός διαμερίσματος εμβαδού 70 τ.μ. στον πρώτο όροφο οικοδομής και ενός άλλου ακινήτου ιδιοκτησίας του ιδίου με διώροφη οικία ( ισόγειο εμβαδού 200 τ.μ., α΄ όροφος εμβαδού 85 τ.μ. και δεύτερος όροφος 70 τ.μ. ).
Το ποσό αυτό, κατά την ημέρα εκταμίευσης (19.11.2008) αντιστοιχούσε στο ποσό των 240.365,77 Ευρώ ( αυτό το ποσό έλαβε ο δανειολήπτης στο λογαριασμό του ), λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τον χρόνο αυτό, η ισοδυναμία Ευρώ / CHFανέρχονταν σε 1,52228 ( βλ. δελτίο συναλλαγματικής ισοτιμίας της 19.11.2008 του Τμήματος Πράξεων Συναλλάγματος της Διεύθυνσης Χρηματοοικονομικών Δραστηριοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος ).
Στη συνέχεια και μέχρι την άσκηση της αίτησης περί υπαγωγής στο ν. 3869/2010 περί τις αρχές του έτους 2013, έχει καταβληθεί από τον δανειολήπτη σταδιακά το συνολικό ποσό των 14.435,03 Ευρώ.
Ως υπόλοιπο όμως της ανωτέρω οφειλής ( αρχικού ύψους δηλαδή σε Ευρώ 240.365,77 ) μετά την ανωτέρω καταβολή, κατά τον χρόνο άσκησης της σχετικής αίτησης ( Φεβρουάριος του έτους 2013 ) φέρεται από το πιστωτικό ίδρυμα το συνολικό ποσό των 412.880,90 CHF ( κεφάλαιο και τόκοι ) που αντιστοιχεί δηλαδή σε 340.455,79 Ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία ( 08.02.2013 ), η ισοτιμία Ευρώ / CHF ανέρχεται πλέον σε 1,22 περίπου ( βλ. δελτίο συναλλαγματικής ισοτιμίας της 19.11.2008 του Τμήματος Πράξεων Συναλλάγματος της Διεύθυνσης Χρηματοοικονομικών Δραστηριοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος ).
Επομένως, ο αιτών / δανειολήπτης, φέρεται ότι οφείλει στο ανωτέρω πιστωτικό ίδρυμα κατά την ημέρα επίδοσης της σχετικής αίτησης ποσό 100.090,00 Ευρώ παραπάνω (340.455,74 – 240.365,77 = 100.090,00) από το ποσό που ο ίδιος δανείστηκε πριν από πέντε ( 5 ) περίπου έτη και ενώ έχει ήδη καταβάλει ποσό 14.435,03 Ευρώ.
Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι, με την ισοτιμία εκταμίευσης ( 1,52228 ), ο ανωτέρω δανειολήπτης θα όφειλε σήμερα ποσό 271.225,33 Ευρώ, ήτοι φέρεται ότι οφείλει 69.230,41 Ευρώ περισσότερα λόγω ακριβώς της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ο κίνδυνος της οποίας όμως ουδόλως του επισημάνθηκε κατά τη σύναψη του δανείου.
Με το ύψος αυτό της οφειλής του, ο δανειολήπτης επομένως, ευρισκόμενος πλέον σε πλήρη αδυναμία καταβολής των δόσεων του δανείου, επιλέγει αυτοβούλως την υπαγωγή του στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, αιτούμενος δικαστική ρύθμιση του συνόλου των χρεών του και χωρίς να προβάλει κάποια ειδικότερη αμφισβήτηση του ύψους του ανωτέρω χρέους του σε CHF.
Την ίδια τακτική ( μη αμφισβήτηση ) ακολουθούν κατά την εκδίκαση της αίτησης και τα έτερα τραπεζικά ιδρύματα και πιστωτές αυτού, οι απαιτήσεις των οποίων όμως ανέρχονται σε πολύ μικρότερα ποσά.
ΕΡΩΤΗΜΑ :
Μπορεί ο επιλαμβανόμενος της υπόθεσης δικαστής, να προβεί αυτεπάγγελτα στον έλεγχο του ύψους της ανωτέρω απαίτησης, η οποία, όπως ανωτέρω έχει λεχθεί, είναι εμφανώς διογκωμένη λόγω της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας ( εμφανής δυσαναλογία παροχής – αντιπαροχής ) ;
Η απάντηση που δίδεται από το γράμμα του άρθρου 8 του ν. 3869/2010, είναι αρχικά σαφέστατα αρνητική, καθόσον, όπως ρητά αναφέρεται στην παράγραφο 1 αυτού, «…το Δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητούμενων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή του οφειλέτη…».
Ο δικαστής επομένως, κατά τον τυπικό έλεγχο της αίτησης εξετάζει, αν πληρούνται οι απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και αν υπάρχει εξαιρετέα απαίτηση.
Κατά τη γραμματική ερμηνεία επομένως του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει δηλαδή ότι ο δικαστής περιορίζεται μόνο στον έλεγχο της ύπαρξης της απαίτησης εφόσον αυτή ουδόλως αμφισβητείται. Υποστηρίζεται δηλαδή από τη θεωρία και τη νομολογία ότι, αν δεν προκύπτει αμφισβήτηση για την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης, ο δικαστής δεν προβαίνει στον αυτεπάγγελτο έλεγχο αυτής, παρά μόνο αν προκύπτει εξαιρετέα απαίτηση κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3869/2010 ήτοι μόνο στις περιπτώσεις που α) έχει αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας της παραγράφου 1 του άρθρου 4 είτε β) προέκυψε από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης είτε γ) προέκυψε από χορήγηση δανείων από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ( βλ. σχετικά ΕιρΠειρ 1/2012, ΕιρΑθ 123/2011, ΕιρΑθ 15/2011 ΕΦΑΔ 2011.677, ΕιρΑθ 143/2011, ΕιρΑθ 102/2011, ΕιρΑθ 85 – 84/2011, ΕιρΑθ 79/2011, ΕιρΑθ 58/2011, ΕιρΕλευσ 1/2011 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕιρΠειρ 92/2011, ΕιρΠειρ 86/2011, ΕιρΧαλανδρ 6/2011, ΕιρΧαν 259/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαυρ 155/2011, ΕιρΚορινθ 579-580/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ).
Πλην όμως, δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στο έλεγχο αυτό.
Ναι μεν η διαδικασία του ν. 3869/2010 δεν αποτελεί πτωχευτική διαδικασία όπως αυτή του ΠτωχΚώδικα, ωστόσο, αφορά την ικανοποίηση απαιτήσεων, οι οποίες ελέγχονται σωρευτικά από το δικαστή προκειμένου να αποφασιστεί η ικανοποίηση όλων των δανειστών.
Συνεπώς ο δικαστής, προβαίνει σε κάθε περίπτωση σε ένα είδος ελέγχου ( εξέλεγξης ) αυτών ( βλ. σχετικά ΕιρΚορ 173/2012 ) και, ως εκ τούτου, προβαίνει σε διαπιστώσεις εν είδει «…επαλήθευσης…» τόσο ως προς την ύπαρξή τους όσο και ως προς το πραγματικό ύψος τους ( βλ. Ι. Βενιέρη – Θ Κατσά Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα έκδοση 2013 σελ. 355 ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 15 του ν. 3869/2010 άλλωστε, τα ισχύοντα για τον ΠτωχΚώδικα εφαρμόζονται αναλογικώς και στη διαδικασία αυτή – όπου αυτό επιβάλλεται -και με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων του τελευταίου νομοθετήματος.
Με την έννοια δε αυτή, ο έλεγχος των απαιτήσεων είναι τόσο έλεγχος νομιμότητας ( ήτοι της εγκυρότητας της συμβατικής υποχρέωσης ) όσο και έλεγχος ουσίας (ανεξόφλητο, ύψος της απαίτησης ).
Κατά την άποψη δε του ομιλούντα, στα πλαίσια του ν. 3869/2010, θα πρέπει ο δικαστής να εξετάσει και το πραγματικό ύψος των απαιτήσεων, είτε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του οφειλέτη είτε με τους ισχυρισμούς των πιστωτών ( βλ. σχετικά ΕιρΑθ 43/2011, ΕιρΑθ 125/2011, ΕιρΠειρ 85/2011, ΕιρΙωαν 3/2011 ) είτε, τέλος, αυτεπάγγελτα στα πλαίσια του εξεταστικού συστήματος του άρθρου 744 του ΚΠολΔ, ιδιαίτερα μάλιστα στις περιπτώσεις που, παρά την μη ύπαρξη ρητής αμφισβήτησης του ύψους της απαίτησης από κάποιο μετέχοντα στη δίκη διάδικο, ανιχνεύεται σχετική επιφύλαξη είτε του οφειλέτη είτε κάποιος αρνητικός ισχυρισμός κάποιου πιστωτή.
Η ανάγκη ελέγχου επομένως των απαιτήσεων προκύπτει λόγω άμεσης ή έμμεσης αμφισβήτησης που προέρχεται από κάποιον των πιστωτών αλλά και από τον ίδιο τον οφειλέτη, αν αναφέρει με επιφύλαξη τη συγκεκριμένη απαίτηση τόσο ως προς το ύψος όσο και ως προς την ύπαρξή της.
Σε τέτοια δηλαδή περίπτωση, ο συγκεκριμένος πιστωτής καλείται να αποδείξει κατά το άρθρο 338 ΚΠολΔ την ύπαρξη καθώς και το πραγματικό ύψος της απαίτησής του, διαφορετικά, δεν είναι σε θέση το Δικαστήριο να υπολογίσει νόμιμα την αναλογική ( σύμμετρη ) ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών ούτε άλλωστε δύναται να διατάξει την προνομιακή ικανοποίηση των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων πιστωτών.
Και τούτο διότι, αν οι πιστωτές αυτοί ενταχθούν στη διαδικασία για μικρότερη της πραγματικής τους αξίωση ή αν ο ένας εξ’ αυτών για μεγαλύτερη της πραγματικής του αξίωση, αλλοιώνεται πλήρως τόσο η εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 2 όσο και αυτή του άρθρου 9 παρ. 1 και 2 του ανωτέρω νομοθετήματος ( βλ. σχετικά Ι. Βενιέρη – Θ Κατσά Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα έκδοση 2013 σελ. 356 ).
Ως «…έμμεση αμφισβήτηση…» δε του πραγματικού ύψους της απαίτησης μπορεί ευχερώς να νοηθεί και ο ισχυρισμός του οφειλέτη ότι π.χ. ο πιστωτής δεν τον ενημέρωσε επαρκώς για το ύψος της απαίτησης ( κατά κεφάλαιο, τόκους, έξοδα ) ή γιατί ο ίδιος δεν είχε τη δυνατότητα να προβεί σε υπολογισμό ενήμερης οφειλής με το συμβατικό τόκο. Υποστηρίζεται δε μάλιστα, κυρίως από τη γερμανική νομολογία, ότι θα πρέπει να γίνεται αυτεπάγγελτος έλεγχος της απαίτησης από το δικαστή ακόμη και αν δεν αμφισβητείται αυτή από κάποιο διάδικο της διαδικασίας ή ακόμη και αν η απαίτηση του οφειλέτη περιλαμβάνει μόνο μία απαίτηση ( βλ. σχετικά BGHZIP 2006.247 σε Ι. Βενιέρη – Θ Κατσά ό.π. έκδοση 2013 σελ. 357 υποσημ. 1825 ).
Βέβαια, όπως ήδη έχει γίνει νομολογιακά αποδεκτό, το πραγματικό ύψος της απαίτησης δεν έχει σημασία για το παραδεκτό και βάσιμο της αίτησης, στην περίπτωση που είναι πρόδηλο ότι οι οικονομικές δυνάμεις του οφειλέτη εξυπηρετούν τις απαιτήσεις των δανειστών του μόνο μέχρις ενός σημείου, με αποτέλεσμα, να αρκεί ο έλεγχος της ύπαρξης αυτών και μόνο χωρίς να έχει σημασία και το πραγματικό ύψος τους ( βλ. ΕιρΑθ 15/2011 ΕφΑΔ 2011.677, ΕιρΕλευς 1/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕιρΧαν 259/2011 και 309/2011 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ).
Ωστόσο, όπως ήδη παραπάνω αναφέρθηκε, έχει σημασία το πραγματικό ύψος των απαιτήσεων προκειμένου να ικανοποιηθούν σύμμετρα οι απαιτήσεις αλλά και να ικανοποιηθούν προνομιακά οι εμπραγμάτως εξασφαλισμένοι πιστωτές, δεδομένου ότι, αν δεν προκύψει το πραγματικό ύψος των απαιτήσεων αυτών, σαφέστατα αλλοιώνεται και η οικονομική αλλά και η νομική θέση των πιστωτών.
Όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα, καθίστανται επομένως ιδιαίτερα σημαντικά και στην εδώ ερευνώμενη περίπτωση του δανειολήπτη σε ελβετικό φράγκο.
Αντίθετη τυχόν ερμηνεία, ήτοι μη αυτεπάγγελτη έρευνα των δανειακών απαιτήσεων της ανωτέρω αναφερόμενης πιστώτριας και του «…πραγματικού ύψους…» αυτής, στα πλαίσια της ρύθμισης των οφειλών του αιτούντα με το ν. 3869/2010, κρίνεται ότι θα οδηγούσε με σαφήνεια αφενός σε μη επαρκή ικανοποίηση των πιστωτών, αφετέρου δε ( και κυρίως ) σε εκ νέου εγκλωβισμό του οφειλέτη, για τους παρακάτω λόγους :
Με δεδομένο την αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη αλλά και το δυσθεώρητο ύψος της απαίτησης, τίθεται λοιπόν εύλογη αμφιβολία αν ο ανωτέρω δανειολήπτης θα μπορέσει να είναι συνεπής ακόμη και στη δικαστική ρύθμιση της οφειλής του με το ν. 3869/2010.
Σε περίπτωση δε έκπτωσης αυτού, η πιστώτρια τράπεζα (δανειδότης), θα περάσει στη διαδικασία πλειστηριασμού του προσημειωμένου ακινήτου.
Λόγω όμως της πτώσης των τιμών στην αγορά των ακινήτων κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο αλλά και το εξαιρετικά μειωμένο αγοραστικό ενδιαφέρον και πέρα από τις γνωστές καταστάσεις και παρενέργειες των πλειστηριασμών, εκτιμάται ότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να καλυφθεί το φερόμενο ως οφειλόμενο ποσό ( ύψους 340.455,79 Ευρώ ), με αποτέλεσμα ο δανειολήπτης ( μαζί με αυτόν η τυχόν συνοφειλέτρια σύζυγος καθώς και ο τυχόν εγγυητής αυτών που συνήθως είναι επίσης συγγενικό πρόσωπο ) να συνεχίζουν να οφείλουν ένα μεγάλο ποσό.
Προφανώς στη συνέχεια, η πιστώτρια θα προχωρήσει σε εκπλειστηρίαση και των λοιπών ακινήτων του δανειολήπτη μέχρι να εισπράξει το υπόλοιπο ποσό της οφειλής.
Από την πλευρά του δηλαδή ο δανειολήπτης, είναι διπλά εγκλωβισμένος, καθόσον, αν αποδεχθεί τη ρύθμιση των οφειλών του στο ύψος που αυτές φέρονται στην αίτησή του και τις οποίες αυτός δεν αμφισβητεί ως προς το ύψος τους, με την αποδοχή της απόφασης του Δικαστηρίου, η ρύθμιση στην οποία θα υπαχθεί θα αφορά αναγνώριση οφειλής 340.455,79 Ευρώ, ήτοι το ποσό του κεφαλαίου και των τόκων όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από την κατά την κατάθεση της αίτησής του συναλλαγματική ισοτιμία και όχι από την πραγματική του οφειλή.
Έτσι «…σύρεται…» ( με τη βούλα μάλιστα του δικαστή ) στην αναγνώριση ενός δανείου πολύ μεγαλύτερου από αυτό που συνήψε, πραγματικό γεγονός που θα οδηγήσει στη μη αποπληρωμή του, με προφανές επακόλουθο να επανέλθει και πάλι το φάσμα του πλειστηριασμού όχι μόνο στο συγκεκριμένο ακίνητο αλλά και στη λοιπή ακίνητη περιουσία του ( κύρια κατοικία ) της οποίας την προστασία επιδιώκει με την σχετική αίτηση, αποτέλεσμα που ασφαλώς δεν συνάδει με την ανάγκη και το σκοπό της θέσπισης του ν. 3869/2010.
Ο δικαστής επομένως, λαμβάνοντας αυτεπάγγελτα υπόψη του τα ανωτέρω, μπορεί να διατάξει επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου α) να προσκομισθούν από το τραπεζικό ίδρυμα όλα τα οικονομικά στοιχεία της συναλλαγής, β) να επιδειχθούν στον οφειλέτη αλλά και στους λοιπούς δανειστές ( ως έχοντες έννομο προς τούτο συμφέρον ) τυχόν έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του δανείζοντος τραπεζικού ιδρύματος που αφορούν τη διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου με πιστωτικά παράγωγα ή ασφάλιση για το ποσό του δανείου που αυτό δανείστηκε από τη διατραπεζική αγορά και στη συνέχεια δάνεισε στον δανειολήπτη οφειλέτη καθόσον τα έγγραφα αυτά – εφόσον βέβαια υπάρχουν – είναι ικανά να πιστοποιήσουν την προστασία αυτού έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου σε αντίθεση με τον δανειολήπτη και, τέλος, γ) να κληθούν κατόπιν τούτων τόσο ο οφειλέτης όσο και οι λοιποί ( πλην του δανείζοντος σε CHF) πιστωτές να εκφράσουν άποψη για το πραγματικό ύψος της απαίτησης που έχει τεθεί στη ρύθμιση του ν. 3869/2010.
Και τούτο διότι, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκουσίας δικαιοδοσίας, ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, επιβάλλει την ενεργή συμμετοχή του Δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης και επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης εκείνων των στοιχείων που απαιτούνται για τη διάγνωση της διαφοράς, επομένως και των στοιχείων που συμβάλλουν στην έρευνα της ύπαρξης ( βλ. ΑΠ 1131/1987 ΝοΒ 36.1601 2η πλειοψηφία, ΕφΑθ 2735/2000, ΕφΑθ 4462/2002 και ΕφΑθ 2188/2008 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα άρθρο 747 αριθ. 7 ) αλλά και του ύψους της απαίτησης ακόμη και αν δεν αμφισβητείται ρητά από κάποιον από τους μετέχοντες στη διαδικασία διαδίκους, όπως ανωτέρω έχει ήδη γίνει αποδεκτό και για τους λόγους που εκεί αναφέρονται.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Αντικείμενο της δίκης περί ένταξης ή μη του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 δεν είναι καταρχήν η ύπαρξη ή μη καταχρηστικών όρων στις δανειακές συμβάσεις που έχει συνάψει ο οφειλέτης, ο οποίος ζητά τη ρύθμιση των χρεών του.
Όμως, προκειμένου ο οφειλέτης να προσφύγει στη διαδικασία του νόμου αυτού, έχει αναφαίρετο δικαίωμα να γνωρίζει τα συστατικά προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής του και να ζητήσει τη ρύθμισή της στο πραγματικό ύψος της, ν’ αμφισβητήσει τυχόν καταχρηστικές ή υπερβολικές χρεώσεις στον λογαριασμό που τηρεί η πιστώτρια τράπεζα για το χρέος του και τελικά να εισφέρει προς ρύθμιση την απαίτηση είτε ως αναγνωρισμένη, είτε ως αμφισβητούμενη ( βλ. ΕιρΛαυρ 131/2013 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα http://dikastis.blogspot.gr).
Επίσης και οι λοιποί πιστωτές έχουν έννομο συμφέρον να γνωρίζουν το ακριβές ύψος της απαίτησης, αφού από αυτό εξαρτάται το συνολικό χρέος του οφειλέτη – αιτούντα τη ρύθμιση, το ποσοστό συμμετοχής κάθε απαίτησης στο συνολικό χρέος και το ποσοστό της μηνιαίας δόσης που θα ορισθεί για να καταβάλει ο οφειλέτης σε περίπτωση ένταξής του στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010.
Το μόνο δε που ζητά ο …εκάστοτε επιλαμβανόμενος της εκδίκασης της υπόθεσης …. «…Ειρηνοδίκης της εσχατιάς…» … είναι ένα μόνο
αμφισβητείστε με πειστικά επιχειρήματα
…στη συνέχεια …αφήστε τον μόνο του να σηκώσει το βάρος που του ανατέθηκε…
Να’ στε σίγουροι ότι θα σας ακούσει…
Ευχαριστώ πολύ για την υπομονή σας…