Εισήγηση Ειρηνοδίκη Πατρών κ. Γρηγορίου Κομπολίτη: «Η πρόσφατη τροποποίηση του Ν.3869/2010 με τον Ν.4161/2013»
ΗΜΕΡΙΔΑ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ : «ΡΥΘΜΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ» ΤΗΣ 6ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2011
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΟΜΠΟΛΙΤΗ
Θέμα : «Η πρόσφατη τροποποίηση του Ν.3869/2010 με τον Ν.4161/2013»
…………………………………………………………………………………………………………………………
Η διαδικασία ένταξης του υπερχρεωμένου οφειλέτη στις διατάξεις του ν.3869 είχε διαρθρωθεί σε τρεις φάσεις, αυτές του εξωδικαστικού συμβιβασμού, του δικαστικού συμβιβασμού και της δικαστικής ρύθμισης, επί διαδοχικής αποτυχίας των δύο πρώτων.
Με το νέο καθεστώς μετά το ν. 4161/13 προβλέπονται τρία στάδια προσπάθειας επίτευξης συμβιβασμού τα εξής: α) το προαιρετικό, πλέον, στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού που γίνεται μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης, στον οποίο παραπέμπει ο νόμος, β) το υποχρεωτικό στάδιο του προδικαστικού συμβιβασμού, η επιδίωξη του οποίου γίνεται κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, δηλαδή αρχίζει με την κατάθεση της αίτησης και ολοκληρώνεται κατά την πρώτη δικάσιμο, που ορίζεται μετά κατ’ ελάχιστο δύο μήνες και τον έλεγχο κατ’ αυτήν από το δικαστήριο της επίτευξης ή μη συμβιβασμού και γ) το προαιρετικό στάδιο του δικαστικού συμβιβασμού, ο οποίος μπορεί να γίνει σε οποτεδήποτε στάδιο από την αποτυχία, προφανώς, του προδικαστικού συμβιβασμού κατά την πρώτη συζήτηση μέχρι την συζήτηση της κύριας αίτησης ρύθμισης.
Προαιρετικό εξωδικαστικό στάδιο της διαμεσολάβησης: Ο οφειλέτης μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία της διαμεσολάβησης οποτεδήποτε μέχρι την κατάθεση της αίτησης, στα πλαίσια της οποίας επιχειρείται από τα μέρη η επίλυση της διαφοράς τους με τη βοήθεια διαπιστευμένου μεσολαβητή σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο του ν. 3898/10.
Υποχρεωτικό στάδιο ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
Με την 5 παρ. 1 σε συνδυασμό με την 7 παρ. 2-4 του ν. 3869/10 ο προδικαστικός συμβιβασμός καθιερώνεται πλέον ως η μοναδική υποχρεωτική προδικασία, η οποία αποτελεί υποχρεωτικό προστάδιο της διαδικασίας του ν. 3869/10, με την έννοια ότι πρέπει να ολοκληρωθεί με διαπίστωση της αποτυχίας του ώστε να είναι δυνατή η μετάβαση στο επόμενο στάδιο της δικαστικής ρύθμισης, όπως συνέβαινε πριν την τροποποίηση του 3869/10 με το δικαστικό συμβιβασμό.
Αρχίζει με την κατάθεση της αίτησης, κατά την οποία ορίζονται δύο δικάσιμοι, αυτή μετά δίμηνο κατ’ ελάχιστο για την τυχόν επικύρωση του προδικαστικού συμβιβασμού και αυτή για τη δικαστική ρύθμιση.
Το προστάδιο αυτό ολοκληρώνεται με το δικαστικό έλεγχο της επίτευξης ή μη του συμβιβασμού κατά την 1η συζήτηση και τη χορήγηση, επί αποτυχίας του, προσωρινής διαταγής.
Τα έγγραφα του οφειλέτη που αποδεικνύουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής του στο νόμο (αδυναμία πληρωμών), τα εισοδήματά του, την προσωπική και περιουσιακή του κατάσταση κλπ, καθώς και η υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας κλπ του οφειλέτη δεν αποτελούν πλέον απαραίτητο προδικαστικό στοιχείο (αρθ. 4 παρ. 2 όπως αντικαταστάθηκε). Η μη προσκόμιση ή η εκπρόθεσμη προσκόμιση, ή το ελλιπές τους δεν προκαλεί απαράδεκτο.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΕΠΙΚΥΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
Αν δεν παρασταθεί κανείς κατά την 1η συζήτηση (οφειλέτης και πιστωτές), ματαιώνεται, χωρίς συνέπειες, αφού το προστάδιο αυτό έχει τηρηθεί και συμβιβασμός θεωρείται ότι απέτυχε.
Αν κατά τη συζήτηση διαπιστωθεί ότι έχει παραληφθεί από την αίτηση πιστωτής, μπορεί αυτός να καταστεί διάδικος με την παράστασή του και την άσκηση (και προφορικά κατ’ αρθ. 54 ΠτωχΚ)κύριας παρέμβασης με αίτημα να περιληφθεί η απαίτησή του στη ρύθμιση. Μπορεί ακόμη κατ’ εφαρμογή της 8 παρ. 1 γ’, σε συνδυασμό με την 748 παρ. 3 ΚΠολΔ να αναβληθεί η συζήτηση της επικύρωσης, οπότε διατάσσεται ο οφειλέτης να κλητεύσει τον παραληφθέντα πιστωτή, ο οποίος με μόνη τη νομότυπη κλήτευσή του καθίσταται διάδικος ως «εκ του νόμου διάδικος».
Επίσης αν έχει παραληφθεί απαίτηση πιστωτή, ο οποίος έχει κληθεί νομότυπα, μπορεί να συμπληρωθεί η έλλειψη κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των αρθ. 8 παρ. 1γ’ του νόμου, 744, 745 και 751 ΚΠολΔ, με τη συμπλήρωση της αίτησης ως προς την απαίτηση αυτή, με σχετική καταχώρηση στα πρακτικά.
Αν, διέφυγε της προσοχής όλων και τελικά επικυρωθεί ο συμβιβασμός χωρίς την παρουσία πιστωτή, μπορεί αυτός να ασκήσει τριτανακοπή (773 ΚΠολΔ), αφού χωρίς την επίδοση δεν έχει καταστεί διάδικος και παραμένει τρίτος. Εφόσον όμως δεν επικυρωθεί ο συμβιβασμός και εκδοθεί προσωρινή διαταγή μπορεί να ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί με αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου κατ’ εφαρμογή της (781 παρ. 2 ΚΠολΔ), ώστε να περιληφθεί και η απαίτησή του στη σύμμετρη κατανομή των μηνιαίων καταβολών που ορίστηκαν, αφού λόγω της συλλογικότητας της διαδικασίας και της καθολικότητας της ρύθμισης, θα κληθεί κατά την 8 παρ. 1 εδ. γ’ υποχρεωτικά να συμμετέχει στη διαδικασία της κύριας αίτησης.
Ο πιστωτής αυτός που δεν κατέστη με κάποιο από τους προαναφερθέντες τρόπους διάδικος κατά τη συζήτηση της επικύρωσης, μπορεί να καταστεί στη συνέχεια διάδικος κατά τη συζήτηση της κύριας αίτησης με την παράστασή του και την άσκηση (και προφορικά κατά τη συζήτηση αρθ. 54 ΠτωχΚ)κύριας παρέμβασης με αίτημα να περιληφθεί η απαίτησή του στη ρύθμιση ή με την κλήτευσή του μετά από αναβολή της υπόθεσης κατ’ εφαρμογή της 8 παρ. 1 γ’, σε συνδυασμό με την 748 παρ. 3 ΚΠολΔ. Επίσης, αν έχει παραληφθεί απαίτηση θα κληθεί ο οφειλέτης να συμπληρώσει την αίτησή του κατά τις 744, 745 και 751 ΚΠολΔ, ως προς ην απαίτηση αυτή, με σχετική καταχώρηση στα πρακτικά.
Στην περίπτωση όμως αυτή ανακύπτει το ζήτημα αν το δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει σε ρύθμιση χωρίς την ουσιαστική τήρηση του υποχρεωτικού σταδίου του προδικαστικού συμβιβασμού, αφού δε μετείχε σ’ αυτό και δε λήφθηκε υπόψη πιστωτής ή απαίτηση, που ενδεχομένως ασκούσε ουσιώδη επιρροή προς την κατεύθυνση της επίτευξης του συμβιβασμού με πλασματική συναίνεση.
Κατ’ αρχάς στον προδικαστικό συμβιβασμό στα πλαίσια του 3869/10 είναι υποχρεωτική η συμμετοχή όλων των πιστωτών και των απαιτήσεών τους, λόγω της καθιερούμενης συλλογικής διευθέτησης των χρεών του οφειλέτη. Επίσης με την 7 παρ. 3, προβλέπεται η δυνατότητα επίτευξης προδικαστικού συμβιβασμού με το μηχανισμό της υποκατάστασης. Παράλληλα κατά την 4 παρ. 1γ’ το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του οφειλέτη πρέπει να περιέχει πρόταση προς όλους τους πιστωτές και για όλες τις απαιτήσεις τους.
Από το συνδυασμό των παραπάνω σαφώς συνάγεται ότι εφόσον είχε παραληφθεί πιστωτής ή απαίτηση κατά τη συζήτηση της επικύρωσης, δεν έχει ολοκληρωθεί το στάδιο της υποχρεωτικής προδικασίας του προδικαστικού συμβιβασμού, γεγονός που καθιστά τη συζήτηση της κύριας αίτησης απαράδεκτη.
Μπορεί όμως να ολοκληρωθεί η προδικασία και το θεραπευθεί η ακυρότητα κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί για τη συζήτηση της κύριας αίτησης, με τη συμπλήρωση του σχεδίου διευθέτησης κατά τις 744, 745, 751 ΚΠολΔ, μετά από πρόσκληση του δικαστηρίου και την υποβολή από τον οφειλέτη πρότασης προς τον παραληφθέντα πιστωτή ή για την παραληφθείσα απαίτηση, είτε με το δικόγραφο της κλήσης, με το οποίο θα τον καλεί να μετέχει στη συζήτηση, είτε προφορικά στο ακροατήριο. Επί της νέας (συμπληρωματικής) αυτής πρότασης θα κληθούν να λάβουν θέση όλοι οι μετέχοντες(και προφορικά στο ακροατήριο με σχετική καταχώρηση στα πρακτικά). Ενδεχομένως να δοθεί και αναβολή ώστε οι πιστωτές να σταθμίσουν τα νέα δεδομένα και να διαμορφώσουν τις θέσεις τους πριν την απάντησή τους.
Και εφόσον μετά τις νέες απαντήσεις (η απουσία του κλητευθέντος πιστωτή θα θεωρηθεί ως αρνητική απάντηση) θεμελιώνεται συμβιβασμός (αίτημα επικύρωσης δε χρειάζεται μετά την τροποποίηση της 7 παρ. 2 και την απάλειψη της φράσης «μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή που υποβάλλεται εγγράφως μέχρι τη συζήτηση»), με υποκατάσταση, προφανώς, της συγκατάθεσης των αρνούμενων καταχρηστικά να συναινέσουν μειοψηφούντων πιστωτών (7 παρ. 3), το δικαστήριο θα προχωρήσει στον έλεγχο της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων του ν. 3869/10 και στην επικύρωσή του, οπότε η αίτηση θεωρείται ανακληθείσα. Διαφορετικά θα προχωρήσει στη συζήτηση της κύριας αίτησης και στη δικαστική ρύθμιση, εφόσον πλέον το στάδιο της υποχρεωτικής προδικασίας τηρήθηκε.
ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
Η επικύρωση του συμβιβασμού, ο οποίος μπορεί να επέλθει με ομοφωνία αλλά και με το μηχανισμό της υποκατάστασης (7 παρ. 2 και 3 του νόμου)γίνεται με δικαστική απόφαση, όπως και του δικαστικού συμβιβασμού με το προηγούμενο καθεστώς, μετά από έλεγχο της συνδρομής των ουσιαστικών προϋποθέσεων υπαγωγής του οφειλέτη στο ν. 3869/10 του αρθ. 1 του νόμου, οι διατάξεις του οποίου είναι αναγκαστικού δικαίου, της τήρησης της υποχρεωτικής προδικασίας του αρθ. 5 παρ. 1, καθώς και των προϋποθέσεων του συμβιβασμού του αρθ. 7 πα. 2-4.
Η μη διατύπωση θέσης επί του σχεδίου από πιστωτή που μετέχει στη διαδικασία θεωρείται, μετά την κατάργηση της τεκμαιρόμενης αποδοχής του σχεδίου, ως αρνητική απάντηση. Επί παράλειψης απάντησης ή εκπρόθεσμης δεν επέρχεται καμία συνέπεια αφού ο νόμος δεν προβλέπει πλέον κύρωση.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ-ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Ο συμβιβασμός μπορεί να έχει οποιοδήποτε περιεχόμενο χωρίς δέσμευση από τις ρυθμίσεις του αρθ. 8 και 9 του νόμου και δεσμεύει όλους τους πιστωτές, ακόμη και τους διαφωνούντες και τους μη μετέχοντες αρκεί να κλητεύθηκαν νομότυπα. Επίσης δεσμεύει και τους κληρονόμους του θανόντος μετά την επίτευξή του οφειλέτη. Η απόφαση επικύρωσης του συμβιβασμού κοινοποιείται στους πιστωτές, οι οποίοι μπορούν να τον προσβάλλουν, αποτελεί εκτελεστό τίτλο και επιφέρει την ανάκληση της αίτησης.
Ο οφειλέτης επί αδυναμίας συμμόρφωσης με τα συμφωνηθέντα μπορεί να υποβάλλει αίτηση ένταξής του στο ν. 3869/10, αφού μετά την ανάκληση της αίτησης δεν υπάρχει ο περιορισμός της άπαξ απαλλαγής(αρθ. 1 παρ. 3).
Η απόφαση επικύρωσης του συμβιβασμού μπορεί ως οριστική απόφαση της εκουσίας δικαιοδοσίας να ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί κατά την 758 ΚΠολΔ, εφόσον πρέκυψαν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβλήθηκαν οι συνθήκες (πχ επί ελαττωμάτων της βούλησης μετέχοντος που ανακαλύφθηκαν μετά την επικυρωτική απόφαση, επί ανειλικρινούς δήλωσης από δόλο κλπ που αποκαλύφθηκε μετά ή έλλειψη προϋποθέσεων υπαγωγής στον 3869/10 που έγιναν γνωστές μετά την επικύρωση ), καθώς και να προσβληθεί με τα ένδικα μέσα της έφεσης και αναίρεσης, για τους πιο πάνω λόγους που μπορεί να ζητηθεί η ανάκληση, καθώς και για νομική πλημμέλεια της απόφασης.
3Ο ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ
Ο δικαστικός συμβιβασμός πλέον προβλέπεται ως δυνατότητα και όχι ως υποχρέωση των ενδιαφερομένων και συνεπώς δεν αποτελεί υποχρεωτικό προστάδιο.
Μπορεί να επιτευχθεί μετά την αποτυχία του προδικαστικού συμβιβασμού και μέχρι την συζήτηση της κύριας αίτησης, με την εκδήλωση σχετικής πρωτοβουλίας από ενδιαφερόμενο (οφειλέτη ή πιστωτή) και επιτυχή διαπραγμάτευση, μετά την οποία μπορούν να απευθυνθούν στο δικαστήριο με σχετική αίτηση για την επικύρωσή του, πριν βέβαια τη συζήτηση της κύριας αίτησης. Κατά τα λοιπά ισχύουν ό,τι και επί προδικαστικού συμβιβασμού.
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ
Κατά τη διάταξη του 19 παρ. 3 ν. 4161/13 στις εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε. Επομένως εφαρμόζεται και η προδικασία του δικαστικού συμβιβασμού και το τεκμήριο της σιωπηράς αποδοχής του σχεδίου της 7 παρ. 1 καταλαμβάνει της προ της 14ης-6-13 αιτήσεις. Εφόσον λοιπόν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δικαστικού συμβιβασμού, μπορεί να υποβληθεί αίτηση επικύρωσής του από οποιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον (οφειλέτη ή πιστωτή), η οποία θα προσδιοριστεί πριν τη συζήτηση της αίτησης ρύθμισης κατά δε τη συζήτησή της θα κληθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Μπορεί η αίτηση αυτή να προσδιοριστεί στην ίδια δικάσιμο με την κύρια αίτηση, οπότε θα συνεκδικαστούν οι δύο αιτήσεις ώστε, εφόσον δεν επικυρωθεί ο συμβιβασμός, να προχωρήσει το δικαστήριο σε ρύθμιση των χρεών.
Αν δεν υποβληθεί αυτοτελής αίτηση επικύρωσης του συμβιβασμού και διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεών του κατά τη συζήτηση της αίτησης ρύθμισης, (πρέπει να ελέγχεται κατά προτεραιότητα από το δικαστήριο), και χωρίς σχετικό αίτημα (αρθ. 7 παρ. 2 όπως τροποποιήθηκε), τότε θα ακολουθήσει συζήτηση της υπόθεσης επί της επικύρωσης του δικαστικού συμβιβασμού στα πλαίσια της οποίας θα ελεγχθεί από το δικαστήριο η τυχόν επίτευξη συμβιβασμού και η συνδρομή των προϋποθέσεων επικύρωσής του, οπότε και θα προχωρήσει στην έκδοση επικυρωτικής απόφασης. Μπορούν οι μετέχοντες να ζητήσουν την αναβολή της υπόθεσης ώστε να προετοιμαστούν σχετικά. Εφόσον όμως για οποιοδήποτε λόγο δεν εξετάστηκε κατά τη συζήτηση το ζήτημα της επίτευξης συμβιβασμού και διαπιστωθεί κατά τη διάσκεψη ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην επικύρωσή του, αφού απαιτείται διακριτή συζήτηση επί της επικύρωσης του συμβιβασμού, στα πλαίσια της οποίας οι ενδιαφερόμενοι θα προβάλουν τις τυχόν αντιρρήσεις τους (πχ έλλειψη προϋποθέσεων τεκμηρίου συναίνεσης λόγω ακυρότητας της επίδοσης του αρθ. 5 ή ανταπόδειξη κατά του μαχητού τεκμηρίου του αρθ. αυτού, ή το εκπρόθεσμο του τροποποιητικού σχεδίου κατ’ αρθ. 7 παρ. 1, ή τη μη τήρηση της προδικασίας του νόμου κλπ), και θα διεξαχθεί η σχετική αποδεικτική διαδικασία για τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων της διάταξης του αρθ. 1 του ν. 3869/10, που είναι αναγκαστικού δικαίου, καθώς και των προϋποθέσεων του συμβιβασμού του αρθ. 7 παρ. 2-4.
Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί το δικαστήριο να προχωρήσει ούτε σε δικαστική ρύθμιση, αφού δε συντρέχει η προϋπόθεση της αποτυχίας του δικαστικού συμβιβασμού, το υποχρεωτικό προστάδιο του οποίου δεν ολοκληρώθηκε με συνέπεια το απαράδεκτο της συζήτησης της αίτησης. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει κατ’ εφαρμογή της να 254 ΚΠολΔ να διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης.
ΕΙΔΙΚΑ Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΕΓΓΥΗΤΗ
Θεσπίζεται το υποχρεωτικό της επίδοσης της αίτησης στον εγγυητή, παράλληλα μ’ αυτήν προς όλους τους πιστωτές. Η επίδοση αφορά μόνο τις αίτησης που κατατίθενται μετά το ν. 4161/13 και όχι τις εκκρεμείς. Η παράλειψη της επίδοσης, εφόσον οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια επιφέρει την έκπτωση του οφειλέτη κατ. αρθ. 10 εδ. γ’ του νόμου.
Η μη επίδοση (εφόσον δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια), δεν επιφέρει την απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης, απλώς καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση και το δικαστήριο θα διατάξει κατά την 8 παρ. 1 γ’ την κλήτευσή του, αναβάλλοντας τη συζήτηση της υπόθεσης ως προς τους υπολοίπους. Μπορεί όμως να παρασταθεί ασκώντας κύρια παρέμβαση με αίτημα την απόρριψη της αίτησης (το έννομο συμφέρον του πηγάζει από την 12 του νόμου), οπότε καθίσταται διάδικος και θεραπεύεται η έλλειψη και το απαράδεκτο από τη μη επίδοση.
Με την επίδοση ο εγγυητής καθίσταται αυτοδικαίως διάδικος (γιατί η επίδοση διατάσσεται από το νόμο, 5 παρ. 1)και δεσμεύεται από την απόφαση, την οποία μπορεί να προσβάλει με έφεση.
Ο λόγος που οδήγησε το νομοθέτη να θεσπίσει το υποχρεωτικό της επίδοσης στον εγγυητή, ώστε να καταστεί διάδικος, είναι βασικά να ενημερωθεί για τις ενέργειες του πρωτοφειλέτη και να προστατεύσει τα συμφέροντά του, επιδιώκοντας να ενταχθεί και αυτός σε ρύθμιση με την υποβολή δικής του αίτησης, δοθέντος ότι δεν καλύπτεται απ’ αυτή του πρωτοφειλέτη, αφού το πρόσωπο υπάγεται στη ρύθμιση και όχι τα χρέη του. Θα πρέπει, επομένως, να συγκεντρώνει και ο ίδιος τις προϋποθέσεις του νόμου, οπότε θα εντάξει στη ρύθμιση εκτός από το κοινό και τα ατομικά του χρέη.
Μπορεί να υποβάλει και κοινή αίτηση με τον πρωτοφειλέτη, η δε απόφαση θα περιλαμβάνει δύο διακριτές ατομικές ρυθμίσεις για τα ατομικά χρέη του καθενός και για το κοινό.
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ-ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
1.Πριν την κατάθεση της αίτησης ένταξής του στις ρυθμίσεις του ν. 3869 ο οφειλέτης μπορεί να προστατευτεί προσωρινά με τις ανακοπές και αναστολές των αρθ. 632, 933 και 938 ΚΠολΔ. Η προσφυγή στην προστασία των διατάξεων αυτών δεν αποκλείεται και κατά το στάδιο της εκκρεμοδικίας της αίτησης, παράλληλα μ’ αυτήν που προβλέπεται από το ν. 3869/10, αρκεί να μην ισχύει η εκ του νόμου αναστολή, ή να μην έχει τύχει ο οφειλέτης της προσωρινής προστασίας των αρθ. 5 παρ. 2 ν. 3869/10, 781 ΚΠολΔ, 6 παρ. 1 και 2 ν. 3869/10.
2.Η κατάθεση της αίτησης επιφέρει την exlege αυτοδίκαιη αναστολή των ατομικών διώξεων, καθώς και την απαγόρευση της μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του οφειλέτη, μέχρι την ημέρα της επικύρωσης. Δεν ορίζεται όμως τίποτε για τη συνήθη περίπτωση που δε θα γίνει επικύρωση αλλά αναμένεται η έκδοση προσωρινής διαταγής, μέχρι την οποία μπορεί να μεσολαβήσει κάποιο μικρό έστω διάστημα, ικανό όμως να επέλθουν μεταβολές στην περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη (πχ εγγραφή προσημείωσης). Για την περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, επειδή η προσωρινή διαταγή του δικαστηρίου ακολουθεί την εκ του νόμου αναστολή, της οποίας αποτελεί συνέχεια, εφόσον αναμένεται η έκδοση προσωρινής διαταγής κατά την 5 παρ. 2 εξακολουθεί να ισχύει η εκ του νόμου προστασία της 4 παρ. 3 μέχρι την έκδοση της προσωρινής διαταγής.
3.- Κατά το διάστημα αυτό της εκ του νόμου αναστολής, μπορεί να ζητηθεί συμπληρωματικά προσωρινή διαταγή κατ. αρθ. 781 ΚΠολΔ για τα θέματα που δεν καλύπτει η αναστολή αυτή (πχ αναστολή της παρακράτησης μισθού από το ΤΠΔ ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ή προστασία των καταθέσεων που δεν καταλαμβάνονται από το αρθ. 982 ΚΠολΔ πλέον των ορίων της διάταξης του αρθ. 20 ν. 4161/13 κλπ).
-Αντικείμενο της αναστολής αποτελεί κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης και ατομικής δίωξης (941 επ., 953, 1022, 1034 επ. ΚΠολΔ), καθώς και η εγγραφή προσημείωσης, συντηρητική κατάσχεση. Δεν εμπίπτει η κατάθεση δικογράφων, η κτήση εκτελεστού τίτλου (π.χ. διαταγή πληρωμής), η επίδοση χωρίς επιταγή προς εκτέλεση.
– Με τη διάταξη του αρθ. 4 παρ. 3 του νόμου προβλέπεται υποχρέωση του οφειλέτη από την κατάθεση της αίτησης για τις μηνιαίες καταβολές που ορίζονται στην 5 παρ. 2 εδ. γ’. Επίσης η μεταβατική διάταξη του αρθ. 19 παρ. 1 ν. 4161/13 προβλέπει ίδια υποχρέωση από τη δημοσίευσή του και για τις εκκρεμούσες αιτήσεις, ορίζοντας συγχρόνως ότι το ύψος των καταβολών καθώς και ο χαρακτηρισμός τους ως καταβολών του 8 παρ. 2 ή 9 παρ. 2 του νόμου αφήνεται στην επιλογή του οφειλέτη, στα πλαίσια όμως που ορίζονται από την 5 παρ. 2 εδ. γ’. Με τις δύο αυτές διατάξεις θεσπίζεται μεν υποχρέωση του οφειλέτη για καταβολές, δεν ορίζονται όμως συνέπειες για την περίπτωση της μη συμμόρφωσής του με την υποχρέωση αυτή. Μόνο για τις καταβολές που ορίζονται από τον Ειρηνοδίκη κατά τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής προβλέπονται ρητά με την 5 παρ. 2 εδ. ε’ κυρώσεις, δηλαδή όπου θέλησε ο νομοθέτης συνέπειες για τη μη εκπλήρωση της επιβαλλόμενης υποχρέωσης το όρισε ρητά (βλ. και την 11 παρ. 2). Από τα προλεχθέντα σαφώς συνάγεται ότι επί παραβίασης της υποχρέωσης αυτής δεν επέρχεται καμία δυσμενής για τον οφειλέτη συνέπεια. Εξάλλου δεν μπορεί να ελεγχθεί με ασφάλεια πότε συντρέχει παράβαση της υποχρέωσης, αφού το ποσό των καταβολών μπορεί κατά την 5 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’ να είναι από μηδενικό μέχρι εύλογο, ο δε προσδιορισμός του ύψους του αφήνεται στην ελεύθερη εκτίμηση του οφειλέτη.
Εφόσον όμως ο οφειλέτης προχωρήσει σε εκούσιες καταβολές η διάρκεια και το ποσό τους θα συνυπολογιστούν σ’ αυτές της οριστικής ρύθμισης των 8 παρ. 2 ή 9 παρ. 2 κατ’ επιλογή του (αρθ. 19 παρ. 1 ν. 4161/13). Στην περίπτωση αυτή ενδεχομένως να περιέλθει σε δυσμενή θέση μετά την οριστική ρύθμιση εφόσον το ποσό που καταβάλει υπολείπεται σημαντικά αυτού της οριστικής ρύθμισης, γιατί θα κληθεί να καταβάλει το ποσό της διαφοράς σε ένα χρόνο εντόκως κατά την 9 παρ. 4 (βλ. για παρακάτω). Πάντως προς το συμφέρον του οφειλέτη είναι να προβεί σε εκούσιες καταβολές τουλάχιστον στις περιπτώσεις που η υπερημερία του μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες, όπως επί πώλησης με παρακράτηση της κυριότητας και τμηματική καταβολή του τιμήματος, προς αποτροπή της υπαναχώρησης του πωλητή και ένταξης του χρέους από την πώληση στη ρύθμιση.
4. Μετά τη λήξη της αυτοδίκαιης αναστολής των ατομικών διώξεων ο οφειλέτης μπορεί να προστατευτεί με την προσωρινή διαταγή του αρθ. 5 παρ.2. Παράλληλα και συμπληρωματικά, μπορεί να ζητηθεί προσωρινή διαταγή κατ. αρθ. 781 ΚΠολΔ για τα θέματα που δεν καλύπτει η αναστολή αυτή (βλ. παραπάνω επί αυτοδίκαιης αναστολής).
Το αίτημα μπορεί να περιέχεται στην κύρια αίτηση, ή και να υποβληθεί προφορικά κατά την πρώτη συζήτηση, αυτή του ελέγχου επίτευξης συμβιβασμού (αρθ. 115 παρ. 3, 745, 751 ΚΠολΔ), ή ακόμη και να δοθεί αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο.
Μπορεί να ζητηθεί από τον οφειλέτη, τους πιστωτές, οι οποίοι έχουν έννομο συμφέρον για τη διατήρηση αμετάβλητης της περιουσίας του οφειλέτη, επίσης τη διατήρηση της σύμμετρης ικανοποίησης ώστε να μην αποκτήσουν προβάδισμα κάποιοι απ’ αυτούς πχ με την εγγραφή προσημείωσης , καθώς επίσης και για τον ορισμό μηνιαίων καταβολών. Επίσης μπορεί να ζητηθεί από τον εγγυητή, όχι βέβαια για την προστασία της περιουσίας του, αφού δε εκκρεμεί δική του κύρια αίτηση, αλλά για την προστασία της περιουσίας του πρωτοφειλέτη ώστε να διατεθεί στα πλαίσια της ρύθμισης για την ικανοποίηση του κοινού πιστωτή, καθώς και για τον ορισμό καταβολών από τον πρωτοφειλέτη προς εξυπηρέτηση του κοινού χρέους.
Προϋποθέσεις: α) εκκρεμότητα της αίτησης ρύθμισης, β)κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης, η οποία συνδέεται με το δικαίωμα του οφειλέτη να ενταχθεί στις ρυθμίσεις του ν. 3869/10, γ) συνδρομή των προϋποθέσεων του αρθ. 1 παρ. 1, δ) τήρηση της προδικασίας του αρθ. 5 παρ. 1 (επίδοση αίτησης σε πιστωτές-εγγυητή) και ε) η αποτυχία του προδικαστικού συμβιβασμού.
Ειδικά και όσον αφορά τον έλεγχο των προϋποθέσεων του αρθ. 1 παρ. 1, εφόσον κριθεί ότι ο οφειλέτης δεν υπάγεται στις ρυθμίσεις του νόμου, πχ γιατί έχει πτωχευτική ικανότητα ή γιατί δεν βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμών, ή γιατί δόλια περιήλθε σε τέτοια κατάσταση, ή γιατί παραβίασε το καθήκον της αλήθειας (τα δύο τελευταία μετά τη υποβολή σχετικής ένστασης), τότε δε θα του χορηγηθεί η ζητούμενη προσωρινή προστασία. Όμως η κρίση είναι προσωρινή, η οποία δεν μπορεί να ανατραπεί αφού δεν προβλέπονται ένδικα βοηθήματα κατά της προσωρινής διαταγής. Μπορεί όμως ο οφειλέτης να προσφύγει στην προστασία της 6 παρ. 1 και 2 επιτυγχάνοντας ενδεχομένως διαφορετική κρίση επί της προσωρινής προστασίας (δεν καταλαμβάνεται από τη δεσμευτικότητα της προσωρινής διαταγής, αφού έχει διαφορετική νομική βάση). Εφόσον όμως δεν το πετύχει και το δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αίτησης ρύθμισης εκτιμήσει διαφορετικά τα γεγονότα και εντάξει τον οφειλέτη στη ρύθμιση, ενδέχεται να έχουν διαμορφωθεί αμετάκλητες καταστάσεις που αλλοιώνουν τη ρύθμιση και τον επιδιωκόμενο σκοπό της, ιδίως στις περιπτώσεις, που η εκδίκαση της κύριας αίτησης απέχει σημαντικά, πράγμα σύνηθες ιδίως στα μεγάλα ειρηνοδικεία . Και αυτό γιατί, η μεν αίτηση θα παραμένει εκκρεμής με τον οφειλέτη να μην καταβάλει δόσεις έναντι των οφειλών του, αφού δεν του επιβλήθηκαν από το δικαστήριο (η μη εκούσια καταβολή δεν έχει συνέπειες), ενώ παράλληλα θα έχει σταματήσει η τοκογονία των ανέγγυων πιστώσεων (αρθ. 6 παρ. 3 του νόμου). Το κυριότερο όμως είναι ότι θα κινδυνεύουν με αναγκαστική εκποίηση περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη από μεμονωμένο πιστωτή, τα οποία θα μπορούσαν να διατεθούν από το δικαστήριο για την ικανοποίηση όλων των πιστωτών, ακόμη δε και η κύρια κατοικία του, την οποία θα μπορούσε να διασώσει έναντι καταβολών. Για την αποφυγή τέτοιων καταστάσεων και για να μην προκαταλαμβάνεται η οριστική κρίση θα πρέπει το δικαστήριο να οδηγείται σε απορριπτική απόφαση επί της προσωρινής διαταγής μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και συγκεκριμένα μόνο εφόσον ο οφειλέτης καταφανώς δεν εμπίπτει στο νόμο και κατέθεσε αίτηση ρύθμισης με σκοπό να παρακωλύσει την εκτελεστική διαδικασία.
Δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να αποσυνδεθεί η χορήγηση της προσωρινής διαταγής από τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων του αρθ. 1 παρ. 1 του νόμου, διαφορετικά η αθρόα χορήγησή τηςσε οφειλέτες που εμφανώς δε μπορούν να ενταχθούν στο νόμο θα υποβάθμιζε το θεσμό του ν. 3869/69.
-Εφαρμογή της εκουσίας διαδικασίας ( αρθ. 4 παρ. 3 σε συνδυασμό με αρθ. 781 και 739 ΚΠολΔ). Κάθε νέα αίτηση των διαδίκων με το ίδιο αντικείμενο είναι απαράδεκτη γιατί προσκρούει στη δεσμευτικότητα που παράγεται από την εκδοθείσα προσωρινή διαταγή ( αρθ. 778 και 739 ΚΠολΔ). Δυνατή η ανάκληση ή μεταρρύθμισή της με τη συνδρομή νέων πραγματικών περιστατικών και την επίκληση νέων στοιχείων που δικαιολογούν διαφορετική προσωρινή ρύθμιση ( 5 παρ. 2 ν. 3869/10, 758 και 781 παρ. 2 ΚΠολΔ).
-Περιεχόμενό της αποτελεί η αναστολή των ατομικών διώξεων κατά του οφειλέτη είτε προληπτικά είτε μετά την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας, η διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του, η απαγόρευση προσημειώσεων, η απαγόρευση συντηρητικής κατάσχεσης (π.χ. τραπεζικών λογαριασμών), η αναστολή της παρακράτησης μισθού ή σύνταξης από το ΤΠΔ (θα πρέπει να διατάσσεται, διαφορετικά καταστρατηγείται η αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης), η διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης των χρεών του οφειλέτη κλπ.
Παράλληλα με τη διάταξη περί αναστολή κλπ, θα πρέπει να περιληφθεί και διάταξη με περιεχόμενο τον ορισμό μηνιαίων καταβολών, οι οποίες αποτελούν επιβαλλόμενη στον οφειλέτη υποχρέωση, δηλαδή οιονεί αντάλλαγμα της χορηγηθείσας αναστολής (συνάγεται σαφώς από διατύπωση της διάταξης αυτής της 5 παρ. 2 εδ. α’, καθώς και αυτής της 4 παρ.3 , η οποία θεσπίζει τις «υποχρεωτικές» μηνιαίες καταβολές ως επακόλουθο της εκ του νόμου αναστολής). Επίσης υποχρεωτικά θα πρέπει να ορίζεται στην προσωρινή διαταγή σε ποια ρύθμιση θα συνυπολογιστεί ο χρόνος και το ποσό των καταβολών (5 παρ. 2), δηλαδή σ’ αυτή της 8 παρ. 2, οπότε θα κατανεμηθούν συμμέτρως ή σ’ αυτή της 9 παρ. 2 οπότε θα πρέπει πάλι να ορίζεται αν θα γίνουν σε προνομιούχο πιστωτή ή σ’ όλους συμμέτρως. Εφόσον εκδοθεί προσωρινή διαταγή χωρίς διάταξη για μηνιαίες καταβολές μπορεί να συμπληρωθεί είτε αυτεπάγγελτα κατά την 781 παρ. 2, είτε μετά αυτοτελή αίτηση των εχόντων έννομο συμφέρον πιστωτών και εγγυητή. Δεν μπορεί όμως να εκδοθεί προσωρινή διαταγή με περιεχόμενο μόνο τον ορισμό μηνιαίων καταβολών, αφού, ο ορισμός τους συνδέεται άρρηκτα με τη χορήγηση προσωρινής αναστολής. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο στην περίπτωση που δε συντρέχει λόγος αναστολής ή απαγορεύσεων μεταβολών στην περιουσία του οφειλέτη επειδή δε διαθέτει κανένα περιουσιακό στοιχείο. Στην περίπτωση αυτή την προσωρινή διαταγή προφανώς θα ζητούν οι πιστωτές ή ο εγγυητής και θα έχει μοναδικό περιεχόμενο τον ορισμό καταβολών.
Μηνιαίες Καταβολές:
Για τον ορισμό τους δεν απαιτείται αίτημα, μπορεί να γίνει και αυτεπάγγελτα, χωρίς όμως και να είναι υποχρεωτικός για το δικαστήριο, το οποίο μπορεί και να μην ορίσει, ή και να ορίσει μεταγενέστερα με μεταρρύθμιση της προσωρινής διαταγής του ή μετά νέα αίτηση προσωρινής διαταγής κατ’ αρθ. 781 ΚΠολΔ. Ο μη ορισμός καταβολών δεν επιφέρει κάποιες κυρώσεις, ούτε αποτελεί προϋπόθεση της προδικασίας.
Επομένως μπορεί να οριστούν καταβολές και για περιορισμένο χρόνο, μικρότερο της ισχύος της προσωρινής διαταγής, δηλαδή να οριστεί ότι η προσωρινή διαταγή ισχύει μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, οι δε καταβολές θα ισχύουν για μικρότερο διάστημα, πχ μέχρι τη συζήτηση της αίτησης ρύθμισης, ή ακόμη για μικρότερο διάστημα όταν ο χρόνος μέχρι την οριστική απόφαση είναι μεγαλύτερος του ανωτάτου ορίου των 5 ετών της ρύθμισης του αρθ. 8 παρ. 2, στην οποία θα συνυπολογιστούν οι καταβολές της προσωρινής διαταγής και ο χρόνος τους και εφόσον δεν υπάρχει αίτημα για διάσωση της κατοικίας. Επίσης στις περιπτώσεις που απέχει σημαντικά ο χρόνος εκδίκασης της κύριας αίτησης επιβάλλεται να οριστεί χρόνος καταβολών του αρθ. 8 παρ. 2 μικρότερος της 5ετίας ώστε να μην επιβαρυνθεί ο οφειλέτης με υπέρογκες καταβολές σε σύντομο χρόνο, εφόσον κατά την οριστική ρύθμιση οριστεί μεγαλύτερο ποσό αυτού των προκαταβολών, γεγονός που θα οδηγήσει στην έκπτωσή του.
Ως προς το είδος τους, είτε θα οριστούν ως προκαταβολές για τη βασική ρύθμιση του 8 παρ. 2, είτε ως τέτοιες γι’ αυτή του 9 παρ. 2, εφόσον υπάρχει αίτημα διάσωσης της κατοικίας και συντρέχουν οι προϋποθέσεις της.
Μπορούν να οριστούν ταυτόχρονα ως προκαταβολές και των δύο ρυθμίσεων. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να κατανεμηθεί το ποσό που θα οριστεί από το δικαστήριο (πχ ποσό δόσης 200 ευρώ, από το οποίο 100 ευρώ ως προκαταβολής της ρύθμισης της 8 παρ. 2, συμμέτρως στους πιστωτές, και 100 ευρώ ως προκαταβολής της ρύθμισης της 9 παρ. 2, προνομιακά στον πιστωτή με ασφάλεια στο ακίνητο της κατοικίας). Επίσης μπορεί να κατανεμηθούν χρονικά, π.χ. δόση 200 ευρώ, ως προκαταβολής της ρύθμισης της 8 παρ. 2 για τα δύο πρώτα χρόνια και ως προκαταβολή της ρύθμισης της 9 παρ. 2 για τα επόμενα χρόνια μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης. Ακόμη μπορεί με τη συνδρομή των προϋποθέσεων της 8 παρ. 5 να μην οριστούν καταβολές ή να οριστούν μικρότερες από τα προβλεπόμενα όρια της 5 παρ. 2 εδ. γ’.
Πάντως σε καμία περίπτωση ο χρόνος των καταβολών της προσωρινής διαταγής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος του ανωτάτου χρονικού ορίου που ορίζει ο νόμος για τη ρύθμιση του 8 παρ. 2 (5 χρόνια), εφόσον οριστεί να συνυπολογιστούν στη ρύθμιση αυτή. Συνεπώς, αν η αίτηση αφορά ρύθμιση μόνο της 8 παρ. 2 , οπότε θα οριστούν καταβολές της ρύθμισης αυτής, εφόσον η συζήτηση προσδιορίστηκε σε χρόνο μεγαλύτερο της 5ετίας, οι καταβολές μπορούν να οριστούν μέχρι το χρονικό σημείο της λήξης της 5ετίας, η δε προσωρινή διαταγή θα ισχύει μέχρι την οριστική απόφαση επί της αίτησης, δηλαδή για ένα χρονικό διάστημα θα ισχύει χωρίς να συνοδεύεται από καταβολές.
-Το ποσό των καταβολών ορίζεται με την 5 παρ. 2, ως εύλογο με βάση την οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη ενώ συγχρόνως προβλέπονται και κατώτατα όρια (10% και 40 ευρώ). Αν υπάρχει χρέος που δεν πληρώνεται σε δόσεις θα οριστεί δόση γι’ αυτό με βάση την αναλογία του στο συνολικό χρέος (επί σύμμετρης ικανοποίησης).
-Η ισχύς της προσωρινής διαταγής προβλέπεται μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης. Προτιμότερο είναι οι καταβολές να ορίζεται μέχρι τη συζήτηση, χωρίς περαιτέρω παράτασή τους ώστε να γνωρίζει το δικαστήριο κατά τη διάσκεψη ακριβώς τα ποσά που καταβλήθηκαν και να προσδιορίσει τις υπόλοιπες δόσεις.
-Δεσμευτικότητα προσωρινής διαταγής: Η απόφαση προσωρινής διαταγής έχει άμεση ισχύ και έναντι καλόπιστων τρίτων, χωρίς να χρειάζεται η τήρηση άλλης δημοσιότητας ή η καταχώρησή της σε κάποιο δημόσιο βιβλίο.
-Απόρριψη: Οι πιστωτές μπορούν να κινήσουν άμεσα τη διαδικασία της εκτέλεσης. Η απόφαση δημιουργεί δεσμευτικότητα (778 ΚΠολΔ) που αποκλείει νέα αίτηση με ίδιο περιεχόμενο και αίτημα.
-Αποτελέσματα: Η απόφαση προσωρινής διαταγής επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κάθε πράξης διάθεσης (ΑΚ 175) ακόμη και έναντι των καλόπιστων τρίτων, καθώς και κάθε πράξης εκτέλεσης ακόμη και έναντι των καλόπιστων τρίτων. Ίδια, βέβαια, αποτελέσματα έχει και η εκ του νόμου αναστολή της 4 παρ. 3.
ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 5 παρ. 2 και 9 παρ. 4, οι μηνιαίες καταβολές από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, συνυπολογίζονται στο χρονικό διάστημα των καταβολών του άρθρου 8 παρ. 2 ή αντίστοιχα του άρθρου 9 παρ. 2,σε περίπτωση δε που οι καταβολές αυτές υπολείπονται αυτών που ορίζονται με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 8 παρ. 2 ή 9 παρ. 2, ο οφειλέτης υποχρεούται να εξοφλήσει το ποσό της διαφοράς που υπολείπεται. Το ποσό που προκύπτει αποπληρώνεται εντόκως μέσα σε ένα έτος από τη λήξη των καταβολών του άρθρου 8 παρ. 2 και του άρθρου 9 παρ. 2.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι οι συνδεόμενες με την προσωρινή διαταγή καταβολές δεν αποτελούν ρύθμιση. Με την προσωρινή διαταγή δε γίνεται η προβλεπόμενη από το νόμο ρύθμιση, αυτή θα γίνει μετά την εκδίκαση της κύριας αίτησης με την οριστική απόφαση. Απλώς προβλέπεται ο συνυπολογισμός του ποσού και του χρόνου τους σ’ αυτόν που θα οριστεί με την οριστική ρύθμιση. Το δικαστήριο θα προχωρήσει στη ρύθμιση των οφειλών του οφειλέτη με βάση τα δεδομένα κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, τα οποία μπορεί να είναι διαφορετικά αυτών που ίσχυαν κατά το χρόνο της προσωρινής διαταγής (πράγμα πολύ πιθανό λόγω του χρόνου που με μεσολαβεί), σε κάθε δε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση αυτής της προσωρινής διαταγής.
ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΧΡΟΝΟΥ
Σύμφωνα με την παραπάνω ρύθμιση του νόμου, αν με την προσωρινή διαταγή ορίστηκαν καταβολές συνυπολογιζόμενες για πχ 2 χρόνια στη ρύθμιση του 8 παρ. 2 και το δικαστήριο ορίσει 5ετή διάρκεια της ρύθμισης αυτής, μετά το συνυπολογισμό ο οφειλέτης θα κληθεί να καταβάλει το ποσό που θα οριστεί για τα υπόλοιπα 3 χρόνια. Επίσης αν ορίστηκαν και καταβολές της 9 παρ. 2 για τα υπόλοιπα χρόνια μέχρι την οριστική απόφαση, πχ 3 χρόνια, και το δικαστήριο ορίσει 20ετή διάρκεια της ρύθμισης για τη διάσωση της κατοικίας, ο οφειλέτης θα κληθεί να καταβάλει το ποσό που θα οριστεί για τα υπόλοιπα 17 χρόνια.
Εφόσον όμως ορίστηκαν καταβολές της 8 παρ. 2 για 5 χρόνια, δεν μπορεί με την οριστική απόφαση να οριστεί επιπλέον χρόνος καταβολών, λόγω απαγόρευσης υπέρβασης της 5ετίας με την 5 παρ. 2.
ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΟΣΟΥ
Παράλληλα με το χρόνο θα συνυπολογιστεί και το ποσό που καταβλήθηκε στα πλαίσια των καταβολών της προσωρινής διαταγής σ’ αυτό που θα οριστεί με τη ρύθμιση.
Και εφόσον ο συνυπολογισμός ορίστηκε να γίνει στις καταβολές της ρύθμισης της 8 παρ. 2 πρέπει να διακρίνουμε τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Ταύτιση του χρόνου και του ποσού της οριστικής ρύθμισης μ’ αυτόν της προσωρινής διαταγής. Αυτό θα συμβεί αν ο συνυπολογιζόμενος χρόνος και το ποσό των καταβολών που ορίστηκαν με την προσωρινή διαταγή, πχ 4 χρόνια και 200 ευρώ, συμπίπτουν με τη διάρκεια και το ποσό της οριστικής ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή θα έχει εξαντληθεί η υποχρέωση του οφειλέτη και δε χρειάζεται να προβεί σε άλλες καταβολές. Οπότε μπορεί αυτός στη συνέχεια να ζητήσει με αυτοτελή αίτηση την πιστοποίηση της απαλλαγής του κατά την 11 παρ. 1. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με την απόφαση της ρύθμισης, γιατί θα είναι αβέβαιη κατά τη συζήτηση της αίτησης ρύθμισης η κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, γι’ αυτό και χρειάζεται διακριτή διαδικασία, στα πλαίσια της οποία οι πιστωτές μπορούν να προβάλλουν τις αντιρρήσεις τους και το δικαστήριο να οδηγηθεί ακόμη και σε κρίση περί μη απαλλαγής.
β) Διαφοροποίηση της οριστικής ρύθμισης ως προς το χρόνο: Αν η ρύθμιση ταυτίζεται μόνο ως προς το ποσό των μηνιαίων καταβολών της προσωρινής διαταγής και οριστεί μεγαλύτερη η διάρκειά της, δηλαδή ορίστηκαν καταβολές για 3 χρόνια και κριθεί ότι η διάρκειά της ρύθμισης πρέπει να είναι 5ετής με το ίδιο ποσό, ο οφειλέτης θα συνεχίσει να καταβάλει για δύο ακόμη χρόνια το ίδιο ποσό.
γ) Διαφοροποίηση της οριστικής ρύθμισης με τον ορισμό μεγαλύτερης διάρκειας και ποσού καταβολών: Αν με τη ρύθμιση κριθεί ότι πρέπει και η διάρκεια και το ποσό της ρύθμισης να είναι μεγαλύτερα, αυτών που ορίστηκαν με την προσωρινή διαταγή πχ. 5ετής ρύθμιση της 8 παρ. 2 έναντι 3ετών καταβολών, με 300 αντί 100 ευρώ μηνιαία δόση, ο οφειλέτης, κατ’ αρχάς, θα πρέπει να καταβάλει το ποσό, πλέον, των 300 ευρώ για δύο ακόμη χρόνια, μέχρι δηλαδή την ολοκλήρωσης της ρύθμισης. Μετά τη λήξη της 5ετίας της ρύθμισης θα πρέπει να καταβάλει το ποσό της διαφοράς που είναι 200 ευρώ το μήνα, και συνολικά 7.200 ευρώ (3 χρόνια Χ12 μήνες Χ200 ευρώ), ο οφειλέτης θα κληθεί να το καταβάλει σε ένα χρόνο μετά τη λήξη του χρόνου της ρύθμισης αυτής(μηνιαία δόση 600 ευρώ), δηλαδή μετά τη λήξη της 5ετίας και μάλιστα εντόκως σύμφωνα με τη διάταξη της 9 παρ. 4. Έτσι με τη διάταξη αυτή επιμηκύνονται οι ρυθμίσεις κατά ένα χρόνο, δηλαδή αυτή της 8 παρ. 2 σε 6 χρόνια και αυτής της 9 παρ. 2 σε 36 χρόνια κατ’ ανώτατο όριο.
Ακόμη προβληματική είναι η προβλεπόμενη τοκοφορία του ποσού της διαφοράς και ειδικότερα ο χρόνος έναρξής της, γιατί, εφόσον τοποθετηθεί στο χρόνο έναρξης της ρύθμισης η επιβάρυνση του οφειλέτη θα είναι σημαντική, ειδικά δε στη ρύθμιση για τη διάσωση της κατοικίας δυσβάσταχτη. Μάλλον το έντοκο θα πρέπει να ισχύσει μόνο για τον επιπλέον ένα χρόνο της παράτασης των δύο ρυθμίσεων.
Είναι πάντως γεγονός ότι η ρύθμιση της 9 παρ. 4 σε συνδυασμό μ’ αυτή της 5 παρ. 2 σχετικά με το συνυπολογισμό του χρόνου και του ποσού των προκαταβολών ειδικά στη ρύθμιση της 8 παρ. 2, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα κριτήρια που θεσπίζει ο νόμος για τον προσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών (εισοδήματα και ανάγκες του οφειλέτη) και βέβαια το σκοπό του, που είναι η ελάφρυνση των υπερχρεωμένων πολιτών, ώστε να εξυπηρετήσουν μέρος των χρεών τους και να απαλλαγούν του υπολοίπου, διαφυλάσσοντας ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσή τους. Και αυτό γιατί, ο οφειλέτης θα κληθεί να καταβάλει σε μικρό χρόνο ποσά σημαντικά μεγαλύτερα αυτών που μπορεί με βάση τα εισοδήματα και τις ανάγκες του, που αποτελούν και τα κριτήρια για τον ορισμό του ποσού των καταβολών της ρύθμισης της 8 παρ. 2, γεγονός που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην έκπτωση του, αντί της επιδιωκόμενης απαλλαγής του. Η εφαρμογή, επομένως, της ρύθμισης της διάταξης του αρθ. 9 παρ.4 και αυτής του αρθ. 5 παρ. 2 σχετικά με το συνυπολογισμό του χρόνου και του ποσού των καταβολών της προσωρινής διαταγής σ’ αυτόν της οριστικής ρύθμισης, έρχεται σε σύγκρουση με τη ρύθμιση της διάταξης του αρθ. 8 παρ. 2 σχετικά με τα κριτήρια για τον ορισμό του ποσού των καταβολών, που αποτελεί θεμελιώδη διάταξη προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης των στόχων του νόμου. Το πρόβλημα δεν μπορεί να αρθεί ερμηνευτικά, αφού οποιαδήποτε ερμηνευτική παρέμβαση προς άρση της αντινομίας, οδηγεί σε κατάργηση της διάταξης του αρθ. 5 παρ. 2 (αναφορικά με το συνυπολογισμό), καθώς και αυτής του αρθ. 9 παρ. 4. Γι’ αυτό, μάλλον, απαιτείται νομοθετική παρέμβαση, ενδεχομένως προς την κατεύθυνση της παράτασης του χρόνου της 9 παρ. 4 ώστε οι επιπλέον καταβολές να κατανέμονται σε μεγαλύτερο χρόνο και μάλιστα χωρίς επιβάρυνση του οφειλέτη με τόκους. Εφόσον δε λυθεί νομοθετικά το πρόβλημα, πιστεύω ότι επιεικέστερο για τον οφειλέτη θα είναι ο επιμερισμός του ποσού της διαφοράς να γίνεται στον υπολειπόμενο χρόνο της ρύθμισης των 8 παρ. 2 ή 9 παρ. 2, με το έντοκο να ισχύει μόνο για τον επιπλέον ένα χρόνο, έτσι ώστε η επιβάρυνσή του να είναι μικρότερη και να μειωθεί ο κίνδυνος της έκπτωσής του.
Σημειωτέον ότι ανάλογο πρόβλημα υπήρχε (και συνεχίζει να υπάρχει) επί ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης κατόπιν επιτυχούς άσκησης έφεσης και τον ορισμό μεγαλύτερου ποσού καταβολών. Το επιπλέον ποσό ο οφειλέτης, υποχρεούται να καταβάλει κατ’ εφαρμογή της 914 ΚΠολΔ και μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, εφάπαξ με τις πιο πάνω συνέπειες.
Σχετικά με τα προβλήματα από το συνυπολογισμό των προκαταβολών στη ρύθμισης της 9 παρ. 2 θα γίνει λόγος παρακάτω.
δ) Διαφοροποίηση της οριστικής ρύθμισης με τον ορισμό μικρότερου ποσού καταβολών. Μπορεί με τη ρύθμιση να κριθεί ότι πρέπει το ποσό της ρύθμισης να είναι μικρότερο.Κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται, εφόσον το ύψος των καταβολών δε δικαιολογείται από τα οικονομικά δεδομένα του οφειλέτη κατά το χρόνο της συζήτησης της αίτησης. Εφόσον λοιπόν, όχι μόνο εξαντλήθηκε η υποχρέωση του οφειλέτη αλλά προκύπτει ότι κατέβαλε ποσό μεγαλύτερο του οφειλόμενου με βάση τη ρύθμιση τότε συντρέχουν, κατ’ αρχάς, οι προϋποθέσεις πιστοποίησης της απαλλαγής του οφειλέτη, η οποία μπορεί να ζητηθεί κατά τα παραπάνω υπό α’. Παράλληλα όμως τίθεται ζήτημα επιστροφής των επιπλέον καταβληθέντων στους πιστωτές. Οι επιπλέον καταβολές που έγιναν δεν αποτελούν καταβολές ρύθμισης αφού δεν έγινε τέτοια, γι’ αυτό, πιστεύω ότι θα πρέπει να θεωρηθούν ως απλές καταβολές έναντι των χρεών κατά την 417 επ. ΑΚ και όχι ως καταβολές ρύθμισης με δυνατότητα αναζήτησή τους κατά την 904 ΑΚ από τον οφειλέτη.
ΕΚΠΤΩΣΗ
-Επί μη συμμόρφωσης του οφειλέτη με την υποχρέωση για καταβολές, εφόσον η καθυστέρηση υπερβαίνει τις τρεις δόσεις είτε του αρθ. 8 παρ. 2 είτε του αρθ. 9 παρ. 2, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη της 11 παρ. 2. Η καθυστέρηση αυτή θα πρέπει να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του οφειλέτη («καθυστερεί υπαίτια»), συνεπώς οι δυσμενείς για τον οφειλέτη συνέπειες δεν επέρχονται εφόσον η μη συμμόρφωση οφείλεται σε εύλογη αιτία, που δικαιολογεί την καθυστέρηση καταβολών και δεν μπορεί να αποδοθεί σε πταίσμα του (πχ μείωση εισοδημάτων, ασθένεια και γενικά περιστατικά που δεν του επιτρέπουν την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών του).
Η έννοια της έκπτωσης: η διάταξη της 5 παρ. 2 ορίζει ότι εφαρμόζεται αναλογικά η 11 παρ. 2, που προβλέπει την έκπτωση του οφειλέτη από τη ρύθμιση επί καθυστέρησης καταβολής των δόσεων που ορίστηκαν με την απόφαση. Η παραπομπή στη διάταξη της 11 παρ. 2 δε σημαίνει ταύτιση ως προς τις συνέπειες, δηλαδή έκπτωση του οφειλέτη, αλλά ανάλογεςσυνέπειες, αφού εξάλλου γίνεται λόγος για αναλογική εφαρμογή.Με την προσωρινή διαταγή δε γίνεται ρύθμιση, μόνο προκαταβολές ορίζονται έναντι αυτών της μελλοντικής ρύθμισης. Η οριστική ρύθμιση θα γίνει μετά την εκδίκαση της κύριας αίτησης και την έκδοση της οριστικής απόφασης και συνεπώς δεν μπορεί να νοηθεί έκπτωση από ρύθμιση που δεν έχει ακόμη γίνει. Μόνο, επομένως, ως προς την προσωρινή διαταγή μπορεί να έχει συνέπειες η μη συμμόρφωση του οφειλέτη με την υποχρέωση για προκαταβολές, με την οποία και συνδέονται, με την έννοια ότι μπορούν οι πιστωτές να ζητήσουν την ανάκλησή της προβάλλοντας ως λόγο την ασυνέπεια του οφειλέτη, μεταγενέστερα δηλαδή γεγονότα ανάλογα αυτών που δικαιολογούν την έκπτωση του οφειλέτη επί οριστικής ρύθμισης. Ούτε ως λόγος απόρριψης της κύριας αίτησης μπορεί να προβληθεί η ασυνέπεια του οφειλέτη στο στάδιο της εκκρεμοδικίας. Ενδεχομένως θα μπορούσε να καταστήσει καταχρηστική την αξίωσή του για ρύθμιση των χρεών του, εφόσον η ασυνέπειά του αυτή συνδέεται με περιστατικά τέτοια που μπορούν να θεμελιώσουν την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε ρύθμιση, έτσι ώστε να μη δικαιολογείται η ένταξή του στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου. Εφόσον συνεχίζει να είναι ασυνεπής και μετά τη ρύθμιση μπορεί να ζητηθεί άμεσα η έκπτωσή του λόγω επανειλημμένης δυστροπίας, για τη θεμελίωση της οποίας μπορεί να ληφθεί υπόψη και η προγενέστερη συμπεριφορά του. Βέβαια το διάστημα των μηνών που δεν καταβάλλει ο οφειλέτης και το ποσό των καταβολών που όφειλε να καταβάλει δεν θα συνυπολογιστούν στην οριστική ρύθμιση.
– Οι εκδοθείσες πριν το ν. 4161/13 προσωρινές διαταγές εξακολουθούν να ισχύουν. Μπορεί όμως να ζητηθεί μεταρρύθμισή τους ώστε να περιληφθεί διάταξη για καταβολές κατ’ αρθ. 781 παρ. 2 ΚΠολΔ, 5 παρ. 2 ν. 3869/10 και 19 παρ. 1 ν. 4161/13. Αν τη μεταρρύθμιση τη ζητήσει ένας πιστωτής, θα πρέπει να καλέσει πέραν του οφειλέτη και τους υπόλοιπους πιστωτές ώστε οι καταβολές να γίνουν προς όλους και να μην καταστρατηγηθεί η αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης, σε διαφορετική περίπτωση θα πρέπει διατάξει την κλήτευσή τους το δικαστήριο κατ’ εφαρμογή της 748 παρ. 3 ΚΠολΔ.
5. Μετά την εκ του νόμου προστασία από την κατάθεση της αίτησης και την προσωρινή διαταγή της 5 παρ. 2 η προσφυγή στην προσωρινή προστασία των εφαρμογή των 6 παρ. 1 επί αρξαμένης αναγκαστικής εκτέλεσης και 6 παρ. 2 για προληπτική προστασία επί επικείμενου κινδύνου κατά της περιουσίας του οφειλέτη, έχει πλέον μικρή σημασία. Και αυτό γιατί, η προσφυγή στην προστασία των διατάξεων αυτών μπορεί να γίνει εφόσον δε χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή της 5 παρ. 2 κατά τη συζήτηση της επικύρωσης, ή αν αυτή χρήζει συμπλήρωσης, διαφορετικά η αίτηση θα είναι χωρίς αντικείμενο και θα απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Πάντως και στις περιπτώσεις που δε χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή κατά τη συζήτηση της επικύρωσης μπορεί να ζητηθεί μεταγενέστερα κατά τις 5 παρ. 2 και 781 ΚΠολΔ με αυτοτελές δικόγραφο μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης ρύθμισης.
Έτσι το πεδίο εφαρμογής των 6 παρ. 1 και 2 (ως προς τον οφειλέτη) περιορίζονται στις περιπτώσεις που δεν εκδόθηκε προσωρινή διαταγή της 5 παρ. 2 κατά τη συζήτηση της επικύρωσης, επειδή δε ζητήθηκε και το δικαστήριο παρέλειψε να τη χορηγήσει αυτεπάγγελτα, επίσης στην περίπτωση που απορρίφθηκε η αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής κατά την 5 παρ. 2, καθώς και στην περίπτωση που ανακλήθηκε μεταγενέστερα λόγω πχ ασυνέπειας του οφειλέτη ως προς την εκπλήρωση της υποχρέωσης για τις καταβολές που ορίστηκαν. Η προσφυγή στην προσωρινή προστασία της 6 παρ. 1 και 2 στην περίπτωση που απορριφθεί το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής κατά 5 παρ. 2 του νόμου και 781 ΚΠολΔ, δεν προσκρούσει στο κώλυμα (δεσμευτικότητα)του αρθ. 778 ΚΠολΔ, αφού η νομική βάση είναι διαφορετική. Η παράλληλη, μ’ αυτή της 5 παρ. 2 , προσωρινή προστασία μέσω της διάταξης της 6 παρ. 1 προβλέπεται ρητά από τη διάταξη του αρθ. 14 παρ. 1α ν. 4161/13, με την οποία τροποποιήθηκε η διάταξη αυτή ως προς το χρόνο από τον οποίο παρέχεται η προστασία, δηλαδή μετά τη συζήτηση της επικύρωσης (πριν ισχύει η εκ του νόμου αναστολή), ο οποίος συμπίπτει μ’ αυτόν της προστασίας της 5 παρ. 2.
– Διατηρεί όμως τη σημασία της η προσφυγή στην προληπτική προσωρινή προστασία της 6 παρ. 2 από τους πιστωτές προς προστασία των συμφερόντων τους από διάθεση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, αλλά και την επιβάρυνσή τους (εγγραφή προσημείωσης), με την οποία θα αλλοιωνόταν η θέση και η σειρά ικανοποίησής τους στα πλαίσια ιδίως της ρύθμισης της 9 παρ. 2.
Στις παραπάνω περιπτώσεις που ο οφειλέτης ή πιστωτής θα προσφύγουν στην προσωρινή προστασία των 6 παρ. 1 και 2, πιστεύω ότι θα πρέπει η χορήγηση της αναστολής και της εν γένει ζητούμενης προστασίας να συνοδεύεται από τον ορισμό δόσεων, κατ’ αναλογική εφαρμογή της 5 παρ. 2, γιατί διαφορετικά οδηγούμεθα σε καταστρατήγηση της τελευταίας διάταξης. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι στη σχετική δίκη μετέχουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ώστε να οριστούν καταβολές προς όλους, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί εφόσον η αίτηση απευθύνεται εναντίον ορισμένων πιστωτών (πχ του επισπεύδοντος την εκτέλεση) και εφόσον στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν περιέχεται διάταξη αντίστοιχη της 748 παρ. 3 ώστε να διαταχθεί η κλήτευση των υπολοίπων. Μπορεί, επομένως, να οριστούν καταβολές εφόσον κλητεύθηκαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ή εφόσον ο καθού η αίτηση είναι ο μοναδικός πιστωτής, ή ο μοναδικός με ασφάλεια στο ακίνητο της κατοικίας ή προγενέστερης χρονολογικής σειράς και οριστεί οι δόσεις να συνυπολογιστούν στις καταβολές της 9 παρ. 2. Στην περίπτωση, επομένως, που δε μετέχουν στη διαδικασία όλοι οι ενδιαφερόμενοι το δικαστήριο δεν θα ορίσει καταβολές, μπορούν δε να οριστούν μετά από αυτοτελή αίτηση προσωρινής διαταγής πιστωτή ώστε να ρυθμιστεί η κατάσταση κατά την 781 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή και εφόσον το αίτημα δεν υποβάλλεται απ’ όλους ή δεν καλούνται όλοι το δικαστήριο κατά εφαρμογή της 748 παρ. 3 θα καλέσει και τους υπόλοιπους πιστωτές ώστε οι καταβολές να οριστούν προς όλους και να μην καταστρατηγηθεί η αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης.
6. Επί απόρριψης της αίτησης ένταξης στις ρυθμίσεις του 3869/10 ο οφειλέτης, εφόσον άσκησε έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης, μπορεί να ζητήσει αναστολή κατά την 6 παρ. 5 της αναγκαστικής εκτέλεσης, εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης και ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντά του. Από την έκδοση της απόφασης περί αναστολής επέρχεται, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, έναντι όλων (οφειλέτη- πιστωτών ακόμη και καλόπιστων τρίτων)εκ του νόμου απαγόρευσης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Συνεπώς κάθε διάθεση περιουσιακού του στοιχείου είναι άκυρη (αρθ. 175 ΑΚ), ακυρότητα η οποία είναι απόλυτη και δε θεραπεύεται. Επίσης άκυρη είναι και κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης κατά περιουσιακού του στοιχείου χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή στην προστασία της 933 επ. ΚΠολΔ (σημειωτέον ότι ίδιες συνέπειες επέρχονται και με την αναστολή της 6 παρ. 1, καθώς και την εκ του νόμου της 4 παρ. 3). Αρμόδιο καθύλη δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτησης αναστολής, πιστεύω ότι είναι το δικαστήριο της έφεσης (Μονομελές Πρωτοδικείο), κατ’ ανάλογη εφαρμογή της 938 παρ. 2.
ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΘΡΟ 8
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΔΙΑΤΑΞΗ 8 ΠΑΡ 1 εδ. γ’
Σύμφωνα με τη διάταξη του αρθρ. 8 παρ.1 εδ. γ’ , η οποία προστέθηκε με το άρθρο 16 Ν.4161/2013 «Σε περίπτωση που πιστωτής δεν έχει ενταχθεί στο σχέδιο διευθέτησης του οφειλέτη και δεν έχει ασκηθεί από αυτόν κύρια παρέμβαση, το δικαστήριο ρυθμίζει και τις απαιτήσεις αυτού κατά το άρθρο 744 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή διατάζει την κλήτευση του κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 748 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζοντας νέα δικάσιμο.».
Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται η καθολικότητα των πιστωτών, δηλαδή η διαδικασία της ρύθμισης καταλαμβάνει όλους τους πιστωτές του οφειλέτη και τις απαιτήσεις τους. Παράλληλα με τη διάταξη του αρθ. 5 ν. 3869/10 προβλέπεται η υποχρέωση κοινοποίησης της αίτησης ρύθμισης των οφειλών στους πιστωτές του αιτούντος οφειλέτη. Έτσι οι πιστωτές του οφειλέτη υπάγονται στην κατηγορία των εκ του νόμου διαδίκων και αποκτούν την ιδιότητα αυτή με μόνη τη νομότυπη κοινοποίηση προς αυτούς της αίτησης, η οποία είναι υποχρεωτική για τον οφειλέτη. Εφόσον κάποιος πιστωτής δεν περιληφθεί στο σχέδιο ρύθμισης του οφειλέτη και δεν κλητεύθηκε απ’ αυτόν ώστε να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου, προκειμένου να συμμετάσχει στη διαδικασία της δικαστικής ρύθμισης θα πρέπει είτε να ασκήσει κύρια παρέμβαση είτε να διαταχθεί η κλήτευσή του από το δικαστήριο. Στην τελευταία περίπτωση, με μόνη τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του ο παραληφθείς πιστωτής αποκτά, ως εκ του νόμου διάδικος, την ιδιότητα του διαδίκου, ανεξάρτητα αν συμμετέχει ή όχι στη διαδικασία, δεσμευόμενος από τις έννομες συνέπειες της απόφασης.
Επομένως, ενόψει της προβλεπόμενης καθολικότητας των πιστωτών και της υποχρεωτικής συμμετοχής τους στη διαδικασία της δικαστικής ρύθμισης, εφόσον παραληφθεί πιστωτής, το δικαστήριο θα πρέπει να διατάξει την κλήτευσή του ώστε να περιληφθούν στη δικαστική ρύθμιση και οι πιο απαιτήσεις αυτού, αναβάλλοντας την οριστική κρίση του επί της αίτησης. Η κλήτευση θα γίνει με επιμέλεια του οφειλέτη με την κοινοποίηση αντιγράφου της αίτησης προς τον πιστωτή που έχει παραληφθεί, καθώς και κοινοποίηση της αντιγράφου της κλήσης, στην οποία σημειώνεται ο προσδιορισμός της νέας δικασίμου που θα οριστεί προς όλους τους μετέχοντες συμπεριλαμβανομένου του παραληφθέντος πιστωτή(βλ. ΕιρΠατρ 408/13 ΝΟΜΟΣ).
Το πιθανότερο θα είναι η κλήση του να έχει διαταχθεί και να έχει γίνει κατά την πρώτη συζήτηση του προδικαστικού συμβιβασμού οπότε δε χρειάζεται νέα κοινοποίηση.
Αυτό δε θα έχει συμβεί μόνο στις εκκρεμούσες προ του ν. 4161/13 αιτήσεις, για τι οποίες δεν προβλεπόταν πρώτη συζήτηση.
Επίσης αν έχει παραληφθεί απαίτηση πιστωτή, ο οποίος έχει κληθεί νομότυπα, μπορεί να συμπληρωθεί η έλλειψη κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των αρθ. 8 παρ. 1γ’ του νόμου, 744, 745 και 751 ΚΠολΔ, με συμπλήρωση της αίτησης με σχετική καταχώρηση στα πρακτικά.
Ζήτημα όμως γεννάται για τις εκκρεμούσες αιτήσεις, ως προς τις οποίες, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του αρθ. 19 παρ. 3, εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε πριν την ισχύ του τροποποιητικού νόμου. Και αυτό γιατί το δικαστήριο θα πρέπει να ερευνήσει αν τηρήθηκε ως προς τον παραληφθέντα πιστωτή ή απαίτηση η προδικασία του εξωδικαστικού και δικαστικού συμβιβασμού, πράγμα που κατά κανόνα δε θα έχει συμβεί. Συνέπεια της μη τήρησης της επιβαλλόμενης από το προγενέστερο δίκαιο υποχρεωτικής αυτής προδικασίας θα είναι να μην μπορεί το δικαστήριο να συμπεριλάβει τον πιστωτή αυτό ή την απαίτηση στη ρύθμιση, με παραπέρα συνέπεια είτε την απόρριψη της αίτησης, κατ’ αποδοχή της άποψης περί καθολικότητας, που γινόταν δεκτή από μέρος της νομολογίας, είτε τη ρύθμιση χωρίς τον παραληφθέντα πιστωτή ή απαίτηση κατ’ αποδοχή της άποψης περί ισχύος της διάταξης της 4 παρ. 6, σύμφωνα με την οποία δεν επηρεάζεται από την παράλειψη η πορεία της διαδικασίας. Δηλαδή το δικαστήριο θα κληθεί είτε να απορρίψει την αίτηση λόγω μη εφαρμογής της αρχής της καθολικότητας, την οποία όμως κατά την 8 παρ.1γ’ οφείλει άμεσα να εφαρμόσει, είτε να προχωρήσει σε ρύθμιση χωρίς τον παραληφθέντα πιστωτή κατά παράβαση της άμεσα εφαρμοστέας αρχής αυτής. Και στις δύο όμως περιπτώσεις η απαίτηση τήρησης της υποχρεωτικής προδικασίας του εξωδικαστικού και δικαστικού συμβιβασμού και για τον παραληφθέντα πιστωτή ή απαίτηση στις εκκρεμούσες υποθέσεις έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή της καθολικότητας των πιστωτών, που καθιερώνεται πλέον με τη διάταξη αρθ. 8 παρ. 1γ, η οποία έχει άμεση ισχύ και στις εκκρεμείς αιτήσεις και σε εφαρμογή της οποίας το δικαστήριο διέταξε την κλήτευση του παραληφθέντα πιστωτή ή τη συμπλήρωση της αίτησης ως προς την παραληφθείσα απαίτηση. Η σύγκρουση των διατάξεων της 8 παρ. 1γ’, μ’ αυτές του προγενέστερου δικαίου που επιβάλλουν την τήρηση υποχρεωτικής προδικασίας, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν κατά τη μεταβατική διάταξη της 19 παρ. 3 του ν. 4161/13 είναι προφανής. Η αντινομία αυτή, πιστεύω ότι θα πρέπει να αρθεί ερμηνευτικά με την άμεση εφαρμογή της νεότερης διάταξης του αρθ. 8 παρ. 1 γ’, και χωρίς την τήρηση της προδικασίας του εξωδικαστικού και δικαστικού συμβιβασμού, που απαιτούνταν κατά το προγενέστερο δίκαιο, ερμηνεία η οποία, σε κάθε περίπτωση, εναρμονίζεται με το πνεύμα του νόμου για άμεση και καθολική ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη.
ΑΡΘΡΟ 8 ΠΑΡ. 2 ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
Η διάρκεια της ρύθμισης για καταβολές από τα εισοδήματα του οφειλέτη ορίζεται πλέον σε 3-5 χρόνια κατά την κρίση του δικαστηρίου, αντί της 4ετίας που ίσχυε πριν, στο δε χρόνο αυτό θα συνυπολογιστεί και αυτός που ορίστηκε με την προσωρινή διαταγή για τις προκαταβολές έναντι της συγκεκριμένης ρύθμισης. Σε περίπτωση που εξαντλήθηκε ο χρόνος της ρύθμισης αυτής (5ετία κατ’ ανώτατο όριο) με την προσωρινή διαταγή, το δικαστήριο δεν μπορεί να ορίσει επιπλέον χρόνο καταβολών, το δε ποσό της διαφοράς, εφόσον οριστούν μεγαλύτερες μηνιαίες καταβολές αυτών της προσωρινής διαταγής θα κληθεί ο οφειλέτης να καταβάλει σε ένα χρόνο και μάλιστα εντόκως σύμφωνα με τη διάταξη της 9 παρ. 4 (βλ. για τις συνέπειες παραπάνω). Ουσιαστικά με τη διάταξη αυτή επιμηκύνεται η ρύθμιση της 8 παρ. 2 κατά ένα χρόνο, δηλαδή σε έξι χρόνια κατ’ ανώτατο όριο. Συνεπώς η απαλλαγή του οφειλέτη κατά την 11 παρ. 1 θα επέλθει μετά και τη συμπλήρωση του χρόνου αυτού της επιμήκυνσης, και την ολοκλήρωση των επιπλέον καταβολών που ορίστηκαν, αφού αποτελεί μέρος της ρύθμισης των καταβολών της 8 παρ. 2. Από την άλλη πλευρά η μη τήρηση της πρόσθετης αυτής υποχρέωσης του οφειλέτη θα έχει τις δυσμενείς συνέπειες της 11 παρ. 2 (έκπτωση ή μη απαλλαγή).
ΡΥΘΜΙΣΗ ΑΡΘ. 9 ΠΑΡ. 2-ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
Το ποσό που θα κληθεί να καταβάλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κατοικίας του υπολογίζεται πλέον με βάση την αντικειμενική αξία της κατοικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης και όχι την εμπορική, το δε ανώτατο όριο ορίστηκε στο 80% αυτής, αντί του 85%.
Με την τροποποίηση της διάταξης του αρθ. 9 παρ. 2 εδ. β’ και την αντικατάσταση της φράσης «…μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τις εκατό της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας…» από τη φράση «…σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και το ογδόντα τις εκατό της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας », δε θεσπίζεται διαφορετική ρύθμιση, ούτε η νέα διατύπωση διαφέρει ουσιαστικά της προηγούμενης, η οποία αναφέρεται όχι σε δυνατότητα του δικαστηρίου προσδιορισμού του ποσού των καταβολών σε ποσό μικρότερο του 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας, αλλά στο ανώτατο όριο της επιβάρυνσης του οφειλέτη για την εξαίρεση της κατοικίας από την εκποίηση, με την έννοια ότι εφόσον το ύψος της οφειλής του είναι μικρότερο του 80% οι μηνιαίες καταβολές θα καλύπτουν ολόκληρο το ποσό της, εφόσον δε είναι μεγαλύτερη θα απαλλαγεί του πέραν του 80% ποσού της. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, θα ήταν αντίθετη με τη σαφή βούληση του νομοθέτη για ισόρροπη αντιμετώπιση των πιστωτών στα πλαίσια της ρύθμισης του αρθ. 9 παρ. 1 και 2, που αφορά την υπεγγυότητα της περιουσίας του οφειλέτη για την ικανοποίηση των πιστωτών. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από την εισηγητική έκθεση στην οποία αναφέρεται επί λέξει ότι «Το δικαστήριο εξαιρώντας από την εκποίηση την κύρια κατοικία του αιτούντος οφειλέτη ρυθμίζει την ικανοποίηση των πιστωτών των οποίων οι απαιτήσεις ανέρχονται μέχρι το 80% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας », δηλαδή οι απαιτήσεις ικανοποιούνται μέχρι εξάντλησης του ποσοστού αυτού . Διευκρινίζεται, επομένως, ότι το 80% αποτελεί το ανώτατο όριο των ικανοποιούμενων απαιτήσεων και ότι οι πάνω από το όριο αυτό απαιτήσεις δεν ικανοποιούνται, από την άλλη δε πλευρά ότι δεν μπορεί η ικανοποίηση των απαιτήσεων να γίνει σε μικρότερο ποσοστό.
Ειδικότερα με το ν. 3869/10 θεσπίζονται δύο ρυθμίσεις για τα χρέη του υπερχρεωμένου οφειλέτη που επιθυμεί να ενταχθεί στις ρυθμίσεις του. Η πρώτη αφορά μηνιαίες καταβολές για 3-5 χρόνια, ο προσδιορισμός των οποίων γίνεται με κριτήριο τα εισοδήματα του οφειλέτη και τις βιοτικές ανάγκες του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Η δεύτερη ρύθμιση αφορά τη τύχη της περιουσίας του, η οποία σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 8 παρ. 2 εδ. α’ και 9 παρ. 1 και 2, προβλέπεται να διατεθεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Η διάθεση αυτή της περιουσίας του οφειλέτη γίνεται μέσω της προβλεπόμενης από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του αρθ. 9 του νόμου διαδικασίας, η πρώτη από τις οποίες αναφέρεται στην εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων, που θα κριθούν από το δικαστήριο ως ρευστοποιήσιμα, η δε δεύτερη στην εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας έναντι όμως ανταλλάγματος, που εκπληρώνεται με μηνιαίες καταβολές, επειδή ακριβώς πρόκειται για ρευστοποιήσιμο περιουσιακό στοιχείο, ώστε να εξισορροπηθεί η απώλεια των πιστωτών του προϊόντος της εκποίησής της. Γι’ αυτό και το προβλεπόμενο από τη διάταξη του αρθ. 9 παρ. 2 του νόμου αντίτιμο της διάσωσης δε συνδέεται με τα εισοδήματα και τις βιοτικές ανάγκες τους οφειλέτη, όπως οι μηνιαίες καταβολές της ρύθμισης του αρθ. 8 παρ. 2 του νόμου, αλλά με την αξία της κατοικίας, έτσι ώστε η αντιμετώπιση των πιστωτών μέσω των μηνιαίων καταβολών για τη διάσωσή της να είναι ανάλογη αυτής επί ρευστοποίησής της κατά τη διάταξη την παρ. 1 του άρθρ. 9 του νόμου. Το αντίτιμο της διάσωσης ορίστηκε αρχικά σε ποσό ίσο με το 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας, και ήδη μετά την πρόσφατη τροποποίηση του νόμου σε 80% της αντικειμενικής της αξίας. Η διορθωτική αυτή παρέμβαση του νομοθέτη με τη θέσπιση της αντικειμενικής αντί της εμπορικής αξίας ως βάσης υπολογισμού του ποσού του ανταλλάγματος της διάσωσης έγινε για την ισόρροπη αντιμετώπιση των πιστωτών. Και αυτό γιατί, υπό την ισχύ της εμπορικής αξίας, δημιουργούνταν ανισότητα μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών που ικανοποιούνταν από το προϊόν της εκποίησης της κατοικίας (ο υπολογισμός της αξίας του ακινήτου γίνεται με βάση την αντικειμενική του αξία κατ’ ανάλογη εφαρμογή της 993 παρ. 2γ’ ΚΠολΔ), και εκείνων που ικανοποιούνταν μέσω των καταβολών για τη διάσωσή της, αφού η εμπορική αξία λόγω της σχετικότητάς της, της διαμόρφωσής της δηλαδή από τους κανόνες προσφοράς και ζήτησης της αγοράς, σε συνδυασμό και με το σύστημα της ελεύθερης απόδειξης και το ανακριτικό σύστημα στην εκούσια δικαιοδοσία, προσδιοριζόταν σε ποσό που απείχε (μικρότερο ή μεγαλύτερο) αυτού της αντικειμενικής.
Επομένως δεν μπορεί επί διάσωσης το ποσό που θα διανεμηθεί στους πιστωτές με τη μορφή των μηνιαίων καταβολών να ορίζεται κατά τα κρίση του δικαστηρίου σε ποσό μικρότερο του 80% της αντικειμενικής αξίας της, που ορίζει ο νόμος, έστω και να συντρέχουν οι εξαιρετικές συνθήκες του αρθ. 8 παρ. 5 του νόμου, οι οποίες αφορούν μόνο τη ρύθμιση του αρθ. αυτού, γιατί τότε δεν θα υπάρχει ισόρροπη αντιμετώπιση των πιστωτών της ίδιας ρύθμισης, αυτής δηλαδή του αρθ. 9 του νόμου για τη διάθεση της περιουσίας του οφειλέτη προς ικανοποίηση των πιστωτών του. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, θα ήταν αντίθετη τόσο με τη σαφή βούληση του νομοθέτη για ισόρροπη αντιμετώπιση των πιστωτών στα πλαίσια της ρύθμισης του αρθ. 9 του νόμου, όπως επιβεβαιώθηκε με την τελευταία τροποποίηση με τη θέσπιση της αντικειμενικής αξίας ως βάσης υπολογισμού του καταβλητέου για τη διάσωση της κατοικίας ποσού, όσο και με το αρθ. 17 του Συντάγματος αλλά και με το αρθ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, μέσω των οποίων προστατεύονται οι ενοχικές απαιτήσεις των πιστωτών, καθόσον διαταράσσονται σοβαρά τα εύλογα συμφέροντά τους και η ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων τους και αυτών του οφειλέτη, αφού με τον ορισμό ποσού μικρότερου του 80% στη ρύθμιση του 9 παρ. 2, και με δεδομένη τη μηδαμινή ικανοποίησή τους στα πλαίσια της ρύθμισης για μηνιαίες καταβολές του αρθ. 8 παρ. 2, λόγω της μικρής διάρκειάς της και των κριτηρίων της (εισοδήματα και ανάγκες του οφειλέτη) παραγκωνίζονται και αλλοιώνονται σε αδικαιολόγητο βαθμό οι απαιτήσεις τους (βλ. την ΕιρΠατρ 407/13 ).
ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
Η διάρκεια της ρύθμισης για τις καταβολές της διάσωσης της κατοικίας ορίζεται όπως και στο προγενέστερο δίκαιο σε 20ετία. Εισάγεται όμως η δυνατότητα παράτασης της διάρκειας μέχρι τα 35 χρόνια με κριτήριο τη διάρκεια των δανειακών συμβάσεων, με τις οποίες χορηγήθηκαν οι πιστώσεις στον οφειλέτη. Στο χρόνο αυτό θα συνυπολογιστεί και αυτός που ορίστηκε με την προσωρινή διαταγή για τις προκαταβολές έναντι της συγκεκριμένης ρύθμισης. Το ποσό της διαφοράς, μεταξύ αυτού που καταβλήθηκε κατά το χρόνο της προσωρινής διαταγής και αυτού που οφείλει να καταβάλει ο οφειλέτης με βάση την οριστική ρύθμιση για τον ίδιο χρόνο (ο οποίος αποτελεί λόγω του συνυπολογισμού χρόνο της ρύθμισης) υποχρεούται ο οφειλέτης να το καταβάλει σε ένα χρόνο μετά τη λήξη του χρόνου της ρύθμισης αυτής (πχ 35ετία) και μάλιστα εντόκως σύμφωνα με τη διάταξη της 9 παρ. 4. Έτσι με τη διάταξη αυτή επιμηκύνεται η ρύθμιση της 9 παρ. 2 κατά ένα χρόνο, δηλαδή σε 36 χρόνια κατ’ ανώτατο όριο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά στη ρύθμιση της 9 παρ. 2, η επιβάρυνση του οφειλέτη από την επιβολή της υποχρέωσης να καταβάλει το ποσό της διαφοράς εντός έτους εντόκως είναι πολύ μεγαλύτερη αυτής στη ρύθμιση της 8 παρ. 2, καθόσον η διαφορά εδώ θα είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού το μεν κριτήριο ορισμού των προκαταβολών είναι εισοδηματικό (βλ. 5 παρ. 2), ο δε ορισμός των καταβολών για τη διάσωση της κατοικίας γίνεται με βάση την αντικειμενική αξία της κατοικίας. Έτσι και εφόσον η διαφορά είναι σημαντική, πράγμα πολύ πιθανό, ο οφειλέτης θα κληθεί να καταβάλει το ποσό της διαφοράς μέσα σε ένα χρόνο από τη λήξη του χρόνου των καταβολών που ορίστηκαν για τη ρύθμιση της διάσωσης και μάλιστα εντόκως. Όσο μικρότερο είναι το ποσό των προκαταβολών τόσον μεγαλώνει η διαφορά με τις καταβολές της διάσωσης, που θα οριστούν με ανελαστικά αντικειμενικά κριτήρια και κατ’ επέκταση το ποσό που θα κληθεί να καταβάλει ο οφειλέτης κατά τη 9 παρ. 4. Αν λοιπόν με την προσωρινή διαταγή ο οφειλέτης ορίστηκε να καταβάλει πχ το ελάχιστο ποσό των 40 ευρώ της 5 παρ. 2, γιατί αυτό κρίθηκε ότι ανταποκρίνεται στις οικονομικές του δυνατότητες, το δε ποσό των μηνιαίων καταβολών ορίστηκε, με βάση την αντικειμενική αξία της κατοικίας, που πολύ πιθανό να είναι μεγάλη, και το χρόνο της ρύθμισης, σε 300 πχ ευρώ, προσαυξανόμενο με τους τόκους, η διαφορά είναι σημαντική. Αν μάλιστα ο χρόνος που θα συνυπολογιστεί στη ρύθμιση αυτή είναι μεγάλος πχ 6 χρόνια (πολύ πιθανό με προσδιορισμό της αίτησης το 2019), το ποσό της διαφοράς θα είναι δυσβάσταχτο για τον οφειλέτη, αφού θα κληθεί να καταβάλει σε ένα χρόνο ποσό πάνω από 20.000 ευρώ, δηλαδή 6 χρόνια Χ12 μήνες Χ (300 + τόκοι -40), και μάλιστα εντόκως. Είναι εμφανές ότι σε μια τέτοια περίπτωση κινδυνεύει σοβαρά να καταγγελθεί η ρύθμιση, την οποία σημειωτέον θα έχει ολοκληρώσει οφειλέτης ως προς το βασικό της χρόνο με συνέπεια. Πιστεύω ότι επιεικέστερο για τον οφειλέτη θα είναι ο επιμερισμός του ποσού της διαφοράς να γίνεται στον υπολειπόμενο χρόνο της ρύθμισης, έτσι ώστε η επιβάρυνσή του να είναι μικρή και να μην κινδυνεύει με καταγγελία της ρύθμισης για τη διάσωση της κατοικίας του (βλ. και παραπάνω σχετικά με το συνυπολογισμό των προκαταβολών).
ΕΚΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ
Με το ν. 4161/13 προστέθηκε στο αρθ. 10 ως λόγος έκπτωσης και η παράλειψη του οφειλέτη να συμπεριλάβει στην αίτησή του όλους τους πιστωτές και τα χρέη του προς αυτούς και εφόσον η παράλειψη αυτή οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλειά του. Ο λόγος αυτός έκπτωσης συνδέεται με τη συλλογικότητα της διαδικασίας και την καθολικότητα της ρύθμισης την οποία εισαγάγει ο Ν. 4161/13.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ν. 4161/13 ΕΠΊ ΤΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΥΠΟΘEΣΕΩΝ
Εκκρεμείς είναι αιτήσεις ρύθμισης που κατατέθηκαν πριν τις 14-6-13 ανεξάρτητα από το χρόνο επίδοσής τους. Το αρθ. 19 του 4161/13 ορίζει ότι για τις εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία του ν. 3869/10 πριν την τροποποίησή του (εξώδικος και δικαστικός συμβιβασμός κλπ).
Ως προς τα λοιπά ζητήματα της κύριας διαδικασίας, όπως η 8 παρ. 2 (χρόνος ρύθμισης 3-5 χρόνια), η 8 παρ. 1 εδ. γ’ (ρύθμιση απαιτήσεων πιστωτών που δεν έχουν ενταχθεί στο σχέδιο ρύθμισης), 9 παρ. 2 (80% της αντικειμενικής αξίας της υπό διάσωσης κατοικίας, διάρκεια ρύθμισης 35 χρόνια) κλπ, εφαρμόζονται οι διατάξεις του 4161/13, με βάση τη διάταξης του αρθ. 24 αυτού, σύμφωνα με την οποία οι τροποποιήσεις ισχύουν από την ισχύ του νόμου αυτού.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΜΠΟΛΙΤΗΣ
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ