Ερμηνεία διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας μετά από υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο ΣτΕ
Με την 761/2014 απόφαση του Β΄ Τμήματος (7μελούς) του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) επί προδικαστικών ερωτημάτων (αρθ.1 παρ.2 ν.3900/2010), επιλύονται ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία διατάξεων του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με το ν.3900/2010, ως εξής:
(1) Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 περιπτ. β΄ του ΚΔΔ καταλαμβάνει και υποθέσεις περί επιβολής δημοτικών τελών και συναφών προστίμων, όπως η υπό κρίση, ανεξαρτήτως του κατά πόσο το τέλος το οποίο αφορούν συνιστά φόρο, ανταποδοτικό τέλος ή οικονομικό βάρος με χαρακτήρα ανταλλάγματος ή αποζημίωσης. (2) Η διάταξη της παραγράφου 3 άρθρου 277 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 4 του ν. 3994/2011, η οποία εφαρμόζεται και επί προσφυγών κατά πράξεων επιβολής δημοτικών τελών κοινοχρήστων χώρων και συναφών προστίμων, όπως εν προκειμένω, δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 (παρ. 1), 20 (παρ. 1) και 25 (παρ. 1 εδαφ. δ΄) του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6 (παρ. 1) της ΕΣΔΑ. (3) Κατά την έννοια των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 277 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η δε πρώτη εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 4 του ν. 3994/2011, όταν, όπως εν προκειμένω, δεν ανακύπτει εύλογη αμφιβολία ως προς το ύψος του χρηματικού αντικειμένου της διαφοράς και, περαιτέρω, του οφειλόμενου παραβόλου, αυτό υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ και ο προσφεύγων το κατέβαλε σύμφωνα με τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και χωρίς να έχει προσκομισθεί το προβλεπόμενο ειδικό σημείωμα της αρμόδιας φορολογικής αρχής περί υπολογισμού του ποσού του παραβόλου, εφόσον δε συντρέξει περίπτωση, καταλογίζει το επιπλέον (πέραν των 3.000 ευρώ) οφειλόμενο παράβολο με την οριστική του απόφαση επί της προσφυγής. (4) Κατά την έννοια του άρθρου 65 παρ. 4 του ν. 3994/2011, για την εφαρμογή του άρθρου 277 παρ. 3 του ΚΔΔ σε υπόθεση, όπως η υπό κρίση, που αφορά στην επιβολή φόρου ή τέλους και συναφούς προστίμου, το αντικείμενο της διαφοράς καθορίζεται με βάση το ποσό του αμφισβητούμενου φόρου ή τέλους, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη και το ποσό του σχετικού προστίμου. (5) Κατά την έννοια του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 του ν. 3900/2010, το οποίο εφαρμόζεται και επί προσφυγών κατά πράξεων επιβολής δημοτικών τελών κοινοχρήστων χώρων και συναφών προστίμων, όπως εν προκειμένω, η παράλειψη τήρησης εκ μέρους του προσφεύγοντος της υποχρέωσης επίδοσης επικυρωμένου αντιγράφου της προσφυγής στην καθ’ ης αρχή άγει σε απαράδεκτο της προσφυγής μόνον εφόσον η αρχή αυτή δεν έλαβε πράγματι εγκαίρως γνώση της προσφυγής, με συνέπεια να μην μπορέσει να ανταποκριθεί στην κατά το άρθρο 129 του ΚΔΔ υποχρέωσή της και να αμυνθεί όπως πρέπει. Συνεπώς, σε περίπτωση που η ενημέρωση της αρχής εξασφαλίζεται εγκαίρως με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την εμπρόθεσμη κατάθεση κυρωμένου αντιγράφου της προσφυγής στο πρωτόκολλό της, ή ακόμη και σε περίπτωση, όπως η κρινόμενη, όπου το καθ’ ού η προσφυγή δεν επικαλείται, ούτε, άλλωστε, προκύπτει ότι έχει υποστεί σχετική δικονομική βλάβη, η ασκηθείσα προσφυγή δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ερμηνευόμενη υπό την έννοια αυτή, η διάταξη του άρθρου 126 παρ. 1 εδαφ. β΄ του ΚΔΔ δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ή στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ περί δικαιώματος δικαστικής προστασίας, είναι δε σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και αναλογικότητας.