Προτάσεις Δ.Σ.Λ. προς Ολομέλεια επί του σχεδίου Κ.Πολ.Δ.

Οι συνημμένες προτάσεις του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας αποτελούν αποτέλεσμα πολυήμερης συλλογικής εργασίας της Επιτροπής Παρακολούθησης Νομοθεσίας και Νομολογίας του Δ.Σ.Λ. που απαρτίζεται από τα μέλη του Δ.Σ. κ.κ. Νικ. Κολοκυθόπουλο, Β. Μπαμπουκλή και Χρ. Μπραζιώτη συνεπικουρούμενης από ομάδα εργασίας που συγκροτήθηκε από τους συναδέλφους και μέλη του Δ.Σ.Λ. κ.κ. Μιχ. Παπαγεωργίου, Βασ. Δημηνίκο, Θ. Κωνσταντίνου, Ανδρ. Χατζηλάκο και Ευρ. Κωνσταντίνου.

ΣυνημμένοΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΚΠΟΛΔ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ

Παρατηρήσεις -Προτάσεις επί του σχεδίου Κ.Πολ.Δ.

 

                    Λάρισα 28 Απριλίου 2014

Αρίθμ. πρωτ. 210

Προς

τον Πρόεδρο της Ολομέλειας των Προέδρων

των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος

κ. Βασίλειο Αλεξανδρή

Ακαδημίας 60

ΑΘΗΝΑ

 

          Κύριε Πρόεδρε

         Θέτουμε υπόψη σας τις παρατηρήσεις και προτάσεις μας επί του σχεδίου του Κ. Πολ.Δ, προκειμένου αυτές να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας μαζί με αυτές των άλλων Δικηγορικών Συλλόγων από την ορισθείσα  κατά την 29-03-2014  συνεδρίαση της Ολομέλειας επιτροπή Προέδρων, ώστε να διαμορφωθεί η τελική συλλογική θέση του σώματος επι του σοβαροτάτου αυτού νομοθετήματος. 

 —//—

 

Άρθρο 14 και άρθρο 16 : Στα άρθρα αυτά παρατηρείται  μειωτική τάση  στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα και συγκεκριμένα στο Ειρηνοδικείο το ποσοτικό όριο μειώνεται από 20.000 σε 15.000 ευρώ, στις διαφορές από σύμβαση μίσθωσης  το μηνιαίο μίσθωμα απο 600 σε 400ευρώ, ενώ στο Πολυμελές  από 250.000 σε 150.000 ευρώ. Η μείωση αυτή είναι προσπάθεια «ελάφρυνσης» του Ειρηνοδικείου, το οποίο «υπερφορτώθηκε» τόσο με τη «μεταφορά» υποθέσεων από το Μονομελές Πρωτοδικείο μόλις δυο χρόνια πριν με τον Ν 4055/2012 παρά τις βάσιμες αντιρρήσεις μας, οσο και με τις υποθέσεις των «υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» του Ν 3869/2010. Με τη μείωση αυτή επιχειρείται ουσιαστικά να ανατροφοδοτηθεί η αρμοδιότητα κυρίως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  το οποίο κατέληξε να δικάζει μικρό αριθμό υποθέσεων ακόμα και μεγάλα Πρωτοδικεία (π.χ Θεσσαλονίκης, Λάρισας) αλλά και εν μέρει του Μονομελούς Πρωτοδικείου.

 

Άρθρο 17 :Στη παραγρ. 4 να προστεθεί και «διοικητικών συμβουλίων» όπως νομολογήθηκε σε ένδικες αμφισβητήσεις

 

Άρθρο 17α : Καταργείται καθώς η έφεση κατά απόφασης του Ειρηνοδικείου με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 18 παρ.2 δεν θα δικάζεται πλέον απο το Μονομελές, αλλά από το Πολυμελές Πρωτοδικείο και τούτο συνιστά  ακόμα ένα σαφές δείγμα των άστοχων ρυθμίσεων του Ν 4055/2012. Η τροποποίηση αυτή είναι θετική καθόσον διασφαλίζει καλύτερες εγγυήσεις  απονομής δικαιοσύνης.

 

Άρθρο 19 : Ισχύει η ίδια με το άρθρο 17α παρατήρηση καθώς με την προτεινόμενη ρύθμιση καταργείται το Μονομελές Εφετείο και αρμοδιότητα των εφετείων στα οποία υπάγονται οι εφέσεις τόσον κατά αποφάσεων του Μονομελούς όσο και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

 

Άρθρο 55 : Να προστεθεί δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 το οποίο θα αναφέρει ότι :«λόγο εξαίρεσης συνιστά η συμμετοχή του δικαστή σε προηγούμενη ποινική ή αστική δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων και αναφορικά με το ίδιο βιοτικό συμβάν. Ο δικαστής μόλις λάβει γνώση με οποιονδήποτε τρόπο περί του άνω λόγου, οφείλει να απόσχει από την μεταγενέστερη εκδίκαση»

Άρθρο 79 : Στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού δεν αναφέρεται όπως στον ισχύοντα κώδικα «σε καθε στάση της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης». Αυτό έχει σαν συνέπεια να μην καθίσταται σαφές μέχρι πότε θα μπορεί να ασκηθεί παρέμβαση. Συνεπώς πρέπει να παραμείνει  το ως άνω εδάφιο.

 

Άρθρο 89 : Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 89 η οποία αφορά την προσεπίκληση. Επισημαίνεται βεβαίως ότι οι αλλαγές στα άρθρα 89, 90, 91 και 92 είναι σχετικές με τις αλλαγές στα άρθρα 237 και 238 και επηρεάζονται από αυτές.

 

Άρθρο 96 :  Όσον αφορά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού και δεδομένου οτι προτείνεται η κατάργηση του άρθρου 665 παρ. 2 εδ γ (πληρεξουσιότητα ενώπιον του ΑΠ για τις εργατικές διαφορές και με ιδιωτικό έγγραφο με θεώρηση γνησίου υπογραφής) είναι κατάδηλη αναγκαιότητα η απάλειψη της προτεινόμενης ρύθμισης δεδομένου οτι στις εργατικές διαφορές υφίστανται ομοδικίες με πολλούς ομοδίκους και είναι αυτονόητο ότι η ισχύουσα διάταξη συνάδει προς την αρχή της ακώλυτης πρόσβασης σε δικαστήριο. Με βάση την ίδια αρχή και για τον ίδιο δικαιολογητικό λόγο θα πρέπει να καταργηθεί η υποχρέωση προσκόμισης συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου στον Άρειο Πάγο, αλλά να αρκεί ιδιωτικό έγγραφο με θεώρηση γνησίου υπογραφής. Εξάλλου δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση η διαφοροποίηση αναφορικά με την πληρεξουσιότητα στον ΑΠ σε σχέση με τα λοιπά δικαστήρια, (ποινικά η διοικητικά), πέραν του ότι η υποχρέωση προσκομιδής συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου αυξάνει και τη δαπάνη και την εμμονή σε τυπολατρικές ρυθμίσεις.

 

Άρθρο 116α : η παράγραφος (1)  να καταργηθεί καθόσον δεν συνάδει με την δικαιοδοτική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, πέραν του ότι η διατύπωση «προτάσεων συμβιβασμού», η υποστήριξη «πρωτοβουλιών διαδίκων» μπορεί να ενέχει και προκριματική – προδικαστική έκφραση άποψης του Δικαστή για την ουσία της υπόθεσης, και τοιουτοτρόπως να λειτουργεί ως μέσο εξαναγκασμού του διαδίκου που δεν την αποδέχεται. Απεναντίας  στην ορθή κατεύθυνση βρίσκεται η προτεινόμενη ρύθμιση της παραγράφου 2 αφού αναδεικνύει την χρησιμότητα του πρόσφατου στην Ελλάδα θεσμού της διαμεσολάβησης.

 

Άρθρο148: Ορθή η  εξαίρεση της παράτασης προθεσμιών που ορίζει ο νόμος με συμφωνία διαδίκων και δικαστή επί ενδίκων μέσων. Να περιοριστεί η τυχόν μη σύμφωνη γνώμη του δικαστή μόνο σε αιτιολογημένες και εξαιρετικές περιπτώσεις, και συνεπώς να προστεθεί ότι η «η τυχόν μη συναίνεση του δικαστή για την παράταση των προθεσμιών πρέπει να είναι αιτιολογημένη», διότι η εύλογη μικρή χρονικά παράταση προθεσμίας (πχ προς υποβολή προσθήκης- αντίκρουσης) με συμφωνία των διαδίκων δεν μπορεί να δημιουργήσει εύλογη αντίθεση στο Δικαστή, τη στιγμή μάλιστα που μέχρι την εν λόγω παράταση μπορεί να μην εχουν γραφεί ή έστω απομαγνητοφωνηθεί τα πρακτικά.

 

Άρθρα 208 έως 214 : Να καταργηθούν διότι δεν αποδείχθηκε ότι εξυπηρετούν στην πράξη. Εξάλλου η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 116 παρ.2, περί προσφυγής στη διαμεσολάβηση καλύπτει το πνεύμα του νόμου. Επίσης υφίστανται πλείστες άλλες διατάξεις οι οποίες ομιλούν για απόπειρα συμβιβασμού ή συμβιβαστική επίλυση ή προσφυγή στη διαμεσολάβηση ή στο συμβιβασμό διαδίκων (όπως τα άρθρα 116 Α, 214 Α και άλλες ειδικές δ/ξεις)

 

Άρθρο 215 : Να καταργηθεί η παράγραφος 2, διότι δεν προβλέπει διαφοροποίηση για κατοίκους εξωτερικού ή αγνώστου διαμονής. Επιπλέον είναι πολύ αυστηρή η κύρωση από την μη επίδοση της αγωγής με το προτεινόμενο σύστημα, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα για αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να θεραπευτεί το μη εμπρόθεσμο της επίδοσης. Σε σχέση και με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 237 πιστεύουμε ότι ο χρόνος επίδοσης θα πρέπει να εξαρτηθεί από το χρόνο συζήτησης και όχι κατάθεσης της αγωγής.

 

Άρθρο 228 : Συνδυαστικά με την πρότασή μας για το άρθρο 237 θα πρέπει να οριστεί χρόνος επίδοσης της αγωγής 3 μήνες προ της συζήτησης.

 

Άρθρο 232 : Οι διατάξεις του άρθρου κινούνται στην σωστή κατεύθυνση. Στην παράγραφο 1β, πλην της δημόσιας αρχής, να είναι υπόχρεα για την προσαγωγή εγγράφων και Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τράπεζες, Ο.Τ.Α., κλπ.

 

Άρθρα 237,238 :  Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις των δυο αυτών άρθρων είναι οι βασικές του σχεδίου και απηχούν τις απόψεις των εμπνευστών του αναφορικά με το πρόβλημα της επιτάχυνσης των δικών, το οποίο δεν εννοεί να βρεί τη λύση του παρά τις δεκάδες τροποποιήσεις σε όλες τις δικονομίες και όχι μόνον.. Ουσιαστικά επιχειρείται η πολιτική να γίνει στο πρότυπο της διοικητικής δίκης. Η ζωντανή διαδικασία της πολιτικής δίκης μετατρέπεται σε έγγραφη, χωρίς την εξέταση των μαρτύρων και στη θέση αυτών τίθενται οι  άκρως επισφαλείς ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες αναγορεύονται χάριν μιας κατ’ επίφαση και ψευδεπίγραφης «επιτάχυνσης» σε κυρίαρχο και αναντίλεκτο αποδεικτικό μέσο. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι επέρχεται και ενας περιορισμός του θεσμικού ρόλου του δικηγόρου, αφού η βασική του πτυχή, αυτή του « συνηγορείν σε Δικαστήριο» είναι κατά τους εμπνευστές του σχεδίου όχι αναγκαία, αλλά εντελώς επικουρική, γεγονός που συνιστά εξόχως αρνητικό στοιχείο προεχόντως για την ουσία απονομής της δικαιοσύνης. Επίσης το αίτημα αναβολής καταργείται, αφού πλέον αναβολή δεν δίδεται ούτε τη μια φορά, χωρίς να δίδεται απάντηση, τι θα γίνει στα εύλογα και συχνά περιστατικά των περιπτώσεων ασθένειας η προσωπικών κωλυμάτων των δικηγόρων, η εντολέων η άλλων κωλυμάτων που ανθρώπινα μπορεί να επισυμβούν.

Πέραν των προαναφερομένων, ειδικότερα οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι αρκούντως προβληματικές, διότι: :

Α. Υπάρχουν πολλές νέες  και ανελαστικές προθεσμίες   (π.χ. 100 ημέρες για κατάθεση προτάσεων από άσκηση της αγωγής, 15 ημέρες για ορισμό δικαστή, 30 ημέρες από τότε για ορισμό συζήτησης, 15 ημέρες για επανάληψη συζήτησης, 5 ημέρες για προσθήκη κλπ), σε συνδυασμό με την μέχρι σήμερα οποια γνώση των εντολέων του κρατούντος συστήματος να απευθύνεται στο δικηγόρο του ενόψει της δίκης.

Β. Παραγνωρίζεται η έλλειψη υποδομών τόσο σε εξοπλισμό οσο και σε προσωπικό συνολικά των δικαστηρίων της χώρας, όταν είναι γνωστό ότι η χώρα μας δεν έχει συμμορφωθεί σε αυτό το καίριο ζήτημα με τις γνωστές πιλοτικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, το οποίο σύμφωνα με αυτές  αποτελεί τη μοναδική λύση στο πρόβλημα της επιτάχυνσης των δικών. Π.χ  Πολλές διατάξεις του σχεδίου βασίζονται σε ηλεκτρονική υποστήριξη και οπτικοακουστικά μέσα που δεν υπάρχουν

Γ. Δεν υπάρχει άμεση γνώση των διαδίκων της ημέρας της δικασίμου και εξέτασης των μαρτύρων με αποτέλεσμα οι δικηγόροι πρωτίστως να γίνουν καθημερινοί επισκέπτες των γραμματειών, αναζητώντας την πορεία της υπόθεσης, γεγονότα που συνεπιφέρουν ταλαιπωρία, απώλεια παραγωγικού χρόνου και επιπρόσθετο φόρτο στις γραμματείες των δικαστηρίων.

Δ. Με το προτεινόμενο σύστημα το αποδεικτικό μέσο του μάρτυρα περιορίζεται και υποκαθίσταται από τις ένορκες βεβαιώσεις οι οποίες κατ’ επιεική έκφραση είναι αμφίβολης αποδεικτικής αξιοπιστίας. Η εμμάρτυρη απόδειξη αποτελεί το πλέον άμεσο αποδεικτικό μέσο το οποίο διευκολύνει τον δικαστή, μέσω της αμεσότητας, στην ανεύρεση της αλήθειας και στον σχηματισμό πιο ολοκληρωμένης άποψης για το πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Αντίθετα οι ένορκες βεβαιώσεις πλήττουν σε μεγάλο βαθμό την ασφάλεια δικαίου, αφού αποτελούν συνήθως αντιγραφή των ισχυρισμών των προτάσεων των διαδίκων. Είναι δε βέβαιο ότι με τον τρόπο αυτό θα δημιουργηθούν πολλές νέες συναφείς ποινικές υποθέσεις (ψευδορκίες, συκοφαντικές δυσφημίσεις κλπ.) ως απόρροια  αυτών, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι σε μία υπόθεση ο κάθε διάδικος θα μπορεί να λάβει ως μέγιστο αριθμό βεβαιώσεων οκτώ (8). Αναπότρεπτα δηλαδή θα δημιουργηθεί πλήθος ποινικών δικών, το οποίο θα «μπλοκάρει» τα ποινικά δικαστήρια, αφού είναι γνωστό ότι οι διαφορές αυτές έχουν ιδιάζοντα και έντονα προσωπικά χαρακτηριστικά και η εκκρεμοδικία τους εξαντλείται πολλές φορές με την έκδοση απόφασης του ακυρωτικού. Πέραν αυτού εύλογα πολλοί διάδικοι θα προσφύγουν στην ποινική διαδικασία για να πετύχουν ανατροπή της πολιτικής απόφασης (π. χ με αναψηλάφηση) όταν πιστεύουν ότι η έκδοση της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου βασίστηκε σε «πεποιημένη» ένορκη βεβαίωση.

Ε. Ο δικαστής δεν κερδίζει επιπλέον χρόνο επεξεργασίας της δικογραφίας αφού με υπολογισμό όλων των προτεινόμενων προθεσμιών, ο χρόνος που απομένει (μετά τον ορισμό του ως χειριστή της υπόθεσης και τον προσδιορισμό δικασίμου) δεν είναι μεγάλος (περίπου 30 μέρες) ή επαρκέστερος με το από εμάς προτεινόμενο σύστημα

Ζ. Ο χρόνος των θερινών διακοπών δεν αναστέλλει τις προθεσμίες των προτεινόμενων διατάξεων το οποίο συνιστά εύλογα ανεπιεική κατάσταση για τον μέσο διάδικο.

Ενόψει των ανωτέρω προτείνουμε να ισχύσει για όλα τα δικαστήρια το έως σήμερα αποτελεσματικό και πετυχημένο σύστημα εκδίκασης υποθέσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Με τις ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 237 έχει επιτευχθεί τόσο η ταχύτητα εκδίκασης των υποθέσεων του Πολυμελούς, όσο η βελτίωση της ποιότητας των αποφάσεων αυτού, ενώ εξασφαλίζεται τοιουτοτρόπως και η χρονική συνέχεια, σύνδεση και αλληλουχία της υποθέσεως. Προς τούτο κρίνεται σκόπιμο να παραμείνουν οι ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 237, επεκτεινόμενης της εφαρμογής του σε όλα τα δικαστήρια, δια της ταυτόχρονης καταργήσεως των διατάξεων του άρθρου 238. Με σκοπό την ενοποίηση και απλούστευση των προθεσμιών, διαρκές ζητούμενο ολων των παραγόντων της δίκης, να ορισθεί η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων σε 30 ημέρες προ της συζήτησης, η προθεσμία κατάθεσης προσθήκης σε 10 ημέρες προ της συζήτησης, και η προθεσμία αξιολόγησης μαρτυρικών καταθέσεων σε 10 εργάσιμες ημέρες μετά την συζήτηση.

          Τέλος στο άρθρο 237,  θα μπορούσε να υπάρχει μια νομοθετική ρύθμιση με την προσθήκη μιας ακόμη παραγράφου δια της οποίας να ορίζονται αντίκλητοι, εάν δεν έχουν ορισθεί άλλως, οι υπογράφοντες τα δικόγραφα δικηγόροι, προς τους οποίους να μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις της ένδικης διαφοράς, σε οποιοδήποτε βαθμό. Τούτο θα οδηγούσε σε απλούστευση των διαδικασιών και σε μείωση των δικαστικών δαπανών αφού θα μπορούσαν πολλές επιδόσεις σε Τράπεζες, Δημόσιο, Ασφαλιστικές εταιρείες να γίνονται στους κατά τόπο αντίκλητους δικηγόρους. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι με τις προτεινόμενες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση απαλείφεται ο ορισμός του υπογράφοντος ως αντικλήτου σε διάφορα άρθρα (επιταγή προς εκτέλεση κλπ),η προτεινόμενη ρύθμιση καθίσταται πλέον αναγκαία.

Άρθρο 240 : Προς άρση των αμφιταλαντεύσεων των θέσεων της νομολογίας ως προς τις διατάξεις του άρθρου αυτού, πρέπει να επαναδιατυπωθεί η διάταξη αναγράφοντας ότι για την επαναφορά των ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση από το ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επαναδιατύπωσή τους, ακόμα και με ενσωμάτωση των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης σε εκείνες της κρινομένης υπόθεσης.

 

Άρθρο 244 : Πρέπει να διατηρηθούν οι διατάξεις του άρθρου του ΚΠολ.Δ ως έχουν με την επιπρόσθετη προτεινόμενη δυνατότητα να μπορεί να παραπεμφθεί η υπόθεση και σε άλλο δικαστήριο για το ενιαίο της κρίσης και την  ενοποίηση της υπόθεσης συνολικά.

 

Άρθρο 254, 260 : Να διατηρηθούν  οι ισχύουσες σήμερα διατάξεις. Ιδίως, αναφορικά με το 260  υπάρχουν περιπτώσεις που η ματαίωση λόγω εκκρεμότητας άλλης συναφούς δίκης (όπως επί μελλοντικών ζημιών που μπορεί να κριθούν πρόωρες, άλλως παραγεγραμμένες) διευκολύνει την ουσία της υπόθεσης, δίχως επιβράδυνση της απονομής δικαιοσύνης). Πέραν των ως ανω,  η διά της ματαίωσης αδράνεια μίας αγωγής ΔΕΝ δημιουργεί προβλήματα στη δικαιοσύνη. Είναι κατάδηλο, ότι οι συνέπειες της παρ.3 του προτεινόμενου άρθρου 260, σε περίπτωση μη επαναφοράς  αγωγής εντός εξήντα ημερών από τη ματαίωσή της,  περί διαγραφής από το πινάκιο και ότι θεωρείται σαν να μην ασκήθηκε, αποπνέουν σαφώς και την μνημονιακή λογική των εμπνευστών του σχεδίου, γνωστής μέχρι τώρα και αναποτελεσματικής από άλλες μνημονιακές παρεμβάσεις σε νομοθετήματα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ήτοι του λογιστικού τρόπου αντιμετώπισης του προβλήματος επιτάχυνσης, δια της περικοπής , κατάργησης των δικών, θέσπισης παραβόλων άσκησης ενδίκων μέσων κ.λ.π.

 

Άρθρο 269 :  Να απαλειφθεί η προτεινόμενη κατάργηση του άρθρου καθόσον οι οψιγενείς ισχυρισμοί και τα οψιγενή αποδεικτικά μέσα, θα πρέπει να μπορούν να εισαχθούν στη δίκη, ιδίως όταν η συζήτηση ακολουθεί ικανό χρονικό διάστημα από την κατάθεση των προτάσεων.

 

Άρθρο 317 : Να προστεθεί στην παράγραφο 3 η λέξη «αμέσως», ώστε να επιταχύνεται η διαδικασία διόρθωσης.

 

Άρθρο 400 παρ.3 :  Να διατηρηθεί ως έχει η διάταξη όσον αφορά το έννομο συμφέρον του μάρτυρα, καθόσον δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός δικαιολογητικός λόγος διαγραφής της, δεδομένου ότι το έννομο συμφέρον του μάρτυρα δεν αποτελεί μόνο κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αλλά αντανακλά και στον διάδικο. Ενδεχομένως να καθίσταται αναγκαίο  ν’ αλλάξει διατύπωση η περ. 3 του 400, ώστε να αποκλείονται οι μάρτυρες που «έχουν, εξαρτούν ή προσδοκούν άμεσο αιτιώδες συμφέρον από τη δίκη»

Άρθρο 421 – 424 : Οι ένορκες βεβαιώσεις είναι άκρως επισφαλές  αποδεικτικό μέσο. Ακόμα και μετά την τελευταία τροποποίηση, που επήλθε με το άρθρο 36 του Ν. 3994/2011, δια της οποίας αναγορεύτηκαν αυτές σε αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, δεν προσέδωσαν μεγαλύτερη ευχέρεια απόδειξης στην αποδεικτική διαδικασία. Είναι δε γνωστό ότι αποτελούν συνήθως προτυπωμένα κείμενα ανάλογα των ισχυρισμών των διαδίκων, άνευ ουδεμίας αποδεικτικής αξιοπιστίας. Προς τούτο θα πρέπει να καταργηθούν από αυτοτελή αποδεικτικά μέσα και να επανέλθουν στο προ του Ν.3994/2011 νομικό καθεστώς.

          Επί των προτεινόμενων δε ρυθμίσεων θεωρούμε ότι αυτές είναι άστοχες, καθόσον η προτεινόμενη αλλαγή για οκτώ συνολικά (5+3) ένορκες βεβαιώσεις θα δημιουργήσει  μεγάλο φόρτο εργασίας στα ήδη  βεβαρημένα Ειρηνοδικεία, στα οποία θα προσφεύγουν οι πολίτες λόγω χαμηλού κόστους. Για μια ακόμη φορά η επιδίωξη να λυθεί ένα πρόβλημα θα δημιουργήσει με βεβαιότητα τουλάχιστον άλλα δυο πρακτικά ζητήματα, που επιδρούν στο πρόβλημα επιτάχυνσης των δικών. Ένα με τον φόρτο που θα προστεθεί στα Ειρηνοδικεία και το δεύτερο με το προαναφερόμενο της αύξησης των ποινικών διαφορών εξαιτίας των εγκλήσεων που θα υποβληθούν με βάση τα αναφερόμενα στις ένορκες βεβαιώσεις.

Επίσης οι προτεινόμενες ρυθμίσεις των άρθρων αυτών  είναι και κακοδιατυπωμένες καθόσον το άρθρο 423 παραπέμπει σε διατάξεις (πχ. 398§2,409§2,411) που αφορούν την εξέταση μάρτυρα από το δικαστήριο και οι οποίες είναι ανεφάρμοστες στην περίπτωση της ένορκης βεβαίωσης, όπου ο βεβαιών έχει την απόλυτη εξουσία διαχείρισης του λόγου του και ουδείς μπορεί να τον διακόψει.

Τέλος δεν υπάρχει δικαιολογητικός λόγος να γνωρίζει από πριν ο αντίδικος το πρόσωπο που προτίθεται να δώσει την ένορκη βεβαίωση. Μάλιστα σε μικρές κοινωνίες αυτό θα λειτουργούσε αποτρεπτικά, αφού από της γνώσεως θα μπορούσε ο αντίδικος να ασκήσει στον μάρτυρα πιέσεις, ώστε τον αποτρέψει από την κατάθεση ή να τον αναγκάσει να τροποποιήσει τα όσα ήθελε να βεβαιώσει.

Άρθρο 466 : Να μειωθεί το αντικείμενο διαφοράς στις υποθέσεις μικροδιαφορών στο ποσό των 3.000€ ώστε να είναι εναρμονισμένο  με την μείωση του ποσού αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου.

 

Άρθρο 483 : Πλην της κοινωνίας να περιληφθεί και η εταιρική επιχείρηση (επιδίκαση αυτής) λυθείσας εταιρίας, με ανάλογη λεκτική τροποποίηση του άρθρου αυτού και των επόμενων συναφών.

 

Άρθρο 495 : Να καταργηθούν τα παράβολα που περιορίζουν την πρόσβαση των πολιτών στην δικαιοσύνη, λόγω της  αντισυνταγματικότητας των περιορισμών  αυτών, στη βάση της αρχής του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, το οποίο είναι κατοχυρωμένο από διατάξεις εθνικής και υπερνομοθετικής ισχύος. Η θέση αυτή του δικηγορικού σώματος είναι εδραία, παγία και έχει διακηρυχθεί πολλάκις και ιδίως με τις προτάσεις της Ολομέλειας Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος στο πλαίσιο της διαδικασίας ψήφισης του Ν4055/2012.

 

Άρθρο 498 : Η  προτεινόμενη ρύθμιση να βελτιωθεί διαλαμβάνοντας ότι την επιμέλεια για τον προσδιορισμό της έφεσης πρέπει να έχει ο εκκαλών, ο οποίος  επί ποινή απαραδέκτου να προσδιορίζει και να επιδίδει αυτήν στον αντίδικο εντός προθεσμίας 30 (ή έστω 60) ημερών και 60 (ή έστω 90) για τους διαμονής άγνωστης  ή στο εξωτερικό) ημερών από την άσκησή της. Είναι γνωστό στους παροικούντες «την Ιερουσαλήμ των Δικαστηρίων»,  ότι ο εφεσίβλητος  δαπανά χρόνο και χρήματα για τον προσδιορισμό της υπόθεσης, ενώ ο εκκαλών αδιαφορεί  για την συζήτηση της έφεσής  του.

 

Άρθρο 518 : Στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου αυτού ορίζεται «Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη, που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Η πάροδος της προθεσμίας λογίζεται ως επίδοση της απόφασης». Η διάταξη της παραγράφου αυτής χρήζει διευκρινήσεως καθώς η ανωτέρω διατύπωση δημιουργεί σύγχυση αφού θεωρείται ότι η προθεσμία της εφέσεως είναι δύο έτη και τριάντα ημέρες από την δημοσίευση της απόφασης. Πρέπει να αποσαφηνισθεί ανάλογα με την διάταξη του άρθρου 564 παρ.3. Αλλωστε το δεύτερο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου είναι αντιφατικό σε σχέση με το πρώτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου αφού ενώ στο πρώτο εδάφιο η συνολική διάρκεια της προθεσμίας έφεσης ορίζεται σε δύο έτη από την δημοσίευση της απόφασης, στο δεύτερο εδάφιο αυτής ορίζεται ότι η πάροδος της προθεσμίας λογίζεται ως επίδοση της απόφασης και επομένως η προθεσμία της έφεσης άρχεται από το πέρας της διετίας.

 

Άρθρο 524 : Στην παράγραφο 1 του ανωτέρω άρθρου ορίζεται ότι « Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 236, 237 παρ. 8 έως 11, 239 έως 312, 591 παρ. 1 εδ. α’ έως γ’ και 591 παρ. 4…» Πλήν όμως η αναφορά στο άρθρο 239 είναι άστοχη διότι τούτο έχει καταργηθεί. Ορθά δε ορίζεται ότι στην περίπτωση του άρθρου 528 εξετάζονται μάρτυρες στο ακροατήριο. Θα πρέπει να απαλειφθεί η κύρωση της κηρύξεως απαράδεκτης της συζήτησης επί μη προσκόμισης σε 5 μέρες των προτάσεων, πρακτικών κλπ του ερημοδικούντος διαδίκου (πργφ. 4 εδ. γ) και να τεθεί  ότι «να ζητείται, συμπληρωματικά η προσκόμιση αυτών σε ορισμένη προθεσμία, κατά το 227 ΚΠολΔ, άλλως και επί μη συμμόρφωσης κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση»

 

Άρθρο 527: Η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού να διατηρηθεί ως έχει, διότι η κατάργηση του άρθρου 269 όπως προεκτέθηκε είναι άστοχη.

 

Άρθρο 560 : Ορθά εισάγεται ως λόγος αναίρεσης και τα εδάφια 5 και 6 του ανωτέρω άρθρου.

 

Άρθρα 568 – 575 : Καταργείται η υποχρεωτική εισήγηση στον Άρειο Πάγο και οι σχετικές με τον εισηγητή διατάξεις. Στην αναίρεση όμως θεωρούμε ότι ο θεσμός του εισηγητή ήταν πετυχημένος και δεν κατανοούμε την προτεινόμενη κατάργηση του, η οποία εκθέτει τους ανώτατους δικαστές στη συκοφαντία ότι επιθυμούν να αποσείσουν το «φόρτο» της εισήγησης.

 

Άρθρο 585 :  Οι νέοι λόγοι δημιουργούνται έως την συζήτηση της ανακοπής. Ως εκ τούτου η προθεσμία της επίδοσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεση της ανακοπής είναι και άστοχη και στην πράξη ανεφάρμοστη, αφού έτσι αποκλείεται το δικαίωμα κατάθεσης πρόσθετων λόγων. Επίσης στην περίπτωση που η ανακοπή συζητείται κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων η ανωτέρω διάταξη είναι ανεφάρμοστη. Δεδομένου ότι νομολογιακά ο ΑΠ έκρινε ότι οι πρόσθετοι λόγοι θα πρέπει για να είναι παραδεκτοί να ασκούνται 30 ημέρες πριν την αρχική συζήτηση, ασχέτως αναβολής,  πρέπει να δοθεί μια πιο επιεικής και λογική λύση, με δυνατότητα άσκησης προσθέτων λόγων πριν την επί της ουσίας συζήτηση, έστω και κατά την μετ’ αναβολή τοιαύτη.

 

Άρθρο 591 – 622(ειδικές διαδικασίες) : Με σκοπό την απλούστευση των διαδικασιών και λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι με τις προτεινόμενες διατάξεις δίνεται η ίδια δυνατότητα αξιοποίησης των αποδεικτικών μέσων τόσο στη τακτική όσο και στην ειδική διαδικασία, πιστεύουμε ότι ορθότερο είναι να υπάρχει μία διαδικασία για όλες τις υποθέσεις και για όλα τα δικαστήρια (πλην των υποθέσεων μικροδιαφορών του Ειρηνοδικείου) καθόσον πλέον δεν υπάρχει δικαιολογητικός λόγος που να διακρίνει την τακτική από την ειδική διαδικασία.

Άλλως και εφόσον διατηρηθεί το προτεινόμενο σύστημα σημειώνουμε ότι :Στο ανωτέρω άρθρο και στην παράγραφο 1δ ορίζεται ότι : τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα. Η ανωτέρω ποινή απαραδέκτου θεωρούμε ότι είναι υπέρμετρη και δεν εξυπηρετεί ούτε την απονομή της δικαιοσύνης ούτε την επιτάχυνση της διαδικασίας καθόσον σε περίπτωση που δεν καταχωρηθούν στα πρακτικά τα μέσα επίθεσης και άμυνας ενώ εμπεριέχονται στις προτάσεις που κατατίθενται ούτως ή άλλως επί της έδρας και λαμβάνουν γνώση όλοι οι παράγοντες της δίκης θεωρούνται τούτα απαράδεκτα με αποτέλεσμα για γραφειοκρατικούς λόγους να κινδυνεύει να οδηγηθεί η δικαστική κρίση σε μη ορθό αποτέλεσμα χωρίς ουσιαστικό λόγο. Προτείνουμε ωσαύτως να απαλειφτεί η φράση «διαφορετικά είναι απαράδεκτα».

                 Οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν είναι εφαρμοστέες καθόσον οι προτάσεις κατατίθενται στην έδρα και δεν είναι εξ αντικειμένου δυνατή η γνώση υπό του Δικαστή των εκατέρωθεν ισχυρισμών. Προτείνουμε την κατάθεση προτάσεων (και όλων των εγγράφων) προ (3) τριών εργασίμων ημερών (ή πέντε – 5 – ημερών), η δε προσθήκη- αντίκρουση αυτών στο ακροατήριο και διά της μετά την συζήτηση προσθήκης – αντίκρουσης.

 

Άρθρο 618 : πρέπει να ενσωματωθεί και η διάταξη του άρθρου 66 του ΕισΝΚΠολΔ, την οποία αφορά.

 

Άρθρο 620 : πρέπει να διορθωθεί και η παραπομπή στο άρθρο 17 παρ. 2 να γίνει «άρθρου 17 περ. 3″, αφού οι διαφορές από οροφοκτησία έχουν γίνει πλέον περ. 3 με τον ν. 4055/2012.

 

Άρθρο 624 παρ. 2 :Με την παρ.2 παρέχεται η δυνατότητα επίδοσης της διαταγής πληρωμής σε αντίκλητο διορισθέντα κατά το 143 ΚπολΔ. Ωστόσο τούτο ελλοχεύει κινδύνους και δη στην ασφάλεια των συναλλαγών και προφανώς γίνεται για να εξυπηρετηθούν μόνο οι δανείστριες τράπεζες, καθώς σε όλες τις συμβάσεις υφίστανται αντίκλητοι. Ετσι με τον τρόπο αυτό δίδεται η δυνατότητα με συνοπτικές διαδικασίες εκδόσεως διαταγών πληρωμής και επίδοσης στους διορισμένους πχ. προ δεκαετίας κυρίως τυχαίους αντικλήτους που μπορεί να είχαν τότε κάποια σχέση με τους καθών η διαταγή πληρωμής πχ. λογιστές αυτών, δικηγόροι αυτών κλπ. Ωστόσο σήμερα αυτό θα γεννήσει αρκετά προβλήματα για τους ίδιους τους αντικλήτους αφού μπορεί να μην έχουν καμία απολύτως σχέση με τους τότε εντολείς τους και ακόμη μπορεί να αγνοούν ότι οι ίδιοι έχουν διορισθεί αντίκλητοι κάποιων ανθρώπων ακόμη να αγνοούν και το που βρίσκονται οι τελευταίοι, αφού μπορεί να μην έχουν καμία κοινωνική ή επαγγελματική επαφή με αποτέλεσμα να χαθούν προθεσμίες και να γεννηθούν σειρά από δικαστικές διενέξεις. Το γεγονός ότι η προκείμενη διάταξη είναι μια ακόμη «τραπεζική έμπνευση» στο κρινόμενο σχέδιο, είναι επαρκής λόγος να καταργηθεί, αφού προστατεύει μόνο τα συμφέροντα των τραπεζών και σε καμιά περίπτωση των πολιτών, ενώ δεν εξυπηρετεί την απονομή της δικαιοσύνης,

         Αλλως και εάν αδοκήτως  τροποποιηθεί η παραπάνω διάταξη τότε θα πρέπει να υπάρξει μεταβατική διάταξη και αναφερθεί ρητά ότι δύναται να εκδοθούν δ/γές πληρωμής και να επιδοθούν σε αντικλήτους ΜΟΝΟ για τους από τούδε και στο εξής διοριζόμενους αντικλήτους και όχι για αυτούς που είχαν ορισθεί πριν τη τροποποίηση του ΚΠολΔ. Περαιτέρω θεωρούμε αναγκαίο να λάβουν γνώση της παραπάνω διάταξης και άλλοι θεσμικοί φορείς πχ. Συνήγορος του Πολίτη, Γ.Γ. προστασίας του Καταναλωτή κλπ. καθώς με τον τρόπο αυτό και σε συνδυασμό με τις τροποποιήσεις του κεφαλαίου περί Αναγκαστικής εκτελέσεως (αναφορά στο οικείο σημείο)  επίσης «τραπεζικής εμπνεύσεως», (δημιουργία και ιδίως η εκδίκαση ανακοπών 933 του ΚΠολΔ με διαδικασία Ασφ. Μέτρων –μη δυνατότητα ασκήσεως εφέσεως, εν τοις πράγμασι κατάργηση του 938 ΚΠολΔ, δυνατότητα πολλαπλότητας κατασχέσεων κλπ.) επιτυγχάνεται με ευκολία ο εξοπλισμός του δανειστή με εκτελεστό τίτλο, η διενέργεια εύκολου πλειστηριασμού και εντέλει η απώλεια με εύκολο τρόπο της ιδιοκτησίας των πολιτών. Ανάλογες διατάξεις περιελάμβανε ο «ΠΡΟΣΦΑΤΟΣ» ν.4332/1929 περί ΑΤΕ ο οποίος κηρύχθηκε αντισυνταγματικός πριν τη κατάργησή του, ο οποίος προέβλεπε μόνο έναν λόγο ανακοπής στην εκτέλεση και δη μόνο αυτόν της εξόφλησης…

Άρθρο 632 και 633 : Στην ανακοπή του αρ. 632 και γενικά όπου ο νόμος κάνει λόγο για «εργάσιμες» ημέρες να διευκρινιστεί ρητά ότι δεν συμπεριλαμβάνονται τα Σάββατα υιοθετώντας πλέον την ήδη παγιωθείσα από ετών νομολογία.

 

Άρθρο 634 παρ. 2 : Πρέπει να αντικατασταθεί ως εξής: «Επί άσκησης ανακοπής η παραγραφή ή η αποσβεστική προθεσμία θεωρείται ότι έχει ανασταλεί από την επίδοση της δ/γής πληρωμής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ανακοπής»

Αιτιολογία : Η αναστολή παραγραφής μόνο επί ακύρωσης της δ/γής πληρωμής δημιούργησε προβλήματα σε περίπτωση επικύρωσης αυτής (με απόρριψη της ανακοπής) στο θέμα της παραγραφής εν επιδικία, ιδίως επί βραχυπρόθεσμων παραγραφών (όπως π. εξ επιταγών), διό και νομολογήθηκε η άνω ρύθμιση που πρέπει να διαληφθεί στο άρθρο αυτό.

 

Άρθρα 637-646 :Δεν γίνεται κατανοητό για ποιο λόγο προτείνεται η επιστροφή στο παλαιό καθεστώς και μάλιστα με περισσότερο χρονοβόρες διαδικασίες: έκδοση διαταγής απόδοσης με εξώδικη όχληση προ 2 μηνών (!!!), περιαφή του εκτελεστήριου τύπου μετά από 30 ημέρες (!!!) -διπλή επιφόρτωση των Δικαστών- και εκτέλεση μετά από 3 ημέρες από την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, ήτοι με το καθεστώς που προτείνεται ο μισθωτής θα αποβάλλεται -στην καλύτερη περίπτωση- μετά από 4 μήνες περίπου. Περαιτέρω στο άρθρο 637 εδ. β΄-γ΄: Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι «Η καταβολή των μισθωμάτων εντός μηνός, αποδεικνυόμενη εγγράφως, αποκλείει την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου. Τούτο ισχύει μόνο μία φορά». Πέραν του ότι δεν προβλέπεται, πώς θα λαμβάνει γνώση ο δικαστής για την έγγραφη απόδειξη, η διάταξη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίφαση προς τις συνδυασμένες διατάξεις των προτεινόμενων άρθρων 645 και 618, αφού στο άρθ. 618 (στο οποίο παραπέμπει το άρθ. 645) προβλέπει κατάργηση δίκης με δυνατότητα καταβολής των οφειλομένων στο ακροατήριο!

 

Άρθρο 638 εδ β΄: Στο προτεινόμενο άρθ. 638 εδ. β΄ ορίζεται ότι «Η αίτηση υποβάλλεται στο κατά το άρθρο 29 κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο». Πρέπει να αποσαφηνισθεί τι ισχύει σε περίπτωση  συμφωνίας παρέκτασης αρμοδιότητας.

 

Αρθρο 643: Να τεθεί ότι εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του 632 ΚΠολΔ, διότι η  αδυναμία άσκησης αίτησης αναστολής επί της βάσει ασκηθείσας έφεσης κατά  απόφασης που απορρίπτει την ανακοπή κατά δ/γής απόδοσης μισθίου, λόγω μη εκτελεστότητας αυτής, δημιουργεί ανεπανόρθωτα προβλήματα σε περίπτωση ευδοκίμησης της έφεσης αυτής, καθόσον θα έχει επέλθει ανυπέρβλητη βλάβη δια της εκτελέσεως της διαταγής απόδοσης του μισθίου η οποία θα έχει σίγουρα λάβει χώρα μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της εφέσεως

 

Άρθρο 691 παρ.3 : Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος, κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και να απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Ο συντακτικός νομοθέτης, θέλησε προφανώς να λάβει πρόνοια ώστε η δικαστική απόφαση να μην είναι αποτέλεσμα δικαστικής αυθαιρεσίας, αλλά προϊόν συλλογισμού του δικαστή σε σχέση με τα στοιχεία της δικογραφίας και τις διατάξεις του νόμου. Εφόσον λοιπόν πρόκειται για απόφαση και όχι για διάταξη αυτή σε κάθε περίπτωση χρειάζεται πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όχι συνοπτική αναφορά όπως αναφέρει το νέο ΣΧΚΠΟΛΔ. Κάθε άλλη ρύθμιση συνιστά ρωγμή στο κράτος δικαίου και ενδέχεται να εκληφθεί ότι συνιστά «νομοθετικά φιλοδωρήματα» στους λίγους κακούς και ανεύθυνους δικαστές.

 

Για τα άρθρα 867επ που αφορούν την διαιτησία οι διατάξεις παραμένουν  οι ίδιες με μόνη αλλαγή το αρμόδιο δικαστήριο, για διορισμό ή αντικατάσταση των διαιτητών, ήτοι ορίζεται το Μονομελές Πρωτοδικείο  από το Ειρηνοδικείο που ίσχυε.

 

Άρθρο 924 : Με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου αυτού καταργείται η υποχρέωση του επισπεύδοντος την εκτέλεση, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση την επιταγή προς πληρωμή, υπ’ αντίγραφο του απογράφου του εκτελεστού τίτλου. Η διάταξη αυτή ως έχει, δεν εξυπηρετεί κάποια ανάγκη του κεφαλαίου της εκτέλεσης, αλλά αντιθέτως αποδυναμώνει την θέση του οφειλέτη, αφού δεν λαμβάνει γνώση του εκτελεστού τίτλου άμεσα με την επίδοση επιταγής, και κατ επέκταση κατά την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά εναπόκειται σε αυτόν να τον αναζητήσει. Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια ρύθμιση θα έπρεπε να προβλέπει συγχρόνως και παράταση της προθεσμίας, μετά την πάροδο της οποίας μπορεί να επιβληθεί κατάσχεση κατ’ άρθρ. 926, σε τουλάχιστον 5 εργάσιμες ημέρες. Επίσης στο ανωτέρω άρθρο 924 ναι μεν ορίζεται ως αντίκλητος ο συντάξας την επιταγή δικηγόρος, πλην όμως απαλείφεται η ρητή σημείωση ότι όλες οι επιδόσεις που αφορούν τη δίκη περί την εκτέλεση μπορούν να γίνουν σε αυτόν, δημιουργώντας αμφιβολία στο πρόσωπο που μπορούν να επιδοθούν τα δικόγραφα αυτής,  δυσχεραίνοντας έτσι την διαδικασία, αφού όλες οι επιδόσεις πλέον θα πρέπει να γίνουν στον δανειστή. Μόνο στο άρθρο 970Κ.ΠολΔ, όπου περιέχονται οι διατάξεις για τον αντίκλητο του υπερθεματιστή υπάρχει σχετική πρόβλεψη. Τέλος θεωρούμε άστοχη την διαγραφή της μνείας, ότι η επιταγή αποτελεί την πρώτη πράξη εκτέλεσης, καθόσον έτσι ορίζεται ρητώς και σαφώς η έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης.

 

Άρθρο 933 : Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 933 καθορίζεται ότι η εκδίκαση της ανακοπής γίνεται με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Και ναι μεν θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη, ότι η ρύθμιση αυτή κινείται προς την σωστή κατεύθυνση με σκοπό την επιτάχυνση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, πλην όμως η πρόκριση της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, όπου αρκεί πιθανολόγηση ισχυρισμών, δεν προσήκει σε ανακοπή κατά την εκτέλεση, όπου οι κανόνες αυτής αποτελούν κανόνες δημόσιας τάξης, ενώ πολλές φορές κρίνεται και η ίδια η απαίτηση, με αποτέλεσμα να απαιτείται πλήρης και σαφής δικανική πεποίθηση και όχι πιθανολόγηση. Πόσο μάλλον όταν η διαφορά θα κρίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, αφού δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο κατά της εκδοθείσας πρωτοδίκως απόφασης, παρά μόνο αν η απαίτηση στηρίζεται σε συμβολαιογραφικό έγγραφο. Επίσης η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν επιτρέπει την σώρευση των ανακοπών τόσο κατά διαταγής πληρωμής όσο και κατά της εκτέλεσης, παρόλο που υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο άρθρο 632Κ.Πολ.Δ παραπέμποντας στους όρους του άρθρου 218Κ.ΠολΔ, καθόσον πρόκειται για τελείως διαφορετικές διαδικασίες (ειδική – ασφ. Μέτρα). Επομένως πρέπει να απαλειφθεί η ρύθμιση περί εκδίκασης της ανακοπής με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία προδήλως και αυτή είναι τραπεζικής εμπνεύσεως.

Περαιτέρω στην παρ3 όταν προσβάλλεται η επιταγή (και δεν έχει χωρήσει άλλη πράξη εκτέλεσης), ο προσδιορισμός του τόπου της εκτέλεσης για τον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Γι αυτό η παραπομπή στο άρθρο 584 πρέπει  να διατηρηθεί.

Επίσης  η παράγραφος 6 αντιφάσκει με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 954.

Τέλος πρέπει να διατηρηθεί  η δυνατότητα να κοινοποιηθεί το δικόγραφο της ανακοπής στον συντάξαντα την επιταγή προς πληρωμή πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

Άρθρο 934 : Στο άρθρο 934 αναπροσαρμόζονται τα χρονικά όρια άσκησης αυτής καθορίζοντας μία προθεσμία 45 ημερών από την ημέρα κατάσχεσης για όλες τις πλημμέλειες του χρονικού διαστήματος από την επίδοση της επιταγής και μέχρι την δημοσίευση της κατασχετήριας έκθεσης, και μία προθεσμία που αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης σε χρονικό διάστημα 30 ημερών από τη διενέργεια της πράξης αυτής. Προβληματική πτυχή της  ανωτέρω ρύθμισης, αποτελεί η παράλειψη ρητής πρόβλεψης για την προβολή λόγων που αφορούν την απαίτηση, βάσει της οποίας διενεργείται η αναγκαστική εκτέλεση (παρόλο που κατά την διατύπωση της παρ.5 του άρθρ.933 Κ.Πολ.Δ. προβλέπεται η προσβολή αυτής) καθώς επίσης ότι οι προβλεπόμενες προθεσμίες δεν καλύπτουν τις πλημμέλειες των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, από το χρονικό σημείο των 45 ημερών μετά την κατάσχεση και μέχρι την τελευταία πράξη εκτέλεσης (προγράμματα αναπλειστηριασμών για ακίνητα κλπ.).

 

Άρθρο 938 : Οι διατάξεις για την αίτηση αναστολής εκτέλεσης επί τη βάσει ανακοπής εκτέλεσης διατηρούνται ως έχουν, πλην όμως αλυσιτελώς, αφού σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις η ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ πλέον ασκείται με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και ως εκ τούτου δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος για άσκηση της αίτησης αναστολής, αφού όλες τις δυνατότητες τις διαδικασίας αυτής, μπορεί ο οφειλέτης να τις επιδιώξει και με το δικόγραφο της ανακοπής (πχ. έκδοση προσωρινής διαταγής κ.α.).

 

Άρθρο 954 : Στο άρθρο 954 ορίζεται υποχρεωτικά ημέρα πλειστηριασμού μετά την παρέλευση 8 μηνών από την ημέρα κατάσχεσης, και λαμβανομένου υπόψη ότι ο αναπλειστηριασμός ορίζεται μετά την πάροδο 5 μηνών, θεωρούμε ότι δυσχεραίνεται ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό η ικανοποίηση του δικαιώματος του δανειστή, και σίγουρα δημιουργείται  πρόβλημα στους πλειστηριασμούς κινητών, αφού η πάροδος τόσο μεγάλης χρονικής διάρκειας μέχρι τον εκπλειστηριασμό αυτών, απομειώνει σημαντικά την αξία τους, εις βάρος του οφειλέτη.

 

Άρθρο 955 : Στο άρθρο 955 όπως και στο άρθρο 995 διατηρούνται οι ίδιες σχετικά διατάξεις, πλην όμως γίνεται σύντμηση όλων των προθεσμιών και απαγγέλλεται ρητή ακυρότητα της διενέργειας του πλειστηριασμού, σε περίπτωση μη τήρησης των οριζόμενων στα άρθρο αυτά διαδικασιών.

 

Άρθρο 958 : Στο άρθρο 958 ορίζεται ότι επιτρέπεται η κατάσχεση των κινητών πραγμάτων και από άλλους δανειστές, χωρίς να επηρεάζεται από τυχόν επιβληθείσα ήδη κατάσχεση, ενώ δεν αναζητούνται τα έξοδα εκτέλεσης που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου δεν περατώθηκε. Η ρύθμιση αυτή δεν θεωρούμε ότι τείνει στην επιτάχυνση ή βελτίωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δημιουργεί πρόβλημα τόσο στους δανειστές, που δεν μπορούν να ζητήσουν (έστω μέσω αναγγελίας) τα έξοδα εκτέλεσης, σε περίπτωση που επιτευχθεί άλλος πλειστηριασμός νωρίτερα από τον δικό τους, όσο και στον οφειλέτη ο οποίος είναι έκθετος σε πολλαπλές διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης του ιδίου πράγματος. Επίσης η ρύθμιση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις οριζόμενες διατάξεις περί μεσεγγυούχου, αφού ουσιαστικά μεσεγγυούχος σε επάλληλες κατασχέσεις μπορεί να οριστεί, λογικά πλέον, μόνο ο οφειλέτης, αφαιρουμένης της δυνατότητας αυτής από τον δανειστή. Επιπλέον, κατά τα ως άνω οριζόμενα, δεν θα υφίσταται πλέον η δυνατότητα κατάσχεσης δι’ αφαίρεσης των κινητών πραγμάτων, αφού έτσι ουσιαστικά καταργείται το δικαίωμα κατάσχεσης των υπόλοιπων δανειστών.

 

Άρθρο 959 : Στο άρθρο 959 ορίζεται ότι τόπος διενέργειας πλειστηριασμού είναι μόνο ο τόπος κατάσχεσης και όχι φύλαξης ή εκτέλεσης όπως ισχύει. Η διαδικασία διενέργειας είναι η ισχύουσα με μοναδική διαφορά, ότι οι προφορικές προσφορές δεν γίνονται ανάμεσα στους δύο πλειοδότες, με την μεγαλύτερη τιμή, βάσει των γραπτών προσφορών, αλλά μόνο ανάμεσα σε εκείνους που έτυχε να υποβάλουν ίσες γραπτές προσφορές με την  μεγαλύτερη τιμή. Συνεπώς ο έχων την καλύτερη γραπτή προσφορά, ορίζεται και υπερθεματιστής. Η σύντμηση του χρονικού διαστήματος που δεν μπορεί να διενεργηθούν πλειστηριασμοί, ήτοι από 1/08 έως 31/08 που δεν νομίζουμε ότι επιταχύνει τόσο σημαντικά την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, παρά δημιουργεί προβλήματα, ενόψει της μη ενάρξεως ακόμη του δικαστικού έτους.

 

Άρθρο 960 : Η κατάργηση του άρθρου 960 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 973 καταργεί τις περιλήψεις κατασχετήριας έκθεσης για τα κινητά πράγματα (τα λεγόμενα επαναληπτικά προγράμματα), ρύθμιση που πιστεύουμε ότι κινείται στην σωστή κατεύθυνση, καθώς περιορίζονται τα άσκοπα έξοδα εκτέλεσης του οφειλέτη. Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι στον ΚΕΔΕ και στο άρθρο 54 διατηρούνται οι περιλήψεις κατασχετήριας έκθεσης.

 

Άρθρο 965 : Οι ρυθμίσεις του άρθρου 965 παραμένουν ως έχουν, με μόνη διαφορά το γεγονός ότι το εκπλειστηρίασμα μπορεί να κατατεθεί εντόκως σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα και όχι αναγκαία στο Τ.Π.Δ. Η ρύθμιση αυτή δεν ωφελεί κάτι στην διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, αντίθετα δημιουργεί ανασφάλεια στην τύχη του εκπλειστηριάσματος, ειδικότερα αν αυτό είναι άνω των 100.000€, οπότε δεν ισχύει η κρατική εγγύηση καταθέσεων. Οι διατάξεις της  παραγράφου 5 του άρθρου αυτού θα πρέπει να αναδιατυπωθούν, καθώς παραπέμπουν σε άρθρα που έχουν καταργηθεί (πχ960).

 

Άρθρο 966 : Η προθεσμία αναπλειστηριασμού της παρ3 (30ημ) έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προθεσμία του άρθρου 973 (5 μηνών) χωρίς προφανή αιτιολογία

 

Άρθρο 972 : Στο άρθρο 972 επέρχεται σύντμηση της προθεσμίας αναγγελίας από 15 σε 10 ημέρες, χωρίς να εξυπηρετεί κάτι, αντίθετα δυσκολεύει τον δανειστή, ο οποίος τις περισσότερες φορές πρέπει να ενεργήσει επιδόσεις για το παραδεκτό της αναγγελίας και σε άλλες πόλεις.

 

Άρθρο 977 : Στο άρθρο 977 επέρχεται αλλαγή του τρόπου διανομής του εκπλειστηριάσματος με βασικότερη διαφοροποίηση την πρόβλεψη για ικανοποίηση και ενός ποσοστού των απαιτήσεων των μη προνομιούχων δανειστών, ακόμα και σε περίπτωση που συνυπάρχουν με προνομιακές απαιτήσεις.

 

Άρθρο 982 : Στο άρθρο 982 που αφορά την κατάσχεση εις χείρας τρίτου, θα έπρεπε να είχαν τεθεί στα ακατάσχετα και τα οριζόμενα στο άρθρο 20 του Ν.4161/13, ώστε να διατυπώνονται ολοκληρωμένα όλες οι περιπτώσεις εξαιρέσεων από κατασχέσεις τρίτων.

 

Άρθρο 983 : Στο άρθρο 983 πέραν των άλλων καθιερώνεται ρητά το έως σήμερα ισχύον δικαίωμα άρσης του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του οφειλέτη μέχρι το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή. Επιπλέον ορίζεται ότι για την κατάσχεση στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος το έγγραφο θα πρέπει να επιδίδεται είτε στην έδρα αυτού, είτε στο κατάστημα στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός, ρύθμιση η οποία δυσχεραίνει τον δανειστή στην εκτέλεση του δικαιώματός του, αφού είτε θα πρέπει να κοινοποιεί στην έδρα της τράπεζας, είτε θα πρέπει να γνωρίζει τον αριθμό λογαριασμό, ώστε να διαπιστώσει το κατάστημα στο οποίο τηρείται αυτός. Σε κάθε περίπτωση είναι αναχρονιστική η ρύθμιση αυτή σε σχέση με την σημερινή τεχνολογία ηλεκτρονικής διασύνδεσης των τραπεζών, αφού θα μπορούσε η επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου να γίνεται σε οποιοδήποτε υποκατάστημα θέλει ο δανειστής με εύκολο συνεπακόλουθο την άμεση ηλεκτρονική δέσμευση του λογαριασμού του οφειλέτη.  Επιπλέον δεν είναι δυνατό να γνωρίζει ο δανειστής μετά την συγχώνευση των τραπεζικών καταστημάτων σε ποια καταστήματα μεταφέρθηκαν οι λογαριασμοί των οφειλετών με αποτέλεσμα άκυρες επιδόσεις σε ανύπαρκτα πλέον καταστήματα να δημιουργούν ζητήματα ακυρότητας της εκτέλεσης. Συνεπώς προτείνουμε ότι θα πρέπει να τροποποιηθεί η παρ 5 ως εξής : « Για την κατάσχεση στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος ως τρίτου το έγγραφο επιδίδεται σε (υπο)κατάστημα της κατοικίας ή έδρας του υπερ’ ου η κατάσχεση».

           Τέλος θα πρέπει να επισημανθεί ότι η προχειρότητα των τροποποιήσεων του παρόντος νόμου διαφαίνεται και από το γεγονός ότι στην παράγραφο 4 και 5 του άρθρου αυτού αναγράφονται οι ίδιες διατάξεις.

 

Άρθρο 985 : Στο άρθρο 985 που αφορά τη δήλωση τρίτων, θα έπρεπε να υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία διατηρούν σε όλα τα Πρωτοδικεία πληρεξούσιους δικηγόρους, σύμφωνα με την οποία, η δήλωση σε περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τους θα έπρεπε να γίνεται στον τόπο κατοικίας του δανειστή και όχι στην έδρα αυτών, διότι πλέον έχει διαπιστωθεί ότι στο Ειρηνοδικείο Αθηνών όπου είναι και η έδρα των περισσοτέρων τραπεζών καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερές λόγω του όγκου των δηλώσεων, να ανευρεθεί τυχόν αναζητούμενη δήλωση. Επιπλέον η ρύθμιση αυτή, ως έχει, στερεί, άνευ ουσιώδους λόγου, από τους δικηγόρους της περιφέρειας  σημαντική δικηγορική ύλη.

 

Άρθρο 995 : Στο άρθρο 995 διατηρούνται οι ίδιες σχετικά διατάξεις πλην όμως γίνεται σύντμηση όλων των προθεσμιών και απαγγέλλεται ρητή ακυρότητα της διενέργειας του πλειστηριασμού, σε περίπτωση μη τήρησης των οριζόμενων στα άρθρο αυτά διαδικασιών. Επιπλέον καταργείται η υποχρέωση προσδιορισμού της αξίας του εκπλειστηριαζόμενου ακινήτου στην τιμή της αντικειμενικής αξίας αυτού.

 

Άρθρο 997 : Στο άρθρο 997 ορίζεται ότι επιτρέπεται η κατάσχεση ακινήτου και από άλλους δανειστές, χωρίς να επηρεάζεται από τυχόν επιβληθείσα ήδη κατάσχεση, ενώ δεν αναζητούνται τα έξοδα εκτέλεσης που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου δεν περατώθηκε. Η ρύθμιση αυτή καταδήλως επιβλήθηκε από τις τράπεζες οι οποίες αποκτούν κυρίαρχο ρόλο στο στάδιο της εκτέλεσης εξαιτίας της οικονομικής ισχύος τους, περαιτέρω δεν τείνει στην επιτάχυνση ή βελτίωση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δημιουργεί πρόβλημα τόσο στους δανειστές, που δεν μπορούν να ζητήσουν (έστω μέσω αναγγελίας) τα έξοδα εκτέλεσης, σε περίπτωση που επιτευχθεί άλλος πλειστηριασμός νωρίτερα από τον δικό τους, όσο και στον οφειλέτη ο οποίος είναι έκθετος σε πολλαπλές διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης του ιδίου ακινήτου. Επίσης η ρύθμιση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις οριζόμενες διατάξεις περί μεσεγγυούχου, αφού ουσιαστικά μεσεγγυούχος σε επάλληλες κατάσχεσης μπορεί να οριστεί μόνο ο οφειλέτης. Με τις νέες ρυθμίσεις και τις επάλληλες διαδικασίες πλειστηριασμού κατά ακινήτων, δεν υπάρχει λόγος υποκατάστασης κατ άρθρο 973, παρά μόνο στην περίπτωση μη κατάσχοντος δανειστή.

 

Άρθρο 999 : Στο άρθρο 999 διατηρούνται οι περιλήψεις κατασχετήριας έκθεσης σε αντίθεση με ότι ισχύει, ως ανωτέρω εκτέθηκε, για την διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κινητών, με αποτέλεσμα πρώτον την πιθανή πρόκληση συγχύσεων, αφού η διαδικασία εκτέλεσης δεν είναι ενιαία και δεύτερον την επιβολή πρόσθετων άσκοπων εξόδων σε βάρος του οφειλέτη. Εξάλλου το δικαίωμα ενημέρωσης του οφειλέτη για τον προσδιορισμό του νέου πλειστηριασμού, μπορεί να επιτευχθεί και με λιγότερη δαπανηρή διαδικασία.

 

Πρόταση για προσθήκη παρ5 στο άρθρο 1003 : Αν δεν υπάρχει έγγραφη προσφορά ή δεν ευοδωθεί  τελικώς ο πλειστηριασμός, έχει το δικαίωμα ο υπέρ ου η εκτέλεση, εντός 2 εργασίμων ημερών, να δηλώσει εγγράφως στον υπάλληλο του πλειστηριασμού εάν αποδέχεται στην κυριότητά του το ακίνητο. Στην περίπτωση αυτή,  υποχρεούται,  να καταβάλει εντός 15 ημερών το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος που μένει, αφού αφαιρεθεί από την τιμή πρώτης προσφοράς η απαίτησή του και τα έξοδα εκτέλεσης, εφόσον δεν υποβλήθηκαν αναγγελίες με τα προσόντα της αυτοτελούς κατάσχεσης (αρ.972&2) πριν το πλειστηριασμό. Αν έχουν υποβληθεί παρόμοιες αναγγελίες θα πρέπει ο υπερ ου η εκτέλεση να πληρώσει ολόκληρο το πλειστηρίασμα ήτοι μέχρι την αξία της ορισθείσας τιμής πρώτης προσφοράς. Η μη κατάθεση της ως άνω δήλωσης ισοδυναμεί με αρνητική απάντηση.

Αιτιολογία Η ρύθμιση αυτή καταρχήν έρχεται σε αρμονία με τις διατάξεις 1003 παρ.4 και 966παρ2. Επιπλέον θα κινητοποιήσει  τους οφειλέτες στην ρύθμιση των οφειλών τους καθώς πλέον ακόμα και τα μη «ελκυστικά προς εκπλειστηρίαση» ακίνητα θα είναι πιθανόν να τα απωλέσουν . Περαιτέρω και οι προσημειούχοι ή οι άλλοι προνομιούχοι δανειστές θα συμμετέχουν ενεργά στους πλειστηριασμούς προς όφελος όλων τόσο των  δανειστών όσο και του οφειλέτη. Ετέθη δε η δικλείδα του περιορισμού των αναγγελθέντων κατ αρθρο 972 δανειστών προ του πλειστηριασμού καθώς  θα μπορούσε να καταστρατηγηθεί η διάταξη με αναγγελίες που δεν στηρίζονται σε τίτλο εκτελεστό ή σε εκδοθέντα μετά από αυτόν (πλειστηριασμό), ανάλογα με την εξέλιξή του.

 

Άρθρο 1047 : Επιβάλλεται η προσωπική κράτηση και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, γεγονός το οποίο αποτελεί οπισθοδρόμηση του νομικού πολιτισμού, λαμβανομένου υπόψη της οικονομικής συγκυρίας και των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι έμποροι της χώρας την δεδομένη στιγμή.

 

Άρθρο 1049 : στο άρθρο 1049, ορθώς, προβλέπεται εξαίρεση εκτέλεσης απόφασης επιβολής προσωπικής κράτησης για την περίπτωση εκείνη που αποδεικνύεται αδυναμία εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής παρά του καθ’ ου η εκτέλεση.

       Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Ο Γ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΚΑΤΣΑΡΟΣ               ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΠ. ΓΡΑΒΑΝΗΣ