Ασφαλιστικό και Σύνταγμα (άρθρο προέδρου ΔΣΛ κ. Δ. Κατσαρού – 29.02.2016)
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
…//…
Οι κινητοποιήσεις των επιστημονικών φορέων κατά του κυβερνητικού προσχεδίου για το ασφαλιστικό, ανέδειξαν πέραν των άλλων και μια ιδιαίτερα αρνητική του παράμετρο. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν συνοδεύουν το επίμαχο προσχέδιο, ούτε αναλογιστική μελέτη, ούτε μελέτη κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων. Οι μελέτες αυτές είναι απαραίτητες, προκειμένου τόσον η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, όσον και οι επιπτώσεις των επιχειρούμενων παρεμβάσεων να στηρίζονται σε κατά το δυνατόν ασφαλέστερο επιστημονικό έρεισμα.
Η υποχρέωση της κυβέρνησης να προβαίνει στη σύνταξη αυτών των μελετών, πηγάζει από τη συνταγματική διάταξη (22 παρ.5 Σ) που καθιερώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας, αλλά και αυτή (106 παρ.1 Σ) που επιβάλλει προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης. Εξάλλου και με συγκεκριμένες διατάξεις του κοινού νομοθέτη (άρθρο 71 Ν 2084/1992), υποχρεώνονται οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης να καταρτίζουν αναλογιστικές μελέτες κατά διαστήματα και ειδικά όταν μεταβάλλονται οι όροι χρηματοδότησης του συστήματος και ενδέχεται να επηρεασθεί η σχέση εισφορών – παροχών. Η ίδια αυτή υποχρέωση προβλέπεται και από τη Διεθνή Σύμβαση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας που κυρώθηκε με νόμο από τη χώρα μας, η οποία οφείλει για λόγους οικονομικής ισορροπίας του συστήματος, να εξασφαλίζει την περιοδικότητα των μελετών αυτών. Αλλά και το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ήδη ότι η υποχρέωση σύνταξης αναλογιστικών μελετών δεν εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Ιδιαίτερη σημασία βέβαια, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, εχει και το εξής αναντίλεκτο γεγονός. Ο αρμόδιος Υπουργός Εργασίας αρνήθηκε να προβεί σε αίτημα του Ταμείου Νομικών από 30 Σεπτεμβρίου 2015, για σύνταξη αναλογιστικής μελέτης προκειμένου να διαπιστωθεί η βιωσιμότητα του ΕΤΑΑ. Αρνείται επίσης μέχρι σήμερα, να παραδώσει στους επιστημονικούς φορείς εγγράφως ποσοτικοποιημένα στοιχεία, προκειμένου να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος.
Η Κυβέρνηση, προβάλλει ακόμη, το ψευδεπίγραφο επιχείρημα ότι συνδέει τις ασφαλιστικές εισφορές με το εισόδημα, δήθεν για να ελαφρύνει τις ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες. Ο ισχυρισμός αυτός είναι παραπλανητικός και δεν προκύπτει από κανένα μετρήσιμο στοιχείο. Αποτελεί ένα ακόμα εργαλείο, βγαλμένο από την βασική εργαλειοθήκη του λαϊκισμού, που διαθέτει σε επάρκεια η Κυβέρνηση. Πέραν αυτού όμως, η συγκεκριμένη κυρίαρχη πτυχή του προσχεδίου, της σύνδεσης των εισφορών με το εισόδημα, έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της εισφοροδοτικής ικανότητας. Ο κάθε ασφαλισμένος έχει δικαίωμα στο οικονομικό αποτέλεσμα της εργασίας του, το οποίο στηρίζεται όχι μόνο σε διατάξεις του Συντάγματος ( 5 παρ.1, 17 παρ.1, 22 παρ.1) αλλά και στο ενωσιακό δίκαιο (Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου). Οποιαδήποτε επιβάρυνση του δικαιώματος αυτού, φορολογική και κοινωνικοασφαλιστική, δεν μπορεί να αφαιρεί από το δικηγόρο και τον κάθε επαγγελματία, το μεγαλύτερο μέρος από την αμοιβή της εργασίας του. Με το βαλλόμενο πανταχόθεν προσχέδιο της Κυβέρνησης, αν προστεθούν στην προτεινόμενη ασφαλιστική επιβάρυνση (38,45%) και οι ήδη ισχύουσες φορολογικές υποχρεώσεις του δικηγόρου, δηλαδή 26% από το πρώτο ευρώ, προκαταβολή φόρου 75%, τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ, ειδική εισφορά αλληλεγγύης από 0,7% ως 8%, προκύπτει ότι αφαιρείται από το δικηγόρο το μεγαλύτερο μέρος (πέραν του 70%) του εισοδήματός του. Εν προκειμένω βέβαια, όλες αυτές οι επιβαρύνσεις, συνιστούν και περιορισμό του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος δικαστικής προστασίας του πολίτη (20 παρ.1 Σ) αφού εντέλει μεταφέρονται στον ίδιο τον πολίτη, ως εντολέα του δικηγόρου. Επισημαίνεται ασφαλώς, ότι έχει κριθεί ήδη με απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (2287/2015) ότι οι επιβαρύνσεις στο εισόδημα, πρέπει να εξετάζονται σωρευτικά, ως προς τις συνέπειες στο αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των πολιτών.
Παρά τα προαναφερόμενα, η Κυβέρνηση επανειλημμένα και για προφανείς λόγους εντυπώσεων, διακηρύσσει σε όλους τους τόνους, ότι το προσχέδιο έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση προστασίας των αδυνάτων (ταξικά πρόσημα και τα συναφή). Διαψεύδεται όμως από την ίδια την πρότασή της, στην οποία δεν περιλαμβάνεται διάταξη, με την οποία να θεσπίζεται ένα ανεισφορολόγητο ποσό, εναρμονισμένο με το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Κάτι τέτοιο θα ήταν σύμφωνο τόσο με την συνταγματική αρχή του κοινωνικού Κράτους (25 Σ), όσο και αυτή της προστασίας της ανθρώπινης αξίας (2 παρ.1 Σ).
Σε κάθε περίπτωση πάντως, τα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά αποστερούν τη δυνατότητα στη Κυβέρνηση, να ονομάζει το προσχέδιο αυτό ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Η ανυπαρξία μελετών το καθιστά μη βιώσιμο και αναξιόπιστο. Οι αριθμοί που παράγονται από τις διατάξεις του, αποδεικνύουν ότι δεν είναι απλώς κοινωνικά άδικο: Στην ουσία πρόκειται για εγχειρίδιο εκκαθάρισης μεγάλων επαγγελματικών ομάδων. Το δικηγορικό σώμα βρίσκεται σε αποχή εδώ και καιρό. Προβάλλει αντίσταση στο προσχέδιο που απειλεί την ύπαρξή του. Δίνει αγώνα επιβίωσης αλλά και αξιοπρέπειας. Θα συνεχίσει να τον δίνει. Μαζί με άλλες κοινωνικές δυνάμεις και μέχρι την απόσυρσή του.
Δημήτρης Κατσαρός
Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας