357/2015 ΜΕφΛαρ (υποχρέωση διατροφής ανηλίκου εν όλω μόνο από ένα γονέα – μη υποχρέωση εύπορης γιαγιάς)
357/2015
Πρόεδρος: Ευαγγελία Γίτση
Δικηγόροι: Χαρ. Πετρωτός, Κων. Μήτσος
Υποχρέωση διατροφής ανηλίκου εν όλω μόνο από ένα γονέα, αν ο άλλος δεν υπάρχει ή δεν έχει δυνατότητα να συμβάλει ή η δικαστική επιδίωξη στην ημεδαπή εναντίον του είναι ιδιαίτερα δυσχερής. Υποχρέωση διατροφής και των επόμενων ανιόντων αν οι δυνάμεις του, έστω και ενός, γονέα δεν επαρκούν για διατροφή του τέκνου, και ενοχή τους σε ίσα μέρη για διατροφή του εγγονού, καθό δεν καλύπτεται από τον γονέα. Καθιέρωση με το 1490 ΑΚ διαδοχικής (και όχι παράλληλης) ευθύνης για διατροφή, παραδεκτή όμως η επικουρική εναγωγή των κατά δεύτερο λόγο ευθυνόμενων.
Μη υποχρέωση εύπορης γιαγιάς προς διατροφή του ανηλίκου εφόσον μπορούν να την καλύψουν οι γονείς, άνευ δε επιρροής το υψηλό επίπεδο ζωής της στη διαβίωση και το ύψος της διατροφής του ανηλίκου.
{…} Με την από 23.7.2012 (αρ. εκθ. κατ. 562/2012) απευθυντέα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, παριστάμενη νόμιμα κατ’ άρθρα 1516 παρ 2 ΑΚ, 64 παρ 1 ΚΠολΔ λόγω της ανηλικότητάς της ως γεννηθείσα στις 14.5.2010 με τον ασκούντα προσωρινά δυνάμει της υπ’ αρ 975/2012 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας την επιμέλεια του προσώπου της, πατέρα της Δ. Σ., επικαλούμενη ότι δεν μπορεί να διαθρέψει τον εαυτό της, διότι στερείται περιουσίας και εισοδημάτων και αδυνατεί να εργασθεί λόγω της ανηλικότητάς της, ζήτησε, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη μητέρα της και ήδη εφεσίβλητη να της καταβάλει ως τακτική μηνιαία διατροφή μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό το ποσό των 1.800 Ε και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση για καταβολή ποσού 1.010 Ε, για χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση αυτής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης, άλλως και σε περίπτωση μερικής αδυναμίας της ανωτέρω εναγομένης μητέρας της, να υποχρεωθεί η δευτέρα εναγομένη, γιαγιά εκ της μητρικής γραμμής, να της καταβάλει για χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής το ποσό που υπολείπεται, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων η υπ’ αρ. 781/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων (681Β, 666 επ. ΚΠολΔ), η οποία την απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς τη δευτέρα επικουρικώς εναχθείσα εναγομένη και την δέχθηκε εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη, την οποία και υποχρέωσε να προκαταβάλλει στον αναθέσαντα οριστικώς την επιμέλεια της ενάγουσας πατέρα της και για λογαριασμό αυτής, μέσα στις πρώτες πέντε ημέρες κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δυο ετών από την επίδοση της αγωγής, ως τακτική μηνιαία διατροφή το ποσό των 1.000 Ε, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης. Κατά της ανωτέρω απόφασης και κατά την περί διατροφής διάταξη παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη ώστε να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η περί διατροφής αγωγή της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1389 εδ.β’, 1485, 1486 περ.2, 1487 εδ.β’, 1488, 1489 και 1490 παρ. 1 ΑΚ, συνάγεται ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις για την ικανοποίηση των διατροφικών αναγκών των ανηλίκων τέκνων τους, τα οποία είναι άπορα υπό την έννοια ότι δεν μπορούν να διατραφούν μόνα τους από το εισόδημα είτε εκ της εργασίας είτε εκ της περιουσίας τους, το κεφάλαιο της οποίας δεν είναι υποχρεωμένα να αναλώσουν. Ως οικονομική δε δύναμη, με την οποία εκπληρώνεται η υποχρέωση συνεισφοράς των γονέων στην διατροφή του κοινού τους τέκνου, νοείται το εισόδημα από κάθε βιοποριστική πηγή, όπως από την εργασία ή από την εκμίσθωση πραγμάτων ή προσωπική εργασία και η περιουσία τους, ήτοι το σύνολο των αποτιμητών σε χρήμα εννόμων σχέσεων και καταστάσεων. Τα τρία αυτά μέσα εκπλήρωσης της άνω υποχρέωσης μνημονεύονται στο άρθρο 1489 εδ. β’ ΑΚ ενδεικτικά και ισότιμα. (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 282/2012, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 1384/08 Νόμος). Εξάλλου από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ προκύπτει ότι οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων του ανηλίκου προς συνεισφορά στη διατροφή του, συναρτώνται και προς τη δυνατότητά τους να αποκτήσουν εισόδημα από εργασία ανάλογη προς τα προσόντα και τις δυνατότητες τους, την οποία εργασία κατά τις αρχές της καλής πίστης οφείλουν να αναζητήσουν και ανάλογα και με τη κατάσταση της αγοράς εργασίας μπορούν να εύρουν, για να απασχοληθούν επικερδώς. Εφόσον λοιπόν ο γονέας, αν και μπορούσε να εύρει ανάλογη εργασία, παραλείπει να πράξει τούτο, κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη, θα τύχει, κατά τον προσδιορισμό της συμμετοχής του στη διατροφή του ανηλίκου, της μεταχείρισης, σαν να είχε πραγματικά το εισόδημα από την εργασία αυτή (ΕφΠειρ 155/2004, ΕφΠειρ 263/2002 σημ. Μ. Μαργαρίτη σε Δνη 36. 1558). Επίσης από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι κατά το μέρος που ο ένας γονέας δεν μπορεί να συμβάλει στη διατροφή του τέκνου ενέχεται ο άλλος, ο οποίος έτσι δεν αποκλείεται να οφείλει το σύνολο της απαιτούμενης για το τέκνο διατροφής, εάν ο άλλος δεν υπάρχει ή δεν έχει καθόλου δυνατότητα να συμβάλει στη διατροφή του τέκνου ή η δικαστική επιδίωξη στην ημεδαπή εναντίον του είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής. Μόνον αν οι δυνάμεις και του ενός έστω γονέα δεν επαρκούν για τη διατροφή του τέκνου, ανακύπτει η υποχρέωση των επόμενων ανιόντων, δηλαδή των παππούδων και των γιαγιάδων, οι οποίοι ενέχονται σε ίσα μέρη για διατροφή του εγγονού τους, στην έκταση που αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί από τις δυνάμεις έστω και του ενός από τους γονείς του. Η διάταξη του άρθρου 1490 ΑΚ εφαρμόζεται όχι μόνο όταν, όσοι ανήκουν στον προηγούμενο βαθμό και είναι υπόχρεοι δεν έχουν οικονομική δυνατότητα να παράσχουν διατροφή στο σύνολο ή μερικώς, αλλά και όταν αποδεικνύεται ότι και εκ της αυτής γραμμής μόνον ο ένας ή μερικοί έχουν οικονομική δυνατότητα, ο δε άλλος ή ενδεχόμενα οι περισσότεροι είναι άποροι ή βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία να καταβάλουν διατροφή. Έτσι με την ανωτέρω διάταξη καθιερώνει την ευθύνη για διατροφή υπό μορφή διαδοχική και όχι παράλληλη ή σύγχρονη, είναι όμως παραδεκτή η επικουρική εναγωγή των κατά δεύτερο λόγο ευθυνόμενων προσώπων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 219 του ΚΠολΔ (ΑΠ 282/2012 Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κατά την μόνη εκκληθείσα περί διατροφής της ανήλικης εκκαλούσης διάταξη. Κατά τη διάρκεια του νομίμως τελεσθέντος στη Θ. στις 26.7.2009 γάμου της πρώτης εναγομένης μετά του Δ. Σ. γεννήθηκε στις 14.5.2010 η ανήλικη θυγατέρα τους Ε. η οποία διαγνώσθηκε ότι έχει σύνδρομο DOWN, γεγονός το οποίο πιστοποιήθηκε με απόφαση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ – ΚΕΠΑ της Νομαρχιακής Μονάδας Υγείας Λ., η οποία με την υπ’ αρ. 09905/2013/1205 εκδοθείσα στις 17.4.2013 απόφασή της καθόρισε το ποσοστό αναπηρίας αυτής (ανήλικης) σε 67% κατά ιατρική πρόβλεψη από 5.10.2012 έως 31.10.2015. Σύμφωνα δε με την υπ’ αρ. πρωτ. 788/13.2.2014 προσκομισθείσα παραδεκτώς το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου βεβαίωση της Διεύθυνσης Πρόνοιας του Δήμου Λ. η ανωτέρω ανήλικη επιδοτείται από το πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης με το μηνιαίο ποσό των 313 Ε. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε και η επιμέλεια της ανήλικης (ηλικίας κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής 26 μηνών) ανατέθηκε προσωρινά δυνάμει της υπ’ αρ. 975/2012 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και οριστικά δυνάμει της υπ’ αρ 781/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (κατά το μη εκκληθέν μέρος αυτής) στον πατέρα της Δ. Σ..{…}
Βάσει των προαναφερόμενων οικονομικών δυνατοτήτων εκάστου εκ των διαδίκων γονέων και βάσει των εν γένει περιστάσεων και των δαπανών διαβίωσης της ανήλικης, όπως έχουν διαμορφωθεί γι’ αυτήν, η κατά μήνα διατροφή που δικαιούται ανέρχεται στο ποσό των (1742 – 313 =) 1429 Ε, το οποίο είναι ανάλογο με τις ανάγκες της, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής της και ανταποκρίνονται σε όλα τα απαραίτητα έξοδα.
Περαιτέρω, για τον προσδιορισμό της συμμετοχής που βαρύνει έκαστο εκ των γονέων της ενάγουσας ανήλικης, πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας του στο σύνολο των εισοδημάτων τους. Ενόψει δε των προεκτεθέντων εισοδημάτων και των εν γένει οικονομικών δυνάμεων των γονέων, η πρώτη εναγομένη – μητέρα οφείλει να καταβάλει στην ανήλικη – κατά το λόγο της οικονομικής της δυνατότητας προς το άθροισμα των οικονομικών δυνατοτήτων αμφοτέρων των γονέων – το ποσό των 1.000 Ε μηνιαίως. Το υπόλοιπα εκ του ποσού της διατροφής οφείλει να το συνεισφέρει ο πατέρας της με την παροχή στέγης και την αποτιμητή σε χρήμα παροχή φροντίδας, γενομένης εν μέρει δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της προταθείσης από την εναγομένη μητέρα ένστασης συνεισφοράς του ενάγοντος – εκκαλούντος στη διατροφή της ανήλικης. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, έστω και με εσφαλμένες αιτιολογίες οι οποίες αντικαθίστανται στις ορθές με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) προσδιόρισε το ύψος των μηνιαίων αναγκών διαβίωσης της ανήλικης στο ποσό των 1.413 αντί του ορθού των 1.429 Ε, ορθά προσδιόρισε το ύψος των μηνιαίων εισοδημάτων των γονέων της και προσδιόρισε την μηνιαία υποχρέωση της πρώτης εναγομένης προς καταβολή σ’ αυτή ποσού 1.000 Ε, απορριπτομένης της υπό κρίση έφεσης ως αβάσιμης ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.
Περαιτέρω, προκύπτει ότι το προαναφερόμενο ποσό που απαιτείται για τη διατροφή της ανήλικης, μπορούν να τα καταβάλλουν οι γονείς της, ενόψει των εισοδημάτων που προαναφέρθηκαν, χωρίς μάλιστα να διακινδυνεύει η δική τους συντήρηση, καθόσον ο καθένας από τους γονείς της, με τα εισοδήματα του, είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις δαπάνες της διατροφής του ίδιου και να συμβάλλει, ανάλογα με τις δυνάμεις του, στην κάλυψη του παραπάνω ποσού διατροφής της ανήλικης. Εφόσον συνεπώς επαρκούν oι δυνάμεις των γονέων της για την αντιμετώπιση της διατροφής της εκκαλούσης ανήλικης, δεν ανακύπτει υποχρέωση της δευτέρας εφεσίβλητης (γιαγιά της), προς παροχή έστω και μέρους της διατροφής αυτής, έστω και αν γίνει δεκτό ότι αυτή είναι ιδιαίτερα εύπορη, αφού το υψηλό επίπεδο ζωής αυτής δεν μπορεί να επηρεάσει τη διαβίωση της εγγονής της και συνεπώς και το ύψος της απαιτούμενης για την εκκαλούσα ανήλικη εγγονή της διατροφής. Μετά ταύτα η δευτέρα εναγομένη γιαγιά της ανήλικης, δεν έχει υποχρέωση καταβολής διατροφής στην ενάγουσα (εγγονή της) αφού οι γονείς της έχουν την οικονομική δυνατότητα να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους για τη διατροφή του ενάγοντος (τέκνου τους) και επομένως δεν γεννάται αξίωση και κατ’ αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1492 του ΑΚ. Δεν έσφαλε συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι υπόχρεοι για την καταβολή της διατροφής αυτής είναι οι γονείς της ανήλικης και όχι η δευτέρα εναγομένη-εφεσίβλητη (γιαγιά της) και ακολούθως απέρριψε την αγωγή με την οποία ζητήθηκε να υποχρεωθεί η τελευταία στην καταβολή διατροφής για την ανήλικη εγγονή της, κατά την ένδικη διετία, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως προς την δευτέρα εφεσίβλητη ως ουσιαστικά αβάσιμη …