Η Πρόεδρος του Δ.Σ.Λ. εκπροσώπησε την Ολομέλεια των Προέδρων των Δ.Σ. της χώρας σε συνεδρίαση Επιτροπών της Βουλής
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ
Λάρισα, 13.03.2018
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Η Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, παρευρέθη σήμερα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, ως εκπρόσωπος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, κατά την κοινή συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης και της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκε στις 14:00 στην Αίθουσα της Γερουσίας και με θέμα της ημερήσιας διάταξης : «Συνέχιση της επεξεργασίας και εξέτασης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Ι) Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, ΙΙ) Ενσωμάτωση της 2005/214/ΔΕΥ απόφασης – πλαίσιο, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση – πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης επί χρηματικών ποινών και ΙΙΙ) Άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (2ησυνεδρίαση – ακρόαση εξωκοινοβουλευτικών προσώπων)»
Η κ. Μπασδέκη συμμετέχοντας στη συζήτηση, μετέφερε, ως εκπρόσωπος της Ολομέλειας, τις θέσεις του δικηγορικού κόσμου για το υπο ψήφιση νομοσχέδιο. Ειδικότερα η κ. Μπασδέκη ανέφερε τα εξής :
«Η ευκταία κατάληξη της υπογραφής της Σύμβασης για την Πρόληψη και καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας γίνεται πράξη, 7 χρόνια μετά την υπογραφή της από την Ελληνική Κυβέρνηση , με την ολοκλήρωση του νομοσχεδίου που εναρμονίζει την εθνική μας νομοθεσία στο νομικό πλαίσιο της ανωτέρω Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης , που έχει ήδη τεθεί σε δημόσια διαβούλευση και στοχεύει στην ψήφισή του από την ελληνική Βουλή.
Ως θεματοφύλακας των Δικαιωμάτων το Συμβούλιο της Ευρώπης συμβάλει πάλι σημαντικά στη συμπλήρωση της ιστορίας των δικαιωμάτων των γυναικών, πραγματοποιώντας ένα ακόμη μεγάλο βήμα προς το στόχο του σεβασμού αυτών των Δικαιωμάτων, ρίχνοντας φως για την κατανόηση αρχικά της έννοιας της βίας και θέτοντας ως στόχο την αναγκαιότητα της ολιστικής προσέγγισης του φαινομένου. Τα όσα κατά ιστορική παραδοχή συνθέτουν την υποδεέστερη αντιμετώπιση των γυναικών, όπως και με τη Διακήρυξη του ΟΗΕ για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών το 1993, έτσι και τώρα με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης εξαλείφονται με στόχο την αποτελεσματική τους αντιμετώπιση ακόμη και στα διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια.
Η επικυριαρχία της ανισότητας των φύλων σε κάθε παρελθόντα αλλά και υφιστάμενο χρόνο της Ιστορίας αποτελεί εφαλτήριο της διατάραξης των αρχών του ανθρωπιστικού δικαίου, υποθάλπει με ολέθριες συνέπειες τη βία σε όλες της παραλλαγές της, αναπαράγοντας τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων και εν τέλει δομεί έναν ολόκληρο κοινωνικοοικονομικό μηχανισμό εξαναγκασμού των γυναικών.
Είμαστε σε ευχάριστη θέση να παρακολουθούμε την ολοκλήρωση της εναρμόνισης της εθνικής μας νομοθεσίας με την εν λόγω Συνθήκη και την ανάπτυξη πρακτικών που αποσκοπούν στην πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, η οποία υπενθυμίζεται ότι προστατεύεται ήδη στη χώρα μας με τον νόμο 3500/2006. Ωστόσο, δεν ελλείπει η ανησυχία για τη συνέχιση του φαινομένου της βίας αλλά και την τελέσφορη προστασία αξιών και δικαιωμάτων με την εναρμόνιση της Συνθήκης με το εσωτερικό μας δίκαιο.
Η διάρθρωση του Σχεδίου Νόμου σε τέσσερα κεφάλαια, είναι καταρχήν θετική καθώς α. προσδιορίζονται οι βασικές έννοιες, μηχανισμοί και φορείς για την πραγμάτωση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των φύλων, β. ενσωματώνεται η παραπάνω αρχή στις δημόσιες πολιτικές, γ. ρυθμίζεται η ενσωμάτωση του φύλου στον ιδιωτικό βίο και δ. ιδρύεται η λειτουργία ενός δικτύου δομών με αντικείμενο δράσης την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών.
Ως νομικοί και υπερασπιστές από την οπτική γωνία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου θα χαρούμε να δούμε βελτιωτικές προτάσεις και στη διαβούλευση σε δύο βασικά ζητήματα, τα οποία κατά τη γνώμη μας ενδεχόμενα η κριτική στη νομολογία που θα δημιουργηθεί, θα σταθεί απέναντι στις διατάξεις του νομοσχεδίου ως εισάγεται.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 79 παρ. 3 ΠΚ όπου προστίθεται το εδάφιο ότι : «Τα έθιμα και οι παραδόσεις που ακολουθεί ο δράστης, καθώς και η θρησκεία του δεν συνιστούν στοιχεία ικανά να μειώσουν την ποινή» μπορεί κανείς να παρατηρήσει: Ο χώρος της επιμέτρησης της ποινής είναι ο χώρος της εξατομίκευσης της ποινής στον οποίο ο δικαστής θα πρέπει να μπορεί να κινηθεί ελεύθερα και να αξιοποιήσει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση οτιδήποτε «περίσσεψε» από τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές αξιολογήσεις που έγιναν για την υπαγωγή στην «τυπική υπόσταση» ή στις ρυθμίσεις για τους λόγους μείωσης της ποινής και τα ελαφρυντικά. Γι’ αυτό οι διατάξεις του άρ. 79 Π.Κ. θα έπρεπε να μένουν ουδέτερες από ειδικές, δεσμευτικές επιλογές του νομοθέτη που αποκλείουν ή επιβάλλουν την θετική ή αρνητική αξιολόγηση ορισμένου στοιχείου.
Επίσης αντίλογος θα μπορούσε να υπάρξει στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα, στο οποίο προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος, χωρίς απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία, με τη χρήση οποιουδήποτε τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου ή με επισκέψεις στο οικογενειακό, κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον αυτού, παρά την εκπεφρασμένη αντίθετη βούλησή του.» Εδώ θα μπορούσε να περιγραφεί στην αντικειμενική υπόσταση και ένα ελάχιστο αντικειμενικό μέγεθος που θα μπορεί να συγκροτήσει άδικο, δηλ. να μπορεί να συνδεθεί αιτιωδώς τουλάχιστον με διακινδύνευση ενός εννόμου αγαθού, αφού η απλή χρήση των μέσων (λ.χ. ιδιαίτερα τεχνάσματα) ή εν γένει ο τρόπος τέλεσης μιας πράξης (άρ. 309 Π.Κ.) έχει αξιοποιηθεί ως στοιχείο επιβάρυνσης της ποινής για άδικο που ήδη περιγράφεται στο έγκλημα και μέσω αυτών επιτείνεται.
Στη Σύμβαση τέλος παρατηρείται με θετική καταρχήν θεώρηση η ίδρυση μηχανισμού παρακολούθησης. Σε αυτόν περιλαμβάνεται η GREVIO, ανεξάρτητο όργανο που συγκροτείται από τεχνοκράτες και είναι επιφορτισμένο με την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης από τα κράτη – μέλη που την έχουν υπογράψει και θα μπορέσει να αποτελέσει σημαντικό επιβοηθητικό όργανο με μία σωστά δομημένη λειτουργία.
Με απόλυτο στόχο την ουσιαστική ισότητα των φύλων, την εξάλειψη των διακρίσεων που υποθάλπουν την δημόσια, την κοινωνική και οικονομική ζωή και εν τέλει την Ευρώπη απαλλαγμένη από το φαινόμενο της βίας σε όλες τις παραλλαγές της και ευχόμαστε την αποτελεσματική εφαρμογή των προσπαθειών εναρμόνισης με τις περιεχόμενες στο Σχέδιο Νόμου πολιτικές και θα είμαστε από φύση και θέση αμέριστοι υποστηρικτές των δράσεων που θα εφαρμόσει η Πολιτεία αλλά και οι κοινωνία μέσω των συλλογικών οργανώσεων.»
Η Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Νικολέττα Μπασδέκη Ανδρέας Ανδριτσόπουλος