ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΠΟΙΝΩΝ – Όροι και προϋποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο κατά τη συγχώνευση των ποινών, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 94, 96, 97 και 108 του ΠΚ και 551 του ΚΠΔ.
ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΠΟΙΝΩΝ
Όροι και προϋποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο κατά τη συγχώνευση των ποινών, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 94, 96, 97 και 108 του ΠΚ και 551 του ΚΠΔ.
Φίλιππου ΑΝΔΡΕΟΥ, Δικηγόρου
Συρροή εγκλημάτων
Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών
Άρθρο 94-1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ’ αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη β) ένα έτος αν η ποινή αυτή είναι Κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) δύο έτη, αν η ποινή αυτή είναι Κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για Κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για Φυλάκιση, και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για Κράτηση.
2. Αν τα εγκλήματα που συρρέουν πραγματώθηκαν με μία πράξη, το δικαστήριο επαυξάνει ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής. Στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή, σύμφωνα με την παράγραφο 1.
3. Αν χορηγήθηκε αμνηστία, χάρη, αναστολή δίωξης, απόλυση υπό όρο, ή επήλθε παραγραφή ή αφέθηκε οπωσδήποτε η ποινή, για ένα ή περισσότερα από τα εγκλήματα που συρρέουν και των οποίων οι ποινές προσμετρήθηκαν κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, εξακολουθεί η εκτέλεση των υπόλοιπων ποινών και, αν συντρέχει περίπτωση, ο εισαγγελέας προκαλεί νέα προσμέτρηση γι` αυτές, αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του καταδικασμένου.
4. Ποινές, οι οποίες επιβάλλονται για κακουργήματα ή με δόλο τελούμενα πλημμελήματα και εμπεριέχουν άσκηση σωματικής βίας και έχουν διαπραχθεί από κρατούμενους κατά άλλων κρατουμένων ή υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης ή κατά τη διάρκεια άδειας, εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος ο υπαίτιος.»
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 23 του ν. 3346/2005 (ΦΕΚ Α’ 140/17.6.2005. Η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 5 ν.4322/ 2015 (ΦΕΚ Α’ 42/27.04.2015).
Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής ποινών σε χρήμα
Άρθρο 96.1- Αν συντρέχουν περισσότερες από μία χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, η συνολική ποινή που επιβάλλεται αποτελείται από τη βαρύτερή τους, επαυξημένη ανάλογα με τους οικονομικούς όρους του καταδικασμένου. Η επαύξηση αυτή όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 3/4 του αθροίσματος των υπόλοιπων ποινών που συντρέχουν. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι ισόποσες, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ’ αυτές.
2. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 94 εφαρμόζεται και σ’ αυτό το άρθρο.
Άλλες περιπτώσεις συνολικής ποινής
Άρθρο 97. Οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή.
Άρση της απόλυσης
Άρθρο 108. Αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη από ένα (1) έτος, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης.
Το άρθρο 108 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 67 παρ. 2 του ν. 4139/ 2013 (ΦΕΚ Α’ 74/ 20-3-2013).
Εκτέλεση περισσοτέρων αποφάσεων για διαφορετικά εγκλήματα
Άρθρο 551.- 1. Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα για τη συρροή.
- Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το τριμελές ή μονομελές πλημμελειοδικείο, αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το μονομελές πλημμελειοδικείο. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το πταισματοδικείο, αρμόδιο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής είναι τούτο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αρμόδιο είναι το μονομελές εφετείο.
- Για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, ως ποινή βάσης λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη από αυτές, σε περίπτωση δε ίσης διάρκειας αυτών λαμβάνεται υπόψη η νεότερη απόφαση. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, εάν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παράγραφο αρμοδιότητας λαμβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει συνολική ποινή.
- Η αίτηση για καθορισμό συνολικής ποινής υποβάλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική εντολή γι’ αυτό. Αν εκείνος που καταδικάστηκε κρατείται, δεν προσάγεται στο δικαστήριο, μπορεί όμως να αντιπροσωπευθεί με συνήγορο, που διορίζεται με απλή επιστολή, την οποία πρέπει να έχει θεωρήσει ο διευθυντής του καταστήματος κράτησης.
- Το δικαστήριο αποφαίνεται αφού ακούσει τον καταδικασμένο ή το συνήγορο του, αν είναι παρόντες, καθώς και τον εισαγγελέα. Κατά της απόφασης επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα».
Το άρθρο 551 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 35 ν.4055/ 2012 (ΦΕΚ Α’ 51/12.3.2012), ενώ η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 102 παρ.9 ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α’ 74/20.3.2013).
Ο αιτών την ακύρωση της διαδικασίας, την ακύρωση απόφασης, την αναστολή εκτέλεσης απόφασης λόγω ασκηθείσης εφέσεως ή αναιρέσεως και τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, διοριζόμενο κατά τους όρους της παρ. 2 του άρθρου 340 ΚΠΔ. Για το παραδεκτό των ως άνω αιτήσεων, δεν απαιτείται να υποβληθεί ο αιτών στην εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 14 ν. 3346/ 2005).
«Κρατούμενοι για τους οποίους έγινε άρση της απόλυσης λόγω αμετάκλητης καταδίκης σε ποινή φυλάκισης έως ένα έτος, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο ανάκλησης» (άρθρ. 98 παρ. 2 ν. 4139/ 2013).
Βιβλιογραφία
Κ. Γκρόζος, «Επιγενομένη συρροή και σχηματισμός συνολικής ποινής. Το άρθρο 97 ΠΚ και η διάκρισή του από το άρθρο 551 ΚΠΔ», ΠοινΔικ 2004 σελ. 702 κ. ε.
ΕισΕφΠατρ. Γνμδτ 244/ 2016 «Έκτιση και εκτέλεση ποινών. Καταδικαστικές αποφάσαεις κατά του ιδίου προσώπου για συρρέοντα εγκλήματα.» ΠοινΔικ 2016 σελ. 629.
Μ. Κατσόγιαννου, «Η κάμψη της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου και η δια πληρεξουσίου παράσταση στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο.» ΠειρΝ 2016 σελ. 23.
Ε. Κοκκολάκης, «Ο θεσμός του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος», έκδ. 1996.
Λ. Μαργαρίτης, «Σχηματισμός συνολικής ποινής (άρθρο 551 ΚΠΔ) και κλήτευση του καταδίκου» ΠοινΔικ 2012 σελ. 1001 επ.
Λ. Μαργαρίτης, «Συρροή πλαστογραφίας, ψευδούς βεβαιώσεως και απάτης», Υπερ. 1991 σελ 112.
Λ. Μαργαρίτης – Ν. Παρασκευόπουλος, «Θεωρία της ποινής», έκδ. 1984 σελ. 203 επ.
Ι. Μανωλεδάκης, «Η συνολική ποινή και τα προβλήματα κατά την επιμέτρησή της», Πρακτικά Α΄ Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, έκδ. 1987 σελ. 129 επ.
Σ. Μουζακίτης, «Ζητήματα εκτελέσεως ποινικών αποφάσεων», έκδ. 2007 σελ. 35 επ.
Β. Παπαρηγόπουλος, «Συρροή αποπλανήσεως και απαγωγής», Θέμις ΚΣΤ΄ 599.
Γρ. Πεπόνης, «Η παράσταση του καταδικασθέντος επ’ ακροατηρίω κατά την συνεπιμέτρηση ποινών του άρθρου 551 ΚΠΔ», Ποιν. Χρον. ΜΖ΄ 924.
Κ. Σταμάτης, «Η συρροή ποινικών νόμων και η μη τιμωρητή προτέρα και υστέρα πράξις», έκδ. 1967.
Κ. Σταμάτης, «Γενικαί αρχαί της φαινομένης συρροής εγκλημάτων και ιδίως της κατ’ ιδέαν», έκδ. 1972.
Γ. Συλίκος, «Η υλικότητα των εννόμων αγαθών στο Ποινικό Δίκαιο», έκδ. 1995.
Επειδή το πολύπλοκο πια ζήτημα της συγχώνευσης των ποινών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94, 96, 97 του ΠΚ και 551 του ΚΠΔ, αλλά και της απαγόρευσης συγχώνευσης ποινών που επιβλήθηκαν κατά το χρόνο της δοκιμασίας σε περίπτωση υφ’ όρο απόλυσης και ανάκλησης αυτής κατ’ άρθρο 108 ΠΚ, αντιμετωπίζουν πλέον τα μονομελή πρωτοδικεία και τα μονομελή εφετεία, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο, να αναιρούνται τέτοιες αποφάσεις, είτε για έλλειψη αιτιολογίας, είτε για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ), θεωρήσαμε σκόπιμο να δημοσιεύσουμε την παρακάτω εργασία μας που επικεντρώνεται σε 61 περιπτώσεις (κανόνες) που ισχύουν στη συγχώνευση ποινών, με την ελπίδα ότι δίνουμε απάντηση αν όχι σε όλα, (διότι κανένα ανθρώπινο έργο δεν είναι τέλειο), τουλάχιστον στη συντριπτική πλειοψηφία των ζητημάτων που αντιμετωπίζουν τα παραπάνω μονομελή δικαστήρια (και όχι μόνον), σύμφωνα με τη νομοθεσία και τη νομολογία. Τους παρακάτω κανόνες αντλήσαμε από τη νομοθεσία, την κρατούσα νομολογία και την επιστήμη.
1). Η συνολική ποινή προϋποθέτει συνάντηση ποινών, είτε κατά την επιμέτρηση και την επιβολή τους, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις «αρχικής συρροής» (άρθρα 94-96 ΠΚ), είτε κατά το στάδιο της εκτέλεσης και έκτισής τους, όπως συμβαίνει στην «επιγενόμενη συρροή» (άρθρο 97 ΠΚ), καθώς και στη «συρροή καταδικαστικών αποφάσεων» (άρθρο 551 ΚΠΔ), Ι. Μανωλεδάκης ό.π.).
2). Αν μια ποινή έχει αποτιθεί, δεν μπορεί να προσμετρηθεί για το σχηματισμό συνολικής ποινής. Αν πάρα ταύτα το δικαστήριο προβεί σε νέα συγχώνευση των ποινών, λαμβάνοντας ως ποινή βάσης τη συγχωνευτική από προηγούμενη συγχώνευση, που είναι πράγματι η μεγαλύτερη, πλην όμως ο καταδικασθείς έχει ήδη εκτίσει την ποινή αυτή και έτσι δεν μπορεί να γίνει νέα συγχώνευση αφού η ποινή που απομένει είναι μόνο μια και έτσι η απόφαση που θα εκδοθεί θα είναι αναιρετέα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, (ΑΠ 857/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1692/ 2009 ΠραξΛογΠΔ 2009 σελ. 704).
3). Αυτός που ζητεί τη συγχώνευση των ποινών που εκκρεμούν σε βάρος του μπορεί με την αίτησή του να παραιτηθεί των προθεσμιών κλήτευσης αλλά ακόμη και αυτής της κλήτευσης. Στο δικαστήριο δεν οφείλει να είναι παρών, έστω και αν δεν κρατείται μακριά από την έδρα του δικαστηρίου, οπότε νόμιμα εκπροσωπείται από το συνήγορό του, τον οποίο διορίζει με απλή επιστολή, της οποίας το γνήσιο της υπογραφής θεωρείται από το διευθυντή της φυλακής, (άρθρα 551 παρ. 4 και 340 παρ. 4 ΚΠΔ).
4). Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το τριμελές ή το μονομελές πλημμελειοδικείο, αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το μονομελές πλημμελειοδικείο. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από το πταισματοδικείο, αρμόδιο για τον καθορισμό της συνολικής ποινής είναι τούτο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αρμόδιο είναι το μονομελές εφετείο, (άρθρο 551 παρ. 2 ΚΠΔ).
5). Η συνολική ποινή, που σχηματίζεται με την επιμέτρηση περισσοτέρων ποινών φυλάκισης μπορεί να υπερβεί τα πέντε (5) έτη κατ’ άρθρο 53 ΠΚ και να φθάσει κατ’ ανώτατο όριο τα δέκα (10) έτη, εξακολουθεί δε να είναι ποινή φυλάκισης και στην περίπτωση αυτή δεν μετατρέπεται σε κάθειρξη. Βαρύτερη ποινή θεωρείται η κατ’ είδος βαρύτερη, δηλαδή η κάθειρξη έναντι της φυλάκισης είναι πάντα βαρύτερη, έστω και αν η τελευταία είναι μεγαλύτερης διάρκειας και μόνον όταν πρόκειται για ποινές του ίδιου είδους, δηλαδή κάθειρξη με κάθειρξη και φυλάκιση με φυλάκιση, τότε βαρύτερη θεωρείται η μεγαλύτερης διάρκειας, (ΑΠ 1381/2012 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» σε άρθρο 551 ΚΠΔ, ΑΠ 1352/2010 ΕλλΔ/νη 51 σελ. 1434, ΑΠ 760/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» σεάρθρο551ΚΠΔ, ΑΠ 2688/ 2008 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 959/2007, ΑΠ 977/2006 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1602/2003 ΠραξΛογΠΔ 2003 σελ. 367, ΑΠ 1486/ 1996 Υπερ. 1997 σελ. 820, ΑΠ 551/ 1995 Υπερ. 1995 σελ. 959).
6).Οι διατάξεις του άρθρου 551 ΚΠΔ, που αφορούν τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής είναι ουσιαστικές και κατά συνέπεια η απόφαση, με την οποία γίνεται ο εν λόγω καθορισμός προσβάλλεται με αίτηση αναίρεσης, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, (ΑΠ 546/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 451/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1341/2009 ΠραξΛογΠΔ 2009 σελ. 566, ΑΠ 651/2007 ΠραξΛογΠΔ 2007 σελ. 170, ΑΠ 1662/2006 ΠοινΧρον ΝΖ’ 740, ΑΠ 216/ 2003 Ποιν Λόγος Γ’ 224, ΑΠ 1406/1999 ΝοΒ 48 σελ. 112, ΑΠ 435/1998 ΠοινΧρον ΜΗ’ 1074, ΑΠ 1486/1996 Υπερ. 1997 σελ. 820).
7). Κατά της απόφασης, με την οποία καθορίζεται συνολική εκτιτέα ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον καταδικασθέντα και στον εισαγγελέα, για τους λόγους που περιέχονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Για να είναι αιτιολογημένη η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 94, 96 και 97 ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση οι επί μέρους καταδικαστικές αποφάσεις και οι ποινές, που έχουν επιβληθεί, και να προκύπτει ότι οι συγκεκριμένες ποινές συναντώνται κατά την εκτέλεσή τους. Εάν πρόκειται για καθορισμό συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής ποινών σε χρήμα, πρέπει να διαλαμβάνεται και ότι για την επαύξηση εκτιμήθηκαν οι οικονομικοί όροι του καταδικασμένου. Αναιρετέα είναι η απόφαση που καθορίζει συνολική ποινή, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όταν δεν προκύπτει από την απόφαση, αν όλες οι ποινές συναντώνται κατά την εκτέλεσή τους, ούτε αν είχαν αποτιθεί ή μη, ούτε αν για την επαύξησή τους έχουν ληφθεί υπόψη οι οικονομικοί όροι του καταδικασμένου, παρά το ότι καθορίζεται και συνολική ποινή σε συρρέουσες ποινές σε χρήμα, (ΑΠ 615/2007 Πραξ Λογ ΠΔ 2007 σελ. 80).
8). Η αναφορά στην απόφαση ότι «λήφθηκε υπόψη η γενική οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος» αρκεί για να θεωρηθεί ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την οικονομική κατάστασή του πριν εκδώσει την απόφασή του (ΑΠ 320/2015, ΑΠ 799/2014, ΑΠ 419/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ».
9). Δεν αποκλείεται ο δικαστής από την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων σε περίπτωση καθορισμού συνολικής ποινής, κατά τη διάταξη του άρθρου 551 ΚΠΔ, όταν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ιδίου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα, αν ο ίδιος έχει δικάσει στη δίκη κατά την οποία επιβλήθηκε συγχωνευόμενη ποινή, (ΑΠ 237/2013 Ποιν.Χρον. ΞΔ’ 274, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» σε άρθρο 551 ΚΠΔ).
10). Ο καταδικασθείς, για την υποβολή αίτησης συγχώνευσης των ποινών που εκκρεμούν σε βάρος του και τη συζήτησή της στο δικαστήριο, μπορεί να εκπροσωπηθεί από το συνήγορό του κατ’ άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ. Ο διορισμός γίνεται με απλή εξουσιοδότηση και με απλή επιστολή, της οποίας το γνήσιο της υπογραφής πρέπει να είναι θεωρημένο από το διευθυντή της φυλακής. Κατά της απόφασης που εκδίδεται χωρεί αναίρεση από τον καταδικασθέντα και από τον εισαγγελέα, διότι όπως αναφέρεται παραπάνω οι διατάξεις του άρθρου 551 ΚΠΔ λογίζονται στην περίπτωση αυτή ως ουσιαστικές.
11). Όταν σε βάρος κάποιου κατάδικου έχουν εκτελεσθεί περισσότερες της μιας ποινές, ο εισαγγελέας των φυλακών εξετάζει αν έχουν υποβληθεί έγκαιρα στον αρμόδιο εισαγγελέα αντίγραφα των αποφάσεων αυτών ή αποσπάσματά τους με ξεχωριστή σημείωση για την έναρξη και λήξη κάθε στερητικής της ελευθερίας ποινής, που έχει επιβληθεί με τις εν λόγω καταδικαστικές αποφάσεις, για να καθορισθεί η εκτιτέα συνολική ποινή από το αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94-97 ΠΚ και 551 ΚΠΔ, (Εγκλ.Εισ.Εφ.Θεσ. 1993/1998 Υπερ. 1998 σελ. 872).
12). Αναιρείταιη απόφαση που προσβάλλεται, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρ. 94 ΠΚ και 551 ΚΠΔ) διότι κακώς απερρίφθη η αίτηση του αναιρεσείοντος για συγχώνευση ποινών, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 94 ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 551 ΚΠΔ, καθώς οι ποινές των προς συγχώνευση αποφάσεων δεν συναντήθηκαν κατά την εκτέλεση με την ποινή της συγχωνευτικής απόφασης για την οποία ο κατηγορούμενος είχε απολυθεί υπό όρους, ώστε η έκτισή της να «έχει νομίμως ανασταλεί», (ΑΠ 532/1999 Ποιν.Χρον. Ν’ 150).
13). Σε περίπτωση που όταν ο καταδικασθείς βρίσκεται σε υφ’ όρο απόλυση διαπιστωθεί ότι υπάρχει και μια προγενέστερη καταδικαστική απόφαση, η οποία με τη συγχώνευση μεγαλώνει το όριο της υφ’ όρο απόλυσης, τί θα γίνει, θα μείνει ελεύθερος ή θα επιστρέψει να υπηρετήσει και το νέο ποσοστό της νέας συγχώνευσης και μετά θα απολυθεί; Κατά την άποψή μας θα επιστρέψει να υπηρετήσει και όσο άλλο χρειάζεται και μετά θα απολυθεί.
14). Υπάρχουν και ποινές που δεν συγχωνεύονταικαι εκτίονται αθροιστικά, όπως ενδεικτικά είναι: α) οι ποινές που επιβάλλονται για τα εγκλήματα της οπλοκατοχής κ.λ.π. κρατουμένων στις φυλακές (άρθρο 13 του ν. 2168/ 1993 όπως ισχύει σήμερα), β) της απόδρασης κρατουμένων (άρθρ. 173 ΠΚ), γ) της στάσης κρατουμένων (άρθρ. 174 ΠΚ), δ) της παράβασης της νομοθεσίας περί προστασίας του εθνικού νομίσματος, ε) της παράβασης της νομοθεσίας περί τυχερών παιγνίων (άρθρο 12 παρ. 2 β.δ.29/ 1971, όπως ισχύει σήμερα), στ) της παράνομης επανόδου απελαθέντος αλλοδαπού κατ’ άρθρο 99 παρ. 4 ΠΚ όπου ορίζεται ότι «Ο αλλοδαπός που απελαύνεται και εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει παράνομα στη χώρα, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δυο ετών, η οποία δεν αναστέλλεται με κανένα τρόπο και εκτελείται αθροιστικά με την ανασταλείσα ποινή», ζ) του άρθρου 102 παρ. 1 του ΠΚ (άρση αναστολής) και του άρθρου 108 ΠΚ (άρση υπό όρο της απόλυσης), (ΑΠ 1662/2006 ΠοινΔικ 2007 σελ. 383, ΑΠ 1736/2000 Ποιν.Χρον. ΝΑ’ 727-728), η) της απαγόρευσης χρηματιστηριακών συναλλαγών σε Τράπεζες (άρθρ. 3 του ν.δ. 1315/ 1972 όπως ισχύει σήμερα, θ) οιποινές οι οποίες επιβάλλονται για κακουργήματα ή με δόλο τελούμενα πλημμελήματα και εμπεριέχουν άσκηση σωματικής βίας και έχουν διαπραχθεί από κρατούμενουςκατά άλλων κρατουμένων ή υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης ή κατά τη διάρκεια άδειας, εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή που θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος ο υπαίτιος (άρθρ. 94 παρ. 4 ΠΚ που προστέθηκε με το άρθρο 5 ν.4322/ 2015 (ΦΕΚ Α’ 42/ 27. 04 2015). Ι) Παραβίαση περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση (άρθρ. 173 Α΄ ΠΚ) κ.λ.π..
15). Η απόφαση του συγχωνεύει ποινές μεταξύ των οποίων υπάρχει και ποινή για αδίκημα για το οποίο ρητά με διάταξη νόμου απαγορεύεται η συγχώνευση είναι αναιρετέα για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 94, 97 και 173 παρ. 1 εδ. β του ΠΚ, όπως στην περίπτωση που το δικαστήριο συγχώνευσε εσφαλμένα την συγχωνευόμενη ποινή, που εξέτισε ο αιτών την συγχώνευση και την ποινή για απόδραση που επιβλήθηκε σ’ αυτόν. Η απόδραση συνέβη κατά το χρόνο που εξέτιε ο αιτών την επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή, ενώ έπρεπε να εκτιθεί η τελευταία αθροιστικά, μη συγχωνευόμενη με την παραπάνω ποινή (ΑΠ 640/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
16). Κάθε ποινή μπορεί να συγχωνευθεί με άλλες ποινές αν συναντάται με αυτές κατά την εκτέλεση και εφόσον οι εν λόγω ποινές δεν αναφέρονται σε εγκλήματα που τελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας, διότι τότε επέρχεται άρση της αναστολής και οι ποινές εκτίονται αθροιστικώς (ΑΠ 145/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
17). Σε περίπτωση απόλυσης του καταδικασθέντος υπό τον όρο της ανάκλησης κατ’ άρθρα 105, 106, 108, 109 ΠΚ, αν κατά το χρόνο της δοκιμασίας του διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη των έξι μηνών, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης και επομένως στην περίπτωση αυτή δεν χωρεί εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 551 παρ. 1α ΚΠΔ για συγχώνευση των ποινών, (ΑΠ 1343/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 546/2013, ΑΠ 562/2013, ΑΠ. 592/2013, ΑΠ. 593/2013, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 43/2012, ΑΠ 1199/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» σε άρθρο 551 ΚΠΔ, ΑΠ 677/2012 ΠοινΔικ 2013 σελ. 191, ΑΠ 1219/2006 Ελλ.Δικ. 47 σελ. 1574, ΑΠ 1662/2006 ΝοΒ 55 σελ. 730). Το άρθρο 108 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 67 παρ. 2 του ν. 4139/ 2013 (ΦΕΚ Α’ 74/20-3-2013) και το όριο της νέας ποινής πρέπει να είναι ανώτερο του ενός (1) έτους, αντί των έξι (6) μηνών, όπως ήταν πριν.
18).Συγχώνευση ποινής περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα με ποινή φυλάκισης. Κατά το άρθρο 51 παρ. 1 ΠΚ, ποινές στερητικές της ελευθερίας είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση, ο περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα, ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα και η κράτηση. Κατά δε το άρθρο 94 παρ. 1 ΠΚ κατά του υπαιτίου δυο ή περισσοτέρων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δυο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή με επαύξηση της βαρύτερης κατά το μέτρο που ορίζεται ειδικότερα σ’ αυτό. Εξάλλου, κατά το άρθρο 97 του ίδιου κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 410/ 1976, οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή. Τέλος κατά το άρθρο 132 παρ. 1 ΠΚ, αν ο κρατούμενος σε σωφρονιστικό κατάστημα διαπράξει αξιόποινη πράξη πριν συμπληρώσει το 17ο (ήδη το 18ο) έτος της ηλικίας του, ή αν συντρέξει άλλη περίπτωση συρροής κατά το άρθρο 97, το δικαστήριο επαυξάνει το ελάχιστο και το μέγιστο όριο παραμονής του ανηλίκου στο κατάστημα, που τα είχε καθορίσει στην προηγούμενη απόφασή του και κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου αν ο κρατούμενος σε σωφρονιστικό κατάστημα διαπράξει αξιόποινη πράξη μετά τη συμπλήρωση του 17ου (σήμερα του 18ου) έτους της ηλικίας του: α) αν η ποινή που προσδιορίστηκε για την πράξη αυτή είναι πρόσκαιρη κάθειρξη, το δικαστήριο επιβάλλει συνολική ποινή κάθειρξης επαυξημένη. Η επαύξηση της κάθειρξης δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το μισό του κατώτατου ορίου του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα που καθόρισε η απόφαση του δικαστηρίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, β) αν η ποινή που επιβλήθηκε για τη νέα πράξη είναι ηπιότερη από την πρόσκαιρη κάθειρξη το δικαστήριο επαυξάνει το κατώτατο και ανώτατο όριο του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα που καθορίστηκε στην προηγούμενη απόφαση, όχι όμως πέρα από το ανώτατο όριο περιορισμού, το οποίο ορίζεται στο άρθρο 54. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 551 ΚΠΔ προκύπτει, ότι η απότιση περισσοτέρων ποινών στερητικών της ελευθερίας, που επιβλήθηκαν στο ίδιο πρόσωπο με περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, που συναντώνται στην εκτέλεση ή για τις οποίες συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 97 ΠΚ, θα γίνει συγχώνευση με την επιβολή μιας συνολικής ποινής, που αποτελείται από τη βαρύτερη απ’ αυτές, που επαυξάνεται αναλόγως για καθεμιά από τις συντρέχουσες. Επομένως, αν επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης σε ποινικώς ενήλικο θα συγχωνευτεί στην ποινή του περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, που επιβλήθηκε στο ίδιο πρόσωπο για πράξη που διέπραξε όταν ήταν ανήλικος, επαυξανόμενης της ποινής του περιορισμού κατά το ελάχιστο και μέγιστο όριο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 97 ΠΚ,(ΑΠ 499/1995 Υπερ. 1995 σελ. 954, Ποιν.Χρον. ΜΕ’ 793, ΑΠ 639/1992 Ποιν.Χρον. ΜΑ’ 1137, ΑΠ 1448/1986 Ποιν.Χρον. ΛΖ’ 175).
19). Κατά μια άποψη γίνεται δεκτό, ότι το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της συνολικής ποινής κάθειρξης μπορεί να υπερβεί το ανώτατο όριο των 25 ετών, απαιτείται όμως τότε και αρκεί για τη νομιμότητα της απόφασης, να ορίσει την εκτιτέα ποινή στο ανώτατο όριο των είκοσι πέντε (25) ετών. Από τη λύση αυτή δεν παραβλάπτονται καθόλου τα δικαιώματα του καταδικασθέντα συνεπεία τυχόν αμνηστίας, χάρης, αναστολής δίωξης, απόλυσης υπό όρο, παραγραφής κ.λ.π., αφού αν συντρέξει ανάγκη υπάρχει δυνατότητα επαναπροσμέτρησης, σύμφωνα με την παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, (ΑΠ 687/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 2113/2005 ΠοινΔικ 2006 σελ. 541).
20). Το δικαστήριο κατά τη συγχώνευση των ποινών φυλάκισης μπορεί να υπερβεί με τη συνολική ποινή τα 10 έτη φυλάκισης, οφείλει όμως με την απόφασή του να ορίσει ότι θα εκτιθεί ποινή μέχρι 10 έτη, αλλιώς η απόφαση είναι αναιρετέα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (ΑΠ 2068/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» σε άρθρο 551 ΚΠΔ).
21). Το δικαστήριο που συγχωνεύει τις ποινές δεν έχει εξουσία να προβεί σε νέα κρίση, δηλαδή να τροποποιήσει τις αποφάσεις που επέβαλαν τις συντρέχουσες ποινές, συνεπώς δεν μπορεί να διορθώσει τη συγχωνευτική απόφαση και να της προσδώσει ανασταλτική δύναμη, διότι έτσι υπερβαίνει τη νόμιμη εξουσία του και η απόφαση αναιρείται, δεδομένου ότι κατ’ επίφαση μόνο διορθώνει τη συγχωνευτική απόφαση, αλλά ουσιαστικά τροποποιεί τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις παρέχοντας αναστολή, ενάντια στην πραγματική βούληση των δικαστηρίων που τις εξέδωσαν, (ΑΠ 1164/2000 ΠραξΛογΠΔ 2000 σελ. 485, ΑΠ 18/1999 Ποιν.Χρον. ΜΘ’ 22, ΝοΒ 47 σελ. 816).
22). Το δικαστήριο υποχρεούται κατά νόμο να προβεί στον καθορισμό συνολικής ποινής και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία συναντώνται στην εκτέλεση στερητικές της ελευθερίας ποινές των οποίων ζητείται η προσμέτρηση, κατ’ άρθρο 551 ΚΠΔ, με άλλες συρρέουσες ποινές για τις οποίες έχει καθορισθεί συνολική ποινή που εξαντλεί το ανώτατο όριο των είκοσι πέντε (25) ετών σε περίπτωση κάθειρξης ή των δέκα (10) ετών σε περίπτωση φυλάκισης. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο πρέπει να προβεί στον καθορισμό νέας συνολικής ποινής με ποινή βάσης εκείνη των 25 ετών κάθειρξης ή των 10 ετών φυλάκισης, που δεν θα διασπασθεί γιατί είναι η βαρύτερη, στην οποία θα προσμετρήσει και τις λοιπές μη προσμετρηθείσες ποινές που φέρονται προς εκτέλεση. Η συνολική ποινή όμως που θα επιβληθεί τελικά, παρά τις προσαυξήσεις, δεν μπορεί και πάλι να υπερβαίνει το ανώτατο όριο των είκοσι πέντε (25) ετών κάθειρξης ή δέκα (10) ετών φυλάκισης, που προβλέπεται από το άρθρο 94 παρ 1 ΠΚ, γιατί απαγορεύεται ρητά κάθε υπέρβαση ταυ ορίου αυτού επί συρροής εγκλημάτων, χωρίς διάκριση της βαρύτητας ή του αριθμού αυτών. Ο τρόπος αυτός καθορισμού συνολικής ποινής επιβάλλεται από το νόμο και δεν μπορεί να τον αρνηθεί το δικαστήριο, αφού δεν αναγνωρίζεται η συνέκτιση των ποινών, ενώ εξάλλου αντίκειται στις εκτεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις περί ποινής η ξεχωριστή εκτέλεση των ποινών που δεν προσμετρήθηκαν, καίτοι έχουν συναντηθεί κι’ αυτές στην εκτέλεση (ΑΠ 145/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1406/1999 ΝοΒ 48 σελ. 112, ΑΠ 1684/1997 Ποιν.Χρον. ΜΗ’ 568).
23). Σε περίπτωση καθορισμού συνολικής ποινής κατ’ άρθρο 551 ΚΠΔ, αν ο καταδικασμένος που κρατείται στη φυλακή αντιπροσωπεύθηκε ενώπιον του δικαστηρίου δια συνηγόρου, λογίζεται ωσεί παρών και έτσι για την έναρξη της προθεσμίας αναίρεσης δεν απαιτείται επίδοση της απόφασης, (Συμ.ΑΠ 91/1999 Υπερ. 1999 σελ. 659).
24).Αν πρόκειται να συγχωνευθούν ποινές εκ των οποίων άλλες μεν έχουν μετατραπεί σε χρηματικές και άλλες όχι, η συνολική ποινή επιτρέπεται να μετατραπεί αν η ποινή που αποτελεί τη βάση είχε μετατραπεί. Επειδή στην επιστήμη και τη νομολογία υπήρχε διχογνωμία επ’ αυτού, η λύση δόθηκε νομοθετικά με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 1240/ 1982 όπου ορίζονται τα εξής: «Σε περίπτωση επιμετρήσεως η συνεπιμετρήσεως ποινών στερητικών της ελευθερίας επιβληθεισών ή επιβαλλομένων δια μιας η περισσοτέρων αποφάσεων που έχουν μετατραπεί σε χρηματικές ποινές, ή τυχόν καθοριζομένη συνολική ποινή και όταν υπερβαίνει το έτος ακόμη και αν υπάρχουν αμετάτρεπτες ποινές, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή εφ’ όσον η ποινή – βάση έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Η μετατροπή της συνολικής ποινής γίνεται σύμφωνα με τους όρους της ποινής – βάσης».
25). Αν η καθορισθείσα αμετακλήτως συνολική ποινή δεν είναι η βαρύτερη και δεν πρόκειται να αποτελέσει τη βάση της νέας επιμέτρησης, αλλά πρόκειται να συγχωνευθεί με άλλη βαρύτερη, τότε διασπάται και συγχωνεύονται οι επί μέρους ποινές, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να ληφθεί από αυτές μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για τον σχηματισμό νέας συνολικής ποινής από αυτό που είχε ληφθεί προηγουμένως, (ΑΠ. 1352/2010 ΕλλΔ/νη 51 σελ. 1434, ΑΠ 1341/2009 Ποιν.Χρον. ΝΘ’ 705, ΑΠ 977/2006 Ποιν.Χρον. ΝΖ’ 336).
26). Η «συνολική ποινή» δεν είναι μόνο η μια ενιαία ποινή του άρθρου 98 ΠΚ, αλλά είναι το άθροισμα των επί μέρους ποινών των αξιόποινων πράξεων που συρρέουν, (Λ. Μαργαρίτης – Ν. Παρασκευόπουλος, ό.π.).
27). Οι ποινές που συγχωνεύονται διατηρούν την αυτοτέλειά τους, πράγμα που σημαίνει ότι, αν μια ποινή από αυτές που συγχωνεύτηκαν δεν ήταν αμετάκλητη, (αφού επιτρέπεται η συγχώνευση και των μη αμετάκλητων ποινών) αν στη συνέχεια υποπέσει σε παραγραφή, τότε, στην περίπτωση αυτή, γίνεται διάσπαση της συγχωνευτικής ποινής και νέα προσμέτρηση, χωρίς βέβαια την παραγραφείσα ποινή (ΑΠ 529/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
28). Η απόφαση, που επιβάλλει τη «συνολική ποινή» δεν είναι καταδικαστική, αφού δεν απαγγέλλεται νέα καταδίκη αλλά καθορίζεται ο τρόπος συνεκτέλεσης των επί μέρους ποινών, που συνεπιμετρήθηκαν στη «συνολική ποινή». Αναίρεση με δήλωση στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επιτρέπεται μόνο για τις καταδικαστικές αποφάσεις, συνεπώς δεν μπορεί να ασκηθεί κατ’ αυτής αναίρεση με δήλωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 2 ΚΠΔ (ΑΠ 466/2007 ΠραξΛογΠΔ 2007 σελ. 169).
29). Επειδή η συγχωνευτική απόφαση δεν είναι καταδικαστική, η εκτέλεση αυτής (της συγχωνευτικής απόφασης) δεν αποκλείει ούτε καταργεί την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 108 ΠΚ περί αθροιστικής έκτισης της ποινής (ΑΠ 841/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 145/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
30). Δεν επιτρέπεται άσκηση αίτησης ακύρωσης διαδικασίας κατ’ άρθρο 341 ΚΠΔ.
31). Δεν προβλέπεται αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, κατ’ άρθρο 61 ΠΚ, όταν η «συνολική ποινή» είναι μεν τουλάχιστον ένα έτος, πλην όμως καμιά από τις επί μέρους ποινές δεν είναι τουλάχιστον ενός έτους, εκτός από ορισμένες ρητές εξαιρέσεις όπως λ.χ. στα άρθρα 227 παρ. 1 ΠΚ (με το οποίο γίνεται αναφορά στην ψευδορκία μάρτυρα και πραγματογνώμονα) και 363 (συκοφαντική δυσφήμηση).
32). Η «συνολική ποινή» θεωρείται ενιαία στην εκτέλεση, έτσι, η απότιση μέρους της συνολικής ποινής λογίζεται ως ενιαία για όλα τα συρρέοντα εγκλήματα. Η συνολική ποινή δεν είναι μια ενιαία ποινή, αλλά αποτελεί ένα λειτουργικό (όχι οργανικό) άθροισμα ποινών. Επομένως, εφόσον δεν πρόκειται για οργανική συνένωση αλλά για λειτουργική συνυπόσταση των ποινών, οι οποίες συνεκτελούνται μέσα στη συνολική ποινή και μέσω της συνολικής ποινής, κάθε μια από τις συναθροιζόμενες ποινές διατηρεί τη λειτουργική αυτοτέλειά της αλλά δεν έχει εκτελεστική αυτοδυναμία, διότι δεν είναι δεκτική κάθε μια αυτοτελούς εκτέλεσης (ΑΠ 384/2000, ΑΠ 286/1999, ΑΠ 851/1986 Ποιν.Χρον. ΛΣΤ’ 797, ΑΠ 277/1985 Ποιν.Χρον. ΛΕ’ 707, Γ. Συλίκος ΠραξΛογΠΔ 2000 σελ. 200).
33). Για την άσκηση έφεσης, η «συνολική ποινή» λογίζεται ενιαία, (άρθρο 491 ΚΠΔ) αν και επιτρέπεται η άσκηση έφεσης και στην περίπτωση που μια μόνο απόφαση από αυτές που συγχωνεύονται υπόκειται σε έφεση, (ΑΠ 480/1986 Ποιν.Χρον. ΛΣΤ’ 663).
34). Η μετατροπή της συνολικής ποινής γίνεται σύμφωνα με τους όρους μετατροπής της ποινής βάσης και αν η ποινή βάσης είναι αμετάτρεπτη, δεν επιτρέπεται να μετατραπούν και οι συντρέχουσες ποινές, έστω και αν αυτές υπόκεινται αυτοτελώς σε μετατροπή, γιατί δεν επιτρέπεται η μετατροπή μόνο μέρους της συνολικής ποινής, (ΑΠ 578/1993 Ποιν.Χρον. ΜΓ’ 777).
35). Εφόσον κρίθηκε η ποινή βάσης αμετάτρεπτη, δεν μπορούν να μετατραπούν σε χρηματικές ούτε οι συντρέχουσες ποινές. Λόγοι αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των περί μετατροπής διατάξεων και έλλειψη αιτιολογίας λόγω μη μετατροπής της ποινής, (ΑΠ 866/2009 και 867/2009 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ».
36). Όταν πρόκειται να γίνει συγχώνευση ποινών κατ’ άρθρο 551 ΚΠΔ, εάν μεταξύ των αμετακλήτων καταδικαστικών αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που έχει καθορίσει αμετάκλητα συνολική ποινή, που σχηματίστηκε από τη συγχώνευση άλλων επιμέρους ποινών, τότε, η απόφαση αυτή, εάν είναι η βαρύτερη, θα αποτελέσει την ποινή βάσης, εάν όμως άλλη απόφαση είναι βαρύτερη, τότε η άλλη αυτή απόφαση θα αποτελέσει την ποινή βάσης και η σχηματισθείσα από τη συγχώνευση άλλων επί μέρους ποινών, έστω και αν έχει καταστεί αμετάκλητη, θα διασπασθεί στις επί μέρους ποινές και οι ποινές αυτές θα συγχωνευτούν στην ποινή βάσης, (ΑΠ 1282/2016, ΑΠ 1343/2015, ΑΠ 840/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1133/2014 Αρμ. 2015 σελ. 288, ΠοινΔικ 2015 σελ. 1031, ΑΠ 1224/2010 ΠοινΔικ 2011 σελ. 969, ΑΠ 959/2007 ΠραξΛόγοςΠΔ 2007 σελ. 363, ΑΠ 896/2005 Ελλ.Δικ. 46 σελ. 1603, ΑΠ 1602/2003 ΠραξΛογ ΠΔ 2003 σελ. 367, ΑΠ 286/1999 ΠραξΛογΠΔ 2000 σελ. 199).
37).Η επαύξηση της ποινής βάσης που επέρχεται με τη συγχώνευση σ’ αυτή μέρους των άλλων συντρεχουσών ποινών δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των συντρεχουσών αυτών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε (25) έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα (10) έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση και τους έξι (6) μήνες όταν πρόκειται για κράτηση, (ΑΠ 145/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 378/2001 Ποιν.Λόγος Α’ 516).
38). Επειδή τα ποσοτικά όρια επαύξησης της βαρύτερης ποινής αναφέρονται ρητά στο νόμο (άρθρ. 94 παρ. 1 ΠΚ) το δικαστήριο που κατά τη συγχώνευση ποινών λαμβάνει από ποινή που υπερβαίνει τα 2 έτη (όπως στην περίπτωση που η συγχωνευόμενη ποινή είναι 30 μηνών), 15 ημέρες αντί για 4 μήνες, η απόφασή του είναι αναιρετέα, (ΑΠ 1411/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
39). Το δικαστήριο καλώς ενήργησε που καθόρισε ως εκτιτέα συνολική ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών, με επαύξηση της βαρύτερης ποινής κάθειρξης των επτά (7) ετών, που έλαβε ως ποινή βάσης, και πρόσθεσε άλλα δύο (2) έτη από την άλλη ποινή φυλάκισης των πέντε (5) ετών. Η εν λόγω συγχωνευτική ποινή είναι εντός των πλαισίων του άρθρου 94 παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 2174/2007 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
40). Αν το δικαστήριο καθορίσει συνολική ποινή στερητική της ελευθερίας και παραλείψει να καθορίσει και συνολική χρηματική ποινή (εφόσον υπάρχουν περισσότερες χρηματικές ποινές) υποπίπτει στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας (ΑΠ 1411/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
41). Δεν υποπίπτει σε καμιά πλημμέλεια το μονομελές πλημμελειοδικείο, το οποίο προκειμένου να εκτελεστούν σε βάρος του αναιρεσείοντος συγκεκριμένες καταδικαστικές αποφάσεις, καθόρισε με την απόφασή του συνολική ποινή φυλάκισης με βάση τη βαρύτερη ποινή φυλάκισης που επέβαλε άλλη απόφαση και χωριστά συνολική χρηματική ποινή με βάση τη μεγαλύτερη χρηματική ποινή, που επέβαλε άλλη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου (ΑΠ 1211/2002 ΠοινΔικ 2002 σελ. 1340).
42). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94-97 ΠΚ και 491 ΚΠΔ προκύπτει ότι, το δικαστήριο υποχρεούται να προβεί στον καθορισμό συνολικής ποινής όταν συναντώνται στην εκτέλεση κατά του αυτού προσώπου περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις για διάφορα εγκλήματα που συρρέουν, έστω και αν οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες. Στην παραδοχή αυτή δεν είναι αντίθετη η αναφερόμενη στην εκτέλεση περισσοτέρων καταδικαστικών αποφάσεων για διαφορετικά εγκλήματα διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 ΚΠΔ. Το άρθρο αυτό σκοπεί να ρυθμίσει την περίπτωση, κατά την οποία δεν έχει καταστεί δυνατός από οποιοδήποτε λόγο ο καθορισμός της συνολικής ποινής προτού καταστούν αμετάκλητες οι αποφάσεις. Εάν το δικαστήριο απορρίψει αίτημα συγχώνευσης δυο ποινών, με την αιτιολογία ότι μια από αυτές δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, εσφαλμένα ερμηνεύει και εφαρμόζει το νόμο, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ε’ ΚΠΔ, (ΟλΑΠ 4/2005 Ελλ.Δικ. 46 σελ. 1600 και ΝοΒ 53 σελ. 1330, ΑΠ 1133/2014, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 546/2013 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 677/2012, ΑΠ 1194/2011 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1224/2010 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 587/2003 ΠραξΛογΠΔ 2003 σελ. 199, ΑΠ 2149/2002 ΠραξΛογΠΔ 2002 σελ. 530, Τριμ.Εφ.Θεσ. 118/2002 ΠραξΛογΠΔ 2002 σελ. 345, Πεντ.Εφετ.Αθην. 1170/2003 ΠραξΛογΠΔ 2003 σελ. 368, Τριμ.Πλημ.Τρικ. 1196/2003 ΠραξΛογΠΔ 2003 σελ. 370).
43). Η συγχώνευση των ποινών είναι υποχρεωτική, γι’ αυτό αν ο κατηγορούμενος παραιτηθεί από την αίτησή του για καθορισμό συνολικής ποινής, το δικαστήριο δεν πρέπει να απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη αλλά πρέπει να προβεί στη συνέχεια σε καθορισμό συνολικής ποινής. Το δικαστήριο οφείλει να προβεί σε καθορισμό συνολικής ποινής έστω και αν δεν προκύπτει ότι οι υπό συγχώνευση ποινές έχουν καταστεί αμετάκλητες. Αναιρέθηκε για αρνητική υπέρβαση εξουσίας η απόφαση του 5μελούς εφετείου, το οποίο απέρριψε αίτημα του εισαγγελέα εφετών, περί συγχώνευσης ποινών, ο οποίος με αφορμή σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου, ο οποίος καταδικάστηκε σε ποινές κάθειρξης 14 και 12 ετών αντίστοιχα, από το οποίο (αίτημα) στη συνέχεια παραιτήθηκε, ζήτησε με έγγραφό του, που είναι ταυτόσημο με την αίτηση του κατηγορουμένου, να γίνει συγχώνευση των ποινών, αλλά το δικαστήριο εξ αιτίας της γενομένης παραίτησης, απέρριψε το αίτημα του εισαγγελέα, (ΟλΑΠ 3/2005 ΠραξΛογΠΔ 2005 σελ. 226, Ποιν.Χρον. ΝΕ’ 785).
44). Σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεούται ο καταδικασμένος να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο δικαστήριο κατά τον καθορισμό της συνολικής ποινής, αφού δικαιούται να παραιτηθεί και αυτής ακόμη της κλήτευσής του. Η εκπροσώπησή του από συνήγορο είναι δυνατή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 3346/ 2005 σε κάθε περίπτωση. Το δικαστήριο που καθορίζει συνολική ποινή δε μπορεί, κατά νόμο, να διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντος στον καθορισμό συνολικής ποινής, όταν μάλιστα δέχθηκε την εκπροσώπησή του δια πληρεξουσίου, (Τριμ.Πλημ.Τρικ. 1196/2003 ΠραξΛογΠΔ 2003 σελ. 370).
45). Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση του πενταμελούς εφετείου σε ποινή κάθειρξης 8 ετών και 9 μηνών, απολύθηκε με όρο, με υπόλοιπο ποινής 3 έτη 5 μήνες και 28 ημέρες. Κατά το χρόνο της δοκιμασίας καταδικάστηκε αμετάκλητα με απόφαση του ΜΟΕ για άλλες πράξεις σε ποινή κάθειρξης 10 ετών και 8 μηνών, ζήτησε δε ο κατηγορούμενος τη συγχώνευση των πιο πάνω ποινών, καθώς και μιας συνολικής ποινής 8 μηνών που επιβλήθηκε με απόφαση του τριμελούς πλημμελειοδικείου. Προβαίνοντας όμως στη συνεπιμέτρηση των πιο πάνω ποινών υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ε’ ΚΠΔ πλημμέλεια, καθόσον έπρεπε να εκτιθεί αθροιστικά ολόκληρο το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής και όχι να τη συνυπολογίσει στη συνολική ποινή, (ΑΠ 384/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 651/2007 ΠοινΔικ 2007 σελ. 1105, ΑΠ 1314/2003 ΠοινΔικ 2004 σελ. 103).
46). Σχηματισμός συνολικής ποινής, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 97 ΠΚ, χωρεί όταν σε βάρος του ίδιου προσώπου εκκρεμούν προς έκτιση ποινές που έχουν επιβληθεί με περισσότερες (τουλάχιστον δυο) καταδικαστικές αποφάσεις, για διαφορετικές αξιόποινες πράξεις, ανεξάρτητα από το χρόνο τέλεσης των αδικημάτων και προτού εκτιθούν ολοκληρωτικά, παραγραφούν ή χαριστούν οι υπό κρίση ποινές. Οι περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις μπορούν να προκύψουν ως εξής: α) Στην περίπτωση που το δικαστήριο το οποίο θα σχηματίσει τη συνολική ποινή, καταδικάζει τον ενδιαφερόμενο για κάποια αξιόποινη πράξη, ακολούθως δε, τίθεται υπόψη του δικαστηρίου και άλλη ή άλλες καταδικαστικές αποφάσεις, από διαφορετικό ή διαφορετικά δικαστήρια έχουν επιβάλει και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί ακόμη, ούτε έχουν παραγραφεί ή χαριστεί. Αυτή είναι η κλασσική μορφή της επιγενόμενης συρροής, δηλαδή η ύπαρξη ενός αδικήματος και μιας καταδικαστικής γι’ αυτό απόφασης, στην οποία έρχεται να προστεθεί μια νέα καταδίκη για άλλο αδίκημα. Η επιλογή για αποφυγή της αθροιστικής έκτισης των δυο ποινών οδηγεί στην πρόβλεψη για σχηματισμό συνολικής ποινής, σύμφωνα με τα ισχύοντα στην αρχική συρροή, όπου οι ποινές για τα διαφορετικά αδικήματα επιβάλλονται ταυτόχρονα, οπότε και την ίδια ακριβώς στιγμή ρυθμίζεται και το ζήτημα της συνολικής τους ποινής. β) Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο το δικαστήριο να καταδικάσει τον ίδιο δράστη κατά την ίδια δικάσιμο για περισσότερες από μια αξιόποινες πράξεις, χωρίς να προβεί σε συνεκδίκασή τους και χωρίς να εφαρμοστεί εξαρχής το άρθρο 94 ΠΚ και αμέσως μετά να προβεί στο σχηματισμό συνολικής ποινής, εφαρμόζοντας πλέον το άρθρο 97 ΠΚ. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν όταν ο κατηγορούμενος στην ίδια δικάσιμο, δικάζεται περισσότερες από μια φορές, για διάφορες αξιόποινες πράξεις, άλλες από τις οποίες τέλεσε μόνος του και άλλες ως συμμέτοχος με άλλον ή άλλους με τους οποίους δικάζεται στην ίδια υπόθεση. Έτσι το δικαστήριο στην ίδια δικάσιμο εκδίδει κατά του αυτού προσώπου περισσότερες από μια καταδικαστικές αποφάσεις, οι οποίες είναι εκτελεστές διότι δεν επιβλήθηκε μια συνολική ποινή. Έτσι εφαρμόζεται το άρθρο 97 ΠΚ ώστε να υπάρξει μια ποινή προς εκτέλεση και θα συμβεί ό,τι ακριβώς θα συνέβαινε εάν τα αδικήματα εκδικάζονταν ταυτόχρονα και γ) Στην περίπτωση που επιβλήθηκαν καταδικαστικές αποφάσεις σε διαφορετικούς χρόνους και από διαφορετικά δικαστήρια, ή το δικαστήριο που επέβαλε μια ποινή, δεν γνώριζε ότι υπήρχαν και άλλες καταδικαστικές αποφάσεις. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο κατηγορούμενος δικαιούμενος να αρνηθεί την αθροιστική έκτιση των ποινών δικαιούται να ζητήσει τη συγχώνευσή τους και το δικαστήριο υποχρεούται να ικανοποιήσει το αίτημά του αφού η συγχώνευση για το δικαστήριο είναι υποχρεωτική.
47). Το άρθρο 97 ΠΚ δεν αναφέρει ρητά εάν η νέα καταδικαστική απόφαση ή η ήδη υπάρχουσα ή και οι δυο θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι αμετάκλητες, ή εάν το στοιχείο αυτό δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου το δικαστήριο να προχωρήσει σε σχηματισμό συνολικής ποινής. Εξάλλου και πέρα από την προσφυγή στη διάταξη του άρθρου 491 ΚΠΔ, η ίδια η διατύπωση του άρθρου 97 ΠΚ δεν ευνοεί την προσέγγιση που απαιτεί το αμετάκλητο των καταδικαστικών αποφάσεων. Αν κάποιο χρονικό όριο τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση, αυτό είναι η μη ολοκληρωτική έκτιση, παραγραφή ή χάρη της ποινής. Η αναφορά κατά τα λοιπά φαινόμενα είναι ξεκάθαρη: «περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις, για πράξεις οποτεδήποτε τελεσθείσες».
48). Οι διατάξεις των άρθρων 97 ΠΚ και 551 ΚΠΔ σ’ ότι αφορά τη διαδικασία σχηματισμού συνολικής ποινής, δεν αλληλοεπηρεάζονται και δεν αλληλοαποκλείονται, (Κ. Γρόζος ό.π.).
49). Κατά το άρθρο 97 του ΠΚ η διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 εφαρμόζεται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαρισθεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικασθεί για άλλη αξιόποινη πράξη οποτεδήποτε και αν αυτή τελέσθηκε. Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 105, 108 και 109 του ΠΚ η υπό τον όρο της ανάκλησης χορηγούμενη απόλυση του κατάδικου σε στερητική της ελευθερίας ποινή δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτέλεσής της, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (ΟλΑΠ 106/1991).
50). Δημιουργείται λόγος αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, στην απόφαση, με την οποία έγινε καθορισμός συνολικής ποινής που πρόκειται να εκτίσει ο κατηγορούμενος, διότι δεν έπρεπε να συμπεριλάβει στη συγχώνευση και να λάβει ως ποινή βάσης την ποινή που καθορίστηκε με συγχωνευτική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, για την οποία ο κατάδικος είχε τύχει υφ’ όρο απόλυση, αφού οι νέες ποινές που επιβλήθηκαν σ’ αυτόν για εγκλήματα που τέλεσε με δόλο μέσα στο χρονικό διάστημα της δοκιμασίας του θα εκτιθούν αθροιστικά (συγχωνευμένες όμως μεταξύ τους) μετά την έκτιση ολόκληρου του υπολοίπου της ανασταλείσας με τον όρο της ανάκλησης ποινής, δυνάμει βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, δηλαδή 7 ετών, 5 μηνών και 10 ημερών, το οποίο έπρεπε ο κατάδικος να εκτίσει, αποκλείοντας τη συγχώνευση με τη νέα ποινή (ΑΠ 677/2012 ΠοινΔικ 2013 σελ. 191).
51). Το άρθρο 465 παρ. 2 ΚΠΔ ρυθμίζει ειδικώς την από τον καταδικασθέντα άσκηση των ένδικων μέσων κατά της καταδικαστικής απόφασης, δηλαδή της έφεσης και της αναίρεσης, ορίζοντας ότι τα συγκεκριμένα ένδικα μέσα μπορεί να ασκήσει εκτός του καταδικασθέντος και ο συνήγορος που παρέστη κατά τη συζήτηση, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ένδικο μέσο κατά οποιασδήποτε άλλης απόφασης μη καταδικαστικής, δεν δικαιούται να ασκήσει ο παραστάς συνήγορος. Δεν είναι καταδικαστική η απόφαση, που εκδίδεται σε εφαρμογή των άρθρων 94 και 97 ΠΚ και καθορίζει συνολική ποινή. Εφόσον το δικαστήριο προέβη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 551 ΚΠΔ στον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής, διότι επιμέτρησε πλείονες ποινές, που επιβλήθηκαν με διάφορες καταδικαστικές αποφάσεις, η απόφαση αυτή δεν είναι καταδικαστική και απαραδέκτως ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης από τον παραστάντα δικηγόρο, (ΑΠ 466/2007 ΠραξΛογΠΔ 2007 σελ. 169).
52). Αναιρείται η συγχωνευτική απόφαση, διότι το δικαστήριο έλαβε ως ποινή – βάση, την ποινή κάθειρξης των επτά (7) ετών και όχι την ποινή κάθειρξης των δέκα (10) ετών, επειδή θεώρησε εσφαλμένα ότι η ποινή των επτά ετών είναι βαρύτερη, δεδομένου ότι για την ποινή των δέκα ετών ο κατάδικος έτυχε υφ’ όρο απόλυση, με ανασταλέν υπόλοιπο ποινής τριών ετών, τριών μηνών και είκοσι μιας ημερών, που είναι μικρότερο των επτά ετών (ΑΠ 959/2007 ΠραξΛόγοςΠΔ 2007 σελ. 363). Ομοίως υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 94 ΠΚ και 551 ΚΠΔ στην προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση διότι, κατά την εκτέλεση περισσοτέρων αποφάσεων κατά του ίδιου κατηγορουμένου ελήφθη υπόψη όχι η ποινή για την οποία είχε χορηγηθεί υφ’ όρο απόλυση, αλλά το εναπομείναν μη εκτιθέν τμήμα αυτής, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να εκτίσει μεγαλύτερη της νόμιμης ποινής. Κατά τη σύμφωνη εισαγγελική πρόταση ο λανθασμένος αυτός υπολογισμός της συνολικής ποινής σε περιπτώσεις υφ’ όρον απόλυσης καταλήγει σε άδικη αποστέρηση της ελευθερίας του καταδικασθέντος και έρχεται σε αντίθεση με την αρχή ότι η συνολική ποινή δεν μπορεί να καθοριστεί με τμήματα των επιβληθεισών ποινών, αλλά με ολοκληρωμένες τις ποινές αυτές, (ΑΠ 1341/2009 Ποιν.Χρον. ΝΘ’ 705 με εισαγγελική πρόταση Α. Ζύγουρα).
53).Αν η καθορισθείσα αμετακλήτως συνολική ποινή δεν είναι η βαρύτερη και δεν πρόκειται να αποτελέσει τη βάση της νέας επιμέτρησης, αλλά πρόκειται να συγχωνευθεί με άλλη, βαρύτερη, τότε διασπάται και συγχωνεύονται οι επί μέρους ποινές, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να ληφθεί από αυτές μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για το σχηματισμό νέας συνολικής ποινής, από αυτό που είχε ληφθεί προηγουμένως (ΑΠ 1282/2016, ΑΠ 1274/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1352/2010 ΕλλΔ/νη 51 σελ. 1434, ΑΠ 1341/2009 ΠραξΛογΠΔ 2009 σελ. 566 και Ποιν.Χρον. ΝΘ’ 705, ΑΠ 977/ 2006 Ποιν.Χρον. ΝΖ’ 336).
54). Το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της συνολικής ποινής φυλάκισης, μπορεί να υπερβεί το ανώτατο όριο των δέκα (10) ετών, απαιτείται όμως, για τη νομιμότητα της απόφασης να ορίσει την εκτιτέα ποινή στο ανώτατο όριο που είναι δέκα (10) ετών. Στην προκείμενη περίπτωση από το δικαστήριο καθορίστηκε συνολική ποινή φυλάκισης 14 ετών και 11 μηνών, χωρίς να καθοριστεί το ύψος της εκιτέας ποινής στα πλαίσια του άρθρου 94 παρ. 1 ΠΚ, για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και Ε΄ ΚΠΔ (ΑΠ 2068/2010 ΠοινΔικ 2012 σελ. 129 με παρατηρήσεις Β. Αδάμπα).
55).Επί μερικής αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης, (μόνο ως προς ορισμένα αδικήματα), αν επακολουθήσει και πάλι καταδίκη γι’ αυτά τα αδικήματα από το δικαστήριο της παραπομπής, γίνεται προσμέτρηση της ποινής που είχε επιβληθεί με την αρχική καταδικαστική απόφαση (μη αναιρεθέν μέρος), μόνον αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσμέτρησης, μετά τη νέα απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας. Δεν γίνεται όμως προσμέτρηση, αν η πρώτη ποινή έχει ήδη εκτιθεί (ΑΠ 476/1984 Ποιν.Χρον. ΛΔ’ 911).
56). Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής ποινών σε χρήμα. Αν συντρέχουν περισσότερες από μια χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, η συνολική ποινή που επιβάλλεται αποτελείται από τη βαρύτερή τους, επαυξημένη ανάλογα με τους οικονομικούς όρους του καταδικασμένου. Η επαύξηση όμως αυτή δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 3/4 του αθροίσματος των υπολοίπων ποινών που συντρέχουν. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι ισόποσες, η συνολική ποινή σχηματίζεται από την επαύξηση μιας απ’ αυτές (άρθρ. 96 παρ. 1 ΠΚ).
57). Η αυτοδίκαιη άρση της υφ’ όρο απόλυσης δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι η νέα καταδικαστική απόφαση δεν κατέστη αμετάκλητη (ΑΠ 384/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 383/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 373/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1274/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1352/2010 ΕλλΔ/νη 51 σελ. 1435).
58). Το Μονομελές Εφετείο που καθορίζει τη συνολική ποινή λόγω συγχώνευσης περισσοτέρων καταδικαστικών αποφάσεων που εκκρεμούν σε βάρος ενός ατόμου, δεν έχει αρμοδιότητα να προβεί και σε δοσοποίηση του ποσού της μετατροπής διότι η διάταξη του άρθρου 551 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 του ν. 4055/2012, προβλέπει τις περιπτώσεις που το Μονομελές Εφετείο είναι αρμόδιο για τον καθορισμό συνολικής ποινής επί περισσοτέρων καταδικαστικών αποφάσεων. Κατά τη διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 82 παρ. 8 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3904/2010, αν μετά τη μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή πρόστιμο, επέρχεται ουσιώδης αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης εκείνου που καταδικάστηκε, αυτός μπορεί να ζητήσει από το ίδιο δικαστήριο προθεσμία ή διεύρυνση της προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δυο έτη ή τροποποίηση του ύψους της μετατροπής ή ακόμη μετατροπή της χρηματικής ποινής σε προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο. Στην ίδια απόφαση ορίζονται και οι συνέπειες της μη εκπλήρωσης των παραπάνω υποχρεώσεων. Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα με την από 16.10.2012 αίτησή της ζήτησε όπως, μετά τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής με την επιμέτρηση των επιμέρους ποινών που επιβλήθηκαν σ’ αυτήν με τις με αριθμούς α) 639/2011 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, β) 1405/2010 του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, γ) 1406/2010 του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, δ) 4167/2011 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ε) 5759/2010 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και στ) 88064/2012 του Αυτόφωρου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αποφάσεις, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, χορηγηθεί και προθεσμία καταβολής του χρηματικού ποσού της μετατροπής της συνολικής εκτιτέας ποινής (συγχωνευτικής) σε δόσεις. Το δικαστήριο, όμως, τούτο δεν έχει αρμοδιότητα για την εκδίκαση του τελευταίου αυτού αιτήματος, καθόσον δεν είναι το ίδιο δικαστήριο που προέβη στη μετατροπή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στην αιτούσα με τις προαναφερόμενες αποφάσεις και με το άρθρο 551 παρ. 2 ΚΠΔ δεν καθιδρύεται αυτομάτως αρμοδιότητα του παρόντος δικαστηρίου και για τον καθορισμό προθεσμίας καταβολής σε δόσεις της χρηματικής ποινής που θα προκύψει από τη μετατροπή. Πρέπει, επομένως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 120 παρ. 1, 2 του ΚΠΔ, το Δικαστήριο τούτο να κηρυχθεί αναρμόδιο και να παραπεμφθεί η αίτηση κατά το παραπάνω σκέλος της στο Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Πειραιώς, το οποίο είναι ανώτερο από αυτά που εξέδωσαν τις υπό συγχώνευση ποινές. Για τους λόγους αυτούς κηρύσσει αναρμόδιο το παρόν δικαστήριο για να δικάσει την αίτηση περί χορηγήσεως προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής που θα προκύψει από τη μετατροπή της καταγνωσθείσας με την παρούσα συνολικής ποινής φυλάκισης και παραπέμπει στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς Πλημ/των (Μον.Εφ.Πειρ. 99/2012 πηγή nbonline.gr).
59). Η συγχωνευτική απόφαση, έστω και αν είναι εσφαλμένη, όταν καταστεί αμετάκλητη δεσμεύει, δηλαδή παράγει οιονεί δεδικασμένο κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 ΚΠΔ και δεν συγχωρείται επάνοδος επί του κριθέντος ζητήματος κατά το άρθρο 551 ΚΠΔ, ούτε μπορεί να διορθωθεί με άλλη αντίστοιχη απόφαση γιατί στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο υπερβαίνει την δικαιοδοσία του (ΑΠ 145/2014 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 962/1982, ΑΠ 157/1957).
60). Εάν κάποιος καταδικαστεί σε πολλές στερητικές της ελευθερίας ποινές, από διάφορά δικαστήρια και σε διάφορους χρόνους, εκ των οποίων άλλες μεν έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, άλλες έχουν μετατραπεί περαιτέρω σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και άλλες σε πληρωμή του ποσού της μετατροπής σε δόσεις (δηλαδή έγινε δοσοποίηση), μπορεί να γίνει συγχώνευση των ποινών, διότι αυτές είτε μετετράπησαν σε χρηματικές και περαιτέρω σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, είτε απλώς σε χρηματικές ή έχει ανασταλεί η εκτέλεσή τους, εξακολουθούν να έχουν το χαρακτήρα των στερητικών της ελευθερίας ποινών και για το λόγο αυτό είναι επιτρεπτή η συγχώνευσή τους (ΑΠ 840/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
61). Ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών και η ποινή του μετατράπηκε σε χρηματική προς 5 ευρώ ημερησίως, αλλά δεν εκτελέστηκε διότι δικάστηκε ερήμην. Στη συνέχεια καταδικάστηκε άλλες δύο φορές με την ίδια ποινή των τεσσάρων (4) ετών κάθε φορά χωρίς μετατροπή. Όλες οι αποφάσεις του επιδόθηκαν νομότυπα και κατέστησαν τελεσίδικες και στη συνέχεια αμετάκλητες. Σε τυχαίο τροχονομικό έλεγχο για υπέρβαση ορίου ταχύτητας διαπιστώθηκε ότι σε βάρος του υπήρχαν τρία εντάλματα σύλληψης ένα για κάθε καταδικαστική απόφαση και οδηγήθηκε στον εισαγγελέα και από εκεί με παραγγελία του κλείστηκε στη φυλακή. Αν υποβάλλει αίτημα συγχώνευσης ποινών θα γίνει δεκτό, διότι η συγχώνευση είναι υποχρεωτική, αλλά η συνολική ποινή που θα προκύψει από τη συγχώνευση δεν θα μετατραπεί σε χρηματική διότι ως ποινή βάσης θα ληφθεί η νεότερη χρονολογικά ποινή, η οποία δεν είχε μετατραπεί.
Απόσπασμα της με αριθμό ΑΠ 840/ 2015 απόφασης παρατίθεται αμέσως παρακάτω, λόγω του ιδιαίτερου πρακτικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει στην καθημερινότητα των ποινικών δικαστηρίων.
ΑΠ 840/2015
…….Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τους σκοπούς του αναιρετικού ελέγχου προκύπτουν τα εξής: Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης μετά από αίτηση του αναιρεσείοντα εισήγαγε ενώπιον του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης την υπόθεση για τον καθορισμό συνολικής ποινής των ποινών που είχαν επιβληθεί με τις εξής αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις: 1) Την υπ’ αριθμ. 19595/2010 συγχωνευτική απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης, με την οποία του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 36 μηνών. Με την 567/20-1-2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης μετατράπηκε το υπόλοιπο της ποινής σε παροχή – κοινωφελούς εργασίας, 2) Με την υπ’ αριθμ. 103/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Ξάνθης, που επικυρώθηκε με την 878/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 μηνών. Με την υπ’ αριθμ. 436/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Ξάνθης μετατράπηκε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 3) Με την υπ’ αριθμ. 3510/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η οποία μετατράπηκε με την ίδια απόφαση σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 4) Με την υπ’ αριθμ. 11270/2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η οποία μετατράπηκε με την ίδια απόφαση σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 5) Με την υπ’ αριθμ. 2287/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών. Με την υπ` αριθμ. 1181/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης μετατράπηκε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 6) Με την υπ’ αριθμ. 8402/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με τριετή αναστολή, η οποία ανακλήθηκε και μετατράπηκε σε χρηματική, με την υπ’ αριθμ. 3481/2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την υπ’ αριθμ. 13731/2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης μετατράπηκε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 7) Με την υπ’ αριθμ. 17814/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 5079/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών και χρηματική ποινή 600,00 ευρώ. Με την υπ` αριθμ. 3693/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης μετατράπηκε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 8) Με την υπ` αριθμ. 444/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 30 ημερών, η οποία μετατράπηκε με την ίδια απόφαση σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Το δικαστήριο ακολούθως με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την ως άνω αίτηση του αναιρεσείοντα με το εξής αιτιολογικό: Ο αιτών με την από 23-6-2014 αίτησή του ζήτησε τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής για τις αμέσως κατωτέρω αναφερόμενες καταδικαστικές αποφάσεις, κατά μετατροπή αυτής (συνολικής ποινής) σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με τους όρους μετατροπής της ποινής βάσης, δοθέντος ότι όλες οι, μετατραπείσες σε χρηματικές, ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν με τις εν λόγω καταδικαστικές αποφάσεις μετατράπηκαν στη συνέχεια σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με τις αναφερόμενες αποφάσεις, που καθόρισαν τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας και την προθεσμία παροχής της εργασίας αυτής. Ειδικότερα, ο αιτών αιτήθηκε τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής, κατά μετατροπή αυτής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, για τις ποινές που του επιβλήθηκαν με τις ακόλουθες καταδικαστικές αποφάσεις: 1) Με την υπ’ αριθμ. 19595/2010 συγχωνευτική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλάκισης 36 μηνών. Την ποινή αυτή εξέτισε εν μέρει κρατούμενος στο Αγροτικό Κατάστημα Κράτησης Κασσάνδρας, το δε υπόλοιπο ανεκτέλεστο μέρος της ποινής του μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς πέντε ευρώ ημερησίως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 120/18-1-2011 διάταξης της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, με την οποία απολύθηκε από το ανωτέρω Κατάστημα Κράτησης και καθορίστηκε η καταβολή του ποσού της μετατροπής σε δύο ισόποσες δόσεις στις 1-2-2013 και 1-6-2013, πλην, όμως, η διάταξη αυτή ανακλήθηκε με την υπ` αριθμ. 97/24-10-2013 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Χαλκιδικής, λόγω άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας καταβολής της πρώτης δόσης, που διέταξε την εκτέλεση της παραπάνω απόφασης. Ακολούθως, με την υπ` αριθμ. 567/20-1-2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης μετατράπηκε το υπόλοιπο της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 2) Με την υπ’ αριθμ. 103/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, που επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 878/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, που απέρριψε την ασκηθείσα έφεση του ως ανυποστήρικτη, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 10 μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς δέκα ευρώ ημερησίως. Με την υπ’ αριθμ. 436/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης μετατράπηκε η ανωτέρω, μετατραπείσα σε χρηματική, ποινή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 3) Με την υπ’ αριθμ. 3510/2013 απόφαση του Α` Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που έκανε τυπικά δεκτή την ασκηθείσα έφεση του κατά της υπ’ αριθμ. 4503/2010 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η οποία μετατράπηκε με την ίδια απόφαση σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 4) Με την υπ’ αριθμ. 11270/2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η οποία μετατράπηκε με την ίδια απόφαση σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 5) Με την υπ’ αριθμ. 2287/201 2 .απόφαση του Α` Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η οποία μετατράπηκε με την υπ’ αριθμ. 1181/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 6) Με την υπ’ αριθμ. 8402/2012 απόφαση του Γ` Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με τριετή αναστολή, η οποία ανακλήθηκε και μετατράπηκε σε χρηματική με την υπ’ αριθμ. 3481/2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 13731/2013 απόφαση του Α` Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης μετατράπηκε περαιτέρω σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 7) Με την υπ’ αριθμ. 17814/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 5079/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε την ασκηθείσα έφεση του ως ανυποστήρικτη, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς δέκα ευρώ ημερησίως, και χρηματική ποινή 600,00 ευρώ. Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 3693/2013 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης η μετατραπείσα σε χρηματική ανωτέρω ποινή φυλάκισης μετατράπηκε περαιτέρω σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. 8) Με την υπ’ αριθμ. 444/2014 απόφαση του Γ` Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 30 ημερών, η οποία μετατράπηκε με την ίδια απόφαση σε παροχή κοινωφελούς εργασίας. Ο αιτών, με την κρινόμενη αίτηση του, διώκει επί της ουσίας τη συγχώνευση επί των ωρών κοινωφελούς εργασίας, που έχουν καθοριστεί με τις ανωτέρω καταδικαστικές αποφάσεις, τέτοια, όμως, συγχώνευση ουδόλως προβλέπεται από οποιαδήποτε ποινική διάταξη. Η μετατροπή των, ήδη μετατραπεισών σε χρηματικές, ποινών σε παροχή κοινωφελούς εργασίας αντιφάσκει προς το σχηματισμό συνολικής ποινής των ποινών αυτών, η δε εκτέλεση τυχόν τέτοιας συνολικής ποινής παρίσταται και δογματικά ανέφικτη, δεδομένου ότι σε περίπτωση που η ποινή αυτή υπερβαίνει τα πέντε έτη προσεγγίζουσα τα δέκα έτη, να καθίσταται τουλάχιστον προβληματική, αν όχι αδύνατη η εκτέλεση της, καθόσον με τη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 5 ΠΚ, όπως το άρθρο 82 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 3904/2010 (ΦΕΚ Α 21 8/23-12- 2010) και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του ανωτέρω άρθρου αντικαταστάθηκε με την υποπαράγραφο ΙΓ.1. εδαφ. 3 άρθρου πρώτου Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012), προβλέπεται το κυμαινόμενο πλαίσιο ωρών παροχής κοινωφελούς εργασίας ανά συγκεκριμένο πλαίσιο επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, έως τα πέντε κατ` ανώτατο όριο έτη φυλάκισης. Κατά συνέπεια, εφόσον το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται του καθορισμού συνολικής εκτιτέας ποινής επί πλειόνων καταδικαστικών αποφάσεων, οι επιβληθείσες ποινές των οποίων έχουν προηγουμένως μετατραπεί σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, καθορίσει μία συνολική ποινή ανώτερη των πέντε ετών, ανακύπτει σαφώς ζήτημα εκτέλεσης της ποινής αυτής, αφού δεν προβλέπεται η έκτιση τέτοιας ποινής δια παροχής κοινωφελούς εργασίας, δεδομένου του προβλεπόμενου στη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 5 ΠΚ ανώτατου ύψους της ποινής που μπορεί να μετατραπεί σε τέτοια παροχή. Το παρόν Δικαστήριο, εξάλλου, δεν ασπάζεται την άποψη ότι στην περίπτωση αυτή δύναται να τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 Ν. 1240/1982, κατά την οποία η συνολική ποινή φυλάκισης μετατρέπεται σε χρηματική, εφόσον η ποινή βάσης έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή, η δε μετατροπή της συνολικής ποινής γίνεται σύμφωνα με τους όρους μετατροπής της ποινής βάσης, με το σκεπτικό ότι. αυτή τυγχάνει παλαιότερη του θεσμού της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η οποία εισήχθη με το άρθρο 29 παρ. 3 ν. 1941/1991, και κατά λογική αναγκαιότητα και για την ταυτότητα του νομικού λόγου τυγχάνει εφαρμογής και επί μετατροπής της συνολικής ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, αφού τόσο η μετατροπή σε χρηματική όσο και η μετατροπή σε κοινωφελή εργασία αποτελούν τρόπο έκτισης της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής. Αντίθετα, κατά την προκρινόμενη από το Δικαστήριο αυτό ως ορθή γνώμη, η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 Ν. 1240/1982 αφορά μόνο στις στερητικές της ελευθερίας ποινές που έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, ουδόλως δε συντρέχει πεδίο αναλογικής εφαρμογής της και επί των μετατραπεισών σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ποινών, καθόσον, εφόσον ο νομοθέτης ήθελε να επιτρέψει και τη μετατροπή της συνολικής ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά τους όρους της μετατροπής της ποινής βάσης θα το είχε ρητά προβλέψει κατά το χρόνο έκδοσης του Ν. 3904/2010, με το άρθρο 1 του οποίου προέβη σε ειδική και εξαντλητική ρύθμιση ως προς τους όρους, τις προϋποθέσεις και τα συγκεκριμένα πλαίσια ωρών εργασίας ανά επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, καθώς και τις συνέπειες της ελλιπούς ή πλημμελούς εκ μέρους του καταδικασθέντος παροχής τέτοιας εργασίας. Επομένως, στην προκείμενη, περίπτωση, ο αιτών, ο οποίος, χωρίς να υποχρεούται προς τούτο, αιτήθηκε τη μετατροπή όλων των ποινών φυλάκισης, που του επιβλήθηκαν με τις εν λόγω καταδικαστικές αποφάσεις, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, δεσμεύτηκε από την αίτηση του αυτή για μετατροπή και οφείλει να παράσχει την εργασία, όπως αυτή καθορίστηκε από τις επί μέρους αποφάσεις. Συνακόλουθα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη».Έτσι όμως που έκρινε το ανωτέρω δικαστήριο ότι δεν είναι νοητή η κατά τις διατάξεις των άρθρων 94 ΠΚ και 551 του ΚΠΔ συγχώνευση των παραπάνω ποινών, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 82 παρ. 4, 5, 7, 9 ΠΚ, καθόσον από το συνδυασμό αυτών προκύπτει ότι το άνω δικαστήριο έπρεπε να προβεί στη συγχώνευση των εν λόγω ποινών, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που μετατράπηκε σε χρηματική ή πρόστιμο ή παροχή κοινωφελούς εργασίας διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής, και επομένως αφού διατηρούσαν αυτό το χαρακτήρα, ήταν νοητός και επιβαλλόμενος ο καθορισμός συνολικής ποινής. Κρίνοντας, όμως, διαφορετικά με την προσβαλλόμενη απόφαση το ως άνω δικαστήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 4, 5, 7, 9, 94 παρ. 1 και 551 παρ. 1 & 2 του ΚΠΔ, υποπίπτοντας, έτσι, η προσβαλλόμενη απόφαση στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ποινικής διάταξης και ως εκ τούτου ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση και κρίση στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως την υπόθεση [άρθρο 519 ΚΠΔ].ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 22997/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή εκτός από αυτόν που δίκασε προηγουμένως.