Αιχμηρή απάντηση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας στον πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χ. Σεβαστίδη
Η Συντονιστική Επιτροπή των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, που συνεδρίασε στην Αθήνα στις 22.11.2019, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί η σε έντυπο της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ανακοίνωση του Προέδρου της για τη συμμετοχή των δικηγόρων ως δικαστικών αντιπροσώπων στις αρχαιρεσίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Σε μία περίοδο , όπου η Δικαιοσύνη δοκιμάζεται και απαιτείται η αγαστή συνεργασία των συλλειτουργών της προς όφελος τόσο της Δικαιοσύνης και όσο της Κοινωνίας, ο Πρόεδρος της ΕΔΕ επέλεξε, με τα όσα απαξιωτικά αναφέρει στην εν λόγω ανακοίνωσή του, να αμφισβητήσει και υποβαθμίσει το θεσμικό ρόλο αλλά και το έργο των δικηγόρων, που η ίδια η Πολιτεία τους έταξε και το οποίο εκτελούν με υψηλό αίσθημα ευθύνης.
Αντιλαμβανόμαστε την προφανή ανάγκη του Προέδρου της ΕΔΕ για επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις, ιδίως μετά την αλλαγή στάσης της Ενωσης στο θέμα της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, όπου η θέση του Προέδρου της κατέστη μειοψηφική. Ως καλόπιστοι συνομιλητές, δεν υπεισερχόμαστε ούτε αποδεχόμαστε συζητήσεις περί «δώρων» και «αντιδώρων», όχι από θέση αδυναμίας αντιπαράθεσης αλλά από θέση αρχής και από επιθυμία διατήρησης ενός κλίματος αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης με τους Ελληνες Δικαστές και Εισαγγελείς. Δεν θα ακολουθήσουμε τον Πρόεδρο της ΕΔΕ στον μοναχικό αδιέξοδο δρόμο του. Θα υπενθυμίσουμε μόνο ότι έργο του Δικαστή είναι η απονομή της Δικαιοσύνης με την έκφραση της δικαιοδοτικής κρίσης του. Και στο έργο αυτό, ο Δικαστής θα πρέπει να είναι ανεξάρτητος και απερίσπαστος.
Και ότι η ορθή απονομή της Δικαιοσύνης συνδέεται πρωταρχικά με την ορθή δικαιοδοτική κρίση αλλά απαιτείται και ταχύτητα στην απονομή της.
Όταν, λοιπόν, κατά κοινή ομολογία, παρατηρούνται σημαντικές καθυστερήσεις στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, φαντάζει τουλάχιστον υποκριτικό να αγνοείται η πραγματικότητα αυτή, τη στιγμή μάλιστα που εισπράττεται το σχετικό επίδομα «επιτάχυνσης» και παράλληλα να επιδιώκεται η περαιτέρω με αμοιβή ενασχόληση των δικαστών με διοικητικής φύσεως καθήκοντα, όπως είναι η συμμετοχή στις Εφορευτικές Επιτροπές για τις αρχαιρεσίες σε συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Ταυτόχρονα, είναι αντιφατικό από την μία πλευρά η ΕΔΕ να διεκδικεί προσλήψεις δικαστών με το επιχείρημα ότι η έλλειψη του αναγκαίου αριθμού τους είναι η κύρια αιτία για την καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης λόγω υπέρμετρης επιβάρυνσης των ήδη υπηρετούντων και από την άλλη ο Πρόεδρός της να διεκδικεί την συμμετοχή των δικαστών σε διοικητικής φύσεως καθήκοντα, που θα επιφέρουν περαιτέρω επιβάρυνση στο έργο τους.
Τέλος , για τα νομικά θέματα που θέτει ο Πρόεδρος της ΕΔΕ, είναι απορίας άξιο για εμάς, εάν αμφισβητείται η ορθότητα της πάγιας νομολογίας του ΣτΕ (ενδεικτικά ΣτΕ Ολ 3503/2009, Στε 99/2015, 2980/2010) για το εάν η ενασχόληση δικαστών με διοικητικής φύσεως καθήκοντα είναι συνταγματικώς επιτρεπτή και εάν, ενώ έχει κριθεί ως αντισυνταγματική η συμμετοχή δικαστών σε επιτροπές επίλυσης διαφορών αυτοδιοικητικού χαρακτήρα, είναι νοητή ως συνταγματική η συμμετοχή τους ως μελών Εφορευτικών Επιτροπών σε αρχαιρεσίες συνδικαλιστικών οργανώσεων. Υπενθυμίζεται ότι, μέχρι σήμερα, καμία δικαστική απόφαση δεν έχει αχθεί σε ακύρωση αποτελεσμάτων αρχαιρεσιών συνδικαλιστικών οργανώσεων είτε λόγω συμμετοχής των δικηγόρων ως Προέδρων στις σχετικές Εφορευτικές Επιτροπές είτε λόγω πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων τους.
Επιθυμούμε να πληροφορηθούμε εάν η ΕΔΕ υιοθετεί το ύφος του Προέδρου της στην εν λόγω ανακοίνωση και την επιλογή σύγκρουσης με το δικηγορικό σώμα και μάλιστα στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία.
Το δικηγορικό σώμα, διαχρονικά, επιδιώκει την ειλικρινή συνεργασία όλων των συλλειτουργών της Δικαιοσύνης με αμοιβαίο σεβασμό στο θεσμικό ρόλο και το έργο του καθενός.
Η πρότασή μας για τη θέσπιση ενός Κώδικα Δεοντολογίας , που θα διέπει τις σχέσεις όλων των εμπλεκομένων φορέων και προσώπων περί την απονομή της Δικαιοσύνης, είναι σήμερα επίκαιρη παρά ποτέ.
Δυστυχώς όμως, εκ μέρους του Προέδρου της ΕΔΕ φαίνεται ότι έχει παραπεμφθεί στις καλένδες.