31/2015 ΜονΕφΛαρ (Πώληση αγροτικών προϊόντων – υπερημερία οφειλέτη και αξιώσεις δανειστή)
31/2015
Πρόεδρος: Νικ. Πουλάκης
Δικηγόροι: Χρ. Σαχπατζίδης, Βασιλική Μπουρνούδη
Πώληση αγροτικών προϊόντων με προκαταβολή ποσού και συμφωνία παράδοσής τους μετά την ολοσχερή εξόφληση.
Επί υπερημερίας οφειλέτη αποζημίωση δανειστή για μη εκπλήρωση, που μπορεί να συνίσταται στη διαφορά μεταξύ τιμήματος της εκ νέου πώλησης του πράγματος και εκείνου της αρχικής.
Επί μερικής υπερημερίας, αν ο δανειστής έχει συμφέρον στη μερική εκπλήρωση οφείλει ανάλογο τμήμα της αντιπαροχής ενώ δικαιούται, ως προς το καθυστερούμενο μέρος α) να ζητήσει εκπλήρωσή του και αποζημίωση για την εκ της καθυστέρησης ζημία ή β) να τάξει προθεσμία εκπλήρωσης και επί παρόδου άπρακτης να ζητήσει αποζημίωση για μερική μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει ως προς το μέρος αυτό. Αν όμως δεν έχει συμφέρον στη μερική εκπλήρωση, αποζημίωσή του για ολική μη εκπλήρωση ή υπαναχώρηση εκ της όλης σύμβασης εφόσον αποκρούσει το εκτελεσθέν μέρος ή τάξει προθεσμία εκπλήρωσης του λοιπού μέρους.
Αοριστία αιτήματος διαφυγόντος κέρδους ενάγοντος πωλητή λόγω μη παραλαβής υπό του αγοραστή της πωληθείσας ποσότητας.
Μη ηθική βλάβη επί μη πληρωμής τιμήματος εκ πώλησης αγροτικών προϊόντων καθόσον, καίτοι συνιστά ποινικό αδίκημα, βάση της αξίωσης παραμένει η παραβίαση της σύμβασης η οποία από μόνη δεν συνιστά αδικοπραξία.
{…} 2. Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 516, 288 και 343 εδ. α’ ΑΚ συνάγεται ότι ο αγοραστής που δεν παραλαμβάνει το πράγμα, το οποίο προσφέρεται προσηκόντως από τον πωλητή, περιέρχεται σε υπερημερία οφειλέτη, οπότε ο πωλητής μπορεί να ασκήσει τα κατά το άρθρο 383 ΑΚ δικαιώματα (ολΑΠ 790/1958). Κατά τα άρθρα δε 383 και 385 ΑΚ, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, ο δανειστής έχει, πλην άλλων, το δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση, δεν απαιτείται δε να τάξει προηγουμένως εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση της παροχής, κατά την πρώτη των διατάξεων αυτών, αν από την όλη στάση του οφειλέτη προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο, ή αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Πότε συμβαίνει τούτο κρίνεται κατά τους όρους της συναλλακτικής καλής πίστης και κατά τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Το ποσό, εξάλλου, της πιο πάνω αποζημίωσης (διαφέρον μη εκπληρώσεως) μπορεί να συνίσταται, κατά τα άρθρα 297, 298 ΑΚ, στη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που επιτεύχθηκε με την εκ νέου πώληση του πράγματος και εκείνου στο οποίο ο πωλητής είχε πωλήσει αρχικώς το πράγμα (ολΑΠ 790/1958).
Περαιτέρω, αν ο δανειστής αποδέχτηκε μέρος της παροχής και όπως έχει δικαίωμα, κατά το άρθρο 316 ΑΚ, δεν το απέκρουσε, ενώ η εκπλήρωση του υπολοίπου καθυστερείται, υπάρχει μερική υπερημερία του οφειλέτη, η οποία, εφόσον υφίσταται πριν από τον ορισμό της κατά το άρθρο 383 ΑΚ προθεσμίας, ρυθμίζεται, ελλείψει ειδικών διατάξεων, με την ανάλογη εφαρμογή των κανόνων περί ολικής υπερημερίας, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 384 και 486 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή γίνεται διάκριση, αν ο δανειστής έχει ή όχι συμφέρον στη γενόμενη ήδη μερική εκπλήρωση. Όταν έχει τέτοιο συμφέρον, αφενός οφείλει να καταβάλει ανάλογο τμήμα της αντιπαροχής και αφετέρου μπορεί να ασκήσει, ως προς το καθυστερούμενο μέρος της παροχής, τα ίδια δικαιώματα που έχει σε περίπτωση ολικής υπερημερίας, δηλαδή α) να ζητήσει την εκπλήρωση του υπόλοιπου μέρους και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση ή β) να τάξει, σύμφωνα με το άρθρο 383, προθεσμία για την εκπλήρωση του υπόλοιπου μέρους και εφόσον αυτή παρέλθει άπρακτη, να ζητήσει αποζημίωση για μερική μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει, ως προς το μέρος αυτό, από τη σύμβαση. Στην αντίθετη περίπτωση, που ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στη γενόμενη ήδη μερική εκπλήρωση, μπορεί ή α) να τάξει την κατά το άρθρο 383 πρόσθετη προθεσμία για την εκπλήρωση του υπόλοιπου μέρους, μαζί με δήλωση ότι μετά την πάροδο αυτής θα αποκρούσει την όλη παροχή, οπότε, εφόσον παρέλθει η προθεσμία, δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση για ολική μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση ή β) να θεωρήσει τη μερική υπερημερία ως ολική και αποκρούοντας το μέρος της παροχής που ήδη εκτελέστηκε, να απαιτήσει αποζημίωση για ολική μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση, χωρίς να τάξει προθεσμία για την εκπλήρωση του υπόλοιπου μέρους, εφόσον βέβαια συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 383 ΑΚ και όταν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι δεν θα εκπληρωθεί το υπολειπόμενο μέρος της παροχής, χωρίς το οποίο αυτό που ήδη εκτελέστηκε είναι άχρηστο (ΑΠ 1765/2005, ΑΠ 262/2009, ΑΠ 959/2011).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, o ενάγων με την υπό κρίση αγωγή του ισχυρίζεται ότι είναι έμπορος γεωργικών προϊόντων, διατηρών στον Π. Λ., κατάστημα και αποθηκευτικούς χώρους. Ότι στις 4.7.2008, με προφορική σύμβαση πώλησης που καταρτίστηκε στον Π. Λ., μεταξύ αυτού και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, πώλησε στην τελευταία 100 τόνους κριθαριού προς 0,24 Ε/κιλό, ήτοι συνολικού τιμήματος 24.000 Ε. Ότι έναντι του τιμήματος αυτού, η εναγομένη του (προ)κατέβαλε την ίδια ημέρα της συμφωνίας το ποσό των 2.000 Ε, το υπόλοιπο δε τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί σταδιακά, το αργότερο δε μέχρι τις 20.7.2008, ενώ η πωληθείσα ποσότητα συμφωνήθηκε να παραδοθεί στην εναγομένη μετά την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος. Ότι αν και παρήλθε η τελική ημερομηνία καταβολής, η εναγομένη του κατέβαλε μόνον το ποσό των 5.000 Ε και απέμεινε ανεξόφλητο υπόλοιπο 17.000 Ε, το οποίο έπρεπε να καταβληθεί στις 20.7.2008. Ότι με την από 6.10.2008 εξώδικη πρόσκλησή του, έταξε εύλογη προθεσμία στην εναγομένη να εξοφλήσει το υπόλοιπο του τιμήματος και να παραλάβει το κριθάρι, πλην, όμως, αυτή εκώφευσε, καταστάσα υπερήμερη. Ότι η ποσότητα του κριθαριού παρέμεινε αποθηκευμένη στις αποθήκες του καταλαμβάνοντας αποθηκευτικό χώρο, τον οποίο ο ίδιος θα διέθετε για την αποθήκευση το χρονικό διάστημα από 20.7.2008 έως 30.8.2008 ίσης με την πωληθείσα ποσότητα κριθαριού, την οποία θα μεταπωλούσε σε τρίτους προς 0,16 Ε και έτσι απώλεσε το καθαρό κέρδος από την πώληση, ανερχόμενο σε 20% επί της συνολικής αξίας ήτοι (0,16 Ε Χ 100.000 κιλά = 16.000 Ε Χ 20%) 3.200 Ε. Ότι επί πλέον από την αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης υπέστη σημαντική αναστάτωση και ψυχική ταλαιπωρία. Για τους λόγους αυτούς ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, λόγω της υπερημερίας της, α) το υπόλοιπο του τιμήματος από 17.000 Ε, β) το διαφυγόν κέρδος από 3.200 Ε και γ) χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής του βλάβης από την αδικοπραξία της εναγομένης, 3.000 Ε και συνολικά 23.200 Ε, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής ήτοι από 21.7.2008, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, είναι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, νόμιμη ως προς το αίτημα της καταβολής του υπολοίπου τιμήματος. Θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 361, 513, 343 εδ. α’, 345 παρ. 1 ΑΚ. Ως προς το αίτημα, όμως, καταβολής διαφυγόντος κέρδους, ποσού 3.200 Ε, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθόσον δεν εκτίθενται, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση τέτοιου αιτήματος (άρθρο 298 εδ. β’ ΑΚ), περιστατικά που καθιστούσαν πιθανό κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων τέτοιο κέρδος ή τις ειδικές περιστάσεις και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχαν ληφθεί προς τούτο, όπως για παράδειγμα ότι είχε ανεύρει παραγωγό από τον οποίο θα αγόραζε τόσο μεγάλη ποσότητα κριθαριού και αντίστοιχα αγοραστή προς τον οποίο θα την μεταπωλούσε, καθώς και ότι ο υπόλοιπος αποθηκευτικός χώρος που διέθετε δεν επαρκούσε για την αποθήκευση, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τα ιστορούμενα στην αγωγή, ως έμπορος αποθήκευε προϊόντα και ποσότητες ανάλογα με τη ζήτηση. Επίσης και το αίτημα καταβολής ποσού 3.000 Ε, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τη μη πληρωμή του τιμήματος πωλήσεως των προαναφερόμενων αγροτικών προϊόντων (κριθαριού), είναι απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο, καθόσον ναι μεν η καθυστέρηση του τιμήματος αγροτικού προϊόντος συνιστά ποινικό αδίκημα, πλην όμως βάση της αξίωσης εξακολουθεί να παραμένει η σύμβαση πωλήσεως και η παραβίαση αυτής, η οποία από μόνη της δεν συνιστά αδικοπραξία, αλλά θα πρέπει και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη να ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο κατ’ άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη ζημιούν άλλον υπαιτίως (ολΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 1644/1983 ΕΕΝ 51. 647), γεγονός που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Από τα παρεπόμενα αιτήματα, εκείνο της προσωρινής εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί, αλυσιτελώς προβάλλεται πλέον, καθόσον η παρούσα είναι ανέκκλητη, ενώ είναι νόμιμα εκείνα της επιδικάσεως τόκων υπερημερίας από τη δήλη ημέρα καταβολής του τιμήματος και της καταδίκης της εναγομένης στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος (άρθρα 341 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το αντικείμενο της συζήτησης της αγωγής, έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα υπέρ τρίτων ποσοστά (βλ. το υπ’ αριθ. …/2013 διπλότυπο είσπραξης της ΔΟΥ Λ. και το υπ’ αριθ. …/2013 γραμμάτιο είσπραξης ΕΤΕ, που προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και αναφέρονται στην εκκαλουμένη).
3. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων … αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι έμπορος γεωργικών προϊόντων και διατηρεί στον Π. Λ., κατάστημα και αποθηκευτικούς χώρους. Στις 4.7.2008, με προφορική σύμβαση πώλησης που καταρτίστηκε στον Π. Λ., μεταξύ αυτού και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, πώλησε στην τελευταία 100 τόνους κριθαριού προς 0,24 Ε/κιλό, ήτοι συνολικού τιμήματος 24.000 Ε. Έναντι του ανωτέρω τιμήματος, η εναγομένη του προκατέβαλε την ίδια ημέρα της συμφωνίας το ποσό των 2.000 Ε, ενώ το υπόλοιπο τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί σταδιακά, το αργότερο μέχρι τις 20.7.2008, η δε πωληθείσα ποσότητα συμφωνήθηκε να παραδοθεί στην εναγομένη μετά την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος (βλ. την από 4.7.2008 απόδειξη είσπραξης, που προσκομίζει ο ενάγων). Η εναγομένη, όμως, αν και παρήλθε η τελική ημερομηνία καταβολής, του κατέβαλε μόνον το ποσό των 5.000 Ε και απέμεινε ανεξόφλητο υπόλοιπο 17.000 Ε, το οποίο κατά τα προαναφερόμενα έπρεπε να καταβληθεί σε δήλη ημέρα ήτοι στις 20.7.2008. Ο ενάγων, λόγω της ανωτέρω συμπεριφοράς της εναγομένης, με την από 6.10.2008 εξώδικη πρόσκλησή του, έταξε εύλογη προθεσμία, τριών ημερών, στην εναγομένη να εξοφλήσει το υπόλοιπο του τιμήματος και να παραλάβει το κριθάρι. Η τελευταία, όμως, εκώφευσε, καταστάσα έτσι υπερήμερη οφειλέτρια. Η υπερημερία αυτή της εναγομένης – οφειλέτριας προκύπτει με σαφήνεια από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, Σ. Κ., στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Η κατάθεση αυτή του μάρτυρα αποδείξεως ενισχύεται και από το προαναφερόμενο από 6.10.2008 εξώδικο που επέδωσε στην εναγομένη ο ενάγων (βλ. την υπ’ αριθμ. …/14.10.2008 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Α. Κ.), από το οποίο προκύπτει σαφώς η αδιαφορία της εναγομένης να καταβάλει το τίμημα και να παραλάβει την πωληθείσα ποσότητα του κριθαριού. Η αντίθετη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης Α. Μ. στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, όπου αυτός κατέθεσε ότι το Δεκαπενταύγουστο του 2008 (ήτοι μετά την πάροδο της ημερομηνίας καταβολής του τιμήματος και παραλαβής του κριθαριού) πήγε μαζί με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης Κ. Κ. και με φορτηγά να παραλάβουν το κριθάρι, πλην, όμως, δεν βρήκαν τον ενάγοντα ούτε το κριθάρι υπήρχε, ενόψει των προεκτεθέντων, δεν κρίνεται αληθινή.
Λόγω της ανωτέρω υπερημερίας της εναγομένης, ο ενάγων, προκειμένου να ελευθερώσει τις αποθήκες του από το κριθάρι, που ήδη είχε φυτρώσει (βλ. κατάθεση του μάρτυρα Σ. Κ.), αναγκάστηκε να το πωλήσει σε τρίτο, σε πολύ χαμηλή τιμή. Ενόψει όλων των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών και των όσων αναφέρονται παραπάνω στη μείζονα σκέψη, εφόσον η εναγομένη αγοράστρια δεν κατέβαλε το τίμημα μέχρι τις 20.7.2008 και δεν παρέλαβε την πωληθείσα ποσότητα κριθαριού, η οποία προσφέρονταν προσηκόντως από τον ενάγοντα – πωλητή, περιήλθε σε υπερημερία οφειλέτη, οπότε οφείλει αυτή να καταβάλει το υπόλοιπο τίμημα.
Ο ισχυρισμός (άρνηση) της εναγομένης ότι αυτή δεν κατέστη υπερήμερη αναφορικά με την παραλαβή του πωληθέντος κριθαριού, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, με την πρόσθετη επισήμανση ότι αυτή είχε, με βάση τη σύμβαση, υποχρέωση να εξοφλήσει πρώτα ολοσχερώς το τίμημα και μετά να παραλάβει την πωληθείσα ποσότητα κριθαριού. Επίσης, ως ουσιαστικά αβάσιμος, πρέπει να απορριφθεί και ο επικουρικός ισχυρισμός της εναγομένης – εκκαλούσας, με τον οποίο αυτή ζητεί να υποχρεωθεί στην καταβολή του υπολοίπου τιμήματος, υπό τον όρο της παράδοσης από τον ενάγοντα σ’ αυτή του πωληθέντος πράγματος (κριθαριού), καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, το πωληθέν, λόγω της ανωτέρω υπερημερίας της εναγομένης – αγοράστριας – οφειλέτριας, δεν σώζεται πλέον στα χέρια του ενάγοντος.
6. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, αλλά κατά ένα μέρος και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα 17.000 Ε, με το νόμιμο τόκο από τις 21.7.2008…